Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Murcof: «Είναι δύσκολο να ξέρεις ποιο έρχεται πρώτο, η ζωή ή η μουσική»

 


Συνομιλώντας με τον μεξικανικής καταγωγής εμβληματικό συνθέτη και παραγωγό ηλεκτρονικής μουσικής Murcof, ενόψει της συναυλιακής του εμφάνισης με τον εξίσου ξεχωριστό Jan Jelinek το Σάββατο 15 Φεβρουαρίου στο Ωδείον Αθηνών.

Η συνειδητή επιλογή ενός σκηνικού ονόματος συνήθως υποδηλώνει κάτι σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ένας καλλιτέχνης αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ή επιθυμεί να τον προσδιορίσουν οι άλλοι.

Τι σημαίνει η επιλογή του ονόματος Murcof;

Φοβάμαι πως δεν υπάρχει κανένα εσωτερικό νόημα πίσω από αυτό.

Το Murcof είναι απλώς ένα αρκτικόλεξο του ονόματός μου: MURillo COrona Fernando. Έψαχνα για κάτι που δε θα πρόδιδε αμέσως την εθνικότητά μου, οπότε αυτό ήταν τέλειο.

Δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις αρχικές μου επιρροές και το σαμπλαρισμένο υλικό προέρχονταν από δίσκους Ανατολικοευρωπαίων συνθετών -Γεωργία (Kαντσέλι), Εσθονία (Περτ), Ουγγαρία (Λιγκέτι), Ουκρανία (Σιλβέστροφ), Ρωσία (Γκουμπαϊντουλίνα)-, το Murcof ακουγόταν σαν όνομα από αυτήν την περιοχή, τουλάχιστον σε μένα, οπότε το κράτησα.

Στον ιστότοπό σου, και κάτω από το καλλιτεχνικό/σκηνικό σου όνομα, χρησιμοποιείς το συνοπτικό «tagline» «μινιμαλιστική ηλεκτρονική μουσική από τον εσωτερικό χώρο/εσωτερικό διάστημα».

Προφανώς σε αντίθεση με το «απώτερο διάστημα», για να επισημάνω την ενδοσκοπική φύση της δουλειάς μου.

Τι σε προσέλκυσε πρωτίστως στην ηλεκτρονική μουσική και πού μπορεί να αποδοθεί η κλίση σου προς έναν πολύ προσωπικό -αλλά όχι ακριβώς αυτοαναφορικό- μινιμαλισμό;

Η λατρεία μου για την ηλεκτρονική μουσική ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του '70, όταν ήμουν παιδί, με ένα από τα αγαπημένα μου άλμπουμ από τη συλλογή βινυλίων του πατέρα μου, το  Jon Santo plays Bach.

Πολύ παρόμοια δουλειά με το διάσημο άλμπουμ Switched on Bach της Wendy Carlos, αλλά πολύ καλύτερη από κάθε άποψη, κατά τη γνώμη μου.

Και όχι πολύ αργότερα με τα αριστουργηματικά άλμπουμ του Jean Michael Jarre, Oxygene and Equinox, τα οποία εδραίωσαν τη λατρεία μου για την ηλεκτρονική μουσική.

Παρόλο που δεν ήταν ακριβώς μια αμιγώς ηλεκτρονική μπάντα, οι Pink Floyd είχαν επίσης τεράστιο αντίκτυπο πάνω μου στην παιδική μου ηλικία και στην αρχή της εφηβείας μου,

Ειδικά τα άλμπουμ The Final Cut και The Wall, τα οποία εναλλάσσονταν αγρίως στο γουόκμαν μου.

Η εννοιολογική φύση των άλμπουμ τους, τα μεγάλης διάρκειας τραγούδια, η έντονη χρήση ηχογραφήσεων πεδίου και άλλων μη μουσικών ήχων άσκησαν μεγάλο αντίκτυπο σε μένα.

Οι μινιμαλιστικές επιρροές ήρθαν λίγο αργότερα, στις αρχές και στα μέσα της δεκαετίας του ’90 (τα είκοσί μου), όταν ανακάλυψα σύγχρονους συνθέτες, όπως οι Φέλντμαν, Λιγκέτι, Περτ, Σέλσι κ.λπ.

Ήταν μια πολύ συναρπαστική περίοδος μουσικής ανακάλυψης για μένα, αλλά η πρόσβαση σε αυτό το είδος μουσικής δεν υπήρχε στη γενέτειρά μου.

Έπρεπε, επομένως, να περάσουμε τα σύνορα με προορισμό το Σαν Ντιέγκο για να αγοράσουμε μουσική. Ευτυχώς δεν ήταν πολύ μακριά από το μέρος όπου ζούσα τότε, στο βορειοδυτικό Μεξικό.

Εγώ κι οι φίλοι μου πηγαίναμε εκεί τα Σαββατοκύριακα, πηδώντας από το ένα δισκάδικο στο άλλο:

Tower Records, Licorice Pizza, Off the Record και άλλα τέτοια -όλα έχουν κλείσει εδώ και καιρό, φυσικά-, αγοράζοντας όλα τα είδη μουσικής. Όχι μόνο μοντέρνα κλασική.

Επισκεπτόμουν επίσης τη βιβλιοθήκη του SDSU μόνος μου μερικές φορές, η οποία ήταν ανοιχτή σε μη φοιτητές όπως εγώ. Είχαν μια τεράστια συλλογή μοντέρνας μουσικής.

Περνούσα ολόκληρα απογεύματα εκεί απλά διαλέγοντας τυχαίους δίσκους για να τους ακούσω από τους προσωπικούς τους θαλάμους ακρόασης που υπήρχαν στον χώρο, γράφοντας τα ονόματα όσων μου άρεσαν για να τους αγοράσω αργότερα.

Όσον αφορά στη μινιμαλιστική ηλεκτρονική μουσική, γνώρισα το minimal techno και το tech house από τους παλιούς μου φίλους Ruben Tamayo, γνωστό και ως Fax, και τον Ejival από τους Static Discos.

«Κόλλησα» αμέσως, χωρίς να ξέρω πως αυτό ήταν ό,τι χρειαζόμουν για να ολοκληρώσω τη φόρμουλα Murcof.  

Από νωρίς, σε γοήτευε η διάσταση/προοπτική του σχεδιασμού ήχου στο πλαίσιο της εμπλοκής σου με τη μουσική. Θα ήθελες να αναφερθείς πιο αναλυτικά σαυτή;

Καθώς άρχισα να ενδιαφέρομαι περισσότερο να κάνω ηλεκτρονική μουσική, στα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο πατέρας μου μού αγόρασε το πρώτο μου «σοβαρό» συνθεσάιζερ, το Kawai K1.

Πριν από αυτό είχα παίξει μόνο με ένα Yamaha Portasound και με το μικρό Casio SK1 sampler.

Εκ των υστέρων ακούγεται αρκετά λεπτό, αλλά τότε μου φαινόταν καταπληκτικό, άνοιξε έναν εντελώς νέο κόσμο.

Ήμουν γοητευμένος με τις δυνατότητες του σχεδιασμού ήχου, συνήθιζα να περνώ ώρες καταδυόμενος στο μενού και κάνοντας τυχαίες τροποποιήσεις παραμέτρων. «Κόλλησα».

Λίγο νωρίτερα είχα επίσης έναν υπολογιστή Commodore 64, ο οποίος είχε το διάσημο τσιπ ήχου SID, και παρόλο που τον χρησιμοποιούσα κυρίως για να παίζω βιντεοπαιχνίδια, έκανα και λίγο προγραμματισμό ήχου.

Επειδή, όμως, δεν είχα τρόπο να αγοράσω ένα περιφερειακό αποθήκευσης δεδομένων δισκέτας και οι γονείς μου δεν ήταν πεπεισμένοι ότι ήταν καλή ιδέα, δεν μπορούσα να αποθηκεύσω την πρόοδό μου.

Έτσι, γρήγορα απογοητεύτηκα και τα παράτησα και απλώς συνήθισα να παίζω παιχνίδια και να χαζολογάω με τον προγραμματισμό BASIC.

Η δισκογραφία σου είναι τεράστια και ποικιλόμορφη, οπότε θα εστιάσω σε μερικές από τις δουλειές σου. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, οι τρεις πρώτες (Martes, Remembranza και Cosmos) συμπίπτουν με σημαντικές καμπές στη ζωή σου.

Είναι η μουσική και η σύνθεση οχήματα μέσω των οποίων στοχάζεσαι συνεχώς τον εαυτό σου; Με ποιους τρόπους έχουν επηρεάσει σημαντικά γεγονότα στη ζωή σου (πατρότητα, θάνατος, μετανάστευση) την καλλιτεχνική σου προσέγγιση;

Η μουσική ήταν μέρος της ζωής μου από τότε που γεννήθηκα, χάρη στον πατέρα μου.

Ήταν κυρίως κιθαρίστας μπλουζ αλλά έπαιζε και πολλά άλλα όργανα και γίνονταν τακτικά τζαμαρίσματα στο σπίτι μας με τους θείους μου και μερικούς από τους φίλους του.

Οπότε, καθώς μεγάλωνα, ήταν φυσικό να ασχοληθώ με τη μουσική αρχικά ως χόμπι και αργότερα ως επάγγελμα.

Αλλά η μουσική είναι ένα εγγενές μέρος της ζωής μας είτε είσαι μουσικός είτε όχι. Μια αφηρημένη γλώσσα που κινείται αμφίδρομα δίνοντας φωνή στην εσωτερική μας ζωή, αλλά και επηρεάζοντας την.

Επομένως, είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο, ή να ξέρεις ποιο έρχεται πρώτο, η ζωή ή η μουσική.

Συγκεράζοντας αναλογικά συνθεσάιζερ και σύγχρονες τεχνικές παραγωγής, με τις διακριτές κινηματογραφικές πινελιές σου, το Twin Color (vol 1), το πιο πρόσφατο άλμπουμ σου, είναι μια πολύ-αισθητηριακή οπτικοακουστική εμπειρία.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι εν μέρει επινοήθηκε στο πλαίσιο -ή στον απόηχο- της εποχής της «πανδημίας», σε ποιον βαθμό έχει αναδιαμορφωθεί με τα χρόνια; Και πόσο διαφορετικό -ή παρόμοιο- μπορεί να είναι το Vol 2;

Το Twin Color είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένο με τα πεντηκοστά γενέθλιά μου, που ήταν τον Ιούλιο του 2020, εν μέσω της πανδημίας.

Και ο τόσος ελεύθερος χρόνο που είχα στα χέρια μου «χάρη» στο επιβεβλημένο λόκνταουν λόγω του κόβιντ, πραγματικά με έκανε να αναπολήσω την παιδική μου ηλικία και την πρώιμη εφηβεία μου (δεκαετίες ’70 και ’80).

Δεν υπήρχε, επομένως, καλύτερος τρόπος να βουτήξω σε μια νοσταλγική φρενίτιδα από τη μουσική.

Άρχισα, λοιπόν, ν’ ακούω τη μουσική που άκουγα τότε στο σπίτι, στο ραδιόφωνο, στο αυτοκίνητο του μπαμπά μου, στις ταινίες κ.λπ. Κάποια κλασικά ροκ πράγματα, αλλά κυρίως synth pop και new wave, καθώς και τα σάουντρακ της εποχής.

Προφανώς, άρα, αυτό το ταξίδι στη μνήμη επηρέασε τη μουσική που έκανα εκείνη την περίοδο, η οποία αργότερα ενοποιήθηκε σε ένα άλμπουμ το οποίο ονομάζεται Twin Color.

Ένα τίτλο που επινόησε η τετράχρονη τότε κόρη μου, παρεμπιπτόντως, η οποία χωρίς να ξέρει συνεργάστηκε στο άλμπουμ με τη φωνούλα της.

Αυτήν τη στιγμή προσπαθώ να βάλω τις βάσεις για το Vol 2. Σίγουρα θα είναι ένα άλμπουμ βασισμένο στο synth όπως ήταν το Vol 1, αλλά όχι τόσο βουτηγμένο στη νοσταλγία αυτήν τη φορά.

Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι το σημείο εκκίνησης είναι η σύνθεση FM, αλλά θα δούμε τι θα ακολουθήσει.

Η Λένα Πλάτωνος, πρωτοπόρος της σύγχρονης ηλεκτρονικής σκηνής της Ελλάδας, έχει παλαιότερα δηλώσει πως «η μουσική του μέλλοντος είναι η ηλεκτρονική». Συμμερίζεσαι τη βεβαιότητά της;

Σίγουρα τα εργαλεία παραγωγής ηλεκτρονικής μουσικής είναι σχεδόν πανταχού παρόντα στο στούντιο, ανεξαρτήτως είδους.

Νομίζω ότι στο μέλλον θα συνεχίσουμε να βλέπουμε πώς τα ήδη γκρίζα όρια μεταξύ των ειδών εξακολουθούν να θολώνουν και να διαλύονται.

Δε νομίζω, όμως, πως αυτό θα εκτοπίσει απαραιτήτως άλλα πιο «παραδοσιακά» είδη, συμπεριλαμβανομένης της αμιγώς ακουστικής μουσικής όπως στην κλασική μουσική, για παράδειγμα..

Ο πραγματικός ταραξίας της εποχής μας είναι χωρίς αμφιβολία η τεχνητή νοημοσύνη, καθώς γίνεται ολοένα και πιο πανταχού παρούσα και θα συνεχίσει να είναι, φτάνοντας τελικά σε κάθε μικρή γωνιά του μουσικού κόσμου και στη ζωή μας:

Από το πώς σκεφτόμαστε για τη μουσική μέχρι την τελική της παράδοση.

Σε ελάχιστο χρόνο, αν όχι ήδη, θα σχεδιάζουμε τα δικά μας όργανα, πραγματικά ή εικονικά, με μια απλή εντολή.

Ή ζητώντας από έναν εικονικό Mάιλς Ντέιβις, Στοκχάουζεν ή οποιονδήποτε άλλον επιθυμούμε να μας βοηθήσει «πρακτικά» στο τελευταίο μας κομμάτι.

Ή σχεδιάζοντας τα δικά μας προσωπικά νυχτερινά ηχοτοπία για να μας βοηθήσουν να φτάσουμε στον τέλειο βαθύ ύπνο, κ.λπ. Ή απλά συνεχίζοντας με ό,τι δούλευε πριν.

Σίγουρα μας περιμένουν ενδιαφέροντες καιροί, όχι χωρίς τους κινδύνους τους. Σίγουρα επεκτείνοντας στον νιοστό βαθμό το ήδη ευρύ φάσμα εργαλείων χειρισμού και παραγωγής ήχου που έχουμε στη διάθεσή μας.

Ευχαριστώ θερμά τον Murcof για τον χρόνο που μου αφιέρωσε και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Οι εμβληματικοί ηλεκτρονικοί συνθέτες/παραγωγοί Murcof και Jan Jelinek εμφανίζονται ζωντανά το Σάββατο 15 Φεβρουαρίου στο Αμφιθέατρο «Ιωάννης Δεσποτόπουλος» του Ωδείου Αθηνών στο πλαίσιο των St Pauls Sessions 7 στις 21:00.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου