Αλέξανδρος Αβρανάς (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός) |
Οι ανήλικες κόρες
μιας ρωσικής καταγωγής οικογένειας προσφύγων στην Σουηδία
πέφτουν σε ένα είδος κώματος όταν το αίτημα για παροχή
ασύλου απορρίπτεται.
Aυτός είναι ο θεματικός πυρήνας του Quiet Life, της πιο πρόσφατης ταινίας
του Αλέξανδρου Αβρανά. Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη στο φετινό
ΦΚΘ. Το Quiet
Life
ανοίγει
το
37ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου στις 21 Νοεμβρίου.
Πριν ξεκινήσουμε την
συνέντευξη, μου είπες ότι το Quiet Life
είναι
μια ταινία «αμφιλεγόμενη», που «σε ζορίζει». Ως προς το δεύτερο,
δεν υπάρχει αμφιβολία. Γιατί, όμως, «αμφιλεγόμενη», κατά την γνώμη σου;
Προσωπικά, θεωρώ πως μια
καλή ταινία δεν μπορεί να αρέσει σε όλους. Πρέπει να εγείρει ερωτήματα και
αντιπαραθέσεις και να εμπλέκει το κοινό. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Πρόβλημα προκύπτει
όταν δεν εγείρει κάτι από αυτά.
Το Quiet Life μπορεί
να εμπλέξει το κοινό. Είτε λόγω του «θέματός» του
(μεταναστευτικό/προσφυγικό), είτε λόγω της δυνατότητας ταύτισης με τους πρωταγωνιστικούς
παιδικούς χαρακτήρες και τα βάσανά τους.
Όταν διάβασα σχετικά με
το Σύνδρομο Παραίτησης από το οποίο υποφέρουν οι παιδικοί χαρακτήρες στο φιλμ,
αδυνατούσα να συμπεράνω αν ήταν κάτι πραγματικό ή δυστοπικό.
Σε ό,τι αφορά τους θεατές,
συγκινούνται με την ταινία και την συστημική αδικία που βιώνουν τα παιδιά.
Κατά τα άλλα, πρόκειται
για είναι αφηγηματικά βατό φιλμ.
Είναι βατό αλλά όχι βαρύ,
και διαθέτει διάφορα επίπεδα τα οποία μπορεί να εξερευνήσει ο θεατής. Είναι,
ωστόσο, μια στενάχωρη ταινία γιατί η πραγματικότητά της είναι στενάχωρη. Όπως και
η ζωή μας.
Το ότι, όμως, αξίζει να
υπάρχει ένα φως στο τούνελ είναι πασιφανές. Γιατί αξίζουν τα παιδιά την ελπίδα.
Και τελικά για την ελπίδα μιλάει η ταινία.
Δύσκολα υλοποιήσιμη,
πάντως, ιδίως εντός του κυνικού και σαδιστικού ευρωπαϊκού γραφειοκρατικού πλαισίου,
έναντι του οποίου είσαι ανελέητος και αιχμηρός, με τον στιλιζαρισμένο δικό σου
τρόπο.
Προσπάθησα να αποτυπώσω
το πώς οι πρόσφυγες αισθάνονται τον καινούριο τόπο. Την δική τους οπτική
γωνία. Ούτε πώς τον βλέπουν, ούτε πώς αυτός είναι.
Η οικογένεια του φιλμ
είναι ρωσικής καταγωγής. Γιατί;
Όταν ξεκινήσαμε με τον
Σταύρο Παμπαλλή την συγγραφή του σεναρίου το 2018, τα περισσότερα κρούσματα
αυτού του Συνδρόμου παρατηρούνταν σε παιδιά Ρώσων προσφύγων.
Ταυτόχρονα, υπήρχε ένα
μαζικό μεταναστευτικό ρεύμα από την Ρωσία ήδη πριν τον πόλεμο με την Ουκρανία.
Για μένα ήταν
συγκλονιστικό το πώς μια χώρα με τέτοια παιδεία, που έχει βγάλει τόσους
σκηνοθέτες, λογοτέχνες και θεατρικούς συγγραφείς μπορεί να αντέχει την
δικτατορία του Πούτιν.
Επίσης, μ’ ενδιέφερε να
μην αναδείξω άλλου είδους κριτήρια για την μετανάστευση, όπως το θρησκευτικό.
Τελικά, δεν έχει σημασία
ότι είναι Ρώσοι. Θα μπορούσαν να προέρχονται από οποιαδήποτε χώρα κυριαρχείται
από πολιτική σύγκρουση.
Το συναισθηματικό
υπόστρωμα της ταινίας κρύβεται πίσω από το χαρακτηριστικό σου στιλιζάρισμα, μέσα
από μια διαδοχή άψογων γεωμετρικών κάδρων.
Συμφωνώ, αλλά έτσι είναι
η Σουηδία. Είναι λίγο τετράγωνα τα πράγματα εκεί. Όλα ελεγχόμενα, κλινικά, λειτουργικά,
τέλεια. Στην επιφάνεια.
Υπάρχει κι ένα στοιχείο
έντονου σαρκασμού, ιδίως με τα χαμόγελα του ιατρικού προσωπικού στο νοσοκομείο
όπου διαδοχικά νοσηλεύονται τα δύο κοριτσάκια της οικογένειας.
Αν ακολουθήσεις αυτήν την
κατεύθυνση, θα εξελιχθείς σε ρομπότ.
Παρόλα αυτά, η επικεφαλής
νοσηλεύτρια, την οποία υποδύεται η για άλλη μια φορά εξαιρετική Ελένη
Ρουσσινού, κάθε άλλο παρά ως ρομποτάκι λειτουργεί στο πλαίσιο του φιλμ.
Εντοπίζεις, άρα, «ρωγμές» και σε τέτοια κλινικά περιβάλλοντα;
Ο χαρακτήρας της Αντριάνας
που ενσαρκώνει η Ελένη εκφράζει το κομμάτι των Σουηδών οι οποίοι τολμούν να
βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους.
Εκκινώντας από έναν
ανεπιτήδευτο κι όχι αφ’ υψηλού ανθρωπισμό.
Βεβαίως. Ας μην ξεχνάμε, όμως,
ότι η Αντριάνα δεν είναι σουηδικής καταγωγής. Έχει διανύσει δρόμο μέχρι να
φτάσει στο σημείο όπου βρίσκεται: με το ένα πόδι εντός συστήματος, αλλά τολμώντας
και ρισκάροντας ν’ αντιταχθεί σ’ αυτό.
Παρακολουθώντας το Quiet Life ξαναθυμήθηκα
το Miss
Violence.
Αν έκανα αυτήν την ταινία
σήμερα, νομίζω πως θα πήγαινε άπατη!
Την ξαναθυμήθηκα σε σχέση
με τον τρόπο που σκηνοθετείς τα παιδιά. Πώς καταφέρνεις να απελευθερώνεις ό,τι
καθένα από αυτά τα παιδιά κρύβει μέσα του ως ποιότητα και δυνατότητα;
Στο Miss Violence οι
παιδικοί χαρακτήρες ήταν μεν σημαντικοί, αλλά λειτουργούσαν λίγο ως φόντο. Στο Quiet Life ήταν πρωταγωνιστικοί.
Πραγματοποιήσαμε κάστινγκ
σε τέσσερις χώρες επί ενάμιση χρόνο. Κατέληξα σε ογδόντα παιδιά, διοργάνωσα ένα
workshop
και
σε δεύτερη φάση προσκάλεσα και τους γονείς τους.
Kατόπιν, τα ογδόντα έγιναν δέκα, μετά
έξι, τέσσερα και τελικά δύο. Ήμουν πάντα ειλικρινής απέναντί τους, τους έδωσα
το σενάριο στα ρωσικά για να το διαβάσουν και συζητήσαμε τα πάντα.
Όταν έχεις να κάνεις με
παιδιά, το γύρισμα αποκτά άλλες απαιτήσεις. Ξέρεις τι ρισκάρεις και τι μπορεί
να θυσιάσεις για να πάρεις αυτό που χρειάζεσαι.
Εσύ πήρες αυτό που
χρειαζόσουν από αυτά. Τα παιδιά τι πήραν; Πώς πέρασαν κατά την διάρκεια των
γυρισμάτων;
Πέρασαν πάρα πολύ ωραία. Είχα
απαγορεύσει σε όλο το συνεργείο να τους φέρεται σαν πριγκίπισσες. Ήμασταν
αυστηροί και σοβαροί απέναντί τους. Το δύσκολο ήταν να συγκεντρωθούν.
Η μικρότερη, που
υποδυόταν την Κάτια, όταν άκουγε «Action» έμπαινε στον χαρακτήρα της. Η μεγαλύτερη,
η «Αλίνα», είχε μεγαλύτερο βάθος σκέψης, αλλά χρειαζόταν περισσότερο χειρισμό,
χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχε να δώσει υλικό.
Τις βοήθησαν πολύ κι οι
ενήλικες ηθοποιοί, η Chulpan
Khamatova
κι
ο Grigoriy
Dobrygin,
που υποδύονταν τους γονείς τους, αλλά και οι πραγματικοί γονείς τους.
Καθόλου ήσυχη ζωή,
πάντως.
Δεν ξέρουμε αν ήσυχη
είναι η ζωή των Ευρωπαίων που ταράζεται ή εκείνη την οποία θέλουν ν’ αποκτήσουν
οι πρόσφυγες. Γι’ αυτό και αγάπησα τον ανοιχτό τίτλο.
Έπρεπε, εξάλλου, να
κρατήσουμε λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο οικογενειακό και το πολιτικό, μέχρι
τέλους. Το πετύχαμε, νομίζω, αν και κουράστηκα μέχρι να συμβεί.
Αυτό που οι περισσότεροι
σκηνοθέτες δε θέλουμε είναι μια ταινία που δε λειτουργεί. Δεν ξέρεις τι να
κάνεις μπροστά σε κάτι τέτοιο, είναι απελπισία.
Όταν βλέπεις ότι το φιλμ
είναι εκεί, χαλαρώνεις. Προσωπικά, από το άγχος μου, έξι μέρες μετά την
ολοκλήρωση των γυρισμάτων ξεκίνησα το μοντάζ.
Ο ρυθμός της είναι εξαιρετικός.
Δεν είναι θέμα ρυθμού,
αλλά νοήματος.
Το Quiet Life μπορεί
να ενταχθεί στον λεγόμενο «ευρωπαϊκό» κινηματογράφο. Πώς αντιλαμβάνεσαι τον
ευρωπαϊκό κινηματογράφο στις μέρες μας ή τις τυχόν προοπτικές του;
Είμαι λίγο προβληματισμένος.
Έχει κυριαρχήσει μια
επιφανειακότητα κι είναι εγωκεντρικός ο τρόπος με τον οποίο το κοινό βλέπει
σινεμά. Πιο πολύ αισθάνεται έξυπνο παρά θέλει να το κάνεις
έξυπνο.
Έχουν κερδίσει έδαφος η
εντυπωσιακή εικόνα κι οι ακριβές παραγωγές έναντι του περιεχομένου.
Είναι καταπολεμήσιμη αυτή
η κατάσταση;
Εγώ αισθάνομαι πολύ
ειλικρινής και νομίζω πως αυτή η ειλικρίνεια φαίνεται και στην ταινία μου. Δε
θέλω να περιαυτολογήσω για να αποδείξω πόσο καλός σκηνοθέτης είμαι.
Κι όσοι με χαρακτήριζαν
βίαιο σκηνοθέτη, εδώ μάλλον θα το πάρουν πίσω, διότι τελικά το θέμα ορίζει την
σκηνοθετική ματιά. Το Quiet
Life,
μια συμπαραγωγή έξι χωρών, είναι το ίδιο μια ταινία πρόσφυγας, δεν ανήκει πουθενά.
Κι αυτό είναι πολύ
δύσκολο σε μια εποχή κατά την οποία όλα ανήκουν κάπου. Άρα, είναι από όλες τις πλευρές
επαναστατική.
Η συνέντευξη με
τον Αλέξανδρο Αβρανά πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 65ου
Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (31 Οκτωβρίου-10 Νοεμβρίου
2024).
Ευχαριστώ θερμά
των Γιώργο Παπαδημητρίου από το Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ
για την πολύτιμη συμβολή του στον προγραμματισμό της.
Η ταινία Quiet Life σε
σκηνοθεσία Αλέξανδρου Αβρανά προβάλλεται, σε αθηναϊκή
πρεμιέρα, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Διαγωνιστικού του 37ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού
Κινηματογράφου (21-27 Νοεμβρίου) την Πέμπτη 21 Νοεμβρίου
στον κινηματογράφο Τριανόν (20:15), παρουσία του
σκηνοθέτη.