![]() |
Λίντια Ζέλοβιτς (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός) |
Σερβοκροατικής
καταγωγής, γεννημένη στο Σαράγεβο και κάτοικος Ολλανδίας,
η Λίντια Ζέλοβιτς καταθέτει στο ντοκιμαντέρ της Εντός έδρας
έναν σύνθετο και συγκινητικό στοχασμό για τις έννοιες της ταυτότητας, της οικογένειας
και της πολιτικής.
Συναντηθήκαμε
μαζί της στο πλαίσιο του 27ου ΔΦΝΘ, όπου η ταινία της πραγματοποίησε
τη διεθνή πρεμιέρα της.
Πώς συνδέεται το τραύμα
με την πολιτική στον κινηματογράφο, και πιο συγκεκριμένα όσον αφορά στην
τριλογία σου ταινιών τεκμηρίωσης στην οποία περιλαμβάνεται το Εντός έδρας,
που προβάλλεται στο πλαίσιο του 27ου ΔΦΝΘ;
Το ντοκιμαντέρ Εντός
έδρας είναι το τρίτο μέρος μιας τριλογίας στην οποία χρησιμοποιώ -αν όχι
εκμεταλλεύομαι- την οικογένειά μου για να αφηγηθώ κάτι ευρύτερο. Δε γνώριζα εξ
αρχής ότι θα εξελισσόταν σε τριλογία.
Το πρώτο από τα τρία φιλμ
(My
friends,
2006) αναφερόταν στους φίλους μου με τους οποίους είχαμε χωριστεί εξαιτίας του
πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία και τους είχα προσκαλέσει στον γάμο μου.
Δεν είχα συνειδητοποιήσει
πόσο το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ με βοήθησε να θεραπεύσω τα τραύματα που μου
είχε προξενήσει η απώλεια των φιλικών μου σχέσεων.
Από την άλλη, προξένησε
και ένα νέο τραύμα, καθώς τα φιλικά μου πρόσωπα τα οποία εμφανίζονται σ’ αυτό
εξέθεσαν τις προβληματικές πτυχές της μεταξύ τους σχέσης.
Έτσι, δεν μπορούσαν πλέον
να είναι φίλοι. Κι αυτό με έκανε να υποφέρω.
Το δεύτερο μέρος της τριλογίας;
Τιτλοφορείτο My own private war (2015)
και αφορούσε στην κατάρρευση της οικογένειάς μου κατά την ίδια περίοδο. Έδωσε
στον πόλεμο έναν τόπο.
Ακόμη και σήμερα, δεν
μπορώ να σταματήσω να κλαίω για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Ωστόσο, το My own private war με
έκανε να αποδεχτώ το γεγονός αυτό, παρά τη θλίψη μου, και να ανοιχτώ στη ζωή
στην Ολλανδία.
Από την άλλη, η κατάσταση
στην Ολλανδία, την οποία μέχρι τότε θεωρούσα δεδομένη, ολοένα και
επιδεινωνόταν.
Κι αυτό μας φέρνει στο Εντός
έδρας, το τρίτο μέρος της τριλογίας.
Αναγνωρίζοντας, λοιπόν,
παρόμοια μοτίβα στην Ολλανδία, προσπάθησα να χειραγωγήσω την ιστορία μου ως
προσφύγισσας ώστε να αφηγηθώ κάτι για την κατάσταση στην Ολλανδία.
Περίμενες, ωστόσο, πως η
κατάσταση στη λειτουργική, ονειρική καπιταλιστική κοινωνία της Ολλανδίας θα
εξελισσόταν σταδιακά κατά τρόπο που να σου θυμίζει κάπως την πρώην
Γιουγκοσλαβία;
Ποτέ και καθόλου.
Εξετάζοντάς την, όμως, αναδρομικά, αναρωτιέμαι γιατί δεν το περίμενα.
Μπορεί οι κάτοικοι των
πρώην αποικιοκρατικών χωρών, όπως η Ολλανδία, να αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Θεωρούν, ωστόσο, ότι
είναι ηθικά ανώτεροι από τους άλλους, τους Βαλκάνιους για παράδειγμα, άρα δεν
μπορεί να τους συμβεί κάτι παρόμοιο. Κι όμως, άνθρωποι είναι απλώς κι αυτοί.
Τι συνέβη, λοιπόν, στην
Ολλανδία;
Η πολιτική μετατοπίστηκε
τόσο δεξιά, που η Αριστερά εξαφανίστηκε εντελώς. Πρώτα τροφοδότησε τη Δεξιά, κατόπιν
η Δεξιά ήρθε στην εξουσία, μετά αντιδρά σ’ αυτήν κι έτσι η Δεξιά τροφοδοτείται
ακόμα περισσότερο. Δεν υπάρχει διέξοδος.
Όλα, όμως, πηγάζουν από
την αίσθηση ηθικής ανωτερότητας της Αριστεράς. Μπορεί να είμαι όσο αριστερή
γίνεται, αλλά αναγνωρίζω σε τι συνίσταται το πρόβλημά της.
Η ολλανδική Αριστερά
θεωρεί τον εαυτό της τόσο ανώτερο ηθικά, ώστε δε χρειάζεται καν να να
αποδεικνύει τις θέσεις της.
Μόνο να τις διακηρύσσει.
Μόνο να τις διακηρύσσει,
εξελισσόμενη σε μια ελιτίστικη δύναμη. Ειλικρινά, τρέφω ελάχιστες ελπίδες για
την επίλυση των προβλημάτων από τους πολιτικούς.
Τρέφεις περισσότερες
ελπίδες, έχεις μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον κινηματογράφο;
Ελπίζω πολύ στον
κινηματογράφο και σ’ αυτά που μπορεί να κάνει, αν και δε βλέπω αποτελέσματα.
Αναλογίσου, για
παράδειγμα, τα κινηματογραφικά φεστιβάλ και το τι μπορείς ή δεν μπορείς να
παρακολουθήσεις σ’ αυτά, τι χρηματοδοτείται και από ποιον και τι παίρνει
δημοσιότητα.
Ό,τι παρακολουθούμε είναι
αρκετά ομοιόμορφο και όλα είναι μέρος ενός καπιταλιστικού κύκλου από τον οποίο
δεν μπορείς να ξεφύγεις.
Πιστεύω, λοιπόν, στις δυνατότητες
του σινεμά, στην πραγματικότητα, όμως, αυτό αντανακλά παγκόσμιες τάσεις.
Στο Εντός έδρας χρησιμοποιείς
εκτενώς αρχειακό υλικό, τόσο «σπιτικό» όσο και από ειδησεογραφικές πηγές. Γιατί
επιλέγεις αυτήν την προσέγγιση;
Κατά δεύτερον, κι έχοντας
τα τελευταία χρόνια παρακολουθήσει όχι λίγα βαλκανικά ντοκιμαντέρ που
χρησιμοποιούν την ίδια προσέγγιση, πιστεύεις πως αυτή χαρακτηρίζει τη σύγχρονη
βαλκανική κινηματογραφική παραγωγή;
Πιστεύεις ότι είναι μια
τάση που χαρακτηρίζει την περιοχή ή συμβαίνει παντού;
Αναρωτιέμαι αν πρόκειται
για οικουμενική ή τοπική τάση.
Θα μου άρεσε πολύ να έχουμε
ξεκινήσει αυτήν την τάση στα Βαλκάνια, την εντοπίζω, όμως, και αλλού.
Για να απαντήσω, πάντως,
στην πρώτη ερώτησή σου, υπάρχει κάτι πολύ δυνατό στη χρήση των προσωπικών αρχείων
βίντεο.
Υπάρχει, ωστόσο, και μια
πολύ λεπτή γραμμή ανάμεσα στην εμβάθυνση στο προσωπικό βίωμα και στην ανάδειξη της
ματαιοδοξίας σου.
Προσπαθώ, λοιπόν, να
εντρυφήσω στις πιο μικρές λεπτομέρειες της οικογενειακής μου ζωής, ώστε να
αποκτήσει το φιλμ οικουμενική απήχηση. Γι’ αυτό και χρησιμοποιώ το ποδόσφαιρο,
για παράδειγμα, αν και δεν είμαι οπαδός του - και λειτουργεί.
Εφόσον, μάλιστα, η
οικογένειά μου μού επιτρέπει να κινηματογραφώ τα πάντα.
Αν, πάντως, εγώ
ήμουν μέλος της ευρύτερης οικογένειάς σου, σίγουρα δε θα ήθελα να συμμετέχω
στην κινηματογράφηση της κοινής καθημερινότητάς μας. Εντοπίζω κάτι έως και
ανθυγιεινό σ’ αυτήν τη διαδικασία.
Έχεις απόλυτο δίκιο. Υπάρχει
κάποιο τίμημα στη συγκεκριμένη επιλογή, οπότε ας μην την εξωραΐζουμε.
Δεν ξέρω αν κι εγώ θα
ήθελα να κινηματογραφούμαι από άλλον. Στην προκειμένη περίπτωση, εγώ φίλμαρα
τον εαυτό μου και την οικογένειά μου, και γνώριζαν ότι δεν πρόκειται να τους κακομεταχειριστώ
σε οποιοδήποτε επίπεδο.
Ούτε κι ο αδερφός μου
ήθελε αρχικά, πάντως, γι’ αυτό και η παρουσία του στα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας
ήταν περιορισμένη. Κατόπιν, όμως, άλλαξε γνώμη γιατί του άρεσε η ευαλωτότητα
των ανθρώπων οι οποίοι εμφανίζονται σ’ αυτές.
Από την άλλη, μαθαίνεις
πολλά για τον εαυτό σου μέσα από την κινηματογράφηση και αιχμαλωτίζεις στιγμές τις
οποίες ποτέ δε θα μπορέσεις να αναπαραστήσεις ξανά.
Αναστατώνεσαι όταν ο
μακαρίτης ο πατέρας σου εκφράζεται κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του
ντοκιμαντέρ με αρνητικό τρόπο έναντι των νεοεισερχόμενων προσφύγων στην
Ολλανδία.
Πώς ερμηνεύεις τη στάση
του, δεδομένου ότι κι εκείνος είχε περάσει μια κόλαση μέχρι να εγκατασταθεί
στην Ολλανδία; Δε θα έπρεπε να δείχνει περισσότερη συμπόνια;
Θα σε εξέπληττε το πόσο
συνηθισμένη είναι αυτή η στάση και πόσοι μετανάστες έχουν ψηφίσει τον Βίλντερς.
Ήταν πεπεισμένος πως, ως
αρχηγός οικογένειας, έπρεπε να είναι ευτυχισμένος και να μας πείσει να νιώθουμε
το ίδιο.
Ήθελε να ανήκει στην
ολλανδική κοινωνία, να μην αντιμετωπίζεται ως «ο άλλος», γι’ αυτό και περιόριζε
τις ανάγκες του. Όταν, όμως, δεν επιδεικνύεις κριτική στάση, επιτρέπεις να
συμβούν πράγματα.
Προς το τέλος του, το
φιλμ γίνεται απρόσμενα συγκινητικό, διατηρώντας, παράλληλα, τη στοχαστική και (αυτο)κριτική
του προσέγγιση. Λόγω και του θανάτου του πατέρα σου;
Επειδή ο πατέρας μου
πέθανε στη διάρκεια του μοντάζ, δε συνειδητοποίησα από την αρχή ότι αυτό είχε συμβεί,
επειδή ζούσα μαζί του καθημερινά μέσα από την οθόνη.
Από τη μία, έπρεπε να συνέλθω.
Από την άλλη, η συναισθηματική διάσταση αποτελεί πάντα κομμάτι της χειραγώγησης
στο πλαίσιο της δημιουργίας μιας ταινίας.
Δε θέλω να ακούγεται
άσχημο γιατί ό,τι έκανα, το έκανα με πολλή αγάπη και για καλό σκοπό.
Πρέπει, όμως, να εμπεριέχεται
το συναισθηματικό στοιχείο επειδή αυτό μας συνδέει με τους άλλους ανθρώπους.
Αλλιώς θα επρόκειτο για κήρυγμα.
Τώρα που η τριλογία σου
φαίνεται να έχει ως επί το πλείστον ολοκληρωθεί -τουλάχιστον σε επίπεδο
παραγωγής και φεστιβαλικής διακίνησης- έχεις «τελειώσει» με τον πόλεμο στην
πρώην Γιουγκοσλαβία και το Σαράγεβο;
Το ίδιο αναρωτιόμουν μετά
την ολοκλήρωση του πρώτου μέρους της τριλογίας. Δε νομίζω πως θα «τελειώσω»
ποτέ με την πρώην Γιουγκοσλαβία. Θα αρχίσω να κλαίω αν το επιτρέψω στον εαυτό
μου.
Έχω «τελειώσει» με την έννοια
ότι την έχω τοποθετήσει κάπου και έχω αποδεχτεί πως δεν πρόκειται να επιστρέψω σ’
αυτή ποτέ.
Μια τέτοια
συνειδητοποίηση με πονάει, όμως.
Όταν πάλι βλέπω την
υποστήριξη των Βόσνιων και των Κροατών στους Σέρβους διαδηλωτές, σκέφτομαι: «Ενότητα»,
«Γιουγκοσλαβία». Μου θυμίζει το παρελθόν και αισθάνομαι ότι όλα είναι
δυνατά ξανά.
Με αυτήν την έννοια, δε
θα «τελειώσω» ποτέ μαζί της. Η Γιουγκοσλαβία με έκανε αυτή που είμαι, για καλό
ή για κακό.
Ταυτόχρονα, όπως κι εσύ
παραδέχεσαι, δεν μπορείς να επιστρέψεις σ’ αυτό που υπήρξε - ή υπήρξες.
Όχι. Συνδέομαι μεν
συναισθηματικά και επισκέπτομαι τη Βοσνία τακτικά -ιδίως το καλοκαίρι-, αλλά
δεν ξέρω πολλά για τα όσα συμβαίνουν εκεί. Με πονάνε αυτά που βλέπω, είναι
σκληρά και δεν υπάρχει διέξοδος.
«Αν η Βοσνία δεν
μπορεί να υπάρχει, ούτε κι η Ευρώπη μπορεί», μου είχε πει το 2016 σε συνέντευξη ο
Ντάνις Τάνοβιτς. Συμμερίζεσαι την ανησυχία του; Πόσο διαπλέκονται Βαλκάνια,
Βοσνία και Ευρώπη;
Θα πήγαινα λίγο παραπέρα.
Αν η Γιουγκοσλαβία δεν τα κατάφερε, ούτε κι η Ευρώπη θα τα καταφέρει.
Η Ευρώπη δε βοήθησε την
Γιουγκοσλαβία να παραμείνει ενωμένη, αλλά να καταρρεύσει, αναγνωρίζοντας τη
Σλοβενία και την Κροατία χωρίς να αναλογιστεί τις συνέπειες. Κι αυτό είναι πολύ
θλιβερό και λανθασμένο.
Δεν υιοθετεί την ίδια
στάση στην περίπτωση των Φλαμανδών, όμως. Αντιθέτως, τους αγνοεί. Υπάρχουν,
επομένως, διαφορετικοί κανόνες, διαφορετικά μέτρα και σταθμά για διαφορετικές
χώρες.
Κάποιες είναι καλύτερες από
τις άλλες, κάποιοι άνθρωποι είναι καλύτεροι από τους άλλους, οπότε συμφωνώ με
τον Ντάνις.
Η Βοσνία είναι σήμερα
αυτό το οποίο η Γιουγκοσλαβία υπήρξε πριν τον πόλεμο, τον Μάρτιο του 1992.
Η συνέντευξη με
την Λίντια Ζέλοβιτς πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 27ου
Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όπου το φιλμ της παρουσιάστηκε
σε διεθνή πρεμιέρα στο τμήμα Ανοιχτοί Ορίζοντες.
Ευχαριστώ θερμά
τον Γιώργο Παραδημητρίου από το Γραφείο Τύπου του ΔΦΝΘ για την πολύτιμη
συνδρομή του στον προγραμματισμό της.
Το ντοκιμαντέρ της
Λίντια Ζέλοβιτς Εντός έδρας
είναι διαθέσιμο στη διαδικτυακή πλατφόρμα του Φεστιβάλ μέχρι και τις
16 Μαρτίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου