Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

Δημήτρης Κανελλόπουλος: «Στο κέντρο της ταινίας βρίσκεται ο άνθρωπος, όχι ο άνδρας»

 


Ο Θανάσης χρωστάει σ’ έναν τοκογλύφο. Όταν ανακαλύπτει κι άλλους στην ίδια θέση, συμμαχούν για να πετύχουν μια καλύτερη συμφωνία. Σταδιακά, η κατάσταση εκτραχύνεται.

Με φόντο την ελληνική επαρχία, η Αγέλη Προβάτων, που προβάλλεται από τις 23 Ιουνίου, είναι ένα υποδειγματικό νεο-νουάρ σε σκηνοθεσία/σενάριο του Δημήτρη Κανελλόπουλου.

Η Αγέλη Προβάτων είναι ένα υποδειγματικό νεο-νουάρ στην παράδοση του πρώιμου Νίκου Γραμματικού. Ποια είναι η σχέση σου με το νουάρ ως είδος;

Μου αρέσει το νουάρ. Έμαθα να το βλέπω από μικρός κι ακόμα με προσελκύει. Ο υπόκοσμος με κεντρίζει και στη λογοτεχνία και στο σινεμά.

Η συντριπτική πλειονότητα των χαρακτήρων σου από κοινωνιολογικής άποψης μόνο περιθωριακή η υποκοσμική δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, βέβαια.

Οι χαρακτήρες είναι πολύ καθημερινοί. Τους συναντούμε και στην Αθήνα και στην επαρχία, είναι πολύ «κανονικοί» άνθρωποι. Είναι κακομοίρηδες.

Έτσι θα τους αποκαλούσα κι εγώ.

Κακομοίρηδες που μπλέκουν μ’ αυτό που δεν μπορούν να ελέγξουν.

Αυτό, όμως, δεν τους καθιστά λιγότερο επικίνδυνους είτε απέναντι σε τρίτους είτε και μεταξύ τους.

Πρόκειται για το βασικό ερώτημα που θέτει η ταινία: πόσο κάποιος μπορεί να ξεπεράσει τα όριά του, να υπερβεί το όριο του πολιτισμού καθιστάμενος υποχείριο του ενστίκτου του. Κάποιοι το κάνουν, άλλοι όχι.

Οι περισσότεροι δεν το κάνουν ή προσπαθούν να αποτρέψουν την κλιμάκωση.

Υπάρχει ο φόβος, τα «φρένα» του πολιτισμού που μας διδαχτεί από την κοινωνία και την οικογένεια.

Αυτή είναι η ουσία του πολιτισμού, το να βρεις τον τρόπο να συνυπάρξεις με τον άλλο αντί να καταφύγεις σε ακρότητες για να λύσεις το πρόβλημά σου.

Είναι πολύ λεπτές οι γραμμές ανάμεσα σε μια διάσταση αυτού του κόσμου και σε μια διαφορετική. Αρκούν ένας λόγος ή ένα υπονοούμενο που μπορούν να πυροδοτήσουν...

...Κάτι που δεν περιμένουμε. Είναι πολύ εύκολο να ξεφύγει κάποιος. Το βλέπουμε στην καθημερινότητα. Σχεδόν κάθε εβδομάδα έχουμε μια δολοφονία. Συμβάλλει στη φόρτιση του κοινωνικού κλίματος και η δεκαετής οικονομική κρίση.

Κάποιος που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα δεν απέχει πολύ από το να πάρει ένα μαχαίρι και να καρφώσει εκείνον που θεωρεί ότι ευθύνεται γι’ αυτά. Επικρατεί, λοιπόν, μια εκρηκτική κατάσταση έτσι κι αλλιώς.


Δημήτρης Λάλος


Σ’ αυτό το «φόντο» εκτυλίσσεται η Αγέλη..., χωρίς να ονοματίζεται η ίδια η κρίση.

Εκεί ακριβώς. Πολύ συνειδητά εστίασα στους χαρακτήρες και στη δυναμική της ομάδας, και στο πώς αυτοί οι άνθρωποι μπορούν ή δεν μπορούν να λειτουργήσουν συλλογικά.

Γι’ αυτό και διάλεξα την επαρχία.

Από που πηγάζει, λοιπόν, αυτή η επιλογή;

Ένα στενό χωρικό πεδίο βοηθάει στην επικέντρωση στις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας. Το αστικό περιβάλλον είναι τεράστιο και χαοτικό. Ό,τι συμβαίνει σε μια επαρχιακή τοποθεσία, από την άλλη, τους αφορά όλους.

Έχει κάποια σημασία για σένα η επιλογή της Τρίπολης και του δάσους της Φολόης ως τόπων των βασικών γυρισμάτων;

Μου άρεσε η Τρίπολη, η πλατεία της. Είναι ένας τόπος που αποπνέει πλέον μια παρακμή πολύ έντονη, αλλά παραμένει όμορφος. Κατά τη δεκαετία του 1980 είχε πολλά νεοκλασικά, τώρα έχει πολυκατοικίες.

Αυτό κάποιος θα το χαρακτήριζε και δείγμα «ανάπτυξης».

Σίγουρα! (Γέλιο). Ανέκαθεν η καθαυτό πόλη ήταν ένα διοικητικό κέντρο, δεν είχε κάτι άλλο.

Της λείπει αυτό ό,τι θα μπορούσε να περιγραφεί ως «πολιτιστική ζωή»;

Αυτό λείπει απ’ όλη την επαρχία. Κάτι συμβαίνει, όμως. Διαθέτει ένα ωραίο θέατρο καθώς και κινηματογράφο, γεγονός όχι συνηθισμένο. Το δε δάσος της Φολόης είναι πανέμορφο.

Ήταν συνειδητή επιλογή να είναι ένα κυρίως «ανδρικό» φιλμ;

Συνειδητή, όχι. Κάπως προέκυψε. Θα μπορούσε σ’ αυτή την αντροπαρέα να υπάρχουν και μια ή δύο γυναίκες. Έχει «κατηγορηθεί» γι’ αυτή τη ματιά, θεωρούμενο πως αποπνέει μια τοξική αρρεπωνότητα.

Ίσα ίσα, απομυθοποιεί το κυρίαρχο πρότυπο του «ανδρισμού» ή της «αρρενωπότητας». Η ματιά σου λειτουργεί μ’ έναν υπόγεια σαρκαστικό τρόπο, νομίζω.

Έτσι είναι. Κάποιοι εξέλαβαν την ταινία κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, οπότε αναρωτιέσαι αν θα έλεγαν το ίδιο σε περίπτωση που μερικοί από τους κεντρικούς χαρακτήρες ήταν γυναικείοι.

Μάλλον όχι. Γιατί, τελικά, στο κέντρο της ταινίας βρίσκεται ο άνθρωπος, όχι ο άνδρας. Η ανθρώπινη φύση εξετάζεται.


Άρης Σερβετάλης


Η σχεδόν παντελής απουσία «επικίνδυνων» ή «μοιραίων» χαρακτήρων -γυναικών και ανδρών- έρχεται σε αντίθεση με το νουάρ ειδολογικά, σε οποιαδήποτε εκδοχή του. Είναι άνθρωποι απελπιστικά βαρετοί στη συμβατικότητά τους.

Μπορείς σίγουρα να τους αναγνωρίσεις ή και να ταυτιστείς μαζί τους.

Πώς μορφοποιήθηκαν όλοι αυτοί χαρακτήρες με την αγελαία συμπεριφορά τους αλλά και τις ιδιαιτερότητές τους, όσο αυτές αναπτύσσονται;

Γράφοντας γίνεται αυτό, με αργούς ρυθμούς, χωρίς να το καταλαβαίνεις.

Αναπτύσσοντας την κάθε σκηνή συνειδητοποιείς ότι κάποιος χαρακτήρας πρέπει να ξεχωρίσει απ’ τους άλλους, οποτε του προσθέτεις μια ατάκα. Ανεξαρτήτως του χώρου που κάθε χαρακτήρας καταλαμβάνει διαθέτει μια ιδιαίτερη ουσία.

Αυτό ισχύει και για τους μικρο-γκάνγκστερ (Γιάννης Βασιλώττος και Λευτέρης Πολυχρόνης), που παίζουν εξαιρετικά.

Είναι εξαιρετικοί.

Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να τους φορτώσω με τις κοινοτοπίες που γνωρίζουμε απ’ τον κινηματογράφο.

Ήθελα να είναι δυο απλά παιδιά που περπατάνε εδώ στα Εξάρχεια όπου βρισκόμαστε και τα βλέπεις να πίνουν καφέ. Απλώς φέρουν και αυτή την ιδιότητα. Τα κατάφερα;

Αυτή είναι η αίσθησή μου.

Περνώντας στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, τους οποίους υποδύονται εξίσου εξαιρετικά ο Δημήτρης Λάλος (Αποστόλης) και ο Άρης Σερβετάλης (Θανάσης), τους σκέφτηκες σε πρώιμο στάδιο της γραφής του σεναρίου;

Ξεκίνησα να γράφω με βασικούς χαρακτήρες τους δύο κακοποιούς. Πολύ γρήγορα, όμως, αντιλήφθηκα ότι ο χαρακτήρας του Λάλου απαιτούσε περισσότερα. Δεν μπορείς να μην αφουγκραστείς αυτή την απαίτηση.

Ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Σερβετάλης επίσης δεν ήταν τόσο σημαντικός αρχικά. Με τον καιρό απέκτησε σημασία και έγινε το «αντίπαλο δέος» του Λάλου.

Μοιάζει παραιτημένος, «διαταραγμένος», στον κόσμο του.

Παραιτημένος, ακριβώς έτσι.


Λευτέρης Πολυχρόνης (αριστερά), Γιάννης Βασιλώττος (δεξιά)


Όπως συλλογική ήταν η διαδρομή των χαρακτήρων, άλλο τόσο θα ήταν κι η δικιά σου και των συνεργατών/συνεργατριών.

Ευτυχώς ήμουν τυχερός, γιατί είχα πολλούς καλούς φίλους μαζί που πίστευαν εξ αρχής στην Αγέλη... Παραγωγός ήταν η Ελίνα Ψύκου, η σύζυγός μου, η οποία έκανε τα πάντα, αν και δε θέλει να δηλώνει «παραγωγός».

Ποτέ δε μου είπε: «Αυτό δεν μπορεί να γίνει», αλλά: «Θα βρούμε τον τρόπο να το κάνουμε». Στην Ελλάδα έχουμε μάθει να ζούμε με το «Αυτό ας το κόψουμε γιατί είναι πολύ ακριβό».

Είναι μια διεθνής συμπαραγωγή με πολύ έντονο το βαλκανικό στοιχείο.

Είναι αλβανική και σερβική συμπαραγωγή. Θα ήταν δύσκολο να ολοκληρωθεί η ταινία χωρίς αυτές. Γιατί τα Βαλκάνια, μια περιοχή με τόσα κοινά χαρακτηριστικά, δεν έχει βρει τον τρόπο να λειτουργεί στο σινεμά ως μια ομοσπονδία; Είναι κρίμα!

Οπότε εξερεύνησες αυτό το μονοπάτι- και πέτυχε.

Πέτυχε.

Υπάρχει ένα στοιχείο σνομπισμού και υποτίμησης απέναντι σε βαλκανικές αναφορές ή σε δυνατότητες συνεργασίας με ανθρώπους προερχόμενους από γειτονικές χώρες.

Υπάρχει αυτό το «Μένουμε Ευρώπη». (Γέλιο).

Τα τελευταία χρόνια, πάντως, το παλεύουμε αυτό. Με τη Βουλγαρία, για παράδειγμα, έχουμε πολύ καλές σχέσεις. Η συμπαραγωγή είναι πλέον αναγκαία για να κάνεις ένα φιλμ με καλούς όρους.

Οι πόροι που μπορείς αντλήσεις από Ε.Κ.Κ., την Ε.Ρ.Τ. ή το ΕΚΟΜΕ είναι πολύ περιορισμένοι για να υλοποιήσεις μια ταινία αξιοπρεπώς.

Οι δυτικοευρωπαϊκές συμπαραγωγές είναι πολύ δύσκολες, άλλος ο συναγωνισμός. Για την Αγέλη... έκανα κρούσεις στη Γερμανία και εισέπραξα αρνητικές απαντήσεις.

Η Αγέλη... υπήρξε τυχερή και άτυχη: τυχερή γιατί ολοκληρώθηκε πριν την πανδημία, άτυχη επειδή λόγω της πανδημίας έμεινε στο «ράφι» σχεδόν δύο χρόνια.

Μια διετία γεμάτη.

Σε κατέβαλε η αναμονή;

Η αναμονή πάντα έχει ενδιαφέρον. Ευτυχώς πρόλαβα να κάνω μια προβολή για συντελεστές και φίλους, οπότε είχα ένα πρώτο καλό feedback κι έτσι δεν αγωνιούσα για το αν θα άρεσε. Ήταν, επομένως, θέμα χρόνου να βρει τον δρόμο της.

Νιώθω, ωστόσο, μια αγωνία όσον αφορά στο αν ο κόσμος θα κάνει το βήμα να πάει να τη δει. Το ευχόμαστε!

Αισθάνεσαι εγγύτητα με συναδέλφους και συναδέλφισσές σου από το πεδίο του κινηματογράφου;

Είμαστε μια παρέα. Όλοι είναι δικοί μου άνθρωποι, τους αγαπάω. Είμαι σε συνεχή επαφή μ’ αυτόν τον χώρο.

Οπότε να αναμένουμε κάτι καινούριο από σένα τα επόμενα χρόνια;

Γράφω συνέχεια, πάντα έχω σχέδια και ιδέες στο μυαλό μου. Τα πράγματα πάνε αργά, εγώ πάω γρήγορα! (Γέλιο).

Eυχαριστώ θερμά την Νιόβη Βουδούρη (Cinobo) για τη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η ταινία του Δημήτρη Κανελλόπουλου Αγέλη Προβάτων προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 23 Ιουνίου σε διανομή του Cinobo και της Danaos Films.



Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

Χόρχε Μποκανέρα: «Η σιωπή είναι συστατικό στοιχείο της ποίησης»

 


Ποιητής, κριτικός και δημοσιογράφος, ο Αργεντίνος, με ελληνικές καταβολές, Χόρχε Μποκανέρα είναι ίσως ο σημαντικότερος σύγχρονος Αργεντίνος ποιητής.

Η πρόσφατη κυκλοφορία της ποιητικής συλλογής του Τα μάτια του λόγου από τις Εκδόσεις Τόπος στάθηκε η αφορμή για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνομιλία μαζί του.

«Κάποιες φορές νομίζω πως ο ποιητής δε γεννιέται ούτε γίνεται. Ξεγίνεται», επισημαίνετε στην πρώτη γραμμή της εισαγωγής της προσωπικής ανθολογίας σας ποίησης Τα μάτια του λόγου.

Πρόκειται πιθανόν για έναν από τους πιο απρόσμενους ορισμούς της ποίησης που έχουν πέσει στην αντίληψή μου. Θα θέλατε να τον αναλύσετε;

Ήταν ένας τρόπος για να απαντήσω στην πολύ συχνή ερώτηση «αν ένας ποιητής γεννιέται ή γίνεται».

Ίσως ο ποιητής να «γεννιέται», με την έννοια του ότι από την παιδική ηλικία φαίνεται να είναι προικισμένος με μια ιδιαίτερη ευαισθησία.

Oπωσδήποτε πρέπει να «γίνεται», καθώς στην ποίηση δεν έχει αξία ο αυθορμητισμός, αλλά η τελειοποίηση όλων των εκφραστικών εργαλείων.

Όταν λέω ότι ο ποιητής «ξεγίνεται», αναφέρομαι στη διαδικασία αναζήτησης του καλλιτέχνη ο οποίος, μακράν του να επαφίεται σε ένα υποτιθέμενο έμφυτο ταλέντο ή στην παγίωση ενός επαγγέλματος, βυθίζεται στις εμμονές του και κατά κάποιον τρόπο αποσυναρμολογεί τον συμβατικό λόγο προκειμένου να διακρίνει αμυδρά ένα είδος πρωτογενούς χάους.

«Κάθε ποιητική έχει διαφορετική γένεση. Στην περίπτωσή μου συνδέεται με το λιμάνι όπου γεννήθηκα», συνεχίζετε. Με ποιους τρόπους σας έχει καθορίσει το ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον της γενέτειράς σας ως άνθρωπο και ποιητή;

Πέρασα τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου σε ένα μεγάλο λιμάνι στα νότια του Μπουένος Άιρες.

Ήταν ένα περιβάλλον πολλών γλωσσών - υπήρχαν μετανάστες, ξένοι, ναυτικοί, λιμενεργάτες, ψαράδες, φορτοεκφορτωτές, μουσικοί λαϊκών τραγουδιών και πλανόδια τσίρκα.

Και σίγουρα, αυτή η ατμόσφαιρα δουλειάς και καπηλειού που έχει κάθε μέρος που είναι πέρασμα, με σημάδεψε∙ ειδικά η άλως περιπέτειας και μυστηρίου που το περιβάλλει.

Η φαντασία μου πετούσε όταν το μυαλό μου σχημάτιζε ερωτήσεις αναφορικά με τους ανθρώπους που όργωναν τους χωματόδρομους εκεί:

Από πού έρχονταν; Ποιος ήταν ο επόμενος προορισμός τους; Είχαν επιζήσει από κάποιο ναυάγιο; Τους περίμενε κάποιος κάπου;

Πράγματα που αύξησαν την περιέργειά μου και διαμόρφωσαν έναν συγκεκριμένο τρόπο παρατήρησης του κόσμου. Ο Κουβανός ποιητής Ελισέο Ντιέγο τόνιζε ότι τον ποιητή τον διαφοροποιεί από τον υπόλοιπο κόσμο η ιδιότητα του να προσέχει.

Οι γρήγοροι ρυθμοί στους οποίους ζούμε σήμερα έρχονται σε αντίθεση με αυτή την άσκηση της παρατήρησης, αυτές τις παύσεις που κάποιοι που καταλαβαίνουν τις ερμηνεύουν ως ένταση της στιγμής.

Είστε συνδεδεμένος με την Ελλάδα με έναν «ομφάλιο λώρο» εντοπιζόμενο στην μητέρα σας και στον μετανάστη παππού σας που καταγόταν από τη Σάμο. Πώς έχει αυτός ο δεσμός εκδηλωθεί και μετασχηματιστεί με την πάροδο του χρόνου;

Πιστεύω ότι όποιος γεννιέται σε  λιμάνι γεννιέται με το ταξίδι μέσα του, και αυτό το πέρασμα από πάμπολλες χώρες που έχω βιώσει από τη νεότητά μου και μάλιστα κατά έναν τρόπο συνεχή, με έχει εγγράψει στην ίδια λίστα εξορισμένων, εκτοπισμένων, περαστικών και μεταναστών όπου βρίσκονται οι Ιταλοί παππούδες μου, από την πλευρά του πατέρα μου, και ο παππούς μου Αλέξανδρος Ήσυχος από τη Σάμο.

Με περιέβαλλε αυτή η ατμόσφαιρα «ξενικότητας» με αναφορές σε άγνωστες χώρες που αναζητούσαν μια θέση μέσα μου ξεκινώντας από την καθημερινή ζωή: λέξεις, χοροί, φαγητά, μουσική κ.λπ.

Ο Έλληνας παππούς μου έφερε αργότερα πολλά από τα αδέρφια του, κι έτσι δημιουργήθηκε μια πολυπληθής οικογένεια με ελληνικές ρίζες και, παρόλο που μεγάλωσα πιο κοντά στους Ιταλούς παππούδες μου, το ελληνικό στοιχείο αποτελεί κομμάτι της ταυτότητάς μου.

Με συγκινεί που το βιβλίο μου Τα μάτια του λόγου, το οποίο είχε ήδη εκδοθεί στην Ιταλία, εκδόθηκε από τον Τόπο και μάλιστα μεταφρασμένο από τη συγγραφέα Αγαθή Δημητρούκα.

«Κλείνοντας το βιβλίο με τα παιδικά παραμύθια σκέφτομαι πως η γλώσσα μου είναι αυτή η μικρή Κωφάλαλη, που δοκιμάζει φορέματα την ώρα που οι άλλοι κοιμούνται», αναλογίζεστε στην Ιστοριέτα.

Τι σηματοδοτεί η Κωφάλαλη; Είναι η ποίηση μια διαρκώς εξελισσόμενη απόπειρα ανάκτησης της γλώσσας ενός ανθρώπου- στη σιωπή;

Η σιωπή είναι συστατικό στοιχείο της ποίησης∙ ο χώρος όπου κυοφορείται το ποίημα, ενώ συγχρόνως αποτελεί κομμάτι της αναπνοής του. Η σιωπή λέγεται, απαγγέλλεται, διαβάζεται.

Από την άλλη, η ποίηση είναι επίσης θέμα πολλών βιβλίων μυθοπλασίας. Το βιβλίο μου με τίτλο Κωφάλαλη μιλάει περί αυτού, αν και όχι από εννοιολογική πλευρά.

Εγώ δουλεύω με χαρακτήρες, κάτι το οποίο προσδίδει μια κάποια θεατρικότητα: ο θηριοδαμαστής, ο μοτοσικλετιστής, τα σκιάχτρα, τα ζώα κ.λπ.

Η ηρωίδα του βιβλίου μου είναι ένα κορίτσι που δείχνει τη γλώσσα του στον δρόμο -ένα είδος κινηματογραφικής οθόνης απ’ όπου περνάνε εικόνες- και ζητάει ως αντάλλαγμα ένα κέρμα.

Αλλά το κέρμα πρέπει να είναι χρυσό και κάποιες φορές, για τον ποιητή, η γλώσσα είναι άδεια, κενή. Έτσι που η γραφή διαλύεται σε ό,τι της δίνεται και σε ό,τι της αντιστέκεται∙ μια εξερεύνηση που πολλές φορές καταλήγει σε ασυμφωνία.

«Πέρασα άγριες μέρες γιατί έχασα λέξεις. Ήταν μετρημένες κι ήταν, τελικά, αυτές που μετρούσαν. Ο χρόνος είναι ανελέητος. Όποιος χάνει λέξεις έχει τις μέρες μετρημένες», γράφετε στο Άθροισμα. Γιατί;

Πρόκειται για αναφορά σε μια διαχρονία∙ σε κάτι που θα έπρεπε να έχει γίνει ή να έχει εκφραστεί σε μια συγκεκριμένη στιγμή και δεν έγινε ή δεν ειπώθηκε.

Στο ποίημα Envíos (Aποστολές) -το οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Τα μάτια του λόγου-, γράφω: «Όλα όσα σου δίνονται, φτάνουν άκαιρα. / Ανάμεσα στο μάτι και στο χέρι υπάρχει άβυσσος».

Λες και ανάμεσα σε αυτό που επιθυμούμε και σε εκείνο που καταφέρνουμε να υπάρχει μια κομμένη γέφυρα. Από την άλλη, υπάρχει η πεποίθηση του ποιητή ότι οφείλει να αναζητήσει τις ακριβείς λέξεις και να μην τις εκτρέψει.

Εν πάση περιπτώσει, Γιάννη, όπως γνωρίζεις, είναι δύσκολο να εξηγήσουμε την ποίηση επειδή καθοδηγείται από τη διαίσθηση, από τα προαισθήματα και την αμφισημία.

«Ποιος γράφει; Η πείνα. (...) Ποιος απαντάει; Μια φωνή φαγωμένη», ισχυρίζεστε στον Μονόλογο του ανόητου. Για ποιο πράγμα «πεινάτε», υπαρξιακά μιλώντας;

Πιστεύω ότι αυτή η αδηφαγία για την οποία μιλάει το ποίημα είναι μια αναλογία του πάθους, μιας ανάγκης για να εκφραστεί κανείς την οποία την έχει στο αίμα του∙ μια «πείνα» που εισπνέει ερωτήσεις, μια λαιμαργία που, παραδόξως, τρέφεται από το κενό.

«Γεννιόμαστε για να πούμε αντίο», σημειώνετε στον Βασιλικό Φοίνικα. Φθειρόμαστε περισσότερο μετά από κάθε «αντίο»; Ή ίσως γινόμαστε δυνατότεροι και σοφότεροι ως άνθρωποι;

Πέρα από τις ετυμολογικές ερμηνείες που καταχωρούν το «αντίο» (adiós) ως έναν χαιρετισμό προερχόμενο από έναν παλαιότερο τύπο, τον «πήγαινε στην ευχή του Θεού» (te encomiendo a Dios), προσπάθησα απλώς να υπογραμμίσω την εφήμερη μοίρα που μας έχει τύχει.

Σε ένα άλλο ποίημα του βιβλίου, το Κατρίνα, μιλάω για τον λεπτοδείκτη του ρολογιού που με το τικ τακ του μας λέει «γεια σας και αντίο».

Καταφεύγω στα αντίθετα για να αποδείξω το φευγαλέο της ζωής. Δεν ξέρω τι συμβαίνει στους άλλους με το «αντίο»∙ στη δική μου περίπτωση, οι αποχαιρετισμοί μού φέρνουν πάντα λύπη.

«Η μνήμη κάποιες φορές είναι σαν μια πελώρια πέτρα στην αγκαλιά ενός παιδιού», συμπεραίνετε Προσευχή για έναν ξένο. Είναι η μνήμη ένα βάρος για εσάς; Ή και μια πηγή αναζωογόνησης;

Η μνήμη που μας κρατάει ζωντανούς και μας προεκτείνει στο μέλλον είναι ουσιαστική, προπαντός σε μια χώρα όπου δικάζουν ακόμα τους δυνάστες της δικτατορίας για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Υπάρχει ένα δημοφιλές σύνθημα που μας παρακινεί, το αίτημα για: «μνήμη, αλήθεια και δικαιοσύνη».

Σήμερα, σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, υπάρχει ένα οπισθοδρομικό πολιτικό ρεύμα που θέλει να κουκουλώσει το παρελθόν, γεγονός που θα ισοδυναμούσε με το σβήσιμο της Ιστορίας κάθε λαού.

Ένα παράδειγμα μόνο: εδώ, μόλις πριν από λίγα χρόνια, μια υπερσυντηρητική κυβέρνηση έβγαλε τις μορφές των εθνικών ηρώων από τα χαρτονομίσματα κι έβαλε μορφές ζώων.

Στη διάρκεια της στρατιωτικής χούντας στην Αργεντινή καταφύγατε στο Μεξικό, όπου παραμείνατε μέχρι την επάνοδο της (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας. Πόσο επώδυνη ήταν η αυτοεξορία σας και πώς αυτή η περίοδος επηρέασε τη γραφή σας;

Όταν αυτοεξορίστηκα εξαιτίας της δικτατορίας, που πήρε την εξουσία το 1976 ως το 1984 με κόστος τριάντα χιλιάδες αγνοούμενους και χιλιάδες φυλακισμένους και εκτοπισμένους, δεν είχα ξεκάθαρο το πού θα πήγαινα.

Σκέφτηκα τη Βολιβία, αλλά η ρότα άλλαζε και, ταξιδεύοντας περίπου για έξι μήνες, πέρασα από διάφορες χώρες, σχεδόν όλες με στρατιωτικές κυβερνήσεις. Νομίζω πως αυτό καθόρισε τον προορισμό μου.

Κι εκεί, στο Μεξικό, όπου έφτασα όταν ήμουν είκοσι τεσσάρων χρόνων, διαμορφώθηκα ως δημοσιογράφος και συγγραφέας. 

Για την εξορία θα έλεγα ότι είναι πάντα δυστυχία το να ζει κανείς αποκομμένος, με την επιστροφή του αβέβαιη και με την οικογένειά του να παραμένει σε ομηρία.

Τότε έγραψα αυτόν τον στίχο: «Ό,τι δεν είναι μήτρα, είναι ύπαιθρο». Πιστεύω πως ναι, η εμπειρία αυτή επηρέασε τη γραφή μου, διεύρυνε την οπτική μου για τον κόσμο και μ’ έκανε να γνωρίσω άλλες πραγματικότητες.

Πάντα θα είμαι ευγνώμων στο Μεξικό, όπου βρήκα καταφύγιο, οικογένεια και δουλειά.

«Επέστρεψα από την εξορία, γύρισα στο πουθενά», επισημαίνετε στο Ξένος (δύο). Βιώσατε την Αργεντινή ως πολιτικό/πολιτισμικό ερημότοπο μόλις βρεθήκατε πάλι στη χώρα;

Δεν πιστεύω σ’ αυτό που κάποιοι αποκαλούν «τέλος εξορίας»∙ η ξενικότητα δεν τελειώνει με την επιστροφή στην πατρίδα.

Επέστρεψα το 1984, με τον ερχομό της δημοκρατίας στην Αργεντινή, όταν άρχιζε να βιώνει κανείς έναν πολιτιστικό και πολιτικό αναβρασμό.

Από τότε συμμετέχω σε όλο αυτό το γίγνεσθαι, αλλά την περιπλάνηση την κουβαλάει κανείς σαν σήμα κατατεθέν, σαν πεπρωμένο∙ η εξορία εκείνη ήταν οδυνηρή, αλλά για μένα ήταν επιπλέον και πηγή μάθησης.

Μερικά χρόνια μετά τον γυρισμό σας στην Αργεντινή, το 1989, μετακομίσατε στην Κόστα Ρίκα. Ποια ανάγκη υπαγόρευσε αυτή την επιλογή;

Είχα ήδη ζήσει στην Κόστα Ρίκα, όπου είχα κάνει καλούς φίλους κι όπου η δημοσιογράφος πρώην σύζυγός μου είχε τη δυνατότητα να ανοίξει ένα παράρτημα ειδησεογραφικού πρακτορείου.

Το είδαμε ως ευκαιρία για αλλαγή τη στιγμή που, στην Αργεντινή, έπαιρνε την εξουσία μια κυβέρνηση η οποία, από επιπολαιότητα και διαφθορά, ρήμαξε το κράτος.

Έζησα στην Κόστα Ρίκα οκτώ χρόνια. Έγραφα ποίηση, έκανα δημοσιογραφία και παρέδιδα μαθήματα. Ήταν ωραία χρόνιαεπιστρέφω εκεί όποτε μπορώ.

Από το 1997 και εξής κατοικείτε στην Αργεντινή και το Μπουένος Άιρες. Αισθάνεστε σαν στο σπίτι σας εκεί ξανά; Ή υπάρχουν ακόμα στιγμές που νιώθετε μια ορισμένη αποξένωση;

Με τα χρόνια της εξορίας, τα οκτώ που έζησα στην Κόστα Ρίκα και τις πιο σύντομες παραμονές σε άλλα μέρη, πρέπει να έζησα συνολικά δεκαοκτώ χρόνια μακριά από τη χώρα μου. Την περιπλάνηση την κουβαλάει κανείς στους ώμους του.

Όσο για την αποξένωση, τη βιώνουμε όλοι όσοι κατοικούμε στον πλανήτη, οπουδήποτε και να βρισκόμαστε.

Κι αυτό γιατί υφιστάμεθα τον νεοφιλελευθερισμό, τον μηχανισμό των μεγάλων μέσων ενημέρωσης και την παγκοσμιοποίηση τα οποία συνθλίβουν τους πολιτισμούς μας με τη βιομηχανία της επιπόλαιας διασκέδασης, προωθούν το άδειασμα από ιδέες και προάγουν έναν σφοδρό ατομικισμό που μας κάνει να βλέπουμε τον συνάνθρωπό μας σαν εχθρό.

Eυχαριστώ θερμά τον Χόρχε Μποκανέρα για την ποίησή του και τον χρόνο του. Τον ευχαριστώ, επίσης, για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Ευχαριστώ, τέλος, ιδιαιτέρως την Δήμητρα Αρκουμάνη (Εκδόσεις Τόπος) για την συμβολή της στη διεξαγωγή της συνέντευξης και την Αγαθή Δημητρούκα για τη φροντισμένη, ρέουσα μετάφραση των απαντήσεων του ποιητή στα ελληνικά.

Η ποιητική συλλογή του Χόρχε Μποκανέρα Τα μάτια του λόγου κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Τόπος σε μετάφραση της Αγαθής Δημητρούκα.



Τετάρτη 22 Ιουνίου 2022

Σαντιάγο Ρονκαλιόλο: «Στα βιβλία μου εξερευνώ την ανθρωπινότητα των τεράτων»

 

Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη)

Η σχέση πατέρα-γιου, η αναζήτηση της πατρίδας και η Εκκλησία ως καταπιεστικός εξουσιαστικός μηχανισμός «ανατέμνονται» με οξύτητα στο μυθιστόρημα του Περουβιανού Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, Αλλά ρύσαι ημάς από του Πονηρού.

Συνομιλώντας με τον συγγραφέα στην Αθήνα, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ ΛΕΑ.

Τα συλλυπητήριά μου για την απώλεια του πατέρα σου πέρσι.

Σε ευχαριστώ. Υπήρξε ένα γεγονός ιδιαιτέρως θλιβερό, λόγω του ότι πέθανε από κορονοϊό. Δεν μπορούσα να ταξιδέψω στο Περού για να τον αποχαιρετήσω.

Ρώτησα την αδερφή μου: «Πρέπει να πάω στο Περού;» «Γιατί; Για να σκοτώσεις και την μητέρα;» μου απάντησε. Έπρεπε, λοιπόν, να περιμένω πέντε μήνες μέχρι να πάω στο Περού. Για να τον αποχαιρετήσω και μόνο.

Με τον πατέρα μου συνηθίζαμε να μιλάμε πολύ σχετικά με την πολιτική, όχι για συναισθήματα.

Ακόμα και σήμερα, όταν βλέπω τις ειδήσεις στην Τηλεόραση, σκέφτομαι: «Πρέπει να τηλεφωνήσω στον πατέρα μου για ένα σχόλιο». Τότε συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει πλέον κάποιος να πάρω τηλέφωνο.

Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά σου, Αλλά ρύσαι ημάς από του Πονηρού, φαντάζομαι ότι είχε ολοκληρωθεί πολύ πριν τον θάνατο του πατέρα σου.

Ναι, αλλά πάντα διάβαζε τα βιβλία μου όταν εκδίδονταν και ποτέ δεν τα σχολίαζε. Μερικές φορές άκουγα τα σχόλιά του μέσω άλλων ανθρώπων

Ένας από τους κύριους αφηγηματικούς άξονες αυτού του μυθιστορήματος είναι η σχέση -ή η έλλειψη σχέσης- μεταξύ ενός πατέρα κι ενός γιου.

Τώρα που μιλάμε συνειδητοποιώ πως έχω γράψει πολλά βιβλία για εφήβους που αναζητούν τον πατέρα τους. Ποτέ δεν αποφάσισα κάτι τέτοιο, είναι από τα πράγματα που βρίσκονται μέσα σου, οι προσωπικοί σου δαίμονες.

Είναι αλήθεια ότι αποκτήσαμε μια πολύ καλή σχέση με τον πατέρα μου κατά το τέλος της ζωής του. Όταν, όμως, ήμουν έφηβος, η σχέση μας ήταν πολύ βίαιη επί χρόνια.

Έπρεπε να «χτίσω» την ταυτότητά μου σε σύγκρουση με τη δικιά του. Ήταν πολύ γνωστό πρόσωπο. Ένας από τους λόγους που έφυγα από το Περού ήταν πως εκεί θα ήμουν πάντα ο γιος του.

Μέχρι και σήμερα, πολλοί άνθρωποι στο Περού με αποκαλούν «Ραφαέλ», το όνομα του πατέρα μου.

Υπήρξε μια δυνατή προσωπικότητα.

Δυνατή, και μερικές φορές υπέροχη. Αντιφατική, πάντως, με έναν πολύ έντονο τρόπο. Ήταν ο λόγος που βρεθήκαμε στο Μεξικό, όταν εξορίστηκε το 1977. Γι’ αυτό και μεγάλωσα εκεί.

Εκείνη την περίοδο ήταν δημοσιογράφος, δεν εμπλεκόταν σε αντάρτικες επιχειρήσεις. Είχε, όμως, πλαστό αργεντίνικο διαβατήριο με διαφορετικό όνομα. Ποτέ δεν εξήγησε γιατί. Υπήρχαν πολλά μυστικά για τα οποία δε μίλησε ποτέ.

Ίσως γι’ αυτό γράφω βιβλία σχετικά με μυστικά, πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι δε θέλουν να μιλήσουν. Αν, λοιπόν, δε θέλεις να μιλήσεις για κάτι, νομίζω ότι εκεί υπάρχει ένα βιβλίο.

Στο Αλλά ρύσαι... ο Γιέιμς κι ο πατέρας του δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν μια συνομιλία.

Όχι κάποια ουσιαστική, σε κάθε περίπτωση.

Είναι πέραν των δυνάμεών τους.

Με τον δικό μου πατέρα αποκαταστήσαμε τη σχέση μας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του. Και ποτέ δε μιλήσαμε για το παρελθόν. Όταν πλησίαζε τον θάνατο, άρχισε να δείχνει πως ένιωθε ενοχή για τη φρικτή παιδική ηλικία μου.

«Είναι πολύ αργά γι’ αυτά. Ξέχασέ τα, σε συγχωρώ. Ας μιλήσουμε για πολιτική», του έλεγα.

Υπήρξε συγκρουσιακή εμπειρία αυτή η συνομιλία;

Οι πολιτικοί συνήθως δεν εκφράζουν πολιτικές απόψεις. Οι αφελείς πολίτες το κάνουν. Οι πολιτικοί διατυπώνουν αναλύσεις. Ξέρουν ότι υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται διαφορετικά, και επιδιώκουν να τους κερδίσουν.

Παίζουν σκάκι, κι ο πατέρας μου ήταν ένας σκακιστής. Συζητούσε για την πολιτική σαν να έπαιζε σκάκι.

Μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον έβρισκα τους άλλους κάπως αφελείς.

Ήσουν, επομένως, πιο υποψιασμένος, πιο σαρκαστικός απέναντί τους.

Ο πατέρας μου διέθετε έντονα σαρκαστικό χιούμορ. Ήταν πιο αριστερόστροφος από μένα. Δεν είμαι δεξιός, πιο πολύ σκεπτικιστής.

Ο σκεπτικισμός είναι μια διανοητική στάση που ενθαρρύνει την πνευματική ανεξαρτησία, δεν έχει ένα παγιωμένο ιδεολογικό πρόσημο.

«Οι πολιτικοί μάς χρειάζονται», σκεφτόμουν, «αλλά στην πραγματικότητα δε νοιάζονται. Αυτό είναι η δημοκρατία».

Εκείνος ήθελε, το είχε ανάγκη να πιστεύει στην πολιτική πιο πολύ από μένα. Ήθελε οι αριστεροί να είναι οι καλοί.

Ο πυρήνας των προβλημάτων μας εντοπίζεται στη δεκαετία του 1990. Για τον πατέρα μου, τους φίλους του και πολλούς άλλους το νόημα της ζωής τους κατέρρευσε με την περεστρόικα. Όλα αποδείχτηκαν ένα ψέμα.

Τότε ήμουν δεκαπέντε, και ήθελα να γίνω επαναστάτης. Είναι εξαιρετικά περίπλοκο, ωστόσο, να είσαι επαναστάτης με έναν πατέρα που αντιτίθεται στον ολοκληρωτισμό, κατέχει πλαστό διαβατήριο και διώκεται από τον νόμο!

Μπορεί να κοιμόντουσαν δέκα μεθυσμένοι φίλοι μου στο χολ, και δεν είχε πρόβλημα. Ήθελα να τον θυμώσω, κι ο μόνος τρόπος να το καταφέρω ήταν να είμαι δεξιός.

Συζητήσιμη επιλογή!

Όταν ήμουν δεκαεφτά, έγινε το πραξικόπημα του Φουτζιμόρι. Επιστρέφοντας στο σπίτι τού είπα: «Είναι σπουδαίο, να πάνε όλοι οι άχρηστοι πολιτικοί στα σπίτια τους!» Για πρώτη φορά, ήταν θυμωμένος.

«Πρέπει να χρησιμοποιείς πιο πολλά ναρκωτικά, ο εγκέφαλός σου είναι άχρηστος πλέον», μου είπε. (Γέλιο). Οπότε υπήρξα δεξιός για δύο εβδομάδες.

Πού τοποθετείς, λοιπόν, τον εαυτό σου πολιτικά;

Πρέπει να φτάσουμε σε μια συμφωνία, δεν ξέρω αν αυτό είναι ιδεαλιστικό ή πραγματιστικό. Προέρχομαι από μια χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση, να θυμάσαι. Όλοι έχουν υπέροχες ιδέες για τη δικαιοσύνη, αλλά επικρατεί ένα χάος.

Όταν, αργότερα, έκανα έρευνες σχετικά με τους έγκλειστους, δε διέφεραν και τόσο πολύ από τους άλλους.

Πιστεύω πως πρέπει να κάτσουμε και να μιλήσουμε, κι αυτό γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκο. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι είναι χωμένοι στην ταυτότητά τους -αριστερή, δεξιά, εθνικιστική, θρησκευτική-, και θέλουν τη «φυλή» τους.

Είναι διατεθειμένοι ν’ αποδεχτούν όσα η «φυλή» τούς υποδείξει και να εμπλακούν σε πόλεμο με τους υπόλοιπους.

Είμαστε όλοι διαφορετικοί, και πρέπει να υπερβούμε τα κλισέ και τις προκαταλήψεις μας.

Αυτό μου ακούγεται ιδεαλιστικό.

Είναι, όμως, πραγματιστικό.

Το πρόσωπο που πιο πολύ θαυμάζω στη ζωή μου ήταν o Hubert Lanssiers, ένας Βέλγος ιερέας με τον οποίο δούλευα στις φυλακές στο Περού πολλά χρόνια πριν.

Οι φυλακές ήταν ένα επικίνδυνο μέρος, και οι έγκλειστοι της οργάνωσης Φωτεινό Μονοπάτι τις καταλάμβαναν και τις καθιστούσαν ελεύθερες ζώνες. Πυροβολούσαν τους αστυνομικούς, κι εκείνοι έκαναν το ίδιο.

Ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να τους κάνει να μιλήσουν ήταν αυτός ο ιερέας. Ήταν διαμεσολαβητής, επαναστάτης και αναγνώριζε ανθρώπους.

Δεν τον ένοιαζε αν ήσουν τρομοκράτης ή αστυνομικός. Ήθελε απλώς να ζήσεις. Και για να συμβεί αυτό χρειαζόσουν τους άλλους. Γι’ αυτό επιδίωκε την επαφή ανάμεσα σε διαφορετικούς ανθρώπους.

Τον σέβονταν άνθρωποι που θα μπορούσαν να τον έχουν σκοτώσει. Θέλω να γίνω σαν κι αυτόν.

Θεωρείς τον εαυτό σου θρησκευόμενο ή άνθρωπο με θρησκευτικά ερωτήματα και ανησυχίες;

Ως συγγραφέας ίσως να είμαι ο θρησκευόμενος, όταν όλοι οι υπόλοιποι είναι απολύτως άθεοι.

Δεν πηγαίνω σε λειτουργίες, αλλά πιστεύω ότι είναι ανόητο να θεωρούμε πως υπάρχουν μόνο όσα μπορούμε να καταλάβουμε. Την τύφλα μας καταλαβαίνουμε!

Πέσ’ το σύμπαν, πέσ’ το αρμονία- δεν είναι ένας τύπος με γενειάδα, νομίζω. Αλλά υπάρχει μια σύνδεση με το άγνωστο, που για μένα είναι πιθανή μέσω της τέχνης, της θρησκείας ή της τρέλας. Αυτά τα πεδία είναι πέραν της κατανόησής μας.

Γράφω πολύ γι’ αυτά, όπως και για θρησκευτικά ζητήματα.

Το Αλλά ρύσαι.. δεν άπτεται μόνο του βιώματος της θρησκευτικής πίστης, αλλά συνιστά και μια πολεμική εναντίον της θρησκείας ως καταπιεστικού εξουσιαστικού μηχανισμού.

Η Εκκλησία είναι ένας πολιτικός θεσμός. Η πίστη είναι κάτι άλλο.

Ο καθολικισμός, ιδίως, κατέχει ισχυρή εξουσία.

Και διεθνή. Οι αποικίες δημιουργήθηκαν υπό την εξουσία του σταυρού.

Η πίστη, από την άλλη, συνιστά προσωπικό βίωμα. Πηγαίνω σε θρησκευτικές τελετές οποτεδήποτε μπορώ, κυρίως όταν ταξιδεύω και κυρίως σε καθολικές χώρες.

Έχω πάει και σε τελετές σε ορθόδοξες χώρες, όμως, κι είναι όμορφα. Μου αρέσει η ατμόσφαιρα. Είσαι σε επαφή με κάτι, νομίζω.

Με το άγνωστο, που λες.

Ασχολούμαι με το άγνωστο. Τα βιβλία μου αφορούν σε ανθρώπους που πλησιάζουν το άγνωστο. Και δεν ξέρουν αν θέλουν να διασχίσουν αυτό το σύνορο.

Όποια μορφή κι αν το άγνωστο προσλάβει: τη σχέση με ένα μέλος της οικογένειας, την πατρίδα, την εξορία...

Ή τον θάνατο. Ο φόβος είναι ένας τρόπος ν’ αντιληφθεί το σώμα μας πως πλησιάζει το άγνωστο.

Οι χαρακτήρες μου βρίσκονται συνήθως ενώπιον των μεγάλων φόβων τους, ιδίως τον φόβο τού να είσαι ένα τέρας. Στα βιβλία μου εξερευνώ την ανθρωπινότητα των τεράτων.

Στο Αλλά ρύσαι..., ο Σεμπαστιάν έχει ανάγκη ν’ αγαπηθεί, έχει ανάγκη έναν πατέρα, μια οικογένεια.

Μια θρησκευτική οργάνωση, όπως αυτή που παρουσιάζω, εκμεταλλεύεται αυτή την ανάγκη, δηλώνοντας: «Εμείς θα γίνουμε ο πατέρας σου». Και αποκόπτουν τη σύνδεσή του με κάθε άλλον. Ελέγχουν τα πάντα.

Κι αυτό είναι μυθοπλαστικό όσο και πραγματικό.

Το μαρξιστικό Φωτεινό Μονοπάτι θα έκανε τα ίδια με εφήβους που χρειάζονται έναν πατέρα. Όταν είσαι έφηβος και δε βρίσκεις τη θέση σου στον κόσμο, υποφέρεις γιατί αισθάνεσαι διαφορετικός.

Αυτή η μαρξιστική αντάρτικη οργάνωση ήταν κατά κάποιον τρόπο πολύ θρησκευτική. Απλώς άλλαξαν τον Θεό με την Ιστορία. Πίστευαν στο υπερβατικό.

Κατά μια παράξενη σύμπτωση, κι ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν, ο ιδρυτής του Φωτεινού Μονοπατιού, πέθανε πέρσι. Υπάρχει κάτι θετικό στην παρακαταθήκη της οργάνωσης ή αντιτίθεσαι πλήρως στην πολιτική βία/αντιβία;

Δεν επρόκειτο για βία, αλλά για σκληρότητα. Δεν ήταν ένας δημοφιλής ηγέτης αντάρτικου. Κανένας δεν τον αγαπούσε στη χώρα. Μισούσε τους αριστερούς. Ήθελε να κερδίσει, και πήρε όλα τα ρίσκα.

«Οι χωρικοί πρέπει να διαλέξουν σε ποια πλευρά θα πεθάνουν», ήταν τα ακριβή λόγια του. Είχε μια μεσσιανική προσέγγιση, όπως κι ο Φουριάσε στο μυθιστόρημα.

Αν και ζεις στη Βαρκελώνη, διατηρείς στενή σχέση με το Περού. Πώς θα αξιολογούσες την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στη χώρα; Έχει υπάρξει κάποια αλλαγή, κάποια πρόοδος;

Όχι, η περουβιανή δημοκρατία έχει αυτοκτονήσει.

Οι άνθρωποι ήταν τόσο κουρασμένοι από τους πολιτικούς, που διάλεξαν χειρότερους από τους προηγούμενους. Τους πρώτους δέκα μήνες της θητείας της τρέχουσας κυβέρνησης άλλαζαν οι υπουργοί κάθε έξι μέρες.

Οι άνθρωποι ήταν δικαιολογημένα κουρασμένοι με τις ελίτ, και τους διανοούμενους, και ήθελαν κάτι διαφορετικό. Έχουμε, όμως, κάτι χειρότερο. Η αντιδημοφιλία της κυβέρνησης κυμαίνεται στο 85%. Τα πάντα καταρρέουν.

Το μίσος για τη διανόηση είναι τυπικό χαρακτηριστικό ολοκληρωτικών, φασιστικών νοοτροπιών.

Κουραζόμαστε από τη δημοκρατία, χάνουμε την πίστη μας σ’ αυτή. Στο Περού, τόσο η ακροαριστερά όσο και η ακροδεξιά είναι εξίσου άχρηστες, γιατί μισούν τους σκεπτόμενους ανθρώπους

Έχεις βρει τη θέση σου στο Περού η ακόμα την αναζητάς;

Έχω πολλά προβλήματα μ’ αυτό το ζήτημα. (Γέλιο).

Συμβαίνουν πράγματα με απρόσμενους τρόπους. Στην Ισπανία επί πολλά χρόνια θεωρούμουν Ισπανός. Όταν, όμως, άρχισα να γράφω για την Καταλονία, η αντίδραση δεν αφορούσε σ’ αυτά που έγραφα, αλλά στο ότι ήμουν ξένος.

Σοκαρίστηκα, γιατί νόμιζα πως ήμουν ένας από αυτούς. «Δεν μπορώ να συζητήσω αν έχω το δικαίωμα να μιλάω», σκέφτηκα. Παραμένω συνδεδεμένος με το Περού.

Και με τη Λίμα, τη γενέτειρά σου;

Περνώ πολλούς μήνες τον χρόνο εκεί.

Η σύνδεσή μου με τους αναγνώστες είναι υπέροχη, κάτι που με κάνει να πιστεύω ότι εξακολουθώ να είμαι ένας από αυτούς. Είμαι πολύ δημοφιλής, άρα αυτά που γράφω τους μιλούν γι’ αυτά που τους νοιάζουν.

Ίσως, όμως, αυτό συμβαίνει ακριβώς γιατί ζω στο εξωτερικό. Μπορώ να μιλήσω για σκοτεινά ζητήματα χωρίς να κινδυνεύω ν’ απολυθώ ή να μου υποβληθεί μήνυση.

Μιας κι έχεις βρεθεί τόσες φορές στην Ελλάδα, τη νιώθεις ενίοτε σαν δεύτερο ή τρίτο σπίτι σου;

Είσαι τα μέρη όπου σε αγαπούν ή όπου αγαπάς κάποιον. Τρία τέτοια μέρη έχω: το Περού, το Μεξικό και την Ισπανία. Μέρος της ταυτότητάς μας βρίσκεται σε καθεμιά από αυτές τις χώρες.

Απολαμβάνω πολύ το να έρχομαι στην Ελλάδα, που είναι ένα σπουδαίο μέρος να βρίσκεσαι.

Ο τρόπος ζωής στις μεσογειακές χώρες είναι ο καλύτερος για μένα: η σχέση με τη θάλασσα, το φαγητό, την κουβέντα. Οι άνθρωποι σε αγγίζουν, σε αγκαλιάζουν πιο πολύ από τους Βόρειους. Θα ήθελα να είμαι Έλληνας!

Ευχαριστώ θερμά την Ισμήνη Κουρούπη (Εκδόσεις Καστανιώτη) για την πολύτιμη συμβολή της στη διοργάνωση της συνέντευξης, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ ΛΕΑ.

Το μυθιστόρημα του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο Αλλά ρύσαι ημάς από του Πονηρού κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση του Κώστα Αθανασίου.