Ράντου Ζούντε (Φωτογραφία: Odd Andersen/AFP) |
Μια «βλάσφημη» σάτιρα του μισογυνισμού,
του συντηρητισμού, της υποκρισίας και της οργανωμένης θρησκείας, η βραβευμένη
με Χρυσή Άρκτο ταινία του Ρουμάνου Ράντου
Ζούντε Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό δεν αφήνει τίποτε όρθιο.
Συνομιλώντας
με
τον σκηνοθέτη ενόψει της κυκλοφορίας του φιλμ στους κινηματογράφους στις 7 Οκτωβρίου.
Μόλις
γύρισες από μια φεστιβαλική «τουρνέ».
Ωραία είναι, αλλά από την
άλλη νιώθεις σαν προϊόν που στέλνεται σε διάφορα μέρη. Κατά κάποιον τρόπο
χάνεις την ταυτότητά σου, είναι όμως κομμάτι της δουλειάς.
Είσαι
από τους σκηνοθέτες που απολαμβάνουν να παρακολουθούν φιλμ;
Ήμουν στο Κάρλοβι Βάρι
για τέσσερις μέρες και είδα τρεις ταινίες. Στη Βενετία βρέθηκα για τρεις μέρες
και είδα μόνο ένα φιλμ. Δεν είναι πολλά.
Αλλά είμαι παθιασμένος με
τις ταινίες. Μου αρέσει να ανακαλύπτω πράγματα, βέβαια, αλλά με ενδιαφέρουν
συγκεκριμένα φιλμ, για παράδειγμα παλαιότερων περιόδων από την Ιστορία του κινηματογράφου.
Χτες παρακολούθησα για
πρώτη φορά την ολοκληρωμένη εκδοχή της Απληστίας
του Έριχ φον Στρόχαϊμ.
Μιλώντας
για κινηματογραφικές ή σινεφιλικές αναφορές, εντοπίζονται πολλές σε όλες τις
δουλειές σου. Στην τελευταία σου, το Ατυχές
πήδημα ή παλαβό πορνό, υπάρχει -πάλι- πολύς Γκοντάρ της τελευταίας
περιόδου, αλλά και Μπουνιουέλ.
Πώς
(δια)χειρίζεσαι όλες αυτές τις αναφορές;
Προφανής είναι η επιρροή
από Μακαβέγιεφ.
Στο πρώτο μέρος της
ταινίας είμαι, επίσης, επηρεασμένος από τον Οδυσσέα του Τζόις που διάβαζα εκείνη την περίοδο. Είμαστε φτιαγμένοι από τις επιρροές
μας.
Είναι μια προτροπή που
διαρκώς ακούς - όχι μόνο στη δουλειά μας, αλλά τώρα και από τους
αντιεμβολιαστές: «Σκέψου με το μυαλό σου,
όχι με το μυαλό ενός άλλου».
Συμφωνώ,
αλλά δεν ξέρω αν ο κάθε άνθρωπος το εννοεί με τον ίδιο τρόπο.
Τι σημαίνει, όμως, κάτι
τέτοιο, ακόμα κι αν το εννοήσουμε με τον καλύτερο τρόπο;
Δεν επινόησα το σινεμά, που
γεννήθηκε στα σπήλαια 2000 χρόνια πριν, ούτε την κάμερα. Οπότε κανένας στην
πραγματικότητα δε σκέφτεται με το δικό του μυαλό.
Είμαστε
προϊόντα μιας μακράς διαδικασίας- συνειδητής και ασυνείδητης.
«Κλέψε όσα περισσότερα μπορείς από όλους τους άλλους», είχε κάποτε
πει ο Κοκτό. Συνεπώς είμαι επηρεασμένος από πολλούς, και κυρίως τον Γκοντάρ,
τον πιο σημαντικό διανοούμενο του σινεμά.
Παραμένει
φρέσκος και επίκαιρος παρά την ηλικία του.
Είναι το πρότυπό μου.
Πώς
αποφάσισες να δομήσεις την ταινία σου σε σπονδυλωτή μορφή;
Άλλη μια επιρροή,
προερχόμενη από τον Αντρέ Μαλρό αυτή τη φορά, ο οποίος, εκτός από συγγραφέας,
ήταν σκηνοθέτης και διανοούμενος σχετικά με ζητήματα που αφορούσαν στην Ιστορία
της τέχνης.
Η ιδέα του σκίτσου, κάτι
όχι ολοκληρωμένο, είναι του Ντελακρουά κι έγινε πολύ σημαντική για μένα και γι’
αυτό το εγχείρημα. Αποφάσισα, λοιπόν, να κάνω μια όσο το δυνατόν πιο ελεύθερη
ταινία και σαν σκίτσο, όπως είχε πει ο Μαλρό.
Παρά
τους περιορισμούς που θέτει η ίδια η κινηματογραφική παραγωγή αλλά και η
συγκυρία λόγω της συνεχιζόμενης πανδημίας, δεν το έβαλες κάτω. Ήταν ένα
προσωπικό και δημιουργικό «στοίχημα» για σένα;
Το καλοκαίρι του 2020 που
ο αριθμός των κρουσμάτων είχε υποχωρήσει, οι άνθρωποι έλπιζαν ότι ο ιός είχε
τελειώσει. Όμως, «η ελπίδα είναι καλό
πρωινό, αλλά κακό βραδινό», είχε πει ο Φράνσις Μπέικον.
Έπειτα προέκυψαν οι
περιορισμοί, έτσι αποφάσισα ότι θα γίνονταν κομμάτι του ιστού της ταινίας.
Από ηθικής άποψης,
επίσης, ένιωθα υπεύθυνος για τους ηθοποιούς και τους υπόλοιπους συντελεστές.
Οπότε, ανεξαρτήτως του τι ο καθένας πίστευε ή όχι σχετικά με τον ιό ή τις
μάσκες, ήθελα να τους προσφέρω την καλύτερη δυνατή προστασία.
Ενσωμάτωσες,
δηλαδή, όλη τη συνθήκη στην αφήγησή σου. Βρίσκω αυτή την επιλογή πολύ
ευρηματική.
Κατά μία έννοια έτσι
είναι.
Παλαιότερα ασχολούμουν με
τις πολεμικές τέχνες. Μια από τις αρχές του Κέντο είναι ότι ποτέ δε βρίσκεσαι
σε θέση όπου να μην μπορείς να βρεις κάποιο πλεονέκτημα. Σε κάθε κατάσταση
μπορείς να βρεις μια λύση.
Είναι ένας βουδιστικός
τρόπος σκέψης, με τον οποίο νιώθω κοντά. Οι ιδέες σε ένα φιλμ είναι πιο
σημαντικές από το πρόσωπο ενός ηθοποιού.
Πολλοί
θα αισθάνθηκαν σαν να τους κάνεις μάθημα ή να τους κουνάς το δάχτυλο, κι αυτό
δεν αρέσει.
Είναι αρκετά εύκολο να
φανταστείς τις πιθανές αντιδράσεις στην ταινία.
Λιγότερο προβλέψιμη ήταν
η αντίδραση κάποιων κριτικών κινηματογράφου, λογοτεχνίας, συγγραφέων και
δημοσιογράφων, που ήταν εντελώς εναντίον της.
Γιατί;
Όχι μόνο λόγω της
θεματολογίας του φιλμ, αλλά και της φόρμας του. Ήταν σοκαριστικό να
επικαλούνται επιχειρήματα κάποιου που δεν έχει καμία πρόσβαση στις τέχνες.
Κι αυτό οφείλεται στο
γεγονός ότι δεν υπάρχει πραγματική κινηματογραφική κουλτούρα στη Ρουμανία. Αυτή
η κατάσταση θα επιδεινωθεί, γιατί το επίπεδο της γενικής παιδείας
υποβαθμίζεται. Δε γίνονται επενδύσεις σ’ αυτόν τον τομέα.
Αν δεν έχεις
καλλιεργημένο κοινό, είναι πολύ δύσκολο να περιμένεις κάτι από καλλιτεχνικές
κατευθύνσεις.
Από την άλλη, το σινεμά
ποτέ δε θεωρείτο κάτι σημαντικό ανάμεσα στους μορφωμένους. Πάντα
αντιμετωπιζόταν ως κάτι δευτερεύον.
Όχι
ως προτεραιότητα.
Η ανθρωπιστική μας
κουλτούρα είναι πολύ επικεντρωμένη στη λογοτεχνία. Όλοι ενδιαφέρονται γι’ αυτή.
Όταν, λοιπόν, προσπαθείς να εφαρμόσεις στον κινηματογράφο τις αρχές της
λογοτεχνίας, τούτο κάποιες φορές λειτουργεί, κι άλλες όχι.
Άρα, όσοι δεν είδαν το
φιλμ ως κινηματογραφικό έργο είπαν πως είναι μαλακία. Κι άλλοι, που τους
θεωρείς πιο απλούς, οι οποίοι το εκτίμησαν.
«Υποφέρω όλη μου τη ζωή γιατί δεν έχω ένα
στιλ», μου είχες πει στην προηγούμενη
συνομιλία μας. Νομίζεις πως έχεις τελικά καταφέρει να βρεις ένα στιλιστικό «μονοπάτι»;
Όχι, καθόλου! Είναι,
όμως, λιγότερο προβληματικό απ’ ό,τι στο παρελθόν. Ακόμα κι όταν μιλήσαμε, το
ανέφερα ρητορικά. Στο Κάρλοβι Βάρι παρακολούθησα το Memoria
του
Απιτσατπόνγκ, ένα σπουδαίο φιλμ που διαθέτει ένα προσωπικό σύμπαν.
Δεν έχω κάτι τέτοιο. Από
την άλλη, όμως, πιστεύω ότι το σινεμά είναι εργαλείο για σκέψη, όχι μόνο
προσωπικής έκφρασης. Συνεπώς μ’ ενδιαφέρει να βρω ποια είναι κάθε φορά η
κατάλληλη φόρμα για το κάθε θέμα.
Για να κάνω ένα φιλμ
πρέπει να έχω μια ιδέα για τη φόρμα του, όχι μόνο για το θέμα. Σχεδόν κανένας -ή
πάντως ελάχιστοι, όπως εσύ-, με ρωτάνε γιατί
χρησιμοποίησα αυτή τη δομή. Οι πιο πολλοί ρωτάνε για την αρχική ιδέα,
δηλαδή για το θέμα.
Έχει
το κάποτε διάσημο «Ρουμανικό Νέο Κύμα» εξελιχθεί πλέον σε κάτι παρωχημένο, με
τους σκηνοθέτες να ακολουθούν τους ατομικούς δημιουργικούς τους δρόμους;
Είναι δύσκολο να μιλήσω
γι’ αυτό.
Ασφαλώς σέβομαι όλους
τους συναδέλφους μου, έχω μάθει από αυτούς, και δούλεψα μαζί τους ως βοηθός
σκηνοθέτη στην αρχή της καριέρας μου.
Το πρόβλημα του
ρουμανικού σινεμά είναι η έλλειψη ποικιλομορφίας. Στη Ρουμανία υπάρχει
ομοιομορφία όχι μόνο σε σχέση με τον τρόπο που γίνονται οι ταινίες, αλλά και με
την έλλειψη πειραματισμού.
Ως θεατής έχω ανάγκη από ποικιλομορφία,
κι αυτή εμφανίζεται περισσότερο επειδή υπάρχουν γυναίκες σκηνοθέτριες.
Κι
ο δικός σου κεντρικός χαρακτήρας είναι γυναικείος. Προέκυψε αυθόρμητα;
Ποτέ δεν τέθηκε ζήτημα να
είναι ο κεντρικός χαρακτήρας άντρας, δε θα υπήρχαν οι ίδιες υποδηλώσεις. Η
σεξουαλικότητα μιας γυναίκας, οι κοινωνικές απαιτήσεις από αυτήν διαφέρουν.
Η
Κάτια Πασκαρίου, η πρωταγωνίστρια, είναι σπουδαία. Δε θυμάμαι να την έχω δει σε
πρωταγωνιστικό ρόλο.
Έχει παίξει μόνο έναν
μικρό ρόλο σε ένα φιλμ του Μουντζίου, αλλά κάνει πολύ ανεξάρτητο, πολιτικό,
κοινωνικό θέατρο. Είναι υπέροχη στη συνεργασία. Σκληρά εργαζόμενη, σοβαρή, αφοσιωμένη,
καθόλου αλαζονική.
Πώς
εκτιμάς ότι η πανδημία θα επηρεάσει μακροπρόθεσμα τον τρόπο που συλλαμβάνεται,
παράγεται, προβάλλεται και συζητιέται ο κινηματογράφος;
Έλπιζα πως το εμβόλιο θα
λειτουργούσε- και λειτουργεί, σε έναν βαθμό. Το πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι
δε θέλουν στ’ αλήθεια να προστατέψουν τους άλλους.
Γι’ αυτό το είδος
κινηματογράφου είναι πλήγμα, γιατί οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν σινεμά όπως
άλλοτε. Η πανδημία επιτάχυνε την εμπορευματοποίηση των πάντων. Το ένιωσα μιλώντας
με sales agents πριν
την ολοκλήρωση του φιλμ.
Η δύναμη του σινεμά
είναι, βέβαια, η προβολή στη μεγάλη οθόνη. Θα επιβιώσει, αλλά η «πείνα» για
εμπορευματοποίηση στο πεδίο της κινηματογραφικής βιομηχανίας θα μεγαλώνει μέρα
με τη μέρα. Θέλω να το πολεμήσω αυτό. Και νομίζω πως αξίζει.
Μετά την πανελλήνια
πρεμιέρα της στο πλαίσιο του 27ου
Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, η ταινία του Ράντου Ζούντε
Ατυχές
πήδημα ή παλαβό πορνό προβάλλεται
από τις 7 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους από το Cinobo.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου