Με τις αγορεύσεις της εισαγγελέως Καλουτά Άννας
και των συνηγόρων πολιτικής αγωγής
συνεχίστηκε σήμερα η δίκη του αναρχικού κομμουνιστή Τάσου Θεοφίλου.
Όπως αναμενόταν, η
εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του διωκόμενου
για όλες τις κατηγορίες που του αποδίδονται, αναπαράγοντας στην ουσία του το παραπεμπτικό βούλευμα με την προσθήκη πληθώρας λογικών ακροβασιών σε ό,τι αφορά την υποτιθέμενη εμπλοκή του στη Σ.Π.Φ. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και οι
αγορεύσεις των συνηγόρων πολιτικής αγωγής.
Ξεκινώντας την αγόρευσή
της, η εισαγγελέας Καλουτά, η οποία κάθε τόσο έριχνε αγχωμένα βλέμματα στο ακροατήριο,
πρότεινε να απορριφθούν «ως
προδήλως αβάσιμοι» οι υπερασπιστικοί
ισχυρισμοί Θεοφίλου περί της μη
αποδεικτικής αξίας των συμπερασμάτων της ανάλυσης του DNA.
Σύμφωνα με την ίδια, η
συλλογή, η φύλαξη και η ανάλυση του βιολογικού υλικού διεξήχθησαν με τον
επιστημονικά ενδεδειγμένο και προβλεπόμενο τρόπο.
«Με ανθρωποκτόνο πρόθεση και
ιδιαίτερη σκληρότητα πυροβόλησε 4 αφορές. Οι 4 από τους 5 κάλυκες έχουν πυροδοτηθεί
από το ίδιο όπλο, που το έφερε ο ληστής με το καουμπόικο καπέλο»,
συνέχισε, αναφερόμενη ευθέως στον Τάσο Θεοφίλου και την υποτιθέμενη συμπλοκή
του με τον Μίχα.
«Ήταν ο δράστης της ανθρωποκτονίας
του Μίχα, γιατί ήταν ο μόνος που δε φορούσε καπέλο. Είναι ο ίδιος που
πυροβόλησε και επιχείρησε να σκοτώσει τον Σπυρίδωνα Μπατιστάτο»,
συμπλήρωσε.
«Πέρα από κάθε λογική αμφιβολία,
το βιολογικό υλικό προέρχεται από τον κατηγορούμενο. Ουδέποτε ζήτησε επανάληψη
της εξέτασης», υποστήριξε η εισαγγελέας, απαξιώνοντας ως «αβάσιμους
και ατεκμηρίωτους» τους ισχυρισμούς της χημικού που είχε κληθεί να καταθέσει από την υπεράσπιση αναφορικά
με το ζήτημα της επιμόλυνσης των
δειγμάτων βιολογικού υλικού.
Εξίσου
απαξιωτική υπήρξε και απέναντι στον ειδικό πραγματογνώμονα, ο οποίος είχε, επίσης, κληθεί από την
υπεράσπιση, προκειμένου να προβεί στη συγκριτική ανάλυση του οπτικού υλικού της
δικογραφίας.
«Αποκρύβει εσκεμμένα όλες τις πασιφανείς
ομοιότητες ανάμεσα στο ληστή με το καουμπόικο καπέλο και τον κατηγορούμενο και
εντελώς αυθαίρετα και αβάσιμα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μπορεί να μην είναι
το ίδιο καπέλο», ισχυρίστηκε.
Εκεί, όμως, που έθεσε σε δοκιμασία το ισχνότατο συγγραφικό
της «ταλέντο» ήταν στην απόπειρά της να συνδέσει τον Τάσο Θεοφίλου
με την οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς.
Εκλαμβάνοντας
ως
θέσφατο τις «αναγνωρίσεις» του Θεοφίλου από τα στελέχη της Αντιτρομοκρατικής Χαρδαλιά, Μπαγατέλα και Μαρινόπουλο
και χωρίς ούτε δευτερόλεπτο να αμφισβητήσει την αξιοπιστία του υποτιθέμενου «ανώνυμου
τηλεφωνήματος» που τον κατονόμαζε, ενέταξε
ανενδοίαστα τον διωκόμενο στα μέλη- και μάλιστα στα ιδρυτικά- της εν
λόγω οργάνωσης.
«Ισότιμα συμμετείχε,
υποστηρικτικός ο ρόλος του. Η δράση του ήταν να προστατεύει τους
συγκατηγορούμενούς του ασκώντας αντιπαρακολούθηση. Συγκατείχε όπλα και
πυρομαχικά», δήλωσε, χωρίς, φυσικά, να μπορεί να τεκμηριώσει τους
ισχυρισμούς της.
Εντύπωση
προξενεί η αναφορά σε «συγκατηγορούμενους»,
παρότι ουδέποτε ο Τάσος Θεοφίλου έχει
παραπεμφθεί σε δίκη για οποιαδήποτε υπόθεση της Σ.Π.Φ., ούτε έχει κατονομαστεί ως μέλος της από τον οποιονδήποτε- με
εξαίρεση, φυσικά, το ασφαλίτικης προέλευσης «ανώνυμο τηλεφώνημα», αν υποθέσουμε
πως πράγματι υπήρξε ένα τέτοιο.
«Τηρούσαν αυστηρούς συνωμοτικούς
κανόνες. Άγνωστος ο τρόπος που καθόριζαν τις συναντήσεις τους»,
πρόσθεσε.
Εξευτελίζοντας,
στη συνέχεια, κάθε έννοια επαγγελματικής
αξιοπρέπειας, έκανε λόγο για ομοιότητα
ανάμεσα σε πιστόλια που φέρεται να εντοπίστηκαν σε «γιάφκα» της Σ.Π.Φ. στη Νέα
Ιωνία Βόλου και στο όπλο που χρησιμοποιήθηκε για την ανθρωποκτονία του Μίχα.
Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει, δηλαδή, όπως έλεγαν και οι παλαιότεροι.
Φυσικά, τα φιλικά σπίτια (κατά περίπτωση «γιάφκες»)
και οι «σεσημασμένοι φίλοι» χρησιμοποιήθηκαν στην εισαγγελική αγόρευση προκειμένου
να ενισχυθεί το υποτιθέμενο «παραβατικό»
προφίλ του διωκόμενου αναρχικού κομμουνιστή.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, οποιοδήποτε αντικείμενο «ανακαλύπτεται»
στον ένα ή τον άλλο χώρο ανάγεται σε «πειστήριο» εγκληματικής δραστηριότητας-
ή, τουλάχιστον, προκαλεί «υποψίες». Ακόμα
και μια αφιέρωση σε βιβλίο, το οποίο είχε δωρίσει στον Θεοφίλου σύντροφός του.
Και, βέβαια, τυχόν κοινά
γραφολογικά γνωρίσματα σε χειρόγραφες σημειώσεις του Τάσου Θεοφίλου και
κατηγορούμενων για υποθέσεις της Σ.Π.Φ. δεν μπορούν παρά να αποτελούν περαιτέρω
«απόδειξη» «σκοτεινών» δραστηριοτήτων.
«Συνιστά έμμεση ομολογία ενοχής»,
ισχυρίστηκε, στη συνέχεια, ο συνήγορος πολιτικής αγωγής που είναι διορισμένος από την ALPHA BANK,
αναφερόμενος στο ζήτημα της μη επανεξέτασης του βιολογικού υλικού.
«Τα επιστημονικά δεδομένα
ανατρέπονται μόνο με νέα επιστημονικά δεδομένα, όχι με ισχυρισμούς. Θα μπορούσε
να διασφαλίσει την ορθή εξέταση του βιολογικού υλικού. Υπάρχει το αποδεικτικό
έρεισμα για την ενοχή του κατηγορουμένου», συμπλήρωσε.
«Δεν υπήρξε περίπτωση επιμόλυνσης», υποστήριξε, ενώ, για το ζήτημα
της μη αναγνώρισής του από τους αυτόπτες:
«Είναι δύσκολο να υπάρξει ευθεία
αναγνώριση. Οδηγείται το δικαστήριο από άλλα στοιχεία. Όλα τα χαρακτηριστικά
στον ληστή συνάδουν με τα χαρακτηριστικά του κατηγορούμενου και δεν τον
αποκλείουν».
«Για να κριθεί αξιόπιστος ένας
ισχυρισμός, πρέπει να εισφέρεται σε ανύποπτο χρόνο και με τρόπο αυθόρμητο»,
σχολίασε, σε σχέση με τις καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί
με τον Τάσο Θεοφίλου για την ανακαίνιση του Στεκιού Μεταναστών στα Εξάρχεια τις
επίμαχες μέρες.
«Ζητάμε την ενοχή του ως προς το
αδίκημα της ληστείας», κατέληξε, αποχωρώντας από την αίθουσα.
Η
συνήγορος πολιτικής αγωγής από την πλευρά της οικογένειας Μίχα έχει κατ’
επανάληψη δώσει «δείγματα γραφής» ως προς το πώς αντιλαμβάνεται την άσκηση της
δικηγορίας. Η ελαφρότητα, οι ειρωνείες, οι εξυπνακισμοί, η μικροπρέπεια και η
εν γένει «φτήνια» δεν έλειψαν, λοιπόν, κι από τη σημερινή της αγόρευση.
«Φρονώ ότι δεν καταλείπεται καμία
αμφιβολία πως ο κατηγορούμενος είναι ο ληστής, ο οποίος και εκτέλεσε εν ψυχρώ
τον Δημήτρη Μίχα», δήλωσε εισαγωγικά, αφού εγκωμίασε την εισαγγελική
πρόταση.
«Το καπέλο μας οδήγησε στην άκρη
του νήματος. Αναμφισβήτητη διά γυμνού οφθαλμού η ομοιότητα του ληστή με το
καουμπόικο καπέλο και του κατηγορούμενου. Αστεία και η πραγματογνωμοσύνη του
μάρτυρα ειδικών γνώσεων. Καμιά αναφορά σε ό,τι δεν τον συμφέρει»,
συνέχισε.
«Καταρριπτέος και ο ισχυρισμός πως
δε βρέθηκαν αποτυπώματά του», συμπλήρωσε.
«Πώς ένας άεργος από επιλογή του
κατάφερνε να αλλάζει κατοικίες και να μένει σε ξενοδοχεία;», «αναρωτήθηκε»
προβοκατόρικα.
Για να αναφερθεί, στη
συνέχεια, προκαλώντας την εύλογη αντίδραση των αλληλέγγυων στο ακροατήριο, σε αγνώστου προέλευσης περικοπή κειμένου, όπου
θάνατοι όπως εκείνος του Μίχα χαρακτηρίζονταν ως «ευχάριστο θέαμα», αφήνοντας την εντύπωση ότι κάτι τέτοιο απηχεί τον
αξιακό κώδικα του αναρχικού κομμουνιστή Τάσου Θεοφίλου.
Οι εναντίον της λεκτικές
αντιδράσεις κορυφώθηκαν, όταν, κατά το τέλος της αγόρευσής της, υποστήριξε πως «εν
έτει 2017 καμία κυβέρνηση και κανένα σύστημα δε διώκει τον οποιονδήποτε για τα
πολιτικά του φρονήματα».
Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε,
αν και αρκετά πιο σύντομη, και η αγόρευση του δεύτερου συνηγόρου πολιτικής
αγωγής από την πλευρά της οικογένειας του θύματος.
«Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το
βιολογικό υλικό ανήκει στον κατηγορούμενο. Ο μόνος ληστής, ο οποίος ήρθε σε επαφή
με τον Μίχα, ήταν ο ληστής με το καουμπόικο καπέλο», δήλωσε.
Στη συνέχεια, «έπλεξε» το
εγκώμιο του αποθανόντος:
«Οικογενειάρχης, ένας άνθρωπος του
μεροκάματου, ταξιτζής, που αγαπούσε τον τόπο του, πήγε και θυσιάστηκε για τους
συμπολίτες του».
«Το δικαστήριο θα πρέπει να
κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο και να συμπεριλάβει στην απόφασή του ότι δεν
έδωσε σημασία στην ανθρώπινη ζωή», κατέληξε.
Η
επόμενη συνεδρίαση της δίκης του αναρχικού κομμουνιστή Τάσου Θεοφίλου, κατά την
οποία αναμένεται να πραγματοποιηθούν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης,
ορίστηκε για τις 27 Ιουνίου, αίθουσα 120Α, 6ος όροφος Εφετείου
Αθηνών, στις 9π.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου