Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

Ελένη και Σουζάνα Βουγιουκλή: «Η μουσική είναι μια σπουδή που δεν τελειώνει ποτέ»

 

Ελένη και Σουζάνα Βουγιουκλή (Φωτογραφία: Κυριάκος Κατσαρέας)

Έχουν αποκληθεί «ιέρειες της πολυπολιτισμικότητας». Η μουσική τους, χαρμάνι παραδόσεων και πολιτισμών. Η σκηνική τους παρουσία, ξεχωριστή. Ο λόγος για τις πολυσχιδείς αδελφές Ελένη και Σουζάνα Βουγιουκλή.

Μια συνάντηση μαζί τους ενόψει του συναυλιακού τους διημέρου την Παρασκευή 26 και το Σάββατο 27 Δεκεμβρίου στο Theatre of the NO.

Περιγράφεστε ως «ιέρειες της πολυπολιτισμκότητας». Πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια της «πολυπολιτισμικότητας» στο σήμερα;

Σουζάνα Βουγιουκλή: Μάς είχαν αποκαλέσει έτσι μετά από μια συναυλία μας όταν ήμασταν 24-25. Νιώθουμε εντελώς «παιδιά» της πολυπολιτισμικότητας.

Γεννηθήκαμε σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου τόσο χάρη στoν πατέρα όσο και στην μαμά, ακούγαμε πολλά είδη μουσικής: από κλασική και ροκ τύπου Τζάνις Τζόπλιν, μέχρι ιρλανδέζικα παραδοσιακά και ινδική μουσική. Δεν υπήρχαν όρια.

Επίσης, έπαιξε ρόλο και η Ξάνθη.

Είναι η γενέτειρά σας ή ο τόπος καταγωγής;

Η Ξάνθη είναι ο τόπος στον οποίο μεγαλώσαμε. Εκεί βιώσαμε τα πρώτα μας ακούσματα, πήγαμε στα πρώτα μας Ωδεία και παρακολουθήσαμε τις πρώτες μας συναυλίες.

Με την πάροδο των ετών συνειδητοποιήσαμε πόσο ιδιαίτερη πόλη είναι.

Από ποια άποψη;

Σ.Β.: Είναι ένα σταυροδρόμι πολιτισμών, με επιρροές από Ανατολή, Δύση, Βορρά, Νότο.

Άνθρωποι στην Αθήνα ή σε άλλες μεγάλες πόλεις δεν έχουν τα ίδια βιώματα τα οποία έχουμε εμείς εκεί πάνω. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μάνος Χατζιδάκις μεγάλωσε στην Ξάνθη και είχε Αρμένισσα δασκάλα πιάνου.

Ελένη Βουγιουκλή: Οπότε, κάνουμε αυτό που κάνουμε επειδή το νιώθουμε και μάς συγκινεί, όχι επειδή πουλάει. Βασικό κριτήριο για εμάς είναι το κίνητρο, το γιατί κάνουμε κάτι και όχι το τι.

Σ.Β.: Επιπλέον, ζήσαμε δυο χρόνια στην Ουαλία όταν ήμασταν τριών με πέντε, επειδή η μαμά έκανε διδακτορικό εκεί, και παρακολουθούσαμε μαθήματα σε πολυπολιτισμικό σχολείο. Γίναμε δίγλωσσες σε δυο μήνες!

Όλες αυτές οι εμπειρίες διαμόρφωσαν αυτό που κάνουμε.

Υπήρξε κάποιο σημείο τομής, κατά οποίο αποφασίσατε πως από εκεί και πέρα θα προσπαθούσατε να κάνετε κάτι δικό σας, είτε από άποψη πρωτότυπης σύνθεσης είτε διασκευής;

Ε.Β.: Μάθαμε τις νότες πριν τα γράμματα. Οι γονείς μας, αν και οι ίδιοι δεν είχαν κάποια σχέση με τη μουσική, τη θεωρούσαν βασική εκπαίδευση για έναν άνθρωπο - και για παιδιά, στην περίπτωσή μας.

Ως παιδιά, λοιπόν, το παιχνίδι μας ήταν να τραγουδάμε διφωνίες.

Κάποια στιγμή, αρχίσαμε να ασχολούμαστε πιο επισταμένα με το πολυφωνικό τραγούδι, ιδίως στη βαλκανική του εκδοχή, και με τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρει στην ανθρώπινη φωνή.

Ο άξονας των δύο φωνών και του πειραματισμού πάνω τους είναι ο σκληρός πυρήνας αυτού το οποίο κάνουμε.

Με την πάροδο των χρόνων, διαμορφώσαμε το ρεπερτόριό μας με τη χρήση οργάνων που παίζουμε οι ίδιες, αλλά και συνεργάτες μας.

Η γλωσσομάθεια, η οποία χαρακτηρίζει και τις δυο σας, πόσο απαραίτητη είναι προκειμένου να εμπλακείτε πιο ουσιαστικά στα μουσικά περιβάλλοντα που εξερευνάτε;

Ε.Β.: Η γλώσσα και η εκφορά των λέξεων είναι κομμάτι της μουσικής. Δε νοείται μελωδία χωρίς το ηχόχρωμα της λέξης από την οποία παράγεται. Ξέρουμε αρκετές γλώσσες, αλλά σίγουρα όχι όσες τραγουδάμε.

Σ.Β.: Για να επιστρέψω, πάντως, στην προηγούμενη ερώτηση, ίσως αυτή η επιλογή να προέκυψε μοιραία, επειδή μεγαλώσαμε στο ίδιο σπίτι ως αδερφές. Υπήρξαμε, ωστόσο, πολύ τυχερές, γιατί ανακαλύψαμε την ταυτότητά μας από πολύ νωρίς.

Φαινόταν, δηλαδή, πως θα ακολουθούσαμε αυτόν τον δρόμο από μικρές και οι γονείς μας υπήρξαν υποστηρικτικοί. Είναι άνθρωποι των επιστημών και θεωρούσαν τη μουσική, επιστήμη.

Εφαρμόζετε τις γνώσεις σας από διάφορα πεδία στη μουσική δημιουργία; Νομίζω, εξάλλου, ότι συχνά υποτιμάται η διάσταση των μαθηματικών ως τέχνης.

Σ.Β.: Στην πραγματικότητα αποτελούν μια σύμβαση που ανοίγει καινούριους κόσμους. Ασφαλώς οι σπουδές μας έχουν επηρεάσει αυτό το οποίο κάνουμε.

Οι σπουδές που ακολουθήσατε διεύρυναν την οπτική και το πεδίο των ενασχολήσεών σας;

Σ.Β.: Δεν επιλέξαμε σπουδές βάσει τού τι θα ήταν πιο συμφέρον για την κατοπινή πορεία μας, αλλά βάσει συναισθηματικών κριτηρίων.

Γι’ αυτό και δε σπουδάσαμε μουσικολογία, επειδή θέλαμε να κάνουμε άλλα πράγματα πέρα από τη μουσική αυτή καθ’ εαυτήν. Έτσι κι αλλιώς, η μουσική είναι μια σπουδή που δεν τελειώνει ποτέ.

Το ότι λειτουργούμε με βάση την πραγματική μας επιθυμία μάς προσφέρει ικανοποίηση και ελευθερία, επειδή γνωρίζουμε πως εμείς έχουμε διαμορφώσει το πλαίσιο στο οποίο κινούμαστε, χωρίς παρεμβάσεις.

Δεν έχουμε, εξάλλου, συνεργαστεί με άνθρωπο που δεν εκτιμούμε.

Ε.Β.: Ούτε έχουμε μετανιώσει για κάτι.

Σ.Β.: Από την άλλη, ίσως ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία πολλά έχουν αλλάξει -τόσο σε επίπεδο λειτουργίας των δισκογραφικών εταιρειών όσο και των σόσιαλ μίντια- σε σχέση με το πώς τα είχαμε μάθει μέσα από αφηγήσεις.

Αυτή είναι, ωστόσο, η δική μας εποχή. Έχω την αίσθηση ότι η δική μας γενιά είναι περισσότερο back to the roots, πιο κοντά στον Βαμβακάρη παρά στους Led Zeppelin.

Ως μουσικοί/περφόρμερ, διαπρέπετε στα λάιβ, την -κατά τη γνώμη μου- πιο ουσιαστική δοκιμασία.

Σ.Β.: Άλλη τέχνη η ζωντανή περφόρμανς, άλλη η ηχογράφηση στο στούντιο. Δεν τις συγκρίνουμε, ούτε συγκρίνουμε καλλιτέχνες ή καλλιτεχνικά είδη.

Το Τo Be Safe είναι η αγαπημένη μου από τις δισκογραφημένες δουλειές σας. Κατά πόσο επιδιώκετε να ανοίγεστε σε λιγότερο ασφαλή μουσικά «μονοπάτια»;

Σ.Β.: Ό,τι κάνουμε δεν πηγάζει από κάποιο δίλημμα ή αξιολόγηση ρίσκου. Προκύπτει με πολύ φυσικό τρόπο. Δύσκολο για εμάς θα ήταν να κάνουμε κάτι που δε μας υποδεικνύει το ξερό μας το κεφάλι! (Γέλιο).

Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύουμε εμπεριέχει όλα τα ρίσκα τα οποία παίρνει ένας καλλιτέχνης όταν θέλει να πειραματιστεί.

Κυκλοφορώντας ένα άλμπουμ με δικές μας συνθέσεις σε εποχή κρίσης κάποιοι θα το θεωρούσαν τόλμημα. Για εμάς ήταν μια ανάγκη που έπρεπε να εκφραστεί με αυτόν τον τρόπο. Και δεν το έχουμε μετανιώσει.

Επιπλέον, η ίδια παραγωγή του δίσκου ήταν για εμάς ένα σχολείο, καθώς δεν υπήρχε από πίσω κάποια δισκογραφική εταιρεία για να ασχοληθεί.

Στο εξωτερικό σάς θεωρούν μέινστριμ, «πρέσβειρες» του «πολυπολιτισμού» ή της «ελληνικής παράδοσης»;

Σ.Β.: Στο εξωτερικό -για παράδειγμα στη Νέα Υόρκη, την Ελβετία ή το Αζερμπαϊτζάν- έχουμε κυρίως παίξει στα κοινά των εκεί χωρών, όχι στις ελληνικές κοινότητες. Οπότε κι εκεί μάς αντιμετωπίζουν όπως κι εδώ.

Τα κοινά μας στο εξωτερικό είναι, επίσης, εξίσου αταξινόμητα από κάθε άποψη -ηλικιακή, σπουδαστική, επαγγελματική- με το κοινό μας στην Ελλάδα.

Μπορεί, επομένως, να μας ακούει ο πιο ψαγμένος κι ο πιο λαϊκός άνθρωπος. Κι αυτό μάς χαροποιεί, επειδή έτσι ακούμε και εμείς μουσική ή παρακολουθούμε ταινίες. Δε μας ενδιαφέρει τι καταλαβαίνει το κοινό, αλλά τι το συγκινεί.

Αν και οι μουσικόφιλοι και θεατρόφιλοι κινούνται περισσότερο στις ηλικίες των σαράντα και άνω, με εξαίρεση είδη όπως το χιπ χοπ, έχουμε και νεανικό κοινό, το οποίο μας ακολουθεί.

Παρατηρώ, εξάλλου, πως οι νεότερες γενιές έχουν μια εντονότερη τάση προς τα παραδοσιακά ακούσματα,

Όταν έχετε χρόνο, ηρεμία ή δεν υπάρχουν πιεστικές υποχρεώσεις οπoιουδήποτε τύπου, τι σάς ευχαριστεί να ακούτε περισσότερο;

Σ.Β.: Ακούω αρκετή κλασική, αλλά και γκόσπελ, μπλουζ, παλιό ροκ.

Ε.Β.: Είμαι κυκλοθυμική, οπότε ακούω μουσική με παράξενη σειρά. Μπορεί, λοιπόν, να ακούσω Βαμβακάρη, και μετά Μαρία Κάλλας · Radiohead, και στα καπάκια Καίτη Γκρέυ.

Κάποια στιγμή, μπορεί να θυμηθώ τις γκραντζ εμμονές μου από το σχολείο και να ακούω όλη την ημέρα Nirvana η Alice in Chains. Μ’ αρέσει επίσης πολύ η όπερα.

Πολλούς νέους καλλιτέχνες τους έχουμε επίσης μάθει μέσω της σύστασης κολλητών των οποίων το κριτήριο εκτιμούμε.

Επιπλέον, αν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο εντρυφούμε, για παράδειγμα, στα ρεμπέτικα, θα εντρυφήσουμε ακόμα περισσότερο.

Οι συναυλίες σας έχουν και τη διάσταση περφόρμανς. Θα σας ενδιέφερε η ενασχόληση και με την υποκριτική;

Σ.Β.: Αισθανόμαστε πολύ κοντά με τους ανθρώπους του θεάτρου και η προσέγγισή μας στην ερμηνεία των τραγουδιών είναι θεατρική. Είναι η προσέγγιση ενός ηθοποιού όταν τραγουδάει.

Έχουμε σκεφτεί την προοπτική σπουδών πάνω στο θέατρο, αλλά δεν την έχουμε υλοποιήσει ακόμα.

Προσωπικά, θα μ’ ενδιέφερε σοβαρά, μια τριετής καθημερινή φοίτηση σε σχολή. Ακόμα και μουσικολογία μπορεί να σπούδαζα τώρα.

Ε.Β.: Η μουσική εμπεριέχει το θέατρο - ή τουλάχιστον θα έπρεπε να το εμπεριέχει. Υποδύεσαι πολλούς ρόλους όταν πραγματοποιείς μια μουσική παράσταση.

Το θέατρο εμπεριέχει όλες τις μορφές τέχνης: τη μουσική, τον χορό, την παντομίμα - τα πάντα.

Έχετε βιώσει ποτέ στιγμές αμηχανίας, σε σχέση με τον τρόπο επικοινωνίας σας με το εκάστοτε κοινό;

Σ.Β.: Ωραία ερώτηση! Νομίζω ότι όχι. Επειδή όταν ανεβαίνεις στη σκηνή, το κάνεις με τσαμπουκά αδιαφορώντας για το πώς θα εκλάβει την εμφάνιση το κοινό, η όποια αμηχανία θα προκύψει μετά.

Όταν, όμως, νιώθεις εσύ εντάξει μ’ αυτό που κάνεις και δεν ντρέπεσαι για λογαριασμό σου, έχω την αίσθηση ότι κι οι άλλοι το εκλαμβάνουν έτσι. Εφόσον, επομένως, είμαστε «ξεδιάντροπες», δεν ντρέπεται και το κοινό για λογαριασμό μας. (Γέλιο).

Δε νομίζω, πάντως, πως κάποιος θεωρεί ότι τον κοροϊδεύουμε ή ότι κάνουμε κάτι «δήθεν».

Το πιο δύσκολο τεστ μας είναι να προβάρουμε καινούριο υλικό μπροστά σε φιλικά πρόσωπα. Μάς ατσαλώνει, ωστόσο.

Πρέπει, κατά τη γνώμη σας, η τέχνη να ενοχλεί, να προκαλεί, ενίοτε να «σοκάρει»;

Ε.Β.: Πρέπει να ενοχλεί. Δεν μπορούν οι καλλιτέχνες να είναι διαρκώς στην υπηρεσία του μέινστριμ. Στην εποχή μας, μετά από πολλά χρόνια, είναι μεγάλη η ανάγκη της ύπαρξης μιας όχλησης.

Θέλετε να συμβάλετε στην παραγωγή όχλησης;

Ε.Β.: Θέλουμε να κάνουμε ό,τι κάνουμε χωρίς εκπτώσεις. Επειδή είμαστε κοινωνικά και πολιτικά όντα, αυτό εκφράζεται μέσα από την τέχνη μας.

Ως ενήλικες, θα επιλέγατε να ζήσετε εκτός ελλαδικού πλαισίου;

Σ.Β.: Πάντα ήταν και είναι στις σκέψεις μας. Δεν ξέρω, όμως, αν υπάρχει μια Γη της Επαγγελίας πλέον. Αν, ωστόσο, μάς απευθυνόταν μια ενδιαφέρουσα πρόταση, δε θα λέγαμε «όχι».

Ε.Β.: Η Νέα Υόρκη και η Κωνσταντινούπολη μάς άρεσαν, για παράδειγμα.

Σ.Β.: Το ζητούμενο είναι το καλλιτεχνικό κίνητρο.

Σε κάθε περίπτωση, αισθανόμαστε πιο κοντά στους μουσικούς που ήταν ενεργοί έναν αιώνα πριν: σαν να τελείωσε ο λαμπρός αιώνας της δισκογραφίας και της καταγραφής, κι έχουμε επιστρέψει στην εποχή των λάιβ.

Εμείς, ως καλλιτέχνιδες του ζωντανού, έχουμε τον τρόπο να κάνουμε την τέχνη μας. Ανησυχώ για εκείνους οι οποίοι γράφουν και συνθέτουν, χωρίς να είναι περφόρμερ. Δεν ξέρω πώς θα επιβιώσουν. Πρέπει να στηριχτούν.

Ε.Β.: Τα πράγματα εξελίσσονται με άλλους ρυθμούς πλέον. Μια σύνθεση γίνεται «viral», και σε δυο μέρες ξεχνιέται. Δε σε «ποτίζει». Αυτό δημιουργεί μια κατάσταση αψυχολόγητη για καλλιτέχνες και κοινό.

Ο καλλιτέχνης σήμερα πρέπει να βρει έναν τρόπο να υπάρχει μέσα σ’ αυτό το οποίο κάνει και να το υποστηρίζει. Κι επίσης να διεκδικεί τα δικαιώματά του συλλογικά.

Δυστυχώς, ζούμε σε καιρούς ατομικιστικούς οι οποίοι διαμορφώνουν προσωπικότητες ατομικιστικές, που δεν μπορούν να αναπνεύσουν.

Την Παρασκευή 26 και το Σάββατο 27 Δεκεμβρίου είμαι, πάντως, βέβαιος, ότι θα βιώσουμε αρκετές συλλογικές ανάσες. Να είστε καλά!

Ευχαριστώ θερμά την Ελευθερία Σακαρέλη, υπεύθυνη Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων, για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού.

Οι Ελένη και Σουζάνα Βουγιουκλή παρουσιάζουν το πρόγραμμά τους Roots & Rituals στο Theatre of the NO (Κων/νου Παλαιολόγου 3, Αθήνα) την Παρασκευή 26 και το Σάββατο 27 Δεκεμβρίου, στις 22:30.



Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025

Αλιρέζα Κατάμι: «Το τραύμα δεν εξαφανίζεται επειδή έχει εκφραστεί»

 

Αλιρέζα Κατάμι (Φωτογραφία: Brian Van Wyk)

Βασισμένη στα προσωπικά βιώματα του ιρανικής καταγωγής Καναδού σκηνοθέτη της, Αλιρέζα Κατάμι, η βραβευμένη στο Σάντανς ταινία Αυτά που σκοτώνεις είναι ένα καθηλωτικό υπαρξιακό θρίλερ για το τραύμα και την υπέρβασή του.

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη με αφορμή την κυκλοφορία του φιλμ στις αίθουσες από τις 18 Δεκεμβρίου.

Έχεις γεννηθεί στο νοτιοδυτικό Ιράν, ζεις στον Καναδά και γύρισες τη βαθιά προσωπική και υπαρξιακή τελευταία σου ταινία, Αυτά που σκοτώνεις, στην Τουρκία.

Με ποιον τρόπο ή τρόπους συμβάλλει κάθε πτυχή της ταυτότητάς σου στη συνολική κινηματογραφική δομή και σε ποιον βαθμό κάθε τοποθεσία, ή η απουσία της, επηρεάζει την οπτική σου για το συγκείμενο του έργου σου;

Κανένας από αυτούς τους τόπους δε λειτουργεί ως απλό σκηνικό. Είναι ψυχολογικές και συναισθηματικές θέσεις που διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τον κόσμο και δομώ τον κινηματογράφο.

Το Ιράν είναι ο τόπος καταγωγής, αλλά και ρήξης. Εκεί διαμορφώθηκε η συναισθηματική μου γραμματική.

Ο Καναδάς είναι ο τόπος της απόστασης και της περισυλλογής. Προσφέρει διαλογισμό και διαύγεια, αλλά και οξύνει την αίσθηση της εξορίας.

Η Τουρκία υπάρχει στο ενδιάμεσο. Μου έδωσε ένα κινηματογραφικό σπίτι και με υιοθέτησε. Αυτή η ενδιάμεση κατάσταση ήταν απαραίτητη για την ταινία. Η απουσία του Ιράν είναι εξίσου σημαντική με την παρουσία της Τουρκίας.

Τα φιλμ στοιχειώνεται από μια γεωγραφία που δε δείχνει ποτέ. Δομικά, η αφήγηση βασίζεται στην μετατόπιση, στην μη πλήρη άφιξη, όπως ακριβώς και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής.

Επηρεασμένη από τον Ντέιβιντ Λιντς και τον Αμπάς Κιαροστάμι, η περίπλοκη, πολυεπίπεδη και ενίοτε συγκεχυμένη αφήγηση επικεντρώνεται σε έναν νεαρό καθηγητή, ο οποίος επιστρέφει στη γενέτειρά του μόνο και μόνο για να έρθει αντιμέτωπος με το καταπιεσμένο παρελθόν του.

Θα ήθελες να μου πεις περισσότερα για τη δημιουργία του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα, που τον υποδύεται η Eκίν Κοτς, και για τον κακοποιητικό πατέρα, τον οποίο ενσαρκώνει ο Eρτζάν Κεσάλ, και για τη δυναμική της σχέσης τους;

Ο πρωταγωνιστής είναι ένας άνθρωπος που έχει μάθει να επιβιώνει μέσω της διανόησης. Το επάγγελμά του ως καθηγητής δεν είναι τυχαίο.

Ζει μέσα στην ανάλυση, στην αφαίρεση και στη θεωρία επειδή η άμεση συναισθηματική αντιπαράθεση μοιάζει επικίνδυνη.

Ο Eκίν Koτς κατάλαβε ότι αυτός ο χαρακτήρας δεν είναι παθητικός, αλλά παγωμένος. Η αυτοσυγκράτησή του είναι μια μορφή άμυνας.

Ο πατέρας, τον οποίο υποδύεται ο Ερτζάν Κεσάλ, δε θεωρήθηκε ποτέ ως τέρας.

Δε με ενδιέφερε μια απλοϊκή απεικόνιση του «κακού». Είναι αυταρχικός, βίαιος, χαρισματικός και πληγωμένος. Αυτή η πολυπλοκότητα είναι που τον κάνει τρομακτικό. Ο Ερτζάν φέρνει στον ρόλο μια βαθιά κατανόηση της εξουσίας και της πατριαρχίας.

Η σχέση μεταξύ πατέρα και γιου βασίζεται στη σιωπή, την αποφυγή και τον φόβο της κληρονομιάς. Ο γιος δε φοβάται μόνο τον πατέρα, αλλά και το να γίνει αυτός.

Γιατί ο πρωταγωνιστής επιθυμεί τόσο πολύ να εξερευνήσει την έννοια της μετάφρασης και πώς συνδέεις τη μετάφραση με την κινηματογράφηση;

Δεν είναι κάθε μορφή κατανόησης μια μορφή μετάφρασης;

Τη στιγμή που προσπαθούμε να συλλάβουμε την πραγματικότητα, μεταφράζουμε την εμπειρία σε γλώσσα, τη μνήμη σε αφήγηση, το συναίσθημα σε σκέψη. Δεν υπάρχει άμεση πρόσβαση χωρίς παραμόρφωση.




Έτσι λειτουργεί και η ταινία. Το Αυτά που σκοτώνεις είναι δομημένο ως μια πράξη μετάφρασης και όχι εξήγησης. Οι εσωτερικές καταστάσεις μεταφράζονται σε τοπία, σιωπές και κατακερματισμένο χρόνο. Το νόημα παραμένει ασταθές.

Κάτι αναπόφευκτα χάνεται στη διαδικασία, αλλά κάτι άλλο αποκαλύπτεται. Ενδιαφέρομαι βαθιά γι’ αυτό το κενό. Για τον χώρο όπου το νόημα γλιστράει, μεταλλάσσεται ή προδίδει την αρχική εμπειρία.

Προσγειωμένος, αλλά όχι λιγότερο περίπλοκος ή μυστηριώδης από τους υπόλοιπους, ο χαρακτήρας του κηπουρού προσθέτει περισσότερα επίπεδα ίντριγκας στην πλοκή. Τι σηματοδοτεί;

Εναπόκειται στο κοινό να αποφασίσει τι σηματοδοτεί. Δε θέλω να περιορίσω τις αναγνώσεις του με τη δική μου ερμηνεία.

Υπάρχει κάποια ανεπαίσθητη σύνδεση μεταξύ της υποτιθέμενης, αλλά σκόπιμα ασαφούς μέχρι το τέλος, σεξουαλικής ανικανότητας του πρωταγωνιστή και της ξηρασίας της γης την οποία προσπαθεί να καλλιεργήσει;

Το Αυτά που σκοτώνεις προσφέρει πολλές αντανακλάσεις. Η αδυναμία καλλιέργειας της γης αντικατοπτρίζει την αδυναμία σύνδεσης, δημιουργίας ζωής ή προόδου.

Δεν πρόκειται για επιβεβλημένες μεταφορές, αλλά για συνθήκες που προκύπτουν φυσικά από την εσωτερική κατάσταση του χαρακτήρα.

Στο τέλος της ημέρας, το Αυτά που σκοτώνεις είναι μια ταινία για την πατροκτονία, συμβολική ή όχι.

Είναι, για εσένα, η τέχνη γενικά και ο κινηματογράφος ειδικότερα ένα μέσο με τη βοήθεια του οποίου μπορούμε να διαπράξουμε πατροκτονία και έτσι να μπορέσουμε να επιβιώσουμε και να συνεχίσουμε;

Πιστεύω ότι η τέχνη προσφέρει έναν χώρο όπου η συμβολική πατροκτονία μπορεί να λάβει χώρα χωρίς σωματική βία.

Ο κινηματογράφος μάς επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε την εξουσία, την παράδοση και το κληρονομημένο τραύμα. Μάς επιτρέπει να τα αποσυναρμολογήσουμε, να τα αμφισβητήσουμε και να τα αναδιατυπώσουμε.

Αυτό δε σημαίνει διαγραφή του πατέρα ή του παρελθόντος. Σημαίνει άρνηση να κυριαρχούμαστε ασυνείδητα από αυτά. Με αυτή την έννοια, ο κινηματογράφος γίνεται εργαλείο επιβίωσης.




Έχεις καταφέρει να ξεκαθαρίσεις τους λογαριασμούς σου με το τραυματικό οικογενειακό σου παρελθόν μετά τα γυρίσματα και την κυκλοφορία του φιλμ ή μήπως εξακολουθούν να παραμονεύουν κάπου άγριες σκιές;

Δεν πιστεύω ότι η δημιουργία μιας ταινίας τακτοποιεί κάτι οριστικά. Το τραύμα δεν εξαφανίζεται επειδή έχει εκφραστεί. Αυτό που μπορεί να κάνει ο κινηματογράφος είναι να δώσει μορφή σε αυτό που προηγουμένως ήταν άμορφο.

Υπάρχουν ακόμα άγριες γωνιές, και πιθανότατα πάντα θα υπάρχουν. Αλλά μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, αυτές οι σκιές μοιάζουν λιγότερο σιωπηλές και λιγότερο απομονωτικές. Μερικές φορές, αυτό είναι ήδη αρκετό για να συνεχίσεις.

Ευχαριστώ θερμά τον σκηνοθέτη για την άμεση ανταπόκρισή του στο αίτημα για συνέντευξη, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Η ταινία του Αλιρέζα Κατάμι Αυτά που σκοτώνεις προβάλλεται στους κινηματογράφους σε από τις 18 Δεκεμβρίου σε διανομή της Danaos Films.



Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2025

Χρήστος Θεοδωρίδης: «Σ’ έναν εκφασισμένο κόσμο το θέατρο είναι ο τελευταίος τόπος ελευθερίας»

 

Χρήστος Θεοδωρίδης (Φωτογραφία: Ξένια Θεμελή)

Βασισμένη στο βαθιά πολιτικό και συνάμα επώδυνα προσωπικό ομώνυμο κείμενο του Εντουάρ Λουί, η παράσταση Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων επέστρεψε επί σκηνής από τις 29 Νοεμβρίου.

Συζητώντας με τον σκηνοθέτη της, Χρήστο Θεοδωρίδη.

Βασισμένη στο βαθιά πολιτικό και συνάμα επώδυνα προσωπικό ομώνυμο κείμενο του Εντουάρ Λουί, η παράσταση Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων από τις 29 Νοεμβρίου επέστρεψε στο ΠΛΥΦΑ.

Τι σας ώθησε να καταπιαστείτε με αυτό το «υλικό» στο συλλογικό εγχείρημά σας και ποια ανάγκη υπαγόρευσε την επιστροφή;

Οι επιλογές έργων που κάνω πάντα βασίζονται σε μια ανάγκη της «στιγμής», με την έννοια του τώρα.

Δεν καταπιάνομαι με έργα που δε με συγκινούν, και για να με συγκινήσει ένα έργο θα πρέπει να απηχεί τον προβληματισμό και τις ανησυχίες που έχω τη δεδομένη περίοδο και κάπως να διαμορφώνει με έναν εύσχημο τρόπο αυτό το οποίο νιώθω.

Και ακριβώς επειδή αναγκαστικά ζω στην κοινωνία και τον κόσμο που έχουμε τώρα φτιάξει, δεν μπορώ παρά να έχω τις ανησυχίες που προκύπτουν από τον κόσμο αυτόν.

Συνεπώς, οι επιλογές μου βασίζονται πάντα στο τι πιστεύω ότι αφορά αυτόν τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Έτσι έγινε και με το έργο του Λουί.

Πάντα με ενθουσίαζε η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ προσωπικού και συλλογικού, μικρής ανθρώπινης ιστορίας και πολιτικοκοινωνικής Ιστορίας.

Και το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου έχει ακριβώς αυτό στον πυρήνα του. Το νήμα που συνδέει μια πολιτική απόφαση με την αλλαγή της ζωής ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Συχνά το ξεχνάμε αυτό.

Η επιστροφή της παράστασης αποφασίστηκε κυρίως από το γεγονός ότι δεν είχαμε τελειώσει ακόμη με το υλικό και καλλιτεχνικά, αλλά βασικά σε επίπεδο ουσίας.

Όταν σήμερα οι πολιτικοί -τόσο στη χώρα μας όσο και αλλού- λυμαίνονται με τόσο ξεδιάντροπο τρόπο τις ζωές μας, δε γίνεται να μην μιλήσεις για αυτό.

Τι ξαναδουλεύτηκε -αν αυτό συνέβη- στη δεύτερη εκδοχή; Kαι πόσο, τελικά, είναι καθετί με το οποίο καταπιανόμαστε δημιουργικά ένα έργο σε εξέλιξη;

Για μένα η θεατρική διαδικασία ποτέ δεν τελειώνει, και δε θα μπορούσα να το εννοώ με μεγαλύτερη έμφαση αυτό. Κάθε πρόβα είναι μια παράσταση και κάθε παράσταση είναι μια πρόβα. Δεν είμαι από τους σκηνοθέτες που «παραδίδουν» το έργο.

Όσο μου επιτρέπουν οι υποχρεώσεις μου, βρίσκομαι συνέχεια στο θέατρο, βλέπω, παρατηρώ, ξανασκέφτομαι και αλλάζω πράγματα.

Δίνω συνεχώς παρατηρήσεις στους ηθοποιούς, στους χειριστές ήχου και φώτων, σε όλους όσους εμπλέκονται στο αποτέλεσμα. Αυτό μπορεί να είναι για κάποιους πονοκέφαλος, αλλά για μένα είναι επιβεβλημένο.

Το θέατρο είναι μια ολοζώντανη διαδικασία. Όσο «μεγαλώνουμε» εμείς που το φτιάχνουμε, τόσο μεγαλώνει κι αυτό. Όσο πλουτίζουμε σε σκέψη, τόσο πλουτίζει κι αυτό.

Έχουμε το μοναδικό προνόμιο να μη λέμε «κρίμα που δεν το έκανα έτσι τότε», όπως σε μια ταινία ή ένα τραγούδι, και δε θα το εκμεταλλευτούμε; Αυτό είναι και το αντίβαρο στο γοητευτικά προσωρινό του θέατρου.

Τώρα, όσον αφορά στο Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, ελάχιστα πράγματα αλλάξανε από την πρώτη φορά που παραστάθηκε. Κάπως είχα την ανάγκη να μην πειράξω τίποτα σε αυτό.

Σίγουρα άλλαξε η σκέψη μας, η οποία εμπλουτίστηκε από τη ζωή των δύο χρόνων που απείχε η παράσταση. Κι αυτό είναι το πιο πολύτιμο.

Η επιμελημένη από εσένα μουσική -τόσο η ορχηστρική, όσο και συγκεκριμένα τραγούδια- η οποία επενδύει την παράσταση εντάσσεται οργανικά στην αφήγηση, εμπλουτίζοντας τη δραματουργία κι όχι διασκεδάζοντάς την.

Με ποιο κριτήριο έγινε η επιλογή και η ένθεσή της στα συγκεκριμένα σημεία της αφήγησης;

Η μουσική για μένα είναι η ανώτατη των τεχνών. Δε χρειάζεται πλαίσιο, δε χρειάζεται συνθήκη και χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά. Και αποτελεί βασικό εργαλείο της δουλειάς μου. Ζω με μουσική, σκέφτομαι με μουσική, σκηνοθετώ με μουσική.

Οι επιλογές γίνονται πάντα κατά τη διάρκεια των δοκιμών πάνω στην πράξη. Για μένα, το να βρω το μουσικό σύμπαν της παράστασης ισοδυναμεί με το να βρω την παράσταση, να καταλάβω το τι κάνω.

Όταν το βρίσκω -και αυτό βασίζεται σε ένα φίλτρο που ποτέ δεν το διπλοσκέφτομαι-, όταν πω για κάτι ότι αυτό είναι σωστό, τότε ξεκινάω να καταλαβαίνω τι είναι η παράσταση που φτιάχνω.

Η μουσική για μένα αφηγείται, δε διακοσμεί. Γεμίζει τα κενά τα οποία αφήνει ο λόγος με έναν τρόπο που το νόημα γίνεται δυνάμει απέραντο.

Αυτή ήταν και η λογική την οποία ακολούθησα στον Λουί. Με δύο συγκεκριμένες επιταγές.

Ήθελα εξαρχής ένα μοτίβο που θα επαναλαμβάνεται, κάτι που να μεγεθύνει  τη διαδικασία της ανάμνησης στην οποία μπαίνουν οι ηθοποιοί και ταυτόχρονα ήθελα γαλλικά κυρίως τραγούδια που να σημαίνουν όμως κάτι για μένα.

Επικοινώνησα κατευθείαν με το υλικό του έργου και για έναν επιπλέον λόγο:

Oι αναμνήσεις του Εντουάρ, λόγω της σεξουαλικής του ταυτότητας, ταυτίζονταν συχνά με τις δικές μου από την παιδική και εφηβική μου ηλικία και για αυτό ήθελα να βάλω μέσα νησίδες από το δικό μου παρελθόν. Και αυτές οι νησίδες ήταν τα τραγούδια.

Η πολιτική ήταν για τον πατέρα του Εντουάρ Λουί «ζήτημα ζωής και θανάτου», όπως ακούγεται στην παράσταση. Ποια είναι η δικιά σου σχέση με την πολιτική στο επίπεδο της θεατρικής γραφής και πρακτικής;

Για μένα το θέατρο είναι κατεξοχήν πολιτικό. Ίσως είναι η τελευταία αμόλυντη, ουσιαστικά πολιτική πράξη σε έναν κόσμο που απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τον κόσμο των ιδεών.

Για δύο-τρεις ώρες κοινό και ηθοποιοί μοιράζονται σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα. Δημιουργούν μια οντότητα συμπαγή, που ακόμη κι αν διαλύεται με το τέλος της παράστασης, δε γίνεται παρά να αφήνει τα σημάδια της.

Αυτό το θέατρο με ενδιαφέρει και έτσι αποφάσισα να πηγαίνω, σημάδι το σημάδι. Σιγά σιγά. Και ναι, η πολιτική είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Τουλάχιστον για τους μη έχοντες.

Όπως λέει και το έργο, αυτοί που ασκούν την εξουσία, ελάχιστα επηρεάζονται από αυτήν, όποια ιδεολογία κι αν ακολουθούν, γιατί ανήκουν στους έχοντες. Ο τρόπος όμως που επηρεάζει τις ζωές των πολλών, των μη εχόντων, είναι καθοριστικός για αυτές.

Κι έτσι για άλλη μια φορά επιστρέφουμε στην ρίζα όλων, την ταξική διαφορά. Κι ακριβώς επειδή είμαι  δέκτης αυτής της διαφοράς στην ζωή μου δε γίνεται να μη με ενδιαφέρει στο θέατρο.

Πάντα ψάχνω την πολιτική διάσταση των έργων με τα οποία ασχολούμαι, ή καλύτερα θα πω το αντίθετο, τα έργα με τα οποία βρίσκω να με γοητεύουν έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μια πολιτική διάσταση.


Φωτογραφία: Αναστασία Γιαννάκη


Εκτός από τον λόγο, η παράσταση (υποθέτω και το κείμενο όπου βασίζεται, αντίστοιχα) κουβαλάει και λίγη -άβολη- σιωπή, ιδίως στα πρώτα λεπτά, που σε κάποιους θεατές προκαλεί δυσφορία έως και νευρικό γέλιο.

Πώς διαχειρίζεσαι τη σιωπή σε δημιουργικό επίπεδο και γιατί, κατά τη γνώμη σου, τόσο συχνά μάς ξεβολεύει, τόσο στις διαπροσωπικές σχέσεις μας όσο και ως θεατές;

Η αρχική σιωπή στην παράσταση προέκυψε από δύο λόγους.

Ο πρώτος είναι να μπουν οι ηθοποιοί ειλικρινά στη διαδικασία ανάμνησης που απαιτεί το έργο.

O δεύτερος, να θέσει μία κατάσταση στο κοινό, όπου θα αναγκαστούν να διαχειριστούν όπως λέτε τη σιωπή, τη στιγμή που στην έξω ζωή μας βομβαρδιζόμαστε συνέχεια με θόρυβο, τις περισσότερες φορές ανούσιο, θόρυβο ήχων, εικόνων, άχρηστων σκέψεων.

Είναι σαν να λέει η παράσταση, «Ωραία τώρα, ήρθατε εδώ, δώστε χρόνο να ξανασκεφτείτε πώς ζούμε». Η σιωπή είναι βασικό εργαλείο της δουλειάς μου, παρότι αγαπώ πολύ τον λόγο, συχνά δεν τον χρειάζομαι.

Νιώθω ότι καταλαβαίνω περισσότερα στη σιωπή. Κι αυτό γιατί στη σιωπή είμαστε γυμνοί. Είναι πολύ πιο πιθανό ο βαθύς πυρήνας του εαυτού μας να αναδύεται με τη σιωπή παρά με τον λόγο.

Γι’ αυτό μας ξεβολεύει στη ζωή μας. Γι’ αυτό δεν την προτιμούμε. Νιώθουμε πως ζούμε, ότι προχωράμε, πως κάνουμε κάτι, ότι επικοινωνούμε όταν μιλάμε. Δε θα μπορούσε να είμαστε πιο μακριά από την αλήθεια.

Ποτέ ο λόγος δε θα μεταφέρει ακριβώς αυτό που νιώθουμε ή σκεφτόμαστε, στον άλλον. Είναι το μόνο μας εργαλείο, αλλά εξαιρετικά αποτυχημένο.

Η σιωπή, από την άλλη, μπορεί να μεταφέρει πιο ολοκληρωμένα τις ιδέες και τα συναισθήματά μας. Πιο πυρηνικά, στο σωστό τους μέγεθος.

Ποτέ άλλοτε στην Ιστορία δεν είχαμε τόσους τρόπους να επικοινωνούμε και ταυτόχρονα να αισθανόμαστε πιο μόνοι από ποτέ.

Ένας τελευταίος άξονας τον οποίο θα ήθελα να θίξω είναι εκείνος των αναμνήσεων. Σε ποιον βαθμό είμαστε, τελικά, οι δημιουργοί των αναμνήσεών μας ή πόσο διαμορφωνόμαστε από αυτές; Μας απελευθερώνει το να θυμόμαστε;

Δύσκολη διαδικασία η ανάμνηση. Κι αυτό γιατί η ανάμνηση καταλήγει μια αυθύπαρκτη οντότητα, συχνά πολύ μακριά από το γεγονός που τη γέννησε. Δε θυμόμαστε ποτέ αυτό που έγινε, αλλά αυτό που ερμηνεύσαμε ότι έγινε.

Και ο χρόνος με τη διαβρωτική, αλλά και λυτρωτική του λειτουργία ενδυναμώνει την ερμηνεία μας  απομακρύνοντάς μας κι άλλο από το αρχικό συμβάν και προσδίδοντας σε αυτό ιδιότητες που ποτέ δεν είχε.

Και μεγαλώνουμε με αυτές στο μυαλό μας, κι έτσι μοιραία μας διαμορφώνουν. Γιατί οι μετέπειτα επιλογές μας βασίζονται σε πράγματα που οριακά ποτέ δεν έγιναν. Και τις δημιουργούμε και μας δημιουργούν ταυτόχρονα, δηλαδή.

Δεν ξέρω αν μας απελευθερώνει το να θυμόμαστε. Κάποιος θα έλεγε πως ίσως ναι, ίσως όχι - εξαρτάται πάντα από το τι είναι αυτό που θυμάσαι.

Ωστόσο, είναι αναπόφευκτη διαδικασία. Δε γίνεται να μη θυμάσαι. Απλώς συμβαίνει. Ακόμη και στους ανοιακούς ανθρώπους.

Αν παρατηρήσετε, δεν είναι ότι δε θυμούνται, στην ουσία απαλλάσσονται από ένα τεράστιο πρόσφατο παρελθόν και κρατάνε σφιχτά κάποιες από τις πολύ βασικές τους αναμνήσεις.

Ίσως αυτές που τους ορίσανε πιο ισχυρά, ίσως αυτές που είναι οι ομορφότερες, δεν ξέρω.

Τώρα που το σκέφτομαι, αν πούμε ότι οι αναμνήσεις μας ορίζουν, ότι ορίζουν αυτό που είμαστε, πιθανόν όταν για τον οποιονδήποτε λόγο ξεχνάς, το κάνεις γιατί επιλέγεις τον εαυτό που θέλεις να θυμάσαι.

Απ’ όσο γνωρίζω (και παρακαλώ διόρθωσέ με, αν κάνω λάθος) εν πολλοίς δε βιοπορίζεσαι από το θέατρο. Aπό επιλογή, λόγω αντικειμενικών δυσκολιών, εξαιτίας άλλων παραγόντων;

Τα τελευταία χρόνια είμαι στην ευτυχή θέση να βιοπορίζομαι επιτέλους και από το επάγγελμα μου. Είτε από τη σκηνοθετική μου δουλειά, είτε από τη διδασκαλία -γιατί και αυτήν την θεωρώ αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που κάνω.

Όταν διδάσκω νέους ηθοποιούς ή σκηνοθέτες, προχωράω τη σκέψη μου και συνεπώς τη δουλειά μου.

Μέχρι όμως τα σαράντα μου θα πω, η δουλειά μου στο θέατρο δεν ήταν αρκετή για να μου εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή κι έτσι βιοποριζόμουν κυρίως ως dj.

Ξεκίνησα από τα 19 μου να παίζω μουσική σε μαγαζιά γιατί πέρα από τον προφανή λόγο του βιοπορισμού, η μουσική ήταν πάντα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου.

Ακόμη και τώρα μου αρέσει να το κάνω κυρίως γιατί ταυτόχρονα σκέφτομαι, τις πιο σημαντικές ιδέες μου τις έχω όταν παίζω μουσική.

Ο βασικότερος λόγος, ωστόσο, να βγάζω τα προς το ζην από μια φαινομενικά άσχετη με το θέατρο δουλειά ήταν κυρίως γιατί ήθελα να είμαι σε θέση να κάνω τα πράγματα όπως ακριβώς θέλω να τα κάνω και με αυτούς που ήθελα να τα κάνω.

Μέχρι τώρα, και είμαι πραγματικά περήφανος για αυτό, ποτέ δεν έκανα κάτι που δεν ήθελα ή με τον τρόπο και τους ανθρώπους που δε με ικανοποιούσαν.

Αποφάσισα, δηλαδή, συνειδητά να υπάρξω στον χώρο μόνο με τους δικούς μου όρους και όχι με τους όρους των άλλων.


Φωτογραφία: Αναστασία Γιαννάκη


Θέτεις, λοιπόν, όρους, όρια και προϋποθέσεις όσον αφορά στην έκφραση της δημιουργικής ελευθερίας σου είτε σε ατομικό επίπεδο, είτε στο πλαίσιο του συλλογικού εγχειρήματος της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων;

Ναι. Αδιαπραγμάτευτα ναι. Έχω πει πολλά «όχι» που θα μου εξασφάλιζαν μισθό, αλλά ταυτόχρονα δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις τις οποίες έθετα.

Και δεν είναι κάτι εξωπραγματικό αυτές οι προϋποθέσεις. Απλώς να με συγκινεί βαθιά το υλικό και οι άνθρωποι. Παλιότερα πίστευα ότι το θέατρο μπορεί να αλλάξει μαζικά τους ανθρώπους, τώρα πια δυστυχώς δεν το πιστεύω.

Ωστόσο, πιστεύω πως αλλάζει τουλάχιστον εμένα και τους ανθρώπους που εμπλεκόμαστε στη δημιουργία. Κι αυτό μου είναι αρκετό. Αν λοιπόν αυτό δεν είναι εξασφαλισμένο, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να το κάνω.

Δεν μπορώ να στηρίξω κάτι που δεν πιστεύω βαθιά. Κι όχι γιατί πιστεύω σε καμιά ιερότητα του θεάτρου, όχι. Αλλά πιστεύω βαθιά στην ειλικρίνειά του.

Σ’ αυτό το παράδοξο, ότι ένας κόσμος κατασκευασμένος είναι πιο ειλικρινής από την πραγματική ζωή. Πως λοιπόν θα διατηρήσω αθώα και αμόλυντη αυτήν την ειλικρίνεια, αν δεν είμαι πρώτα εγώ ο ίδιος ειλικρινής με μένα;

Κατά τη γνώμη σου, πόσο ορατός είναι ο κίνδυνος δημιουργικής κόπωσης/φθοράς ενός σκηνοθετη, συγγραφέα ή ηθοποιού ακριβώς λόγω της ανάγκης ή/και επιθυμίας βιοπορισμού μέσω (και) του θεάτρου και πώς, τελικά, αποφεύγεται;

Είναι ορατός και σημαντικός  σε όλα τα επαγγέλματα που αναφέρατε αν και όχι στον ίδιο βαθμό.  Αυτήν την στιγμή στην Ελλάδα έχουμε πολύ λιγότερους σκηνοθέτες και συγγραφείς από ηθοποιούς.

Οι ηθοποιοί συχνά θα βρεθούν στη θέση να κάνουν πράγματα που δεν πιστεύουν κυρίως λόγω της υπερπροσφοράς που υπάρχει στον χώρο. Και δεν είναι καθόλου κατακριτέο αυτό.

Πώς θα πληρώσεις το νοίκι σου σε ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιο διαχωρισμένος ταξικά και πιο σκληρός με σένα; Σε έναν  κόσμο που σε εκδικείται επειδή δεν έχεις λεφτά;

Το μόνο επιβεβλημένο είναι να ξέρεις τι κάνεις και πώς να διατηρείς αλώβητη αυτήν την ουσία μέσα σου, αυτό όνειρο που σε έσπρωξε να ασχοληθείς με την τέχνη.

Το ίδιο συμβαίνει και με τους σκηνοθέτες ή τους συγγραφείς ή όλα τα υπόλοιπα δημιουργικά επαγγέλματα που σχετίζονται με το θέατρο.

Ωστόσο, από τη δική μου τη μεριά τουλάχιστον, θεωρώ κατά τι πιο εύκολο να διατηρήσουν αυτήν την αρχική τους ανάγκη.

Ας πούμε και το άλλο, αν λέμε όλοι ναι σε όλα, πώς θα αλλάξει αυτός ο χώρος; Τι ευθύνη έχουμε απέναντι σ’ αυτό;

Σε μία χώρα με μία κυβέρνηση που όταν δεν αδιαφορεί για τον πολιτισμό, τον εχθρεύεται επειδή καταλαβαίνει ότι γενικότερα η τέχνη έστω και σήμερα, έστω και με αυτόν τον τρόπο, διαμορφώνει συνειδήσεις. Και δεν μπορεί να το επιτρέψει αυτό...

Σ’ έναν εκφασισμένο κόσμο το θέατρο, για μένα, είναι ο τελευταίος τόπος ελευθερίας και σ’ έναν παράλογο κόσμο, ο τελευταίος τόπος λογικής.

Ευχαριστώ θερμά την Λία Κεσοπούλου για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η παράσταση Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, μια παραγωγή της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων σε σκηνοθεσία του Χρήστου Θεοδωρίδη, παρουσιάζεται στο ΠΛΥΦΑ (Κτίριο 7Α, Κορυτσάς 39, Βοτανικός) μέχρι την Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2026.

Επί σκηνής: Γιώργος Κισσανδράκης, Διονύσης (Ντένης) Μακρής.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Γιάννης Γλέζος: «Δεν υπάρχει σκοτάδι. Μόνο φως, που όμως δεν το βλέπουμε»

 


Συνθέτης, ποιητής και τραγουδιστής, ο Γιάννης Γλέζος αποτελεί μια ιστορική φυσιογνωμία των εγχώριων μουσικών πραγμάτων.

Συνομιλούμε μαζί του ενόψει της ξεχωριστής σόλο συναυλίας του την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου στο Theatre of the NO, σε μια βραδιά όπου η ποίηση θα συναντήσει τη μουσική.

Γεννιέστε στην Αθήνα, στην οποία εξακολουθείτε να ζείτε, αλλά κατάγεστε από τη Νάξο και τη Μονεμβασιά. Σάς «σμιλεύουν» με τρόπο συνειδητό οι τόποι και οι άνθρωποι;

Οι Γλεζαίοι Απεραθίτες Ναξιώτες -από τον πατέρα μου Βασίλη- μού δώσανε τη δύναμη και οι Ριτσαίοι Μονεμβασιώτες -από την μητέρα μου Λούλα-Σταυρούλα- μού δώσανε την ευαισθησία. Στα σπάργανα, βεβαίως.

Τα μετέπειτα ήταν δική μου δουλειά και ευθύνη...

Εγκαταλείπετε την Ανωτάτη Εμπορική Σχολή προκειμένου να αφοσιωθείτε στη μουσική. Πού οφειλόταν η μαγεία την οποία σας ασκούσε -και φαντάζομαι ασκεί- η μουσική; Μετανιώσατε ποτέ που δεν πήρατε άλλο δρόμο;

Ο πατέρας μου άκουγε κλασσική μουσική από γραμμόφωνο σε δίσκους 78 στροφών:

Ουγγρική Ραψωδία αρ. 6 του Λιστ, Ιντερμέντζο από την Καβαλλερία Ρουστικάνα τού Μασκάνι, τα Κύματα τού Δουνάβεως τού Γιόχαν Στράους, μαζί με πολλα άλλα που τα ακούγαμε στο σπίτι.

Ο θείος μου, Γιάννης Ρίτσος, όταν ερχόταν στο σπίτι, μάς έπαιζε στο πιάνο το Βαλς σε ντο δίεση ελσσονα του Σοπέν.

Στο ραδιόφωνο άκουγα τα Καβουράκια και τη Συννεφιασμένη Κυριακή τού Τσιτσάνη. Στο σχολείο κάναμε Χορωδία στους Χαιρετισμούς στον Άγιο Δημήτριο των Αμπελοκήπων.

Όλες αυτές οι μουσικές με συνεπαίρνανε τόσο πολύ  που από μικρός άρχισα να φτιάχνω  σιγά σιγά μελωδίες στο πιάνο μας.

Ούτε δευτερόλεπτο δεν έχω μετανιώσει που άφησα στο τέλος του Β’ έτους την Ανωτάτη Εμπορική για να ασχοληθώ αποκλειστικά με τη μουσική.

Ο Μίκης Θεοδωράκης ενορχηστρώνει το πρώτο σας τραγούδι, Περιστεράκι της φτωχιάς αυλής. Θα τον περιγράφατε ως «μέντορά» σας;

Ο Μίκης Θεοδωράκης με ανακάλυψε στην μπουάτ Εσπερίδες όταν ο Γιώργος Ζωγράφος τραγουδούσε ένα τραγούδι μου (Βροχή στα Δειλινά).

Μου είπε ότι του αρέσει πολύ και θέλει να το ενορχηστρώσει και να το διευθύνει στην ηχογράφηση του. Μπροστά ήταν και ο Τ.Β. Λαμπρόπουλος τής κραταιάς τότε COLUMBIA, που μου ζήτησε να υπογράψω συμβόλαιο μαζί τους.

Έτσι κι έγινε.

Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας καταφεύγετε στις Η.Π.Α. μαζί με την Φλέρυ Νταντωνάκη. Αέρινη, βασανισμένη ύπαρξη. Παραμείνατε κoντά μέχρι τον πρόωρο χαμό της;

Ήμασταν τότε μαζί και μαζί φύγαμε για την Νέα Υόρκη μετά το Πολυτεχνείο.  Όμως ήταν ταραγμένη και ύστερα από ένα διάστημα χωρίσαμε στην Αμερική.

Ήταν η  καλύτερη φωνή που πέρασε ποτέ στο Ελληνικό τραγούδι. Δεν την συνάντησα ποτέ στη Αθήνα, όταν επέστρεψα...

Επιστρέφοντας, λοιπόν, στην Ελλάδα, συνεργάζεστε επί μια εικοσαετία με την Μαρίζα Κωχ. Τι κρατάτε από την πολύχρονη αυτή συνεργασία και σχέση ζωής;

Ήταν μια από τις καλύτερες εποχές στη ζωή μου. Γυρίσαμε μαζί όλο τον κόσμο. Μέχρι και στη Κίνα φτάσαμε μαζί (το πρώτο ευρωπαϊκό συγκρότημα!)

Ιδρύετε τη μουσική σκηνή «Δίαυλος» (1993-2010), την οποία πρόλαβα κι εγώ να απολαύσω. Ποια ανάγκη υπαγόρευσε τη δημιουργία της, γιατί έκλεισε και ποιο, πιστεύετε, ότι υπήρξε το αποτύπωμά της στα εγχώρια μουσικά πράγματα;

Ο «Δίαυλος» έπεσε θύμα των διαβολικών «πανωτοκίων»  που την εποχή εκείνη εξολόθρευαν μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις. Ήθελα να έχω την προσωπική μου Μουσική Στέγη για να τραγουδάω ο ίδιος τα τραγούδια μου.

Όσο κράτησε καλά κράτησε... Δεν μπορώ να μιλήσω εγώ για το αποτύπωμα της αλλά εκείνοι που φιλοξενηθήκανε εκεί τόσα πολλά χρόνια.

«Το 2001 πήγα στη Λίμνη Καστοριάς για ένα διάλειμμα από τη συνεχή ενασχόληση με τη Μουσική Σκηνή Δίαυλος. Γύρισα ποιητής αφού ύστερα από έναν περίπατο στη Λίμνη άρχισα να γράφω τόνους ποίησης χωρίς προσπάθεια», εξομολογείστε.

Τι αγαπάτε περισσότερο στην ποίηση, τόσο ως δημιουργός όσο και ως αναγνώστης/ακροατής; Με ποιο κριτήριο επιλέγετε τι κάθε φορά θα μελοποιήσετε;

Έχω σταματήσει εδώ και χρόνια να μελοποιώ. Αγαπώ στην Ποίηση την μοναχικότητα Της. Είσαι εσύ κι Αυτή. Τίποτε άλλο. Όλη μου η ενασχόληση και η δύναμη μου πάει στην ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ και την Ποίηση. Έχω χιλιάδες ποιήματα ανέκδοτα.




Πέρσι κυκλοφορεί από τον Μετρονόμο του Θανάση Συλιβού η ποιητική συλλογή σας Αιώνιος άνεμος Ι- Η σιωπή στο σπίτι, μαζί με ένα διπλό CD-«διαμάντι» υπό τον τίτλο Τα Παθιασμένα, με 38 τραγούδια σας σε στίχους Εύας Λίτινα.

Τα τραγούδια αυτά τα ανακαλύψατε τυχαία. Τι ρόλο έχει παίξει η τύχη στη ζωή σας; Ποια είναι η σχέση σας με τη σιωπή; Έχει υπάρξει το πάθος η βασική προϋπόθεση εμπλοκής σας στο οτιδήποτε - και με τον οποιονδήποτε;

Τα τραγούδια μου αυτά τα ανακάλυψα τυχαία σε μια κασέτα. Τα είχα μελοποιήσει το 1999. Μου άρεσαν τόσο πολύ έτσι που δεν θέλησα να τα ηχογραφήσω από την αρχή με ορχήστρα κ.λπ.

Το πάθος τους, πάρα τις τεχνικές αδυναμίες (τα είχα ηχογραφήσει μόνος μου σε κασετόφωνο παίζοντας το πιάνο και τραγουδώντας), δεν μπορεί να αναπαραχθεί ούτε στην καλύτερη τωρινή ηχογράφηση. Έτσι τα άφησα όπως είναι...

Το καλό ήταν ότι ο Συλιβός δεν είχε αντίρρηση....

Η πολιτική τι συναισθήματα σας προκαλεί, ιδίως στις μέρες μας, διεθνώς και εγχωρίως;

Η πολιτική με απωθεί διεθνώς και εγχωρίως.

Κι η μουσική; Τι σας ευχαριστεί να ακούτε περισσότερο - ή και τι σας απωθεί;

Παθιάζομαι όταν ακούω Γρηγοριανούς Ύμνους από αντρικά ή γυναικεία φωνητικά σύνολα. Αριστουργήματα μονοφωνικής μελωδικότητας. 

«Δεν ήρθαμε απ’ την άβυσσο/ Δεν πάμε στο σκοτάδι/ Ήμασταν πάντα, πάντα εδώ/ Στο αιώνιο λιβάδι», τραγουδάτε στο Άπειρο γίνεται στιγμή.

Πώς αντιλαμβάνεστε και βιώνετε την αιωνιότητα; Είστε συμφιλιωμένος με το σκοτάδι, το μέσα και το έξω; Μερεύει με τη δημιουργία - και τις συναυλίες;

Δεν υπάρχει σκοτάδι. Μόνο φως, που όμως δεν το βλέπουμε. Εγώ θέλω να το δω πριν φύγω... Μάλλον θα γίνει.

Ευχαριστώ θερμά την Ελευθερία Σακαρέλη, υπεύθυνη Επικοινωνίας & Δημοσίων Σχέσεων του Theatre of the NO, για την καθοριστική συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης με τον καλλιτέχνη.

Την ευχαριστώ επίσης για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Ο Γιάννης Γλέζος παρουσιάζει την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου στο Theatre of the NO (Κων/νου Παλαιολόγου 3, Αθήνα) στις 21:00 μια ξεχωριστή βραδιά μουσικής και ποίησης.

Τίτλος της: Αιώνιος Άνεμος - Ποιήματα & Τραγούδια, Τραγούδια & Ποιήματα.

H ποιητική συλλογή του Αιώνιος άνεμος Ι- Η σιωπή στο σπίτι, μαζί με ένα διπλό CD υπό τον τίτλο Τα Παθιασμένα, με 38 τραγούδια του σε στίχους Εύας Λίτινα, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μετρονόμος.