Emilija Gašić (Φωτογραφία: Alex Wiske) |
Εκτυλισσόμενο στην επαρχιακή
Σερβία την περίοδο των ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών του 1999, το 78
ημέρες, μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Σέρβας σκηνοθέτριας Emilija
Gašić, είναι μια επώδυνη ιστορία ενηλικίωσης.
Ενόψει της πανελλήνιας
πρεμιέρας του φιλμ στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ
Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας (5-18 Δεκεμβρίου) συζητάμε
με την σκηνοθέτρια.
Εκτυλισσόμενο στην
επαρχιακή Σερβία την περίοδο των ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών του 1999, το 78 ημέρες είναι
μια ιστορία ενηλικίωσης που επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ των αδελφών Sonja, Dragana και Tijana.
Πόσο καθοριστικές/τραυματικές
ήταν αυτές οι 78 ημέρες για σένα, αρχικά ως παιδί και πολύ αργότερα ως
καλλιτέχνιδα/κινηματογραφίστρια/πολιτικοποιημένο άνθρωπο; Πόσα μοιράζεσαι με τις
νεαρές πρωταγωνίστριες της ταινίας σου;
Θα έλεγα ότι εκείνη εποχή
ήταν πολύ καθοριστική για μένα.
Ήμουν επτά χρονών κατά τη
διάρκεια των βομβαρδισμών και έχω ακόμα έντονες αναμνήσεις.
Δεν πηγαίναμε σχολείο και
συνδεόμασταν όλοι μεταξύ μας, με τους ανθρώπους γύρω μας, με τους γείτονες, τα
ξαδέρφια κ.λπ. Ήταν η περίοδος των ισχυρότερων δεσμών κι επίσης φόβου.
Στα πρώτα στάδια της
συγγραφής διεξήγαγα μια ανώνυμη έρευνα η οποία με ενέπνευσε να γράψω το
σενάριο.
Οι άνθρωποι μοιράστηκαν
γενναιόδωρα τις εμπειρίες τους από αυτή τη χρονική περίοδο και έμεινα έκπληκτη με
το πώς η ζωή βρίσκει τον δρόμο της και οι άνθρωποι, ειδικά τα παιδιά,
συνηθίζουν τις καταστάσεις.
Νομίζω ότι αυτός ήταν ένας
αμυντικός μηχανισμός, γιατί διαφορετικά οι άνθρωποι δε θα μπορούσαν να
επιβιώσουν.
Υπάρχει μία φράση από την
έρευνα που με καθοδήγησε σε όλη τη διαδικασία δημιουργίας της ταινίας: «Αυτή
ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που μπήκα σε κάθε σπίτι της γειτονιάς μου».
Κατά τη διάρκεια της
διαδικασίας των προβών μοιράστηκα τις εμπειρίες μου με τις νεαρές ηθοποιούς
ειδικά, γιατί όλες γεννήθηκαν μετά από την περίοδο των βομβαρδισμών. Αφιερώσαμε
μια ολόκληρη μέρα στην περίοδο της δεκαετίας του 1990.
Αλλά η βασική μου τακτική
ήταν να τις κάνω να έρθουν κοντά η μία στην άλλη γιατί αυτός είναι ο πυρήνας του
φιλμ, νομίζω.
Στιλιστικά, η ταινία σου
βρίσκεται στη διασταύρωση ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, σε σημείο που ένας
ανυποψίαστος θεατής μπορεί πράγματι να πιστεύει ότι βλέπει μια «σπιτική» κασέτα VHS.
Γιατί έκανες αυτή την
αφηγηματική επιλογή; Για να ενθαρρύνεις τη διαδικασία αμφισβήτησης της
αντίληψης, των ορίων και των περιορισμών της μυθοπλασίας και της
πραγματικότητας, αντίστοιχα;
Όλα ξεκίνησαν με τις
κασέτες μου Hi8,
το οικογενειακό μου αρχείο που μου κίνησε το ενδιαφέρον, ανά τα χρόνια.
Πάντα ήξερα πως θα ήθελα
να κάνω μια ταινία που να συνδέεται με αυτό, αλλά δεν ήμουν σίγουρη τι θα ήταν
μέχρι το 2019/2020. Τότε ήταν που σχημάτισα μια πρώτη σύνοψη στο μυαλό μου.
Υπήρχε κάτι
κινηματογραφικό στο μέσο και στον τρόπο με τον οποίο τα πράγματα θα γίνονταν
αυθόρμητα στην κάμερα και θα έμοιαζαν σαν να ήταν προϊόν σκηνοθεσίας ή μοντάζ
χωρίς φυσικά να είναι.
Μου
αρέσει η ιδέα μια ταινία να είναι τόσο εμβυθιστική, όταν ως θεάτρια αναρωτιέμαι
αν αυτό που βλέπω είναι ντοκιμαντέρ ή μυθοπλασία. Ήθελα, λοιπόν, να προσπαθήσω
να κάνω κάτι αντίστοιχο.
Οι πρωταγωνίστριές σου
υποδύονται τους χαρακτήρες τους πειστικά και με πάθος.
Πόσο απαιτητικό ήταν να
ενσταλάξεις μια αίσθηση ιστορικότητας στην υποκριτική τους προσέγγισή τους,
δεδομένου του ότι δεν είχαν καν γεννηθεί κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών του
1999;
Τα πάντα χτίστηκαν πρώτα βάσει
των οικογενειακών τους σχέσεων και των χαρακτήρων τους. Καθώς οι χαρακτήρες
διαμορφώνονταν σωστά, αρχίσαμε σιγά σιγά να συνυφαίνουμε το πλαίσιο της εποχής.
Η μεγαλύτερη πρόκληση εξ
αρχής ήταν να βρούμε τις ηθοποιούς. Μόλις αυτό συνέβη, προσπάθησα να
δημιουργήσω μια αίσθηση παιχνιδιού και έναν ασφαλή χώρο μαζί τους, ώστε να
μπορέσουμε να εξερευνήσουμε όλα όσα χρειαζόταν.
Ήταν σημαντικό να γίνουν
τα γυρίσματα σε πραγματικές τοποθεσίες που ήταν επίσης διαθέσιμες σε εμένα σε είκοσι
τετράωρη/εβδομαδιαία βάση και μπορούσαμε να πάμε εκεί ανά πάσα στιγμή.
Από τη στιγμή που
δημιουργείς τις συνθήκες για τις/τους ηθοποιούς, νομίζω ότι κάνουν πράγματα με
φυσικότητα.
Το 78 ημέρες έκανε
την πρεμιέρα του στο Ρότερνταμ, «λίκνο» της πειραματικής/καινοτόμου
κινηματογραφικής δημιουργίας. Διαγωνίζεται επίσης στο πλαίσιο του 13ου
Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας.
Ποιος είναι ο ρόλος των
κινηματογραφικών φεστιβάλ στην προώθηση και απόρριψη ταινιών και, κυρίως, στη
διαμόρφωση του «επιτρεπτού» πλαισίου εντός του οποίου πρέπει να υπάρχουν οι
διαγωνιζόμενες ταινίες;
Νομίζω πως τα
κινηματογραφικά φεστιβάλ είναι ένα σημαντικά γιατί συγκεντρώνουν επαγγελματίες
του κινηματογράφου από όλο τον κόσμο και είναι μέρη που εμπνέουν.
Από την άλλη, η κινηματογραφική
βιομηχανία αλλάζει, καθώς υπάρχουν πολύ περισσότερες ταινίες από πριν, οπότε
νομίζω ότι οι κινηματογραφιστές βρίσκουν νέους τρόπους για να προσεγγίσουν το
κοινό στις μέρες μας.
Θα έχει ενδιαφέρον να
δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτό στο μέλλον.
Η υποβολή φιλμ σε
φεστιβάλ μπορεί να είναι αρκετά αποθαρρυντική για έναν κινηματογραφιστή.
Στην περίπτωση μιας από
τις μικρού μήκους ταινίες μου το ποσοστό αποδοχής ήταν 1 στα 60. Φέτος, με τη
μεγάλου μήκους, βίωσα μια εντελώς διαφορετική εμπειρία.
Ποιος είναι ο προσωπικός ορισμός
σου του πειραματικού/καινοτόμου σινεμά στις μέρες μας, τόσο σε επίπεδο φόρμας όσο
και περιεχομένου;
Δε νομίζω πως μπορώ να
μιλήσω για την πειραματική κινηματογραφική παραγωγή καθ’ εαυτή, καθώς οι
ταινίες μου δεν καταδύονται πλήρως σ’ αυτό το είδος.
Μ’ αρέσει, όμως, η λέξη «καινοτόμος»,
με την έννοια ότι, όταν γράφω, τείνω να αναζητώ νέους τρόπους αφήγησης μιας
ιστορίας.
Μ’ αρέσει να αναμιγνύω
είδη ή να προσπαθώ να συνδέσω πράγματα που μπορεί να φαίνονται ασύνδετα. Είμαι
θεάτρια που βαριέται εύκολα, οπότε μάλλον χρησιμοποιώ αυτή την οπτική γωνία
πολύ όταν δημιουργώ.
Νιώθεις ότι, ως σκηνοθέτρια
βαλκανικής καταγωγής, προσδοκάται από σένα κυρίως να παραδίδεις ταινίες που θα στοχάζονται
πάνω τους πρόσφατους πολέμους στην περιοχή;
Και αν ναι, πώς
αντιμετωπίζεις αυτή την καλλιτεχνικά πατερναλιστική, κατά τη γνώμη μου, στάση;
Προσπαθώ να μη σκέφτομαι
πολύ τις προσδοκίες, γιατί δε θα έκανα ταινίες τότε.
Στην περίπτωση του 78
ημέρες υπήρχαν πολλές ερωτήματα σχετικά με το πόσο κινηματογραφικό θα ήταν το
φιλμ λόγω του φορμά του. Πίστεψα σ’ αυτό, όμως, κι έπρεπε να προσπαθήσω.
Το επόμενο πρότζεκτ πάνω στο
οποίο δουλεύω στην πραγματικότητα δε διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του
πολέμου, οπότε ίσως μπορούμε να μιλήσουμε για την εμπειρία μου σε λίγα χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση -και
για να το θέσω λίγο προβοκατόρικα-, υπάρχει κοινό για πειραματικά φιλμ αυτή τη
στιγμή, τόσο στη Σερβία όσο και διεθνώς;
Και αν υποθέσουμε πως ναι,
ποια είναι τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του, με βάση την εμπειρία σου;
Πιστεύω ότι υπάρχει πάντα
κοινό για κάθε τύπο ταινίας. Είμαστε όλοι τόσο διαφορετικοί και μας αρέσουν
διαφορετικά πράγματα, το ζήτημα είναι απλώς να βρουν αυτές οι ταινίες τον δρόμο
τους προς το κοινό.
Κάνοντας το 78 ημέρες
ήξερα ότι το σερβικό κοινό και το κοινό των Βαλκανίων γενικότερα θα αντιδρούσε
σε αυτό, αλλά δεν είχα ιδέα πώς θα το έβλεπαν οι άνθρωποι από άλλες χώρες.
Νομίζω ότι φέτος με
εξέπληξαν ευχάριστα κάποιες θετικές αντιδράσεις προερχόμενες από μακρινές
χώρες. Κατά τη διάρκεια της προβολής της ταινίας στην Χιλή, έλαβα πολλά θετικά
σχόλια στο Letterboxd.
Ήταν πραγματικά ενδιαφέρον για μένα.
Αυτός είναι ίσως ο λόγος
που αγαπώ τον κινηματογράφο γενικά, επειδή μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους όπου
κι αν βρίσκονται και ό,τι κι αν κάνουν.
Ευχαριστώ θερμά
την σκηνοθέτρια για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού.
Η ταινία της Emilija
Gašić 78
ημέρες προβάλλεται, σε ελληνική πρεμιέρα, στο πλαίσιο
του Διαγωνιστικού Τμήματος Reframing Images του
13ου Φεστιβάλ Πρωτοπoριακού Κινηματογράφου της
Αθήνας (5-18 Δεκεμβρίου, Ταινιοθήκη της Ελλάδος).
Η προβολή πραγματοπoιείται το Σάββατο
14 Δεκεμβρίου, 22:30, στην Αίθουσα Β της Ταινιοθήκης, παρουσία
της σκηνοθέτριας.
Η ταινία είναι επίσης
διαθέσιμη στη διαδικτυακή
πλατφόρμα του 13ου ΦΠΚΑ από την Κυριακή 15
Δεκεμβρίου.