Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Αλέξανδρος Αβρανάς: «Το ‘Quiet Life’ είναι μια ταινία πρόσφυγας»

 

Αλέξανδρος Αβρανάς (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Οι ανήλικες κόρες μιας ρωσικής καταγωγής οικογένειας προσφύγων στην Σουηδία πέφτουν σε ένα είδος κώματος όταν το αίτημα για παροχή ασύλου απορρίπτεται.

Aυτός είναι ο θεματικός πυρήνας του Quiet Life, της πιο πρόσφατης ταινίας του Αλέξανδρου Αβρανά. Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη στο φετινό ΦΚΘ. Το Quiet Life ανοίγει το 37ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου στις 21 Νοεμβρίου.

Πριν ξεκινήσουμε την συνέντευξη, μου είπες ότι το Quiet Life είναι μια ταινία «αμφιλεγόμενη», που «σε ζορίζει». Ως προς το δεύτερο, δεν υπάρχει αμφιβολία. Γιατί, όμως, «αμφιλεγόμενη», κατά την γνώμη σου;

Προσωπικά, θεωρώ πως μια καλή ταινία δεν μπορεί να αρέσει σε όλους. Πρέπει να εγείρει ερωτήματα και αντιπαραθέσεις και να εμπλέκει το κοινό. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Πρόβλημα προκύπτει όταν δεν εγείρει κάτι από αυτά.

Το Quiet Life μπορεί να εμπλέξει το κοινό. Είτε λόγω του «θέματός» του (μεταναστευτικό/προσφυγικό), είτε λόγω της δυνατότητας ταύτισης με τους πρωταγωνιστικούς παιδικούς χαρακτήρες και τα βάσανά τους.

Όταν διάβασα σχετικά με το Σύνδρομο Παραίτησης από το οποίο υποφέρουν οι παιδικοί χαρακτήρες στο φιλμ, αδυνατούσα να συμπεράνω αν ήταν κάτι πραγματικό ή δυστοπικό.

Σε ό,τι αφορά τους θεατές, συγκινούνται με την ταινία και την συστημική αδικία που βιώνουν τα παιδιά.

Κατά τα άλλα, πρόκειται για είναι αφηγηματικά βατό φιλμ.

Είναι βατό αλλά όχι βαρύ, και διαθέτει διάφορα επίπεδα τα οποία μπορεί να εξερευνήσει ο θεατής. Είναι, ωστόσο, μια στενάχωρη ταινία γιατί η πραγματικότητά της είναι στενάχωρη. Όπως και η ζωή μας.

Το ότι, όμως, αξίζει να υπάρχει ένα φως στο τούνελ είναι πασιφανές. Γιατί αξίζουν τα παιδιά την ελπίδα. Και τελικά για την ελπίδα μιλάει η ταινία.

Δύσκολα υλοποιήσιμη, πάντως, ιδίως εντός του κυνικού και σαδιστικού ευρωπαϊκού γραφειοκρατικού πλαισίου, έναντι του οποίου είσαι ανελέητος και αιχμηρός, με τον στιλιζαρισμένο δικό σου τρόπο.

Προσπάθησα να αποτυπώσω το πώς οι πρόσφυγες αισθάνονται τον καινούριο τόπο. Την δική τους οπτική γωνία. Ούτε πώς τον βλέπουν, ούτε πώς αυτός είναι.

Η οικογένεια του φιλμ είναι ρωσικής καταγωγής. Γιατί;

Όταν ξεκινήσαμε με τον Σταύρο Παμπαλλή την συγγραφή του σεναρίου το 2018, τα περισσότερα κρούσματα αυτού του Συνδρόμου παρατηρούνταν σε παιδιά Ρώσων προσφύγων.

Ταυτόχρονα, υπήρχε ένα μαζικό μεταναστευτικό ρεύμα από την Ρωσία ήδη πριν τον πόλεμο με την Ουκρανία.

Για μένα ήταν συγκλονιστικό το πώς μια χώρα με τέτοια παιδεία, που έχει βγάλει τόσους σκηνοθέτες, λογοτέχνες και θεατρικούς συγγραφείς μπορεί να αντέχει την δικτατορία του Πούτιν.

Επίσης, μ’ ενδιέφερε να μην αναδείξω άλλου είδους κριτήρια για την μετανάστευση, όπως το θρησκευτικό.

Τελικά, δεν έχει σημασία ότι είναι Ρώσοι. Θα μπορούσαν να προέρχονται από οποιαδήποτε χώρα κυριαρχείται από πολιτική σύγκρουση.

Το συναισθηματικό υπόστρωμα της ταινίας κρύβεται πίσω από το χαρακτηριστικό σου στιλιζάρισμα, μέσα από μια διαδοχή άψογων γεωμετρικών κάδρων.

Συμφωνώ, αλλά έτσι είναι η Σουηδία. Είναι λίγο τετράγωνα τα πράγματα εκεί. Όλα ελεγχόμενα, κλινικά, λειτουργικά, τέλεια. Στην επιφάνεια.

Υπάρχει κι ένα στοιχείο έντονου σαρκασμού, ιδίως με τα χαμόγελα του ιατρικού προσωπικού στο νοσοκομείο όπου διαδοχικά νοσηλεύονται τα δύο κοριτσάκια της οικογένειας.

Αν ακολουθήσεις αυτήν την κατεύθυνση, θα εξελιχθείς σε ρομπότ.




Παρόλα αυτά, η επικεφαλής νοσηλεύτρια, την οποία υποδύεται η για άλλη μια φορά εξαιρετική Ελένη Ρουσσινού, κάθε άλλο παρά ως ρομποτάκι λειτουργεί στο πλαίσιο του φιλμ. Εντοπίζεις, άρα, «ρωγμές» και σε τέτοια κλινικά περιβάλλοντα;

Ο χαρακτήρας της Αντριάνας που ενσαρκώνει η Ελένη εκφράζει το κομμάτι των Σουηδών οι οποίοι τολμούν να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους.

Εκκινώντας από έναν ανεπιτήδευτο κι όχι αφ’ υψηλού ανθρωπισμό.

Βεβαίως. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι η Αντριάνα δεν είναι σουηδικής καταγωγής. Έχει διανύσει δρόμο μέχρι να φτάσει στο σημείο όπου βρίσκεται: με το ένα πόδι εντός συστήματος, αλλά τολμώντας και ρισκάροντας ν’ αντιταχθεί σ’ αυτό.

Παρακολουθώντας το Quiet Life ξαναθυμήθηκα το Miss Violence.

Αν έκανα αυτήν την ταινία σήμερα, νομίζω πως θα πήγαινε άπατη!

Την ξαναθυμήθηκα σε σχέση με τον τρόπο που σκηνοθετείς τα παιδιά. Πώς καταφέρνεις να απελευθερώνεις ό,τι καθένα από αυτά τα παιδιά κρύβει μέσα του ως ποιότητα και δυνατότητα;

Στο Miss Violence οι παιδικοί χαρακτήρες ήταν μεν σημαντικοί, αλλά λειτουργούσαν λίγο ως φόντο. Στο Quiet Life ήταν πρωταγωνιστικοί.

Πραγματοποιήσαμε κάστινγκ σε τέσσερις χώρες επί ενάμιση χρόνο. Κατέληξα σε ογδόντα παιδιά, διοργάνωσα ένα workshop και σε δεύτερη φάση προσκάλεσα και τους γονείς τους.

Kατόπιν, τα ογδόντα έγιναν δέκα, μετά έξι, τέσσερα και τελικά δύο. Ήμουν πάντα ειλικρινής απέναντί τους, τους έδωσα το σενάριο στα ρωσικά για να το διαβάσουν και συζητήσαμε τα πάντα.

Όταν έχεις να κάνεις με παιδιά, το γύρισμα αποκτά άλλες απαιτήσεις. Ξέρεις τι ρισκάρεις και τι μπορεί να θυσιάσεις για να πάρεις αυτό που χρειάζεσαι.

Εσύ πήρες αυτό που χρειαζόσουν από αυτά. Τα παιδιά τι πήραν; Πώς πέρασαν κατά την διάρκεια των γυρισμάτων;

Πέρασαν πάρα πολύ ωραία. Είχα απαγορεύσει σε όλο το συνεργείο να τους φέρεται σαν πριγκίπισσες. Ήμασταν αυστηροί και σοβαροί απέναντί τους. Το δύσκολο ήταν να συγκεντρωθούν.

Η μικρότερη, που υποδυόταν την Κάτια, όταν άκουγε «Action» έμπαινε στον χαρακτήρα της. Η μεγαλύτερη, η «Αλίνα», είχε μεγαλύτερο βάθος σκέψης, αλλά χρειαζόταν περισσότερο χειρισμό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχε να δώσει υλικό.

Τις βοήθησαν πολύ κι οι ενήλικες ηθοποιοί, η Chulpan Khamatova κι ο Grigoriy Dobrygin, που υποδύονταν τους γονείς τους, αλλά και οι πραγματικοί γονείς τους.

Καθόλου ήσυχη ζωή, πάντως.

Δεν ξέρουμε αν ήσυχη είναι η ζωή των Ευρωπαίων που ταράζεται ή εκείνη την οποία θέλουν ν’ αποκτήσουν οι πρόσφυγες. Γι’ αυτό και αγάπησα τον ανοιχτό τίτλο.

Έπρεπε, εξάλλου, να κρατήσουμε λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο οικογενειακό και το πολιτικό, μέχρι τέλους. Το πετύχαμε, νομίζω, αν και κουράστηκα μέχρι να συμβεί.

Αυτό που οι περισσότεροι σκηνοθέτες δε θέλουμε είναι μια ταινία που δε λειτουργεί. Δεν ξέρεις τι να κάνεις μπροστά σε κάτι τέτοιο, είναι απελπισία.

Όταν βλέπεις ότι το φιλμ είναι εκεί, χαλαρώνεις. Προσωπικά, από το άγχος μου, έξι μέρες μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων ξεκίνησα το μοντάζ.




Ο ρυθμός της είναι εξαιρετικός.

Δεν είναι θέμα ρυθμού, αλλά νοήματος.

Το Quiet Life μπορεί να ενταχθεί στον λεγόμενο «ευρωπαϊκό» κινηματογράφο. Πώς αντιλαμβάνεσαι τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο στις μέρες μας ή τις τυχόν προοπτικές του;

Είμαι λίγο προβληματισμένος.

Έχει κυριαρχήσει μια επιφανειακότητα κι είναι εγωκεντρικός ο τρόπος με τον οποίο το κοινό βλέπει σινεμά. Πιο πολύ αισθάνεται έξυπνο παρά θέλει να το κάνεις έξυπνο.

Έχουν κερδίσει έδαφος η εντυπωσιακή εικόνα κι οι ακριβές παραγωγές έναντι του περιεχομένου.

Είναι καταπολεμήσιμη αυτή η κατάσταση;

Εγώ αισθάνομαι πολύ ειλικρινής και νομίζω πως αυτή η ειλικρίνεια φαίνεται και στην ταινία μου. Δε θέλω να περιαυτολογήσω για να αποδείξω πόσο καλός σκηνοθέτης είμαι.

Κι όσοι με χαρακτήριζαν βίαιο σκηνοθέτη, εδώ μάλλον θα το πάρουν πίσω, διότι τελικά το θέμα ορίζει την σκηνοθετική ματιά. Το Quiet Life, μια συμπαραγωγή έξι χωρών, είναι το ίδιο μια ταινία πρόσφυγας, δεν ανήκει πουθενά.

Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο σε μια εποχή κατά την οποία όλα ανήκουν κάπου. Άρα, είναι από όλες τις πλευρές επαναστατική.

Η συνέντευξη με τον Αλέξανδρο Αβρανά πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 65ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (31 Οκτωβρίου-10 Νοεμβρίου 2024).

Ευχαριστώ θερμά των Γιώργο Παπαδημητρίου από το Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ για την πολύτιμη συμβολή του στον προγραμματισμό της.

Η ταινία Quiet Life σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Αβρανά προβάλλεται, σε αθηναϊκή πρεμιέρα, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Διαγωνιστικού του 37ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου (21-27 Νοεμβρίου) την Πέμπτη 21 Νοεμβρίου στον κινηματογράφο Τριανόν (20:15), παρουσία του σκηνοθέτη.

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

Stella Rose Gahan: «Σε κάθε συναυλία προσπαθώ να τα δίνω όλα!»

 


Έχοντας στις αποσκευές της το πολλά υποσχόμενο σκοτεινό ποπ ντεμπούτο άλμπουμ Eyes of Glass και στα σκαριά το ΕΡ της Hollybaby, η εν μέρει ελληνικής καταγωγής Stella Rose Gahan δίνει την πρώτη συναυλία της στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου.

Μια κεφάτη κουβέντα με την ανερχόμενη καλλιτέχνιδα.

Το να μεγαλώνεις σ’ ένα τόσο καλλιτεχνικό σπιτικό, με πατέρα τον Dave Gahan και μητέρα την Jennifer Sklias-Gahan, μπορεί να είναι ευλογία ή κατάρα. Πώς το βιώνεις εσύ;

Έχει υπάρξει υπερβολικά όμορφο, νομίζω. Όλη μου η οικογένεια είναι υπερβολικά δημιουργική, κι αυτό με την σειρά του δημιουργεί μια όμορφη ατμόσφαιρα για να μεγαλώνεις μέσα της.

Αισθάνομαι ότι όλα είναι παιχνιδιάρικα και ασόβαρα και ναι, μερικές φορές κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει χαοτικό και τρελό.

Είναι, όμως, τύχη να έχω μια οικογένεια της οποίας ο δημιουργικός κόσμος είναι η δουλειά της, και το να δέχομαι την υποστήριξή της με κάνει καλή καλλιτέχνιδα.

Οπότε το βιώνω πιο πολύ ως ευλογία παρά ως κατάρα.

Είσαι τυχερή, καθώς για άλλους γόνους «γνωστών» οικογενειών μια τέτοια συγγενική σχέση είναι κυρίως βάρος, γιατί αισθάνονται πως πρέπει να φανούν αντάξιοι προσδοκιών ή του μύθου άλλων.

Το να συγκρινόμαστε μεταξύ μας είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπων και το έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας, αλλά μπορείς να αλλάξεις την προοπτική και να μη βιώνεις το οτιδήποτε ανταγωνιστικά.

Αν είσαι αρκετά καλός/καλή και αντέξεις στον χρόνο, τότε οι άνθρωποι τελικά θα σταματήσουν να σε συγκρίνουν.

Στην αρχή της πορείας σου είναι βέβαια εύκολο να σε συγκρίνουν γιατί είσαι καινούριος/καινούρια. Αν, όμως, επικρατήσεις και συνεχίσεις, τότε ίσως οι άλλοι σε πάρουν πιο σοβαρά. Τι να κάνεις; Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα!

Το σημαντικό είναι να βρεις, τελικά, την διακριτή φωνή σου. Μόλις αυτό συμβεί κι η φωνή σου αρχίζει να εξελίσσεται, καμία σύγκριση -υπαινικτική ή επιβεβλημένη από άλλους- δεν επηρεάζει την δικιά σου πραγματικότητα.

Πώς ξεκίνησε η ενασχόληση με την μουσική για σένα; Ήταν μια ιδέα, ένα τραγούδι, κάποια μουσική, μια λαχτάρα να καταπιαστείς με κάτι δημιουργικό;

Πάντα, νομίζω, με συγκινούσε η μουσική και την βίωνα ως εργαλείο που με έκανε να νιώθω καλύτερα ή να τραγουδάω όταν αισθάνομαι κακοδιάθετη και σκοτεινιασμένη. Άκουγα πολλά.

Ανέκαθεν ήμουν ευαίσθητο άτομο, κι αυτό με έκανε να ασχοληθώ με δημιουργικά εγχειρήματα.

Δεν ξέρω, όμως, αν υπήρξε μια συγκεκριμένη στιγμή κατά την οποία αποφάσισα να γίνω τραγουδίστρια, αν και στο παρελθόν έχω πει ότι στο σχολείο συμμετείχα σε μια τζαζ μπάντα κι έτσι συνειδητοποίησα πως υπήρχε μια τέτοια επιλογή.

Η ενασχόληση με την τζαζ είχε μεγάλη απήχηση σε μένα, καθώς είναι μια εξαιρετικά συναισθηματική και συγκινητική μουσική. Μου αρέσει να χρησιμοποιώ την μουσική γα να αποσπώ ορισμένες αντιδράσεις από τους ανθρώπους.

Η φωνή σου όντως ακούγεται ξεχωριστή - και δε στο λέω ως κολακεία. Μισώ την κολακεία, είτε ως δότης είτε ως δέκτης, άλλωστε. Δεν είναι του στιλ μου. Απολαμβάνεις το να δουλεύεις την φωνή σου;

Όταν τραγουδάω, αισθάνομαι πολύ καλά, ακόμα κι αν το να ολοκληρώσω ένα τραγούδι είναι αγώνας. Νιώθω πως αυτό είμαι προορισμένη να πράττω για την υπόλοιπη ζωή μου, ότι αυτό είναι το σωστό. Πρόκειται για ευτυχία!

Μέσα σου αναζητάς την έμπνευση σε στιχουργικό επίπεδο; «Καταδύεσαι» στον εαυτό σου για να «εξορύξεις» το περιεχόμενο των συνθέσεών σου;

Στο πρώτο μου άλμπουμ χρησιμοποιώ μεγάλο μέρος της προσωπικής ζωής μου ως πηγή από την οποία αντλώ θέματα για τα οποία θέλω να μιλήσω.

Όσον αφορά στο ΕΡ, το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Δεκέμβριο, είναι μεγαλύτερο από μένα. Σ’ αυτό ήθελα να μιλήσω για την μοναξιά και το πώς είναι να μην ξέρεις τι κάνεις ή να νιώθεις χαμένη. Μ’ ενδιέφερε, επίσης, η οπτική του διάσταση.

Τυπικά συναισθήματα των εικοσιπεντάρηδων: την μια στιγμή να αισθάνεσαι ότι ξέρεις τι κάνεις και κάπου φτάνεις, και την άλλη όλα γύρω σου καταρρέουν. Τα σκαμπανεβάσματα με εμπνέουν τελικά, νομίζω. Δυστυχώς.

Αλλά έτσι είναι η ζωή. Κι η μουσική σίγουρα είναι ένα εργαλείο χρησιμοποίησης των συναισθημάτων που βιώνω. Μερικές φορές είναι δύσκολο να είμαι ειλικρινής. Αυτό προσπαθώ, όμως.

Είναι όμορφο να έχεις την μουσική μέσα σου και να την μοιράζεσαι. Το χαίρεσαι πολύ αυτό;

Μόλις ολοκλήρωσα το πρώτο μισό της περιοδείας μου παρέα με τους A Place to Bury Strangers οι οποίοι με ενέπνευσαν να αντιμετωπίζω τον εξοπλισμό ως παιχνίδι.

Τώρα πλέον ταξιδεύω σόλο, οπότε με απασχολεί περισσότερο το είδος του εξοπλισμού τον οποίο θέλω να έχω.

Δεν ξέρω αν απάντησα στην ερώτησή σου.

Απάντησες, αλλά αισθάνεσαι αυτοπεποίθηση όντας σόλο; Ή έχεις ακόμα δρόμο μπροστά σου;

Είναι όμορφο να έχεις ανθρώπους δίπλα στην σκηνή γιατί ανταλλάσσεις ενέργεια μαζί τους και μπορείς να βασιστείς πάνω τους, αν κάτι πάει στραβά στο σετ.

Απολαμβάνω, όμως, το να παίζω σόλο. Είναι δυνατή εμπειρία, αλλά και απειλητική. Δεν είμαι, εξάλλου, η καλύτερη κιθαρίστρια στον κόσμο.

Παίζω, όμως, το πρώτο κομμάτι και κατόπιν τελειώνει. Πραγματικά μου αρέσει να ζωγραφίζω την δικιά μου εικόνα για το κοινό. Επίσης, χορεύω και χρησιμοποιώ πολύ το σώμα μου. Βιώνω τις συναυλίες ως θέατρο, αισθάνομαι λίγο σαν μαέστρος.

Και προφανώς τραγουδάω. Το να τραγουδάς, εξάλλου, ζωντανά κοιτάζοντας το κοινό κατάματα σημαίνει ότι πρέπει να εννοείς τους στίχους που τραγουδάς. Έτσι δημιουργείται η πιο όμορφη σύνδεση την οποία μπορείς να έχεις μ’ έναν ξένο.

Όταν, όμως, τελειώσει η συναυλία, αυτή η σύνδεση χάνεται. Δεν μπορεί να επαναληφθεί μ’ έναν τυχαίο ξένο στον δρόμο.

Πρόκειται, λοιπόν, για μια ενδιαφέρουσα «φούσκα», όπου συνδέεσαι με ανθρώπους με τους οποίους υπό φυσιολογικές συνθήκες δε θα συνδεόσουν.

Όλοι με κοιτάνε με ερωτηματικά βλέμματα επειδή είμαι καινούρια. Κι αυτό με κάνει να θέλω να δουλέψω σκληρότερα. Σε κάθε συναυλία προσπαθώ να τα δίνω όλα!

Είναι καλό να προκαλείς τον εαυτό σου, ακόμα και σ’ ένα πρώιμο στάδιο. Και είναι καλό ν’ αποτυγχάνεις.

Δεν ξέρω πώς κάθε άνθρωπος νοηματοδοτεί την επιτυχία ή την αποτυχία, αλλά υπάρχει σαγήνη στο απρόβλεπτο και στο μη ελεγχόμενο. Το ντεμπούτο σου, πάντως, ακούγεται πολύ υποσχόμενο. Το δούλευες καιρό;

Σε επίπεδο παραγωγής επί μια διετία, με τον Yves Rothman.

Στιχουργικά, από τα δεκαπέντε μου, συλλέγοντας ποιητικά αποσπάσματα ή σπαράγματα συνομιλιών τρίτων. Ήθελα να είναι άλμπουμ επειδή είχα πολλά να πω και την επιθυμία να εξερευνήσω ήχους και την φωνή μου.

Με την έλευση του κορονοϊού άρχισα να αντιμετωπίζω την διαδικασία της σύνθεσης πιο σοβαρά και να μελοποιώ όσα «ξερνούσα» στο χαρτί.

Ανέκαθεν ήξερα ότι ήθελα να τραγουδάω. Ίσως και να σκηνοθετώ, να παίζω. Δεν ξέρω. Απλώς θέλω να είμαι περφόρμερ. Ενθουσιάζομαι υπερβολικά! Πίνω υπερβολικά πολύ τσάι. (Γέλιο).

Θα παίξεις, φαντάζομαι, και ορισμένα από τα κομμάτια του καινούριου ΕΡ σου στην Αθήνα την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου.

Ναι, άλλωστε η περιοδεία έχει πάρει το όνομά της από τον τίτλο του ΕΡ, Hollybaby, οπότε θα παίξω και τα τέσσερα τραγούδια που περιέχονται σ’ αυτό.

Μ’ ενθουσιάζει, σε κάθε περίπτωση, η προοπτική της συναυλίας. Είμαι Ελληνίδα, και μεγάλο μέρος της οικογένειάς μου θα έρθει - ανάμεσά τους κι η γιαγιά μου: προσκάλεσε όλους τους συγχωριανούς της. Θα είναι σίγουρα μια νύχτα γιορτής!

Ευχαριστώ θερμά την Laurel Matsui για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης και τον Riccardo Biondetti (Swamp Booking) για την παραχώρηση της φωτογραφίας της καλλιτέχνιδας.

H Stella Rose Gahan εμφανίζεται λάιβ στο Death Disco (Ωγύγου 16 & Λεπενιώτου 24, Ψυρρή) την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου. Οι πόρτες ανοίγουν στις 21:00.



Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

Ναντάβ Λαπίντ: «Στις μέρες μας, όταν μιλάς για το Ισραήλ, μιλάς για τους Παλαιστίνιους»

 

Ναντάβ Λαπίντ (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Μια συνομιλία με τον γνωστό για την κριτική -πλην όμως αμφιθυμική- στάση του απέναντι στο κυρίαρχο ισραηλινό αφήγημα Ισραηλινό σκηνοθέτη Ναντάβ Λαπίντ, με αφορμή την κυκλοφορία στις αίθουσες της ταινίας του Το γόνατο της Άχεντ.

Γυρίζεις καινούρια ταινία, οπότε δε θα σε απασχολήσω πολύ. Τι είδους ταινία θα μπορούσε, ωστόσο, κάποιος -εν προκειμένω εσύ- να σκηνοθετήσει εν μέσω συνθηκών πολέμου και γενοκτονίας σε Ισραήλ και Παλαιστίνη;

Γυρίζω ένα φιλμ που αποπειράται να αποτυπώσει την αλήθεια και την πραγματικότητα αυτής της καταστροφής με τον πιο άμεσο, ωμό και συνάμα τον πιο κινηματογραφικό δυνατό τρόπο.

Νιώθω ότι η επιδίωξη της ανάδειξης της αλήθειας με τον πλέον φιλμικό τρόπο υπήρξε ανέκαθεν μια από τις επιδιώξεις σου.

Κατά κάποιον τρόπο, το αισθάνομαι όταν μια ταινία ξεχνάει πως είναι ταινία. Δε γίνεται πιο αληθοφανής και ειλικρινής έτσι.

Έχεις αναφέρει ότι το Γόνατο της Άχεντ, που προβάλλεται στους ελληνικούς κινηματογράφους τρία χρόνια μετά την πρεμιέρα του στις Κάννες, είναι προϊόν οργής. Είναι η οργή -γενικά και ειδικά- κινητήρια δύναμη της δημιουργίας σου;

Η κινητήρια δύναμη των φιλμ μου είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες τους. Αυτό που τους ενώνει -κι είναι τραγικό- είναι πως πέφτουν πάνω σε τοίχο τον οποίο οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ως τέτοιον, αλλά ως μια μεγάλη και άνετη σκηνή.

Αυτό συμβαίνει στην πρωταγωνίστρια του μεγάλου μήκους ντεμπούτου μου, Δασκάλα νηπιαγωγείου.

Στα Συνώνυμα, ο πρωταγωνιστής αποδρά από μια άρρωστη χώρα, το Ισραήλ, που όμως είναι μέσα του και την οποία οι υπόλοιποι αντιλαμβάνονται ως κάτι φυσιολογικό.

Ο κεντρικός χαρακτήρας του Γόνατου της Άχεντ, πάλι, αντιτιθέμενος σε αυτό και αυτούς που αντιμετωπίζει και θεωρώντας πως έχει δίκιο χάνει την ενσυναίσθησή του απέναντι στους ανθρώπους.

Καταλήγει, επομένως, ν’ αποτελέσει μέρος του προβλήματος κι όχι της λύσης.

Όλα αυτά καθιστούν την κατάσταση ακόμα πιο σύνθετη, με την έννοια ότι οι χαρακτήρες των ταινιών μου «μολύνονται» από την ασθένεια που προσπαθούν να θεραπεύσουν ή από αυτό το οποίο μάχονται.

Οπότε ναι, το Γόνατο της Άχεντ είναι προϊόν οργής, ανάμικτης όμως με απελπισία, καθώς δεν μπορείς να βγεις νικητής από την μάχη εναντίον του εαυτού σου. Στο τέλος, όμως, υπάρχει και μια διάσταση ομορφιάς.

«Η γεωγραφία πάντα κερδίζει», σχολιάζει κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής της ταινίας σου. Με ποια έννοια συμβαίνει αυτό;

Ήταν μια φράση που αγαπούσε η μητέρα μου και την χρησιμοποιούσε προσπαθώντας να πείσει εμένα και τον νεότερο αδερφό να μη μείνουμε στο Ισραήλ. Ποτέ δεν την ρώτησα, ωστόσο, τι ακριβώς εννοούσε. Κατόπιν πέθανε, οπότε δε θα το μάθουμε ποτέ.




Πώς την αντιλαμβάνεσαι εσύ, λοιπόν;

Αντιλαμβάνομαι την γεωγραφία ως κάτι που υπαγορεύει το ποιος είσαι, πού βρίσκεσαι, πού υπάρχεις.

Στις ταινίες σου που έχω υπόψη μου οι Παλαιστίνιοι/Παλαιστίνιες κι οι Άραβες/Αράβισσες, γενικότερα, υπονοούνται μεν, απουσιάζουν ως αναπαράσταση δε.

Αυτό συμβαίνει επειδή κυρίως σ’ ενδιαφέρει η εξερεύνηση της προσωπικής αίσθησης του εαυτού σου, ενδεχομένως σε σχέση με -ή σε αντίθεση προς- το κυρίαρχο ισραηλινό αφήγημα;

Μισώ το σινεμά της αναπαράστασης, στο πλαίσιο του οποίου ως Ισραηλινός, Αφροαμερικανός ή οτιδήποτε άλλο πρέπει να δηλώσω κάτι.

Οι Παλαιστίνιοι είναι παρόντες στις ταινίες μου ακόμα και μέσα απ’ την απουσία τους. Ίσως έτσι είναι ακόμα πιο παρόντες. Όταν ο Ισραηλινός ξυπνάει το πρωί και κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη, βλέπει τον Παλαιστίνιο.

Στις μέρες μας, όταν μιλάς για το Ισραήλ, μιλάς για τους Παλαιστίνιους. Ακόμα κι όταν δε μιλάς γι’ αυτούς. Είναι οι φιγούρες στην σκιά. Δεν ξέρω πια ποιες είναι οι φιγούρες και ποια η σκιά.

Ας έρθουμε στο ζήτημα των ορίων και των περιορισμών στην έκφραση, στην (αυτό)λογοκρισία με λίγα λόγια, είτε επιβάλλεται θεσμικά είτε εφαρμόζεται με έμμεσους τρόπους.

Αν και η ταινία σου ασκεί, λοιπόν, δριμεία κριτική σε συγκεκριμένους θεσμικούς φορείς του ισραηλινού κράτους, όπως το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, υποστηρίζεται από αυτούς. Πώς ερμηνεύεις αυτήν την αντίφαση;

Από την μία. δε νομίζω ότι χρειάζεται να αποδείξω στον οποιονδήποτε κάτι. Από την άλλη, δεν είμαι διαφορετικός ή καλύτερος από αυτούς στους οποίους ασκώ κριτική. Κι εγώ έχω εκπληρώσει την στρατιωτική θητεία μου.

Έχω, ωστόσο, μια εντελώς διαφορετική οπτική η οποία είναι βασισμένη στην αντίφαση, συγκεράζοντας κριτική και μετουσίωση. Μπορεί να αγαπάμε τους χειρότερους ανθρώπους και να είμαστε αδιάφοροι απέναντι στους καλύτερους.

Σε ό,τι αφορά την ίδια την χρηματοδότηση από θεσμικούς φορείς, ήταν πολύ περιορισμένη και αφορούσε στην διαδικασία του  post-production.

Aν κάποιος φορέας δε μου λέει τι να κάνω ή δεν προσπαθεί να με περιορίσει με οποιονδήποτε τρόπο -παρεμβαίνοντας, ας πούμε, στην συγγραφή του σεναρίου-, τότε δεν αντιτίθεμαι στην πιθανότητα χρηματοδότησης από αυτόν.

Αντίστοιχα, δε θα ασκούσα κριτική σε κάποιον Ιρανό σκηνοθέτη αν λάμβανε κρατική χρηματοδότηση θεωρώντας ότι υποστηρίζει το καθεστώς των Αγιατολάχ ή σε κάποιον Κινέζο.

Είναι εύκολο να διατυπώνεις τέτοια κριτική αν προέρχεσαι από «φυσιολογικές» χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία.

Η ταινία του Ναντάβ Λαπίντ Το γόνατο της Άχεντ προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 14 Νοεμβρίου σε διανομή της Weird Wave.



Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Ματιέ Μπελεζί: «Την ελευθερία της γραφής την έμαθα στον δρόμο»

 


Αφηγούμενο την μοίρα μιας χούφτας Γάλλων εποίκων και στρατιωτών στην Αλγερία του 19ου αιώνα, το πυκνό σε νοήματα μυθιστόρημα του Ματιέ Μπελεζί, Δεν είμαστε αγγελούδια, ανατέμνει τις θηριωδίες της γαλλικής αποικιοκρατίας.

Λάτρης της Ελλάδας και ιδίως της Τήλου, ο πλάνητας συγγραφέας μάς μιλά με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του στα ελληνικά.

«Συνδέομαι με την Ελλάδα σαν παλιός φίλος», ήταν ένα από τα -ευγενικά- σχόλιά σου που συνόδευαν την αρχική σου απάντηση στο αίτημά μου για συνέντευξη.

Από πού πηγάζει η έντονη αγάπη σου για την Ελλάδα και γιατί περιλαμβάνεις το νησί της Τήλου στα μέρη όπου θα μπορούσες να συνεχίσεις την ζωή σου;

Η αγάπη μου για τα ελληνικά νησιά και τον ελληνικό λαό πηγάζει ίσως από την ανάγνωση σε ηλικία είκοσι ετών του Κολοσσού του Αμαρουσίου, αυτού του φωτεινού κειμένου που έγραψε ο Χένρι Μίλερ κατά την παραμονή του στην Ελλάδα.

Ήταν ο Μίλερ που άνοιξε διάπλατα τις πόρτες της Ελλάδας προς εμένα, αυτής της αξέχαστης Ελλάδας την οποία η διαφθορά και η χυδαιότητα αυτού του κόσμου είναι αδύνατο να καταστρέψουν.

Και είπα, αν από έκτακτη κλιματική ανάγκη αναγκαζόμουν να βρω καταφύγιο, θα επέλεγα την Τήλο, γιατί υπάρχουν λόφοι και κοιλάδες εκεί που κρατούν μέσα τους αυτό το πολύ αρχαίο φως άλλων καιρών, όταν ο άνθρωπος είχε σεβασμό για τη γη.

Η Ελλάδα -ή τα ελληνικά νησιά, συγκεκριμένα- δεν είναι η μόνη χώρα στην οποία έχεις ζήσει.

Σε ποιο βαθμό η ζωή σε τόσο διαφορετικές χώρες όπως το Μεξικό, το Νεπάλ και η Ινδία έχει διαμορφώσει την οπτική σου τόσο για την ζωή όσο και για την συγγραφική τέχνη;

Έχω ζήσει μια περιπλανώμενη ζωή για ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, γιατί δεν αντέχω να ζω για πολύ μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού.

Είναι περίεργη αυτή η συνεχής ανάγκη για το αλλού, όταν ένας συγγραφέας μάλλον αποζητά την μοναξιά των τεσσάρων τοίχων που προστατεύουν το έργο του.

Αλλά αυτή η διαρκής επιθυμία να παίρνω τους δρόμους, να συναναστρέφομαι με ξένους σε μένα πληθυσμούς, συνέβαλε αναμφίβολα στην ανάπτυξη και ενίσχυση της απόλυτης ανάγκης μου για ελευθερία.

Γιατί μέσα σ’ αυτή την απόλυτη ελευθερία γράφω τα κείμενά μου.

Όσο περισσότερο βγαίνω στους δρόμους, τόσο περισσότερο γράφω, τόσο περισσότερο η φαντασία μου γίνεται πλουσιότερη, γεμάτη με χαρακτήρες οι οποίοι στην συνέχεια παίρνουν σάρκα και οστά στα μυθιστορήματά μου.

Την ελευθερία της γραφής την έμαθα στον δρόμο, όχι στα παγκάκια κάποιου ιδρύματος.

Μιλώντας για την τέχνη της γραφής, πριν από είκοσι πέντε χρόνια αποφάσισες να της αφιερώσεις τη ζωή σου. Γιατί έκανες αυτή την επιλογή; Έχει αποδώσει δημιουργικά και υπαρξιακά;

Μεγάλωσα σε μια ταπεινή οικογένεια, όπου δεν υπήρχαν δέκα βιβλία στο ράφι. «Έπρεπε να έχεις γεννηθεί σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον για να έχεις την επιτήδευση της συγγραφής», έλεγα στον εαυτό μου.

Το να γράφω με εντυπωσίαζε, να γράφω σελίδες επί σελίδων, και μετά να τις συνδυάζω για να φτιάξω ένα βιβλίο. Ήταν μια φιλοδοξία προορισμένη για μια προνομιούχα ελίτ.

Σκέφτηκα πως, λόγω της κοινωνικής μου κατάστασης, δεν μπορούσα να έχω αυτήν την φιλοδοξία. Χρειάστηκα, λοιπόν, χρόνο για να τολμήσω να αναπτύξω ένα συγγραφικό έργο.

Όταν, όμως, πήρα την απόφασή μου, δεν ετίθετο ζήτημα να το μετατρέψω σε ψυχαγωγική δραστηριότητα. Παράτησα όσα έκανα στην προηγούμενη ζωή μου για να αφοσιωθώ ολοκληρωτικά στην δουλειά μου ως συγγραφέας.

Ξεκίνησα την πορεία μου, με τα μέτρια μέσα μου, αλλά τουλάχιστον είχα αυτή την απόλυτη ελευθερία που φαινόταν απαραίτητη για κάθε δημιουργική φιλοδοξία.

Πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά, το μυθιστόρημά σου Δεν είμαστε αγγελούδια ξετυλίγεται για άλλη μια φορά στην Αλγερία.

Τι σηματοδοτεί για εσένα η Αλγερία τόσο ως συμβολική συμπύκνωση των δεινών της γαλλικής αποικιοκρατίας όσο και ως βιωμένη πραγματικότητα;

Δεν έχω πάει ποτέ στην Αλγερία. Ξέρω μόνο το Μαρόκο και την Τυνησία. Και δεν νιώθω την ανάγκη, γιατί για μένα η Αλγερία είναι πρώτα και κύρια μια λογοτεχνική περιοχή.

Ο Φόκνερ διάλεξε τον αμερικανικό Νότο, εγώ την Αλγερία για να γράψω τέσσερα μυθιστορήματα.

Μπορώ όμως να πω ότι έθεσα και στον εαυτό μου αυτό το ερώτημα: Γιατί η γαλλική λογοτεχνία, όπως και ο κινηματογράφος, δεν αποτύπωσε ποτέ αυτήν την δραματική περίοδο της κατάκτησης της Αλγερίας;

Και αυτό το ερώτημα, το οποίο έμενε αναπάντητο, με ώθησε να ασχοληθώ με τον προβληματισμό σχετικά με την γαλλική αποικιοκρατία, ένα θέμα που μου φαινόταν ότι προσεγγίζεται με ύποπτη απροθυμία από την Γαλλία.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η αποίκιση της Αλγερίας υλοποιήθηκε μέσω της δημιουργίας οικισμών εποίκων.

Αυτό σημαίνει ότι η Γαλλία προσπάθησε να επιβάλει τους νόμους της Γαλλικής Δημοκρατίας σε αυτήν την αφρικανική γη, αγνοώντας, ακόμη και προσπαθώντας να εξαφανίσει τον αυτόχθονα πολιτισμό.

Σε αυτό το μυθιστόρημα, η βάναυση βιωμένη πραγματικότητα του αποικισμού φιλτράρεται μέσα από το πρίσμα των Γάλλων εποίκων. Γιατί οι αφηγητές σας είναι μια γυναίκα και ένας λοχαγός;

Αυτή είναι ένα ερώτημα που δε θέτω ποτέ στον εαυτό μου. Αυτό που αναζητώ είναι φωνές: δυνατές, αξιόπιστες, ανθρώπινες φωνές.

Πραγματικές φωνές, ικανές να αφηγηθούν οικείες στιγμές της ζωής τους. Το αν αυτές οι φωνές ανήκουν σε γυναίκες ή σε άντρες δεν έχει σημασία για μένα.

Καθώς οι θηριωδίες του γαλλικού στρατού συσσωρεύονται και ο ριζωμένος αντιαραβικός/αντι-μουσουλμανικός ρατσισμός της γυναίκας αφηγήτριας εντείνεται, το βιβλίο σου γίνεται όλο και πιο αφόρητο.

Γιατί είναι σημαντικό για εσένα να δημιουργήσεις μια ανησυχαστική εμπειρία ανάγνωσης;

Και εδώ δεν προσπαθώ εσκεμμένα να αποσταθεροποιήσω τον αναγνώστη.

Με τον συνδυασμό των λέξεων θέλω απλώς να τον κάνω να ταξιδέψει στο χρόνο, να τον εγκαταστήσω στην δεκαετία του 1840 στην καρδιά αυτής της αλγερινής γης, στο κεφάλι, το σώμα και την σάρκα μιας γυναίκας και εξίσου στο κεφάλι, το σώμα και την σάρκα ενός στρατιώτη.

Αποδεικνύεται πως αυτή η εποχή του αποικισμού ήταν μια εξαιρετικά βίαιη εποχή. Επομένως, δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι η δουλειά μου ως συγγραφέας αντικατοπτρίζει αυτήν την βία.

Και αν μερικές φορές ο αναγνώστης μπορεί να αισθάνεται άβολα, είναι επειδή έχει πολύ επιφανειακή γνώση των συνεπειών κάθε αποικισμού.

Οι Γάλλοι, όπως και οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Βέλγοι, οι Ολλανδοί, οι Άγγλοι και οι Γερμανοί, κατέφυγαν σε βία την οποία ίσα που μπορεί να φανταστεί κάποιος όταν οι στρατοί των εν λόγω χωρών αποβιβάστηκαν σε εδάφη πολύ βολικά χαρακτηριζόμενα ως «βαρβαρικά».  

Είναι καιρός η Ευρώπη ν’ αναθεωρήσει την κρίση της σχετικά με τα λεγόμενα οφέλη του αποικισμού.

Δεδομένης της συχνής έλλειψης σημείων στίξης, το κείμενο δίνει την εντύπωση ενός μακρού, αγωνιώδους ουρλιαχτού. Παρομοιάζεις, γενικά, την λογοτεχνία μ’ ένα ουρλιαχτό, μια εμπειρία που έχει και σωματική εκδήλωση;

Όχι μ’ ένα ουρλιαχτό. Αλλά μ’ ένα τραγούδι, ναι. Για μένα, κάθε σπουδαίο βιβλίο, κάθε σπουδαίο έργο κάνει να ακούγεται μια συγκεκριμένη μουσική. Ένας δικός του ρυθμός.

Υπάρχει, για παράδειγμα, η μουσική του Σελίν, αλλά και αυτή του Φόκνερ, του Προυστ, του Μέλβιλ, της Ντυράς ή της Γουλφ.  

Ανοίξτε τα βιβλία τους, θα εντυπωσιαστείτε αμέσως από τη μοναδική δύναμη του στυλ τους, τον μουσικό τρόπο που διαθέτουν να σας μεταφέρουν στον κόσμο τους.

Το Δεν είμαστε αγγελούδια έχει συζητηθεί και βραβευτεί ευρέως στην Γαλλία.

Πιστεύεις ότι η γαλλική κοινωνία είναι τελικά έτοιμη να αναγνωρίσει και να επεξεργαστεί την ενοχή της για την περίοδο του αποικισμού ή υπαναχωρεί όλο και περισσότερο σε μια ρατσιστική νοοτροπία;

Η Γαλλία δυσκολεύεται πραγματικά να αναγνωρίσει την πολύ κακή συμπεριφορά του γαλλικού στρατού στην Αλγερία. Αλλά το ίδιο ισχύει για όλες τις χώρες που ανέφερα προηγουμένως.

Ο αποικισμός επέτρεψε σε όλες αυτές τις χώρες να εκφράσουν τον ευρωπαϊκό ρατσισμό που διαιρούσε τον κόσμο σε ανώτερες και κατώτερες φυλές.

Η Γαλλία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο εισέβαλαν στην Αφρική για να φέρουν τα λεγόμενα «φώτα» τους στους χαμένους λαούς. Αλλά στο όνομα αυτών των φώτων, άνθρωποι σκότωσαν, λεηλάτησαν και επέβαλαν με το ζόρι έναν πολιτισμό.

Σύμφωνα με το βιογραφικό σου, δεν ταυτίζεσαι με κανέναν πολιτικό και αποζητάς την μοναξιά.

Πώς αντιλαμβάνεσαι, ωστόσο, τον εαυτό σου με πολιτικούς/φιλοσοφικούς όρους; Είναι η μοναξιά προϋπόθεση για την βαθιά λογοτεχνία;

Πάντα ήμουν πολύ αριστερός πολιτικά. Σήμερα, όμως, πιστεύω ότι δεν μπορούμε να συλλογιζόμαστε με αυτόν τον τρόπο.

Αριστερά-δεξιά-κέντρο δεν έχουν πλέον νόημα μπροστά στην κλιματική αλλαγή που διαταράσσει βάναυσα το περιβάλλον μας. Η Ισπανία είναι ένα τρομακτικό παράδειγμα.

Μακροπρόθεσμα, η επιβίωση της ανθρωπότητας διακυβεύεται και τι κάνουν οι γυναίκες και οι άντρες αυτού του πλανήτη; Τίποτα. Απολύτως τίποτα.

Ποτέ δεν έχουν πουληθεί τόσα αυτοκίνητα, τόσα κλιματιστικά, δεν έχουν υπάρξει ποτέ τόσοι πολλοί ταξιδιώτες σε τρένα και αεροπλάνα.

Κάθε μέρα που περνά είναι μια μέρα μαζικής καταστροφής όσων είναι ακόμα ζωντανά. Οπότε ναι, υπάρχει πάντα η λύση της μοναξιάς για όσους χρειάζονται περιχαράκωση, αυτήν την ουσιαστική περιχαράκωση για να χτίσουν ένα έργο.

Αλλά ένας συγγραφέας δεν έχει καθήκον να δεσμευτεί;

Το επόμενο μυθιστόρημά μου, που θα έπρεπε να ονομάζεται Cantique du Chaos (Ύμνος του Χάους), είναι ένα είδος δυστοπίας που μέσω του Tεό, του κεντρικού ήρωά του, θέτει αυτά τα ερωτήματα της δέσμευσης και της επιβίωσης.

Ευχαριστώ θερμά την Charlotte Bréhat (Éditions Le Tripode) για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης και τον συγγραφέα για τον χρόνο που μου διέθεσε και την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Το μυθιστόρημα του Ματιέ Μπελεζί Δεν είμαστε αγγελούδια κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις opera σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.



Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Chelsea Wolfe: «Οι Η.Π.Α. είναι μέρος στοιχειωμένο από ιστορίες σκότους και πόνου»

 

Chelsea Wolfe (Φωτογραφία: Ebru Yıldız)

Μια σε βάθος συζήτηση με την Chelsea Wolfe, την Βορειοαμερικανίδα συνθέτρια σκοτεινών gothic rock, metal και folk ηχοτοπίων, ενόψει της πολυαναμενόμενης συναυλίας της στο Gagarin205 Live Music Space την Δευτέρα 18 Νοεμβρίου.

Ξεκίνησες να γράφεις τραγούδια σε ηλικία 9 ετών. Τι είχες στο μυαλό σου όταν το έκανες τότε και τι είδους στίχους συνέθετες; Τι σε έπεισε να ξεκινήσεις να ηχογραφείς και να κυκλοφορείς την μουσική σου στα 25 σου;

Ξεκίνησε με την ποίηση. Απλώς παρατηρούσα την συρροή ήχων και συναισθημάτων γύρω μου. Ο πατέρας μου είχε ένα απλό στούντιο στο σπίτι, οπότε άκουγα εκείνον και την μπάντα του να γράφουν και να κάνουν πρόβες.

Μια μέρα περιπλανήθηκα στο δωμάτιο του στούντιο και ρώτησα αν μπορούσε να μου δείξει πώς να φτιάξω ένα τραγούδι.

Ξεκίνησα με ένα κίμπορντ Casio και άρχισα να γράφω τραγούδια, με τις αδερφές μου να τραγουδούν δεύτερα φωνητικά.

Έγραφα για πράγματα πέρα ​​από τα χρόνια μου, όπως για έρωτα και στενοχώρια, εμπνευσμένη από τους Fleetwood Mac, την Bonnie Raitt και την Aaliyah, αυτά που άκουγα εκείνη την στιγμή.

Ποτέ δε σταμάτησα πραγματικά να γράφω τραγούδια, ήμουν όμως ήμουν πολύ ντροπαλή να τα δείξω στους άλλους καθώς μεγάλωνα.

Όταν ήμουν 19 και μετακόμισα στην πόλη, οι συγκάτοικοί μου με άκουγαν να γράφω και να τραγουδάω στο δωμάτιό μου και με ενθάρρυναν να δώσω σόου στα τοπικά καφενεία. Έτσι ξεκίνησα.

Θυμάμαι ότι η πρώτη μου παράσταση ήταν σε μια κρεπερί και ήμουν τόσο έκπληκτη από την μεγάλη προσέλευση των φίλων που με στήριξαν: με κατέκλυσε με θετικό τρόπο.

Το Mistake in Parting είναι το ανεπίσημο -και αποκηρυγμένο από σένα- ντεμπούτο σου. Έχεις καταλήξει να το αποδεχτείς με τα χρόνια ως έκφραση του πρώην εαυτού σου;

Οι μελωδικές του γραμμές είναι, σε κάθε περίπτωση, υπέροχες, πιστεύω.

Συνήθιζα να είμαι πολύ σκληρή με τον εαυτό μου και κρίνω τον νεότερο εαυτό μου, ακόμα και τον εφηβικό μου εαυτό.

Αλλά καθώς έχω μεγαλώσει και καταλαβαίνω πως πάντα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε με ό,τι γνωρίζουμε εκείνη την στιγμή, έχω αγαπήσει τον προηγούμενο εαυτό μου.

Δε θα πήγαινα ποτέ σε έναν 16χρονο ή 21χρονο να του πω, «Τι είναι αυτή η βλακεία που κάνεις; Τι είναι αυτή η ανώριμη, σκατένια τέχνη που φτιάχνεις;» Οπότε δεν πρόκειται να το κάνω πια ούτε στον προηγούμενο εαυτό μου.

Το The Grime and The Glow, το επίσημο ντεμπούτο σου, φαίνεται να είναι προϊόν της ευρωπαϊκής περιοδείας σου το καλοκαίρι του 2009. Με ποιους τρόπους διαμόρφωσε αυτή η περιοδεία το καλλιτεχνικό σου όραμα;

Ναι, δεν ήταν μια σωστή περιοδεία, αλλά ακολουθούσα μια ομάδα καλλιτεχνών περφόρμανς. Θα έπαιζα ένα μικρό σύνολο τραγουδιών στο τέλος των παραστάσεων.

Δανειζόμουν εξοπλισμό, οπότε όποιες κιθάρες και όποια πεντάλ ήταν διαθέσιμες/διαθέσιμα, θα τις/τα αξιοποιούσα.

Θα χρησιμοποιούσα την αντήχηση των μεγάλων, παλιών εργοστασιακών χώρων ή την οικειότητα των μικρών δωματίων γκαλερί τέχνης.

Έμαθα πολλά και με ενέπνευσε να γράφω τραγούδια με τον ίδιο τρόπο - χρησιμοποιώντας μόνο αυτό που είχα, μια παλιά οκτακάναλη συσκευή ηχογράφησης, μια κιθάρα, φίλους κι έναν χώρο στην πόλη μου όπως ένα γκαράζ ή ένα στούντιο φίλου.

Το The Grime and the Glow ήταν μια επανεκκίνηση για μένα ως καλλιτέχνιδα, καθώς προφανώς δεν ένιωθα άνετα με τον «γυαλισμένο» ήχο και τον υπερβολικό λυρισμό του Mistake in Parting.

Το Apokalypsis είναι το δεύτερο άλμπουμ σου. Ο ίδιος ο τίτλος υποδηλώνει μια θρησκευτική διάσταση. Η πίστη, η θρησκεία, η φιλοσοφία ή η πνευματικότητα παίζουν ρόλο στην καθημερινότητά σου;

Η πνευματικότητα είναι ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, και φαίνεται επίσης πολύ διαφορετική από το πώς ήταν όταν έγραφα το Apokalypsis ως κάποια στα 20 της.

Εξακολουθούσα να προέρχομαι από μια χριστιανική νοοτροπία τότε, αλλά σε εκείνο το σημείο μπόρεσα να προσεγγίσω την Βίβλο ως θρησκευτική μυθολογία, όπως ανατρέχουμε στην ελληνική μυθολογία.

Αυτό ήταν εν μέρει η έμπνευση για εκείνο το άλμπουμ και τον τίτλο του.

Αφορούσε επίσης την έννοια της επιφοίτησης και της αποκάλυψης, εκείνη την δυνατή στιγμή που κάτι βγάζει νόημα ξαφνικά - μου αρέσουν αυτές οι στιγμές.

Το Unknown Rooms: A Collection of Acoustic Songs είναι μια επιστροφή-στα-βασικά συλλογή στοιχειωτικών ακουστικών τραγουδιών.

Δεδομένου του ότι ο πατέρας σου ήταν μουσικός της country, πώς σχετίζεσαι με την λαϊκή μουσική και τη δομική της απλότητα;

Τείνω να πηγαινοέρχομαι από πιο βαριά άλμπουμ σε κάτι πιο απογυμνωμένο γιατί μου αρέσουν και τα δύο, και χρειάζομαι ένα διάλειμμα από το ένα ή το άλλο αφού παραμείνω σ’ αυτό για λίγο.

Καθώς αλλάζω ως άτομο, δεν μπορώ να παίζω πάντα δυνατή, βαριά μουσική όλη την ώρα. Θα τρελαθώ.

Και σε αυτές τις στιγμές τρέλας, το μόνο που θέλω είναι να μπορώ να επικεντρωθώ στο τραγούδι χωρίς να χρειάζεται να πιέζω την φωνή μου ν’ ακουστεί πάνω από ντραμς και ενισχυτές.

Οπότε θα επιστρέψω στο να κάνω τραγούδια μόνο με την ακουστική κιθάρα μου, για να εστιάσω στην χαρά του τραγουδιού ξανά.

Σε μια σειρά από εντυπωσιακά συνεκτικά άλμπουμ, το Pain is beauty ξεχωρίζει, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Με ποια έννοια βρίσκεις ομορφιά στον πόνο; Υπάρχει επίσης κάτι οδυνηρό στην ομορφιά, κατά την γνώμη σου;

Η ιδέα ότι ο πόνος είναι ομορφιά είναι ασαφής. Αυτό είναι ένα πολύ στοιχειώδες άλμπουμ, και σκεφτόμουν πως μια δασική πυρκαγιά είναι τρομερό πράγμα.

Είναι, όμως, επίσης ένα σημαντικό μέρος της διαδικασίας καθαρισμού του δάσους προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για νέα ανάπτυξη.

Η διαδικασία της προσωπικής ανάπτυξης είναι επίσης συχνά επώδυνη, ένα ξεκαθάρισμα, μια εγκατάλειψη, ένα ταξίδι υγείας και ούτω καθεξής.

«Κουβαλάω ένα βάρος σαν βουνό - με ανάγκασε να παραμείνω ζωντανή και άσχημη», είναι ένας από τους αγαπημένους μου στίχους από εκείνο το άλμπουμ. Είναι τόσο προσωπικό.

Στο Abyss οι χεβυμεταλλικές τάσεις σου είναι πιο εμφανείς από ποτέ, όπως και η διαδικασία της εμβάθυνσης στα όνειρα και το υποσυνείδητο. Είναι το υποσυνείδητό σου ένα μέρος όπου επιστρέφεις συνεχώς για έμπνευση;

Το υποσυνείδητο βασίλειο, και το βασίλειο του ύπνου και των ονείρων είναι ένα βαθύ πηγάδι έμπνευσης για μένα. Εξερεύνησα αυτές τις σφαίρες με πιο σκόπιμo τρόπο στο Abyss, στιχουργικά, μουσικά, θεματικά.

Νιώθω τόσο ευγνώμων σε αυτό το βασίλειο που με δίδαξε τόσα πολλά και για την φαινομενικά ατελείωτη, σαν αβύσσου, φύση του.

To Hiss Spun, το τρίτο μέρος μιας φανταστικής τριλογίας που ξεκινά με το Pain is Beauty, εμβαθύνει ξανά στο προσωπικό και οικογενειακό σκοτάδι, χρησιμεύοντας ως ένα είδος θαρραλέου εξορκισμού.

Είναι η μουσική ένα είδος εξορκισμού για εσένα;

Μου αρέσει η ιδέα αυτών των άλμπουμ ως τριλογίας.

Όταν έγραψα το Hiss Spun, είχα επιστρέψει στην Βόρεια Καλιφόρνια κοντά στην γενέτειρά μου, αφού έλειπα για πολλά χρόνια.

Ήμουν, λοιπόν, αντιμέτωπη με δαίμονες από τα εφηβικά μου χρόνια και τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και τους επεξεργαζόμουν μέσα από τραγούδια.

Επομένως, επρόκειτο λίγο για προσωπικό εξορκισμό, αλλά διασκέδασα πολύ κάνοντας το άλμπουμ, αν είμαι ειλικρινής! Είχα πολύ πάθος για την καριέρα μου εκείνη την στιγμή.

Είναι λυπηρό, όμως, ν’ ανατρέχω στο τότε, γιατί πραγματικά αγαπούσα και πίστευα σε αυτό το άλμπουμ, αλλά οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόμουν εκείνη την εποχή μείωσαν τον ενθουσιασμό μου και με έκαναν να νιώθω ανάξια.

Αυτό οδήγησε σε εξάντληση.

Το Birth of Violence, το έκτο στούντιο άλμπουμ σου, σε βρίσκει «αφημένη εδώ στο αμερικανικό σκοτάδι». Η Αμερική γίνεται πιο σκοτεινή μέρα με τη μέρα;

Οι Η.Π.Α. είναι δυστυχώς χτισμένες πάνω στην γενοκτονία και την σκλαβιά, επομένως είναι εγγενώς ένα σκοτεινό μέρος. Είναι στοιχειωμένο από ιστορίες σκότους και πόνου.

Το She reaches out to she reaches out to she, το πιο πρόσφατο άλμπουμ σου, κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο και είναι προϊόν κατακτημένης νηφαλιότητας.  Διεκδίκησες αυτό που ήθελες αποκτώντας «την θέση σου στον ήλιο»;

Ακόμα το δουλεύω. Το She Reaches Out... έχει να κάνει με το να βρίσκομαι σε έναν οριακό χώρο, ένα κενό γεμάτο δυνατότητες, μυστήριο και παράξενο, και ακόμα νιώθω ότι ζω εκεί.

Ακόμα μαθαίνω τα μαθήματα που μου διδάσκει αυτό το άλμπουμ. Δε νομίζω ότι έχω διεκδικήσει ακόμα τη θέση μου στον ήλιο.

Ακόμα «ακούς τραγούδια στην σιωπή»; Πόσο άνετα αισθάνεσαι στην σιωπή;

Ευδοκιμώ σε ένα ήρεμο, ήσυχο περιβάλλον. Νομίζω ότι το χρειάζομαι για να αντιπαραβάλλω την ένταση του κόσμου, την ένταση της περιοδείας, τα συνεχή τραγούδια και την υπερβολική σκέψη στο κεφάλι μου.

Ζω σε μια καμπίνα στα βουνά και όταν είμαι εκεί νιώθω πάντα πολύ ευγνώμων για την ησυχία.

Έχεις πια ξεπεράσει τον τρόμο της σκηνής;

Έρχεται και φεύγει. Δεν είναι πολύ άνετο για μένα να αισθάνομαι αντιληπτή- θα προτιμούσα να είμαι ένα αόρατο, νεφελώδες ον που επικεντρώνεται απλώς στο να τραγουδά και να παίζει. Η σωματικότητα της παράστασης είναι πιο δύσκολη για μένα.

Έχω καλές νύχτες κατά τις οποίες νιώθω πολύ ενσαρκωμένη και μπορεί να χάσω τον εαυτό μου στην παράσταση, και νύχτες όπου είναι λίγο πιο δύσκολο και πρέπει να χρησιμοποιήσω ενεργά εργαλεία για να ξεπεράσω τον τρόμο της σκηνής.

Ευχαριστώ θερμά την Clare Maxwell (Concord) για την καθοριστική συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της καλλιτέχνιδας.

Η Chelsea Wolfe εμφανίζεται ζωντανά στην σκηνή του Gagarin205 Live Music Space την Δευτέρα 18 Νοεμβρίου. Οι πόρτες ανοίγουν στις 20:30, η συναυλία ξεκινάει στις 21:00.