Σάββατο 5 Απριλίου 2025

Zu: «Γιορτάζουμε το Μεγάλο Μυστήριο του Ήχου»

 

Zu (Φωτογραφία: Ilaria Zambon)

Τζαζ στον πυρήνα τους, αλλά αψηφώντας κάθε ταξινόμηση, οι εξ Ιταλίας Zu είναι περισσότερο ένα εκρηκτικό μουσικό φαινόμενο παρά συμβατικό συγκρότημα, κι ετοιμάζονται να «βάλουν φωτιά» στην αθηναϊκή νύχτα το Σάββατο 12 Απριλίου.

Ενόψει της συναυλίας τους, έχουμε μια πολύ κατατοπιστική κουβέντα μαζί τους.

Οι Zu γεννήθηκαν στην Όστια, ένα προάστιο της Ρώμης, όπου ο Πιερ Πάολο Παζολίνι δολοφονήθηκε άγρια ​​πριν από σχεδόν πενήντα χρόνια.

Στην πραγματικότητα, της έχετε αφιερώσει την ομώνυμη σύνθεση στο άλμπουμ σας Carboniferous. Γιατί «Zu», γι’ αρχή;

Ευχαριστούμε που αναφέρεις πρώτα τον Παζολίνι.

Είναι κάποιος που, μεγαλώνοντας στην Όστια, τον νιώθεις πολύ έντονα. Και κάποιος ο οποίος έχει σκοτωθεί πολλές φορές, πρώτα σωματικά και μετά πολιτιστικά, από αριστερά και δεξιά, έχει παρεξηγηθεί, ενώ του αποτίνουν φόρο τιμής οι υποκριτές.

Το μήνυμά του εξακολουθεί να είναι ισχυρό και επίκαιρο και πολύ επικίνδυνο. Στην πραγματικότητα, η δολοφονία του ανατέθηκε από πολύ υψηλά κλιμάκια και δεν ήταν μια τυχαία τραγωδία.

Αυτά τα τελευταία χρόνια θα μπορούσε να τα είχε περιγράψει ήδη - και μάλλον το έκανε, επειδή είχε ένα προφητικό όραμα. Το τραγούδι μας Ostia ήταν ένας φόρος τιμής στην πόλη μας, και κυρίως στον φίλο μας τον David που περιοδεύει πάντα μαζί μας.

Αλλά με πολλούς υπαινιγμούς, ως συνήθως, συμπεριλαμβανομένου ενός μυστικού νοήματος που έχει να κάνει με τους Coil, άρα με τον Παζολίνι. Έχουμε την τάση να επικαλύπτουμε τόσα πολλά επίπεδα όλη την ώρα.

Οπότε οι Zu είναι ακριβώς αυτό το πολυεπίπεδο πράγμα:

Ένα όνομα το οποίο έχει διαφορετικές σημασίες σε διάφορα μέρη του κόσμου. Προέρχεται από τη μυθολογία των Σουμερίων, αλλά μπορείς να το διαβάσεις στις πόρτες των τουαλετών τρένων στη Γερμανία.

Υψηλή και χαμηλή κουλτούρα. Μέταλ και αβανγκάρντ. Μαθηματικά και διαίσθηση. Οργή και συμπόνια.

Έχουν η Όστια ή/και ο Παζολίνι και το έργο του αφήσει αποτύπωμα στη δική σας προσέγγιση της τέχνης, είτε όσον αφορά στο θέατρο είτε στη μουσική; Και αν ναι, θα μπορούσατε να αναλύσετε τη φύση αυτού του αποτυπώματος;

Σίγουρα η Όστια έχει κάποια επίδραση, αλλά είναι δύσκολο να συγκεκριμενοποιηθεί. Είναι σαν να κατάγεσαι από την Ελευσίνα.

Από τη μία, βρίσκεσαι κοντά στην πρωτεύουσα, και πρόκειται για έναν τόπο με σημαντικά ιστορικά ερείπια. Από την άλλη, όμως, δε συμβαίνει τίποτα εκεί.

Αν, λοιπόν, θέλεις να κάνεις κάτι, εξαρτάται στ’ αλήθεια μόνο από σένα. Δεν υπάρχει μουσική σκηνή ή κάτι τέτοιο.

Αυτή ήταν η αφετηρία, επομένως.

Όσο για τον Παζολίνι, είναι μια σημαντική διανοητική αναφορά για εμάς, τόσο σε σχέση με τα δοκίμιά του όσο και με την ιερότητα του φανταστικού κόσμου του που μεταφράζεται σε ταινίες.

Επίσης, πολύ σημαντικά είναι η αιρετική προσέγγισή του και το αιρετικό όραμά του.

Η μουσική σας, αν και τζαζ στον πυρήνα της, είναι ωστόσο αδύνατο να κατηγοριοποιηθεί, καθώς ενσωματώνει οργανικά στοιχεία χέβι μέταλ, industrial, progressive rock, ambient, electronica - ακόμα και world music.

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, στην περίπτωσή σας, η τζαζ είναι μια κατάσταση του νου, καθώς και μια καλλιτεχνική/πολιτική δήλωση. Πώς το σχολιάζετε; Και σε τι μουσικά ερέθισματα είχατε εκτεθεί μεγαλώνοντας;

Μεγαλώσαμε σε μια εποχή κατά την οποία τα άλμπουμ των Pink Floyd υπήρχαν σε κάθε σπίτι και οι Genesis και Tangerine Dream έδιναν sold out συναυλίες σε αρένες στην Ιταλία.

Η Kate Bush ή οι Kraftwerk, για να αναφέρουμε μόνο δύο ονόματα, προβάλλονταν σε εκπομπές υψηλής τηλεθέασης στην ιταλική Τηλεόραση.

Πολύ διαφορετικό σενάριο από αυτό που έχουμε τώρα, το οποίο μας διευκόλυνε να εκτεθούμε από πολύ μικρή ηλικία σε πολλούς λαμπρούς καλλιτέχνες.

Αρχίσαμε να πηγαίνουμε και να είμαστε ενεργοί στη σκηνή των καταλήψεων πολύ νωρίς, κι έτσι εκτεθήκαμε σε μπάντες όπως οι Fugazi, Nomeansno, The Ex.

Ταξιδεύαμε για να δούμε παραστάσεις ή φεστιβάλ, μια φορά μάλιστα πήγαμε κι ήρθαμε αυθημερόν από την Αυστρία για να δούμε τον Peter Brotzmann.

Επιπλέον, από πολύ νωρίς αρχίσαμε να παρακολουθούμε τις πειραματικές παραστάσεις του Ρομέο Καστελούτσι κι αυτό άσκησε επίσης μεγάλη επίδραση σ’ εμάς.

Ονειρευόμασταν να κατορθώσουμε να μεταφράσουμε σε μουσική την αίσθηση της μυθολογικής και ονειρικής εξουσίας.

Έτσι ξεκινήσαμε, αυτή ήταν η επώαση ενός ταξιδιού ζωής. Δε συνδεόμασταν με κατηγοριοποιήσεις, οπότε είχαμε ξεκάθαρη ιδέα σχετικά με το τι μας άρεσε σε κάθε συγκεκριμένο είδος.

Αισθανόμασταν την επιτακτικότητα του πανκ ροκ, αλλά πάντα αγαπούσαμε τη μεγαλοσύνη των ενορχηστρώσεων του Στραβίνσκυ, για να σου δώσω απλώς μια ιδέα για το πού εντρυφούσαμε.

Επιστρέφοντας, άρα, στη βασική ερώτησή σου, αυτό που αντλήσαμε από την τζαζ ήταν κυρίως η ιδέα της αδιάκοπης εξερεύνησης, η ανοιχτότητα στη συνεργασία και όχι η συγκρότηση μιας συγκεκριμένης ταυτότητας.

Το άλμπουμ Bromio έβαλε τα θεμέλια του φαινομένου τον Zu στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τι θυμάστε περισσότερο από εκείνη την εποχή; ΄Ήταν μοναχικοί καιροί για τζαζ αποδομητές στην Ιταλία;

Ενώ γράφαμε το Bromio, μπήκαμε σε λειτουργία ολικής απομόνωσης για τουλάχιστον δύο χρόνια. Η μουσική γινόταν όλο και πιο σημαντική και νιώθαμε πως κάτι ήθελε να βγει από μέσα μας: ήταν σαν μια πολύ μακρά εγκυμοσύνη, αν θέλεις.

Επίσης, δεν είχαμε άλλο στόχο από το να κυκλοφορήσουμε ένα άλμπουμ και ίσως να παίξουμε μια περιοδεία σε καταλήψεις σε όλη την Ευρώπη. Αυτό ήταν το μόνο μας όνειρο, δεν είχαμε μακροπρόθεσμα σχέδια.

Τότε όλα άρχισαν να ρολάρουν και εκτοξευτήκαμε.

Προσπαθήσαμε, λοιπόν, να βάλουμε ό,τι είχαμε μέσα. Κάναμε πρόβες κάθε μέρα, όλη μέρα. Χωρίς κοινωνική ζωή, χρόνος μοιρασμένος ανάμεσα σε δουλειές για την επιβίωση και πρόβες.

Δεν ξέραμε, επομένως, τι πραγματικά συνέβαινε γύρω μας. Προσπαθήσαμε να βάλουμε όλες μας τις ιστορίες, όλες τις επιρροές μας στη μουσική μας.

Δεν αισθανόμασταν σαν αποδομητές της τζαζ γιατί, καθώς ασχολούμασταν τόσο πολύ με αυτήν, δεν είχαμε άποψη. Ήταν απλώς μια πολύ δημιουργική εποχή κι είχαμε βρει τη φωνή μας.  

Σύντομα, πάντως, ανοίξατε τα «φτερά» σας στο διεθνές κύκλωμα, συνεργαζόμενοι με σημαντικούς καλλιτέχνες όπως οι Mike Patton/Joe Lally (Fugazi), David Tibet (Current 93), FM Einheit (Einstürzende Neubauten) και Damo Suzuki (Can).

Με ποιους τρόπους έχουν αυτές οι συνεργασίες εμπλουτίσει το μουσικό σας λεξιλόγιο;

Είναι δύσκολο να το πει κάποιος, αλλά πρόκειται για μια διαδικασία ώσμωσης. Είναι όπως η διδασκαλία ενός Θιβετιανού δασκάλου, ο οποίος επισφραγίζει τη διδακτική διαδικασία αγγίζοντας το μέτωπό σου με το δικό του.

Οι οργιαστικές ζωντανές εμφανίσεις σας μοιάζουν, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, με τελετουργίες. Αισθάνεστε ως μύστες μιας πολύ προσωπικής μουσικής θρησκείας;

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος (σημ.: στα ελληνικά) και για εμάς αυτό είναι το μυστήριο και η δύναμη του Ήχου. Γιορτάζουμε το Μεγάλο Μυστήριο του Ήχου.

«Το 2024 γεννιέται μια ‘φυσική’ συνεργασία με ένα άλλο cult συγκρότημα από την άλλη άκρη του ωκεανού: το εμβληματικό ιαπωνικό noise ροκ γκρουπ Ruins», διαβάζω.

Πώς έγινε η αρχική συνάντηση και γιατί αυτή η συνεργασία ήταν «φυσική»;

Η αρχική συνάντηση με τους Ruins και τον Tatsuya Yoshida χρονολογείται από τη δεκαετία του ’90 και στη συνέχεια περιοδεύσαμε πολλές φορές τα δύο συγκροτήματα και συναντηθήκαμε αρκετές φορές και στην Ιαπωνία.

Ήμασταν πολύ επηρεασμένοι από τους Ruins στην αρχή, αλλά επηρεάστηκαν κι εκείνοι με τη σειρά τους πολύ από το ιταλικό progressive rock, οπότε τα πράγματα κάνουν τον κύκλο τους.

Ήταν ένα τηλεφώνημα του Yoshida που πυροδότησε αυτή τη νέα περιπέτεια και δεν υπήρχε τίποτα εξαναγκαστικό στον τρόπο που ρολάραμε κι εμείς. Εξ ου και ήταν «φυσική» διαδικασία. Τέλειος συντονισμός σε μουσικό και ανθρώπινο επίπεδο.

Το επικείμενο άλμπουμ σας ως RuinsZu, Jazzisdead Live, το οποίο καταβρόχθισα μια βροχερή αθηναϊκή νύχτα, είναι ο «καρπός» αυτής της γόνιμης συνεργασίας. Σε αυτό αποδομείτε περαιτέρω και αναδομείτε συνεχώς το τζαζ βίωμα.

Ποια τζαζ είναι νεκρή και ποια ζωντανή για εσάς - και γιατί;

Τέλος πάντων, ο τίτλος προέρχεται από το φεστιβάλ του Τορίνο όπου παίξαμε το τελευταίο μας σόου ως Ruinszu και όπου ηχογραφήθηκε το άλμπουμ. Οπότε χρησιμοποιείται λίγο σαν χαριτολόγημα.

Αλλά μάλλον κάθε είδος πεθαίνει μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, όπως κάθε φιλοσοφική ή εσωτεριστική σχολή, όταν γίνεται μουσειακό, ή κλισέ, ή όταν ξέρεις ακριβώς τι πρόκειται να πάρεις. Τότε, το πρωταρχικό πνεύμα έχει χαθεί.

Και πιθανώς -όχι, ας πούμε σίγουρα- το πνεύμα του John Coltrane είναι πολύ ζωντανό, με μια κοσμική έννοια.

Το αποκορύφωμα της τρέχουσας περιοδείας σας ελπίζουμε να είναι η αθηναϊκή συναυλία σας το Σάββατο 12 Απριλίου. Πώς σας κάνει να αισθάνεστε αυτή η προοπτική;

Είμαστε πολύ τυχεροί και ευγνώμονες.

Η ψυχή μας είναι βαθιά ριζωμένη σε έναν ισχυρό και αρχαίο πολιτισμό τον οποίο μοιράζεται η ιστορία των δύο χωρών μας. Στην πραγματικότητα, είναι περίεργο που επικοινωνούμε στα αγγλικά εδώ!

Η αρχαιοελληνική φιλοσοφία και το αρχαίο θέατρο ήταν πάντα τόσο σημαντικά στην κοσμοθεωρία μας και σίγουρα τόσο σημαντικά όσο άλλες άμεσες μουσικές επιρροές.

Απλώς για να το ξέρεις, το κομμάτι La Grande Madre delle Bestie από το Bromio είναι άμεσα εμπνευσμένο από τον Ευριπίδη και το «βρόμιος»  είναι ένα από τα ονόματα του Διόνυσου. Για εμάς, είναι το λίκνο του κοινού μας πολιτισμού.

Ευχαριστώ θερμά τον David «Sek», road manager των Zu, για την καθοριστική συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Οι Zu εμφανίζονται λάιβ στο Temple (Ιάκχου 17, Γκάζι) το Σάββατο 12 Απριλίου, στο πλαίσιο των Scenius Series.

Τη συναυλία ανοίγουν οι ΣΤΟΜΑ.



Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

«Οι Δούλες», Ομάδα «Σημείο Μηδέν»: Συζητώντας με τις Έλλη Ιγγλίζ και Μυρτώ Ροζάκη

 

Έλλη Ιγγλίζ (αριστερά)/Μυρτώ Ροζάκη (δεξιά) (Φωτογραφία: Αντωνία Κάντα)

Δύο από τις πιο αξιόλογες σύγχρονες Ελληνίδες ηθοποιούς, η Έλλη Ιγγλίζ και η Μυρτώ Ροζάκη πρωταγωνιστούν στις άφθαρτες Δούλες, που παρουσιάζουν η Ομάδα Σημείο Μηδέν και ο σκηνοθέτης Σάββας Στρούμπος μέχρι και τις 14 Απριλίου.

Συζητώντας με τις ηθοποιούς για τον Ζενέ, το θέατρο, την άβυσσο, την εξουσία και την εξέγερση.

Επιτακτικό, προκλητικό, πολυπαιγμένο κι όμως άφθαρτο, το θεατρικό κείμενο του Ζαν Ζενέ, Οι Δούλες, παραμένει, σχεδόν 80 χρόνια μετά το πρώτο του ανέβασμα, «ανοιχτό πεδίο συνεχούς έρευνας και ερμηνειών», όπως σωστά επισημαίνεται.

Γιατί, κατά τη γνώμη σας, συμβαίνει αυτό και ποιες κατευθύνσεις (εξ)ερευνήσατε τόσο ατομικά όσο και συλλογικά κατά τη διάρκεια των προβών ενόψει του ανεβάσματος της παράστασης στο Θέατρο Άττις;

Έλλη Ιγγλίζ: Πράγματι είναι ένα «ανοιχτό πεδίο συνεχούς έρευνας και ερμηνειών», καθώς το υλικό του κειμένου είναι τόσο πλούσιο, γεμάτο αντιφάσεις, αναιρέσεις, διαρκείς εναλλαγές, από το αδιέξοδο έως τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό.

Κατά τη διάρκεια των προβών αναζητήσαμε αυτό το στοιχείο των διαρκών μεταμορφώσεων από την τραγικότητα της κατάστασης αυτών των δύο γυναικών, έως το καρναβαλικό στοιχείο.

Προσωπικά, αυτή η κατεύθυνση της διαρκούς ρευστότητας, της μουσικότητας, της ροής και της αλλαγής άνοιξε νέα παράθυρα.

Μυρτώ Ροζάκη: Στις Δούλες, ο Ζενέ εστιάζει στο σύμπαν τριών γυναικών και αποτυπώνει τον εγκλεισμό τους στο κλειστό σύστημα του σπιτιού της Κυρίας.

Δεν κατηγοριοποιεί τα πρόσωπα υιοθετώντας απλοϊκές κατατάξεις όπου ο ένας είναι ο ευτυχής θύτης και ο άλλος το δυστυχές θύμα.

Φωτίζει τον φαύλο κύκλο της εθελοδουλίας, προκειμένου να καταδείξει ότι σε ένα εξουσιαστικό πλαίσιο δεν υπάρχουν ούτε νικητές ούτε αθώοι, αλλά ότι όλοι κυοφορούν μέσα τους ένα τέρας.

Αυτό είναι εμφανές στην έκβαση των γεγονότων του έργου.

Πιστεύω πως η λεπτοφυής αυτή προσέγγιση του Ζενέ είναι που κάνει το έργο γοητευτικό και συνάμα προκλητικό.

Δεν επιτρέπει στον ερμηνευτή να προσεγγίσει τον ρόλο με εξιδανίκευση ή ασκώντας κριτική αφ’ υψηλού.

Σε ωθεί να βουτήξεις κι εσύ ο ίδιος σε αυτόν τον διαστρεβλωμένο κόσμο, να τον κοιτάξεις κατάματα, να συνυπάρξεις και να συνδιαλλαγείς μαζί του, ως ηθοποιός και θα ήλπιζα και ως θεατής.

Η ερμηνευτική πρόκληση του έργου έγκειται σε αυτήν την συνεχή ακροβασία μεταξύ αντίθετων δυνάμεων και όσο παίζουμε τις παραστάσεις, πράγματι, η έρευνα συνεχίζεται.

Η Κλαιρ ακροβατεί συνεχώς μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, μίσους και απελπισμένης ανάγκης για εγγύτητα, ζωτικότητας και κατατονίας.

Έτσι, για να την προσεγγίσω, εξερεύνησα τις συνεχείς μεταμορφώσεις του χαρακτήρα προσπαθώντας να διατηρήσω την ειλικρίνεια στην εκάστοτε στιγμή της, όσο διαφορετική και φαινομενικά παράδοξη κι αν είναι από αυτήν που είχε μόλις προηγηθεί.

«Το θέατρο του Ζενέ είναι θέατρο στο χείλος της Αβύσσου, καθώς αποκαλύπτει μορφές ζωής που η κοινωνία των ‘κανονικών’ επιμένει να καταπιέζει», διαβάζω στο Δελτίο Τύπου. 

Πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια της «Αβύσσου» στο θέατρο του Ζενέ; Σας τρομάζει, σας φοβίζει, σας πρo(σ)καλεί να καταδυθείτε σ’ αυτήν; Και πώς αναδύεστε εκ νέου αλώβητες στην επιφάνεια της σκηνής - και της ζωής;

Έλλη Ιγγλίζ: Ο Ζενέ τολμά να πει αυτά που η κοινωνία αποσιωπά, φανερώνει πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού με απόλυτη ειλικρίνεια, μάς καλεί με αυτόν τον τρόπο σε ένα ταξίδι μελέτης του ανθρώπου και της φύσης του.

Άρα μας προσκαλεί να καταδυθούμε σε αυτόν τον χώρο της Αβύσσου.

Θεωρώ πως η τέχνη δημιουργεί τόπους και τοπία, αποκαλύπτει μονοπάτια, όπως συμβαίνει και στο ταξίδι της ζωής, όταν υπάρχει διαρκής διάθεση για εξερεύνηση με σκοπό την εξέλιξη.

Μυρτώ Ροζάκη: Η άβυσσος του Ζενέ αποτελείται από σκοτεινά, και πολλές φορές αχαρτογράφητα τοπία ανθρώπων, οι οποίοι παραμένουν για εμάς αφανείς και προτιμάμε να τους κρατάμε σε μια απόσταση.

Τους τοποθετούμε σε ένα τακτοποιημένο κουτί απλοϊκών πεποιθήσεων. Ο Ζενέ μπαίνει σε αυτό το κουτί και το κάνει άνω κάτω.

Αποκαλύπτει με λεπτότητα τα μύχια εκείνων που θέλουμε να αγνοήσουμε. Δε μας επιτρέπει να στρέψουμε το βλέμμα αλλού, να αποφύγουμε αυτό που μας είναι δυσάρεστο και δύσοσμο.

Στην περίπτωση των Δούλων, το έργο μιλάει για κάτι που θα μπορούσε να απλοποιηθεί πολύ: μια κακοποιητική εξουσιαστική σχέση.

Η μαεστρία του έργου και η πρόκλησή του έγκειται στο ότι δεν μας ωθεί να λυπηθούμε δύο καταπιεσμένα θύματα, αλλά μας δείχνει ότι όλα τα πρόσωπα του έργου είναι συγχρόνως θύτες και θύματα, εγκλωβισμένα σε μια κατάσταση την οποία εξακολουθούν να συντηρούν.

Αυτό για μένα είναι η άβυσσος του ανθρώπινου ψυχισμού.

Η αναμέτρηση με την Άβυσσο στο θέατρο του Ζενέ είναι σίγουρα πρόκληση, αλλά για έναν καλλιτέχνη είναι μεγάλη τύχη να καταδύεται σε αυτό το σύμπαν σε καθημερινή βάση.

Να έχει το υλικό ώστε να καταπιάνεται με αυτά τα περίπλοκα, δύστροπα και πολλές φορές αμήχανα ανθρώπινα στοιχεία.

Όσο για το πώς αναδυόμαστε αλώβητες στη σκηνή και στη ζωή, θα επικαλεστώ τον Θεόδωρο Τερζόπουλο, που λέει ότι η σκηνή είναι ένα θυσιαστήριο για τον ηθοποιό.

Έλλη Ιγγλίζ (Φωτογραφία: Αντιγόνη Κουράκου)


«Τι θα γινόταν, όμως, αν οι απόκληροι της κοινωνίας διεκδικούσαν τη φωνή τους επί της σκηνής και εντός της ζωής; Αυτό είναι το θεμελιώδες ερώτημα στο θέατρο/κόσμο του Ζενέ!» διαβάζω στη συνέχεια.

Νιώθετε πως σας αφορά περισσότερο το θέατρο που δίνει φωνή στον άλλο -  «απόκληρο», καταπιεσμένο ή πάσχοντα; Κι αν ναι, γιατί;

Έλλη Ιγγλίζ: Νομίζω ότι το θέατρο δίνει φωνή στον άνθρωπο, και έτσι στον άλλον, τον ξένο, τον καταπιεσμένο, τον απόκληρο, και από αυτό το σημείο ανοίγει ένα οντολογικό φάσμα που ερευνά τις πτυχές της ύπαρξης.

Αυτό είναι κάτι που με αφορά, και αισθάνομαι πως αφορά κοινωνικά και όλους μας.

Μυρτώ Ροζάκη: Πιστεύω ότι το θέατρο οφείλει να στρέφει έναν προβολέα στις καταστάσεις που η κοινωνία αγνοεί, αποκρύπτει, θάβει κάτω από το χαλί.

Το θέατρο και η τέχνη εν γένει, καλούνται να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου, να προσκαλέσουν και να προκαλέσουν το κοινό να σκεφτεί, να αμφισβητήσει, να του καλλιεργήσουν την ανάγκη αλλά και τη διάθεση να αλλάξει.

Ο καλλιτέχνης, ως ανήσυχος άνθρωπος, συμπάσχει με τον απόκληρο και γίνεται η φωνή του.

Ο Ζενέ, για παράδειγμα, έζησε στο περιθώριο κυνηγημένος και κατατρεγμένος. Ως απόκληρος έγραψε τις Δούλες και κατήγγειλε τον φαινομενικά λαμπερό κόσμο της καλής κοινωνίας.

Στην αναμέτρηση με το πάσχον σκοτάδι, που αποκαλύπτει ο Ζενέ, νιώθω ότι μας καλεί να βρούμε το φως. Να  αναζητήσουμε κάτι καλύτερο.

Μιας και οι Δούλες είναι μια παράσταση για την εξουσία και την εξέγερση, πώς αντιλαμβάνεστε και βιώνετε τη «διελκυστίνδα» αυτών των εννοιών στο πλαίσιο του θεατρικού παιχνιδιού, της θεατρικής πρακτικής, του θεατρικού κειμένου;

Έλλη Ιγγλίζ: Στις Δούλες, ενώ θα μπορούσε να υπάρχει το στοιχείο της εξέγερσης, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει στην πλοκή του έργου. Και εδώ είναι που ο Ζενέ ρίχνει φως σε μια σκοτεινή πτυχή της ανθρώπινης ψυχολογίας.

Οι δύο γυναίκες δεν εξεγείρονται, δεν ανοίγουν την πόρτα να φύγουν και να απελευθερωθούν από τα δεσμά της εξουσίας/ Κυρίας, αντ’ αυτού παίζουν την Κυρία θέλοντας να πάρουν τη θέση της, καταλήγοντας σε ένα παιχνίδι θανάσιμο.

Με αυτή την έννοια και μέσα από την αντίθεση, ο Ζενέ τονίζει, με κάπως παράδοξο τρόπο, την ουσιαστική αναγκαιότητα του συνειδητοποιημένου, ανεξάρτητου και απελευθερωμένου ανθρώπου.

Μυρτώ Ροζάκη: Πράγματι, η εμπειρία της συγκεκριμένης παράστασης είναι μία συνεχής ακροβασία μεταξύ αντίθετων δυνάμεων, μια συνεχής ανισορροπία.

Σαν ένας ακροβάτης που συνεχώς ταλαντεύεται από την μια πλευρά στην άλλη κι όμως δεν πέφτει ποτέ. Ως ερμηνευτής, κάθε μονοπάτι στο οποίο πατάς αυτοαναιρείται.

Δεν μπορείς να επαναπαυτείς σε μια γενική αίσθηση ότι είμαι το θύμα επειδή παίζω την δούλα ή είμαι ο κακός εξουσιαστής επειδή παίζω την Κυρία.

Όπως οι ίδιοι οι χαρακτήρες συνεχώς αιφνιδιάζονται από αντιφατικές, αναπάντεχες παρορμήσεις και δυνάμεις, έτσι και ο ηθοποιός καλείται να δοκιμαστεί σε αυτήν τη διελκυστίνδα.

Έχετε και οι δυο σας, περισσότερο ή λιγότερο, «θητεύσει» καλλιτεχνικά στη «μέθοδο Τερζόπουλου» -ωριμάζοντας μέσα από αυτή-, που υιοθετεί και μετεξελίσσει η Ομάδα Σημείο Μηδέν, στην οποία συμμετέχετε.

Σε τι συνίσταται η εν λόγω μέθοδος, βάσει της μέχρι τώρα θεατρικής εμπειρίας σας, τι απαιτεί από την/τον ηθοποιό και τι της/του ανταποδίδει;

Έλλη Ιγγλίζ: Μέσα από την εργασία πάνω στην αναπνοή, το σώμα, τη φωνή, τον λόγο και την ενέργεια, η μέθοδος φέρνει σε ενότητα όλα αυτά τα στοιχεία, έτσι ώστε ο/η ηθοποιός να λειτουργήσει καθολικά, δημιουργικά 

Με αυτόν τον τρόπο, απελευθερώνονται εκ των έσω και φυσικά τα εκφραστικά μέσα και το μοναδικό υλικό του/της ηθοποιού.

Μυρτώ Ροζάκη: Η μέθοδος Τερζόπουλου θα έλεγα πως σε καλεί να αφεθείς στο ανοίκειο, κάτι το οποίο σίγουρα φοβίζει έναν ηθοποιό.

Αφήνοντας, όμως, πίσω την κατασταλτική δύναμη του φόβου, δημιουργείται ένα ανοιχτό εσωτερικό πεδίο που μετατρέπει το σώμα σε εύφορο έδαφος δημιουργίας.

Έτσι γεννιούνται ερμηνευτικές λειτουργίες και ενδεχόμενα που δεν μπορούσες να φανταστείς, που φαινομενικά δε γνώριζες ότι είχες στην «φαρέτρα» σου ως ηθοποιός.

Όσο αφήνεσαι και τολμάς να αναμετρηθείς με την αμηχανία του ανοίκειου, τόσο η μέθοδος θα σε ανταμείβει.

Η μέθοδος καλλιεργεί τη βαθιά συγκέντρωση, την όξυνση των αισθήσεων, την τόλμη πάνω στην σκηνή, την πρωτοβουλία του ηθοποιού. Είναι μια διαδικασία που δεν τελειώνει ποτέ.

Σε εποχές ατομικισμού, (αυτό)καταστολής και ευκολίας, πόσος χώρος υπάρχει, τελικά, για ένα θέατρο που ατενίζει την «Άβυσσο» -για να επιστρέψουμε σε προηγούμενη ερώτηση- και που επιστρέφει το βλέμμα της προς εμάς, τους θεατές;

Έλλη Ιγγλίζ: Ακριβώς σε εποχές που υπάρχουν τα στοιχεία του ατομικισμού, της (αυτο)καταστολής και της ευκολίας, υπάρχει η επιθυμία -και άρα ο χώρος- για ένα θέατρο που ατενίζει τη  «Άβυσσο».

Ακριβώς γιατί φέρνει στην επιφάνεια αυτά τα κομμάτια που η κοινωνία προσπαθεί να αποκρύψει, καταδεικνύοντάς τα, και με αυτό τον τρόπο μετασχηματίζει, λειτουργεί απελευθερωτικά,  μεταμορφωτικά.

Μυρτώ Ροζάκη: Ακριβώς λόγω της σύγχρονης πραγματικότητας που βιώνουμε, υπάρχει χώρος γι’ αυτό το θέατρο.

Πιστεύω ότι το θέατρο είναι ένα μέρος όπου ο θεατής αλλά και ο ερμηνευτής έρχονται για να αναμετρηθούν με την άβυσσο.

Για να ανοίξουν εσωτερικά τον χώρο της σκέψης, της εξερεύνησης του Άλλου, της περιέργειας, της συγκίνησης, του γέλιου και του κλάματος.

Είναι ένα ασφαλές πλαίσιο για να δει κανείς μέσα από την κλειδαρότρυπα καταστάσεις και πραγματικότητες ξένες για τον ίδιο.

Ο θεατής καλείται να αφήσει στην άκρη για κάποια ώρα όλα όσα τον αποσπούν, να κλείσει το κινητό και να αφεθεί με το σώμα και τη σκέψη του στην τέλεση του θεατρικού μυστηρίου.

Γίνεται αποδέκτης μιας ιστορίας, και συγχρόνως συμμετέχει στην έκβασή της καταθέτοντας τη δική του προσωπική άβυσσο.

Πιστεύω πως σε όποια εποχή και να ζούμε, όσο φοβισμένοι κι αποκομμένοι κι αν είμαστε ο ένας από τον άλλον, ο άνθρωπος και η άβυσσος που κρύβουμε όλοι μέσα μας χρειάζονται έναν χώρο να αναπνεύσουν, να ξεδιπλωθούν, να φωτιστούν.

Έναν χώρο όπου η άβυσσος του ενός θα μπορεί να δει μέσα (και μέσα από) την άβυσσο του άλλου.

Αυτός ο χώρος είναι για μένα το θέατρο, ως ηθοποιός, αλλά και ως θεατής.

Ευχαριστώ θερμά την Μαριάννα Παπάκη (Cont Act) για την πολύτιμη συμβολή της στην υλοποίηση της συνέντευξης.

Η παράσταση της Ομάδας Σημείο Μηδέν, Οι Δούλες, σε σκηνοθεσία Σάββα Στρούμπου και με τις Έλλη Ιγγλίζ και Μυρτώ Ροζάκη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, παρουσιάζεται στο Θέατρο Άττις - Νέος Χώρος μέχρι και τις 14 Απριλίου.

Μέρες & ώρες παραστάσεων: Παρασκευή, Σάββατο, Δευτέρα στις 21.00 & Κυριακή στις 20.00.

Μυρτώ Ροζάκη


Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

Nτίνος Σαδίκης: «Στενεύουν τα όνειρα καθώς μεγαλώνουμε»

 


Μια εγκάρδια συνομιλία με τον Ντίνο Σαδίκη, ιδρυτικό μέλος των ιστορικών Εν Πλω και με αξιοσημείωτη σόλο διαδρομή, ενόψει της συναυλίας στο Κύτταρο την Πέμπτη 3 Απριλίου.

Στη συναυλία συμμετέχουν επίσης οι Stournari Street Band και ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος.

«Μετρώντας άδικα χαμένο χρόνο, λίγο προτού κλειστώ στη φυλακή», τραγουδούσες κάποτε με τους Εν Πλω. Νιώθεις ότι έχεις κερδίσει ή κερδίζεις (τον) χρόνο στη ζωή σου ή, κατά περίπτωση, τον έχεις χάσει κιόλας;

Ο χρόνος είναι ανίκητος. Δεν κερδίζεται, δεν τον έχω κερδίσει. Αν τον έχω χάσει, δεν το ξέρω. Νομίζω ότι είμαστε ισοπαλία με τον χρόνο.

Μέσω της μουσικής, μέσω των ανθρώπινων σχέσεων κερδίζεται χρόνος; Υπαρξιακός, εννοώ.

Όταν περνάς όμορφα, ο χρόνος «παγώνει» και φαίνεται μεγάλος. Αυτό συμβαίνει και μέσω της μουσικής και μέσω των ανθρώπινων σχέσεων. Μ’ αυτήν την έννοια μπορείς να τον κερδίσεις.

Όταν βγεις από σχέσεις, αρχίζει να «τρέχει» και πάλι.

Κι όταν βέβαια χάσεις σχέσεις - είτε γιατί έχουν κλείσει τον κύκλο τους, είτε γιατί κάποιοι άνθρωποι έχουν πεθάνει.

Για μένα, κέρδος και απώλεια είναι μέσα στη ζωή και προσπαθούμε να τα φέρουμε σε ένα ισοζύγιο. Αυτό αισθάνομαι να συμβαίνει στη ζωή μου.

«Άσε με τώρα να πιστεύω σ’ ένα όνειρο με δόσεις», τραγουδούσες κάπου αλλού. Πιστεύεις στα όνειρα; Έχουν γίνει (κάποια) όνειρά σου πραγματικότητα, σε διάφορες φάσεις της ζωής σου;

Αλίμονο αν δεν πίστευα σε όνειρα! Αυτό που νιώθω, όμως, είναι ότι στενεύουν τα όνειρα καθώς μεγαλώνουμε, γίνεται κάπως πιο κλειστός ο ορίζοντας.

Το κομμάτι από το οποίο προέρχονται οι συγκεκριμένοι στίχοι αναφέρεται, εξάλλου, σε μια απώλεια φίλου το 1987.

Του Μιχάλη του Πρέκα.

Του Μιχαλάκη μας.

Σε σύγκριση με το 1987, σήμερα είναι πιο δύσκολα τα πράγματα, πιο δύσκολα και τα όνειρα.

Τι ονειρευόσουν τότε και τι ονειρεύεσαι σήμερα;

Τότε, στην ηλικία των είκοσι πέντε-τριάντα χρονών, υπήρχε το όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο, για πιο ισότιμες ανθρώπινες σχέσεις. Ονειρευόμασταν, ονειρευόμουν κοινότητες ανθρώπων με κοινούς στόχους.

Κατόπιν, αυτά τα όνειρα εξασθένησαν. Σήμερα, κάνω πιο προσγειωμένα, πιο καθημερινά, πιο άμεσα όνειρα, όπως το να είμαι καλά με τους φίλους μου και να παίζω μουσική. Δε βάζω μακροπρόθεσμους στόχους.

Όταν ξεκινούσε εκείνη η περιπέτεια με τους Εν Πλω στα μέσα της δεκαετίας του 1980, προσδοκούσες πως θα άφηναν τα στίγμα που άφησαν στα κατοπινά χρόνια;

Σε καμία περίπτωση! Ούτε σαν όνειρο. (Γέλιο).

Κι αυτό δε συνέβαινε μόνο σε μένα, αλλά και στα υπόλοιπα παιδιά του συγκροτήματος, κυρίως στον Δήμο τον Ζαμάνο. Φαίνεται, άλλωστε, κι απ’ τις κινήσεις μας.

Όταν βγήκε ο δίσκος, δεν τον πήρε κανένας είδηση, εκτός από λίγους «ψαγμένους» δημοσιογράφους και μουσικούς. Εμείς δεν πήραμε καμία ανταπόκριση.

Έναν χρόνο αργότερα, εγώ μάλιστα έφυγα για την Κρήτη.

Το γενικότερο κλίμα της εποχής όσον αφορά τη ροκ σκηνή της Ελλάδας, ελληνόφωνη και αγγλόφωνη, ήταν αυτό, πάντως. Κανένας δεν προσδοκούσε ότι, πρώτον, μπορούσε να ζήσει από τη μουσική και, δεύτερον, να κάνει καριέρα.

Εδώ καλά-καλά δίσκο δεν μπορούσες να βγάλεις. Ζούσαμε τη στιγμή, χωρίς να έχουμε αίσθηση της μοναδικότητάς της. Είχαμε μια τρέλα με τη μουσική, παίζαμε ώρες ατέλειωτες, ήμασταν απλώς εκεί - όσοι βρισκόμασταν σ’ αυτόν τον χώρο.

Δεν είναι, λοιπόν, πολύ αντιφατικό που το ντεμπούτο το Εν Πλω, πέρα από το αποτύπωμα το οποίο έχει αφήσει στην εγχώρια μουσική πραγματικότητα, έχει αποκτήσει και τέτοια συλλεκτική αξία στην αυθεντική βινυλιακή του έκδοση;

Δε φέρω καμία ευθύνη για τη συλλεκτική του αξία!

Προφανώς!

Συνέβη από μόνη της, ούτε καν την κυνήγησα. Ήταν μια βραδυφλεγής βόμβα το υλικό αυτό, άργησε πολύ να βγει προς τα έξω και να ακουστεί.

Στο μεταξύ, η «συλλεκτικότητα» με κυνηγάει σαν το κάρμα: και οι άλλοι δίσκοι μου δεν κυκλοφορούν. Ούτε οι Μολυβένιες Ιστορίες, ούτε το Γέλιο των Πολλών, ούτε καν ο πιο πρόσφατος, Πίσω από τη Σκιά.

Εσύ το αγαπάς το βινύλιο, σε κάθε περίπτωση.

Πάρα πολύ! Γι’ αυτό και προσπαθώ να βγαίνουν σε βινύλιο οι δίσκοι μου. Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμα άνθρωποι οι οποίοι βγάζουν βινύλια, όπως ο Νίκος Στυλίδης με τη Labyrinth of Thoughts.

Έχει τα τελευταία χρόνια γίνει κάπως μόδα η κατοχή ή η ακρόαση δίσκων βινυλίου.

Έτσι είναι. Εγώ, όμως, δεν έχω καν πικάπ εδώ και κάποια χρόνια. Έχει χαλάσει και το έχω αφήσει. Έχω, δηλαδή, δίσκους και δεν έχω πικάπ! Το Πίσω από τη Σκιά δεν το έχω ακούσει ποτέ από βινύλιο. (Γέλιο). Μόνο ψηφιακά, από το στούντιο.

Τις Μολυβένιες Ιστορίες -που τις είχε ακούσει όταν πρωτοκυκλοφόρησαν-, γιατί τις είχες αποκαλέσει έτσι;

Έλα, τον είχες ακούσει τότε;

Βέβαια!

Ο τίτλος είχε να κάνει με τη διάθεσή μου. Πρόκειται για «γκρίζες» ιστορίες.

Το Πρέπει να μάθω πια να ζω είναι από τα αγαπημένα μου τραγούδια του δίσκου.

Και μένα. Δεν το παίζουμε.

Μαθαίνεται η ζωή, το να ζεις;

Μαθαίνεται, εξάσκηση χρειάζεται. (Γέλιο). Ο καθένας παίρνει τα μαθήματά του, βέβαια. Τα δικά μου δεν είναι τα ίδια με τα δικά σου.

Καθένας, ευτυχώς ή δυστυχώς, μαθαίνει κυρίως από τις αποτυχίες και τα τραύματα. Κι αυτά τα μαθήματα σε σκληραίνουν.

Το μάθημα της ζωής σε θέλει επιμελή μαθητή. Να είσαι εκεί, να προσπαθείς να δείχνεις ανοχή, κατανόηση - μεγάλα εργαλεία, για μένα, για να μπορέσεις να διδαχτείς στην κοινότητα όπου ζεις.

Ζούμε, πάντως, σε εποχές αδυσώπητου ατομικισμού και ανελέητης σκληρότητας ή/και αδιαφορίας.

Πιστεύω ότι έχουν παίξει μεγάλο ρόλο τα σόσιαλ μίντια.

Η ζωή μας έχει γίνει ένα «σκρολάρισμα», περνώντας από θέματα σοβαρά σε θέματα γελοία από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο, με συνέπεια το κάθε θέμα να χάνει το ειδικό βάρος του.

Υπάρχει επίσης μεγάλη τοξικότητα και ψυχοπάθεια, γεγονός το οποίο οδηγεί σε πόλωση, σε δήθεν συγκρούσεις, πολλές φορές χωρίς λόγο και νόημα. Ψάχνουμε οποιαδήποτε αφορμή για να μαλώσουμε.

Τα σόσιαλ μεγάλωσαν το εγώ των ανθρώπων. Ανέδειξαν τον εαυτό μας, νομίζω.

Απόψεις που θα έμεναν στο επίπεδο του καφενείου  της γειτονιάς και θα γινόταν η σχετική πλάκα αυτήν τη στιγμή κοντεύουν, μέσω των σόσιαλ, να μετατραπούν σε καθεστώς - αν δεν έχουν ήδη γίνει. Η Αμερική του Τραμπ είναι μια απόδειξη.

Προσωπικά, ενώ παρακολουθώ τα σόσιαλ, πολύ σπάνια ποστάρω κάτι πέρα από τις συναυλίες μου. Πολλές φορές ξεκίνησα να γράψω και σταμάτησα. Εγώ, στην «αρένα» του πληκτρολογίου δεν μπαίνω.

Καλά κάνεις, κατά τη γνώμη μου, με την έννοια ότι προστατεύεις την ψυχοδιανοητική ισορροπία σου από αυτό το κομμάτι της καθημερινότητας.

Αυτό ναι, από την άλλη δεν ξέρω αν κάνω καλά. Στον κόσμο των σόσιαλ υπάρχουν πολύ λίγες ψύχραιμες φωνές.

Χρόνια μετά τις Μολυβένιες Ιστορίες κυκλοφόρησε το Γέλιο των Πολλών. Ακούς να αντηχεί γέλιο στις μέρες μας; Κι αν ναι, τι είδους;

Η έννοια που προσδίδω σ’ αυτόν τον τίτλο είναι κοροϊδευτική. Λες κάτι από την ψυχούλα σου και θα ακούσεις το γέλιο των πολλών να σε κοροϊδεύει. Αυτό το γέλιο έχει γίνει πιο δυνατό σήμερα.

Υπάρχει μια κοινωνική αρένα όπου το πλήθος ζητωκραυγάζει μέχρι να περάσει στο επόμενο θύμα, στο επόμενο σόου.

Αυτό το σόου αφορά και στον λεγόμενο «καλλιτεχνικό» χώρο;

Σ’ αυτό κι αν αφορά! Κυρίως σόου βλέπουμε εκεί, και η ουσία έχει τις περισσότερες φορές εξαφανιστεί. Ζούμε σ’ ένα σόου και οι περισσότεροι άνθρωποι έτσι βλέπουν τη ζωή τους.

Με μια δόση σαρκασμού, έλεγες παλιότερα για τον εαυτό σου ότι «καλύτερα καλός διασκεδαστής παρά κακός γιατρός», μιας και πέρασες από το στάδιο της σπουδής της ιατρικής.

Έξι χρόνια σπούδασα.

Δε μετανιώνεις που δε συνέχισες στην ιατρική κατεύθυνση.

Δε μετανιώνω, αν και δεν υπήρξε μια απόφαση της στιγμής, αλλά μια μακρόχρονη διαδικασία. Με εγκατέλειπε σιγά σιγά η ιατρική και με κέρδιζε η μουσική.

Τι σε κέρδιζε, τελικά, περισσότερο στη μουσική;

Πιτσιρικάς, όταν έπιασα την πρώτη κιθάρα στα χέρια μου, αισθάνθηκα καλύτερα. Παίζοντας μουσική αισθανόμουν καλύτερα. Έφτιαχνα κι εγώ τον δικό μου κόσμο.

Το επόμενο σημαντικό ήταν οι παρέες, Γιάννη, το μεγάλο πράγμα στη ζωή μου. Εμείς, οι πολύ παλιοί, μάθαμε να παίζουμε μουσική μέσα από παρέες, φίλους αδελφικούς, γκρουπ. Αυτοδίδακτοι. Έδειχνε ο ένας στον άλλο.

Αυτό, λοιπόν, με κέρδισε στη μουσική - κι ακόμα με κερδίζει.

Με τους ανθρώπους που παίζω είμαστε 25 χρόνια μαζί, σε δίσκους, συναυλίες και ως παρέα: με τον Πάνο Παπάζογλου στην κιθάρα, τον Χρήστο Παππά στο μπάσο και τον Λάζαρο Πλιάμπα στα τύμπανα.

Τους νιώθω δικούς μου ανθρώπους πλέον - και στα καλά και στα ανάποδα.

Όταν παλιότερα αυτοπροσδιοριζόσουν ως «διασκεδαστής», το νόημα προσέδιδες στον όρο; Γιατί δε σε κόβω για διασκεδαστή.

Ειρωνικά το έλεγα.

Έχω, ωστόσο, κάνει τη «θητεία» μου ως διασκεδαστής σε ρεμπετάδικο. Μικρή. Δεν άντεξα παραπάνω.

Έχουμε παίξει με τον Δήμο τον Ζαμάνο και τον Χρήστο τον Πολίτη, τον πρώτο ντράμερ τον Εν Πλω, σε ρεμπετάδικο στο Κουκάκι, στο Μινόρε. Έξι μήνες.

Παίζαμε ρεμπέτικα, η μεγάλη μου αγάπη έτσι κι αλλιώς - τότε και τώρα. Έπαιζα μπουζούκι, παρακαλώ! Ήθελε θράσος. Δεν ήξερα πολλά πράγματα, μόνο κάποια τραγούδια, αυτά που χρειάζονταν για το πρόγραμμα.

Ήμουν διασκεδαστής. Με πελάτες πιωμένους, σπασίματα πιάτων, φασαρίες. Νεοελληνικές στιγμές.

Πέρασα, επομένως, από αυτό το στάδιο, αλλά δε μου «έκατσε» -εννοείται- καθόλου καλά, παρόλο που περνούσα καλά.

Εγω έχω περάσει καλά, Γιάννη, γιατί είχα πάντα μαζί μου τους δικούς μου ανθρώπους. Δε βγήκα στην ελεύθερη αγορά. Πάντα ήταν φίλοι κολλητοί αυτοί με τους οποίους έπαιζα. Και στις συναυλίες και στους δίσκους.

Αισθάνομαι ασφαλής και μπορώ να χαλαρώσω μέσα στο περιβάλλον των φίλων και να δημιουργήσουμε αυτό που θέλουμε. Δε χρειάζεται να είμαι συνέχεια στην «τσίτα».

Σε συνέχεια όσων είπες, στο Πίσω από τη Σκιά αναλαμβάνουν περισσότερο, ίσως, από ποτέ άλλοι άνθρωποι τη σύνθεση της μουσικής και τη συγγραφή των στίχων.

Λόγω εμπιστοσύνης και εκτίμησης που τρέφω γι’ αυτούς ανθρώπους, τόσο ως άτομα όσο και ως καλλιτέχνες.

Τα εφτά στα δέκα τραγούδια του δίσκου είναι του μπασίστα Χρήστου Παππά, στο πλαίσιο της εκτίμησης που του τρέφω. Υπάρχουν νοιάξιμο και αγάπη.

Αυτή κρύβεται «πίσω από τη σκιά»;

Αυτή. Και υπάρχει σε ολους τους δίσκους. Απλώς τώρα τη βλέπω πιο καθαρά.

Έχοντας μιλήσει για τους ανθρώπους, πώς σε επηρεάζουν ως δημιουργό και άνθρωπο και οι τόποι - από την Αθήνα του παρελθόντος, μετά την Κρήτη, κατόπιν σταθερά τη Θεσσαλονίκη;

Το υλικό των Εν Πλω είναι πιο σκοτεινό, πιο αγχωτικό. Στην Κρήτη άλλαξαν τα πράγματα. Η ζωή μου ήταν πολύ πιο χαλαρή και όμορφη. Οι Μολυβένιες Ιστορίες είναι πιο φωτεινές σε σχέση με τους Εν Πλω.

Χαλαρή και η Θεσσαλονίκη. Η ζωή κινείται σε πιο αργούς ρυθμούς.

Σε αναμονή της συναυλίας στο Κύτταρο την Πέμπτη 3 Απριλίου και των επόμενων κυκλοφοριών σου. Στον χρόνο τους, βέβαια.

Ελπίζω να μην περάσουν δέκα χρόνια!

Δε σε εξαναγκάζουν κάποια συνθήκη ή κάποιο συμβόλαιο.

Έχω ακόμη αυτό το προνόμιο, να μη με αναγκάζει κάποιος να κάνω κάτι. Μακροπρόθεσμους στόχους δε βάζω, όπως προείπα.

Βραχυπρόθεσμους, παρέα με ανθρώπους αγαπημένους και κοντινούς.

Να μπορούμε να τα πίνουμε, να τα λέμε και να παίζουμε μουσική. Αυτός είναι ο στόχος μου.

Ευχαριστώ θερμά τον Ντίνο Σαδίκη για την εγκάρδια κουβέντα και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Οι Ντίνος Σαδίκης, Stournari Street Band (+ Black Dot) και Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος εμφανίζονται ζωντανά στη φιλόξενη σκηνή του Κύτταρο Live Club (Ηπείρου 48 & Αχαρνών, Αθήνα) την Πέμπτη 3 Απριλίου.

Οι πόρτες ανοίγουν στις 20:30.