Άρης Καπλανίδης (αριστερά), Ηλίας Ρουμελιώτης (δεξιά) (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός) |
Σπαρταριστή, συγκινητική και τρυφερή «ανατομία» μιας λαϊκής
αθηναϊκής γειτονιάς και της ανθρωπογεωγραφίας
της, το μικρού μήκους φιλμ Από το Μπαλκόνι είναι, αναντίρρητα, το
ελληνικό animation της
χρονιάς.
Συναντώντας
τους δημιουργούς του, Άρη Καπλανίδη και Ηλία
Ρουμελιώτη, ενόψει της «καθόδου»
του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (21-27
Οκτωβρίου).
Παρότι
η ταινία Από το Μπαλκόνι τοποθετείται
από εσάς στη Νέα Φιλαδέλφεια, θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω -λίγο προβοκατόρικα-
ένα λαϊκό, πληβειακό, μικροαστικό animation. Πώς την «εγγράφετε» εσείς στον
χωροχρόνο;
Άρης
Καπλανίδης: Τα δύο τελευταία επίθετα έχουν και μια αρνητική
χροιά.
Από
κοινωνιολογική και όχι αξιολογική σκοπιά μιλάω περισσότερο.
Ά.Κ.: Η Νέα Φιλαδέλφεια
είναι ένας συνδυασμός των χειρότερων αποτελεσμάτων της κρίσης σε σύγκριση με
όλα τα μεσοαστικά και εργατικά προάστια της Αθήνας.
H ανθρωπογεωγραφία
της «δανείζεται» από νοοτροπίες που ανθούν συνήθως σε αυτές τις περιοχές.
Όσο
καθόμουν στην πλατεία Πατριάρχου προσπαθούσα να φανταστώ αν υπάρχει στη Νέα
Φιλαδέλφεια κάποιο απτό σημείο που να παραπέμπει χωροταξικά στη γειτονιά του Μπαλκονιού.
Ά.Κ.: Περισσότερο
χρησιμοποιούσαμε αντικείμενα, όπως παρατημένους τηλεφωνικούς θαλάμους, μια
πρόσοψη. Δεν μπορείς να αναγνωρίσεις κάποιο σημείο της Νέας Φιλαδέλφειας.
Ηλίας
Ρουμελιώτης: Ορισμένα σπίτια είναι με κεραμιδοσκεπές,
κάτι που παραπέμπει στα προσφυγικά.
Ά.Κ.: Στην ταινία,
βέβαια, εμφανίζονται ψιλοδιαλυμένα από τον σεισμό, αν το προσέξεις.
Κατασκευάζοντας το background
το
γλεντήσαμε με τις λεπτομέρειες.
Αυτό
είναι αισθητό.
Ά.Κ.: Το είχαμε σαν
παιχνίδι να βρίσκει καθένας μας λεπτομέρειες και να τις στέλνει στον άλλο- μια
κολόνα, ένα poster,
ένα σύνθημα.
Γνωρίζεστε
και συνεργάζεστε χρόνια. Λειτουργεί απρόσκοπτα αυτό το «δικέφαλο τέρας», όπως
αυτοπροσδιορίζεστε;
Η.Ρ.: Καμία αντιπαράθεση.
Ά.Κ.: Σκέψου το «δικέφαλο
τέρας» ως μια οντότητα που από μόνη της δεν μπορεί να παράξει κάτι. Και οι δύο
μαζί συνθέτουμε έναν ολόκληρο, όχι ότι είμαστε διπλή δύναμη!
Πάντα είχαμε μια
παράλληλη πορεία και ζούσαμε αντίστοιχες εμπειρίες. Τα περισσότερα από όσα
γράφαμε είναι «καθρέφτης» του τι βιώναμε την περίοδο της συγγραφής.
Όπως άλλοι βγαίνουν για
καφέ, εμείς βγαίνουμε για να γράψουμε κάτι που θα οδηγηθεί σε ταινία.
Ποια
είναι η σχέση σας με το animation;
Η.Ρ.: Το animation ήταν
το εργαλείο για να γίνει το φιλμ.
Ά.Κ.: Το τέλειο εργαλείο.
Η προηγούμενη γνώση μου
ήταν πολύ επιδερμική. Είχα σπουδάσει στο Κέντρο Εφαρμοσμένων Τεχνών «Ορνεράκης» σκίτσο. Πήγαινα για animation, αλλά όταν είδα περί
τίνος επρόκειτο, είπα: «Ξέχνα το, που θα “φάω”
τη ζωή μου μ’ αυτό!»
Η.Ρ.: Τώρα τα ψηφιακά
μέσα στο κάνουν πιο γρήγορα.
Ά.Κ.: 14 μήνες αφότου ολοκληρώσαμε
το Μπαλκόνι, μπορούμε πλέον να
αποκαλούμαστε “animators”.
H φόρμα
του animation
μάς
δίνει πολλές δυνατότητες ως προς το πώς μπορούμε να αποτυπώσουμε όλα αυτά τα ελληνικά
στοιχεία- γκριμάτσες, ομιλία, συμπεριφορές.
Xωρίς να γίνεται ούτε γραφικό, ούτε
τετριμμένο. Δεν είναι εύκολα όλα αυτά. Έτσι όπως μου τα λέτε, είναι σαν η
διαδικασία να μην είχε εμπόδια.
Ά.Κ.: Δεν είχε!
Φτιάξαμε πρώτα ένα animatic για να πείσουμε
παραγωγούς ότι αυτό μπορεί να γίνει ταινία διάρκειας 12 λεπτών με 200 πλάνα.
Δεν είχαμε σκεφτεί πως μπορεί να γίνει animation.
Το μόνο «αγκάθι» είναι ο
χρόνος που απαιτείται. Τουλάχιστον για όσα θέλουμε να κάνουμε εμείς. Ακόμα και
η ελευθερία που δόθηκε στους ηθοποιούς ήταν τρομερή.
Όταν είχαμε «στήσει» τον
ρυθμό και ο ηθοποιός άκουγε την πρόχειρη ατάκα ηχογραφημένη πάνω στο ανιμάτικ
και «έπιανε» το κλίμα, μπορούσε να δώσει πράγματα που δε θα φανταζόμασταν ποτέ
και ήταν «χρυσάφι».
Εφόσον υπήρχε κλίμα
σύμπνοιας ανάμεσα σε όλους, δε θα μπορούσε να υπάρχει εμπόδιο.
Δε
θα μπορούσα να φανταστώ τον Γιάννη Οικονομίδη σε πιο κατάλληλο ρόλο.
Ά.Κ.: Όταν ήρθε η σειρά
του κύριου Οικονομίδη να κάνει αυτοσχεδιασμό, λέγαμε: «Τώρα αράζουμε, δώσε!» Έδωσε πολύ ωραία πράγματα, κάποια από αυτά
ακούγονται.
Η
μουσική αποτελεί οργανικό στοιχείο του Μπαλκονιού.
Ενσωματωνόταν στο σενάριο καθώς το γράφατε;
Ά.Κ.: Οργανικό, όπως
ακριβώς το είπες. Η αφετηρία μας ήταν ο τρόπος ομιλίας. Αυτός «έβγαζε» ένα
συγκεκριμένο κλίμα, που με τη σειρά του συνδεόταν με το τι θα μπορούσε να
υπάρχει ως εικόνα, μουσική και στο τέλος ως πλοκή.
Αφού νιώθαμε πώς θα
βιώνεται η εκάστοτε στιγμή, ερχόταν και η μουσική. Τα παλιά ελληνικά τραγούδια
επιλέχτηκαν γιατί είναι στο “DNA”
όλων μας- είτε σ’ αρέσουν, είτε τα σιχαίνεσαι, είτε σου είναι αδιάφορα. Έχουν
τη δική τους δύναμη.
Όπως
έχει κι ο καταπληκτικός ρυθμός της ταινίας, ο οποίος σε κάνει να θέλεις να την
ξαναδείς με το που τελειώνει. Πώς τον πετύχατε;
Ά.Κ.: Αν έχουμε μια ολοκληρωμένη ταινία, αυτό
σίγουρα έγινε μέσα από διαδοχικά βήματα.
Το κομμάτι του ρυθμού
είναι σαν μια έκρηξη. Όταν σιγά σιγά «έδενε» η πλοκή, αρχίσαμε να πετάμε τις
αληθινές ιστορίες από τις οποίες είχαμε αντλήσει έμπνευση, ώσπου τελικά δεν
έμεινε τίποτε από αυτές.
Ο ρυθμός του φιλμ
επιβάλλει και τον ρυθμό της ομιλίας, του ντεκουπάζ και τη μουσική. Είναι σαν να
μαθαίνεις να μιλάς. Τη στιγμή που το μαθαίνεις, μετά προκύπτει αβίαστα.
Το
Μπαλκόνι είναι ένα εύληπτο, κεφάτο,
περιεκτικό και προσιτό animation,
χωρίς να υστερεί σε καλλιτεχνικές αξιώσεις και προδιαγραφές.
Ά.Κ.: Το animation είναι
αφηγηματικό εργαλείο που σου δίνει μια άλλη ελευθερία, όπως προανέφερα. Για
ποιον λόγο να χαρίσουμε ένα προσιτό πρώτο επίπεδο σε μια εμπορική ταινία και να
μην είναι προτέρημα του arthouse
σινεμά;
Αν καταφέρεις να χτίσεις
κάτι τέτοιο που να σε αγγίζει ως θεατή συναισθηματικά, είσαι ελεύθερος να
κάνεις σε ένα δεύτερο επίπεδο ό,τι θέλεις, εμπλουτίζοντάς το με όσα υποβόσκουν.
Προσπαθούμε να
υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας ότι αγαπάμε τον κινηματογράφο και πως θα του
αφιερώσουμε χρόνο. Ο άνθρωπος που θα δει την ταινία δεν οφείλει σε εμάς κάποιου
είδους προσοχή.
Αν όντως θέλεις ο μεγαλύτερης ηλικίας θεατής να μην αντιμετωπίζει το
φιλμ σου σαν «Μίκυ Μάου», σημαίνει ότι θέλεις να τον προσεγγίσεις, οπότε δεν
μπορείς να απαιτείς.
Να
δίνεις και να παίρνεις, χωρίς εκπτώσεις στις προθέσεις και τις φιλοδοξίες.
Ά.Κ.: Αν αυτό που κάνουμε
μας ικανοποιεί, δε μας κοροϊδεύει και δε μας περνάει για ηλίθιους, σίγουρα θα
«πιάσει» και άλλους ανθρώπους. Η ειλικρίνεια είναι το παν.
Οι ταινίες που μας
αρέσουν μπορεί να είναι τελείως διαφορετικές από αυτές που κάνουμε. Εμένα μου αρέσουν
τα αινιγματικά φιλμ, όπως του Λιντς ή του Αντονιόνι.
Κάνατε
παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Σαράγεβο, το αγαπημένο μου!
Ά.Κ.: Συναντώντας τους
ανθρώπους του Φεστιβάλ, νιώσαμε ότι δε βρισκόμασταν σε μια «εξωγήινη» χώρα.
Ενάμισι λεπτό μετά την έναρξη της προβολής, όλοι είχαν συντονιστεί και «έπεφταν»
τα χαμόγελα σε όλα τα σωστά σημεία.
Βιώσαμε μεγάλη χαρά.
Η
οποία στη Δράμα πολλαπλασιάστηκε.
Ά.Κ.: Δεν το συζητάμε!
Όταν αισθάνεσαι ότι
γελάει ο θεατής, είναι σαν ένα τεράστιο «κύμα» που χτυπάει στην οθόνη, σου
ξανάρχεται και σε βρίσκει πάντα
απροετοίμαστο.
Νιώσαμε αγαλλίαση επειδή
αποδέχονται τους ανθρώπους μας γνωρίζοντας τα καλά τους και τα κακά τους,
αυτούς για τους οποίους κάνουμε ταινίες και θέλουμε να εκπροσωπούμε.
Σαν να κάθεσαι σε ένα τραπέζι
με συγγενείς και να υπάρχει πάντα κάποιος που ντρέπεσαι γι’ αυτόν, αλλά να χαίρεσαι
όταν τον αποδέχεται κάποιος εξωτερικός επισκέπτης.
Θα
ήθελα να δω κάποια στιγμή αυτή τη μεγάλου μήκους δουλειά σας, κατά προτίμηση πριν
φτάσετε τα 90, όπως δηλώσατε χαριτολογώντας στη Δράμα!
Ά.Κ. (Ρίχνοντας το βλέμμα
του τριγύρω): Θεωρούμε πολύ κινηματογραφικό τον κύριο που κουνάει τα χέρια του
ή εκείνον που βγαίνει με τη σακούλα από το φαρμακείο.
Αν υπήρχε κάποιος που
είχε κάνει καλύτερα αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε εμείς, θα το ακολουθούσαμε
άνετα για να γυρίσουμε τρία φιλμ σε αυτό το είδος. Θα ήμασταν ικανοποιημένοι
φτιάχνοντας μέτριες ταινίες.
Γιατί μπορούμε να
ταυτιζόμαστε με την εμπειρία ,μιας κοινότητας με την οποία δεν έχουμε καμία
σχέση;
Με τον ίδιο τρόπο θα
μπορούσαμε να αντλήσουμε από το δικό μας περιβάλλον, να πούμε ιστορίες που
είναι σημαντικές για εμάς και να τις μεταφέρουμε σαν μια συζήτηση που
δυσκολεύεσαι να ανοίξεις πολύ πιο άμεσα, και σε ένα παγκόσμιο κοινό.
Το μικρού μήκους animation των
Άρη Καπλανίδη και Ηλία Ρουμελιώτη Από το Μπαλκόνι
παρουσιάστηκε σε παγκόσμια
πρεμιέρα στο 27ο
Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο.
Πραγματοποίησε την πανελλήνια
«πρώτη» του στο 44ο
Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, όπου απέσπασε 6 βραβεία.
Στη συνέχεια έκανε την αθηναϊκή
πρεμιέρα του στο πλαίσιο του 27ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, όπου κέρδισε 2
βραβεία.
Επόμενος σταθμός, η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, μεταξύ 21 και 27 Οκτωβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου