Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

Χόρχε Μποκανέρα: «Η σιωπή είναι συστατικό στοιχείο της ποίησης»

 


Ποιητής, κριτικός και δημοσιογράφος, ο Αργεντίνος, με ελληνικές καταβολές, Χόρχε Μποκανέρα είναι ίσως ο σημαντικότερος σύγχρονος Αργεντίνος ποιητής.

Η πρόσφατη κυκλοφορία της ποιητικής συλλογής του Τα μάτια του λόγου από τις Εκδόσεις Τόπος στάθηκε η αφορμή για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνομιλία μαζί του.

«Κάποιες φορές νομίζω πως ο ποιητής δε γεννιέται ούτε γίνεται. Ξεγίνεται», επισημαίνετε στην πρώτη γραμμή της εισαγωγής της προσωπικής ανθολογίας σας ποίησης Τα μάτια του λόγου.

Πρόκειται πιθανόν για έναν από τους πιο απρόσμενους ορισμούς της ποίησης που έχουν πέσει στην αντίληψή μου. Θα θέλατε να τον αναλύσετε;

Ήταν ένας τρόπος για να απαντήσω στην πολύ συχνή ερώτηση «αν ένας ποιητής γεννιέται ή γίνεται».

Ίσως ο ποιητής να «γεννιέται», με την έννοια του ότι από την παιδική ηλικία φαίνεται να είναι προικισμένος με μια ιδιαίτερη ευαισθησία.

Oπωσδήποτε πρέπει να «γίνεται», καθώς στην ποίηση δεν έχει αξία ο αυθορμητισμός, αλλά η τελειοποίηση όλων των εκφραστικών εργαλείων.

Όταν λέω ότι ο ποιητής «ξεγίνεται», αναφέρομαι στη διαδικασία αναζήτησης του καλλιτέχνη ο οποίος, μακράν του να επαφίεται σε ένα υποτιθέμενο έμφυτο ταλέντο ή στην παγίωση ενός επαγγέλματος, βυθίζεται στις εμμονές του και κατά κάποιον τρόπο αποσυναρμολογεί τον συμβατικό λόγο προκειμένου να διακρίνει αμυδρά ένα είδος πρωτογενούς χάους.

«Κάθε ποιητική έχει διαφορετική γένεση. Στην περίπτωσή μου συνδέεται με το λιμάνι όπου γεννήθηκα», συνεχίζετε. Με ποιους τρόπους σας έχει καθορίσει το ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον της γενέτειράς σας ως άνθρωπο και ποιητή;

Πέρασα τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου σε ένα μεγάλο λιμάνι στα νότια του Μπουένος Άιρες.

Ήταν ένα περιβάλλον πολλών γλωσσών - υπήρχαν μετανάστες, ξένοι, ναυτικοί, λιμενεργάτες, ψαράδες, φορτοεκφορτωτές, μουσικοί λαϊκών τραγουδιών και πλανόδια τσίρκα.

Και σίγουρα, αυτή η ατμόσφαιρα δουλειάς και καπηλειού που έχει κάθε μέρος που είναι πέρασμα, με σημάδεψε∙ ειδικά η άλως περιπέτειας και μυστηρίου που το περιβάλλει.

Η φαντασία μου πετούσε όταν το μυαλό μου σχημάτιζε ερωτήσεις αναφορικά με τους ανθρώπους που όργωναν τους χωματόδρομους εκεί:

Από πού έρχονταν; Ποιος ήταν ο επόμενος προορισμός τους; Είχαν επιζήσει από κάποιο ναυάγιο; Τους περίμενε κάποιος κάπου;

Πράγματα που αύξησαν την περιέργειά μου και διαμόρφωσαν έναν συγκεκριμένο τρόπο παρατήρησης του κόσμου. Ο Κουβανός ποιητής Ελισέο Ντιέγο τόνιζε ότι τον ποιητή τον διαφοροποιεί από τον υπόλοιπο κόσμο η ιδιότητα του να προσέχει.

Οι γρήγοροι ρυθμοί στους οποίους ζούμε σήμερα έρχονται σε αντίθεση με αυτή την άσκηση της παρατήρησης, αυτές τις παύσεις που κάποιοι που καταλαβαίνουν τις ερμηνεύουν ως ένταση της στιγμής.

Είστε συνδεδεμένος με την Ελλάδα με έναν «ομφάλιο λώρο» εντοπιζόμενο στην μητέρα σας και στον μετανάστη παππού σας που καταγόταν από τη Σάμο. Πώς έχει αυτός ο δεσμός εκδηλωθεί και μετασχηματιστεί με την πάροδο του χρόνου;

Πιστεύω ότι όποιος γεννιέται σε  λιμάνι γεννιέται με το ταξίδι μέσα του, και αυτό το πέρασμα από πάμπολλες χώρες που έχω βιώσει από τη νεότητά μου και μάλιστα κατά έναν τρόπο συνεχή, με έχει εγγράψει στην ίδια λίστα εξορισμένων, εκτοπισμένων, περαστικών και μεταναστών όπου βρίσκονται οι Ιταλοί παππούδες μου, από την πλευρά του πατέρα μου, και ο παππούς μου Αλέξανδρος Ήσυχος από τη Σάμο.

Με περιέβαλλε αυτή η ατμόσφαιρα «ξενικότητας» με αναφορές σε άγνωστες χώρες που αναζητούσαν μια θέση μέσα μου ξεκινώντας από την καθημερινή ζωή: λέξεις, χοροί, φαγητά, μουσική κ.λπ.

Ο Έλληνας παππούς μου έφερε αργότερα πολλά από τα αδέρφια του, κι έτσι δημιουργήθηκε μια πολυπληθής οικογένεια με ελληνικές ρίζες και, παρόλο που μεγάλωσα πιο κοντά στους Ιταλούς παππούδες μου, το ελληνικό στοιχείο αποτελεί κομμάτι της ταυτότητάς μου.

Με συγκινεί που το βιβλίο μου Τα μάτια του λόγου, το οποίο είχε ήδη εκδοθεί στην Ιταλία, εκδόθηκε από τον Τόπο και μάλιστα μεταφρασμένο από τη συγγραφέα Αγαθή Δημητρούκα.

«Κλείνοντας το βιβλίο με τα παιδικά παραμύθια σκέφτομαι πως η γλώσσα μου είναι αυτή η μικρή Κωφάλαλη, που δοκιμάζει φορέματα την ώρα που οι άλλοι κοιμούνται», αναλογίζεστε στην Ιστοριέτα.

Τι σηματοδοτεί η Κωφάλαλη; Είναι η ποίηση μια διαρκώς εξελισσόμενη απόπειρα ανάκτησης της γλώσσας ενός ανθρώπου- στη σιωπή;

Η σιωπή είναι συστατικό στοιχείο της ποίησης∙ ο χώρος όπου κυοφορείται το ποίημα, ενώ συγχρόνως αποτελεί κομμάτι της αναπνοής του. Η σιωπή λέγεται, απαγγέλλεται, διαβάζεται.

Από την άλλη, η ποίηση είναι επίσης θέμα πολλών βιβλίων μυθοπλασίας. Το βιβλίο μου με τίτλο Κωφάλαλη μιλάει περί αυτού, αν και όχι από εννοιολογική πλευρά.

Εγώ δουλεύω με χαρακτήρες, κάτι το οποίο προσδίδει μια κάποια θεατρικότητα: ο θηριοδαμαστής, ο μοτοσικλετιστής, τα σκιάχτρα, τα ζώα κ.λπ.

Η ηρωίδα του βιβλίου μου είναι ένα κορίτσι που δείχνει τη γλώσσα του στον δρόμο -ένα είδος κινηματογραφικής οθόνης απ’ όπου περνάνε εικόνες- και ζητάει ως αντάλλαγμα ένα κέρμα.

Αλλά το κέρμα πρέπει να είναι χρυσό και κάποιες φορές, για τον ποιητή, η γλώσσα είναι άδεια, κενή. Έτσι που η γραφή διαλύεται σε ό,τι της δίνεται και σε ό,τι της αντιστέκεται∙ μια εξερεύνηση που πολλές φορές καταλήγει σε ασυμφωνία.

«Πέρασα άγριες μέρες γιατί έχασα λέξεις. Ήταν μετρημένες κι ήταν, τελικά, αυτές που μετρούσαν. Ο χρόνος είναι ανελέητος. Όποιος χάνει λέξεις έχει τις μέρες μετρημένες», γράφετε στο Άθροισμα. Γιατί;

Πρόκειται για αναφορά σε μια διαχρονία∙ σε κάτι που θα έπρεπε να έχει γίνει ή να έχει εκφραστεί σε μια συγκεκριμένη στιγμή και δεν έγινε ή δεν ειπώθηκε.

Στο ποίημα Envíos (Aποστολές) -το οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Τα μάτια του λόγου-, γράφω: «Όλα όσα σου δίνονται, φτάνουν άκαιρα. / Ανάμεσα στο μάτι και στο χέρι υπάρχει άβυσσος».

Λες και ανάμεσα σε αυτό που επιθυμούμε και σε εκείνο που καταφέρνουμε να υπάρχει μια κομμένη γέφυρα. Από την άλλη, υπάρχει η πεποίθηση του ποιητή ότι οφείλει να αναζητήσει τις ακριβείς λέξεις και να μην τις εκτρέψει.

Εν πάση περιπτώσει, Γιάννη, όπως γνωρίζεις, είναι δύσκολο να εξηγήσουμε την ποίηση επειδή καθοδηγείται από τη διαίσθηση, από τα προαισθήματα και την αμφισημία.

«Ποιος γράφει; Η πείνα. (...) Ποιος απαντάει; Μια φωνή φαγωμένη», ισχυρίζεστε στον Μονόλογο του ανόητου. Για ποιο πράγμα «πεινάτε», υπαρξιακά μιλώντας;

Πιστεύω ότι αυτή η αδηφαγία για την οποία μιλάει το ποίημα είναι μια αναλογία του πάθους, μιας ανάγκης για να εκφραστεί κανείς την οποία την έχει στο αίμα του∙ μια «πείνα» που εισπνέει ερωτήσεις, μια λαιμαργία που, παραδόξως, τρέφεται από το κενό.

«Γεννιόμαστε για να πούμε αντίο», σημειώνετε στον Βασιλικό Φοίνικα. Φθειρόμαστε περισσότερο μετά από κάθε «αντίο»; Ή ίσως γινόμαστε δυνατότεροι και σοφότεροι ως άνθρωποι;

Πέρα από τις ετυμολογικές ερμηνείες που καταχωρούν το «αντίο» (adiós) ως έναν χαιρετισμό προερχόμενο από έναν παλαιότερο τύπο, τον «πήγαινε στην ευχή του Θεού» (te encomiendo a Dios), προσπάθησα απλώς να υπογραμμίσω την εφήμερη μοίρα που μας έχει τύχει.

Σε ένα άλλο ποίημα του βιβλίου, το Κατρίνα, μιλάω για τον λεπτοδείκτη του ρολογιού που με το τικ τακ του μας λέει «γεια σας και αντίο».

Καταφεύγω στα αντίθετα για να αποδείξω το φευγαλέο της ζωής. Δεν ξέρω τι συμβαίνει στους άλλους με το «αντίο»∙ στη δική μου περίπτωση, οι αποχαιρετισμοί μού φέρνουν πάντα λύπη.

«Η μνήμη κάποιες φορές είναι σαν μια πελώρια πέτρα στην αγκαλιά ενός παιδιού», συμπεραίνετε Προσευχή για έναν ξένο. Είναι η μνήμη ένα βάρος για εσάς; Ή και μια πηγή αναζωογόνησης;

Η μνήμη που μας κρατάει ζωντανούς και μας προεκτείνει στο μέλλον είναι ουσιαστική, προπαντός σε μια χώρα όπου δικάζουν ακόμα τους δυνάστες της δικτατορίας για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Υπάρχει ένα δημοφιλές σύνθημα που μας παρακινεί, το αίτημα για: «μνήμη, αλήθεια και δικαιοσύνη».

Σήμερα, σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, υπάρχει ένα οπισθοδρομικό πολιτικό ρεύμα που θέλει να κουκουλώσει το παρελθόν, γεγονός που θα ισοδυναμούσε με το σβήσιμο της Ιστορίας κάθε λαού.

Ένα παράδειγμα μόνο: εδώ, μόλις πριν από λίγα χρόνια, μια υπερσυντηρητική κυβέρνηση έβγαλε τις μορφές των εθνικών ηρώων από τα χαρτονομίσματα κι έβαλε μορφές ζώων.

Στη διάρκεια της στρατιωτικής χούντας στην Αργεντινή καταφύγατε στο Μεξικό, όπου παραμείνατε μέχρι την επάνοδο της (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας. Πόσο επώδυνη ήταν η αυτοεξορία σας και πώς αυτή η περίοδος επηρέασε τη γραφή σας;

Όταν αυτοεξορίστηκα εξαιτίας της δικτατορίας, που πήρε την εξουσία το 1976 ως το 1984 με κόστος τριάντα χιλιάδες αγνοούμενους και χιλιάδες φυλακισμένους και εκτοπισμένους, δεν είχα ξεκάθαρο το πού θα πήγαινα.

Σκέφτηκα τη Βολιβία, αλλά η ρότα άλλαζε και, ταξιδεύοντας περίπου για έξι μήνες, πέρασα από διάφορες χώρες, σχεδόν όλες με στρατιωτικές κυβερνήσεις. Νομίζω πως αυτό καθόρισε τον προορισμό μου.

Κι εκεί, στο Μεξικό, όπου έφτασα όταν ήμουν είκοσι τεσσάρων χρόνων, διαμορφώθηκα ως δημοσιογράφος και συγγραφέας. 

Για την εξορία θα έλεγα ότι είναι πάντα δυστυχία το να ζει κανείς αποκομμένος, με την επιστροφή του αβέβαιη και με την οικογένειά του να παραμένει σε ομηρία.

Τότε έγραψα αυτόν τον στίχο: «Ό,τι δεν είναι μήτρα, είναι ύπαιθρο». Πιστεύω πως ναι, η εμπειρία αυτή επηρέασε τη γραφή μου, διεύρυνε την οπτική μου για τον κόσμο και μ’ έκανε να γνωρίσω άλλες πραγματικότητες.

Πάντα θα είμαι ευγνώμων στο Μεξικό, όπου βρήκα καταφύγιο, οικογένεια και δουλειά.

«Επέστρεψα από την εξορία, γύρισα στο πουθενά», επισημαίνετε στο Ξένος (δύο). Βιώσατε την Αργεντινή ως πολιτικό/πολιτισμικό ερημότοπο μόλις βρεθήκατε πάλι στη χώρα;

Δεν πιστεύω σ’ αυτό που κάποιοι αποκαλούν «τέλος εξορίας»∙ η ξενικότητα δεν τελειώνει με την επιστροφή στην πατρίδα.

Επέστρεψα το 1984, με τον ερχομό της δημοκρατίας στην Αργεντινή, όταν άρχιζε να βιώνει κανείς έναν πολιτιστικό και πολιτικό αναβρασμό.

Από τότε συμμετέχω σε όλο αυτό το γίγνεσθαι, αλλά την περιπλάνηση την κουβαλάει κανείς σαν σήμα κατατεθέν, σαν πεπρωμένο∙ η εξορία εκείνη ήταν οδυνηρή, αλλά για μένα ήταν επιπλέον και πηγή μάθησης.

Μερικά χρόνια μετά τον γυρισμό σας στην Αργεντινή, το 1989, μετακομίσατε στην Κόστα Ρίκα. Ποια ανάγκη υπαγόρευσε αυτή την επιλογή;

Είχα ήδη ζήσει στην Κόστα Ρίκα, όπου είχα κάνει καλούς φίλους κι όπου η δημοσιογράφος πρώην σύζυγός μου είχε τη δυνατότητα να ανοίξει ένα παράρτημα ειδησεογραφικού πρακτορείου.

Το είδαμε ως ευκαιρία για αλλαγή τη στιγμή που, στην Αργεντινή, έπαιρνε την εξουσία μια κυβέρνηση η οποία, από επιπολαιότητα και διαφθορά, ρήμαξε το κράτος.

Έζησα στην Κόστα Ρίκα οκτώ χρόνια. Έγραφα ποίηση, έκανα δημοσιογραφία και παρέδιδα μαθήματα. Ήταν ωραία χρόνιαεπιστρέφω εκεί όποτε μπορώ.

Από το 1997 και εξής κατοικείτε στην Αργεντινή και το Μπουένος Άιρες. Αισθάνεστε σαν στο σπίτι σας εκεί ξανά; Ή υπάρχουν ακόμα στιγμές που νιώθετε μια ορισμένη αποξένωση;

Με τα χρόνια της εξορίας, τα οκτώ που έζησα στην Κόστα Ρίκα και τις πιο σύντομες παραμονές σε άλλα μέρη, πρέπει να έζησα συνολικά δεκαοκτώ χρόνια μακριά από τη χώρα μου. Την περιπλάνηση την κουβαλάει κανείς στους ώμους του.

Όσο για την αποξένωση, τη βιώνουμε όλοι όσοι κατοικούμε στον πλανήτη, οπουδήποτε και να βρισκόμαστε.

Κι αυτό γιατί υφιστάμεθα τον νεοφιλελευθερισμό, τον μηχανισμό των μεγάλων μέσων ενημέρωσης και την παγκοσμιοποίηση τα οποία συνθλίβουν τους πολιτισμούς μας με τη βιομηχανία της επιπόλαιας διασκέδασης, προωθούν το άδειασμα από ιδέες και προάγουν έναν σφοδρό ατομικισμό που μας κάνει να βλέπουμε τον συνάνθρωπό μας σαν εχθρό.

Eυχαριστώ θερμά τον Χόρχε Μποκανέρα για την ποίησή του και τον χρόνο του. Τον ευχαριστώ, επίσης, για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Ευχαριστώ, τέλος, ιδιαιτέρως την Δήμητρα Αρκουμάνη (Εκδόσεις Τόπος) για την συμβολή της στη διεξαγωγή της συνέντευξης και την Αγαθή Δημητρούκα για τη φροντισμένη, ρέουσα μετάφραση των απαντήσεων του ποιητή στα ελληνικά.

Η ποιητική συλλογή του Χόρχε Μποκανέρα Τα μάτια του λόγου κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Τόπος σε μετάφραση της Αγαθής Δημητρούκα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου