Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Φάμπιο Στάσι: «Γράφω σημαίνει να ξαναγεμίσω ένα άδειο σπίτι»

 


Συζητώντας για την απώλεια, τη γραφή και την πολιτική με τον Φάμπιο Στάσι, στο πλαίσιο της παρουσίασης στην Αθήνα του συγκινητικού μυθιστορήματός του Νυχτερινό στη Γαλλία, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ίκαρος.

Καθώς ολοκλήρωνα την ανάγνωση του Νυχτερινού στη Γαλλία, έκλαιγα ανεξέλεγκτα. Το αποδίδω στην απώλεια και των δύο γονιών μου πέρσι.

«Δεν βρίσκουμε ποτέ ακριβώς αυτό που ψάχνουμε», γράφει ο Ιζό, τον οποίο παραθέτετε. Δεδομένης της πολύ έντονης αγάπης σας στη γραφή -ως αναγνώστης και συγγραφέας-, τι ψάχνατε/ψάχνετε και τι βρίσκετε ή δε βρίσκετε σ’ αυτή;

Κατ’ αρχάς ευχαριστώ για το ερώτημα. Ευχαριστώ επίσης για τη συγκίνηση στην οποία αναφερθήκατε.

Είναι όντως αληθές, το βιβλίο αυτό είναι το βιβλίο ενός ορφανού. Κι εγώ ήμουν ορφανό παιδί εδώ και πολλά χρόνια.

Ορφανεύουμε χάνοντας τους γονείς μας και τα παιδικά μας χρόνια. Ορφανεύουμε γιατί χάνουμε το σπίτι των παιδικών μας χρόνων. Είναι ένας πόνος μεγάλος. Για μένα ήταν όταν αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το σπίτι των παιδικών μου χρόνων.

Αρχικά, έχασα την μητέρα μου η οποία ασχολείτο με τη φροντίδα της υγείας του πατέρα μου μια ζωή, αλλά αρρώστησε πρώτα εκείνη.

Άντεξε, ωστόσο.

Άντεξε. Ο πατέρας μου ήταν καρδιοπαθής. Έζησε και μετά τον θάνατο της μητέρας μου.

Αμέσως μετά, όμως, η εταιρεία στην οποία ανήκε το σπίτι στο Τραστέβερε, ένα προάστιο της Ρώμης, του έκανε έξωση, όπως επίσης και σε όλους τους ηλικιωμένους που έμεναν στην πολυκατοικία, για να επαναμισθώσει τα διαμερίσματα.

Επειδή ήταν η περίοδος του Ιωβηλαίου, ήθελε να τα μισθώσει σε ξένους. Όλοι οι ηλικιωμένοι, λοιπόν, που εξώθηκαν από τα σπίτια αυτά πέθαναν μετά από δύο-τρία χρόνια.

Όταν, επομένως, φύγαμε από εκείνο το σπίτι, είπα στον πατέρα και στην αδερφή μου να φύγουν, έμεινα μόνος μου στο άδειο σπίτι κι έβλεπα τα ίχνη από τα έπιπλα τα οποία ήταν για χρόνια ακουμπισμένα στους τοίχους.

Μιλάμε για έπιπλα που βρίσκονταν στην ίδια θέση για πενήντα χρόνια.

Έκανα το εξής: έβγαλα από την τσέπη μου τα post it και τα κολλούσα στη θέση η οποία αντιστοιχούσε σε κάθε έπιπλο. Σε κάθε χαρτάκι σημείωνα το αντίστοιχο έπιπλο: καναπές, καθρέφτης, κρεμάστρα, τηλέφωνο, κουζίνα.

Το τελευταίο πράγμα που έκανα στο σπίτι των παιδικών μου χρόνων ήταν να γράψω. Γράφω σημαίνει για μένα να «επιπλώσω» την απώλεια, να ξαναγεμίσω ένα άδειο σπίτι. Να του ξαναδώσω ζωή.

Όντως, ψάχνω να βρω αυτό που ποτέ δεν μπορώ να έχω: να επιστρέψω στο σπίτι των παιδικών μου χρόνων. Μου αρέσει να παραθέτω τον ποιητή Χουάν ντε λα Κρουτς: «Για να πας εκεί που δεν ξέρεις πρέπει να περάσεις από εκεί που δεν ξέρεις».

Ένας άλλος Λατινοαμερικανός, ο Οσβάλντο Σοριάνο, γράφει:

«Χωρίς γονείς, χωρίς παιδική ηλικία, χωρίς κανένα παρελθόν δε μας μένει άλλο παρά να έρθουμε αντιμέτωποι μ’ αυτό που είμαστε, με το αφήγημα που κουβαλάμε μέσα μας για πάντα».

Αυτό το αφήγημα το αναπλάθετε/μεταπλάθετε μέσω της γραφής.

Ναι. Έρχομαι αντιμέτωπος με το αφήγημα που κουβαλάω μέσα μου. Κάνοντας τον απολογισμό μου για το παρελθόν.

Γι’ αυτό και το συγκεκριμένο βιβλίο είναι, για μένα, ένας απολογισμός, μια ματιά στα όσα έχουν γίνει, ακόμα και στις ελλείψεις μου. Έχει, ακόμα, να κάνει και με τη μοναξιά.

Όλα αυτά, όμως, για να τα ξεπεράσω, για να βγω από το νεκροταφείο που αναφέρεται στο τέλος του βιβλίου ανανεωμένος και, σαν να έχω αναβαπτιστεί, να επιστρέψω στη ζωή.

Στο μυθιστόρημα, ο Βίντσε Κόρσο, ο πρωταγωνιστής, κλαίει, γελάει, συγκινείται όταν αναγνωρίζει τον γραφικό χαρακτήρα της μητέρας του, μια ένδειξη του παρελθόντος, αλλά στο τέλος έχουμε το φως, το πρωινό, την ανανεωμένη πιθανότητα.

Το Νυχτερινό στη Γαλλία είναι αφήγημα επιστροφής στη ζωή.

Παρότι, για να επαναφέρω στη συζήτηση τον Οσβάλντο Σοριάνο και το συγκεκριμένο παράθεμά του, «Είναι αλήθεια πως αργούμε πάντα να φτάσουμε σ’ αυτούς που αγαπάμε».

Συχνά, αληθεύει, γιατί δεν κατανοούμε σε βάθος αυτό που βιώνουμε. Αγνοούμε αυτό που βιώνουμε τη στιγμή που το βιώνουμε.

Χρειαζόμαστε χρόνο για να το καταλάβουμε, να το αποδεχτούμε και πολύ συχνά, λόγω του χρόνου που χρειαζόμαστε, φτάνουμε με καθυστέρηση.

Πιστεύω, όμως, ότι, όπως και να ’χει, είναι πολύ σημαντικό να καταβάλλουμε προσπάθεια να κατανοήσουμε τι και ποιον αγαπάμε, και να το λέμε. Μου έχει συμβεί στη ζωή να μην έχω πει σε κάποιους ανθρώπους πόσο τους αγαπούσα.

Μετά, είναι αργά.

Είναι αργά.

Γι’ αυτό κι έχει σημασία, παρόλες τις αντιφάσεις, να προσπαθούμε πάντα να εκφραζόμαστε, να επικοινωνούμε και να μεταφέρουμε με τον πιο σωστό τρόπο αυτό που νιώθουμε.

Η λογοτεχνία είναι και ένα ταξίδι, όπως ταξιδιώτες είμαστε και στη ζωή, όπως ταξιδιώτης είναι και ο Βίντσε Κόρσο στο μυθιστόρημα;

Όντως, το θέμα είναι το ταξίδι. Ανέκαθεν.

Το Γκίλγκαμες, το πρώτο ποίημα στην Ιστορία της ανθρωπότητας, αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος ξεκινάει ένα μακρύ ταξίδι, θέλοντας να διαμαρτυρηθεί για τον χαμό ενός φίλου του.

Ακολουθεί η Οδύσσεια, άλλο ταξίδι. Αφήγημα όλης της ανθρώπινης ύπαρξης. Γεννιόμαστε σε ένα μέρος, πεθαίνουμε κάπου αλλού. Είναι μέρος της ανθρώπινης συνθήκης.

Ο συνταξιδιώτης, που είναι ή θα μπορούσε να είναι ο αναρχικός τροβαδούρος Λεό Φερέ, με ποιο κριτήριο επιλέχτηκε;

Ο Λεό Φερέ έχει γράψει ένα πανέμορφο τραγούδι, πάρα πολύ λυπητερό. Σε όλα τα βιβλία μου όπου πρωταγωνιστεί ο Βίντσε Κόρσο πρωταγωνιστεί και η γαλλική μουσική.

Σε κάθε βιβλίο υπάρχει ένας τραγουδιστής, ένας Γάλλος συνθέτης. Τους διάλεξα ως οδηγούς. Στο πρώτο έχουμε τον Ιβ Μοντάν, στο δεύτερο τον Ζακ Μπρελ, εδώ τον Λεό Φερέ.

Ο ηλικιωμένος συνταξιδιώτης μοιάζει με τον Λεό Φερέ, αλλά άφησα αιωρούμενη μια αμφισημία, η οποία συνίσταται στο ότι μπορεί ο συνταξιδιώτης να είναι ο πρωταγωνιστής ενός άλλου βιβλίου.

Θα μπορούσε να είναι ο πρωταγωνιστής στο Νυχτερινό στην Ινδία, του Ταμπούκι. Λες και θα μπορούσαν οι πρωταγωνιστές των μυθιστορημάτων να μαζευτούν σε μια σύναξη.

Ωραία θα ήταν.

Ο λόγος του λειτουργεί ως χρησμός.

Όταν ο Βίντσε Κόρσο του λέει ότι δεν έχει πια κανέναν και πως θα μπορούσε να συναντήσει μόνο αυτούς που δεν έχει γνωρίσει ποτέ, ο ηλικιωμένος τον προτρέπει να μη χάνει χρόνο. Από εκεί ξεκινάει το ταξίδι.

Συνεχίζοντας, λοιπόν, με την έννοια της απώλειας οποιουδήποτε τύπου, η Χαμένη αναγνώστρια είναι από τα πιο αγαπημένα σας βιβλία για το ελληνικό κοινό.

Ποιον/ποια και γιατί θεωρείτε χαμένο/χαμένη, κερδισμένο/κερδισμένη αναγνώστη/αναγνώστρια;

Για μένα, όλες οι αναγνώστριες και όλοι οι αναγνώστες είναι χαμένες και χαμένοι, γιατί διαβάζω σημαίνει χάνομαι, αφήνομαι, αφήνω την ταυτότητά μου, μπαίνω στον χαρακτήρα ενός άλλου ανθρώπου. Γίνομαι παιδί, αλλάζω φύλο και εθνικότητα.

Η ανάγνωση έχει να κάνει με τον λαβύρινθο. Κάθε βιβλίο είναι ένας λαβύρινθος και πρέπει να βρούμε τις εξόδους. Ο πρωταγωνιστής, όμως, είναι πάντα ο αναγνώστης.

Πολύ αισιόδοξη επισήμανση. Δεν ξέρω αν στις μέρες μας οι αναγνώστες έχουν τον χρόνο και την κατάρτιση να παραμένουν πρωταγωνιστές της αναγνωστικής εμπειρίας.

Οπωσδήποτε είμαστε αναγκασμένοι και χειραγωγημένοι από ένα σύστημα οικονομικό και εκδοτικό.

Στην Ιταλία βιώνουμε συγκέντρωση πολλών εκδοτικών οίκων. Εγώ, όμως, έχω μια θεωρία σχετικά με την αδυναμία της συρρίκνωσης. Αφορά στην ανεξαρτησία του αναγνώστη.

Θα μ’ άρεσε βεβαίως οι αναγνώστριες/αναγνώστες να στηρίζουν τους ανεξάρτητους εκδοτικούς οίκους, τους ποιητές, τους ανεξάρτητους συγγραφείς, εκείνους που έχουν αποφασίσει να μη κάνουν κανέναν συμβιβασμό με την εξουσία.

Τους συγγραφείς που δε γράφουν για να βγάλουν χρήματα.

Αλλά γιατί μάλλον το έχουν ανάγκη.

Ναι. Πιστεύω πως οι αναγνώστες το καταλαβαίνουν αυτό.

Μακάρι!

«Κατά βάθος, οι καλύτερες ιστορίες είναι όσες έχουν τυφλά σημεία κι αυτές που δεν θυμόμαστε το φινάλε τους», γράφει ο Χαβιέρ Θέρκας, τον οποίο επίσης παραθέτετε. Συμμερίζεστε την άποψή του;

Όλες οι ιστορίες, αυτές που αφηγούμαστε αιώνες τώρα, διαθέτουν τυφλά σημεία. Και ο Όμηρος έχει τέτοια σημεία. Κάθε εποχή, κάθε αναγνώστης αναρωτιούνται: «Μα πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα;» Κάθε φορά, η απάντηση είναι διαφορετική.

Το τυφλό σημείο, αυτό δηλαδή που δεν έχει ειπωθεί, επιτρέπει στον αναγνώστη την ελευθερία της ερμηνείας. Τα βιβλία αλλάζουν νόημα, γι’ αυτό κι έχει πολύ μεγάλη σημασία το συγκείμενο.

Το συγκείμενο, τα συμφραζόμενα ήταν όροι που άρεσαν πολύ στον Μπόρχες. Λόγω του πολιτικού και ιστορικού πλαισίου αλλάζει η σημασία, το περιεχόμενο των βιβλίων.

Ακόμα και τώρα αναρωτιόμαστε: «Ήταν ο Δον Κιχώτης όντως τρελός ή όχι;»

Έχετε βραβευτεί από το γερμανικό ΡΕΝ για τη συμβολή σας στην ελευθερία του λόγου. Σε ποιον βαθμό αυτή η ελευθερία διατρέχει κίνδυνο στην Ευρώπη του σήμερα;

Κατά πόσο λογοτεχνία και λογοτέχνες μπορούν να συμβάλουν ώστε να ανασχεθεί ο προαναφερθείς κίνδυνος;

Αιωρείται μια απειλή στην ατμόσφαιρα.

Στη Γερμανία, στην Αυστρία, στην Ιταλία είναι αισθητή η επάνοδος κάποιων συνθημάτων, ο κατατρεγμός της διαφορετικότητας. Δεν είναι ανεκτή. Καταδιώκονται όλα όσα δεν μπορούν να κανονικοποιηθούν.

Η λογοτεχνία είναι πάντοτε «εκφυλισμένη», όπως έλεγαν οι Ναζιστές. Εμείς, λοιπόν πρέπει να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε και να κατανοήσουμε σε ποια εκφυλισμένη λογοτεχνία ανήκουμε.

Η πρώτη Βιβλιοθήκη που έκαψαν οι Ναζιστές -μιλάω για το 1933- ήταν η Βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Σεξολογίας. Υπάρχει σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και σεξουαλικότητας, δηλαδή μεταξύ λογοτεχνίας και απόκλισης.

Η λογοτεχνία είναι πάντοτε μη καθαρή, δεν μπορεί να εξημερωθεί.

«Η λογοτεχνία ανέκαθεν, σε όλες τις εποχές και περιόδους, είχε τους ίδιους διώκτες, τους ίδιους πληρωμένους δολοφόνους», υποστήριζε ο Ταμπούκι.

Το πρώτο επεισόδιο καύσης βιβλίων που ακόμα θυμάται η ανθρωπότητα συνέβη στην Κίνα το 230 π.Χ.

Κάηκαν βιβλία και έργα των οποίων οι συγγραφείς θάφτηκαν ζωντανοί με την αιτιολογία: «Οιοσδήποτε χρησιμοποιεί την Ιστορία για να ασκήσει κριτική για το παρόν θα τιμωρείται μαζί με την οικογένειά του».

To ζήτημα, άρα, έχει ως εξής:

Η εξουσία, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, δε θέλει να ασκείται κριτική στο παρόν. Η λογοτεχνία, όμως, είναι εξ ορισμού μια αέναη κριτική, ακόμη κι όταν μιλάει για τις ατομικές δυσκολίες ή τις υπαρξιακές ανησυχίες των ανθρώπων.

Ο λόγος που εκφέρει η λογοτεχνία είναι πάντα πολιτικός, διότι η λογοτεχνία αποκηρύσσει την αδικία και τη δολοφονική τάξη στον κόσμο.

Βλέπουμε σήμερα ότι αναλαμβάνουν την εξουσία οι πλουσιότεροι, οι πιο ισχυροί άνθρωποι του κόσμου. Είναι η εξουσία στη νιοστή. Αυτό τρομάζει.

Η συνέντευξη με τον συγγραφέα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της πρόσφατης βιβλιοπαρουσίασής του στην Αθήνα.

Ευχαριστώ θερμά τον Κυριάκο Χαρίτο (Εκδόσεις Ίκαρος) για την πολύτιμη συμβολή του στον προγραμματισμό της και για την παραχώρηση της κεντρικής φωτογραφίας.

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως  τον Βασίλη Τριανταφύλλου για την άψογη διαδοχική μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ιταλικά και των απαντήσεων του συγγραφέα στα ελληνικά.

Το μυθιστόρημα του Φάμπιο Στάσι Νυχτερινό στη Γαλλία κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου