Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

Laibach: «Η δημιουργία γνήσιας δυσφορίας είναι πολύ κοντά στον χαρακτήρα μας»

 


Επί 45 χρόνια, το όνομά τους είναι συνώνυμο της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Ο λόγος για τους Σλοβένους προβοκάτορες Laibach, που έρχονται στην Αθήνα για μια μοναδική συναυλία την Τετάρτη 5 Μαρτίου.

Μιλώντας μαζί τους για τέχνη, πολιτική, την Ευρώπη, τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, τη γενοκτονία των Παλαιστίνιων και την αγάπη.

Από τα πρώτα σας χρόνια σκόπιμα ενσωματώσατε στοιχεία εθνικισμού, μιλιταρισμού και ολοκληρωτισμού στις παραστάσεις και στην εικονογραφία σας, προκαλώντας αντιδράσεις τόσο από τις αρχές όσο και από το κοινό.

Πιστεύετε πως η αισθητική, ηθική και πολιτική αμφισημία είναι προϋπόθεση της αξιόλογης τέχνης; Και αν ναι, γιατί;

Δεν είναι θέμα αμφισημίας, αλλά ότι «καθαρή» τέχνη δεν υπάρχει. Όλη η τέχνη υπόκειται σε πολιτική χειραγώγηση, εκτός από αυτή που μιλάει τη γλώσσα της χειραγώγησης.

Το να μιλάς τη γλώσσα της πολιτικής σημαίνει να εκθέτεις και να αναγνωρίζεις την πανταχού παρουσία μιας πολιτικής που είναι ουσιαστικά εθνικιστική, μιλιταριστική και ολοκληρωτική.

Και πώς αντιμετωπίζετε την εξουσία, είτε στη θεσμοθετημένη της μορφή είτε όπως αντανακλάται στις ατομικές στάσεις;

Εσωτερικεύουμε την εξουσία μέσω της αρχής της υπερταυτοποίησης, που σημαίνει ότι γενικά απαιτούμε ακόμη περισσότερη εξουσία.

«Είμαι νοσταλγός της Γιουγκοσλαβίας, αλλά μόνο πολιτισμικά», μου είπε πρόσφατα ο Ντράγκο Γιάντσαρ σε συνέντευξη μαζί του στην Αθήνα.

Δεδομένης της ταραχώδους σχέσης σας με το πολιτικό/πολιτιστικό κατεστημένο Γιουγκοσλαβίας και Σλοβενίας, συμμερίζεστε τη Γιουγκο-νοσταλγία; Πώς βιώσατε την προσπάθεια εύρεσης της θέσης σας στην Τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία;

Λίγη νοσταλγία δεν μπορεί να βλάψει καθόλου και η θέση του Γιάντσαρ είναι λογική και κατ’ αρχήν επικρατεί στη Σλοβενία.

Αν η θεωρία της σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης, η αρχή της αδελφοσύνης και της ενότητας, η ενεργός διεθνής συνύπαρξη και η ενάντια στα μπλοκ πολιτική μη ευθυγράμμιση στη Γιουγκοσλαβία λειτουργούσαν και στην πράξη, θα ήταν η καλύτερη χώρα στον κόσμο.

Μιας κι αυτό δε συνέβη λόγω πρωτόγονων εθνικιστικών, στενών οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, καθώς κι επειδή οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά να ζήσουν στην Ουτοπία, η Γιουγκοσλαβία αποσυντέθηκε τραγικά.

Έτσι, σήμερα δεν έχει απομείνει τίποτα από αυτήν εκτός από μια χούφτα γλυκόπικρες νοσταλγικές αναμνήσεις και τύψεις.

Ασφαλώς κι έχουμε καλές αναμνήσεις από τη Γιουγκοσλαβία και οι Laibach δε θα ήταν αυτό που είναι αν δεν είχαν σχηματιστεί σ’ εκείνη τη χώρα.

Γι’ αυτό και παραμένει για εμάς ένα πολύ ξεχωριστό φαντασιακό μέρος, όπου το συγκρότημα γεννήθηκε και περάσαμε -με πολλή ευχαρίστηση- τα καθοριστικά μας χρόνια.

Απαγορευμένοι στη Γιουγκοσλαβία, μετακομίσατε το 1984 στη Μεγάλη Βρετανία και το Λονδίνο, όπου δουλέψατε ως εργάτες, και στο Μπέλφαστ σε μια προκυμαία.

Συμμετείχατε επίσης ως κομπάρσοι στο Full Metal Jacket του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Τι θυμάστε πιο έντονα από εκείνη την περίοδο;

Ζούμε στο Λονδίνο με διαλείμματα από το 1982 και η πρώτη μας συναυλία ήταν τον Δεκέμβριο του 1983 - το τελευταίο σόου της Occupied Europe Tour ’83.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, στηρίξαμε εν μέρει τους εαυτούς μας -ως παράτυποι εργαζόμενοι- κάνοντας κάθε είδους δουλειές, μέχρι να υπογράψουμε ένα μουσικό συμβόλαιο, πρώτα με την Cherry Red Records και μετά με τη Mute Records.

Ζούσαμε κοντά στο Camden Park στο βόρειο Λονδίνο και η ζωή μας εκείνη την εποχή ήταν πολύ δυναμική, κοινωνικά και δημιουργικά.

Γνωρίσαμε διεξοδικά τη μουσική και την καλλιτεχνική σκηνή του Λονδίνου, καθώς και τις ζωές απλών ανθρώπων και μεταναστών κάθε είδους.

Κάποια στιγμή λάβαμε μια καλοπληρωμένη προσφορά για μια βαριά χειμερινή δουλειά στο λιμάνι στο Μπέλφαστ.

Το Μπέλφαστ ήταν πρακτικά ακόμα μια εμπόλεμη ζώνη τότε, αλλά ήμασταν περίεργοι και δε φοβόμασταν τίποτα, οπότε πήραμε τη δουλειά. Και επιζήσαμε.

Όταν ο Kιούμπρικ γύριζε το Full Metal Jacket, χρειαζόταν ένα σωρό νεαρά παιδιά ως κομπάρσους στην ταινία για να ενσαρκώσουν τους νεοσύλλεκτους του αμερικανικού στρατού στην εκπαίδευση πριν αναχωρήσουν σε μια εμπόλεμη ζώνη.

Είχαμε σχεδόν τελειώσει τη στρατιωτική μας εκπαίδευση πριν από μερικά χρόνια στον γιουγκοσλαβικό στρατό και ήμασταν ακόμη ντυμένοι με στρατιωτικές στολές, επομένως πλήρως προετοιμασμένοι για τον Κιούμπρικ.

Η στρατιωτική εκπαίδευση γυρίστηκε στους στρατώνες PEA Bassingbourn, στο Bassingbourn, βόρεια του Royston, μεταξύ Cambridge και Letchworth στο Cambridgeshire.

Οι στρατώνες ιδρύθηκαν το 1970 στη θέση του πρώην αεροδρομίου της RAF Bassingbourn.

Περάσαμε περίπου ενάμιση μήνα στο πλατό, κοιμηθήκαμε και εκεί, και το καλύτερο πράγμα -εκτός από το κανονικό γεύμα- ήταν να παρακολουθούμε τον Kιούμπρικ να δουλεύει, κάτι που φυσικά ήταν πολύ συναρπαστικό για εμάς.

Το άλμπουμ μας Nova Akropola κυκλοφόρησε στην Cherry Red Records περίπου εκείνη την εποχή, οπότε του δώσαμε ένα αντίτυπο.

Σε μια ειρωνική ανατροπή, ωστόσο, μετά την ανεξαρτησία της Σλοβενίας το 1991 όχι μόνο «νομιμοποιηθήκατε» από ένα μέρος του σλοβενικού κοινού, αλλά και μετατραπήκατε σε πολιτιστικά είδωλα.

Αντανακλά αυτό μια γνήσια -και καταπιεσμένη- κοινωνική ανάγκη;

Χάρη στην επιμονή, την «προφητική» ακρίβειά μας και την επιτυχία μας στο εξωτερικό, η Σλοβενία ​​δεν είχε άλλη επιλογή από το να μας αναγνωρίσει επιτέλους ως «πολιτιστικά είδωλα και εμπόρευμά» της.

Αλλά τούτο αφορούσε μόνο ένα μέρος του σλοβενικού κοινού - ακόμη κι εκείνο, όμως, δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει μαζί μας. Αυτό ισχύει και σήμερα.

Οι Laibach δεν προσπάθησαν ποτέ να ευχαριστήσουν, εκτός ίσως από μερικές φορές με μια διεστραμμένη, τακτικιστική έννοια. Η δημιουργία γνήσιας δυσφορίας είναι μια μέθοδος που είναι πολύ πιο κοντά στον χαρακτήρα μας.

Κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας του Σαράγεβο δώσατε δύο συναυλίες, οργανώσατε εκθέσεις τέχνης και μοιράσατε διαβατήρια στους κατοίκους για να τους βοηθήσετε να παρακάμψουν τον αποκλεισμό που είχε επιβληθεί στην πόλη.

Με το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης, τι πήγε στραβά στην πρώην Γιουγκοσλαβία;

Η Γιουγκοσλαβία δημιουργήθηκε την περίοδο του ύστερου σουρεαλισμού και του υπερκοινωνικού ρεαλισμού. Έφτασε στο απόγειό της στον μοντερνισμό και άρχισε να διαλύεται στον υψηλό μεταμοντερνισμό.

Ως τέτοια, ήταν στην πραγματικότητα μια εκλεκτική ρετρό διαμόρφωση και όχι μια στιλιστικά ομογενοποιημένη δομή.

Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία ήταν κατά κάποιον τρόπο το λογικό αποτέλεσμα του τέλους του ουτοπικού ονείρου, που ουσιαστικά συνέβη με τον θάνατο του Τίτο.

Από την άλλη, αυτός ο φαινομενικά αναχρονιστικός πόλεμος θα μπορούσε να είναι και η τελευταία μάχη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε ευρωπαϊκό έδαφος, αν παραβλέψουμε αυτό το οποίο συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στην Ουκρανία - που πιθανότατα είναι ήδη μέρος του Γ’ Π.Π.

Ή μπορεί να είναι η τελευταία ιστορική σύγκρουση μεταξύ Σέρβων και Αλβανών, μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ορθόδοξης Σερβίας·

Μεταξύ του Ισλάμ και του χριστιανικού κόσμου, μεταξύ των Ουστάσι και των Τσέτνικ, μεταξύ των καθολικών και των ορθόδοξων χριστιανών, μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Θα μπορούσε επίσης να είναι μια επίδειξη δύναμης σε έναν «πολυγωνικό» αγώνα μεταξύ Η.Π.Α. και Ε.Ε. για μια θέση κύρους στο ταραγμένο έδαφος των Βαλκανίων, «το μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης».

Ίσως δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας απελπισμένος αγώνας για τη χαμένη ταυτότητα στον κόσμο της επιθετικής παγκοσμιοποίησης και της πολιτιστικής ενοποίησης.

Ή ίσως απλώς ένα κυνικό υποκατάστατο της μεγάλης αφήγησης που εξαφανίστηκε στο τέλος της Ιστορίας.

Και ήταν εξίσου άμεσο αποτέλεσμα μιας διαρκώς αδέξιας πολιτικής ολοκλήρωσης της «Λέσχης των Προνομιούχων» της Ε.Ε. Ο χρόνος θα δείξει.

Με οποιαδήποτε έννοια και σε οποιαδήποτε μορφή, αυτός ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία ήταν μια τραγική εμπειρία για τα εμπλεκόμενα βαλκανικά έθνη.

Τις περισσότερες φορές, όμως, οι δυτικές υπερδυνάμεις ενεργούσαν σ’ αυτόν σαν κακοί κωμικοί που προσπάθησαν να καταλάβουν τα βαλκανικά αστεία, αλλά δεν τα κατάλαβαν πραγματικά.

Το 2015 παίξατε στη Βόρεια Κορέα. Γιατί;

Μας προσκάλεσαν να παίξουμε στη Βόρεια Κορέα και επειδή είμαστε περίεργοι και εξ ορισμού απορρίπτουμε τα στερεότυπα, δεχθήκαμε. Και θα το ξανακάναμε ευχαρίστως.

Oι Laibach και η Βόρεια Κορέα μοιάζουμε ουσιαστικά πολύ. Αρέσει και στους δυο μας να προκαλούμε, παρεξηγούμαστε συνεχώς και οι δύο, οπότε τα πάμε καλά μαζί.

Στις 31 Μαρτίου 2023, ήταν προγραμματισμένο να εμφανιστείτε στο Κίεβο.

Ωστόσο, η περιγραφή του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας ως «ενός κυνικού πολέμου δι’ αντιπροσώπων για τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των υπερδυνάμεων και του οικονομικού κεφαλαίου» οδήγησε στην ακύρωση της.

Επιμένετε στην εκτίμησή σας;

Η πρόθεσή μας να υποστηρίξουμε την Ουκρανία ενόψει της ρωσικής επιθετικότητας εναντίον αυτής της χώρας ήταν ειλικρινής και λυπούμαστε που η συναυλία δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της υπερθερμασμένης κατάστασης.

Ωστόσο, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι συμβαίνει ένας πολύ περίπλοκος πόλεμος αντιπροσώπων στον οποίο η Ουκρανία και ο ουκρανικός λαός είναι τα μεγαλύτερα θύματα, και κατά συνέπεια, φυσικά, ο ρωσικός λαός και ολόκληρη η Ευρώπη επίσης.

Η Ρωσία έχει προσαρτήσει την Κριμαία και επιτέθηκε στρατιωτικά στην Ουκρανία, και ως εκ τούτου είναι ο κύριος επιτιθέμενος σε αυτόν τον συνδυασμό - αλλά δεν είναι ο μόνος.

Αυτός ο πόλεμος θα μπορούσε να είναι μέρος της υλοποίησης μιας μακροπρόθεσμης διπλωματικής στρατηγικής αποδυνάμωσης και διάλυσης της Ρωσίας, που περιγράφεται από τον πολωνικής καταγωγής Αμερικανό διπλωμάτη Zμπίγκνιου Μπρεζίνσκι στο βιβλίο του Η μεγάλη σκακιέρα: Η αμερικανική υπεροχή και οι γεωστρατηγικές της επιταγές, το οποίο εκδόθηκε το 1997.

Είναι ο ίδιος άνθρωπος που ξεκίνησε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν εξαπατώντας τον σοβιετικό στρατό σε αυτή τη χώρα το 1979, ενώ ταυτόχρονα υποστήριξε τον σχηματισμό αφγανικού στρατού μουτζαχεντίν.

Η βασική του ιδέα ήταν να «παρακινήσει» τη Σοβιετική Ένωση να πέσει στην παγίδα του δικού της Βιετνάμ, που θα έπρεπε να εξαντλήσει στρατιωτικά και οικονομικά την ΕΣΣΔ και να οδηγήσει στην αποδυνάμωση ή την κατάρρευσή της.

Ο Μπρεζίνσκι και οι Η.Π.Α. πέτυχαν σε αυτό, και γνωρίζουμε ποιες ήταν οι συνέπειες του συγκεκριμένου πολέμου για το Αφγανιστάν και ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Οι Ουκρανοί, φυσικά, αυτή τη στιγμή δεν θέλουν να ακούσουν τίποτα για την πιθανή ευρύτερη εικόνα, εκτός από το ότι πρόκειται για μια καθαρή ρωσική επιθετικότητα στη δουλειά.

Γι’ αυτούς, οποιαδήποτε άλλη εξήγηση είναι η διάδοση του «αντιουκρανικού αφηγήματος».

Ο Πούτιν είναι φυσικά εγκληματίας και λείψανο του Ψυχρού Πολέμου και πρέπει να μείνει εκεί, παγωμένος στον χρόνο.

Το ίδιο ισχύει και για τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ, που με τα επιθετικά γεωστρατηγικά τους σχέδια να περικυκλώσουν και να αποσταθεροποιήσουν τη Ρωσία και την Κίνα ευθύνονται πολύ για την τρέχουσα κατάσταση.

Τέλος πάντων - το τζίνι είναι έξω από το μπουκάλι και τώρα και άλλες χώρες μπορούν επίσης να αρχίσουν να διεκδικούν εδάφη που πιστεύουν πως τους ανήκουν ιστορικά ή οικονομικά.

Ο πληθυσμός της Γάζας, της Δυτικής Όχθης και -σταδιακά- του Λιβάνου βιώνει τις συνέπειες του συνεχιζόμενου γενοκτονικού πολέμου που ξεκίνησε το ισραηλινό κράτος και εντάθηκε μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου του 2023.

Πώς ερμηνεύετε την αποκρουστική συνενοχή των περισσότερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στη γενοκτονία και τα βολικά διπλά μέτρα και σταθμά που συνήθως επικαλούνται; Είναι η Ευρώπη σε μη αναστρέψιμη ηθική παρακμή;

Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρώπης είναι ότι συνδέεται μόνο τυπικά ως πολιτική οντότητα, αλλά όχι στην πραγματικότητα.

Λόγω της ιστορικής διαίρεσης και της τρέχουσας πολιτικής αδυναμίας της, καθώς και της δομικής πολυπλοκότητας της Ένωσης, η Ευρώπη δεν είναι ικανή να διαμορφώσει κοινές δηλώσεις, θέσεις και ενέργειες που θα ήταν πραγματικά θεμιτές.

Επιπλέον, η Ευρώπη υποτάσσεται έντονα στην Αμερική και στα αμερικανικά συμφέροντα.

Η διχόνοιά της διαβρώνεται περαιτέρω από την ιστορική ενοχή της Γερμανίας, ειδικά για το Ολοκαύτωμα.

Αυτή οδήγησε στην υποστήριξη της Ευρώπης προς το Ισραήλ από θέση αρχής, ακόμη κι όταν οι ενέργειες του Ισραήλ παραβιάζουν ριζικά τους διεθνείς κανόνες.

Ο κύριος ένοχος για τη γενοκτονική πολιτική του Ισραήλ είναι φυσικά οι Η.Π.Α., οι οποίες επιτρέπουν τις ενέργειες του Ισραήλ με τη στρατιωτική και οικονομική τους υποστήριξη, αν και γνωρίζουν πως αυτή τροφοδοτεί πρόσθετες συγκρούσεις στην περιοχή.

Αυτό, φυσικά, δε μειώνει την ενοχή της Ευρώπης σε αυτή τη συνεργασία.

Η συμπεριφορά της Δύσης στο πλαίσιο της ισραηλινής επιθετικότητας είναι, κατά μία έννοια, και ένα είδος συνέχισης της αποικιακής νοοτροπίας, τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στην Ευρώπη.

Θα παίζατε στη Γάζα ή στη Δυτική Όχθη -αν ήταν αρκετά ασφαλές- ως ένδειξη αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους;

Απολύτως, και ήδη συζητούσαμε τις προοπτικές για μια πιθανή συναυλία στη Ραμάλα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους διοργανωτές μπορεί να είναι ότι έχουμε ήδη εμφανιστεί στο παρελθόν και δύο φορές στο Ισραήλ, στο Τελ Αβίβ.

Συνδυάζοντας στοιχεία country, αιθέριας synthpop, ακόμη και νεοψυχεδέλειας, με ένα απολαυστικό -κατά διαστήματα Ζαπικό- ύφος, το ΕΡ Love Is Still Alive, η πιο πρόσφατη κυκλοφορία σας, είναι αισιόδοξη με διακριτικά ειρωνικό τρόπο.

Πώς ορίζετε τον μάλλον κακοπαθημένο όρο «ποπ» στις μέρες μας, τόσο μουσικά όσο και κοινωνικά; Αισθάνονται τελικά οι Laibach «ποπ»;

Η ποπ είναι αυτό που είναι - η κυρίαρχη κοινωνική και πολιτιστική αντανάκλαση της εποχής που ζούμε. Υπάρχει η έκφραση για την κοινοτοπία του κακού, αλλά υπάρχει και το «κακό της κοινοτοπίας» και το «ποπ» σίγουρα το ορίζει πιο επαρκώς.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αναδιαμορφώσει την «ποπ» κουλτούρα και η ποπ είναι σήμερα όλο και πιο παγκόσμια, δεν επικεντρώνεται πλέον μόνο στους δυτικές νόρμες αλλά ενσωματώνει ποικίλες, διεθνείς επιρροές.

Για κάποιους, η «ποπ» δεν είναι παρά μια ένοχη απόλαυση ή μια κίνηση για ξεπούλημα. Για άλλους, αντιπροσωπεύει πολιτιστικούς δείκτες και δημιουργικότητα υπό εμπορικούς περιορισμούς.

Ως κακοπαθημένος όρος, η φήμη της αντανακλά μια ένταση μεταξύ της καλλιτεχνικής αξίας και της ευρείας αποδοχής, αλλά η προσαρμοστικότητα και η εμβέλειά της την κρατούν στην πρώτη γραμμή τόσο της μουσικής όσο και του πολιτισμού.

Τελικά, η κριτική της κοινοτοπίας της ποπ αντανακλά βαθύτερες πολιτιστικές συζητήσεις σχετικά με την τέχνη, την αυθεντικότητα και τον ρόλο του εμπορίου στη δημιουργική έκφραση.

Είτε απορριφθεί είτε γιορταστεί, η ποπ παραμένει μια αναμφισβήτητη δύναμη στη διαμόρφωση του μουσικού και κοινωνικού τοπίου.

Αισθάνονται οι Laibach «ποπ»;

Σίγουρα αισθανόμαστε. Αλλά όπως και το πνεύμα της εποχής, η ποπ είναι ένα φευγαλέο φαινόμενο. Είναι δύσκολο να το πιάσεις, κι ακόμα πιο δύσκολο να το κρατήσεις.

Είναι η αγάπη «το τελικό σύνορο», προτού κατέλθουμε στο χάος του Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου;

Δεν ξέρουμε πραγματικά τι είναι η αγάπη... Συνήθως είναι μια προβολή επιθυμιών και η προσπάθεια να βρούμε νόημα ή εκπλήρωση μέσω ενός άλλου ατόμου.

Αλλά η μεταφυσική ουσία της αγάπης αλλάζει ανάλογα με το πλαίσιο.

Στο ΕΡ μας Love Is Still Alive η αγάπη είναι ένα εργαλείο της «θέλησης για ζωή», μιας ασυνείδητης ορμής να διαιωνίσουμε το είδος, ώστε να μπορέσουμε να το καταστρέψουμε αργότερα.

Οι Laibach εμφανίζονται λάιβ στο Gazarte - Ground Stage την Τετάρτη 5 Μαρτίου (21:00).

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Ρούι Πόσας: «Για μένα, πειραματικό σινεμά σημαίνει ελευθερία»

 


Μια συνάντηση με τον Ρούι Πόσας, διεθνώς καταξιωμένο διευθυντή φωτογραφίας και επί χρόνια στενό συνεργάτη του σπουδαίου Πορτογάλου σκηνοθέτη Μιγκέλ Γκόμες.

Η ταινία του Μιγκέλ Γκόμες Γκραν Τουρ, ένα ταξίδι στον χώρο, τον χρόνο και το σινεμά σε διεύθυνση φωτογραφίας Ρούι Πόσας, προβάλλεται στους κινηματογράφους.

Eίσαι έμπειρος και διεθνώς καταξιωμένος διευθυντής φωτογραφίας. Πώς, κατά τη γνώμη σου, λειτουργούν στο σινεμά ο φωτισμός και η φωτογραφία; Αποκαλύπτουν ή συγκαλύπτουν στοιχεία;

Από τα πολύ πρώτα μου βήματα ενδιαφερόμουν πάντα περισσότερο για τις σκιές παρά για το φως.

Γιατί;

Για πολλούς λόγους, πολλούς από τους οποίους ανακάλυψα στην πορεία.

Ως νεαρός, πριν τον κινηματογράφο και τη φωτογραφία, μου άρεσαν ιδιαιτέρως τα βιβλία κόμικ και πολλοί από τους συγγραφείς που με ενδιέφερε η δουλειά τους χρησιμοποιούσαν τη σκιά ως μέσο έκφρασης.

Κατόπιν, χωρίς καν να σκέφτομαι ότι μια μέρα θα δούλευα τον κινηματογράφο, μου άρεσε ο εξπρεσιονιστικός φωτισμός της εποχής των φιλμ νουάρ.

Πρέπει να υπάρχουν σκιές προκειμένου να κατανοήσουμε την ύπαρξη του φωτός. Επιπλέον, μόνο όταν υπάρχουν σκιές καταλαβαίνουμε τον τρισδιάστατο χώρο. Χωρίς αυτές, θα ζούσαμε ακόμα σε έναν δισδιάστατο κόσμο.

Οι σκιές είναι, επομένως, για μένα ο ακρογωνιαίος λίθος της δουλειάς μου.

Αν χρησιμοποιούσα το φως όπως ένας ζωγράφος, θα το έκανα προκειμένου να αναδείξω και να προσκαλέσω τις σκιές και το σκοτάδι, αλλά και αντιστρόφως - για να στρέψω την προσοχή στο φως.

Όταν πρωτοσυνάντησες τον Μιγκέλ Γκόμες ένιωσες πως μοιραζόμασταν κοινή αισθητική και ευρύτερα πολιτισμική αντίληψη και προσέγγιση;

Όχι ακριβώς, αλλά βέβαια δεν απείχαμε και τόσο από άποψη γενιάς, σπουδάσαμε στην ίδια Σχολή Κινηματογράφου -αποφοίτησα δύο χρόνια πριν από εκείνον- και είχαμε τους ίδιους καθηγητές.

Επιπλέον, μας άρεσαν οι ίδιες ταινίες. Μας ενδιέφεραν, για παράδειγμα, πολύ οι δουλειές του Τακέσι Κιτάνο, κι αυτό άφησε το αποτύπωμά του στην πρώτη μας συνεργασία, χωρίς να έχουμε προσπαθήσει να τον αντιγράψουμε.

Στο πλαίσιο της συνεργασίας μας υπάρχουν κάποιες δομικές ιδέες οι οποίες προκύπτουν πολύ νωρίς και αποτελούν τους πυλώνες, όπως η βάση ενός κτιρίου.




Όταν άρχισα να παρακολουθώ τη δεύτερη μεγάλου μήκους συνεργασία σου ως διευθυντής φωτογραφίας με τον Μιγκέλ Γκόμες, το Ο αγαπημένος μας μήνας ο Αύγουστος, δεν ήμουν σίγουρος για το τι ακριβώς παρακολουθούσα:

Ήταν ντοκιμαντέρ, μυθοπλασία, δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ; Όσο, όμως, περνούσε η ώρα, η εμπειρία γινόταν ολοένα και πιο συναρπαστική.

Βεβαίως είναι ντοκιμαντέρ, μυθοπλασία και μετα-κινηματογράφος ταυτόχρονα.

Τι συνέβη μ’ αυτήν την ταινία; Προετοιμάζαμε ένα πιο συμβατικό φιλμ μυθοπλασίας με τον ίδιο τίτλο, το οποίο θα εκτυλισσόταν στην ίδια περιοχή και με την ίδια υπόθεση.

Κάποιες εβδομάδες πριν τα γυρίσματα, όμως, έπρεπε να τα αναβάλουμε για έναν χρόνο, γιατί ήμασταν υποχρεωμένοι, λόγω της υπόθεσης της ταινίας, να τη γυρίσουμε το καλοκαίρι στη διάρκεια συγκεκριμένης γιορτής.

Εξαιτίας, λοιπόν, της αναβολής των γυρισμάτων, οργανώσαμε μια έκτακτη συνάντηση από την οποία προέκυψε η ιδέα να πάμε στην ίδια περιοχή με ένα μικρό συνεργείο και να γυρίσουμε μερικές σκηνές που θα εντάσσονταν μελλοντικά στην ταινία.

Ταυτόχρονα, θα κάναμε και casting γι’ αυτή - και το κάναμε.

Ήμασταν έξι άνθρωποι -ο Μιγκέλ Γκόμες, ο βοηθός σκηνοθέτης, ο ηχολήπτης, ένα άτομο από την παραγωγή, εγώ κι η βοηθός μου-, νοικιάσαμε ένα σπίτι στην περιοχή όπου ζούσαμε κι είχαμε έναν μικρό εξοπλισμό με τον οποίο γυρίζαμε σε φιλμ 16mm.

Υπάρχει μια διάσταση making of της κατοπινής ταινίας στις λήψεις εκείνης της περιόδου.

Με βάση το μονταρισμένο αυτό υλικό γράφτηκε ένα σενάριο.

Έναν χρόνο αργότερα, οι ίδιοι έξι άνθρωποι -με τέσσερις ή πέντε ακόμα- επιστρέψαμε στον ίδιο τόπο και γυρίσαμε το, ας το πούμε «μυθοπλαστικό», τμήμα του φιλμ.




Η παιγνιώδης και χιουμοριστική διάσταση όλων των ταινιών του Μιγκέλ Γκόμες που έχω παρακολουθήσει και στις οποίες συμμετέχεις δημιουργικά διαδραματίζει καίριο ρόλο στη δουλειά του - πιθανόν και στη δική σου.

Απολύτως!

Πρέπει να το διασκεδάζω για να συνεχίζω να κάνω σινεμά.

Συνάμα, τα φιλμ του Γκόμες είναι πολύ καλλιτεχνικά, καλοφτιαγμένα, σινεφίλ.

Είναι πολύ σοβαρά!

Σε σύγκριση με την προαναφερθείσα ταινία, το Ταμπού και το Γκραν Τουρ φαντάζουν πιο σοβαρές και πολυδάπανες.

Υπάρχει ένα ξεκάθαρο για μένα νήμα που συνδέει και τις τρεις. Το Γκραν Τουρ υπάρχει γιατί προϋπήρξε το Ταμπού, κι αυτό με τη σειρά επειδή προηγήθηκε ο Αύγουστος.

Το Ταμπού δεν ήταν τόσο ριζοσπαστικό όσο ο Αύγουστος. Στη διάρκεια των γυρισμάτων του το 2010-11 βιώσαμε, επίσης, δυσκολίες και στιγμές στρες.

Ήταν, εξάλλου, μια περίοδος κατά την οποία συντελείτο η μετάβαση στην ψηφιακή τεχνολογία. Αισθανόμασταν, λοιπόν, πως το φιλμ, όπως μέχρι τότε το γνωρίζαμε, πέθαινε.

Γι’ αυτό και αποφασίσαμε να γυρίσουμε το Ταμπού, περήφανα, σε 35mm και 16mm, με τον τρόπο που θα συνέβαινε στη δεκαετία του 1910, και χρησιμοποιώντας το φως του ήλιου ακόμα και για τις νυχτερινές σκηνές.

Είναι το Γκραν Τουρ ένα είδος κινηματογραφικού παιχνιδιού;

Απολύτως! Επιπλέον, αποτέλεσε μια πρόκληση για μένα, ενώ είχε και αρκετή πλάκα.

Χρησιμοποίησα το ίδιο πυρακτωμένο φως που χρησιμοποιείται από την «αυγή» του σινεμά. Για να εξασφαλίσω την ποσότητα φωτός που χρειαζόμουν έπρεπε να δουλέψω με πολύ δυνατές και δυσεύρετες πηγές.

Το να δουλεύω με παλιομοδίτικο τρόπο ήταν υπέροχο, γιατί ένιωθα ότι, μπαίνοντας στα στούντιο όπου πραγματοποιήθηκε μέρος των γυρισμάτων αλλά και λόγω των σκηνικών, ήταν σαν να επιβιβαζόμουν σε μια χρονοκάψουλα.

Όπως το Γκραν Τουρ υπήρξε μια περιήγηση στον χωροχρόνο και στον κινηματογράφο.

Το Γκραν Τουρ είναι ένα παιχνίδι αναχρονισμών.

Ένα τέτοιο φιλμικό παιχνίδι υποδεικνύει άραγε το πώς θα μπορούσαν να μοιάζουν οι πειραματικές ταινίες στις μέρες μας;

Για μένα, πειραματικό σινεμά σημαίνει ελευθερία. Ελευθερία να δοκιμάσεις διαφορετικά πράγματα με διαφορετικούς τρόπους. Το να δημιουργήσεις -ή να προσπαθήσεις να δημιουργήσεις- μια νέα γλώσσα.

Μου αρέσει να αμφισβητώ τη φιλμική γλώσσα γιατί είμαστε συνηθισμένοι σε έναν οικουμενικό τρόπο κατασκευής και θέασης ταινιών.

Υπάρχουν, όμως, όπως και στη λογοτεχνία, συγγραφείς και κινήματα οι οποίοι και τα οποία αμφισβητούν την καθεστηκυία τάξη και τις συμβάσεις.

Πραγματικά, το απολαμβάνω αυτό! Κι αν μπορώ, τέτοιο είναι το είδος του σινεμά που θέλω να κάνω.

Η συνέντευξη με τον Ρούι Πόσας πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Πρωτοπoριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, το οποίο διοργάνωσε και φιλοξένησε αφιέρωμα στο έργο του σκηνοθέτη Μιγκέλ Γκόμες.

Ευχαριστώ θερμά την Ευάννα Βενάρδου, υπεύθυνη Τύπου του Φεστιβάλ, για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Η ταινία Γκραν Τουρ, σε σκηνοθεσία Μιγκέλ Γκόμες και διεύθυνση φωτογραφίας Ρούι Πόσας, προβάλλεται στους κινηματογράφους σε διανομή της Weird Wave.



Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

«Α Ν Τ Ι Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α»: Συνομιλώντας με τους Γιάννη Αποσκίτη και Γιώργο Κατσή

 


H απολαυστική παράσταση Α Ν Τ Ι Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α δεν είναι μια διασκευή ενός κλασικού κειμένου, εν προκειμένω των Δούλων του Ζαν Ζενέ, αλλά μια διαφορετική ματιά στην αληθινή ιστορία η οποία το ενέπνευσε.

Γι’ αυτήν -και για πολλά άλλα- συζητάμε με τους Γιάννη Αποσκίτη και Γιώργο Κατσή, δύο από τα μέλη του συλλογικού σώματος που δημιούργησε την παράσταση.

Τα Α Ν Τ Ι Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α δεν είναι μια αυστηρή ή έστω και πολύ προσωπική διασκευή ενός κλασικού κειμένου, εν προκειμένω των Δούλων του Ζαν Ζενέ, αλλά μια διαφορετική ματιά στην αληθινή ιστορία που το ενέπνευσε.

Ποια ήταν τα σημεία εκκίνησής σας, ατομικά και συλλογικά, κατά τη συγγραφή και κατόπιν το ανέβασμα του κειμένου;

Γιάννης Αποσκίτης: Ξεκινώντας, είχαμε προφανώς υπόψη μας και την ιστορία των αδερφών Παπέν και τη δραματουργία του Ζενέ.

Ο Τζούλιο (Γιώργος Κατσής) είχε μάλιστα κάνει εκτεταμένη έρευνα, ιδίως σε σχέση με το έγκλημα. Αυτή αποφασίσαμε πως θα είναι η βάση μας.

Αρχική μας έμπνευση ήταν, λοιπόν, μια πραγματική ιστορία η οποία όμως έχει λάβει διαστάσεις θρύλου.

Τη δική μου δομημένη προσέγγιση διαδέχτηκε η αποδομητική ματιά του Γιώργου και του Πάνου Παπαδόπουλου σε ό,τι αφορά τη σκηνοθεσία και τη γραφή, που είχε σε μεγάλο βαθμό «μεταδραματική» διάσταση.

Το ίδιο, άλλωστε, είχε συμβεί και με τη Μαύρη μαγεία. Ο Γιώργος ξανάγραψε το κείμενο της παράστασης μέσα από το παίξιμό του.

Δε θα έλεγα πως υπήρξε μια συγκεκριμένη μεθοδολογία, πάντως, δουλέψαμε ενστικτωδώς.

Ο τίτλος της παράστασης ήταν συλλογική ιδέα;

Γ.Α.: Είναι ένας τίτλο ο οποίος σου δίνει την αίσθηση ότι δεν ξέρεις τι πρόκειται να δεις.

Αν και πραγματεύεται πολύ σοβαρά ζητήματα, η παράσταση δεν είναι καθόλου σοβαροφανής και βαρύγδουπη. Για μένα, ως θεατή, αυτό είναι ανακουφιστικό - έως και λυτρωτικό.

Γιώργος Κατσής: Ο Τόμας Μπέρνχαρντ αποτελεί άξονα για την παράσταση αυτή. Οι χαρακτήρες του είναι μπέμπηδες, μεγαλοαστοί πρώην καλλιτέχνες ή μη, νευρωτικοί άνθρωποι οι οποίοι δεινοπαθούν παγιδευμένοι στη νεύρωσή τους.

Όταν διαβάζεις Μπέρνχαρντ ή παρακολουθείς μια παράσταση βασισμένη σε έργο του, αυτή η κατάσταση γίνεται για τον αναγνώστη/θεατή ξεκαρδιστική.

Το ότι όμως θα γελάσεις στα Α Ν Τ Ι Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α σε κάνει συνένοχο, από τη στιγμή που σου δηλώνω πως οι αδερφές Παπέν κακοποιούνται. Επομένως φταις -είτε το καταλαβαίνεις είτε όχι-, και φταίνε όλοι οι θεατές μαζί.

Ως δημιουργό με ενδιαφέρει πάρα πολύ να κάνω τον θεατή συνένοχο σε ό,τι αφορά τα όσα περνάει ο χαρακτήρας που αφηγούμαι και υποδύομαι.

Το κοινό αντιλαμβάνεται, εντέλει, τον τρόπο λειτουργίας του κειμένου; Ή δεν το ενδιαφέρει/αφορά;

Γ.Κ.: Ακόμα κι αν περάσει στο υποσυνείδητό του, κάτι θα κουβαλήσει από αυτό. Σε μεγάλες στιγμές σου, όταν είσαι ανοιχτός ή ευάλωτος, επαναφέρεις στη μνήμη σου πράγματα.

Πώς βιώνεις το να γράφεις, να σκηνοθετείς και να παίζεις, σχεδόν ταυτόχρονα; Πώς επιτυγχάνονται οι ισορροπίες ανάμεσα σε διαφορετικά επίπεδα γραφής;

Γ.Κ.: Για μένα είναι τεράστια χαρά. Τόσο τεράστια, που στη συγκεκριμένη παράσταση αποφάσισα ότι όλα αυτά δεν ήταν αρκετά και έπρεπε να παίζω και μουσική ζωντανά! (Γέλιο) Δεν λοξοδρομώ, ωστόσο, όσον αφορά στις προτεραιότητές μου.

Ο Γιάννης αγχώνεται πάρα πολύ για το αν είναι καλός συγγραφέας, το οποίο είναι μαλακία.

Λίγο άγχος, πάντως, δεν είναι κακό.

Γ.Κ.: Το ζήτημα είναι να γράψεις κάτι που θα ήθελες να διαβάσεις, που σε συγκινεί ή σε φοβίζει να εκθέσεις σε σχέση με τον εαυτό σου.

Εσύ, Γιάννη, βιώνεις φόβο κατά τη διάρκεια της συγγραφής ενός θεατρικού κειμένου;

Γ.Α.: Και φόβος υπάρχει και αγκύλωση πολλές φορές.

Νομίζω ότι το σημαντικό είναι να μη σταματάμε, να κάνουμε συνεχώς πράγματα και να εξελίσσουμε τη σχέση μας με διαφορετικούς ή τους ίδιους ανθρώπους.

Με τον Τζούλιο επικοινωνούμε επί δύο χρόνια και κάτι.

Σίγουρα με έχει επηρεάσει πάρα πολύ καλλιτεχνικά, βοηθώντας με να απελευθερωθώ περισσότερο στα πεδία της γραφής και της σκηνοθεσίας και σε ό,τι αφορά το τι σημαίνει δραματουργία με την κλασική, αλλά και με μια πιο ελεύθερη έννοια.

Προσωπικά βιώνω ένα άγχος οργάνωσης, γι’ αυτό και θέλω να θέτω ένα πλαίσιο. Ο Τζούλιο λειτουργεί πιο χαοτικά, με έναν πιο βαθιά ενστικτώδη τρόπο.

Επειδή μέσα στο άγχος μου εγώ χάνω αυτό το ένστικτο, έχω την ανάγκη να ξέρω τι πάμε να κάνουμε.

Και οι δύο τρόποι λειτουργούν, ωστόσο. Το ζήτημα είναι ποιος ταιριάζει στον καθένα.

Τι προϋποθέτει η διαδικασία συλλογικής (συγ)γραφής με τόσο προσωπικό στίγμα, όπως στην περίπτωση των Α Ν Τ Ι Κ Ε Ι Μ Ε Ν Ω Ν;

Γ.Κ.: Είναι ζήτημα εμπιστοσύνης.

Ο Πάνος, για παράδειγμα, θα δείξει μέσα από την υποκριτική του πολλά διαφορετικά πράγματα και θα μας προτρέψει: «Κρατήστε ό,τι σας αρέσει».

Ο καθένας, λοιπόν, έχει τον τρόπο του, αλλά η παράσταση είναι όλων μας και τιμούμε τη συμφωνία που έχουμε κάνει.

Γ.Α.: Και ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος δεν έβαλε λιγότερο από το είναι του σ’ αυτή, απλώς δεν ήθελε να βγει μπροστά.

Γ.Κ.: Τα Α Ν Τ Ι Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α γράφτηκαν για να τα ανεβάσουμε εμείς, με εμάς στο μυαλό, όπως τα κοστούμια της παράστασης ράφτηκαν για τα δικά μας σώματα.

Αν πάρεις δέκα κιλά, τελείωσε. Ούτε ο ίδιος άνθρωπος είσαι, ούτε και το κοστούμι είναι το ίδιο. Αυτήν την περίοδο φοράς αυτό το κοστούμι - και σε «φοράει». Αυτό κυνηγάω. Είναι κάπως συγκινητικό.

Εσύ, Γιάννη, πώς διαχειρίζεσαι τη θνησιγενή διάσταση μιας θεατρικής παράστασης, όπως την περιέγραψε ο Γιώργος;

Γ.Α.: Προσωπικά με ενδιαφέρει να δίνουμε ένα παράδειγμα για τους επόμενους, με την έννοια ότι έχουμε κουραστεί πλέον από την κλασική δραματουργία - και δεν αναφέρομαι στα αριστουργήματα.

Χρειαζόμαστε καινούριες προσεγγίσεις στη γραφή. Δεν μπορώ να συνομιλώ διαρκώς με έναν νεκρό ή έναν απόντα συγγραφέα.

Προτιμώ να συνομιλώ με έναν ζωντανό και να του λέω: «Αυτό που έγραψες είναι μαλακία, να το παίξουμε αλλιώς». Είναι πιο ενδιαφέρον. Μακάρι να μπούμε σ’ αυτήν τη διαδικασία όσο περισσότεροι άνθρωποι γίνεται.

Όταν πλέον γνωρίζεις ηθοποιούς για τους οποίους γράφεις, είναι πιο εύκολο να τους φανταστείς στην υποθετική σκηνή πως είναι κάποιοι άλλοι.

Γ.Κ.: Πρέπει να διαβάσεις τα κλασικά κείμενα για να καταλάβεις ότι πρέπει να πας παρακάτω - είτε «πετώντας» τα είτε, εφόσον το αποφασίσεις, ανεβάζοντάς τα με τρόπο πιο ουσιαστικό.

Άλλωστε η απόρριψη, αν δε συνοδεύεται από γνώση του τι απορρίπτεις, ενέχει πολλή αλαζονεία.

Γ.Α.: Το θέατρο που κάνουμε δεν είναι για λίγους, έχει λαϊκότητα και μέσα από την ειρωνεία που χρησιμοποιεί.

Γ.Κ.: Τα Α Ν Τ Ι Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α είναι μια πραγματικά λαϊκή παράσταση, η οποία έχει απαιτήσεις από τον θεατή και δεν τον υποτιμά καθόλου. Αν δεν αντιμετωπίζεις τον θεατή σαν βλάκα, στο ανταποδίδει.

Αν κάτι μέχρι στιγμή κρατώ ως «απόσταγμα» από την κουβέντα μας, είναι η ανάγκη να βρεθεί και να βρίσκεται η κατάλληλη μέσα στη συγκεκριμένη συνθήκη γλώσσα η οποία να αποδίδει ένα ορισμένο βίωμα με θεατρικούς όρους.

Γ.Κ.: Συζητάμε ακόμα για τον Λευτέρη Βογιατζή.

Σε ένα τελείως πρώτο επίπεδο, ανέβαζε κλασικές παραστάσεις. Δεν τις θυμάμαι, όμως, ως τέτοιες γιατί ένιωθα ότι αυτό που έκανε είχε πολλά επίπεδα και ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του.

Γ.Α.: Μπορούσες και να περάσεις καλά βλέποντας τις παραστάσεις του. Στη δεκαετία που ακολούθησε τον θάνατό του οι σκηνοθέτες ενδιαφέρονταν περισσότερο να δείξουν τι δουλειά έχουν κάνει οι ίδιοι, παρά να συνδεθούν με το κοινό.

Η αίσθηση του auteur σκηνοθέτη είναι αποξενωτική και δε χωρά πλέον.




Χαίρομαι που ο καρπός της συνεργασίας σας αφορά ή μπορεί να αφορά πολύ περισσότερους ανθρώπους - κι όχι μόνο εσάς τους ίδιους ή τους/τις ομότεχνούς/ομότεχνές σας.

Γ.Κ.: Με ενδιαφέρει το καλλιτεχνικό δημιούργημα να είναι, πρώτα από όλα, ειλικρινές προς τον εαυτό του και θέλω να υπάρχει χώρος να αποτύχει κάποιος άνθρωπος.

Σε κάθε περίπτωση, από το εμπορικό θέατρο το οποίο βλέπουμε σήμερα και τον άνθρωπο που δεν τον κατανοεί κανένας εκτός από τον εαυτό του, προτιμώ αυτόν.

Από την εμπορική σκατίλα, την τηλεπερσόνα, τον ινφλουένσερ, τον εμμονικό με το «sold out» και το και καλά λαϊκό, προτιμώ εκατό φορές αυτόν που σπάει το κεφάλι του στον τοίχο με κάτι ακατάληπτο κι όχι αυτό που «καταλαβαίνουμε».

Πέθανε ο Λιντς και ξαφνικά όλοι όσοι έλεγαν «Τι πειραματικές παπαριές έκανε», τον εκθειάζουν. Και μετά θα κάνουν Πάσχα με κοκορέτσι. Ε, λοιπόν, ή κοκορέτσι ή Λιντς!

Πόσο θάρρος ή πόση άγνοια κινδύνου χρειάζεται να έχει κάποιος για να συνεχίσει να γράφει;

Γ.Α.: Με μια λέξη, σίγουρα πολλή. Από ένα σημείο και μετά, μου έχει γίνει συνήθεια να γράφω κάτι και να το εκθέτω.

Βλέποντας, όμως, παιδιά στα οποία κάνω μάθημα σε ένα εργαστήρι θεατρικής γραφής, αντιλαμβάνομαι πόσο δύσκολο τους είναι να μιλήσουν προσωπικά με τη γλώσσα τους, γιατί ντρέπονται να εκφραστούν.

Κι αυτό είναι κακό, επειδή, αν κάτι έχουμε να δώσουμε, είναι η εντύπωσή μας για τον κόσμο. Άρχισα να γράφω όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο με άλλο δραστικό τρόπο.

Η άγνοια κινδύνου, στην οποία αναφέρθηκα, προκύπτει από την ανησυχία πως θα υπάρξει μια τέτοια εξέλιξη που θα καθιστά τα πάντα μάταια.

Δεν ξέρω αν θα πρόκειται για έναν πόλεμο, μια επανάσταση ή μια τεχνολογική αλλαγή.

Γ.Κ.: Μπορείς να μιλήσεις με έναν εικοσάχρονο σήμερα;

Με ένα μικρό ποσοστό επιλεγμένων ανθρώπων, μπορώ.

Γ.Κ.: Με ένα τυχαίο εικοσάχρονο;

Δύσκολα.

Γ.Κ.: Εγώ παθαίνω κρίσεις πανικού, παραλύω. Από όσα αναφέρουν, δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Γ.Α.: Είναι τρομακτικό.

Γ.Κ.: Όταν θα είμαι σαράντα πέντε-πενήντα, πιστεύω ότι δε θα με χωράει το θέατρο ως καλλιτέχνη. Θα έχουν αλλάξει τόσο ριζικά τα πράγματα -αν είναι ακόμα όρθια-, που μπορεί να μην καταλαβαίνω τι μου λένε.

Γ.Α.: Μιλάμε για άγνοια κινδύνου. Ο κίνδυνος είναι πολύ πραγματικός, νομίζω.

Ο κόσμος όπου ζούμε δε μας χωράει όλους, ο πόλεμος είναι παρών και ένα 50% των ανθρώπων στον πλανήτη αυτήν τη στιγμή είναι φασίστες.

Δε θεωρώ πως θα έχουμε πολύ καιρό να γράφουμε ή να λέμε ό,τι θέλουμε. Οπότε, γιατί να μην το κάνουμε; Τώρα υπάρχει η ευκαιρία. Μετά δε θα υπάρχει.

Ας την απολαύσουμε, λοιπόν!

Γ.Κ.: Ας απολαύσουμε τα δικαιώματά μας, πριν μας τα πάρουν όλα.

Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι του Ρωμανού Λιούτα.

Η παράσταση Α Ν Τ Ι Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α παρουσιάζεται στο Θέατρο Ροές (Ιάκχου 16, Γκάζι) κάθε Δευτέρα και Τρίτη (21:00), μέχρι και τις 8 Απριλίου.

Κείμενο: Γιάννης Αποσκίτης, Γιώργος Κατσής, Πάνος Παπαδόπουλος. Σκηνοθεσία: Γιώργος Κατσής, Πάνος Παπαδόπουλος. Ερμηνεύουν οι: Γιώργος Κατσής, Πάνος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Πλεμμένος.