Από τις ανερχόμενες φωνές της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, ο Αργεντινός Πατρίσιο Προν καταθέτει με
το μυθιστόρημα Το πνεύμα των γονιών μου εξακολουθεί να ανυψώνεται μέσα στη βροχή έναν
αυτοκριτικό, ειλικρινή και συγκινητικό
στοχασμό πάνω στη μνήμη, την πολιτική και τις οικογενειακές
σχέσεις.
Εξίσου ειλικρινής υπήρξε και στη συνομιλία μας, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά.
Αρχίσατε
τη συγγραφική σας καριέρα ως δημοσιογράφος, αργότερα ασχοληθήκατε με τη λογοτεχνική
κριτική, την οποία ασκείτε μέχρι και σήμερα, ενώ είστε και δόκτορας Ρομανικής
Φιλολογίας.
Είναι
η συγγραφή μια οργανική διαδικασία μέσα από την οποία ανακαλύπτετε τον εαυτό και τις ιστορίες σας;
Ναι, απολύτως. Τις
περισσότερες φορές ξεκινώ με ένα βλέμμα, μια σκηνή, ένα όνομα ή μια κατάσταση,
και μετά γράφω για να καταλάβω τι υπάρχει σ’ αυτά που με προσελκύει.
Με αυτή την έννοια η γραφή
μου απέχει πολύ από το διάσημο ρητό σχετικά με το να «γράφεις γι’ αυτό που ξέρεις».
Λειτουργεί, ωστόσο, για μένα,
γιατί θεωρώ τη λογοτεχνία μορφή έρευνας, έναν ορισμένο τρόπο σκέψης, στο πλαίσιο
του οποίου συνθήκες και γεγονότα αποκαλύπτονται όπως είναι.
Εκτός όσων έγραψα στο Πνεύμα... -για το οποίο γνώριζα τα πιο πολλά
γεγονότα, αλλά όχι τι σκεφτόμουν γι’ αυτά, ούτε πόσο βαθιά μπλεγμένος ήμουν εντός
τους- πάντα γράφω βάσει της υπόθεσης ότι η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος ανακάλυψης,
να ανακαλύπτω ενώ γράφω σχετικά με τι
είμαι προορισμένος να γράψω.
Αυτοβιογραφικό
στον «πυρήνα» του, το Πνεύμα
των γονιών μου εξακολουθεί να ανυψώνεται μέσα στη βροχή είναι ένα
ειλικρινές, συγκινητικό, καλοδουλεμένο μυθιστόρημα, τροφή για σκέψη.
Αφετηρία
σας ήταν η επιθυμία σας να «τακτοποιήσετε τους λογαριασμούς σας» με το οικογενειακό
σας παρελθόν, καθώς και το συλλογικό;
Αφετηρία μου ήταν μια ανακάλυψη.
Σε εκείνη τη φάση της ζωής
μου προσπαθούσα να κατανοήσω ποιος ήταν ο πατέρας μου και αν μπορούσα κι εγώ να
γίνω - και σε αυτή την περίπτωση τι είδους πατέρας θα γινόμουν.
Ταυτόχρονα, προσπαθούσε κι
ο ίδιος να καταλάβει την προσωπική του ιστορία, καθώς και την Ιστορία της Αργεντινής
και το βαρύ φορτίο χρόνων δικτατορίας και πολιτικής βίας πάνω του και πάνω στους
ανθρώπους που αγαπούσε.
Και οι δύο ψάχναμε, και αυτή
η αναζήτηση μάς έφερε κοντά όπως δεν είχαμε έρθει ποτέ.
Η αντίληψή μου της Ιστορίας
θα μπορούσε να είναι παραπλανητική -ιδίως αναφορικά με τους αγώνες και τις ιδέες
ανθρώπων όπως οι γονείς μου, που πολέμησαν ενάντια σε δικτατορίες και καταπίεση-,
αλλά έπρεπε να γράψω το βιβλίο έτσι κι αλλιώς.
Αν είχα κάνει λάθος, κάποιος
θα εμφανιζόταν και θα μου εξηγούσε τα πράγματα που δεν μπορούσα να κατανοήσω τότε,
κι έτσι θα «σπάγαμε» μαζί τη μακρόχρονη σιωπή, μια από τις πιο διαρκείς συνέπειες
της τελευταίας δικτατορίας στην Αργεντινή.
Σε
κάθε περίπτωση, αυτό το συλλογικό παρελθόν -ή η θολή του ανάκληση στη μνήμη- συχνά
μοιάζει να «βυθίζεται» στη λήθη.
Θα
λέγατε, λοιπόν, ότι το μυθιστόρημά σας αποπειράται επίσης να θίξει το ευρύτερο ζήτημα
της διαμόρφωσης, απώθησης και ερμηνείας της μνήμης;
Ναι. Όταν άρχισα να γράφω
το βιβλίο, είχα ήδη αντιληφθεί πως η μνήμη μου επηρεαζόταν από τη φαρμακευτική
αγωγή που ακολουθούσα τότε.
Μετά από αυτό οι συνθήκες
έγιναν ακόμα χειρότερες, αλλά είχα αρχίσει να συνδέω τα βάσανά μου με την
ανάκληση στη μνήμη πραγμάτων που αφορούσαν στην τεράστια δυσκολία της χώρας μου
να καταπιαστεί με το παρελθόν της.
Η κατάστασή μου ήταν ένας
στοχασμός πάνω σε μια ευρύτερη, εθνική δυσφορία, ανακάλυψα.
Οι γονείς μου και η χώρα,
-καθώς κι εγώ- προσπαθούσαν να διαχειριστούν την κληρονομιά χρόνων πολιτικής βίας,
έναν σχεδόν διαρκή και πανταχού παρόντα φόβο, χρόνια κρυψίματος και μυστικότητας.
Περισσότερα από 30.000 νεαρά
άτομα, άντρες και γυναίκες, μια ολόκληρη γενιά, έχουν απαχθεί, βασανιστεί, βιαστεί,
σκοτωθεί και εξαφανιστεί στο όνομα της χώρας που μας είχαν πει να αγαπάμε και να
τιμούμε. Στο όνομά μας, για να το θέσουμε έτσι.
Οι γονείς μου κι εγώ
επιβιώσαμε.
Θεώρησα και θεωρώ, όμως, πως
δε θα μπορούσα να συνεχίσω χωρίς να πω αυτή την ιστορία, το τι συνέβη σ’ εμάς.
Χωρίς, δηλαδή, να μιλήσω
για τις αντιφάσεις και τον πόνο που βασανίζουν υποκείμενα τα οποία, όπως εμείς,
αγγίχτηκαν από τις πιο τρομακτικές όψεις της Ιστορίας.
«Κανένας δεν πολέμησε, όλοι χάσαμε και σχεδόν
κανένας δεν κράτησε την πίστη του», εξομολογείστε αναφερόμενος στη γενιά
σας. Γιατί;
Οι γονείς μου ήταν κομμάτι
ενός τεράστιου γενεακού αγώνα που πιθανόν ξεκίνησε στο Παρίσι τον Μάη του ’68, αλλά
σε κάθε περίπτωση ήταν περιορισμένος στην Ευρώπη ή τη Λατινική Αμερική.
Τα καθοριστικά χρόνια της
δικιάς μου γενιάς, από την άλλη, εκτυλίχθηκαν εντός αυτού που αποκαλείτο «τέλος
της Ιστορίας».
Η γενιά των γονιών μου διαμόρφωσε
τον κόσμο έτσι ώστε να αναδυθεί με νέες ιδέες, νέες ελευθερίες και μια όρεξη για
δικαιοσύνη, πράγματα με τα οποία μπορώ να ταυτιστώ.
Η δικιά μου γενιά, ωστόσο,
ήταν εγωκεντρική και ναρκισιστική, προσδιορίζοντας το «περίγραμμά» της μέσα στο
ιστορικό πλαίσιο της φιλελεύθερης αντίληψης της κοινωνίας.
Οι γονείς μου είδαν τους εαυτούς
τους ως κομμάτι κάποιου πράγματος, αλλά εγώ δεν είχα την ευκαιρία να αποτελέσω μέρος
του οτιδήποτε.
Ήμουν προφανώς καχύποπτος
τότε σχετικά με την ιδέα πως δεν υπήρχαν πλέον ουτοπίες, αλλά, κι έτσι, η γενιά
μου δεν είχε, οπότε χάσαμε τις μάχες που ήταν να δώσουμε πριν καν ξεκινήσουμε να
τις διεξάγουμε.
Η επόμενη γενιά -τα νεότερα
αδέρφια μου, για παράδειγμα- επρόκειτο να είναι διαφορετική, αλλά το «τοπίο» των
ιδεών και οι πιθανότητες εντός των οποίων η δικιά
μου γενιά μεγάλωσε ήταν άγονη γη.
Γράφετε
επίσης για «την αίσθηση ότι ήμασταν
ενωμένοι στην ήττα, γονείς και παιδιά». Έχει η συγκεκριμένη αίσθηση
σταδιακά υποχωρήσει; Έχετε στο μεταξύ καταφέρει να βγείτε από αυτό το «δάσος του φόβου» που αναφέρετε;
Θα
σταματήσουν ποτέ οι νεκροί «να θάβουν
τους νεκρούς»;
Καθόλου.
Η χώρα μου ξεκίνησε
τελικά να έρχεται αντιμέτωπη με το παρελθόν της και να διώκει τους δράστες
εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας γύρω στο 2003.
Ακόμα, όμως, περιμένουμε
μια έκφραση μεταμέλειας, καθώς και πληροφορίες για την τύχη των εξαφανισμένων.
Στο μεταξύ, ένα ισχυρό ρεύμα
αρνητισμού σχετικά με το παρελθόν είχε πλήξει τη χώρα, ενώ το ταξικό και φυλετικό
χάσμα διευρυνόταν όλο και περισσότερο.
Πολλοί άνθρωποι ζουν στην
πιο απόλυτη φτώχεια αφότου η εθνική οικονομία φιλελευθεροποιήθηκε το 1989 και στερούνται
ισότητας και δικαιοσύνης, κυρίως νεαρές γυναίκες. Υπάρχει μια έντονη αίσθηση ήττας
σε πολλά κομμάτια της κοινωνίας.
Αλλά έπειτα νομίζω πως υπάρχει
και μια μετασχηματιστική δυνατότητα στον φόβο και τη θλίψη και την εξερευνώ από
τότε που ξεκίνησα να γράφω.
Μακάρι να μπορούσα να βγω
από αυτό το δάσος, αλλά αποδέχομαι αυτό που μοιάζει ως απιθανότητα εξόδου αν, σε
αντάλλαγμα, η γραφή μου βοηθάει κάποιους αναγνώστες να το αποφύγουν.
Το
Πνεύμα... είναι το δεύτερο
μυθιστόρημά σας που κυκλοφορεί στα ελληνικά.
Σας έχει φέρει η μετάφραση της δουλειάς σας πιο κοντά στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα-
πολιτισμική, πολιτική, κοινωνική;
Ναι και όχι.
Δυστυχώς, δεν έχω έρθει ποτέ
στην Ελλάδα μέχρι τώρα.
Μολονότι έχω επίγνωση της
τεράστιας κληρονομιάς του αρχαίου παρελθόντος της και των πιο σημαντικών φωνών της
λογοτεχνίας της των τελευταίων εκατό χρόνων, εύχομαι να ήξερα πιο πολλά για τη σύγχρονη
λογοτεχνία της.
Αφότου ξεκίνησα να ζω στην
Ευρώπη πριν από εικοσιένα χρόνια, παρακολουθώ τους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες
της χώρας σας, αλλά η λογοτεχνία της δυστυχώς δεν εκπροσωπείται πολύ καλά εκτός
των συνόρων της.
Το μυθιστόρημα του Πατρίσιο Προν Το
πνεύμα των γονιών μου εξακολουθεί να ανυψώνεται μέσα στη βροχή κυκλοφορεί
στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση
της Μαρίας Παλαιολόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου