Ο Θανάσης χρωστάει σ’ έναν
τοκογλύφο. Όταν ανακαλύπτει κι άλλους στην
ίδια θέση, συμμαχούν για να πετύχουν μια καλύτερη συμφωνία. Σταδιακά, η κατάσταση
εκτραχύνεται.
Με φόντο την ελληνική επαρχία, η Αγέλη
Προβάτων, που προβάλλεται από τις 23
Ιουνίου, είναι ένα υποδειγματικό νεο-νουάρ
σε σκηνοθεσία/σενάριο του Δημήτρη Κανελλόπουλου.
Η
Αγέλη Προβάτων
είναι ένα υποδειγματικό νεο-νουάρ στην παράδοση του πρώιμου Νίκου Γραμματικού. Ποια
είναι η σχέση σου με το νουάρ ως είδος;
Μου αρέσει το νουάρ.
Έμαθα να το βλέπω από μικρός κι ακόμα με προσελκύει. Ο υπόκοσμος με κεντρίζει
και στη λογοτεχνία και στο σινεμά.
Η
συντριπτική πλειονότητα των χαρακτήρων σου από κοινωνιολογικής άποψης μόνο
περιθωριακή η υποκοσμική δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, βέβαια.
Οι χαρακτήρες είναι πολύ
καθημερινοί. Τους συναντούμε και στην Αθήνα και στην επαρχία, είναι πολύ «κανονικοί»
άνθρωποι. Είναι κακομοίρηδες.
Έτσι
θα τους αποκαλούσα κι εγώ.
Κακομοίρηδες που μπλέκουν
μ’ αυτό που δεν μπορούν να ελέγξουν.
Αυτό,
όμως, δεν τους καθιστά λιγότερο επικίνδυνους είτε απέναντι σε τρίτους είτε και
μεταξύ τους.
Πρόκειται για το βασικό
ερώτημα που θέτει η ταινία: πόσο κάποιος μπορεί να ξεπεράσει τα όριά του, να
υπερβεί το όριο του πολιτισμού καθιστάμενος υποχείριο του ενστίκτου του. Κάποιοι
το κάνουν, άλλοι όχι.
Οι
περισσότεροι δεν το κάνουν ή προσπαθούν να αποτρέψουν την κλιμάκωση.
Υπάρχει ο φόβος, τα «φρένα»
του πολιτισμού που μας διδαχτεί από την κοινωνία και την οικογένεια.
Αυτή είναι η ουσία του
πολιτισμού, το να βρεις τον τρόπο να συνυπάρξεις με τον άλλο αντί να καταφύγεις
σε ακρότητες για να λύσεις το πρόβλημά σου.
Είναι
πολύ λεπτές οι γραμμές ανάμεσα σε μια διάσταση αυτού του κόσμου και σε μια
διαφορετική. Αρκούν ένας λόγος ή ένα υπονοούμενο που μπορούν να πυροδοτήσουν...
...Κάτι που δεν
περιμένουμε. Είναι πολύ εύκολο να ξεφύγει κάποιος. Το βλέπουμε στην
καθημερινότητα. Σχεδόν κάθε εβδομάδα έχουμε μια δολοφονία. Συμβάλλει στη
φόρτιση του κοινωνικού κλίματος και η δεκαετής οικονομική κρίση.
Κάποιος που αντιμετωπίζει
πολλά προβλήματα δεν απέχει πολύ από το να πάρει ένα μαχαίρι και να καρφώσει
εκείνον που θεωρεί ότι ευθύνεται γι’ αυτά. Επικρατεί, λοιπόν, μια εκρηκτική
κατάσταση έτσι κι αλλιώς.
Δημήτρης Λάλος |
Σ’
αυτό το «φόντο» εκτυλίσσεται η Αγέλη...,
χωρίς να ονοματίζεται η ίδια η κρίση.
Εκεί ακριβώς. Πολύ
συνειδητά εστίασα στους χαρακτήρες και στη δυναμική της ομάδας, και στο πώς
αυτοί οι άνθρωποι μπορούν ή δεν μπορούν να λειτουργήσουν συλλογικά.
Γι’ αυτό και διάλεξα την
επαρχία.
Από
που πηγάζει, λοιπόν, αυτή η επιλογή;
Ένα στενό χωρικό πεδίο βοηθάει
στην επικέντρωση στις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας. Το αστικό
περιβάλλον είναι τεράστιο και χαοτικό. Ό,τι συμβαίνει σε μια επαρχιακή
τοποθεσία, από την άλλη, τους αφορά όλους.
Έχει
κάποια σημασία για σένα η επιλογή της Τρίπολης και του δάσους της Φολόης ως
τόπων των βασικών γυρισμάτων;
Μου άρεσε η Τρίπολη, η
πλατεία της. Είναι ένας τόπος που αποπνέει πλέον μια παρακμή πολύ έντονη, αλλά
παραμένει όμορφος. Κατά τη δεκαετία του 1980 είχε πολλά νεοκλασικά, τώρα έχει
πολυκατοικίες.
Αυτό
κάποιος θα το χαρακτήριζε και δείγμα «ανάπτυξης».
Σίγουρα! (Γέλιο).
Ανέκαθεν η καθαυτό πόλη ήταν ένα διοικητικό κέντρο, δεν είχε κάτι άλλο.
Της
λείπει αυτό ό,τι θα μπορούσε να περιγραφεί ως «πολιτιστική ζωή»;
Αυτό λείπει απ’ όλη την
επαρχία. Κάτι συμβαίνει, όμως. Διαθέτει ένα ωραίο θέατρο καθώς και
κινηματογράφο, γεγονός όχι συνηθισμένο. Το δε δάσος της Φολόης είναι πανέμορφο.
Ήταν
συνειδητή επιλογή να είναι ένα κυρίως «ανδρικό» φιλμ;
Συνειδητή, όχι. Κάπως
προέκυψε. Θα μπορούσε σ’ αυτή την αντροπαρέα να υπάρχουν και μια ή δύο
γυναίκες. Έχει «κατηγορηθεί» γι’ αυτή τη ματιά, θεωρούμενο πως αποπνέει μια
τοξική αρρεπωνότητα.
Ίσα
ίσα, απομυθοποιεί το κυρίαρχο πρότυπο του «ανδρισμού» ή της «αρρενωπότητας». Η
ματιά σου λειτουργεί μ’ έναν υπόγεια σαρκαστικό τρόπο, νομίζω.
Έτσι είναι. Κάποιοι
εξέλαβαν την ταινία κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, οπότε αναρωτιέσαι αν θα έλεγαν
το ίδιο σε περίπτωση που μερικοί από τους κεντρικούς χαρακτήρες ήταν
γυναικείοι.
Μάλλον όχι. Γιατί,
τελικά, στο κέντρο της ταινίας βρίσκεται ο άνθρωπος, όχι ο άνδρας. Η ανθρώπινη
φύση εξετάζεται.
Άρης Σερβετάλης |
Η
σχεδόν παντελής απουσία «επικίνδυνων» ή «μοιραίων» χαρακτήρων -γυναικών και
ανδρών- έρχεται σε αντίθεση με το νουάρ ειδολογικά, σε οποιαδήποτε εκδοχή του.
Είναι άνθρωποι απελπιστικά βαρετοί στη συμβατικότητά τους.
Μπορείς σίγουρα να τους
αναγνωρίσεις ή και να ταυτιστείς μαζί τους.
Πώς
μορφοποιήθηκαν όλοι αυτοί χαρακτήρες με την αγελαία συμπεριφορά τους αλλά και
τις ιδιαιτερότητές τους, όσο αυτές αναπτύσσονται;
Γράφοντας γίνεται αυτό,
με αργούς ρυθμούς, χωρίς να το καταλαβαίνεις.
Αναπτύσσοντας την κάθε
σκηνή συνειδητοποιείς ότι κάποιος χαρακτήρας πρέπει να ξεχωρίσει απ’ τους
άλλους, οποτε του προσθέτεις μια ατάκα. Ανεξαρτήτως του χώρου που κάθε
χαρακτήρας καταλαμβάνει διαθέτει μια ιδιαίτερη ουσία.
Αυτό
ισχύει και για τους μικρο-γκάνγκστερ (Γιάννης Βασιλώττος και Λευτέρης
Πολυχρόνης), που παίζουν εξαιρετικά.
Είναι εξαιρετικοί.
Σε καμία περίπτωση δεν
ήθελα να τους φορτώσω με τις κοινοτοπίες που γνωρίζουμε απ’ τον κινηματογράφο.
Ήθελα να είναι δυο απλά
παιδιά που περπατάνε εδώ στα Εξάρχεια όπου βρισκόμαστε και τα βλέπεις να πίνουν
καφέ. Απλώς φέρουν και αυτή την ιδιότητα. Τα κατάφερα;
Αυτή
είναι η αίσθησή μου.
Περνώντας
στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, τους οποίους υποδύονται εξίσου εξαιρετικά ο Δημήτρης
Λάλος (Αποστόλης) και ο Άρης Σερβετάλης (Θανάσης), τους σκέφτηκες σε πρώιμο
στάδιο της γραφής του σεναρίου;
Ξεκίνησα να γράφω με
βασικούς χαρακτήρες τους δύο κακοποιούς. Πολύ γρήγορα, όμως, αντιλήφθηκα ότι ο
χαρακτήρας του Λάλου απαιτούσε περισσότερα. Δεν μπορείς να μην αφουγκραστείς
αυτή την απαίτηση.
Ο χαρακτήρας που
υποδύεται ο Σερβετάλης επίσης δεν ήταν τόσο σημαντικός αρχικά. Με τον καιρό
απέκτησε σημασία και έγινε το «αντίπαλο δέος» του Λάλου.
Μοιάζει
παραιτημένος, «διαταραγμένος», στον κόσμο του.
Παραιτημένος, ακριβώς
έτσι.
Λευτέρης Πολυχρόνης (αριστερά), Γιάννης Βασιλώττος (δεξιά) |
Όπως
συλλογική ήταν η διαδρομή των χαρακτήρων, άλλο τόσο θα ήταν κι η δικιά σου και
των συνεργατών/συνεργατριών.
Ευτυχώς ήμουν τυχερός,
γιατί είχα πολλούς καλούς φίλους μαζί που πίστευαν εξ αρχής στην Αγέλη... Παραγωγός ήταν η Ελίνα Ψύκου, η
σύζυγός μου, η οποία έκανε τα πάντα, αν και δε θέλει να δηλώνει «παραγωγός».
Ποτέ δε μου είπε: «Αυτό δεν μπορεί να γίνει», αλλά: «Θα βρούμε τον τρόπο να το κάνουμε». Στην
Ελλάδα έχουμε μάθει να ζούμε με το «Αυτό ας το κόψουμε γιατί είναι πολύ ακριβό».
Είναι
μια διεθνής συμπαραγωγή με πολύ έντονο το βαλκανικό στοιχείο.
Είναι αλβανική και
σερβική συμπαραγωγή. Θα ήταν δύσκολο να ολοκληρωθεί η ταινία χωρίς αυτές. Γιατί
τα Βαλκάνια, μια περιοχή με τόσα κοινά χαρακτηριστικά, δεν έχει βρει τον τρόπο
να λειτουργεί στο σινεμά ως μια ομοσπονδία; Είναι κρίμα!
Οπότε
εξερεύνησες αυτό το μονοπάτι- και πέτυχε.
Πέτυχε.
Υπάρχει
ένα στοιχείο σνομπισμού και υποτίμησης απέναντι σε βαλκανικές αναφορές ή σε
δυνατότητες συνεργασίας με ανθρώπους προερχόμενους από γειτονικές χώρες.
Υπάρχει αυτό το «Μένουμε
Ευρώπη». (Γέλιο).
Τα τελευταία χρόνια,
πάντως, το παλεύουμε αυτό. Με τη Βουλγαρία, για παράδειγμα, έχουμε πολύ καλές
σχέσεις. Η συμπαραγωγή είναι πλέον αναγκαία για να κάνεις ένα φιλμ με καλούς
όρους.
Οι πόροι που μπορείς
αντλήσεις από Ε.Κ.Κ., την Ε.Ρ.Τ. ή το ΕΚΟΜΕ είναι πολύ περιορισμένοι για να
υλοποιήσεις μια ταινία αξιοπρεπώς.
Οι δυτικοευρωπαϊκές
συμπαραγωγές είναι πολύ δύσκολες, άλλος ο συναγωνισμός. Για την Αγέλη... έκανα κρούσεις στη Γερμανία και
εισέπραξα αρνητικές απαντήσεις.
Η
Αγέλη... υπήρξε τυχερή και άτυχη: τυχερή
γιατί ολοκληρώθηκε πριν την πανδημία,
άτυχη επειδή λόγω της πανδημίας
έμεινε στο «ράφι» σχεδόν δύο χρόνια.
Μια διετία γεμάτη.
Σε
κατέβαλε η αναμονή;
Η αναμονή πάντα έχει
ενδιαφέρον. Ευτυχώς πρόλαβα να κάνω μια προβολή για συντελεστές και φίλους,
οπότε είχα ένα πρώτο καλό feedback
κι
έτσι δεν αγωνιούσα για το αν θα άρεσε. Ήταν, επομένως, θέμα χρόνου να βρει τον
δρόμο της.
Νιώθω, ωστόσο, μια αγωνία
όσον αφορά στο αν ο κόσμος θα κάνει το βήμα να πάει να τη δει. Το ευχόμαστε!
Αισθάνεσαι
εγγύτητα με συναδέλφους και συναδέλφισσές σου από το πεδίο του κινηματογράφου;
Είμαστε μια παρέα. Όλοι
είναι δικοί μου άνθρωποι, τους αγαπάω. Είμαι σε συνεχή επαφή μ’ αυτόν τον χώρο.
Οπότε
να αναμένουμε κάτι καινούριο από σένα τα επόμενα χρόνια;
Γράφω συνέχεια, πάντα έχω
σχέδια και ιδέες στο μυαλό μου. Τα πράγματα πάνε αργά, εγώ πάω γρήγορα!
(Γέλιο).
Eυχαριστώ θερμά
την Νιόβη Βουδούρη (Cinobo) για τη συμβολή της στην πραγματοποίηση
της συνέντευξης.
Η ταινία του Δημήτρη Κανελλόπουλου
Αγέλη Προβάτων
προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 23 Ιουνίου σε διανομή του Cinobo και
της Danaos
Films.