Τετάρτη 22 Ιουνίου 2022

Σαντιάγο Ρονκαλιόλο: «Στα βιβλία μου εξερευνώ την ανθρωπινότητα των τεράτων»

 

Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη)

Η σχέση πατέρα-γιου, η αναζήτηση της πατρίδας και η Εκκλησία ως καταπιεστικός εξουσιαστικός μηχανισμός «ανατέμνονται» με οξύτητα στο μυθιστόρημα του Περουβιανού Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, Αλλά ρύσαι ημάς από του Πονηρού.

Συνομιλώντας με τον συγγραφέα στην Αθήνα, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ ΛΕΑ.

Τα συλλυπητήριά μου για την απώλεια του πατέρα σου πέρσι.

Σε ευχαριστώ. Υπήρξε ένα γεγονός ιδιαιτέρως θλιβερό, λόγω του ότι πέθανε από κορονοϊό. Δεν μπορούσα να ταξιδέψω στο Περού για να τον αποχαιρετήσω.

Ρώτησα την αδερφή μου: «Πρέπει να πάω στο Περού;» «Γιατί; Για να σκοτώσεις και την μητέρα;» μου απάντησε. Έπρεπε, λοιπόν, να περιμένω πέντε μήνες μέχρι να πάω στο Περού. Για να τον αποχαιρετήσω και μόνο.

Με τον πατέρα μου συνηθίζαμε να μιλάμε πολύ σχετικά με την πολιτική, όχι για συναισθήματα.

Ακόμα και σήμερα, όταν βλέπω τις ειδήσεις στην Τηλεόραση, σκέφτομαι: «Πρέπει να τηλεφωνήσω στον πατέρα μου για ένα σχόλιο». Τότε συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει πλέον κάποιος να πάρω τηλέφωνο.

Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά σου, Αλλά ρύσαι ημάς από του Πονηρού, φαντάζομαι ότι είχε ολοκληρωθεί πολύ πριν τον θάνατο του πατέρα σου.

Ναι, αλλά πάντα διάβαζε τα βιβλία μου όταν εκδίδονταν και ποτέ δεν τα σχολίαζε. Μερικές φορές άκουγα τα σχόλιά του μέσω άλλων ανθρώπων

Ένας από τους κύριους αφηγηματικούς άξονες αυτού του μυθιστορήματος είναι η σχέση -ή η έλλειψη σχέσης- μεταξύ ενός πατέρα κι ενός γιου.

Τώρα που μιλάμε συνειδητοποιώ πως έχω γράψει πολλά βιβλία για εφήβους που αναζητούν τον πατέρα τους. Ποτέ δεν αποφάσισα κάτι τέτοιο, είναι από τα πράγματα που βρίσκονται μέσα σου, οι προσωπικοί σου δαίμονες.

Είναι αλήθεια ότι αποκτήσαμε μια πολύ καλή σχέση με τον πατέρα μου κατά το τέλος της ζωής του. Όταν, όμως, ήμουν έφηβος, η σχέση μας ήταν πολύ βίαιη επί χρόνια.

Έπρεπε να «χτίσω» την ταυτότητά μου σε σύγκρουση με τη δικιά του. Ήταν πολύ γνωστό πρόσωπο. Ένας από τους λόγους που έφυγα από το Περού ήταν πως εκεί θα ήμουν πάντα ο γιος του.

Μέχρι και σήμερα, πολλοί άνθρωποι στο Περού με αποκαλούν «Ραφαέλ», το όνομα του πατέρα μου.

Υπήρξε μια δυνατή προσωπικότητα.

Δυνατή, και μερικές φορές υπέροχη. Αντιφατική, πάντως, με έναν πολύ έντονο τρόπο. Ήταν ο λόγος που βρεθήκαμε στο Μεξικό, όταν εξορίστηκε το 1977. Γι’ αυτό και μεγάλωσα εκεί.

Εκείνη την περίοδο ήταν δημοσιογράφος, δεν εμπλεκόταν σε αντάρτικες επιχειρήσεις. Είχε, όμως, πλαστό αργεντίνικο διαβατήριο με διαφορετικό όνομα. Ποτέ δεν εξήγησε γιατί. Υπήρχαν πολλά μυστικά για τα οποία δε μίλησε ποτέ.

Ίσως γι’ αυτό γράφω βιβλία σχετικά με μυστικά, πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι δε θέλουν να μιλήσουν. Αν, λοιπόν, δε θέλεις να μιλήσεις για κάτι, νομίζω ότι εκεί υπάρχει ένα βιβλίο.

Στο Αλλά ρύσαι... ο Γιέιμς κι ο πατέρας του δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν μια συνομιλία.

Όχι κάποια ουσιαστική, σε κάθε περίπτωση.

Είναι πέραν των δυνάμεών τους.

Με τον δικό μου πατέρα αποκαταστήσαμε τη σχέση μας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του. Και ποτέ δε μιλήσαμε για το παρελθόν. Όταν πλησίαζε τον θάνατο, άρχισε να δείχνει πως ένιωθε ενοχή για τη φρικτή παιδική ηλικία μου.

«Είναι πολύ αργά γι’ αυτά. Ξέχασέ τα, σε συγχωρώ. Ας μιλήσουμε για πολιτική», του έλεγα.

Υπήρξε συγκρουσιακή εμπειρία αυτή η συνομιλία;

Οι πολιτικοί συνήθως δεν εκφράζουν πολιτικές απόψεις. Οι αφελείς πολίτες το κάνουν. Οι πολιτικοί διατυπώνουν αναλύσεις. Ξέρουν ότι υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται διαφορετικά, και επιδιώκουν να τους κερδίσουν.

Παίζουν σκάκι, κι ο πατέρας μου ήταν ένας σκακιστής. Συζητούσε για την πολιτική σαν να έπαιζε σκάκι.

Μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον έβρισκα τους άλλους κάπως αφελείς.

Ήσουν, επομένως, πιο υποψιασμένος, πιο σαρκαστικός απέναντί τους.

Ο πατέρας μου διέθετε έντονα σαρκαστικό χιούμορ. Ήταν πιο αριστερόστροφος από μένα. Δεν είμαι δεξιός, πιο πολύ σκεπτικιστής.

Ο σκεπτικισμός είναι μια διανοητική στάση που ενθαρρύνει την πνευματική ανεξαρτησία, δεν έχει ένα παγιωμένο ιδεολογικό πρόσημο.

«Οι πολιτικοί μάς χρειάζονται», σκεφτόμουν, «αλλά στην πραγματικότητα δε νοιάζονται. Αυτό είναι η δημοκρατία».

Εκείνος ήθελε, το είχε ανάγκη να πιστεύει στην πολιτική πιο πολύ από μένα. Ήθελε οι αριστεροί να είναι οι καλοί.

Ο πυρήνας των προβλημάτων μας εντοπίζεται στη δεκαετία του 1990. Για τον πατέρα μου, τους φίλους του και πολλούς άλλους το νόημα της ζωής τους κατέρρευσε με την περεστρόικα. Όλα αποδείχτηκαν ένα ψέμα.

Τότε ήμουν δεκαπέντε, και ήθελα να γίνω επαναστάτης. Είναι εξαιρετικά περίπλοκο, ωστόσο, να είσαι επαναστάτης με έναν πατέρα που αντιτίθεται στον ολοκληρωτισμό, κατέχει πλαστό διαβατήριο και διώκεται από τον νόμο!

Μπορεί να κοιμόντουσαν δέκα μεθυσμένοι φίλοι μου στο χολ, και δεν είχε πρόβλημα. Ήθελα να τον θυμώσω, κι ο μόνος τρόπος να το καταφέρω ήταν να είμαι δεξιός.

Συζητήσιμη επιλογή!

Όταν ήμουν δεκαεφτά, έγινε το πραξικόπημα του Φουτζιμόρι. Επιστρέφοντας στο σπίτι τού είπα: «Είναι σπουδαίο, να πάνε όλοι οι άχρηστοι πολιτικοί στα σπίτια τους!» Για πρώτη φορά, ήταν θυμωμένος.

«Πρέπει να χρησιμοποιείς πιο πολλά ναρκωτικά, ο εγκέφαλός σου είναι άχρηστος πλέον», μου είπε. (Γέλιο). Οπότε υπήρξα δεξιός για δύο εβδομάδες.

Πού τοποθετείς, λοιπόν, τον εαυτό σου πολιτικά;

Πρέπει να φτάσουμε σε μια συμφωνία, δεν ξέρω αν αυτό είναι ιδεαλιστικό ή πραγματιστικό. Προέρχομαι από μια χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση, να θυμάσαι. Όλοι έχουν υπέροχες ιδέες για τη δικαιοσύνη, αλλά επικρατεί ένα χάος.

Όταν, αργότερα, έκανα έρευνες σχετικά με τους έγκλειστους, δε διέφεραν και τόσο πολύ από τους άλλους.

Πιστεύω πως πρέπει να κάτσουμε και να μιλήσουμε, κι αυτό γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκο. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι είναι χωμένοι στην ταυτότητά τους -αριστερή, δεξιά, εθνικιστική, θρησκευτική-, και θέλουν τη «φυλή» τους.

Είναι διατεθειμένοι ν’ αποδεχτούν όσα η «φυλή» τούς υποδείξει και να εμπλακούν σε πόλεμο με τους υπόλοιπους.

Είμαστε όλοι διαφορετικοί, και πρέπει να υπερβούμε τα κλισέ και τις προκαταλήψεις μας.

Αυτό μου ακούγεται ιδεαλιστικό.

Είναι, όμως, πραγματιστικό.

Το πρόσωπο που πιο πολύ θαυμάζω στη ζωή μου ήταν o Hubert Lanssiers, ένας Βέλγος ιερέας με τον οποίο δούλευα στις φυλακές στο Περού πολλά χρόνια πριν.

Οι φυλακές ήταν ένα επικίνδυνο μέρος, και οι έγκλειστοι της οργάνωσης Φωτεινό Μονοπάτι τις καταλάμβαναν και τις καθιστούσαν ελεύθερες ζώνες. Πυροβολούσαν τους αστυνομικούς, κι εκείνοι έκαναν το ίδιο.

Ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να τους κάνει να μιλήσουν ήταν αυτός ο ιερέας. Ήταν διαμεσολαβητής, επαναστάτης και αναγνώριζε ανθρώπους.

Δεν τον ένοιαζε αν ήσουν τρομοκράτης ή αστυνομικός. Ήθελε απλώς να ζήσεις. Και για να συμβεί αυτό χρειαζόσουν τους άλλους. Γι’ αυτό επιδίωκε την επαφή ανάμεσα σε διαφορετικούς ανθρώπους.

Τον σέβονταν άνθρωποι που θα μπορούσαν να τον έχουν σκοτώσει. Θέλω να γίνω σαν κι αυτόν.

Θεωρείς τον εαυτό σου θρησκευόμενο ή άνθρωπο με θρησκευτικά ερωτήματα και ανησυχίες;

Ως συγγραφέας ίσως να είμαι ο θρησκευόμενος, όταν όλοι οι υπόλοιποι είναι απολύτως άθεοι.

Δεν πηγαίνω σε λειτουργίες, αλλά πιστεύω ότι είναι ανόητο να θεωρούμε πως υπάρχουν μόνο όσα μπορούμε να καταλάβουμε. Την τύφλα μας καταλαβαίνουμε!

Πέσ’ το σύμπαν, πέσ’ το αρμονία- δεν είναι ένας τύπος με γενειάδα, νομίζω. Αλλά υπάρχει μια σύνδεση με το άγνωστο, που για μένα είναι πιθανή μέσω της τέχνης, της θρησκείας ή της τρέλας. Αυτά τα πεδία είναι πέραν της κατανόησής μας.

Γράφω πολύ γι’ αυτά, όπως και για θρησκευτικά ζητήματα.

Το Αλλά ρύσαι.. δεν άπτεται μόνο του βιώματος της θρησκευτικής πίστης, αλλά συνιστά και μια πολεμική εναντίον της θρησκείας ως καταπιεστικού εξουσιαστικού μηχανισμού.

Η Εκκλησία είναι ένας πολιτικός θεσμός. Η πίστη είναι κάτι άλλο.

Ο καθολικισμός, ιδίως, κατέχει ισχυρή εξουσία.

Και διεθνή. Οι αποικίες δημιουργήθηκαν υπό την εξουσία του σταυρού.

Η πίστη, από την άλλη, συνιστά προσωπικό βίωμα. Πηγαίνω σε θρησκευτικές τελετές οποτεδήποτε μπορώ, κυρίως όταν ταξιδεύω και κυρίως σε καθολικές χώρες.

Έχω πάει και σε τελετές σε ορθόδοξες χώρες, όμως, κι είναι όμορφα. Μου αρέσει η ατμόσφαιρα. Είσαι σε επαφή με κάτι, νομίζω.

Με το άγνωστο, που λες.

Ασχολούμαι με το άγνωστο. Τα βιβλία μου αφορούν σε ανθρώπους που πλησιάζουν το άγνωστο. Και δεν ξέρουν αν θέλουν να διασχίσουν αυτό το σύνορο.

Όποια μορφή κι αν το άγνωστο προσλάβει: τη σχέση με ένα μέλος της οικογένειας, την πατρίδα, την εξορία...

Ή τον θάνατο. Ο φόβος είναι ένας τρόπος ν’ αντιληφθεί το σώμα μας πως πλησιάζει το άγνωστο.

Οι χαρακτήρες μου βρίσκονται συνήθως ενώπιον των μεγάλων φόβων τους, ιδίως τον φόβο τού να είσαι ένα τέρας. Στα βιβλία μου εξερευνώ την ανθρωπινότητα των τεράτων.

Στο Αλλά ρύσαι..., ο Σεμπαστιάν έχει ανάγκη ν’ αγαπηθεί, έχει ανάγκη έναν πατέρα, μια οικογένεια.

Μια θρησκευτική οργάνωση, όπως αυτή που παρουσιάζω, εκμεταλλεύεται αυτή την ανάγκη, δηλώνοντας: «Εμείς θα γίνουμε ο πατέρας σου». Και αποκόπτουν τη σύνδεσή του με κάθε άλλον. Ελέγχουν τα πάντα.

Κι αυτό είναι μυθοπλαστικό όσο και πραγματικό.

Το μαρξιστικό Φωτεινό Μονοπάτι θα έκανε τα ίδια με εφήβους που χρειάζονται έναν πατέρα. Όταν είσαι έφηβος και δε βρίσκεις τη θέση σου στον κόσμο, υποφέρεις γιατί αισθάνεσαι διαφορετικός.

Αυτή η μαρξιστική αντάρτικη οργάνωση ήταν κατά κάποιον τρόπο πολύ θρησκευτική. Απλώς άλλαξαν τον Θεό με την Ιστορία. Πίστευαν στο υπερβατικό.

Κατά μια παράξενη σύμπτωση, κι ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν, ο ιδρυτής του Φωτεινού Μονοπατιού, πέθανε πέρσι. Υπάρχει κάτι θετικό στην παρακαταθήκη της οργάνωσης ή αντιτίθεσαι πλήρως στην πολιτική βία/αντιβία;

Δεν επρόκειτο για βία, αλλά για σκληρότητα. Δεν ήταν ένας δημοφιλής ηγέτης αντάρτικου. Κανένας δεν τον αγαπούσε στη χώρα. Μισούσε τους αριστερούς. Ήθελε να κερδίσει, και πήρε όλα τα ρίσκα.

«Οι χωρικοί πρέπει να διαλέξουν σε ποια πλευρά θα πεθάνουν», ήταν τα ακριβή λόγια του. Είχε μια μεσσιανική προσέγγιση, όπως κι ο Φουριάσε στο μυθιστόρημα.

Αν και ζεις στη Βαρκελώνη, διατηρείς στενή σχέση με το Περού. Πώς θα αξιολογούσες την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στη χώρα; Έχει υπάρξει κάποια αλλαγή, κάποια πρόοδος;

Όχι, η περουβιανή δημοκρατία έχει αυτοκτονήσει.

Οι άνθρωποι ήταν τόσο κουρασμένοι από τους πολιτικούς, που διάλεξαν χειρότερους από τους προηγούμενους. Τους πρώτους δέκα μήνες της θητείας της τρέχουσας κυβέρνησης άλλαζαν οι υπουργοί κάθε έξι μέρες.

Οι άνθρωποι ήταν δικαιολογημένα κουρασμένοι με τις ελίτ, και τους διανοούμενους, και ήθελαν κάτι διαφορετικό. Έχουμε, όμως, κάτι χειρότερο. Η αντιδημοφιλία της κυβέρνησης κυμαίνεται στο 85%. Τα πάντα καταρρέουν.

Το μίσος για τη διανόηση είναι τυπικό χαρακτηριστικό ολοκληρωτικών, φασιστικών νοοτροπιών.

Κουραζόμαστε από τη δημοκρατία, χάνουμε την πίστη μας σ’ αυτή. Στο Περού, τόσο η ακροαριστερά όσο και η ακροδεξιά είναι εξίσου άχρηστες, γιατί μισούν τους σκεπτόμενους ανθρώπους

Έχεις βρει τη θέση σου στο Περού η ακόμα την αναζητάς;

Έχω πολλά προβλήματα μ’ αυτό το ζήτημα. (Γέλιο).

Συμβαίνουν πράγματα με απρόσμενους τρόπους. Στην Ισπανία επί πολλά χρόνια θεωρούμουν Ισπανός. Όταν, όμως, άρχισα να γράφω για την Καταλονία, η αντίδραση δεν αφορούσε σ’ αυτά που έγραφα, αλλά στο ότι ήμουν ξένος.

Σοκαρίστηκα, γιατί νόμιζα πως ήμουν ένας από αυτούς. «Δεν μπορώ να συζητήσω αν έχω το δικαίωμα να μιλάω», σκέφτηκα. Παραμένω συνδεδεμένος με το Περού.

Και με τη Λίμα, τη γενέτειρά σου;

Περνώ πολλούς μήνες τον χρόνο εκεί.

Η σύνδεσή μου με τους αναγνώστες είναι υπέροχη, κάτι που με κάνει να πιστεύω ότι εξακολουθώ να είμαι ένας από αυτούς. Είμαι πολύ δημοφιλής, άρα αυτά που γράφω τους μιλούν γι’ αυτά που τους νοιάζουν.

Ίσως, όμως, αυτό συμβαίνει ακριβώς γιατί ζω στο εξωτερικό. Μπορώ να μιλήσω για σκοτεινά ζητήματα χωρίς να κινδυνεύω ν’ απολυθώ ή να μου υποβληθεί μήνυση.

Μιας κι έχεις βρεθεί τόσες φορές στην Ελλάδα, τη νιώθεις ενίοτε σαν δεύτερο ή τρίτο σπίτι σου;

Είσαι τα μέρη όπου σε αγαπούν ή όπου αγαπάς κάποιον. Τρία τέτοια μέρη έχω: το Περού, το Μεξικό και την Ισπανία. Μέρος της ταυτότητάς μας βρίσκεται σε καθεμιά από αυτές τις χώρες.

Απολαμβάνω πολύ το να έρχομαι στην Ελλάδα, που είναι ένα σπουδαίο μέρος να βρίσκεσαι.

Ο τρόπος ζωής στις μεσογειακές χώρες είναι ο καλύτερος για μένα: η σχέση με τη θάλασσα, το φαγητό, την κουβέντα. Οι άνθρωποι σε αγγίζουν, σε αγκαλιάζουν πιο πολύ από τους Βόρειους. Θα ήθελα να είμαι Έλληνας!

Ευχαριστώ θερμά την Ισμήνη Κουρούπη (Εκδόσεις Καστανιώτη) για την πολύτιμη συμβολή της στη διοργάνωση της συνέντευξης, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ ΛΕΑ.

Το μυθιστόρημα του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο Αλλά ρύσαι ημάς από του Πονηρού κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση του Κώστα Αθανασίου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου