Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο: «Η λογοτεχνία μπορεί απολύτως να είναι μια πράξη αγάπης»

 


Η απώλεια του πατέρα του και η διαχείρισή της βρίσκονται στον πυρήνα του πυκνού, στοχαστικού και μελαγχολικού αφηγήματος του Πορτογάλου μυθιστοριογράφου και ποιητή Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο, Μου πέθανες.

Μια συζήτηση με τον Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ ΛΕΑ.

Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά το φαινομενικά μακρινό 2017, στο πλαίσιο μιας ακόμη διοργάνωσης του Φεστιβάλ ΛΕΑ. Φορούσες τότε ένα μπλουζάκι με το όνομα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν με «heavy metal» γραμματοσειρά.

Νιώθεις ακόμα «κομμάτι της διασταύρωσης διαφορετικών μορφών πολιτισμού», όπως μου είχες αναφέρει, ειδικά στην ασφυκτικά μονοπολιτισμική εποχή μας;

Εξακολουθώ να αισθάνομαι -και πολύ μάλιστα- κομμάτι της διασταύρωσης διαφορετικών μορφών πολιτισμού.

Σε ετούτους τους ολοένα και πιο ομοιόμορφους και πολιτισμικά στενούς καιρούς, αυτή η αίσθηση της τομής φαίνεται πιο απαραίτητη από ποτέ.

Είναι μέσα από την ανάμιξη διαφορετικών προοπτικών, γλωσσών και παραδόσεων που συνεχίζω να βρίσκω νόημα, ανοιχτότητα και έναν τρόπο να αντιστέκομαι στην απλοποίηση.

Επιστρέφοντας στο παρόν, είναι ένα από αυτά τα παράδοξα της λογοτεχνίας -στη δημοσιευμένη της εκδοχή, όταν πρόκειται για εσένα- που το πρώτο σου βιβλίο, Μου πέθανες, τυχαίνει να μεταφράζεται τελευταίο, τουλάχιστον στην Ελλάδα.

Πώς βιώνεις αυτό το παράδοξο και τα παράδοξα γενικότερα, και κυρίως αυτά τα οποία εμπεριέχουν συναντήσεις μυθοπλασίας και πραγματικότητας;

Είναι ένα παράδοξο που καλωσορίζω με μια κάποια τρυφερότητα.

Η ιδέα ότι το Μου πέθανες, το πρώτο μου βιβλίο, φτάνει στην Ελλάδα μόλις τώρα, μετά από τόσα άλλα, μοιάζει με μια ήσυχη κυκλική επιστροφή στον χρόνο, σχεδόν σαν μυθοπλασία η οποία επιστρέφει στην πραγματικότητα.

Τείνω να σκέφτομαι τα παράδοξα όχι ως γρίφους προς επίλυση, αλλά ως προσκλήσεις, σαν ανοίγματα όπου το νόημα διευρύνεται αντί να στενεύει.

Ειδικά όταν η μυθοπλασία και η πραγματικότητα έρχονται σε σύγκρουση, η ένταση μεταξύ τους μπορεί να φέρει στο φως αλήθειες οι οποίες διαφορετικά είναι δύσκολο να διατυπωθούν.

Επομένως, αυτή η καθυστερημένη άφιξη δε μοιάζει καθόλου λανθασμένη. Μοιάζει με μια ουσιαστική ηχώ, μια υπενθύμιση πως οι ιστορίες βρίσκουν τον δικό τους χρόνο, μερικές φορές πιο σοφό από τον δικό μας.

Το Μου πέθανες αψηφά την κατηγοριοποίηση, αν και μοιάζει με ερωτική επιστολή στον αποθανόντα πατέρα σου, με τον ίδιο τρόπο που το Γκαλβέιας δίνει την εντύπωση ερωτικής επιστολής στον γενέθλιο τόπο σου.

Μπορεί η λογοτεχνία να είναι (και) μια ερωτική επιστολή σε κάποιον/κάτι ή ένας τρόπος για να εξερευνήσουμε/αντιμετωπίσουμε τη θλίψη, την απώλεια και το πένθος;

Νομίζω πως η λογοτεχνία μπορεί να είναι -και συχνά είναι- μια ερωτική επιστολή, μερικές φορές ρητά, τις περισσότερες φορές εν αγνοία μας.

Μας επιτρέπει να εκφράσουμε με λόγια ό,τι αντιστέκεται στο να ειπωθεί στην καθημερινή ζωή.

Το Μου Πέθανες μπορεί να ξεκίνησε ως μια χειρονομία έναντι της θλίψης, αλλά στην ουσία του έγινε ένα είδος συζήτησης με τον πατέρα μου, με την πάροδο του χρόνου.

Υπό αυτή την έννοια, η γραφή γίνεται ένας τρόπος να κρατιόμαστε από κάτι/κάποιον, αλλά και να αφήνουμε πίσω μας τα πράγματα. Το πένθος δεν απαιτεί πάντα λύση. Μερικές φορές απλώς ζητά ένα ασφαλές καταφύγιο.

Και ναι, και το Γκαλβέιας είναι γραμμένο με την ίδια παρόρμηση: να αποτυπώσει έναν τόπο, συναισθήματα, ανθρώπους με λέξεις, και με αυτόν τον τρόπο, να ανταποδώσει κάτι.

Οπότε ναι, η λογοτεχνία μπορεί απολύτως να είναι μια πράξη αγάπης: ήσυχη, επίμονη και βαθιά ανθρώπινη.

Δεδομένου του ότι αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο σου που κυκλοφόρησε ποτέ, πιστεύεις πως «οφείλεις» κατά κάποιο τρόπο στον πατέρα σου την ενασχόλησή σου με τη λογοτεχνία γενικότερα, ανεξαρτήτως μορφής;

Ναι, νομίζω ότι του οφείλω πολλά. Ο πατέρας μου δεν ήταν συγγραφέας, αλλά μου χάρισε τη σιωπή μέσα από την οποία μπορεί να αναπτυχθεί η γραφή. Ακόμα και σε αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί απουσία, μου έδωσε παρουσία.

Μερικές φορές, αυτό το οποίο κληρονομούμε δεν είναι μια σαφής πορεία, αλλά μια συγκεκριμένη ένταση, ένας συγκεκριμένος τρόπος θεώρησης του κόσμου.

Νομίζω πως η ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνία προήλθε, εν μέρει, από την προσπάθεια να κατανοήσω αυτήν την ένταση, από την προσπάθεια να μετατρέψω κάτι βαθιά προσωπικό σε κάτι το οποίο θα μπορούσε να μοιραστεί.

Κουβαλάω τον πατέρα μου σε κάθε στίχο, ακόμα και όταν οι λέξεις δεν τον αναφέρουν.

Πώς αξιολογείς, λοιπόν, τη δική σου «εξέλιξη» ως συγγραφέα με την πάροδο του χρόνου; Έχεις βρει τον δρόμο σου ή υπάρχουν στιγμές που ακόμα τον αναζητάς;

Η συγγραφή, για μένα, ήταν πάντα μια μορφή αναζήτησης. Δε νομίζω ότι έχω φτάσει ποτέ σε κάποιο οριστικό σημείο, και δεν είμαι σίγουρος πως θα το ήθελα.

Κάθε βιβλίο μοιάζει με μια νέα αρχή, ένα νέο ερώτημα, μια νέα αβεβαιότητα στην οποία πρέπει να μπω.

Φυσικά, με την πάροδο του χρόνου αποκτάς εργαλεία, μια βαθύτερη εμπιστοσύνη στη δική σου διαδικασία, ίσως ακόμη και μια πιο καθαρή φωνή.

Αλλά η ουσία παραμένει η ίδια: μια ανάγκη να εξερευνήσεις, να καταλάβεις, να προσεγγίσεις κάτι που είναι απλώς απρόσιτο.

Αν ποτέ ένιωθα ότι είχα πραγματικά «βρει τον δρόμο μου», νομίζω πως θα σταματούσα να γράφω. Είναι η άγνοια που με κρατάει σε εγρήγορση.

Το Μου πέθανες κυριαρχείται από έναν ελεγειακό, στοχαστικό, απαλά ποιητικό τόνο. Εφόσον είσαι και ποιητής, σε ποιο βαθμό η ποίηση εμποτίζει το μυθιστορηματικό σου έργο - και αντίστροφα;

Για μένα, τα όρια ανάμεσα στην ποίηση και τη μυθοπλασία ήταν πάντα πορώδη. Δεν αλλάζω ταχύτητα μεταξύ τους, αλλά περισσότερο μεταφέρω τη μία μέσα στην άλλη.

Η ποίηση με διδάσκει να ακούω το βάρος κάθε λέξης. Αυτή η προσοχή διεισδύει φυσικά στην πρόζα μου, διαμορφώνοντας την υφή της φωνής, τον ρυθμό, τις συναισθηματικές υποδηλώσεις.

Ταυτόχρονα, η μυθοπλασία δίνει στην ποίηση έναν ευρύτερο καμβά, με χαρακτήρες, αφήγηση, χρόνο να ξεδιπλώνονται.

Έτσι, όταν γράφω ένα μυθιστόρημα, συχνά υπάρχει ένα ποιητικό νήμα το οποίο κυλάει ήσυχα από κάτω. Και όταν γράφω ποιήματα, συχνά υπάρχει μια κρυμμένη ιστορία που προβάλλει.

Υποθέτω πως πάντα αναζητώ εκείνον τον χώρο όπου οι δύο μορφές αγγίζονται: όπου το συναίσθημα γίνεται γλώσσα και η γλώσσα γίνεται κάτι σχεδόν φυσικό.

Έχοντας χάσει και τους δύο γονείς μου από καρκίνο πέρυσι, το βιβλίο σου με συγκίνησε αφάνταστα. 25 μετά την απώλεια του πατέρα σου, έχεις καταφέρει να συμφιλιωθείς τις επιπτώσεις της ή έστω να τη μεταμορφώσεις δημιουργικά;

Λυπάμαι πραγματικά για την απώλειά σου. Αυτού του είδους η θλίψη αναδιαμορφώνει τα πάντα, βαδίζουμε στον κόσμο διαφορετικά μετά.

Όσο για μένα, 25 χρόνια αργότερα, δε θα έλεγα ότι την έχω ξεπεράσει οριστικά. Η θλίψη δεν ακολουθεί μια ευθεία γραμμή. Εξελίσσεται, αλλάζει μορφή, μερικές φορές ξεθωριάζει, μερικές φορές επιστρέφει με εκπληκτική ένταση.

Αλλά έχω μάθει να ζω με αυτήν.

Και, ναι, προσπάθησα να τη μετατρέψω σε κάτι που μπορεί να μοιραστεί. Η συγγραφή μου έχει δώσει έναν χώρο όπου η απουσία γίνεται παρουσία, όπου η μνήμη μπορεί να αναπνεύσει.

Με αυτόν τον τρόπο, νομίζω πως έχω βρει μια μορφή διαλόγου ο οποίος συνεχίζεται, ακόμη και τώρα. Δε σβήνει την απώλεια, αλλά της δίνει νόημα.

Τέλος, είναι δυνατόν να συνεχίζουμε να γράφουμε σε περιόδους πολέμου και γενοκτονίας -η γενοκτονία των Παλαιστινίων είναι στο μυαλό μου- ή νιώθεις την ανάγκη να το κάνεις ακριβώς λόγω της τρέχουσας κατάστασης των πραγμάτων;

Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ερώτημα, το οποίο κουβαλάω συνεχώς μέσα μου. Υπάρχουν στιγμές που η συγγραφή μοιάζει αδύνατη, σχεδόν αυτάρεσκη, μπροστά σε τόσα βάσανα. Αλλά μετά θυμάμαι ότι και η σιωπή έχει συνέπειες.

Για μένα, η γραφή δεν είναι μια απόδραση από τον κόσμο, είναι ένας τρόπος να βρίσκομαι μέσα σε αυτόν. Ένας τρόπος να είμαι μάρτυρας, να αντιστέκομαι, να θυμάμαι.

Σε περιόδους βίας και αδικίας, η λογοτεχνία μπορεί να συγκρατήσει την ανθρώπινη πολυπλοκότητα όταν όλα τα άλλα ισοπεδώνονται. Μπορεί να διαφυλάξει φωνές οι οποίες διαφορετικά θα μπορούσαν να σβηστούν.

Αισθάνομαι την ανάγκη να γράφω λόγω της τρέχουσας κατάστασης των πραγμάτων, όχι παρά αυτήν. Ακόμα κι αν οι λέξεις φαίνονται μικρές, μπορούν να μεταφέρουν αλήθεια, τρυφερότητα και αντίσταση. Και μερικές φορές, αυτό είναι που μένει.

Η συνέντευξη με τον Ζοζέ Λούς Πεϊσότο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 17ου Φεστιβάλ ΛΕΑ.

Ευχαριστώ θερμά την Αγγελική Δημοπούλου (Εκδόσεις Βακχικόν) για την πολύτιμη συμβολή της στην υλοποίησή της, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγγραφέα.

Το βιβλίο του Ζοζέ Λούς Πεϊσότο Μου πέθανες κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Βακχικόν σε μετάφραση της Ζωής Καραμπέκιου.



Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Evgeny Grinko: «Πιο πολύ σκέφτομαι τις συνθέσεις ως ιστορίες»

 


Εσωστρεφής, ήσυχος, μοναχικός, κι όμως εξαιρετικά δημοφιλής, ο Ρώσος πιανίστας Evgeny Grinko είναι από τις πιο αναζωογονητικές παρουσίες στο πεδίο της σύγχρονης κλασικής μουσικής.

Κουβεντιάζοντας μαζί του ενόψει της πολυαναμενόμενης συναυλίας του στην Αθήνα το Σάββατο 5 Ιουλίου.

Μόλις επέστρεψα από μια μαζική πορεία αλληλεγγύης στον λαό της Παλαιστίνης.

Δεδομένου ότι έχεις δημόσια αντιτεθεί στην εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία -και έχεις υποστεί τις συνέπειες της στάσης σου-, θα συμμετείχες σε μια πορεία αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη;

Υπάρχουν άνθρωποι που πάντα επιλέγουν να ασκούν βία. Δεν υποστηρίζω αυτήν τη βία.

Είσαι σαφής. Πώς σου φαίνεται η Ιστανμπούλ, όπου ζεις αφότου αναγκάστηκες να φύγεις από τη Ρωσία;

Μου αρέσει που ο καιρός είναι κυρίως ηλιόλουστος.

Νιώθεις σαν στο σπίτι σου εκεί, ωστόσο;

Όχι, η προσαρμογή είναι δύσκολη, επειδή πρόκειται για μια πόλη μεγάλη και χαοτική. Είναι δύσκολο να συνηθίσω σ’ αυτό το περιβάλλον. Τα τρία χρόνια που ζω εδώ, δεν το έχω καταφέρει.

Ως καλλιτέχνης και άνθρωπος, έχεις κάπως ενσωματωθεί σε πολιτισμικό και κοινωνικό επίπεδο ή αισθάνεσαι περισσότερο σαν παρατηρητής;

Πιο πολύ νιώθω παρατηρητής. Δεν είμαι πολίτης αυτής της χώρας, άλλωστε.

Απολαμβάνεις ή επιδιώκεις συνεργασίες με καλλιτέχνες οι οποίοι βρίσκονται στην Τουρκία ή κινείσαι κυρίως ατομικά και με τους σταθερούς ανά τα χρόνια συνεργάτες σου;

Το στιλ ζωής μου είναι μοναχικό, δε συναντώ ντόπιους μουσικούς για να συνεργαστώ μαζί τους. Δεν ξέρω αν το πρόβλημα είναι εκείνοι.

Δε νομίζω πως πρόκειται για πρόβλημα, πιο πολύ έχει να κάνει με τον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση του κάθε ανθρώπου.

Υπό φυσιολογικές συνθήκες είμαι ανοιχτός στις συνεργασίες, αλλά δεν έχει υπάρξει καν ένα τέτοιο αίτημα!

Το να βυθίζομαι στη μουσική σου είναι μια πολύ αναζωογονητική εμπειρία σε άσχημους καιρούς, με κάνει να ανοίγομαι στην εσώτερη ευαισθησία μου - κι αυτό είναι εξαιρετικά πολύτιμο για μένα.

Τι άλλο εκτός από θαύμα, όπως αναφέρεται στο προσωπικό σου σάιτ, είναι για σένα η δημιουργία μουσικής και το μοίρασμά της με το κοινό;

(Παύση). Δύσκολο να το πω. Αισθάνομαι την ανάγκη να εκφραστώ μέσα από τα τραγούδια.

Ξεκίνησες από ένα εντελώς διαφορετικό μουσικό είδος. Ήταν το Valse, η διάσημη πλέον σύνθεσή σου, η αφετηρία της κατοπινής ενασχόλησής σου με το πιάνο;

Ναι. Κάποιες φορές νιώθω πως κόλλησα με το πιάνο εξαιτίας αυτού του τραγουδιού, ότι δε με άφησε να κινηθώ προς καμία άλλη κατεύθυνση, να ασχοληθώ με το post rock ή την ηλεκτρονική μουσική.

Η προσοχή την οποία προσέλκυσε το Valse με κάνει να συνεχίζω να συνθέτω πιανιστικά σόλο κομμάτια.

Άκουγες μουσική για πιάνο όταν ήσουν μικρός ή σε εφηβική ηλικία;

Όχι, την ανακάλυψα όταν αναζητούσα ενδιαφέρουσα ορχηστρική μουσική.

Υπήρξε ενστικτώδης επιλογή η ενασχόλησή σου με την πιανιστική μουσική;

Ήταν αυτό που πάντα ήθελα να κάνω.

Το πρώτο σου άλμπουμ είναι, κατά κάποιον τρόπο, εμπνευσμένο από μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Ice for Aureliano Buendia. Σε έλκυε και η λογοτεχνία ως παιδί ή έφηβο;

Απολάμβανα την κλασική, αλλά και τη σύγχρονη λογοτεχνία.

Ωστόσο, επέλεξα τον τίτλο του βιβλίου του Μάρκες στο οποίο παραπέμπει το άλμπουμ μετά την ολοκλήρωσή του.

Επομένως, η κεντρική ιδέα των άλμπουμ σου προκύπτει αναδρομικά, μετά την ηχογράφησή τους. Ενδιαφέρουσα προσέγγιση.

Το EP Lullabies μου αρέσει πολύ, ιδίως η σύνθεση Lullaby for Erik. Υπήρξε ο Σατί καθοριστική αναφορά σου;

Αποφάσισα να παραπέμψω σε εκείνον, νομίζω πως κάτι τέτοιο θα συνέθετε.

Λειτουργείς πότε πότε και σαν ζωγράφος; Οι συνθέσεις σου αποπνέουν συχνά μια ιμπρεσιονιστική αίσθηση.

Δε θα έλεγα ότι είμαι επηρεασμένος από τη ζωγραφική. Πιο πολύ σκέφτομαι τις συνθέσεις ως ιστορίες, όχι ως πίνακες.

Ως άνθρωπος, είσαι τόσο ήσυχος και ισορροπημένος όσο η μουσική σου υπονοεί;

Συνήθως, είμαι απολύτως εσωστρεφής. Δεν επικοινωνώ πολύ, το μεγαλύτερο μέρος της επικοινωνίας μου αφορά στη δουλειά μου.

Πώς, λοιπόν, διαχειρίζεσαι το γεγονός ότι έγινες τόσο γρήγορα τόσο δημοφιλής; Σε τρομάζει, το εκλαμβάνεις κυρίως ως ανταμοιβή, ή δε σε νοιάζει;

Δε με ενοχλεί, αλλά αποτελεί και ανταμοιβή.

Το να χρειάζεται να ανταποκρίνεσαι σε προσδοκίες δε σε αγχώνει κιόλας;

Πολύ!

Πώς ξεπερνάς αυτό το άγχος, λοιπόν;

Το άγχος μου αφορά πιο πολύ στις ζωντανές εμφανίσεις λόγω των προσδοκιών του κοινού.

Νιώθεις και μια ενέργεια να εκλύεται από την πλευρά του κοινού στις συναυλίες σου; Ή τι είναι, τέλος πάντων, αυτό που πιο πολύ απολαμβάνεις στα λάιβ;

Το να παίζω με άλλους μουσικούς, την επικοινωνία μαζί τους, την αλληλοϋποστήριξη μεταξύ μας έτσι ώστε η συμβολή του καθενός να ακουστεί καλύτερα.

Όταν τελειώνουν οι συναυλίες, σε πλησιάζουν ακροατές για να μοιραστούν μαζί τους το θετικό βίωμά τους ή ένα σχόλιο;

Μετά τις συναυλίες συναντιόμαστε με τους πιο πιστούς οπαδούς. Βέβαια, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το κοινό αποτελείται από μερικές εκατοντάδες άτομα, μπορεί να χρειαστούν μερικές ώρες για να συναντηθώ με όλα.

Η κλασική μουσική συχνά θεωρείται ακαδημαϊκή και ελιτίστικη ενασχόληση. Εσύ, ωστόσο, αποδεικνύεις πως, ως είδος, μπορεί να είναι και δημοφιλής/ελκυστική, χωρίς να χάνει κάτι από την αυθεντικότητά της.

Εκτιμάς ότι έχεις συμβάλει στο να γίνει αγαπητή σε νεότερες γενιές;

Επειδή δεν έχω ακαδημαϊκό υπόβαθρο, ούτε κλασική μουσική παιδεία, δε σκέφτομαι τη μουσική κατ’ αυτόν τον τρόπο. Για μένα, είναι απλώς ορχηστρική ή κινηματογραφική μουσική.

Διαδραματίζουν κάποιον ρόλο στον τρόπο με τον οποίο βιώνεις τη μουσική οι χώροι όπου κάθε φορά δίνεις μια συναυλία;

Προτιμώ να παίζω σε εκκλησίες ή συμβατικούς συναυλιακούς χώρους, όχι κατ’ ανάγκη σε ωδεία - είτε γιατί δε διαθέτουν τον κατάλληλο εξοπλισμό, είτε γιατί οι ακροατές δεν αισθάνονται κομμάτι αυτού του περιβάλλοντος.

Πάντως, η μουσική σου μοιάζει να συνδέεται με μια φυσική τάξη πραγμάτων, ρέει.

Δυστυχώς, οι υπαίθριοι χώροι δεν είναι κατάλληλοι για ακουστικά όργανα. (Γέλιο).

Όταν συνθέτεις, μεταφέρεσαι σε μια ανοιχτωσιά, μακριά από το αστικό περιβάλλον;

Αν η μουσική με κάνει να ταξιδέψω στον χρόνο και τον χώρο, αυτό είναι ένα κριτήριο για να την κυκλοφορήσω.

Η αθηναϊκή σου συναυλία το Σάββατο 5 Ιουλίου θα είναι η πρώτη σου στην Ελλάδα;

Η πρώτη, και η πρώτη μου επίσκεψη στην Ελλάδα.

Είσαι ευπρόσδεκτος. Νομίζω ότι η συναυλία σου θα συζητηθεί. Θα παίξεις με άλλους μουσικούς;

Θα παίξω με τρεις μουσικούς.

Με τους σταθερούς σου συνεργάτες.

Ακριβώς.

Ανυπομονώ, λοιπόν. Σου εύχομαι δημιουργικές στιγμές μέχρι τότε - καλλιτεχνικά και στην υπόλοιπη καθημερινότητά σου.

Ευχαριστώ θερμά τον David Miller, μάνατζερ του Evgeny Grinko, για την πολύτιμη συμβολή του στην υλοποίηση της συνέντευξης, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του καλλιτέχνη.

Ο Evgeny Grinko, παρέα με εκλεκτούς συνεργάτες του, θα μας προσφέρει μια ανατατική συναυλιακή εμπειρία το Σάββατο 5 Ιουλίου στο Αμφιθέατρο «Ιωάννης Δεσποτόπουλος» του Ωδείου Αθηνών (21:00).



Μισέλ Πεντινιελί: «Γράφω επειδή είμαι θυμωμένη»

 

Μισέλ Πεντινιελί (Φωτογραφία: Mouloud Zoughebi)

Πενηντάρα, χωρίς παιδιά, αστεία και θαρραλέα συνάμα, η Ντιου Μποκανέρα είναι μια ιδιωτική ντετέκτιβ που θα κάνει άνω-κάτω τη Νίκαια, μια πόλη μαστιζόμενη από οξείες ταξικές αντιθέσεις, για να βρει τον δράστη αποτρόπαιων φόνων.

Συνομιλώντας με την θυμωμένη -και εξαιρετικά πολιτικοποιημένη- δημιουργό της, την Γαλλίδα, κορσικανικής καταγωγής συγγραφέα, Μισέλ Πεντινιελί, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της Μποκανέρα στα ελληνικά.

Παλαιότερα -και πιθανώς ακόμα- δημοσιογράφος και διαδικτυακή συντάκτρια, στράφηκες στη μυθοπλασία -και συγκεκριμένα στο νουάρ- μόλις πριν από επτά χρόνια. Τι υπαγόρευσε αυτήν τη μετατόπιση και γιατί σε ελκύει το νουάρ;

Το 2015, συμμετείχα σε έναν διαγωνισμό διηγήματος τον οποίο διοργάνωσε το φεστιβάλ Toulouse Polars du Sud και το κείμενό μου Celle que lon ne vois pas κατατάχθηκε ανάμεσα στα τρία κορυφαία.

Στη συνέχεια, δέχτηκα πιέσεις από φίλους και συγγενείς να προσπαθήσω να γράψω «περισσότερα». Ξεκίνησα να γράφω το Μποκανέρα τους μήνες που ακολούθησαν.

Το νουάρ ήταν μια προφανής επιλογή για μένα, γιατί αυτό διαβάζω από τότε που έμαθα να διαβάζω (ή σχεδόν)! Αυτά είναι κοινωνικά μυθιστορήματα τα οποία αφορούν περισσότερο από μια έρευνα, στη βία και τη δυσλειτουργία. Γι’ αυτά θέλω να μιλήσω.

Η ιδιωτική ντετέκτιβ Τζιούλια «Ντιου» Μποκανέρα είναι η πρωταγωνίστρια του Μποκανέρα, του πρώτου από τα μυθιστορήματά σου που κυκλοφορούν στα ελληνικά και μιας σειράς μυθιστορημάτων με την ίδια ως κεντρικό χαρακτήρα.

Γιατί υπάρχει σχετική έλλειψη γυναικών συγγραφέων νουάρ μυθοπλασίας και κυρίαρχων γυναικείων χαρακτήρων ιστορικά - αν και αυτή η τάση φαίνεται να αντιστρέφεται επί του παρόντος;

Ελπίζω ν’ αντιστρέφεται!

Ιστορικά, οι εκδότες δεν έπαιρναν στα σοβαρά τις γυναίκες συγγραφείς για να γράψουν νουάρ ή αστυνομικά μυθιστορήματα. Στις Η.Π.Α., στις δεκαετίες του 1940 και του ’50, ορισμένες πρωτοπόροι -για παράδειγμα η Κρεγκ Ράις- έγραφαν με ανδρικό όνομα.

Στη Γαλλία, την ίδια εποχή, ονομάζονταν Μάικ Κούπερ ή Μάριο Ρόουπ. Αργότερα, στη δεκαετία του ’90, πολλές γυναίκες χρησιμοποίησαν ονόματα ουδέτερου φύλου, όπως Ντομινίκ Μανοτί ή Φρεντ Βάργκας, για να διατηρήσουν μια ορισμένη ασάφεια.

Αλλά υπάρχουν όλο και περισσότερες γυναίκες συγγραφείς αστυνομικών στη Γαλλία, και, το πιο σημαντικό, υπάρχουν όλο και περισσότερες γυναίκες εκδότριες γι’ αυτό το είδος.

Αντιθέτως, η αποτύπωση των γυναικείων χαρακτήρων έχει παραμείνει στερεοτυπική για πολύ καιρό: το θύμα, η πόρνη, η μαύρη χήρα, η αυταρχική κυρία που περιμένει απεγνωσμένα έναν άντρα να την εξημερώσει...

Για να κατανοήσουμε τον ρόλο των γυναικείων χαρακτήρων στη μυθοπλασία (βιβλίο ή ταινία), η Άλισον Μπέχντελ (Αμερικανίδα σκιτσογράφος) επινόησε ένα τεστ με τρεις απλές ερωτήσεις όσον αφορά στη μυθοπλασία:

  1. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο αναγνωρισμένες γυναίκες;
  2. Μιλάνε μεταξύ τους τουλάχιστον μία φορά;
  3. Μιλάνε για κάτι άλλο εκτός από έναν άντρα;

Αυτό το ερωτηματολόγιο μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε μυθοπλασία, αλλά είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην αστυνομική λογοτεχνία.

Απλώς δοκίμασέ το και θα συνειδητοποιήσεις ότι προερχόμαστε από πολύ μακριά. Έτσι, ήθελα να δημιουργήσω γυναικείους χαρακτήρες οι οποίοι σκέφτονται και ενεργούν όπως οποιεσδήποτε γυναίκες που εσύ και εγώ μπορεί να γνωρίζουμε.

Εξέτασες τον εαυτό σου σε βάθος ώστε να «πλάσεις» τον χαρακτήρα της με πειστικό τρόπο;

Έχουμε πράγματι μερικά κοινά σημεία: φοράμε τζιν και Doc Martens ή βρίζουμε πολύ (δηλαδή, πολύ!)

Αλλά πάνω απ’ όλα είναι το μεγάφωνό μου: έχουμε τις ίδιες απόψεις για τη ζωή, έχουμε τον ίδιο θυμό, την ίδια οργή ενάντια σε όλα όσα πάνε στραβά σε αυτόν τον κόσμο και υπάρχουν πολλά να πούμε.

Γράφω επειδή είμαι θυμωμένη. Και η Μποκανέρα είναι η φωνή μου.

Η γενέτειρά σου, η πόλη της Νίκαιας, και ιδιαίτερα οι παλιές, εργατικές και σχετικά ανεπηρέαστες από την αστικοποίηση και την εισροή μαζικού τουρισμού γειτονιές της, αποτελεί έναν από τους κύριους χαρακτήρες του Μποκανέρα.

Πώς θα περιέγραφες τη σχέση σου με τη Νίκαια, στην οποία επέστρεψες μετά από μια μακρά διαμονή στο Παρίσι, είτε μυθοπλαστικά είτε σε επίπεδο βιώματος; Σε ποιον βαθμό παραμένει οικεία σε σένα;

Είναι μια σχέση αγάπης/μίσους. Αυτή η πόλη είναι όμορφη και μοναδική. Για όλους όσους βρίσκονται έξω από αυτήν, είναι ένας τόπος πολυτέλειας. Και αυτό είναι που έχουν την τάση να δημιουργούν οι διάφοροι δήμαρχοι.

Η τωρινή δημοτική αρχή προχωρά παραπέρα: καταστρέφει πολιτιστικούς χώρους για να τους αντικαταστήσει με κήπους (τόσο περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένοι!), και αρνείται να χτίσει κοινωνικές κατοικίες, προτιμώντας ξενοδοχεία 5 αστέρων.

Αυτή η πολιτική στρέφεται μόνο προς τους τουρίστες.

Εν τω μεταξύ, το 21% των κατοίκων ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, που είναι πολύ υψηλό. Και δε γίνεται τίποτα γι’ αυτούς. Εξού και ο θυμός μου.

Αλλά αυτή είναι η πόλη ΜΟΥ, και ζουν εκεί πολλοί υπέροχοι άνθρωποι. Πολλοί υπέροχοι άνθρωποι ζούσαν εκεί κάποτε, παλεύοντας για έναν καλύτερο κόσμο. Δε θέλω να ξεχαστούν. Οπότε γράφω γι’ αυτούς.

Είναι η νοσταλγία για τα συγκείμενα του παρελθόντος -συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων και των τόπων- που διαπερνά την αφήγησή σου μια δυνητικά πολιτική πράξη από μόνη της;

Και αν ναι, είναι το μυθιστόρημά σου ένας τρόπος «διάσωσης» αυτών των συγκειμένων;

Πρέπει να είναι σαφές: μια πόλη πρέπει να εξελίσσεται. Δεν μπορεί να μένει κολλημένη στο παρελθόν. Είμαι κάθετα αντίθετη με όσους λένε «ήταν καλύτερα πριν».

Αλλά πρέπει να κινηθεί προς την κοινωνική και περιβαλλοντική πρόοδο, για τη βελτίωση του κοινού καλού. Κάτι το οποίο δεν ισχύει στη Νίκαια.

Επομένως ναι, θέλω να υπενθυμίσω πως η Νίκαια ήταν κάποτε ένα πραγματικό λιμάνι, με λιμενεργάτες που εργάζονταν σε αυτήν, και εξακολουθεί να είναι μια πόλη κοντά στα σύνορα.

Τα συγκεκριμένα γεγονότα επέτρεψαν τη μετανάστευση από όλα τα μέρη της Μεσογείου - και της Ιταλίας, της Σερβίας και των χωρών της Βαλτικής.

Η Νίκαια χτίστηκε έτσι, με αυτό το μίγμα πληθυσμών. Παρά τον ακροδεξιό λόγο -και έχουμε πολύ τέτοιο λόγο εδώ- γεννηθήκαμε έτσι.

Η ομοφοβία στο πλαίσιο της ανόδου των πολιτικών ταυτότητας στην ακροδεξιά εκδοχή τους είναι ένας άλλος αφηγηματικός άξονας του Μποκανέρα.

Είναι το διάσημο σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης, «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη», νεκρό - ή απλώς αδρανές; Και γιατί;

Όπως παντού στην Ευρώπη, επηρεαζόμαστε από την αρνητική αντίδραση.

Για να μας εμποδίσουν να αμφισβητήσουμε τα πραγματικά οικονομικά και οικολογικά προβλήματα, ανεμίζουν «κόκκινες σημαίες» μπροστά στα μάτια μας: μετανάστευση και woke κουλτούρα.

Είναι πάντα πιο εύκολο να λες ψέματα και να βρίσκεις αποδιοπομπαίους τράγους.

Μεταξύ των ηγετών μας, η αδελφοσύνη και η ισότητα έχουν από καιρό παραμεριστεί και κάθε σπιθαμή της ελευθερίας μας δέχεται επίθεση. Αλλά εξακολουθώ να εμπιστεύομαι την ικανότητα του λαού να αντισταθεί. Κόντρα σε όλα.

Είναι η Ευρώπη επίσης πολιτισμικά, ηθικά και πολιτικά νεκρή, υπό το πρίσμα της συνενοχής της συντριπτικής πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στη ζωντανά μεταδιδόμενη γενοκτονία που διαπράττεται εναντίον των Παλαιστινίων;

Αυτό σηματοδοτεί το τέλος της ανθρωπιάς μας σε τόσα πολλά διαφορετικά επίπεδα. Συλλογικά και ατομικά.

Για άλλη μια φορά, προσκολλώμαι σε όλες τις ενέργειες που αναλαμβάνονται από άτομα, όπως ο Στόλος της Ελευθερίας. Προσκολλώμαι στις ομιλίες της Φραντσέσκα Αλμπανέζε. Προσκολλώμαι σε όλα τα μάτια τα οποία μοιάζουν με τα δικά μου.

Ποια είναι η άποψή σας για την Ευρώπη σε πολιτιστικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο σήμερα;

Και ποιος είναι ο ρόλος -και ίσως η ευθύνη- της τέχνης, ιδιαίτερα της λογοτεχνίας και των συγγραφέων, στην αμφισβήτηση, ακόμη και στην ανατροπή των κυρίαρχων αφηγήσεων;

Η ιδέα μιας Ευρώπης των λαών είναι κάτι που πάντα με γοήτευε, αλλά φυσικά δεν είναι αυτή που έχει τεθεί σε εφαρμογή.

Σήμερα, εκτός από όλες τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές μάχες οι οποίες πρέπει να δοθούν, πρέπει να αγωνιστούμε για τον πολιτισμό. Γιατί πιστεύω ΑΛΗΘΙΝΑ ότι είναι το μόνο πράγμα που θα μας σώσει από τη βαρβαρότητα.

Και η βαρβαρότητα δεν είναι αποκύημα της φαντασίας, αλλά μια πολιτική που εφαρμόζεται σχεδόν παντού.

«Για να επιβιώσεις, είναι συχνά απαραίτητο να δώσεις μια μάχη και για να δώσεις μια μάχη πρέπει να λερωθείς», έγραφε κάποτε ο Τζορτζ Όργουελ στο 1984.

Ποιες -άλλες- μάχες, είτε κυριολεκτικές είτε μεταφορικές, αξίζει να δώσουμε αυτήν τη στιγμή, κατά τη γνώμη σου;

Θα έλεγα για τις δημόσιες υπηρεσίες επειδή -τουλάχιστον στη Γαλλία- είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ μας, η προστασία μας και η κληρονομιά για όσους δεν έχουν κληρονομιά. Και ο πολιτισμός θα πρέπει να αποτελεί μέρος αυτής της κληρονομιάς.

Ευχαριστώ θερμά την Άλκηστη Τριμπέρη (Εκδόσεις Πόλις) για την πολύτιμη συνδρομή της στην υλοποίηση της συνέντευξης.

Ευχαριστώ επίσης την συγγραφέα για τον ενθουσιασμό με τον οποίο ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της.

Το μυθιστόρημα της Μισέλ Πεντινιελί Μποκανέρα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Γιάννη Καυκιά.



Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Νικόλα Πιοβάνι: «Αμφιβάλλω αν η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο»

 


«Διάδοχος» του Νίνο Ρότα και μαθητής του Μάνου Χατζιδάκι, ο ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα Νικόλα Πιοβάνι είναι από τους σημαντικότερους εν ζωή συνθέτες κινηματογραφικής -και όχι μόνο- μουσικής.

Την Τρίτη 8 Ιουλίου διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στη σκηνή του Ηρωδείου σε μια συναυλία η οποία περιλαμβάνει μερικές από τις αξέχαστες συνθέσεις του. Κουβεντιάζοντας με τον Ιταλό μαέστρο.

Ο πατέρας σας, ο Αλμπέρικο, ήταν ερασιτέχνης μουσικός και έπαιζε τρομπέτα, ενώ η θεία σας, η Πίνα Πιοβάνι, ήταν επαγγελματίας ηθοποιός. Ήταν χάρη σε αυτούς που μπήκατε στον κόσμο της τέχνης ή ήταν και προσωπική σας ανάγκη;

Είναι μυστήριο να κατανοήσουμε μέσα από ποια μονοπάτια γινόμαστε αυτό το οποίο είμαστε:

Είμαι μουσικός -συνθέτης, ερμηνευτής, αλλά πάνω απ’ όλα ακροατής- και σίγουρα αυτό επηρεάστηκε από το βαθύ πάθος που είχαν οι γονείς μου για τη μουσική, αν και δεν είχαν λάβει επίσημη μουσική εκπαίδευση.

Συχνά σκέφτομαι ότι αν ήμουν γιος μουσικολόγων, ίσως να γνώριζα περισσότερα για τη μουσική, αλλά σίγουρα θα την αγαπούσα λιγότερο.

Αρχικά σπουδάσατε ακορντεόν -ένα όργανο που, ως ακροατής, λατρεύω- και στη συνέχεια πιάνο. Γιατί τελικά σας «κέρδισε» το πιάνο;

Προφανώς, για σοβαρές, κλασικές σπουδές, το ακορντεόν δεν είναι κατάλληλο. Καρέκλες για ακορντεόν δεν υπήρχαν καν στις ιταλικές δημόσιες μουσικές σχολές.

Αλλά είναι ένα όργανο το έχει παραμείνει πολύ μέσα στην καρδιά μου, και σε ορισμένα κομμάτια το αδιαμφισβήτητο χρώμα του αναδύεται στη συμφωνική ορχήστρα.

Αφού λάβατε το πτυχίο σας στο πιάνο από το Ωδείο Βέρντι στο Μιλάνο το 1967, σπουδάσατε ενορχήστρωση με τον Μάνο Χατζιδάκι. Πόσο διαμορφωτική ήταν αυτή η συνάντηση, τόσο καλλιτεχνικά όσο και προσωπικά;

Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος για μένα, τόσο μουσικά όσο και φιλοσοφικά: μου δίδαξε τα μυστικά των μεγάλων παρτιτούρων, τα κόλπα της ενορχήστρωσης, αλλά μου δίδαξε και την πνευματική ελευθερία.

Μου έλεγε: «Μη ντρέπεσαι που έχεις χάρισμα στη μελωδία», απελευθερώνοντάς με έτσι από τις τάσεις εκείνης της εποχής, στις οποίες κυριαρχούσε η σχολή σκέψης του Ντάρμσταντ.

Το 1968, κατά τη διάρκεια της κατοχής στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης, γνωρίσατε τον Σιλβάνο Αγκόστι, ο οποίος κινηματογραφούσε τα επίκαιρα του φοιτητικού κινήματος.

Αργότερα θα συνθέσετε την πρώτη σας μουσική επένδυση για το έργο του.

Ναι, το ηχογραφούσαμε στο σπίτι της μητέρας μου, όπου ήταν «παρκαρισμένο» ένα μικρό ηλεκτρικό όργανο. Τα κρουστά τα έπαιζαν συμφοιτητές οι οποίοι χτυπούσαν καρέκλες, τραπέζια, ποτήρια...

Ποιον ρόλο έχει διαδραματίσει η πολιτική, κυρίως σε ηθικό επίπεδο, στα νεανικά σας χρόνια καθώς και στα κατοπινά;

Το να έχεις πολιτική συνείδηση ​​με την ευρεία έννοια μου φαίνεται μια καλή βάση για οποιαδήποτε καλλιτεχνική δραστηριότητα. Και σήμερα περισσότερο από ποτέ.

Ο πλανήτης μας υπήρξε ανέκαθεν σκηνικό πολέμων, τραγωδιών και κακοποιήσεων, από την αρχαιότητα.

Αλλά ήταν μακριά, συνέβησαν από απόσταση, ο κόσμος ήταν απέραντος. Ήταν πιθανό να μην το γνωρίζεις.

Σήμερα, τα εγκλήματα της Γάζας, του Κιέβου, του Σουδάν μπαίνουν στα σπίτια μας - τα βλέπουμε στις τηλεοράσεις, στα τηλέφωνά μας, βλέπουμε ανθρώπους να πνίγονται από κοντά... Δεν είναι πλέον δυνατόν να προσποιούμαστε ότι δεν ξέρουμε.

Τούτου λεχθέντος, η πολιτική είναι ένα πολύπλοκο πεδίο, και εμείς, που μιλάμε γι' αυτήν ποιητικά, συχνά καταλήγουμε να προβαίνουμε σε επιφανειακές και απλοϊκές δηλώσεις οι οποίες δεν είναι πολύ σοβαρές.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έχετε συνθέσει περισσότερα από 130 σάουντρακ, συνεργαζόμενος με πολλούς από τους πιο έγκριτους Ιταλούς σκηνοθέτες, όπως οι αδελφοί Ταβιάνι, ο Μπενίνι και -φυσικά- ο Φελίνι.

Γνώρισα τη μουσική σας παρακολουθώντας το Χάος. Σταδιακά συμπέρανα πως αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της κινηματογραφικής εμπειρίας. Είναι η σύνθεση μια μοναχική/διαισθητική διαδικασία ή και συνεργατική;

Και τα δύο: υπάρχει μια συλλογική στιγμή [ειδικά στον κινηματογράφο- όπου η ανταλλαγή ιδεών, συναισθημάτων και απόψεων είναι απαραίτητη.

Αλλά υπάρχει και μια πιο αυστηρά δημιουργική στιγμή, όταν είσαι -και πρέπει να είσαι- μόνος, με το χαρτί και ένα μολύβι, για να αντλήσεις από μέσα σου αυτά που έχεις να πεις. Και αν δε βρεις τίποτα, είναι καλύτερα να παραμείνεις σιωπηλός.

Δημιουργώ μουσική ως συνθέτης, ερμηνευτής και μαέστρος, αλλά πάνω απ’ όλα μου αρέσει να τη βιώνω ως θεατής, ως ακροατής. Το να παρακολουθείς μια καλή συναυλία η οποία σε ενθουσιάζει είναι μια μαγική στιγμή στη ζωή.

Σας αρέσει να παρακολουθείτε ταινίες/να παρευρίσκεστε σε θεατρικές παραστάσεις όσο και να συνθέτετε μουσική για αυτές;

Ποιες είναι οι ομοιότητες και οι διαφορές μεταξύ της διεύθυνσης ορχήστρας και της εκτέλεσης της μουσικής σας;

Η σκέψη, η γραφή και η ερμηνεία είναι δραστηριότητες που συνδέονται με πολύ ρευστό τρόπο.

Όταν ακούω κάποιον να παίζει τη μουσική μου, μου δίνει μεγάλη ευχαρίστηση - αλλά τότε νιώθω την ανάγκη να παρέμβω και να τροποποιήσω τις λεπτομέρειες της ερμηνείας.

Το 2003 αφιερωθήκατε στην αναβίωση του παραδοσιακού ρωμαϊκού τραγουδιού. Γιατί;

Τα παραδοσιακά ρωμαϊκά λαϊκά τραγούδια είναι η μουσική της μητέρας και του πατέρα μου. Σήμερα, είναι ένα ρεπερτόριο το οποίο συχνά παραμελείται και υφίσταται κακομεταχείριση λόγω κακών ερμηνειών.

Αισθάνθηκα την ανάγκη να αποτίσω τον δικό μου μικρό φόρο τιμής στη ρωμαϊκή γλώσσα και σε αυτό το ρεπερτόριο, που περιέχει μερικά πραγματικά διαμάντια μουσικής και ποίησης.

Συντεθειμένο για ένα μεγάλο σύνολο, το έργο σας La Pietà - Stabat Mater παρουσιάστηκε αρχικά στο Ορβιέτο. Το 2004 αναβιώθηκε στη Βηθλεέμ και στο Τελ Αβίβ.

Αν ήταν αρκετά ασφαλές, θα δίνατε μια συναυλία είτε στη Γάζα είτε στη Δυτική Όχθη ως ένδειξη αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους οι οποίοι σφαγιάζονται αδιακρίτως κάθε μέρα από τη γενοκτονική ισραηλινή πολεμική μηχανή;

Κάνω διάκριση μεταξύ Νετανιάχου και Ισραηλινών, όπως ακριβώς κάνω μεταξύ Χαμάς και Παλαιστινίων.

Δεν ξέρω αν αυτό που συμβαίνει στη Γάζα μπορεί να χαρακτηριστεί κυριολεκτικά γενοκτονία, αλλά σίγουρα είναι μια εγκληματική σφαγή η οποία διαπράττεται από μια βίαιη κυβέρνηση εναντίον ενός ανυπεράσπιστου πληθυσμού.

Είναι ένα επαίσχυντο σενάριο και κανείς μας δεν μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του αμέτοχο ή απαλλαγμένο από την ευθύνη.

Οι Παλαιστίνιοι -όσοι έχουν επιβιώσει- δε χρειάζονται μουσική. Χρειάζονται συγκεκριμένη βοήθεια, δράσεις που μπορούν να σταματήσουν τα δολοφονικά χέρια τα οποία χύνουν αίμα κάθε μέρα.

Έχω πολλούς Εβραίους φίλους που νιώθουν όπως κι εγώ.

Και τέλος, μήπως μέσω της τέχνης -και ιδιαίτερα της μουσικής- μπορούμε να θυμηθούμε ότι η ζωή είναι -ή τουλάχιστον μπορεί να είναι- όμορφη;

Είναι η αναζήτηση της ομορφιάς ένα δυνητικά ενδυναμωτικό και απελευθερωτικό εγχείρημα; Και αν ναι, γιατί;

Συχνά με ρωτούν αν πιστεύω πως η μουσική, η τέχνη και η ομορφιά μπορούν να σώσουν τον κόσμο, και απαντώ ότι δεν ξέρω. Αμφιβάλλω αν η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο.

Αλλά είμαι βέβαιος πως η ασχήμια μπορεί να βοηθήσει στην καταστροφή του.

Ευχαριστώ θερμά την Antonella Agassi από τη Γραμματεία του Νικόλα Πιοβάνι για την καθοριστική συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης με τον καλλιτέχνη.

Υπό τη μουσική διεύθυνση του Νικόλα Πιοβάνι, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ζωντανεύει στο Ηρώδειο την Τρίτη 8 Ιουλίου (21:00), στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, μερικές από τις αξέχαστες συνθέσεις του Ιταλού μαέστρου.

Το πρόγραμμα της βραδιάς  περιλαμβάνει:

Τη Σουίτα Ταβιάνι (Φιορίλε, Il sole anche di notte, Η νύχτα του Σαν Λορέντζο, Καλημέρα Βαβυλωνία), τη Σουίτα Η ζωή είναι ωραία και τη Σουίτα Φελίνι (Η συνέντευξη, Η φωνή του φεγγαριού, Τζίντζερ και Φρεντ).

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Φέι Ντρίσκολ: «Το να νιώθεις βαθιά είναι μια εξέγερση ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα»

 

Φέι Ντρίσκολ (Φωτογραφία: Beatrice Borgers)

Εμπνεόμενη από τον Βουδισμό, την κουίρ θεωρία και τον φεμινισμό, η Βορειοαμερικανίδα Φέι Ντρίσκολ είναι μια από τις πιο καταξιωμένες διεθνώς χορογράφους/χορεύτριες. Συνάμα, είναι μια εξαιρετικά στοχαστική συνομιλήτρια.

Μια συζήτηση μαζί της ενόψει της παρουσίασης του έργου της Διάβρωση στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου (27-29 Ιουνίου).

Τι σε εισήγαγε στο σύμπαν του χορού και της χορογραφίας;

Υπήρξα αρκετά τυχερή ώστε να έχω μια μητέρα η οποία ήταν χορεύτρια και ήθελα να γίνω χορεύτρια από τεσσάρων χρονών, από πολύ μικρή.

Υποθέτω ότι απλώς συνέχισα να ακολουθώ το νήμα, από το ένα πράγμα στο άλλο και, κατά κάποιον τρόπο, έχει λειτουργήσει.

Τι σε κρατάει συντονισμένη με αυτό;

Nομίζω πως αυτό που με κρατάει συντονισμένη είναι μια διαρκής αμφισβήτηση, το να κινούμαι με άλλα σώματα, το να βρίσκομαι με άλλες ανθρώπινες υπάρξεις σε χώρους ως μια διαδικασία συνεχούς ανταλλαγής, επίδρασης και μοριακού «θολώματος».

Αντιλαμβάνεσαι τον χορό και τη χορογραφία ως δυνητικά πολιτικές πράξεις, με την ευρύτερη έννοια του όρου;

Όντως αντιλαμβάνομαι τον χορό και τη χορογραφία ως δυνητικά πολιτικές πράξεις.

Πιστεύω ότι ο τρόπος που κινούμαστε συνδέεται άμεσα με τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε, με τις πράξεις τις οποίες κάνουμε επηρεασμένοι από τις σκέψεις μας, από τη φιλοσοφία μας, που κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται πολύ ισχυρή.

Κι αυτό συμβαίνει λόγω του τρόπου με τον οποίο συνδέεται με τις πράξεις. Η κίνηση συνδέεται με τα πολιτικά κινήματα.

Οι χορογραφικές δουλειές σου συχνά συγχέονται με εγκαταστάσεις, κι έχουν επίσης γίνει αντιληπτές ως θεατρικές παραστάσεις παρά ως χορευτικά εγχειρήματα. Μοιάζεις να ευημερείς στις «ρωγμές» ανάμεσα στα είδη.

Τι ανακαλύπτεις εκεί για την τέχνη και τον εαυτό σου;

Ενδιαφέρουσα ερώτηση! (Παύση).

Δεν έχω άλλον τρόπο να την απαντήσω πέραν του να πω τι έχω ανακαλύψει και αυτό είναι προφανές μέσα από τις δουλειές μου, που είναι οι ανακαλύψεις.

Οπότε, νομίζω πως θα σταματήσω την απάντησή μου εδώ.

Μοιάζει επίσης να υπάρχει κάτι τελετουργικό στη δουλειά σου - ή τουλάχιστον σε τμήματά της. Πηγάζει αυτό από μια ορισμένη πνευματικότητα ή φιλοσοφική στάση;

Δε θα έλεγα ότι πηγάζει από μια συγκεκριμένη γενεαλογία.

Σίγουρα είμαι επηρεασμένη από τον Βουδισμό, την κουίρ θεωρία, τον φεμινισμό, αλλά η αναζήτηση του πνευματικού, τελετών οι οποίες σηματοδοτούν την ύπαρξή μας, το να δημιουργείς και να διαλύεις νοήματα είναι κάτι πιο πρωταρχικό.

Οι τελετές -ο χορός, η μουσική, η αφήγηση ιστοριών- είναι κάτι που οι άνθρωποι χρειάζονται και πάντα επιδίδονταν σ’ αυτές. Θα εμφανιστούν, λοιπόν, όπως και να ’χει.

Επί του παρόντος, υπάρχουν όλο και λιγότερα μέρη όπου μπορείς να πραγματοποιήσεις τελετές, και τα περισσότερα είναι θρησκευτικά. Τα δε κοσμικά είναι επίσης όλο και λιγότερα.

Περνάμε ολοένα και περισσότερο χρόνο σε διαμερίσματα, γραφεία ή μπροστά από οθόνες παρά σε προσωπικές, ενσώματες επαφές. Χρειαζόμαστε, ειδικά τώρα, να βρισκόμαστε σ’ αυτές τις τελετές μαζί, διατηρώντας ανοιχτά ερωτήματα.

Επιθυμείς και προτίθεσαι σαφώς να εμπλέξεις τον θεατή/την θεάτρια με διάφορους τρόπους και σε διάφορα επίπεδα. Θα ήθελα να συνοψίσεις αυτούς τους τρόπος/αυτά τα επίπεδα. Είναι η σχέση σου με τα κοινά συνήθως αμοιβαία;

Τεράστια ερώτηση!

Θέλω να εμπλέξω το κοινό σε πολλά επίπεδα, και όντως μ’ ενδιαφέρει η ίδια η αντίληψη, το να εφιστώ την προσοχή στην πράξη της αντίληψης.

Κατά κάποιον τρόπο, μέσω της περφόρμανς παρακολουθείς την ίδια σου την πράξη της αντίληψης.

Εμπλέκω το κοινό μέσω όλων των αισθήσεων.

Στη Διάβρωση υπάρχει η όραση, ο ήχος, η όσφρηση. Το κοινό περιβάλλεται από τη δουλειά, οι περφόρμερ το περιτριγυρίζουν, κινούνται μέσα από αυτό.

Ο ήχος ακούγεται μέσω πολλαπλών ηχείων. Είναι δύσκολο να πεις από πού προέρχεται η αναπνοή και από πού το ηχητικό θέμα.

Μ’ ενδιαφέρει, λοιπόν, η εμπλοκή με την κρισιμότητα του ίδιου του τρόπου με τον οποίο βλέπω την εαυτή μου.

Προσπαθώ ν’ απαντήσω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, πρόκειται για τεράστια ερωτήματα!




«Ποιες είναι οι λεπτές γραμμές μεταξύ του άθλιου και του υψηλού, της ηδονοβλεψίας και της ενσυναίσθησης, της ψυχαγωγίας και της πραγματικότητας;» αναρωτιέσαι στο There is so much mad in me.

Τα δύο τελευταία ζεύγη είναι σημαντικά για μένα. Θα εκτιμούσα, επομένως, το σχόλιό σου σχετικά με τη σύγκλιση/απόκλισή τους στη σύγχρονη τέχνη - και την κοινωνία.

Είναι τρελό που η ηδονοβλεψία και η ενσυναίσθηση, η διασκέδαση και η πραγματικότητα έχουν γίνει τόσο θολές στην εποχή του Τραμπ. Στις Η.Π.Α. είναι δύσκολο να ξέρεις ακόμα και πώς να μιλήσεις γι’ αυτές τις έννοιες.

Δε θεωρώ πλέον αυτά τα ερωτήματα, αυτές τις ανησυχίες πρωταρχικού χαρακτήρα, οπότε ας προχωρήσουμε στην επόμενη ερώτηση.

«Πώς οι φαντασιώσεις μας για τον εαυτό μας και ο ένας για τον άλλον δημιουργούν νέες δυνατότητες ύπαρξης, και όμως γεννούν τριβές, αποτυχία και απώλεια;» αναρωτιέσαι στο Youre Me.     

Φοβάμαι πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να λειτουργήσουν έξω από το καπιταλιστικό φαντασιακό. Εσύ τι πιστεύεις;

Κι εγώ νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο. Βρίσκεται στη θάλασσα όπου κολυμπάμε, στον αέρα που αναπνέουμε. Είναι, ωστόσο, πολύ σημαντικό να προσπαθήσουμε να το κάνουμε.

Υπάρχουν, εξάλλου, χιλιετίες ζωής στη Γη, ένα μεγαλύτερο σύστημα μέσα στο οποίο βρισκόμαστε, που τελικά είναι πιο ισχυρό από τα λανθασμένα ανθρώπινα συστήματά μας. Πολύ παράξενο, άγριο και απρόβλεπτο.

Ακόμα και με την προσπάθεια, και με την αμφισβήτηση, κάτι «σπάει» στο [σημ.: καπιταλιστικό] σύστημα. Ακόμα και η αναγνώριση, η επίγνωση της αποτυχίας μας να βγούμε από αυτό το σύστημα είναι κάτι. Αυτό νομίζω.

Συνδυάζοντας τον χορό, το θέατρο και την περφόρμανς, η σειρά Thank You For Coming, η οποία σε έφερε στο διεθνές προσκήνιο της χορογραφίας, εξετάζει «το γιατί ενωνόμαστε για να δημιουργήσουμε και να παρακολουθήσουμε ζωντανή τέχνη τώρα».

Γιατί, όντως;

Είναι πιο σημαντικό από ποτέ να παρακολουθούμε τέχνη ζωντανά τώρα, γιατί ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία αυτό που αποκαλούμε «πραγματική ζωή» -το να βρισκόμαστε μαζί, διά ζώσης, σε μια κοινή πραγματικότητα- καταλαμβάνεται από το εικονικό.

Αντλούμε πολλές απολαύσεις και ευκολίες και εξαρτήσεις από όσα βρίσκονται στην άκρη των δαχτύλων μας κι αυτό είναι ελκυστικό κυρίως για όσους επωφελούνται από τη συγκεκριμένη κατάσταση.

Χάνουμε, όμως, και πολλά. Χειρονομίες, τρόποι ύπαρξης, το να ξέρεις να μιλάς σ’ έναν ξένο, ακόμα και το να τον ρωτήσεις να σε κατευθύνει στον δρόμο - όλα αυτά πεθαίνουν.

Ρυθμίζουμε ο ένας την άλλη όταν βρισκόμαστε διά ζώσης, ακόμα κι όταν συγκρουόμαστε.

H ζωντανή τέχνη και η διά ζώσης συνάντηση οποιουδήποτε τύπου είναι πραγματικά ριζοσπαστικές και αναγκαίες επί του παρόντος.

Η Διάβρωση, που πρόκειται να παρουσιαστεί στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, «είναι ένα πολυαισθητηριακό γλυπτό σάρκας φτιαγμένο από σώματα, ήχους, μυρωδιές, υγρά και αντικείμενα».

Θα ήθελες να αναλύσεις τη σχέση χορού, χορογραφίας, γλυπτικής, ήχου και ανθρώπινου σώματος;

Αποκαλώ αυτήν τη δουλειά «γλυπτική σάρκας», γιατί είναι σαν ένα είδος tableau vivant και η διαδικασία σύνθεσής της ήταν σαν να σμίλευα αυτές τις αισθητηριακές, αντιληπτικές, φυσικές και ηχητικές στρώσεις.

Το γλυπτό δεν είναι απλώς ένα αντικείμενο ή τα σώματα, είναι και τα διαδικαστικά στοιχεία, όπως ο ήχος που κινείται μέσα από εμάς, από την αίθουσα, από το κοινό.

Η αίσθηση της κίνησης μέσα στις μύτες, τις αντιλήψεις, το βλέμμα και τη σωματική εμπειρία του κοινού είναι μέρος της δουλειάς του γλυπτού.

Το γλυπτό είναι ολόκληρη η αίθουσα, είναι το κοινό, είναι πολύ ζωντανό και στάζει. Αυτό για μένα είναι συναρπαστικό, και διερευνά τι μπορεί να είναι μια περφόρμανς ως αντικείμενο ή μη.

Στη Διάβρωση αναρωτιέσαι περαιτέρω αν μπορούμε να «επιβραδύνουμε αρκετά ώστε να νιώσουμε τη σκόνη, τον πόνο, το ουρλιαχτό, την απουσία, τη διαρροή, το σύννεφο».

Πώς επιβραδύνουμε μέσα σε ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα που λειτουργεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα;

Η Διάβρωση λειτουργεί κυριολεκτικά επιβραδυντικά. Πώς επιβραδύνουμε, όμως; Είναι, πιστεύω, σαν να βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα παλιρροϊκό κύμα το οποίο κινείται έντονα προς μία κατεύθυνση, και φαντάζει ευκολότερο να το ακολουθήσουμε.

Απαιτεί αντίσταση, επομένως. Απαιτεί πραγματική μυική δύναμη. Απαιτεί αλληλεγγύη με τους άλλους ανθρώπους. Και πειθαρχία, όπως η εμπειρία μου μού έχει αποδείξει. Όλα αυτά τα στοιχεία βρίσκονται στη Διάβρωση.

Το να νιώθεις βαθιά είναι μια εξέγερση ενάντια στο απονεκρωτικό καπιταλιστικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα.

Η παράσταση της Φέι Ντρίσκολ Διάβρωση παρουσιάζεται στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου στις 27, 28 και 29 Ιουνίου (Πειραιώς 260, Χώρος Δ, 21:00).