Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Συζητώντας με το πρωταγωνιστικό δίδυμο της παράστασης «Ο Ρεζές μάγκωσε το δάχτυλο»

 

Νατάσα Γαβαλά-Γιώργος Ντούσης (Φωτογραφία: Ιωάννα Νικολαρεΐζη)

«Ποιητικό ταξίδι στον κόσμο της μνήμης και της αυτογνωσίας», το «χειροποίητο» θεατρικό «διαμαντάκι» Ο Ρεζές μάγκωσε το δάχτυλο παρουσιάζεται στο Studio Μαυρομιχάλη μέχρι και τις 26 Ιανουαρίου.

Κουβεντιάζοντας με το πρωταγωνιστικό δίδυμο, Νατάσα Γαβαλά και Γιώργο Ντούση.

Βγαίνοντας από την παράσταση Ο Ρεζές μάγκωσε το δάχτυλο, στην οποία συμπρωταγωνιστείτε, ένα βροχερό βράδυ του Γενάρη ένιωσα ότι είχα την ανάγκη να σας ανταποδώσω κάτι από τη χαρά που βίωσα ως θεατής.

Είναι (και) για εσάς η θεατρική εμπειρία συνώνυμη του δοσίματος, του μοιράσματος, της ανταλλαγής - με το εκάστοτε κοινό, αλλά και με συναδέλφους/συναδέλφισσες;

Νατάσα Γαβαλά-Γιώργος Ντούσης: Η θεατρική εμπειρία για εμάς είναι πράγματι συνώνυμη του μοιράσματος. 

Ειδικά όταν βρίσκεσαι σε μια παράσταση σαν αυτή, όπου το κείμενο και η ερμηνεία πρέπει να συνυπάρξουν με τον κόσμο γύρω μας, νιώθουμε ότι το κάθε βλέμμα, το κάθε ανοιχτό αυτί του κοινού είναι σαν ένα μικρό δώρο.

Ανταποδίδουμε αυτή τη χαρά, τη στιγμή και την  ενέργεια με όλη μας την ψυχή.

Κι αυτό το μοιραζόμαστε όχι μόνο με το κοινό, αλλά και με τους συναδέλφους στη σκηνή. Αν δεν υπήρχε αυτή η αλληλεπίδραση, το θέατρο θα ήταν απλώς μια «άδεια» εμπειρία, μια παράσταση χωρίς ζωή.

Πόσο κεντρική είναι, κατά τη γνώμη σας, η συμβολή του/της ηθοποιού σε ένα θεατρικό ανέβασμα; Είναι εκείνος/εκείνη που διαμορφώνουν καθοριστικά την τελική μορφή ενός προϋπάρχοντος κειμένου;

Ν.Γ.-Γ.Ν.: Η συμβολή του ηθοποιού είναι καθοριστική σε κάθε θεατρικό ανέβασμα, αλλά δεν είναι η μόνη παράμετρος.

Ο ηθοποιός είναι αυτός που θα «ζωντανέψει» το κείμενο πάνω στη σκηνή, θα το αναπνεύσει, θα το κάνει δικό του - θα το «επανασχηματίσει», όπως έλεγαν κάποιοι δάσκαλοί μας.

Όμως, πάντα υπό την καθοδήγηση και το όραμα του σκηνοθέτη, του συγγραφέα και των συνεργατών. Όλοι εμείς μαζί, προσπαθούμε για το καλύτερο... και ελπίζουμε να το προσεγγίζουμε.

Γραμμένο από την Κατερίνα Ελοσίτου και σκηνοθετημένο από τον Johnny O., το έργο Ο Ρεζές μάγκωσε το δάχτυλο είναι, όπως σωστά επισημαίνεται, «ένα ποιητικό ταξίδι στον κόσμο της μνήμης και της αυτογνωσίας».

Πώς, ως ηθοποιοί, οικειοποιείστε και κατόπιν ενσαρκώνετε ένα κείμενο το οποίο, χωρίς κατ’ ανάγκη να είναι δυσπρόσιτο, φέρει, σε κάθε περίπτωση, ένα βαθιά προσωπικό στίγμα;

Ν.Γ.-Γ.Ν.: Για να υποστηρίξεις ένα τέτοιο κείμενο στη σκηνή πρέπει να το νιώσεις καλά. Να αφιερώσεις χρόνο και να ανακαλύψεις όχι μόνο τα νοήματά του, αλλά κυρίως τις συναισθηματικές του πτυχές.

Εδώ που δεν ισχύουν οι κλασικές αρχές ενός θεατρικού έργου, το νήμα των χαρακτήρων και της πορείας τους το κρατάς και το υφαίνεις εσύ.

Όσο πιο πολύ το «πατάς», όσο πιο προσωπικό γίνεται, όσο πιο πολύ σε αφορά και μιλάς μέσα από την προσωπική σου εμπειρία, τόσο πιο πολύ αγγίζει και το κοινό σου και ταυτίζεται μαζί σου συναισθηματικά.

Λίγη σημασία έχει εκεί η απόλυτη κατανόηση με αναλυτικούς όρους, το θέμα είναι ο συντονισμός με το κοινό και η δημιουργία στιγμών μοναδικών και ανεπανάληπτων.


Νατάσα Γαβαλά (Φωτογραφία: Ιωάννα Νικολαρεΐζη)


Πρωταγωνιστικό ρόλο στο κείμενο αυτό κατέχει μια γυναίκα, η ζωή της οποίας ξετυλίγεται μέσα από έναν μονόλογο που συνθέτει «θραύσματα» από τις μνήμες των οικείων της - γονιών, φίλων, εραστών.

Ποιο ήταν το υποκριτικό σου «στοίχημα», Νατάσα;

Νατάσα Γαβαλά: Για μένα προσωπικά, το υποκριτικό «στοίχημα» ήταν να μπορέσω να αποδώσω την πολυπλοκότητα της γυναίκας που παίζω, της ηρωίδας η οποία ξεδιπλώνει τη ζωή της μέσα από τις μνήμες των ανθρώπων που την περιβάλλουν, μέσα από ένα μη θεατρικό κείμενο, πολύ  πυκνό και δύσκολο, χωρίς να χάνω το πάθος της στιγμής.

Και ποιο, αντιστοίχως, το δικό σου, Γιώργο;

Γιώργος Ντούσης: Η σκηνική παρουσία του αντρικού στοιχείου στο έργο είναι σκηνοθετικό εύρημα του Johnny O, δεν υπάρχει στο κείμενο - ή μάλλον υπάρχει μόνο μέσα από τις αφηγήσεις της ηρωίδας. Οπότε αυτό από μόνο του είναι μια πρόκληση.

Αυτοσχεδιάσαμε πολύ για να δούμε και να ανακαλύψουμε σε ποια σημεία η αντρική φιγούρα είναι πιο χρήσιμη. Τι θέλουμε να φωτίσουμε; Πού προωθεί τη δράση; Ποια κομμάτια θα έπαιρνε πάνω του ο αρσενικός πόλος και πού μας οδηγεί αυτό;

Γενικά πειραματιστήκαμε πολύ, δοκιμάσαμε, συνθέσαμε, αφαιρέσαμε από αυτόν. Ελπίζω να κερδίσαμε το «στοίχημα». Εγώ, πάντως, μετά από κάθε παράσταση κερδισμένος νιώθω. Οπότε... όλα καλά!

Πώς εγγράφονται η μνήμη και ο χρόνος στην υποκριτική σας προσέγγιση, εν γένει; Απελευθερωνόμαστε ποτέ από το βάρος τους, ιδίως όταν συσσωρεύονται λειτουργώντας τραυματικά;

Ν.Γ.-Γ.Ν.: Η μνήμη και ο χρόνος είναι πάντα παρόντα στην υποκριτική μας προσέγγιση, ειδικά σε ένα έργο που βασίζεται σε αυτούς του δύο άξονες.

Δεν ξέρουμε αν μπορούμε ποτέ να απελευθερωθούμε από το βάρος τους, ειδικά όταν έχουν αφήσει τραυματικά αποτυπώματα.

Υπάρχουν δρόμοι, αλλά και πάλι για πάντα θα μας συνοδεύουν. Αξίζει να τους αποδεχτούμε για να τους φέρουμε στη σκηνή με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα.  Τότε γίνονται μέρος του έργου με έναν όμορφο, βαθύ και αναζωογονητικό τρόπο.

Ο Ρεζές... είναι μια μικρή, σχεδόν «χειροποίητη», παιχνιδιάρικη παράσταση, η οποία ανεβαίνει σε έναν εξίσου μικρό θεατρικό χώρο. Η ερώτηση που ακολουθεί δεν είναι ρητορική.

Πόσο περιθώριο για τέτοιες παραγωγές υπάρχει σε ένα θεατρικό πεδίο που ασφυκτιά από παραστάσεις όλων των ειδών και των εμβελειών;

Ν.Γ.-Γ.Ν.: Η μικρή και «χειροποίητη»  διάσταση της παράστασης, όπως λες και μας αρέσει πολύ,  προσφέρει την ευκαιρία για μια πιο προσωπική, πιο άμεση επαφή με το κοινό.

Είναι αλήθεια ότι σήμερα το θέατρο είναι γεμάτο από παραστάσεις κάθε είδους και μεγέθους.'Όμως, ίσως σε αυτή την πληθώρα να είναι και η ομορφιά αυτών των μικρών παραγωγών.

Και πόση αντοχή, επιμονή και υπομονή απαιτούνται από όσες και όσους τις υπηρετούν όχι μόνο από υπαρξιακή επιλογή, αλλά και από βιοποριστική ανάγκη; Σας αποκαρδιώνει τυχόν κατώτερη των προσδοκιών σας προσέλευση κοινού;

Ν.Γ.-Γ.Ν.: Το θέατρο που δεν έχει να αποδείξει τίποτα άλλο πέρα από το ότι είναι αληθινό είναι σαν μια ανάσα στον θόρυβο του κόσμου. Αντιστέκεται με υπομονή, επιμονή και κόντρα πολλές φορές στη βιοποριστική ανάγκη.

Για εμάς τους ηθοποιούς, το να καταφέρουμε να κρατήσουμε ζωντανή αυτήν την ενέργεια είναι σημαντικό, και ναι, η απογοήτευση όταν η προσέλευση του κοινού δεν είναι η αναμενόμενη είναι φυσιολογική.

Όμως, εκεί ακριβώς κρύβεται η μαγεία της δημιουργίας. Η πίστη σε αυτό που κάνουμε, ακόμη και όταν οι εξωτερικές συνθήκες δε μας επιβραβεύουν.

Σε ευχαριστούμε πολύ για τη στήριξή σου και τις σκέψεις σου!

Η παράσταση Ο Ρεζές μάγκωσε το δάχτυλο, με την Νατάσα Γαβαλά και τον Γιώργο Ντούση στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, παρουσιάζεται στο Studio Μαυρομιχάλη (Μαυρομιχάλη 134) κάθε Σάββατο και Κυριακή (21:00) μέχρι και τις 26 Ιανουαρίου.


Γιώργος Ντούσης (Φωτογραφία: Ιωάννα Νικολαρεΐζη)


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Xριστίνα Κυριαζίδη: «Ο άνθρωπος επί σκηνής είναι ο πυρήνας του θεάτρου»

 

Χριστίνα Κυριαζίδη (Φωτογραφία: Κατερίνα Αρβανίτη)

Ποιήτρια, ηθοποιός και μουσικός, η Χριστίνα Κυριαζίδη διαπρέπει στις [ΡΩΓΜΕΣ], μια χοροθεατρική σόλο περφόρμανς βασισμένη σε ποίηση της ίδιας, στην Ανθρώπινη Φωνή του Κοκτώ και στους χαρακτήρες της Αντιγόνης, της Φαίδρας και της Μήδειας.

Η παράσταση φιλοξενείται στο Θέατρο Ροές μέχρι και τις 22 Ιανουαρίου. Μια κουβέντα με την Χριστίνα Κυριαζίδη.

Είσαι «Ελληνίδα ποιήτρια, δραματουργός, ηθοποιός, μουσικός, podcaster και ραδιοφωνική παραγωγός» με βάση την Αθήνα και το Βερολίνο και έχεις εργαστεί, με διάφορες ιδιότητες, σε χώρες της Ευρώπης και της Νότιας Αμερικής.

Πώς συνδέονται οι προαναφερθείσες ιδιότητες κατά την αντίληψη και βιωμένη θεατρική υποκριτική-πρακτική σου; Υπάρχεις στις «ρωγμές» των ιδιοτήτων αυτών, για να μνημονεύσω την εν εξελίξει σκηνική σύνθεσή σου, [ΡΩΓΜΕΣ];

Στην πραγματικότητα όλα είναι ένα.

Όταν ασκείσαι σε μια καλλιτεχνική πρακτική, ο πυρήνας της γνώσης που αποκτάς με την εμπειρία είναι κοινός με κάθε άλλη καλλιτεχνική πρακτική. Αναφέρομαι στον πυρήνα, όχι στα επιμέρους τεχνικά χαρακτηριστικά. Για μένα τα πάντα είναι ποίηση.

Έχω επιλέξει να ακολουθώ τις αρχές της ποίησης όταν δημιουργώ θέατρο, μουσική κ.λπ. Δεν υπάρχω στις ρωγμές διαφορετικών καλλιτεχνικών ιδιοτήτων, αλλά στον κοινό τους πυρήνα, στον τόπο δηλαδή όπου όλες συναντιούνται. 

Εντέλει, ούσα τόσο διεθνής/πολυταξιδεμένη, πώς προσλαμβάνεις και πόσο σημαντική θεωρείς την έννοια της ελληνικότητας στην τέχνη και γενικότερα στις μέρες μας;

Έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής μου ως ξένη σε διαφορετικούς τόπους, έχω πάψει να αντιλαμβάνομαι τον εαυτόν μου και τους άλλους σε σχέση με την εθνικότητα, οπότε δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση.

Ας επαναφέρουμε την κουβέντα μας στις [ΡΩΓΜΕΣ], λοιπόν. Γιατί, κατ’ αρχάς, ο τίτλος της παράστασης τίθεται σε αγκύλες;

Αυτό ήταν μια αισθητική επιλογή που προέκυψε στην σκηνική σύνθεση {ΚΟΚΚΙΝΟ], το πρώτο μέρος της Σπουδής Πάνω στην Γυναικότητα, όπως ονομάζω τη σειρά των σόλο περφόρμανς όπου εμβαθύνω σε διαφορετικές πτυχές και προβληματικές της γυναικείας υπόστασης και ταυτότητας.

Για λόγους οπτικής συνοχής κράτησα τις αγκύλες και στις επόμενες δημιουργίες.

Κεντρικό και μοναδικό -ορατό- πρόσωπο της παράστασης είναι μια ανώνυμη γυναικεία φιγούρα, την οποία ενσαρκώνεις, σε ψυχικό, σωματικό και λεκτικό παραλήρημα.

Πώς ορίζεις την έννοια του «παραληρήματος»; Είναι για σένα μια διανοητική και ψυχοσωματική κατάσταση στην οποία συχνά καταδύεσαι ή την οποία επιδιώκεις να εξερευνήσεις μέσα απ’ τη δουλειά σου; Και αν ναι, γιατί;

Το παραλήρημα της κεντρικής ηρωίδας στις [ΡΩΓΜΕΣ] έχει να κάνει με μια ρευστή κατάσταση ανάμεσα στην δίκη της ταυτότητα και τα συναισθηματικά τοπία άλλων γυναικών που «κατοικούν» στα μέσα της ως αρχέτυπα.

Ερήμην της αυτές οι άλλες φιγούρες «δανείζονται» τον ψυχικό της κόσμο και εκφράζονται μέσα από το σώμα και την φωνή της.

Όταν καταπιάνεσαι πρακτικά με την θεατρική έρευνα, εισέρχεσαι σε τέτοιες ρευστές περιοχές, που δεν έχουν να κάνουν με το «παραλήρημα», όπως χρησιμοποιούμε την λέξη στην ψυχανάλυση, αλλά με την εξερεύνηση τοπίων ξένων ως προς τη γνωστή ψυχοσωματική σου ταυτότητα.

Στον χαρακτήρα της γυναικείας φιγούρας συνυφαίνονται «θραύσματα» από την γυναίκα-προσφύγισσα, την Αντιγόνη, την Μήδεια και την Φαίδρα, με αναφορές στην Ανθρώπινη Φωνή του Ζαν Κοκτώ. Όλα, επενδυμένα με την ποίησή σου.

Γιατί επέλεξες τις συγκεκριμένες, κατά βάση αρχετυπικές/μυθικές/μυθολογικές, γυναικείες φυσιογνωμίες; Τι τις συνδέει; Πόσο επίπονη υπήρξε η διαδικασία σύνθεσης της ποίησής σου με «σπαράγματα» από άλλα -κειμενικά- σύμπαντα;

Οι παραπάνω γυναικείες φιγούρες προέκυψαν κατά την περίοδο της έρευνας. Θεωρώ ότι με επέλεξαν αυτές, όχι εγώ. Ο τρόπος που δουλεύω τη δραματουργία δεν είναι καθόλου επίπονος, αλλά απολαυστικός.

Πολλά από τα ποιήματα μου που συναντάμε στις [ΡΩΓΜΕΣ] προϋπήρχαν, ενώ κάποια γράφτηκαν κατά τη διάρκεια των προβών. Επίσης, τα κειμενικά αποσπάσματα από άλλους συγγραφείς ήταν πολύ περισσότερα, αρχικά.

Η τελική δραματουργική σύνθεση συνέβη κατά τη διάρκεια των προβών, με τρόπο απόλυτα οργανικό.

Κάθε λέξη, ποίημα, κείμενο ήταν συνδεδεμένο με μια σωματική δράση, χειρονομία, συμπεριφορά, ή εικόνα, και έτσι από την κατασκευή της σκηνικής ψυχοσωματικής παρτιτούρας, προέκυψε και η δραματουργία του κειμένου.

Το πιο δύσκολο είναι να συμφιλιωθείς με το γεγονός ότι ένα μεγάλο συχνά μέρος του σκηνικού και κειμενικού υλικού που έχει προκύψει στις πρόβες πρέπει να εγκαταλειφθεί.


Χριστίνα Κυριαζίδη (Φωτογραφία: Κατερίνα Αρβανίτη)


Οι [ΡΩΓΜΕΣ] είναι μια παράσταση «σωματικού» -αν μου επιτρέπεις τη μάλλον κοινότοπη ταξινόμηση- θεάτρου. Στην πραγματικότητα, το σώμα σου σχεδόν «εξαρθρώνεται»  στη διάρκεια της περφόρμανς.

Το ερώτημα που θα ήθελα να θέσω, ωστόσο, είναι το ακόλουθο: Υπάρχει θεατρική πρακτική που δεν εμπεριέχει κάποιο είδος σωματικότητας;

Δεν υπάρχει. Το θέατρο, από τη στιγμή που περιλαμβάνει τον άνθρωπο ως ζωντανή παρουσία, είναι μια σωματική τέχνη.

Γι’ αυτόν τον λόγο, πρέπει να επενδύσουμε στα ψυχοσωματικά μας εργαλεία, ως πρακτικοί του θεάτρου. Είναι κρίμα να αρχίζουν και να τελειώνουν όλα με το κείμενο, όσο σπουδαίο κι αν είναι αυτό.

Η ζωντανή παρουσία, ο άνθρωπος επί σκηνής, κι όχι η ιστορία, είναι ο πυρήνας του θεάτρου κατά τη γνώμη μου. Και αναφέρομαι όχι μόνο σε αυτό που ονομάζουν «σωματικό» θέατρο, αλλά στο θέατρο γενικότερα. 

Στην περφόρμανς συνεργάζεστε με τον Ισλανδό συνθέτη Smári Gudmundson, ο οποίος υπογράφει τη μουσική. Θα ήθελες να μου μιλήσεις για τη συνεργασία σας και για τη σημασία της μουσικής και του ήχου γενικότερα στη δουλειά σου;

Με τον Smári γνωριζόμαστε και συνεργαζόμαστε πολλά χρόνια, έχουμε αναπτύξει μια δίκη μας γλώσσα επικοινωνίας όσον αφορά τις σκηνικές μας δημιουργίες.

Αντιμετωπίζω τη μουσική, τον ήχο, το κείμενο, τους χορούς, τα τραγούδια κι οτιδήποτε άλλο προκύψει στην πρόβα ως σκηνικό υλικό. Δεν υπάρχει ιεραρχία και προτεραιότητα.

Δε θεωρώ, δηλαδή, ότι η μουσική πρέπει να «ντύσει» το κείμενο, να «υπογραμμίσει» τη δράση, ή να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα.

Όλα τα επιμέρους στοιχεία έχουν την ίδια βαρύτητα κι όπως τα όργανα του ανθρώπινου σώματος, το καθένα επιτελεί την λειτουργία του και συνδέεται οργανικά με τα υπόλοιπα.

Έτσι και η μουσική συνομιλεί με τα λεκτικά, συνειρμικά και σωματικά τοπία της παράστασης με τρόπο οργανικό και άμεσο.

Υπηρετείς ένα δύσκολο είδος, το χοροθέατρο, και μάλιστα στη σόλο εκδοχή του. Βάσει της μέχρι στιγμής εμπειρίας σου ποια -θεατρικά- κοινά αφορά, σε Ελλάδα και εξωτερικό; Αντλείς επαρκή ικανοποίηση από την επιλογή σου;

Ποτέ δεν επέλεξα συνειδητά το χοροθέατρο. Βρέθηκα να προσπαθώ να κάνω θέατρο στο Βερολίνο, χωρίς να μιλάω γερμανικά.

Ταυτόχρονα, με ενδιέφερε η έρευνα της φωνής, είχα μαγευτεί από τον κόσμο του Butoh και έγραφα ασταμάτητα ποίηση.

Όλα αυτά τα στοιχεία ήρθαν σιγά σιγά μαζί και, δημιουργία στη δημιουργία, διαμόρφωσαν μια προσωπική σκηνική γλώσσα - πολύγλωσσες παραστάσεις, βασισμένες κατεξοχήν σε δραματοποιημένη ποίηση, χωρίς γραμμική δραματουργία, με έντονο το στοιχείο του χορού, που απευθύνονται σε συνειρμικά τοπία στον κάθε θεατή ξεχωριστά, μέσα από ψυχοσωματικά ερεθίσματα και εικόνες.

Η δημιουργία αυτής της «προσωπικής γλώσσας», που βρίσκεται εν εξελίξει, συνέβη κατα κύριο λόγο από την ανάγκη επικοινωνίας με ένα κοινό που δεν καταλάβαινε την γλώσσα της ποίησής μου.

Ερχόμενη στην Ελλάδα συνειδητοποίησα πως, κατά ένα παράδοξο τρόπο, το ελληνικό κοινό έχει μεγαλύτερη δυσκολία στο να συνδεθεί με το σκηνικό σύμπαν που προτείνω, παρότι καταλαβαίνει την γλώσσα της ποίησης.

Αυτό οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι, στην Ελλάδα το κοινό είναι περισσότερο εκπαιδευμένο στο θέατρο «μηνυμάτων» και αναζητά μια πιο γραμμική δραματουργία.

Ή απλά ίσως και να οφείλεται στο ότι το οποιοδήποτε κοινό που δεν καταλαβαίνει την γλώσσα μιας παράστασης, αυτόματα γίνεται πιο δεκτικό στα ψυχοσωματικά και συνειρμικά ερεθίσματα του περφόρμερ.

Πόσο -ως είδος- το χοροθέατρο δυνητικά συνδέεται, κατά την αντίληψή σου, με τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα;

Δε γνωρίζω πώς συνδέεται με τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.

Η πραγματικότητα που παρατηρώ γύρω μου χαρακτηρίζεται από μια ολοένα μεγαλύτερη συναισθηματική και σωματική αποξένωση, και από  μια ολοένα πυκνότερη και πιο εξαρτημένη σχέση με την τεχνολογία.

Οι [ΡΩΓΜΕΣ] θα συνεχίσουν να αναζητούν περάσματα στην Ευρώπη μέσα στο 2025. Τι προσδοκάς από αυτά τα ταξίδια;

Την επαφή με θεατές από διαφορετικά γλωσσικά και πολιτισμικά σύμπαντα. Και φυσικά το ίδιο το ταξίδι που υπήρξε ανέκαθεν πηγή έμπνευσης και επαναπροσδιορισμού για μένα.

Η χοροθεατρική παράσταση [ΡΩΓΜΕΣ] παρουσιάζεται στο Θέατρο Ροές (Ιάκχου 16, Γκάζι) μέχρι και την Τετάρτη 22 Ιανουαρίου.

Μέρες και ώρες παραστάσεων:

Δευτέρα 13/1, 21:00

Τρίτη 14/1, 21:00  

Τετάρτη 15/1, 22:00  

Δευτέρα 20/1, 21:00

Τρίτη 21/1, 21:00

Τετάρτη 22/1, 22:00.


Χριστίνα Κυριαζίδη (Φωτογραφία: Κατερίνα Αρβανίτη)


Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Νίκος Ιωαννίδης: «Ο μονόλογος είναι σαν ένας αγώνας πυγμαχίας»

 


Η εν πολλοίς άγνωστη ιστορία του Δημήτρη Τσαφέντα, εκτελεστή του «αρχιτέκτονα» του νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ, παρουσιάζεται επί σκηνής μέσα από την παράσταση ‘Σκότωσα τον νταή του απαρτχάιντ’ - Δημήτρης Τσαφέντας.

Ο Νίκος Ιωαννίδης, ερμηνευτής του απαιτητικού μονόλογου, φωτίζει την ιστορία του Τσαφέντα.

Ομολογώ -με αρκετή αμηχανία- ότι μέχρι πρότινος αγνοούσα την ύπαρξη του Δημήτρη Τσαφέντα καθώς και την εκτέλεση του «αρχιτέκτονα» του νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ, Χέντρικ Φέρβερντ, την οποία είχε διαπράξει.

Πόσο εξοικειωμένος ήσασταν από πλευράς σας με την προσωπική του ιστορία όταν σας προτάθηκε ο συγκεκριμένος ρόλος στο πλαίσιο της παράστασης ‘Σκότωσα τον νταή του απαρτχάιντ’ - Δημήτρης Τσαφέντας;

Μην αισθάνεστε αμηχανία, γιατί σχεδόν κανείς στην Ελλάδα δε γνωρίζει τον Δημήτρη Τσαφέντα - και ένας από αυτούς ήμουν κι εγώ. Τον ανακάλυψα τυχαία, έπειτα από μήνες αναζήτησης ενός πολιτικού έργου με αντίστοιχη θεματολογία.

Όταν έπεσα πάνω στην ιστορία του, αποφάσισα αμέσως να την φέρω στη σκηνή.

Οπότε, δε μου προτάθηκε ο ρόλος - εγώ έκανα την «ανάθεση» στον εαυτό μου έχοντας βέβαια στο πλευρό μου τον Κοραή Δαμάτη που το σκηνοθέτησε, έκανε την δραματουργική επεξεργασία του αρχικού κειμένου και πολλά πολλά άλλα!

Πόσα ανακαλύψατε στην πορεία μέσα από την -αναμενόμενη, εκτιμώ- προσωπική έρευνα; Πόσο βαθιά, εντέλει, «σκάψατε» και στον δικό σας εαυτό, προκειμένου να ενσαρκώσετε τον Τσαφέντα επί σκηνής ως μυθοπλαστικό χαρακτήρα;

Κατ’ αρχάς, ο Τσαφέντας δεν είναι μυθοπλαστικός χαρακτήρας - είναι ιστορικό πρόσωπο. Η εξαιρετική συγγραφή του έργου από τον Γιώργο Δαμιανό έχει συμπεριλάβει μυθοπλαστικά στοιχεία, προκειμένου να υπηρετηθεί η αφήγηση.

Αυτό έγινε γιατί οι πληροφορίες για τη ζωή του Τσαφέντα προέρχονται από διαφορετικές πηγές, ενώ δε διαθέτουμε τη δική του προσωπική μαρτυρία.

Η έρευνά μας ήταν εκτεταμένη και συνεχής, ακόμη και κατά τη διάρκεια των προβών. Στην πορεία, είχα την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με ανθρώπους από όλο τον κόσμο, οι οποίοι είτε είχαν προσωπικές εμπειρίες είτε είχαν ερευνήσει την ιστορία του.

Μια από τις πιο τιμητικές στιγμές ήταν η γνωριμία μου με τον Αλέξανδρο Μουμπάρη, έναν σπουδαίο αγωνιστή του αντι-απαρτχάιντ. Ο Μουμπάρης, πέρα από τη συγκλονιστική του διαδρομή, είχε βρεθεί στην ίδια φυλακή με τον Τσαφέντα.

Η απόδρασή του από φυλακή υψίστης ασφαλείας, η οποία έγινε θρύλος και ενέπνευσε την ταινία Escape from Pretoria, ήταν ένα ακόμη πλήγμα για το καθεστώς του απαρτχάιντ.

Η γνωριμία μου μαζί του όχι μόνο επιβεβαίωσε πολλές από τις πληροφορίες που είχα συλλέξει, αλλά μου έδωσε και νέα, άγνωστα μέχρι τότε στοιχεία για τον Δημήτρη Τσαφέντα, εμπλουτίζοντας ακόμα περισσότερο την κατανόησή μου για την προσωπικότητα και την ιστορία του.

Κατ’ εσάς ήταν ένας χαρισματικός μιγάς, στοιχειωμένος από τον ρατσισμό που είχε βιώσει από το καθεστώς και με έντονα ανεπτυγμένη την αίσθηση δικαίου, ή ένας σχιζοφρενής, άθυρμα αντικαθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων;

Ήταν ένας άνθρωπος με σαφή πολιτική θέση, και η πράξη του ήταν καθαρά πολιτική. Η «ταμπέλα» της σχιζοφρένειας ήταν μια στρατηγική επιλογή του καθεστώτος για να αποφύγουν την ηρωοποίησή του.

«Αν δεν καώ, αν δεν καείς, αν δεν καούμε, πώς θα νικήσει το φως το σκοτάδι;» φέρεται να σχολίαζε κάθε τόσο, επικαλούμενος τον διάσημο στίχο του Ναζί Χικμέτ.

Σε ένα θεμελιωδώς άδικο κοινωνικοπολιτικό σύστημα -όπως υπήρξε το καθεστώς του απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική, και άλλα καθεστώτα σήμερα-, συνιστά η αυτοδικία ως ατομική επιλογή πράξη απόδοσης δικαιοσύνης;

Όχι, σε καμία περίπτωση! Αλλά θα σας παραθέσω κι αυτό...

«Κάθε μέρα βλέπεις κάποιον που ξέρεις ότι διαπράττει ένα σοβαρό έγκλημα, το οποίο πλήττει εκατομμύρια άλλους ανθρώπους. Δεν μπορείς να τον δικάσεις ούτε να τον καταγγείλεις στην Αστυνομία επειδή αυτός είναι ο ίδιος ο νόμος της χώρας. Θα παραμείνεις σιωπηλός και θα τον αφήσεις να διαπράττει το έγκλημά του ή θα κάνεις κάτι για να τον σταματήσεις;»

Αυτά είπε ο Δημήτρης Τσαφέντας όταν συνελήφθη για τη δολοφονία του αρχιτέκτονα του απαρτχάιντ, πρωθυπουργού της Νοτίου Αφρικής Χέντρικ Φέρβερντ, στις 6 Σεπτεμβρίου του 1966.


Νίκος Ιωαννίδης (Φωτογραφία: Γιώργος Στριφτάρης)


Πώς στέκεστε έναντι της έννοιας και της πρακτικής της αυτοδικίας πιο πολύ σε ηθικοπολιτικό παρά σε μυθοπλαστικό επίπεδο;

Ηθικοπολιτικά είμαι 100% ενάντια στην αυτοδικία. Όμως,  θα ήθελα να ζω και σε έναν πλανήτη πολιτισμένο, οργανωμένο  με αξίες,  δικαιοσύνη, νόμους, ισότητα, με ειρήνη,  υποδομές και αξιοκρατία - ρεαλιστικά και όχι μυθοπλαστικά. 

Η θεατρική παράσταση είναι ένας μονόλογος «δωματίου» διάρκειας 75 λεπτών. Διανοητικά, σωματικά, ψυχικά και υποκριτικά ο μονόλογος είναι από τα πλέον απαιτητικά θεατρικά είδη.

Πώς βιώσατε τη διαδικασία προσωπικά και πόσο σας ωρίμασε -και ωριμάζει- ως ηθοποιό;

Όπως μου είπε ο σκηνοθέτης της παράστασης, Κοραής Δαμάτης, «Ο μονόλογος είναι πρωταθλητισμός». Και είχε απόλυτο δίκιο. Είναι σαν ένας αγώνας πυγμαχίας - μια εμπειρία που έζησα και προσωπικά ως αθλητής.

Στον μονόλογο δεν υπάρχει περιθώριο λάθους. Είσαι μόνος σου στη σκηνή, αντιμέτωπος με το κοινό και τον ίδιο σου τον εαυτό. Είναι μια εμπειρία αξεπέραστη.

Θα περιγράφατε τη συγκεκριμένη παράσταση ως πολιτική ή ως ένα υπαρξιακό δράμα με ιστορικοπολιτικές υποδηλώσεις και προεκτάσεις;

Πρόκειται για μια πολιτική παράσταση με έντονες υπαρξιακές διαμάχες. Είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο σε αυτή την περίπτωση.

Πόσος χώρος υπάρχει για τέτοια θεατρικά εγχειρήματα σε μια θεατρική πραγματικότητα η οποία αναλώνεται -εν μέρει για κατανοητούς λόγους- στο κυνήγι της επιχορήγησης/επιδότησης και στις κάθε λογής ευκολίες;

Δεν μπορώ να απαντήσω γενικά. Δεν έχω ασχοληθεί ποτέ με επιχορηγήσεις/ επιδοτήσεις.

Προσωπικά, έχω μάθει να αναλαμβάνω έργα από το μηδέν και να τα στηρίζω με την επιμονή και το «θέλω» μου. Αυτόν τον δρόμο ξέρω, και, προς το παρόν, αυτός λειτουργεί για μένα.

Και πόσο δικαιωμένος αισθάνεστε από τη συμμετοχή σας στο συγκεκριμένο εγχείρημα κρίνοντας από την όποια αλληλεπίδραση με το κοινό μέχρι στιγμής;

Νιώθω δικαιωμένος, αρχικά, για τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα. Το στήριξαν, το πίστεψαν, και αφιέρωσαν χρόνο και σκέψη για να υλοποιηθεί αυτό το εγχείρημα.

Έπειτα ναι, η αλληλεπίδραση με το κοινό μέχρι στιγμής είναι τόσο ισχυρή, θετική, και θερμή που ξεπέρασε κάθε αρχική μου προσδοκία.

Είμαι απόλυτα ευγνώμων για το ταξίδι αυτό και για την ανταπόκριση που έχει βρει.

Ευχαριστώ θερμά τον Νίκο Ιωαννίδη για την άμεση ανταπόκριση στο αίτημά μου για συνέντευξη και για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού που συνοδεύει το κείμενο.

Ευχαριστώ επίσης την Άννα Αθανασιάδη για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η παράσταση ‘Σκοτωσα τον νταή του απαρτχάιντ’ - Δημήτρης Τσαφέντας, σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη και με τον Νίκο Ιωαννίδη στον πρωταγωνιστικό ρόλο, παρουσιάζεται μέχρι και τις 13 Ιανουαρίου στο Θέατρο Από Κοινού.

Μέρες και ώρες παραστάσεων:

Κυριακή 5 Ιανουαρίου: 19:30.

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου: 21:00.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου: 19:30.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου: 21:30.


Νίκος Ιωαννίδης (Φωτογραφία: Γιώργος Στριφτάρης)


Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2025

Ηλίας Ασβεστόπουλος: «Η ενασχόλησή μου με τη μουσική ξεκίνησε από ονειρικό ρομαντισμό»

 


Ενσάρκωση της ζώσας Ιστορίας της εγχώριας ελληνόφωνης ποπ-ροκ σκηνής, ο Ηλίας Ασβεστόπουλος, παρέα με τους 2002 GR, δίνουν την αποχαιρετιστήρια συναυλία του(ς) το Σάββατο 11 Ιανουαρίου στο Κύτταρο.

Μια κουβέντα με τον Ηλία Ασβεστόπουλο.

Η εμπλοκή σας με τη μουσική ξεκίνησε γύρω στα μέσα τoυ ’60, όταν ακόμα ήσασταν μαθητής γυμνασίου, μέσα από τη συμμετοχή σας στους The Persons και στους Blue Birds. Από περιέργεια άρχισαν όλα; Υπήρξατε αυτοδίδακτος;

Η ενασχόλησή μου με τη μουσική δεν ξεκίνησε από περιέργεια, αλλά από ονειρικό ρομαντισμό. Όσον αφορά το δεύτερο μέρος της ερώτησης, όντως ξεκίνησα ως ερασιτέχνης αυτοδίδακτος.

Οι The Persons, με έδρα τους τον Πειραιά, σχηματίστηκαν το 1966, άφησαν κληρονομιά τρία καταπληκτικά σινγκλάκια και διαλύθηκαν δύο χρόνια μετά την έλευση της Χούντας. Τι θυμάστε εντονότερα από εκείνη την περίοδο;

Θυμάμαι τις πρόβες, τις πρώτες επαφές με τις δισκογραφικές εταιρείες, τα στούντιο και δυστυχώς και τη Χούντα. Ροκ (πέτρινα) χρόνια.

Μετά τη διάλυση των The Persons τρία από τα μέλη της μπάντας (Σπάθας, Μπουκουβάλας, Τουρκογιώργης) ίδρυσαν τους θρυλικούς Socrates Drank The Conium.

Δε μεταπηδήσατε στους Socrates, αν και σας προτάθηκε, αφ’ ενός γιατί δε σας ενδιέφερε η διεθνής καριέρα, αφ’ ετέρου γιατί θέλατε να εστιάσετε στον ελληνόφωνο ποπ και ροκ στίχο. Από πού πήγαζε αυτή η επιλογή;

Η επιλογή αυτή βασιζόταν στη λογική ότι πρώτα κάνεις καριέρα στη χώρα σου και μετά, αν το ευνοούν οι συνθήκες, απλώνεις τα φτερά σου και πετάς σε άλλες πολιτείες. Αυτό ήταν και παραμένει το δικό μου σκεπτικό.

Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1970 έπεσε ο «σπόρος» και των 2002, μετέπειτα 2002 GR. Πώς συναντηθήκατε με τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ, τι σας συνέδεσε και ποιος -και γιατί- επέλεξε αυτό το όνομα;

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπήρχε στον Πειραιά ένα νέο συγκρότημα με το όνομα «Σκορπιός», που αποτελούνταν από τους Γιάννη Χατζησόγλου, Γιάννη Γιοκαρίνη, Γιώργο Καλαϊτζόγλου και Ανδρέα Τσαντά.

Μαζί τους συμφώνησα να δημιουργήσουμε το 1974 μία νέα μπάντα που είχε την επωνυμία «ΗΛΙΑΣ ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ - 2002». Το όνομα 2002 GR επιλέχθηκε μεταγενέστερα, το 1982.

Όσον αφορά το όνομα-αριθμό, βγήκε από το αυτοκίνητο BMW 2002, που είχε ένας φίλος μου. Μου άρεσε πολύ ο αριθμός γιατί διαβάζεται και ανάποδα. 

«Tι κι αν είμαστε παιδιά των λουλουδιών/ στην καρδιά υπάρχει αγάπη ολωνών», τραγουδούσατε στα Τα παιδιά των λουλουδιών από το ντεμπούτο άλμπουμ των 2002, Πόλα. Σε ποιο βαθμό ταυτιζόσασταν με το κίνημα της «flower power»;

Ευτυχώς ή δυστυχώς, στη ζωή μου ταυτίστηκα με όλα τα κινήματα, με άλλα λιγότερο και με άλλα περισσότερο. Σαν νέος της εποχής εκείνης επηρεάστηκα σε καλό βαθμό από το κίνημα των λουλουδιών.

«Κράτησέ με σφιχτά/ μοναχός του κανείς δεν νικά», ακούγεται στο Ίσως αύριο να ’ναι αργά από το ίδιο άλμπουμ. Πιστεύατε ανέκαθεν στην αξία και τη δύναμη του συλλογικού πνεύματος;

Βεβαίως. Πάντα η συλλογικότητα έχει μεγάλη δύναμη.

«Κοίτα κι απ’ τις δυο μεριές/ μη νομίζεις οι καρδιές του κόσμου θα’ ναι πάντοτε κλειστές», ελπίζετε στο Κοίτα κι απ’ τις δυο μεριές. Δικαιώθηκε αυτή η ελπίδα στις κατοπινές δεκαετίες ή αποδείχτηκε αφελής;

Αφελής δεν αποδείχτηκε, αλλά ούτε και δικαιώθηκε πλήρως. Το σώφρον πάντως είναι να κοιτάς και από τις δύο μεριές. 

«Σιδερένιε άνθρωπε/ βίαιε και απάνθρωπε/ ψάχνεις να βρεις τη σιγουριά/ και σε σαπίζει η σκουριά», διαπιστώνετε στον Σιδερένιο Άνθρωπο από τον ομώνυμο δίσκο-ορόσημο. Mισό αιώνα μετά, γιατί είναι αυτός ο ανθρωπότυπος κυρίαρχος;

Νομίζω ότι μετά από τόσα χρόνια δεν έχει αλλάξει τίποτα όσον αφορά το συγκεκριμένο στίχο που παραπέμπει από τον προσωπικό χαρακτήρα μέχρι τον πόλεμο.

Η αξέχαστη φίλη μου Σάσα Μανέτα ήξερε τότε τι στίχους έγραφε. Ήταν μπροστά από την εποχή της.

Ωστόσο, δε θεωρώ κυρίαρχο τον χαρακτήρα του «σιδερένιου ανθρώπου». Αν πρέπει να ορίσουμε κάτι ως «κυρίαρχο», αυτό είναι μόνο το πνεύμα. 

«Πολέμησα μες στη ζωή τις τόσες αδικίες/ γύρισα κόντρα στον καιρό την πλάτη στις κακίες/ πολέμησα καταμεσής στα πάθη και στα μίση/ και έψαξα στα προβλήματα για τη σωστή τη λύση», εξομολογείστε στο Είπαν πως είμαι ήρωας.

Βρήκατε τη «σωστή λύση» για τα περισσότερα προβλήματα; Ποιον θα αποκαλούσατε «ήρωα» στις μέρες μας;

Πιστεύω ότι ο μοναδικός ήρωας σήμερα είναι ο ταπεινός άνθρωπος, που από την ώρα που γεννιέται μέχρι την ώρα που φεύγει, αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια και υπομονή τα προβλήματα της ζωής, αν και αυτά καμιά φορά είναι αξεπέραστα.

«Κι εσύ που μιλάς για αγάπη για ειρήνη και θρησκεία/ εσύ προσπερνάς πόσοι χάνονται στα υπόγεια δεν κοιτάς», σχολιάζετε στο Μετρό. Είναι η υποκρισία από τα βασικά χαρακτηριστικά της εποχής μας - κι όχι μόνο των θρησκευόμενων;

Είναι γενική η υποκρισία πλέον. Οι περισσότεροι κοιτάν μόνο το προσωπικό τους συμφέρον, αδιαφορώντας για το κοινωνικό σύνολο αλλά και για τις αξίες που τους περιτριγυρίζουν. 

Έχοντας διανύσει μια μακρά δημιουργική διαδρομή, νιώθετε κατ’ αρχήν ικανοποίηση και πληρότητα ή υπάρχει κάποιος καημός, κάποιο απραγματοποίητο όνειρο, κάποια ματαίωση, κάποια πικρία;

Δε νομίζω μετά από τόσα χρόνια συνεχούς πορείας στα μουσικά δρώμενα της χώρας μου να μην είμαι ευγνώμων, αλλιώς, αν καταλάβαινα κάτι διαφορετικό, θα είχα σταματήσει πιο νωρίς. 

Πώς ορίζετε την επιτυχία, την οποία σίγουρα έχετε απολαύσει, σε ένα πιο υπαρξιακό επίπεδο;

Την επιτυχία δεν την κάνουν συγκεκριμένα άτομα. Η επιτυχία πηγάζει από τον κόσμο και όχι από κλειστά γραφεία και κλίκες. Ο κόσμος έχει πάντα τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.

Άρα, εφόσον σε επιβραβεύει, οφείλεις να τον σέβεσαι και να τον ευχαριστείς. Υπάρχουν επιτυχίες και «επιτυχίες». Αυτό που μετράει είναι η διαχρονικότητα. Για εμένα αυτό είναι η πραγματική επιτυχία, η διάρκεια του χρόνου. 

Στις 11 Ιανουαρίου βάζετε μια (άνω) συναυλιακή τελεία σ’ αυτήν τη διαδρομή ζωής. Από την αλληλεπίδρασή σας με μουσικούς κι «απλούς» μουσικόφιλους νεότερων γενιών, τι αισθάνεστε ότι αφήνετε πίσω σας;

Θα απαντήσω αυτό που τόσα χρόνια έχω σαν αρχή. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να κάνει αυτό που νομίζει, αν το κάνει καλά. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να ονειρεύεται. Ο καθένας πρέπει πάντα στη ζωή να προσπαθεί για το καλύτερο.

Πάντα υπάρχουν άξιοι μουσικοί και μη άξιοι. Πάντα υπάρχουν άξιοι καλλιτέχνες και μη καλλιτέχνες. Πάντα δε την κρίση την έχει ο κόσμος. Αυτός σε ανεβάζει και αυτός σε κατεβάζει.

Πιστεύω πως αφήνω πίσω μου αυτά που τόσα χρόνια δημιούργησα στιχουργικά και ερμηνευτικά και έχουν αντέξει στον χρόνο. 

Ευχαριστώ θερμά τον Ηλία Ασβεστόπουλο για τις μεστές απαντήσεις του και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του που συνοδεύει το κείμενο.

Η αποχαιρετιστήρια συναυλία του Ηλία Ασβεστόπουλου και των 2002 GR πραγματοποιείται το Σάββατο 11 Ιανουαρίου στο Κύτταρο Live Club (Ηπείρου 48 & Αχαρνών).

Συμμετέχουν: Άγγελος Ανδριώτης και Orizontes. Οι πόρτες ανοίγουν στις 21:00.




Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Γιώργος Τσεμπερόπουλος: «Μου αρέσει η μέθεξη μουσικής και σινεμά στο ‘Υπάρχω’»

Γιώργος Τσεμπερόπουλος (Φωτογραφία: Σίμος Σαρκετζής)


Έντεκα χρόνια μετά τον Εχθρό μου, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με το Υπάρχω, μια συχνά συγκινητική αποτύπωση της ζωής και της εποχής του Στέλιου Καζαντζίδη.

Συναντώντας τον σκηνοθέτη με αφορμή την έξοδο του φιλμ στους κινηματογράφους στις 19 Δεκεμβρίου.

Ο Καζαντζίδης σε ενδιέφερε και ως μυθοπλαστικός χαρακτήρας γιατί είχε ζήσει μια ατακτοποίητη, συγκρουσιακή ζωή;

Όταν προ εικοσαετίας ο παραγωγός Διονύσης Σαμιώτης, σε άλλη εταιρεία τότε, μου είχε προτείνει να γυρίσω μια ταινία για τον Τσιτσάνη, είχα απαντήσει το ίδιο που απάντησα και με τον Καζαντζίδη: «Να δω το σενάριο».

Αλλά τι σενάριο θα μπορούσε να γραφτεί για έναν άνθρωπο όπως ο Τσιτσάνης, που μόνο επιτυχίες είχε κάνει στη ζωή του; Γράφτηκαν ένα-δύο σενάρια αλλά τελικό δεν υπήρξε ποτέ, οπότε δε γυρίστηκε ταινία.

Τους είχα αντιπροτείνει τον Βαμβακάρη, ο οποίος είχε επίσης μεγάλες επιτυχίες, αλλά πέθανε άφραγκος. Η οικογένεια, όμως, δεν ήθελε να γίνει ταινία ο Μάρκος, οπότε δεν έγινε ούτε αυτή. 

Τώρα με τον Καζαντζίδη, που έχει κουβαλήσει επί δεκαετίες όλη την Ελλάδα στους ώμους του μέσα απ’ τα τεράστια τραγούδια του, ο Διονύσης Σαμιώτης μού ήρθε με σενάριο. Και έγινε η ταινία!

Υπάρχει κάποιο βιογραφικό φιλμ που έχεις ως πρότυπο;

Η ταινία-υπόδειγμα που με συγκλόνισε ήταν το Ray για τον Ρέι Τσαρλς. Ζούσαν μέσα στην απόλυτη φτώχεια και όταν ήταν 10 χρονών άρχισε να τυφλώνεται ραγδαία.

Η μάνα του, αντί να τον προστατέψει δίπλα της στο χωριό, τον πέταξε έξω απ’ το σπίτι για να πάει στην πόλη να γίνει ζητιάνος, να τα βγάλει πέρα μόνος του. Κι αυτός πήγε και έγινε ο Ρέι Τσαρλς!

Μια μέρα, λοιπόν, χτύπησε το τηλέφωνο κι ο Σαμιώτης με ρώτησε «Καζαντζίδη, κάνεις;»

Η απάντησή μου ήταν: «Και ποιος δε θα θέλει να κάνει Καζαντζίδη ΑΝ βρεθεί άνθρωπος να ενσαρκώσει τον ΣΤΕΛΙΟ, και ΑΝ έχουμε σενάριο». «Υπάρχει ένα πρώτο draft για να συζητηθεί με σκηνοθέτη», μου απάντησε.

Από πού απορρέει η βεβαιότητά σου πως οποιοσδήποτε σκηνοθέτης θα ήθελε να γυρίσει μια ταινία για τον Καζαντζίδη;

Δεν είπα «οποιοσδήποτε».

Αν αποφασίσουν να σου δώσουν ένα σενάριο για ένα θέμα που αφορά πολύ κόσμο και σε εμπιστευτούν να χειριστείς ένα ανάλογα μεγάλο budget, τι θα πεις στον εαυτό σου; Δεν είμαι εγώ για τέτοια; Αν σου κάνει το σενάριο και σε αφορά, λέμε.

Γιατί να μην ψαχτείς να υπηρετήσεις μια ταινία; Επειδή τη σκέφτηκε άλλος; 

Είναι εκφρασμένη από χρόνια η άποψή μου πως για την υγεία μιας κινηματογραφίας πρέπει να υπάρχει και σινεμά παραγωγού με σενάρια στραμμένα προς το κοινό των κινηματογραφικών αιθουσών. Να υπάρχει δουλειά στα σινεμά.

Έχουμε πολύ καλούς σκηνοθέτες, εξαίρετους διευθυντές φωτογραφίας, μοντέρ και λοιπούς παθιασμένους καλλιτεχνικούς συντελεστές. Τα σενάρια και οι χρηματοδοτήσεις μας λείπουν, τίποτε άλλο.


Χρήστος Μάστορας, Κλέλια Ρένεση


Πόσο δύσκολο είναι να γυριστούν αξιοπρεπείς mainstream ταινίες στην Ελλάδα του 2024 που να άπτονται προσώπων ή/και καταστάσεων του ελλαδικού παρελθόντος και δυνητικά να αφορούν πολύ ευρύτερα κοινωνικά στρώματα;

Όσο δύσκολο είναι να κάνεις ένα γερό σενάριο.

Κάθε ταινία είναι ένα βαρκάκι, ξύλινο ή χάρτινο, που όταν το τελειώσεις το αφήνεις στον γιαλό και πάει... όσο πάει. Άλλο βουλιάζει στα ρηχά κι άλλο ξανοίγεται και πάει.

Και δεν εννοώ μόνο εισπρακτικά. Ο Εχθρός Μου έκοψε τόσο λίγα εισιτήρια που ντρέπομαι να το πω. Η ταινία, όμως άρεσε, και όποτε παίζεται αρέσει πολύ, οπότε ζει. 

Θεωρητικά ήμουν πάντα υπέρ της παραγγελιάς. Χαιρέτισα, για παράδειγμα, την πρώτη φορά που ο Χρήστος Δήμας έκανε παραγγελιά με τη Νήσο, και μετά ο Άγγελος Φραντζής, δύο φορές, και είχαν όλες καλό αποτέλεσμα.

Όταν, όμως, δέχτηκα εγώ την παραγγελιά, και δουλεύαμε δημιουργικά το σενάριο, ήμουν σε επιφυλακή, περίμενα πότε και πώς θ’ αρχίσουν να σκάνε οι άνωθεν παρεμβάσεις.

Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν έγινε ποτέ, όλες οι διαδικασίες ήταν πάντα εποικοδομητικές και υπέρ της ταινίας. Εντός budget βέβαια, που όσο μεγάλο και να είναι, τα χρήματα ποτέ δε σου αρκούν.

Σε μένα το Υπάρχω λειτούργησε.

Αφ’ ενός απέφυγε πολύ επιτυχημένα τις κακοτοπιές μιας ταινίας εποχής στιλ Σμαραγδή, αφ’ ετέρου κατάφερε να μη μετατραπεί σε αγιογραφία του Καζαντζίδη, αν και ως προς αυτό υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις.

Η Κατερίνα Μπέη ήταν μια εξαιρετική συνεργάτις, πάντα μελετημένη, γρήγορη και αποτελεσματική. Από την αρχή ήμασταν συμπληρωματικοί.

Μια γυναίκα που είχε γράψει για έναν άντρα, που τώρα έπρεπε να τον κάνω εγώ δικό μου, για να γίνει καλή η ταινία.

Αρχικά, η Κατερίνα μου έλεγε: «Τον λειαίνεις, τον βγάζεις ‘λάδι’». «Άσε με να τον αγαπήσω πρώτα», της απαντούσα.

Στη διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου με παρέσυρε και την παρέσυρα προς διάφορες κατευθύνσεις. Χορέψαμε πολύ ωραίο «τάνγκο»!


Ασημένια Βουλιώτη, Χρήστος Μάστορας


Το Υπάρχω οριοθετείται χρονικά με τον τρόπο που αυτό συμβαίνει για λόγους αφηγηματικής οικονομίας; Έχω υπόψη μου κριτικές σχετικά με τη μη ανάδειξη πτυχών της ζωής και της προσωπικότητας του Καζαντζίδη πέραν του 1974.

Μου αρέσει η μέθεξη μουσικής και σινεμά στην ταινία. Με ένα άλλο σενάριο αυτή η μέθεξη θα υστερούσε. Αυτό το σενάριο, με τα τόσα τραγούδια σε αυτές τις σκηνές, ξυπνάει τη συλλογική μνήμη.

Δεν είμαι βιογράφος του Καζαντζίδη, κλήθηκα να αποτυπώσω τον Στέλιο και την εποχή του. Τα υπηρετεί αυτά η αφήγηση; Αν ναι, τα καταφέραμε.

Εξ αρχής ήθελα να γνωρίσω στον κόσμο αυτό που άξιζε ο Καζαντζίδης, και αυτό που άφησε σαν κληρονομιά σε όλους μας.

Όχι έναν γέρο να γκρινιάζει στην τηλεόραση, αλλά έναν ορμητικό νέο στην ακμή του, που ήταν μπροστάρης και πεισματάρης και μυστήριος. 

Θέλεις να κλέψουμε φιλμικό χρόνο από τον άνθρωπο που βγάζει αυτόν τον λυγμό, να κόψουμε τραγούδια που όλοι έχουν ακούσει κι ας μην ξέρουν ότι είναι του Στέλιου, για να κάνουμε κουτσομπολιά και σχόλια;

Ο λυγμός στον οποίο αναφέρθηκες αποτελεί και μια διαχρονική έκφανση της λαϊκότητας και της λαϊκής μουσικής;

Να μου ξαναθέσεις την ερώτηση μετά από δυο-τρεις μήνες, αφού μιλήσουμε με ανθρώπους είκοσι και είκοσι πέντε χρονών.

Ας μιλήσουμε, τότε, για τη διαδικασία των προβών.

Ένα ένστικτο με καθοδηγεί, κι αυτό συμπορεύεται με ό,τι κουβαλούσαν οι ηθοποιοί, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, και τι καθένας και καθεμιά έφερε στις πρόβες.

Για να γεφυρωθούν τα χάσματα μεταξύ του τρόπου που γίνεται αντιληπτός ένας χαρακτήρας στο χαρτί, στο μυαλό του ηθοποιού και στο μυαλό του σκηνοθέτη χρειάζονται πολύμηνες αυτοσχεδιαστικές πρόβες.

Εκεί ανακαλύπτουμε ποιος πραγματικά είναι ο καθένας κι η καθεμία και πώς αποκτούν οικειότητα για να πλάσουν ενδιαφέρουσες σχέσεις. 

Ως σκηνοθέτης, αισθάνεσαι κι εσύ υπεύθυνος όσον αφορά στην «εξόρυξη» ποιοτήτων από τις/τους ηθοποιούς με τις οποίες/τους οποίους συνεργάζεσαι;

Ευθαρσώς, ναι. Θεωρώ ότι αυτή είναι η δουλειά μου. Στην Ελλάδα έχουμε ηθοποιάρες.

Αν ο Ντε Λαουρέντις δεν είχε γυρίσει τόσα φιλμ στην Τσινετσιτά, θα επένδυε χρήματα στον Φελίνι; Υπήρχε μια mainstream κινηματογραφία η οποία μπορούσε να τροφοδοτήσει γερά το καλλιτεχνικό δυναμικό της Ιταλίας.

Το ίδιο και στην Γαλλία, που συνεχίζει και σήμερα.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει τάξη σεναριογράφων κινηματογράφου. Απουσιάζει μια πολιτική σεναρίου με επιδοτήσεις για σενάρια μικρού μήκους, να βρεθούν νέοι σεναριογράφοι και να πληρωθούν.

Η πρόταση είναι πλήρης στο Πολιτισμού από παλιά, αλλά δεν προχωράει.

Tώρα, η μάχη διεξάγεται για την προβολή σε μέγεθος γραμματοσήμου, τηλεόρασης ή home cinema. Δεν είναι αυτός τρόπος παρακολούθησης του κινηματογράφου.

Αν οι ταινίες φύγουν από τα σινεμά και μείνουν ένα αναλώσιμο χιλιοστό περιεχομένου στις πλατφόρμες, η κοινωνία μας θα έχει χάσει την 7η Τέχνη. 

Ευχαριστώ τον σκηνοθέτη για τον χρόνο του και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του που συνοδεύει το κείμενο.

Η ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου Υπάρχω κυκλοφορεί στους κινηματογράφους από τις 19 Δεκεμβρίου σε διανομή της Tanweer.