Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

Συζητώντας για «Το Βανκούβερ» με την σκηνοθέτρια και τον πρωταγωνιστή του

 


Μια από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες του φετινού Φεστιβάλ Δράμας, το Βανκούβερ είναι μια ελλειπτική, χαμηλών τόνων κινηματογραφική «σπουδή» πάνω στην απώλεια, την ανεργία και τη μετανάστευση.

Η σκηνοθέτρια Άρτεμις Αναστασιάδου και ο χαρισματικός πρωταγωνιστής Βασίλης Κουτσογιάννης μάς ξεναγούν στο «σύμπαν» του φιλμ πριν την προβολή του στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στο πλαίσιο της «καθόδου» του Φεστιβάλ.

O Μπρεσόν έλεγε ότι θα προτιμούσε οι άνθρωποι να νιώσουν ένα φιλμ πριν το καταλάβουν. Παρακολουθώντας το Βανκούβερ εισήλθα σε μια τέτοια κατάσταση ως θεατής.

Κατά πόσο η αφετηρία της ταινίας είναι ένα συναίσθημα που θέλετε να εκφράσετε;

Άρτεμις Αναστασιάδου: Πολύ χαίρομαι που είχες αυτή την εμπειρία!

Το Βανκούβερ χαρακτηρίζεται από το συναίσθημα του αποχωρισμού, το οποίο βιώνει η νεαρή ηρωίδα αποχωριζόμενη από τον αγαπημένο της αδερφό. Είναι μεγάλο «στοίχημα», βέβαια, να το μεταδώσουμε αυτό στον θεατή.

Μόνο μέσα από το συναίσθημα μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία μιας ιστορίας.

Ο κινηματογράφος που προσπαθώ να κάνω εμπεριέχει γενικά την ενσώματη εμπειρία, και οι ταινίες που μου αρέσουν έχουν αυτό το αποτέλεσμα, με κάνουν να νιώθω.

Δώσε μου ένα παράδειγμα.

Ά.Α.: Το Amour του Χάνεκε με έχει κάνει να αισθανθώ την απώλεια στο σώμα, το Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου να νιώσω χτυποκάρδι.

Εσένα, Βασίλη, ποιο ήταν ένα από τα «στοιχήματά» σου ξεκινώντας αυτή την κινηματογραφική και υποκριτική περιπέτεια;

Βασίλης Κουτσογιάννης: Δεν είναι η δουλειά μου να φτιάχνω ταινίες. Πιο πολύ βλέπω παρά κάνω, μου αρέσει πάρα πολύ το σινεμά.

Το να μπορεί ο σκηνοθέτης να σε βάζει στο σύμπαν του είναι η αφετηρία. Και το πόσο συχνά κοιτάζω το κινητό μου στη διάρκεια της προβολής ενός φιλμ, κυρίως μεγάλου μήκους, είναι ενδεικτικό!

Όσον αφορά στο βίωμα του αποχωρισμού στο Βανκούβερ, έπρεπε πρώτα να φανούμε στην κάμερα αδέρφια με την συμπρωταγωνίστρια, την Μαργιάννα Καρβουνιάρη.

Άρτεμις Αναστασιάδου (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)


Πώς το καταφέρατε αυτό; Γιατί, κατά γενική ομολογία, το καταφέρατε.

Β.Κ.: Το πιο σημαντικό ήταν ότι ακούσαμε από πάρα πολύ κόσμο στη Δράμα πως τους συνεπήρε η αποτύπωση αυτού του αποχωρισμού.

Την πετύχαμε πηγαίνοντας κάθε εβδομάδα από τον Μάιο του 2020 στο Αλιβέρι όπου ζει η Μαργιάννα. Δεν επρόκειτο τόσο για πρόβα, όσο για καλλιέργεια μιας σχέσης που ακόμα και σήμερα διατηρείται.

Την θεωρώ μικρή μου αδερφή, με έναν τρόπο!

Ο τρόπος, εξάλλου, που επέλεξε να δουλέψει η Άρτεμις, με το να μη δίνει έτοιμες ατάκες, αλλά πιο πολύ δημιουργώντας μια κατάσταση, φάνηκε και στην οθόνη.

Πώς διασταυρώθηκαν οι κινηματογραφικοί σας «δρόμοι» με τον Βασίλη;

Ά.Α.: Τον είχα δει στη Δράμα το 2019. Μου είχε φανεί ότι το πρόσωπό του διέθετε ευγένεια, κάτι που μπορεί να ταίριαζε στον χαρακτήρα του Γιώργου στο Βανκούβερ.

Τον Φλεβάρη του 2020 έκανα ανοιχτό casting στην Αθήνα και είδα τον Βασίλη να παρκάρει το μηχανάκι του στα Εξάρχεια. Σκέφτηκα: «Πρέπει να τον καλέσω!»

Κεραυνοβόλος κινηματογραφικός έρωτας, λοιπόν.

Ά.Α.: (Γέλιο). Πέρασε πολλά casting.

Β.Κ.: Με είδε, με θυμήθηκε, δε μου μίλησε τότε.

Οπότε ήταν ευτυχής αυτή η συνάντηση, κρίνοντας και εκ του αποτελέσματος.

Ά.Α.: Για μένα το casting και το ποιοι άνθρωποι θα ζωντανέψουν τους χαρακτήρες είναι ίσως το πιο σημαντικό. Με ενδιαφέρει πολύ η ενέργεια που αποπνέει ο καθένας και η εμπιστοσύνη που αναπτύσσεται μεταξύ μας.

Σε ενδιαφέρουν και οι τόποι, με ή χωρίς ανθρώπινους χαρακτήρες.

Ά.Α.: Με ενδιαφέρει το κοινωνικό σινεμά, το πώς η κοινωνία αλληλεπιδρά με τον άνθρωπο. Στις Η.Π.Α., όπου έχω γυρίσει ταινίες μικρού μήκους, μόνο ως ένα σημείο μπορούσα να το κάνω. Ένιωθα ξένη.

Ερχόμενη στην Ελλάδα, συνειδητοποίησα ότι εδώ είναι ο τόπος μου και μπορώ πιο εύκολα να τον εντάξω στην αφήγηση.

Το Μηλάκι, το μέρος στο οποίο έγιναν τελικά τα γυρίσματα, είναι σαν να περιορίζει και να «στραγγαλίζει» τους ήρωες. Από μόνο του έλεγε τόσο πολλά, που δεν μπορούσα να μην το περιλάβω.

Οδηγηθήκατε σε αυτή την περιοχή τυχαία;

Ά.Α.: Από την αρχή μου την είχε προτείνει ο Βαγγέλης Φάμπας, ο παραγωγός. Εγώ, όμως, εκείνη την περίοδο ήμουν στις Η.Π.Α., οπότε δεν την είχα επισκεφτεί.

Βασίλης Κουτσογιάννης (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)


Παρακολουθώντας το Βανκούβερ αισθανόμουν μερικές φορές ότι οι τόσο φορτισμένοι με σημασίες τόποι δε συνδέονταν πάντα με τους αφηγηματικούς άξονες του φιλμ, απότοκο ίσως του ελλειπτικού ύφους που υιοθετείς.

Ά.Α.: Στο πρώτο επίπεδο τοποθετούνται οι ήρωες και όσα συμβαίνουν.

Το βάθος πεδίου που χρησιμοποιήσαμε ήταν μεγάλο, ώστε να μπορείς να βλέπεις τα εργοστάσια, να μην είναι «φλου». Ως ένας πρωταγωνιστής εισάγεται και το αποβιομηχανοποιημένο, εγκαταλελειμμένο τοπίο στην ιστορία, λοιπόν.

Στήσαμε το αποχαιρετιστήριο πάρτι του Γιώργου στο λιγνιτωρυχείο ακριβώς για να το συνδέσουμε με την ιστορία του τόπου.

Οι ήρωες, εξάλλου, ξέρουν τι τους συμβαίνει, άρα δεν ήθελα να εκθέσω κάτι περισσότερο. Τα παιδιά έχουν φύγει από αυτό το χωριό, και αυτή είναι μια ιστορία που συμβαίνει ανά δεκαετίες στην Ελλάδα. Δε λέω κάτι καινούριο.

Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ταινίες για την ανεργία και τη μετανάστευση με άλλους χαρακτήρες, όχι με ένα μικρό κορίτσι. Ίσως αυτό προσθέτει κι άλλα «φίλτρα» όσον αφορά στην κατανόηση.

Β.Κ.: Αυτό που με εξίταρε στην περιοχή ήταν σίγουρα το τοπίο. «Ό,τι κάνει κακό στο περιβάλλον, “γράφει” στον φακό», όπως λέω με κωμικοτραγικό τρόπο.

Το ότι συνδεθήκαμε με την τοπική κοινότητα -κι εδώ μιλάω ως κοινωνικός ανθρωπολόγος, γιατί αυτό είναι το πτυχίο μου- επίσης με ιντρίγκαρε. Στο νεκροταφείο τα μισά επίθετα ήταν Σπίθας και Φωτιάς.

Εκτιμώ, σε κάθε περίπτωση, ταινίες που δεν «κραυγάζουν», αλλά αποπνέουν εσωτερικότητα.

Ά.Α.: Δεν ήθελα να ακολουθήσω την κλασική αφηγηματική φόρμα της δραματικής έντασης, της κλιμάκωσης και της κάθαρσης του χαρακτήρα, αλλά κάτι πιο «γειωμένο».

Σε μια μονάχα σκηνή ανεβαίνει η δραματική ένταση, και είναι η αγαπημένη μου από το φιλμ.

Ά.Α.: Ήταν το πιο κινηματογραφικό “cut”.

Μαργιάννα Καρβουνιάρη


Νομίζω ότι «συνυφάνθηκαν» οι ματιές σας τόσο στο σινεμά όσο και στην υποκριτική.

B.K.: Κι εμένα ως θεατή δε μου αρέσει η πολλή πρόζα στον κινηματογράφο. Μπορείς να «πεις» πολλά με την εικόνα και με απλές ατάκες.

Ά.Α.: Όσον αφορά στη σχέση ανάμεσα στα δύο αδέρφια, ήθελα να είναι αγαπημένη.

Συνήθως θέλουμε συγκρούσεις στο σινεμά.

Εδώ έχουμε έναν αδερφό που ουσιαστικά έχει μεγαλώσει την μικρή ως αντικαταστάτης του μπαμπά. Δεν την κανακεύει, αλλά και δεν της «μαυρίζει» την καρδιά τελευταία μέρα πριν μεταναστεύσει.

Δεν ήθελα να δείξω κάτι «τοξικό», αλλά ευγενικούς χαρακτήρες. Μου άρεσε αυτή η ποιότητα.

Η Μαργιάννα σκέφτεσαι να συνεχίσει;

Β.Κ.: Αν την ρωτήσεις, το έχει σίγουρα στο πίσω μέρος του μυαλού της, γιατί της άρεσε πολύ ως διαδικασία.

Με εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή το πόσο χαμηλών τόνων άνθρωπος είναι. Μια φορά την πλησίασε ένα παιδί από το χωριό για να της ζητήσει αυτόγραφο. «Με βλέπεις κάθε μέρα στο σχολείο, τι μου λες τώρα;» σχολίασε εκείνη.

Ά.Α.: Η Μαργιάννα έχει αντίληψη ηθοποιού. Μπορεί να καταλάβει τις οδηγίες που της δίνεις και να υλοποιήσει έναν αυτοσχεδιασμό. Μπορεί, επίσης, να εκφράσει ένα συναίσθημα μέσα από την κίνηση, το βλέμμα. Σε κάθε λήψη γινόταν και καλύτερη.

Τα εκφραστικά της μέσα είναι χαρισματικά.

Όπως κι εσύ, Βασίλη, είσαι ένας εξαιρετικά ταλαντούχος ηθοποιός in progress. Πώς σου προέκυψε η ανάγκη να ασχοληθείς με την υποκριτική;

Β.Κ.: Δε μου προέκυψε ποτέ κάποια ανάγκη, ήταν κάτι εντελώς τυχαίο.

Το 2018 ένας φίλος, ο Κωστής Αλεβίζος, μου πρότεινε να συμμετάσχω στο μικρό μήκους φιλμ του Το βάρος της θάλασσας, με το οποίο πήγαμε στη Δράμα το 2019.

Έκανα προετοιμασία για Δραματική Σχολή, αλλά δεν έδωσα. Δεν έψαχνα ποτέ για κάτι. Το καλοκαίρι του 2021 γυρίσαμε άλλη μία μικρού μήκους με την Εύη Καλογηροπούλου. Δεν έστειλα ποτέ κάποιο βιογραφικό.

Το βραβείο ερμηνείας στη Δράμα μπορεί να μη λέει πολλά, αλλά λέει κάτι. Δε νομίζω, όμως, ότι θα ζήσω από την υποκριτική, οπότε έχω την πολυτέλεια να κάνω πράγματα που μου αρέσουν και με τους ανθρώπους που μπορώ να συνεννοηθώ.

Βασίλης Κουτσογιάννης, Μαργιάννα Καρβουνιάρη


Εμπλουτίζει η ενασχόλησή σου με την κοινωνική ανθρωπολογία όχι μόνο τον τρόπο που βλέπεις σινεμά, αλλά και παίζεις;

Β.Κ.: Σίγουρα!

Μέχρι το 2018 παρακολουθούσα αρκετό σινεμά, αλλά υπό ανθρωπολογικό, ιστορικό, πολιτικό πρίσμα. Με το που ήρθα σε επαφή με το πίσω από τις κάμερες, μου άνοιξε ένας καινούριος κόσμος.

Όσον αφορά στο παίξιμο, επίσης, επειδή μέσα από την ανθρωπολογία έμαθα να βλέπω τον κόσμο με τα μάτια ενός άλλου ανθρώπου. Με βοηθάει να «χτίσω» τον χαρακτήρα.

Ζητούμενο παραμένει η «συνάντηση» του ηθοποιού με τον ρόλο, ανεξαρτήτως προηγούμενης σπουδής/εμπειρίας.

Ά.Α.: Γι’ αυτό και δεν είναι ο κάθε ηθοποιός αυτός που αρμόζει για κάθε ρόλο. Όχι γιατί δεν μπορεί να τον υποδυθεί καλά, αλλά έχει την ενέργεια αυτού του ανθρώπου;

Ποια είναι η μεγαλύτερη χαρά που βιώνεις και κατά τη διάρκεια ενός γυρίσματος και μετά την ολοκλήρωσή του;

Ά.Α.: Μου αρέσει η διαδικασία δημιουργίας και το πόσο, κατά τη διάρκεια του γυρίσματος, όλα ενώνονται. Είναι μαγικό όταν βλέπεις το πλάνο και σ’ αρέσει. Δύσκολα ξεπερνιέται η στιγμή του γυρίσματος. Είναι η top!

Μετά την ολοκλήρωση;

Ά.Α.: Μετά για σένα η ταινία έχει τελειώσει, και δεν μπορείς να τη χαρείς όπως οι θεατές.

Για σένα, Βασίλη, τι είναι πιο μαγικό στην ηθοποιία;

Β.Κ.: Το γύρισμα, ιδίως ότι μπορεί να χρειαστεί να σταματήσεις για να ξαναφτιαχτεί ο φωτισμός. Με το που ανάβει το κόκκινο κουμπάκι του “rec” και «μπαίνουμε», είναι μια πανέμορφη στιγμή. Κάτι γίνεται, που δεν μπορείς να εξηγήσεις ορθολογικά.

Μετά, είναι το feedback που εισπράττεις.

Δημιουργεί άγχος το θετικό feedback;

Β.Κ.: Ως ηθοποιός δεν έχεις ούτε τον πρώτο ούτε τον τελευταίο λόγο σε μια ταινία, τον έχουν σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Γι’ αυτό και θέλω ανθρώπους με τους οποίους μπορώ να συνεννοηθώ. Αλλά δεν ξέρεις τι θα βγει στο τέλος.

Πάντως, και μόνο ότι γνώρισα ένα εντεκάχρονο κορίτσι από το Αλιβέρι ήταν μια αδιανόητα όμορφη εμπειρία ζωής, όπως κι αν «έβγαινε» το φιλμ.

Ά.Α.: Τα ταξίδια στο Αλιβέρι ήταν μαγικά για όλους. Είναι έρωτας η ταινία!

Το Βανκούβερ, σε σκηνοθεσία Άρτεμις Αναστασιάδου με συμπρωταγωνιστή τον Βασίλη Κουτσογιάννη, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο πλαίσιο του 44ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, όπου κέρδισε 3 βραβεία.

Στη συνέχεια προβλήθηκε στο 27ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.

Επόμενος σταθμός, η Ταινιοθήκη της Ελλάδος (21-27 Οκτωβρίου).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου