Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Gilles Bourdos: «Το ζήτημα της ηθικής είναι στην καρδιά της σκέψης του σκηνοθέτη»

 

Gilles Bourdos (Φωτογραφία: Βαγγέλης Πατσιαλός)

Μια συνάντηση με τον Γάλλο σκηνοθέτη Gilles Bourdos, με αφορμή την προβολή στις αίθουσες της ταινίας του Η Απόφαση, ενός σφιχτοδεμένου υπαρξιακού θρίλερ για την επιλογή, την ευθύνη και την οφειλή, με πρωταγωνιστή τον Βενσάν Λιντόν.

Η Απόφαση είναι μια ταινία για την επιλογή, την ευθύνη και την οφειλή. Σας ενδιαφέρουν αυτά τα ζητήματα και ως σκηνοθέτη και ως άνθρωπο/κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο;

Απολύτως!

Οι ταινίες μου αφορούν σε θέματα για τα οποία δεν έχω απάντηση και που με συγκινούν. Έχω πολλές φορές αναρωτηθεί τι θα έκανα σε μια παρόμοια κατάσταση. Επειδή, λοιπόν, δεν ήξερα τι να απαντήσω, ήθελα να κάνω αυτό το φιλμ.

Βρίσκετε απαντήσεις μέσα από τον κινηματογράφο στα ερωτήματα τα οποία κατά καιρούς θέτετε στον εαυτό σας;

Τα θέματα που με απασχολούν με βοηθούν να ζήσω κι οι ταινίες είναι ένα είδος εμβάθυνσης σ’ αυτήν την προβληματική κάθε φορά.

Έχω την αίσθηση πως όταν φτιάχνω αυτά τα φιλμ, με αλλάζουν ως άνθρωπο. Κατασκευάζω ταινίες, και με κατασκευάζουν κι εκείνες από την πλευρά τους.

Πέραν των προαναφερθέντων κεντρικών αξόνων, νομίζω ότι η ταινία αφορά και στον έλεγχο, ειδικά στον έλεγχο μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας, και πιο συγκεκριμένα μέσω της χρήσης του κινητού τηλεφώνου.

Θα ήθελα να μου σχολιάσετε το ζήτημα του ελέγχου και τον ρόλο τον οποίο διαδραματίζει η σύγχρονη τεχνολογία στην καθημερινότητά μας ως ανθρώπων.

Τη δεκαετία του 1970 δε θα μπορούσε να γυριστεί ένα τέτοιο φιλμ. (Γέλιο).

Το ουσιώδες που αναδεικνύεται μέσα από την ταινία είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να αποσυνδεθεί από τα κοινωνικά δίκτυα και τη σύγχρονη τεχνολογία.

Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται κλεισμένος μέσα σ’ ένα γυάλινο κουτί, ένα αυτοκίνητο που μετακινείται, και έχει την αυταπάτη πως είναι συνδεδεμένος με τον υπόλοιπο κόσμο.

Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι συνδεδεμένος πολύ επιφανειακά.

Υπάρχει, ωστόσο, κι ένας τρίτος πρωταγωνιστής στο φιλμ, ο οποίος είναι το φως. Θεωρώ ότι είναι το σημαντικότερο κινηματογραφικό γεγονός μέσα στην ταινία.

Γιατί;

Κάθε σκηνοθέτης, όταν φτιάχνει ένα φιλμ, έχει μέσα του αρχέγονες εικόνες: από την παιδική ηλικία του και τις ευαισθησίες, τα όνειρα ή τους εφιάλτες του εκείνης της περιόδου.

Όταν ήμουν παιδί, στη δεκαετία του ’70, ο μπαμπάς μου, που εργαζόταν στους αυτοκινητόδρομους της Γαλλίας με σκοπό τον έλεγχο του φωτισμού, με έπαιρνε μαζί του και βρισκόμουν μισοξαπλωμένος σε μια ημι-ονειρική κατάσταση.

Αυτό το οποίο έβλεπα συνεχώς ήταν να περνάει το φως και να αλλάζει καθώς κινείτο το αυτοκίνητο. Στην ταινία δεν υπάρχει ένα σταθεροποιημένο φωτεινό σημείο, αλλάζει συνέχεια.

Με το φως δεν υπάρχει κανενός είδους μονιμότητα. Αυτό θέλω να τονίσω.

Ο ίδιος ο ήρωας, πάλι, είναι ακίνητος, μέσα στο μπετόν, κινούμενος διαρκώς.

Κινούμενος διαρκώς εξωτερικά και -κυρίως- εσωτερικά.

Οι δύο αυτές κινήσεις συναντιούνται.

Ο πρωταγωνιστής αρχικά φαίνεται στιβαρός, σαν να θέλει να κρατήσει την κατάσταση υπό τον έλεγχό του.

Κατόπιν, σιγά σιγά σχηματίζονται «ρωγμές» και στον δικό του χαρακτήρα και, προς το τέλος της ταινίας, είναι σαν να «ξανασυναρμολογείται». Έχουμε, τελικά επιλογές στη ζωή μας; Κι αν ναι, τι μας εμποδίζει από το να τις υλοποιήσουμε;

Όλη η ταινία περιστρέφεται γύρω από τα ζητήματα της ηθικής και της ευθύνης, έτσι δεν είναι;

Μέχρι πού μπορεί κάποιος να φτάσει καταστρέφοντας την ίδια του τη ζωή για να ολοκληρώσει κάτι το οποίο ο ίδιος θεωρεί δίκαιο; Αυτό το ερώτημα θέτουν τόσο το φιλμ όσο και εγώ.

Ο πρωταγωνιστής είναι διατεθειμένος να χάσει τα πάντα -την σύζυγό του, τη δουλειά του, ακόμα και τα παιδιά του-, προκειμένου να υπερασπιστεί κάτι που ο ίδιος θεωρεί δίκαιο. Δεν ενδιαφέρεται για την γυναίκα η οποία θα γεννήσει το μωρό του.

Καθένας μας, άρα, θέτει συνεχώς το ζήτημα της ηθικής ευθύνης στη ζωή του.




Σε ό,τι σας αφορά, πώς τοποθετείστε ηθικά έναντι του κινηματογράφου και των θεατών;

Το ζήτημα της ηθικής τίθεται ευρύτερα στους εργασιακούς χώρους και είναι στην καρδιά της σκέψης του σκηνοθέτη. Ιδίως από τότε που εμφανίστηκε το κίνημα #MeToo οι σχέσεις εξουσίας κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων συζητιούνται συχνά.

Ωστόσο, ο πρωταγωνιστής της ταινίας είναι εξουσιαστικός απέναντι στους κοντινούς ανθρώπους.

Όλα του διαφεύγουν, όμως!

Η εξουσιαστική διάσταση του χαρακτήρα του τον κάνει λιγότερο συμπαθή, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον.

Απολύτως!

Βιώνει την αυταπάτη ότι μπορούμε να τα ελέγξουμε όλα.

Το φιλμ τελειώνει μ’ έναν ανακουφιστικό, καθησυχαστικό, λυτρωτικό -ας πούμε- τρόπο. Ως θεατής, θα ανέμενα μια ανατροπή - κυριολεκτική και μεταφορική. Είχατε σκεφτεί το ενδεχόμενο ενός διαφορετικού τέλους σ’ αυτήν την ιστορία;

Το τέλος είναι πολύ ανοιχτό σε ερμηνείες.

Έχουμε έναν άνθρωπο ο οποίος έχει πάρει την απόφαση να κινηθεί από το σημείο α στο σημείο β κι έχει αναλάβει την ευθύνη της επιλογής του. Στο τέλος, έχει πια ακινητοποιηθεί. Αυτό το τέλος ήθελα να δώσω.

Η Απόφαση έχει μια έντονη θεατρική ποιότητα. Αγαπάτε, παρακολουθείτε και θέατρο; Έχετε ποτέ σκεφτεί να ασχοληθείτε με τη συγγραφή θεατρικών κειμένων ή τη σκηνοθεσία θεατρικών παραστάσεων;

Το έκανα λίγο σ’ αυτήν την ταινία.

Θέλησα να επεξεργαστώ το συγκεκριμένο κείμενα με τα λιγότερα δυνατά κινηματογραφικά εργαλεία. Σε επίπεδο αναλογίας, είναι όπως όταν έχεις σε μια παράσταση έναν ή δύο ήρωες, ένα τραπέζι, μία καρέκλα επί σκηνής. Τίποτε άλλο.

Όλα παίζονται γύρω από αυτήν τη μινιμαλιστική προσέγγιση.

Στην Απόφαση υπάρχει μια πραγματική, και ταυτόχρονα μια αφηρημένη διαδρομή. Ποτέ δεν ξέρουμε ποιο είναι το δρομολόγιο - και δεν είναι αυτή η ουσία. Δεν ήθελα να κάνω μια απλή αναπαραγωγή της πραγματικότητας.

Αυτό που μ’ ενδιαφέρει ως σκηνοθέτη είναι να επιβάλω τα ίχνη της δικής μου άποψης πάνω σε μια πραγματικότητα.

Η συνέντευξη με τον Gilles Bourdos πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 25ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ελλάδος, όπου η ταινία του έκανε την ελληνική πρεμιέρα της.

Ευχαριστώ θερμά την Σταματίνα Στρατηγού από το Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ελλάδος για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Η ταινία του Gilles Bourdos Η Απόφαση προβάλλεται στους κινηματογράφους σε διανομή της Spentzos Film.



Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Ζαν-Πωλ Ντυμπουά: «Η λογοτεχνία μού φαίνεται σαν ένα ψαχούλεμα στο σκοτάδι»

 

Ζαν-Πωλ Ντυμπουά (Φωτογραφία: Patrice Normand)

Κάτοχος του βραβείου Γκονκούρ, ο Ζαν-Πωλ Ντυμπουά είναι από τους πλέον επιφανείς σύγχρονους Γάλλους εκφραστές ενός ανθρωπισμού στοχαστικού, τρυφερού και χαμηλόφωνου, συχνά διανθισμένου με μια ιδιαίτερη αίσθηση χιούμορ.

Μια σε βάθος συζήτηση μαζί του με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του μυθιστορήματός του Η πηγή των δακρύων από τις Εκδόσεις Δώμα.

«Έφτασα στη συγγραφή γιατί είναι ο λιγότερο επώδυνος τρόπος για να κερδίσεις τα προς το ζην», έχετε δηλώσει κατά το παρελθόν.

Είναι η συγγραφή μια ανακουφιστική και ίσως λυτρωτική εμπειρία για εσάς;

Για μένα η συγγραφή είναι πάνω από όλα ένας προνομιακός τρόπος ζωής, ένας μάλλον περιθωριακός τρόπος ζωής, απόδρασης από τους κώδικες της πραγματικότητας.

Σου δίνει επίσης την ευκαιρία να μην εξαρτάσαι από κανέναν και, κυρίως, να μην ασκείς καμία μορφή εξουσίας ή εξουσίας σε κανέναν.

Αυτό ήθελα λίγο πολύ να εκφράσω όταν είπα ότι ήταν ο λιγότερο επώδυνος τρόπος για να κερδίσεις τα προς το ζην.

Είναι μια μοναχική, σχεδόν αυτιστική δουλειά, ένας εγκλωβισμός στις χαρές και στις νευρώσεις του, μια μαθητεία στο ανθρώπινο επάγγελμα μέσω άλλων δρόμων.

Δεν νομίζω πως η συγγραφή είναι λυτρωτική ή μπορεί να φέρει κάποια ανακούφιση.

Από την άλλη πλευρά, είναι μια εφήμερη πράξη που μας επιτρέπει να αγγίζουμε τον κόσμο και να παρατηρούμε τους άλλους.

Είναι επίσης ένας τρόπος να κυνηγήσουμε τη φρεσκάδα και την αφέλεια της παιδικής ηλικίας ζώντας, προσωρινά, σε ένα φανταστικό σύμπαν.

Ο άνθρωπος ο οποίος μεγαλουργεί, επαναστατεί, ελπίζει, νικιέται, συνθλίβεται βρίσκεται στο κέντρο των μυθιστορημάτων σας. Ποια χαρακτηριστικά των ανθρώπων σάς αγγίζουν και ποια σας τρομάζουν περισσότερο;

Είμαστε τελικά αρκούδες που πήραν τον λάθος δρόμο;

Οι άνθρωποι οι οποίοι με εντυπωσιάζουν περισσότερο είναι πάνω απ’ όλα οι έξυπνοι και παράδοξοι άνθρωποι. Ευαίσθητα όντα που έχουν μοναδική άποψη για τον κόσμο, που σκέφτονται πριν δαγκώσουν, που στοχάζονται πριν χτυπήσουν.

Μου αρέσουν επίσης αυτοί οι χαρακτήρες οι οποίοι σηκώνουν το κεφάλι τους και ξεκινούν μάχες χωρίς πραγματικά να θέλουν να τις κερδίσουν, αλλά μόνο ελπίζοντας να ανακτήσουν την αξιοπρέπειά τους και τα δικαιώματα που τους στερούνται.

Θα καταλάβετε ότι αυτοί οι οποίοι με τρομάζουν περισσότερο λέγονται Τραμπ, Μιλέι ή Όρμπαν.

Υβριδικοί χαρακτήρες που καταφέρνουν να συγκεντρώσουν όλα τα γενετικά ελαττώματα του είδους σε έναν ενιαίο εγκέφαλο:

Δεν αισθάνονται κανέναν σεβασμό, δε βιώνουν καμία ενσυναίσθηση, κανένα συναίσθημα και φαίνεται να ζουν μόνο για τη θήρα.

Αυτοί οι πρωτοπόροι συσσωρεύονται και εμποτίζονται στην κοινωνία των πολιτών παράγοντας κλώνους που είναι σίγουρα λιγότερο ορατοί, αλλά εξίσου τοξικοί..

Πώς κατανοείτε και ορίζετε τον ανθρωπισμό σήμερα σε λογοτεχνικό, κοινωνικό και ψυχολογικό επίπεδο;

Ο ανθρωπισμός σήμερα έχει γίνει, πιστεύω, ένα «παλιομοδίτικο άθλημα». Μια συμπεριφορά η οποία δεν έχει πλέον θέση σε ένα σύμπαν όπου κυριαρχεί μια μορφή αγριότητας, είτε οικονομική, κοινωνική, πολιτική, είτε πολιτιστική.

Ο ανθρωπισμός στις μέρες μας μοιάζει με μια διάχυτη ομίχλη η οποία εξακολουθεί να επιπλέει στη ζωή παντού γύρω μας, αλλά που διαλύεται αμέσως μόλις μπουν στο παιχνίδι οικονομικά συμφέροντα ή η εξουσία.

Ο ανθρωπισμός μού φαίνεται σήμερα σαν ένα είδος γαρνιτούρας, μουσικής για ασανσέρ την οποία αντιλαμβανόμαστε αλλά δεν ακούμε πια. Κι όμως, έστω και στερημένος της ουσίας, αθόρυβα, είναι εκεί. Εύθραυστος, αλλά πεισματάρικος.

Δεν αντιμετωπίζετε μόνο τους ανθρώπους με τρυφερότητα, αλλά και τα ζώα, ιδιαίτερα τα σκυλιά, που παίζουν σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο στα δύο μυθιστορήματά σας τα οποία κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Δώμα.

Θα θέλατε να εμβαθύνετε στη σχέση σας με τα σκυλιά, είτε μυθοπλαστικά είτε αληθινά;

Πώς μπορούμε να συμπεριφερόμαστε στα ζώα με οτιδήποτε άλλο εκτός από τρυφερότητα; Πώς μπορούμε να αρνηθούμε να μπούμε στον κόσμο τους για να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πώς λειτουργεί και τις λεπτές του λεπτομέρειες;

Από αυτή την άποψη, η εκπαίδευση είναι μια πραγματική αποτυχία.

Ζούμε στα παρασκήνια των αλγορίθμων και της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά ποτέ δε λέμε τίποτα για τη νοημοσύνη ή για την ταλαιπωρία ζώων.

Είναι μια απέραντη ήπειρος που έτσι παραμερίζεται, αντιμετωπίζεται με άρνηση και υφίσταται υπερεκμετάλλευση.

Ως παιδί, μού έμαθαν μόνο ότι το ψητό μοσχάρι ήταν μια πρωτεϊνική τροφή, ένα κρέας χωρίς συγγένεια, χωρίς ιστορία, χωρίς πόνο. Ένα είδος «μεταλλεύματος», όπως λένε οι κτηνοτρόφοι.

Χρειάστηκε μια μέρα, ως έφηβος, για να κάνει ο ουρανίσκος μου τη σύνδεση μεταξύ του «χυμού ο οποίος απελευθερώνεται από το ψήσιμο του κρέατος» και της γεύσης του αίματος ενός βοδιού για να γίνω χορτοφάγος.

Μερικές φορές η μάθηση καταλήγει σε μικρά πράγματα. Λατρεύω τον πλούτο, τις λεπτότητες της ζωής που διαπερνούν τον κόσμο των ζώων.

Τα σκυλιά; Πάντα ζούσα με σκύλους. Καταλαβαίνουν πολλές λέξεις τις οποίες προφέρω και προτάσεις που τους λέω. Και μετά βίας μπορώ να αποκρυπτογραφήσω δύο ή τρία από τα γαβγίσματά τους.

Τα σκυλιά, αν έχετε υπομονή, μπορούν να διαβαστούν σαν βιβλία. Ζουν σε όλες μου τις ιστορίες. Μένουν μαζί μου όταν γράφω. Δεν αφήνουμε ποτέ ο ένας τον άλλον.

Όταν πεθαίνουν, οι στάχτες και τα περιλαίμιά τους μένουν στο σπίτι, στο γραφείο μου. Στα βιβλία μου, τα σκυλιά δεν είναι ποτέ φανταστικά. Οι άνθρωποι, από την άλλη, μερικές φορές είναι.




Στο Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο και στο Η πηγή των δακρύων, ο πρωταγωνιστής αφηγείται τη ζωή του - σε συνομιλία με τον συγκρατούμενό του στην πρώτη περίπτωση και με τον ψυχίατρό του, στη δεύτερη.

Σε ποιο βαθμό η λογοτεχνία είναι μια συνομιλία με αυτό που είμαστε, ήμασταν και θα μπορούσαμε να γίνουμε;

Περισσότερο από μια συνομιλία, η λογοτεχνία μερικές φορές μου φαίνεται σαν μια προσπάθεια αυτοεξερεύνησης, ένα ψαχούλεμα στο σκοτάδι.

Στα βιβλία μου, όλοι οι αφηγητές έχουν το ίδιο μικρό όνομα και είναι ένα είδος voiceover για μια ταινία που γυρίζω στο σκοτάδι.

Γιατί περισσότερο από το να γράφω ένα βιβλίο, πολύ συχνά έχω την αίσθηση ότι γυρίζω μια ταινία και πως είμαι αυτή η αόρατη φωνή, πάντα η ίδια, από βιβλίο σε βιβλίο.

Όποιος λίγο πολύ επαναλαμβάνει, συχνά λέει το ίδιο πράγμα με διαφορετικούς ηθοποιούς. Περιτριγυρίζομαι από εμμονές και τελετουργίες οι οποίες ταυτόχρονα με καθησυχάζουν και με στενοχωρούν.

Οι ιστορίες μου δε με θεραπεύουν με κανέναν τρόπο, αλλά μου δίνουν μια λεπτομερή εκτίμηση της ψυχικής μου κατάστασης εκ των υστέρων. Μου αρέσει να κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Θεωρώ τον εαυτό μου ευγενικά γελοίο.

Απαισιόδοξο και ελπιδοφόρο, τραγικό και κωμικό, ενίοτε μακάβριο, το μυθιστόρημα Η πηγή των δακρύων με κρατά σε εγρήγορση και με συντροφεύει στον ύπνο μου.

Τι σας ευχαριστεί περισσότερο στις «ακροβασίες» ανάμεσα σε ψυχικές καταστάσεις αντίθετες - και ακραίες;

Νομίζω πως επιστρέφουμε στην αρχική ερώτηση. Στοχαστικά και παράδοξα όντα. Μου αρέσει να σκάβω στα σπλάχνα ενός κρανίου. Να ψαχουλεύω αυτό το σκεπτόμενο κρέας με τη μικρή μου εργαλειοθήκη.

Αυτά τα μέρη όπου η ευγένεια συναγελάζεται με την κακία, όπου μπορείς να βρεις οτιδήποτε, αρκεί να είσαι περίεργος. Τόσα πολλά είναι μέσα μας. Είμαστε φορείς μιας λάσπης και ιζημάτων μιας εκπληκτικής ποικιλίας.

Όταν τα ανακατεύεις όλα αυτά, αναδύεται μια δίνη αναμνήσεων, όπου το γέλιο, ο φόβος, η γελοιοποίηση, η καλοσύνη, ο πόνος, το χάδι και το μαχαίρι του χασάπη σμίγουν.

Όπως υπάρχουν «σωστές» και κατάλληλες λέξεις, έτσι και ένα βιβλίο φτιάχνεται με μια προσεκτική ισορροπία των καταστάσεων και των υπερβολών οι οποίες το συνθέτουν.

Είναι ένα είδος ισορροπίας μεταξύ θανάτου και χαμόγελου, της έλξης που αισθανόμαστε για τους άλλους και της αηδίας για τον εαυτό μας.

Και μερικές φορές μπορεί να είναι και το αντίστροφο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντα ένιωθα ότι η λειτουργία ενός καλού βιβλίου είναι να ισοπεδώνει το εγώ του ανθρώπου ο οποίος το γράφει.

Ο Πωλ πυροβολεί τον ήδη νεκρό πατέρα του. Επειδή δεν μπορεί να θεωρηθεί ένοχος ανθρωποκτονίας, του επιβάλλεται υποχρεωτική ψυχοθεραπεία.

Ποια είναι η δική σας σχέση με την ψυχανάλυση και την ψυχοθεραπεία; Τις εμπιστεύεστε, τους αντιστέκεστε, σας φοβίζουν;

Είμαι κακός στην ψυχανάλυση και στην ψυχοθεραπεία. Αυτές είναι πρακτικές για τις οποίες τρέφω μεγάλο σεβασμό, αλλά που γλιστρούν μέσα από τα δάχτυλά μου.

Όταν αισθάνομαι την προσωπική μου ψυχική μηχανή να κάνει έναν περίεργο θόρυβο, κάνω στην άκρη και προσπαθώ να το καταλάβω τι συμβαίνει με την προσωπική μου εργαλειοθήκη. Μαστορεύω. Ψαχουλεύω.

Στα βιβλία, ωστόσο, οι ψυχαναλυτές είναι βασικοί χαρακτήρες που μερικές φορές εξαπατώνται από τον ασθενή και σε άλλες συνθήκες αποδεικνύονται πολύτιμοι σύμμαχοι. Αποτελούν μέρος των στοιχείων του κουτιού της ιστορίας μου.

Ποια είναι η σχέση σας και με το υγρό στοιχείο τόσο σε κυριολεκτικό όσο και σε μεταφορικό επίπεδο, και ιδίως με τη βροχή, η οποία «διαποτίζει» το μυθιστόρημα;

Για να επιστρέψουμε στην «πηγή των δακρύων», για να αναβαπτιστούμε σ’ αυτήν, πρέπει, κατά τη γνώμη σας να διαπράξουμε έναν συμβολικό φόνο;

Θέτετε δύο διαφορετικές ερωτήσεις. Πρώτα μιλάτε για το υγρό στοιχείο το οποίο «διαποτίζει» την Πηγή. Αναφέρετε τη βροχή.

Και εδώ, όπως το κρύο και το χιόνι, οι επίμονες και μόνιμες νεροποντές είναι πολύτιμο βοήθημα στην εικόνα και στο ντεκόρ. Δημιουργούν ένα κλίμα περισσότερο, παρά είναι έκφρασή του. Το νερό είναι υπέροχο.

Τίποτα δεν είναι πιο τρομακτικό από έναν αποξηραμένο κόσμο.

Ο ωκεανός που διατρέχει σχεδόν όλα τα βιβλία μου είναι επίσης ένα στοιχείο ηρεμίας, ανακούφισης, γαλήνης. Σε βαθμό να εξαφανιζόμαστε εκεί όταν νομίζουμε ότι ήρθε η ώρα να «πνίξουμε» την ιστορία.

Μου αρέσει το νερό: να το πίνω, να το αγγίζω, να κολυμπώ μέσα σε αυτό, να το δέχομαι στο κεφάλι μου. Και όταν το voiceover ουρλιάζει «Δράση», αρχίζει πάντα να βρέχει.

Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας το οποίο αφορά το «Βάπτισμα», είναι πολύ φιλοσοφικό και αφηρημένο για μένα. Δεν πιστεύω σε τίποτα και δεν είχα ποτέ πίστη.

Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος που, όταν «γύριζα» τη σκηνή του νεκροτομείου, δεν αναρωτήθηκα αν ο πυροβολισμός ενός νεκρού στο κεφάλι ήταν συμβολικό έγκλημα.

Αλλά στρέφομαι στη Wikipedia για να μάθω για τα άρθρα του ποινικού κώδικα ή για την επιλογή του διαμετρήματος του όπλου το οποίο θα χρησιμοποιήσω σε αυτές τις συνθήκες.

Όσο για την «πηγή των δακρύων», ούτε εσείς ούτε εγώ θα μάθουμε ποτέ χωρίς αμφιβολία από πού προέρχεται, εκτός ίσως από τη στιγμή κατά την οποία γεννιόμαστε.

Αν ήταν έτσι, τότε θα ήταν αρκετά συμβολικό.

Ευχαριστώ θερμά τον υπέροχο άνθρωπο Ζαν-Πωλ Ντυμπουά για τον χρόνο και την προσοχή που μου αφιέρωσε.

Ευχαριστώ, επίσης, ιδιαιτέρως την Violaine Faucon (Trames) για την καθοριστική συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Ευχαριστώ, τέλος, την Chimène Peucelle (Éditions de l’Olivier) για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγγραφέα.

Τα μυθιστορήματα του Ζαν-Πολ Ντυμπουά Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο και Η πηγή των δακρύων κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Δώμα σε μετάφραση Μαρίας Γαβαλά και Στέλας Ζουμπουλάκη, αντίστοιχα.



Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Guy Chadwick: «Είμαι κατά των ναρκωτικών, αλλά απολαμβάνω ένα ωραίο ποτήρι κρασί»

 


Με τη βαθιά ένρινη φωνή του στοίχειωσε την πρώιμη (μουσική) εφηβεία μου. Το συγκρότημα το οποίο συνίδρυσε αποτελεί ένα από τα πιο καταλυτικά και μακροχρόνια indie rock σημεία αναφοράς - τότε και τώρα.

Ο Guy Chadwick με τους The House of Love αναμένονται σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα στις 30 και 31 Μαΐου, αντίστοιχα. Μια κουβέντα με τον Guy Chadwick.

Οι House of Love πήραν το όνομά τους από το διάσημο μυθιστόρημα της Anaïs Nin, The Spy in the House of Love.

Ήσασταν θαυμαστές της λογοτεχνίας γενικότερα, απλώς σας τράβηξε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ή αυτή η επιλογή ήταν αυθόρμητη;

Η αρχική έμπνευση προήλθε από το τραγούδι των Doors A Spy In The House Of Love.

Ήμουν μεγάλος θαυμαστής της λογοτεχνίας και εξακολουθώ να είμαι. Στη συνέχεια διάβασα το βιβλίο της Anais Nin και μου άρεσε το γράψιμό της, έτσι άρχισα να διαβάζω όλα τα μυθιστορήματά της.

Σε κάθε περίπτωση, αν δεν είχατε παρακολουθήσει μια συναυλία των The Jesus and Mary Chain στο Electric Ballroom, οι The House of Love δε θα είχαν σχηματιστεί καθόλου.

Είναι ακριβές αυτό; Είχατε και τους The Velvet Underground στο πίσω μέρος του μυαλού σας;

Όχι! Οι JAMC ήταν περισσότερο καταλυτικοί, αλλά οι Velvet Underground ήταν η κύρια επιρροή μου μαζί με τους The Doors, τους Love και άλλες μπάντες της δεκαετίας του ’60.

Τι απολαμβάνεις περισσότερο στο τραγούδι και στη σύνθεση τραγουδιών, αντίστοιχα;

Η δημιουργικότητα της σύνθεσης τραγουδιών είναι πολύ ικανοποιητική και το βουητό τού να τραγουδάς ζωντανά είναι το καλύτερο!

Ως παιδί της «γενιάς του MTV» -αν υπήρξε ποτέ-, αρχικά σας ανακάλυψα μέσα από ένα βίντεο κλιπ είτε του Christine είτε του Shine On και με συντάραξαν κι οι δύο. Δυναμικές, κοφτερές συνθέσεις, όπου κυριαρχεί η βαθιά ένρινη φωνή σου.

Πώς ήταν να δημιουργείς «ανεξάρτητη» μουσική τότε και να την κυκλοφορείς, στην αρχή μέσω της Creation, της θρυλικής indie δισκογραφικής του Alan McGee; Τι θυμάσαι -και κρατάς- περισσότερο από τη συνεργασία σας μαζί του;

Ήταν μια μεγάλη επιρροή και η δισκογραφική του ήταν μια ομάδα από ομοϊδεάτες μουσικούς και συγκροτήματα. Υπήρχε αρκετή ατμόσφαιρα στην εταιρεία εκείνη την εποχή.

Ο Alan προφανώς ήταν ένας πολύ εμπνευσμένος άνθρωπος και έκανε τα πράγματα να συμβούν!

Ήταν μια διασκεδαστική στιγμή να κάνεις μουσική.

Υπογράψατε με τη Fontana για την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ σας, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν τόσο καλά.

Τόσο λόγω εξωτερικών πιέσεων όσο και της υπερβολικής χρήσης ναρκωτικών και της υπερκατανάλωσης αλκοόλ από την πλευρά σου. Πώς κατάφερες να ξεπεράσεις αυτές τις ανθυγιεινές -αλλά όχι ασυνήθιστες- συνήθειες; Παραμένεις νηφάλιος;

Σχεδόν νηφάλιος, χαχά!

Μεγάλο ποσοστό αυτού του «θρύλου» ήταν υπερεκτιμημένο και υπερβολικό εκείνη την εποχή - και εξακολουθεί να είναι, στην πραγματικότητα.

Δεν θα είχα γράψει τραγούδια, ούτε θα είχα ηχογραφήσει άλμπουμ αν ήταν έτσι. Είμαι πολύ κατά των ναρκωτικών τώρα, αλλά απολαμβάνω ακόμα ένα ωραίο ποτήρι κρασί.

Το Lazy, Soft and Slow ήταν το πρώτο σου σόλο άλμπουμ και τι υπέροχο ψυχεδελικό λαϊκό ποπ διαμάντι γεμάτο από τη δεκαετία του ’60 είναι ακόμα αυτό - σαν μια διασταύρωση πρώιμων Byrds και Kinks!

Σύμφωνα με την ταπεινή μου γνώμη, είναι το πιο ολοκληρωμένο έργο στο οποίο έχετε συμμετάσχει. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό το άλμπουμ, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά;

Νομίζω ότι είναι ένας πολύ καλός δίσκος που έχει αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου και είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτόν.

Τελικά κυκλοφόρησε σε βινύλιο για πρώτη φορά μόλις τον Μάρτιο που μας πέρασε. Μια μέρα θα προσπαθήσω να δώσω μια συναυλία όπου θα τον παίξω ολόκληρο!

Το A State of Grace, το οποίο αναπτύχθηκε ανάμεσα στα λοκντάουν του Covid-19, είναι το πιο πρόσφατο άλμπουμ The House of Love και ένα έργο ενδοσκόπησης και ωριμότητας, όπου μια συγκεκριμένη επιρροή της Americana διεισδύει.

Σε τι αναφέρεται η «κατάσταση χάρης» του τίτλου;

Απλώς ξεπήδησε ως στίχος όταν έγραφα το τραγούδι και δε σημαίνει πραγματικά τίποτα. Είναι ανοιχτός σε διαφορετικούς συνειρμούς, κάτι που μου αρέσει στη συγγραφή των τραγουδιών μου.

Εκτιμώ ιδιαίτερα το Byrds-ικό In My Mind. Τι είχες στο μυαλό σου όταν το έγραφες;

Το riff της κιθάρας μού το έφερε ένας παλιός φίλος, ο John Pilka. Ήμασταν μαζί στο συγκρότημα Kingdoms στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Οι στίχοι εξελίχθηκαν κατά φυσικό τρόπο γύρω από αυτό.

Έχετε πλέον συμφιλιωθεί με τις ανεπάρκειες, τα τραύματα και τα προβλήματά σας; Εξακολουθεί να σε τροφοδοτεί η αγάπη για τη μουσική - και η αγάπη, γενικότερα;

ΝΑΙ σε όλα αυτά!

Πάντα αναζητώ νέα μουσική για να απολαύσω. Το αγαπημένο μου συγκρότημα επί του παρόντος είναι οι Fontaines DC, οι οποίοι νομίζω ότι είναι όσο καλοί είναι δυνατόν. Πρόσφατα πήγα να δω τους Brian Jonestown Massacre που ήταν υπέροχοι!

Στις επικείμενες συναυλίες σας σε Θεσσαλονίκη (30 Μαΐου) και Aθήνα (31 Μαΐου), αναμένεται να απολαύσουμε τη συνηθισμένη χορταστική επιλογή από μουσικές «λιχουδιές», ή θα υπάρξουν και κάποια νέα «πιάτα» σε προσφορά;

Θα παιχτούν καινούρια τραγούδια τα οποία δεν έχουν παιχτεί πουθενά, καθώς δεν περιοδεύουμε φέτος γενικά και επικεντρωνόμαστε στην ηχογράφηση ενός νέου άλμπουμ. Φυσικά θα παίξουμε όλα τα κλασικά μας και κάποια άλλα σπάνια διαμάντια.

Ανυπομονώ για τη συναυλία σας, λοιπόν!

Σευχαριστώ, Γιάννη. Ελπίζω να σε δω σε κάποια από τις συναυλίες μας.

Με απόλυτη βεβαιότητα!

Ευχαριστώ θερμά την Suzie Gibbons από το μάνατζμεντ των The House of Love για την πολύτιμη συμβολή της στην υλοποίηση της συνέντευξης με τον Guy Chadwick.

Την ευχαριστώ επίσης και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του καλλιτέχνη που συνοδεύει το κείμενο.

Οι The House of Love εμφανίζονται ζωντανά στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή  30 Μαΐου στον Πολυχώρο Αθλητισμού και Πολιτισμού WE (Λεωφόρος 3ης Σεπτεμβρίου 3 & Γρ. Λαμπράκη).

Το Σάββατο 31 Μαΐου «μετακομίζουν» στην Αθήνα, και στο Gazarte - Ground Stage (Βουτάδων 32-34, Γκάζι).