Μίτρα Φαραχανί (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός) |
Στο ευρηματικό ντοκιμαντέρ της Τα λέμε την Παρασκευή, Ροβινσώνα, η Ιρανογαλλίδα σκηνοθέτρια, εικαστικός και παραγωγός ταινιών Μίτρα Φαραχανί «ενορχηστρώνει» μια εξ αποστάσεως συνομιλία δύο «ιερών τεράτων» της παγκόσμιας διανόησης: του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και του Ιμπραήμ Γκολεστάν.
Συναντιόμαστε
μαζί της στο πλαίσιο του 12ου
ΦΠΚΑ, όπου το φιλμ πραγματοποίησε την πανελλήνια πρεμιέρα του.
Σε
ζηλεύω λίγο.
Γιατί;
Eπειδή με αφορμή το ντοκιμαντέρ σου Τα
λέμε την Παρασκευή, Ροβινσώνα είχες την ευκαιρία να αλληλεπιδράσεις και
να δουλέψεις με ανθρώπους όπως ο Γκοντάρ κι ο Γκολεστάν, οι οποίοι σε άλλους θα
μπορούσαν να προκαλέσουν δέος.
Κάθε Παρασκευή, στο
πλαίσιο της ταινίας, λάμβανα από τον Γκοντάρ κωδικοποιημένα emails που έπρεπε να ερμηνεύσω.
Έπρεπε να κινηθώ σε όλους
τους κλάδους -στη φιλοσοφία, στην ιστορία, στην ποίηση- ώστε να κατανοήσω τι
έλεγε, και αν αυτό συνδεόταν με τα όσα έγραφε σε προηγούμενο μήνυμά του ή όντως
έβγαζε νόημα.
Υπήρχε ασφαλώς και μια
διάσταση απόλαυσης στην απόπειρα αυτής της κατανόησης.
Ταυτόχρονα υπήρξε μια
ταχεία διαδικασία και έπρεπε να αντιληφθώ τι έλεγε και σκεφτόταν ο Γκολεστάν,
προκειμένου να απαντήσει την επόμενη Παρασκευή.
Αυτή η επικοινωνία δεν
έχει σταματήσει, αν και η ταινία έχει ολοκληρωθεί. Απλώς έχω κατανοήσει πώς να
«διαβάζω» την γκονταρική γλωσσική πρακτική.
Ποια
είναι σχέση σου με τον Γκολεστάν και τη συγγραφική/σκηνοθετική δουλειά του;
Ο Γκολεστάν στ’ αλήθεια
συγκροτεί έναν άλλο κόσμο. Το να τον καταλάβω και να τον συντροφεύω ενείχε
άλλες περιπλοκές.
Είναι ένας επαΐων, ένας
σοφός με την παλιά έννοια του όρου.
Στις μέρες μας, δύσκολα συναντάς τέτοιους ανθρώπους. Είναι σαν ένας επιστήμονας
φιλόσοφος από το παρελθόν.
Από
την Αναγέννηση, ίσως.
Μπορούσε να συζητά για τα
πάντα. Κάποιος βλέπει μόνο όσα είναι κοντά του. Εκείνος, αντιθέτως, μπορούσε να
δει πολύ μακριά. Με λογική βασισμένη στην ποίηση, πάντα απρόσμενος και
προχωρημένος.
Στο τέλος συνειδητοποίησα
ότι ήταν ο πιο κατάλληλος άνθρωπος που θα μπορούσε να τοποθετηθεί ενώπιον του
Γκοντάρ.
Εκτιμάς
πως υπάρχει κάποιο κοινό έδαφος ανάμεσά τους, κάποιες εκλεκτικές συγγένειες;
Η οπτική τους είναι η
πολύ κοινή, όλη αυτή η πρόσδεση με τη λέξη. Με τον ίδιο τρόπο που είναι
αποσυνδεδεμένοι από τον κόσμο συνδέονται με την κριτική. Γι’ αυτό και ο Γκοντάρ
συνέχισε την επικοινωνία.
Νόμιζα ότι κάθε Παρασκευή
θα ήταν η τελευταία, αλλά δεν ήταν. Στον Γκοντάρ άρεσε ο τρόπος που ο Γκολεστάν
αντιστεκόταν στη διαδικασία.
Και
οι δύο απολάμβαναν ακόμα και τις αντιστάσεις στην προσπάθειά τους να
κατανοήσουν ο ένας τον άλλο, πάντως.
Μέχρι που και οι δύο
χρειάστηκε να νοσηλευτούν, και κατόπιν αντάλλαξαν φωτογραφίες από τον χρόνο που
βρίσκονταν στο νοσοκομείο. Τότε υπερέβησαν τη γλώσσα. Συγκινητική στιγμή.
Πώς
είναι το να βρίσκεσαι μαζί τους όταν κάθονται, περπατάνε, μιλάνε;
Αποτελεί μια διαρκή
έκπληξη. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί μετά. Δεν μπορείς να φανταστείς τον τρόπο
που θα εκληφθεί αυτό που τους λες.
Αν τους αφήσεις μόνους
τους σ’ ένα δωμάτιο, είτε κάποιος τους κοιτάζει είτε όχι, θα παραμείνουν οι
ίδιοι. Αυτό εκτιμώ πιο πολύ στον Γκοντάρ και στον Γκολεστάν, την ειλικρίνειά
τους. Περισσότερο κι απ’ τη φιλοσοφία τους.
Δεν
«παίζουν».
Παίζουν, αλλά παραμένουν
οι ίδιοι. Σαν ήρωες μυθιστορήματος. Η φιλοσοφία γίνεται ζωή, η ζωή μετατρέπεται
σε φιλοσοφία.
Ίσως
δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτό, αλλά πώς νομίζεις ότι έφτασαν σ’ αυτή την ηλικία
-ο Γκολεστάν είναι σχεδόν 100, ο Γκοντάρ 92-, παραμένοντας όχι απλώς βιολογικά,
αλλά και διανοητικά ζωντανοί;
Eίναι ιδιοφυίες. Πρόκειται για κάτι
επιστημονικό!
Ο Γκολεστάν, για
παράδειγμα, έχει κάτι να πει για κάθε ζήτημα που θέτεις. Οι ιδιοφυίες σίγουρα
διαθέτουν κάποιες διαφορετικές ποιότητες. Δε θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά.
Μιας
και η ταινία σου «ενορχηστρώνει» τη φανταστική «συνάντηση» δύο «ιερών τεράτων»,
πιστεύεις ότι το σινεμά ως μέσο -ιδίως το πειραματικό- αποτελεί ένα εργαλείο
που διευκολύνει τις διαπολιτισμικές συναντήσεις;
Είναι ένα μέσο όπου
ενυπάρχουν οι λέξεις και η εικόνα. Η ζωγραφική και η μουσική είναι κάτι
διαφορετικό.
Στον κινηματογράφο συνυφαίνονται
γλώσσα, λέξεις, εικόνα, σκέψη. Είναι ένας άμεσος και εύκολος τρόπος να
μεταδίδεις τη σκέψη, γι’ αυτό και ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις το πνεύμα
ενός διανοούμενου.
Γι’
αυτό κι εσύ αποφάσισες να χρησιμοποιήσεις την κάμερα, αντί για οποιοδήποτε άλλο
εργαλείο, προκειμένου να αναπτύξεις μια πιο προσωπική σχέση με τους συγκεκριμένους
ανθρώπους;
Χρησιμοποιώ την κάμερα
σαν ζητιάνα. Μ’ αυτή «ζητιανεύω» λέξεις και εικόνες.
Τι
λαμβάνεις ως «ζητιάνα»;
Στην περίπτωση της
συγκεκριμένης ταινίας ήταν σαν να ζω με δύο φιλοσόφους. Μετά από αυτή είναι
δύσκολο να διατηρήσω τις εμμονές που είχα πριν. Το βλέμμα και η σκέψη μου έχουν
αλλάξει.
Έχεις
σπουδάσει καλές τέχνες και είσαι επίσης ζωγράφος. Πώς αυτό επικοινωνεί με τη
φιλμική σου δουλειά;
Όχι άμεσα.
Όταν, όμως, κάνω μοντάζ,
είναι σαν να ζωγραφίζω. Όπως σβήνω μια στρώση χρώματος μετά την άλλη, κατά τον
ίδιο τρόπο μοντάρω μια ταινία. Κάπως έτσι είναι και η ζωή.
Ζωγραφίζω για να
βιοποριστώ, όπως μια εργάτρια, για να χρηματοδοτήσω τη ζωή και τις ταινίες μου.
Δεν έχω άλλη απαίτηση πέρα από αυτή. Δε νομίζω ότι μπορώ ν’ αλλάξω το κόσμο με
τη ζωγραφική. (Γέλιο).
Με
το σινεμά;
Ναι, γιατί ξέρω πού
στέκομαι σ’ αυτό το πεδίο.
Στην περίπτωση της
ζωγραφικής, ένα άτομο ή μια οικογένεια αγοράζουν κι έχουν στην κατοχή τους έναν
πίνακα. Στον κινηματογράφο κανένας δεν αγοράζει τα φιλμ. Το σινεμά ανήκει στο
κοινό.
Βγαίνοντας από μια
αίθουσα οι θεατές μπορεί να είναι ευτυχισμένοι, θυμωμένοι- τα πάντα. Το σινεμά
είναι περισσότερο από μια απλή θέαση.
H προηγούμενη ταινία μου, Fifi howls from happiness,
αφορούσε στον Bahman
Mohassess,
έναν φιλόσοφο που επίσης άλλαξε πολλά στη ζωή μου. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, εκείνο
το φιλμ ανήκει σε όσους είναι επηρεασμένοι από αυτόν.
Είσαι αρκετά προνομιούχα -ίσως και τυχερή-, καθώς πατάς και με τα δύο «πόδια» σε δύο κουλτούρες, την ιρανική και τη γαλλική. Πώς βιώνεις αυτές τις διαστάσεις της ταυτότητάς σου;
Αυτό που αντλώ, που είναι
το «πιάτο ημέρας» είναι η γλώσσα, η ποίηση, κι αυτό που κρατώ είναι η λέξη. Οι
δύο διαστάσεις συγκεράζονται.
Σε
αντίθεση με τον Γκοντάρ, ο οποίος -τουλάχιστον στην ταινία σου- δε θέλει να μας
αποκαλύψει αν εξακολουθεί να πιστεύει στο σινεμά, εσύ όντως πιστεύεις.
Πιστεύω πολύ. Είναι κάτι
πολύ σωματικό. Το σινεμά καταστρέφει επίσης.
Υπάρχουν
αρκετά κοινά παγκοσμίως για να συντηρήσουν τον πειραματικό κινηματογράφο;
Κάθε φιλμ βρίσκει το
κοινό του, νομίζω.
Υπάρχουν δύο είδη σινεμά:
αυτό με το κεφαλαίο «Σ», και εκείνο με το μικρό «σ». Το πρώτο συμπυκνώνεται,
για παράδειγμα, στις Κάννες.
Το δεύτερο συχνά
αποκαλείται «ανεξάρτητο», ένας όρος που ποτέ δε μου άρεσε, και αφορά σε έναν
άλλο τρόπο επικοινωνίας και συσχέτισης.
Δεν αναγνωρίζω τον εαυτό
μου στη βιομηχανία του κινηματογράφου, αν και με συναρπάζει. Είναι ένας άλλος
κόσμος στον οποίο νιώθω σαν φυλακισμένη
Όπου, όμως, δεν μπορούμε
να καταστρέψουμε, δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε. Αν κάποια μέρα καταφέρω να
λειτουργήσω έτσι στο σινεμά με κεφαλαίο «Σ», θα το κάνω.
Ευχαριστώ
θερμά τις Ελίζα
Σόρογκα και Ευάννα Βενάρδου (12ο ΦΠΚΑ) για την πολύτιμη συμβολή τους στη διοργάνωση της συνέντευξης, η οποία πραγματοποιήθηκε
στο πλαίσιο του 12ου ΦΠΚΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου