Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

Inspiral Carpets: «Το ‘indie πνεύμα’ είναι ακόμα ζωντανό στη σημερινή μουσική»

 


Ένα από τα πιο επιδραστικά και διαχρονικά βρετανικά indie συγκροτήματα, οι Inspiral Carpets επιστρέφουν στην Αθήνα το Σάββατο 22 Φεβρουαρίου για μια αξέχαστη συναυλία.

Συζητώντας με τον Graham Lambert, εκ των ιδρυτικών μελών και κιθαρίστα του γκρουπ, ενόψει του λάιβ.

Μια από τις πιο έντονες και ευτυχισμένες στιγμές της πρώιμης εφηβικής μου ζωής (τώρα είμαι 49) ήταν να ακούω την 12ιντση εκδοχή του This is how it feels ξαπλωμένος στο πάτωμα του παιδικού μου δωματίου - σας ευχαριστώ γι’ αυτό.

Πώς συνθέτατε συνήθως τους στίχους και τη μουσική των τραγουδιών σας; Ήταν μια διαδικασία βασισμένη στην ιδέα ενός μέλους που αργότερα (ξανα)δουλευόταν συλλογικά στο στούντιο;

Ναι, η πιο τυπική/συνήθης μέθοδος σύνθεσης τραγουδιών είναι ότι ένα από τα μέλη του συγκροτήματος θα φέρει μια ιδέα στην αίθουσα των προβών και θα την αναπτύξουμε από εκεί.

Οι ιδέες ορισμένων μελών του συγκροτήματος είναι πολύ πιο διαμορφωμένες από άλλες, τα τραγούδια είναι σχεδόν ολοκληρωμένα και χρειάζονται λιγότερη δουλειά, αλλά όλοι συνεισφέρουμε.

Έχουμε γράψει κάποια τραγούδια συλλογικά, ενώ «τζαμάρουμε», αλλά αυτός δεν είναι ο κανόνας.

Αρχικά ένα πανκ γκαράζ συγκρότημα στο στιλ των Seeds ή των 13th Floor Elevators, γίνατε σταδιακά μέρος της «ιερής τριάδας» της indie σκηνής του Madchester. Τι σήμαινε να είσαι «indie» τότε; Και τι σημαίνει τώρα;

Νομίζω ότι ήμασταν πάντα «indie» με τον τρόπο που κάναμε πάντα τα δικά μας πράγματα και είχαμε τον έλεγχο του πώς λειτουργούμε ως συγκρότημα.

Ποτέ δεν έχουμε ευθυγραμμιστεί με μια μεγάλη δισκογραφική εταιρεία.

Ο λόγος που υπογράψαμε στη Mute ήταν επειδή μας επέτρεψε αυτήν την ελευθερία και παρόλο που ήταν μια μεγάλη, γνωστή δισκογραφική, λειτουργούσε επίσης με ένα «indie» ήθος.

Για εμάς, αυτό το «indie» ήθος σήμαινε τα πάντα. Όλη η μουσική που ακούγαμε - γκαράζ, πανκ, new wave κ.λπ.- γράφτηκε/διαμορφώθηκε βάσει αυτής της DIY ιδεoλογίας/αντίληψης.

Νομίζω πως το «indie πνεύμα» είναι ακόμα ζωντανό στη σημερινή μουσική. Βλέπεις πολλούς καλλιτέχνες να φτιάχνουν τη μουσική τους στο σπίτι τους, όχι σε μεγάλα στούντιο, και να την κυκλοφορούν μόνοι τους, διατηρώντας τον έλεγχο.

Αυτό είναι indie για μένα.

Ο ήχος του οργάνου Farfisa έγινε γρήγορα το κύριο σήμα κατατεθέν σας. Γιατί σας προσέλκυσε τόσο έντονα η δυναμική και ο τόνος του;

Όταν ο Clint Boon μπήκε στο συγκρότημα, ήταν σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένος από την γκαράζ μουσική της δεκαετίας του 1960 και έπαιζε Farfisa.

Πιστεύαμε ότι τόσο το στιλ και προσωπικότητά του, όσο και οι μουσικές του επιρροές, θα ταίριαζαν στο συγκρότημα και θα μας βοηθούσαν να εξελιχθούμε, κάτι που έγινε.

Πριν από την κυκλοφορία του επιδραστικού σας LP, Life, τη βινυλιακή έκδοση του οποίου αγόρασα δύο φορές εκείνη την εποχή λόγω υπερβολικής φθοράς μετά από απανωτές ακροάσεις, είχατε ηχογραφήσει πλειάδα εντυπωσιακών EΡs.

Σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονταν το Island Head και άλλα καλούδια.

Πριν από την κυκλοφορία του Life, είχαμε περάσει μια περίοδο ανάπτυξης για το συγκρότημα, βελτιώνοντας την τέχνη και τον ήχο μας.

Το άλμπουμ μπορεί να είχε βγει νωρίτερα, αν μετά την κυκλοφορία του Planecrash EP και την ηχογράφηση του Trainsurfing για την Playtime, δεν είχαμε χάσει τους Stephen Holt και Dave Swift.

Το γεγονός αυτό καθυστέρησε ελαφρώς τα σχέδιά μας και υπήρξε η αφετηρία μιας περιόδου αλλαγής, δηλαδή με δισκογραφικές και μέλη κ.λπ.

Δεδομένου του ότι το Weakness είναι ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια, θα ήθελες να μου πεις λίγα περισσότερα για την ιστορία πίσω από αυτό - αν υπάρχει μόνο μία;  

Ποια είναι η βασική αδυναμία της μπάντας -αν έχετε εντοπίσει μια- και ποια είναι η μεγαλύτερη δύναμή της;

Όσον αφορά στις αδυναμίες, όλοι θα παραδεχτούμε ότι δεν είμαστε οι πιο τεχνικοί καταρτισμένοι/ικανοί μουσικοί. Αλλά αναπληρώνουμε τις ελλείψεις μας με σκληρή δουλειά και πάθος για αυτό που κάνουμε.

Συλλογικά, συνθέτουμε  ένα υπέροχο συγκρότημα.

Το θετικό είναι ότι η κύρια δύναμή μας είναι κάθε μέλος της μπάντας και πως συνεργαζόμαστε ως ομάδα. Είμαστε πολύ δεμένοι.

Βλέπεις κάποιες μπάντες που δε μιλούν μεταξύ τους ή δεν «αράζουν» μαζί πριν από τις συναυλίες, να έρχονται μαζί στη σκηνή για το σόου.

Όλοι αγαπάμε να περνάμε χρόνο ο ένας με τον άλλον, διασκεδάζοντας πολύ.

«Έμοιαζες τόσο δυνατή/ Πιο δυνατή από όσο θα μπορούσε να είναι ποτέ ένας άντρας/ Αλλά όταν το κόλπο πάει λάθος, δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να την βοηθήσει/ Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω γι’ αυτό/ Υποθέτω πως απλώς θα πάω σπίτι και θα γράψω ένα τραγούδι γι’ αυτό», τραγουδάτε στο Sackville.

Η τραγουδοποιία ήταν πάντα υποκατάστατο της κοινωνικής παρέμβασης για εσάς - ή όντως ο τρόπος σας να παρέμβετε στην κοινωνική σφαίρα/ να την σχολιάσετε; Είναι ζοφερή η σύγχρονη βρετανική κοινωνία;

Νομίζω ότι πάντα γράφαμε τραγούδια για το τι βλέπουμε και τι μας επηρεάζει. και μ’ αυτόν τον τρόπο τα τραγούδια είναι πιο προσωπικά για εμάς και σημαίνουν περισσότερα καθώς αφορούν την «πραγματική ζωή».

Όλοι έχουμε μεγαλώσει σε αρκετά φτωχές/τραχιές περιοχές και οι εμπειρίες μας από τη ζωή είχαν αντίκτυπο στη συγγραφή των τραγουδιών μας.

Το ομότιτλο άλμπουμ σας από το 2014 είναι η τελευταία σας πρωτότυπη κυκλοφορία μέχρι σήμερα. Στο εξώφυλλό του όλα τα μέλη του συγκροτήματος στέκονται στη σκιά. Γιατί;

Και γιατί σας έχει πάρει τόσο πολύ για να κυκλοφορήσετε νέο υλικό;

Λατρέψαμε τον σκοτεινό, σκυθρωπό συμβολισμό της φωτογραφίας εξωφύλλου. Βοηθά επίσης να στο κρύψουμε τα γερασμένα σώματά μας!

Ποτέ δεν έχουμε πραγματικά προτιμήσει τις «λαμπερές» φωτογραφίες του εαυτού μας σε εξώφυλλα, επιλέγοντας πιο λοξές εικόνες, όπως στο Life κ.λπ.

Γράφαμε νέο υλικό το 2016 πριν από τον θλιβερό θάνατο του Craig. Αφού πέθανε ο Craig, δεν ήμασταν σε θέση, ατομικά ή συλλογικά, να συνεχίσουμε με το συγκρότημα.

Επομένως, αυτά τα τραγούδια και οτιδήποτε άλλο κάναμε έμεινε στο ράφι, μερικές φορές νομίζαμε μόνιμα.

Ωστόσο, από τότε που επιστρέψαμε το 2023, αρχίσαμε να γράφουμε ξανά και μπορεί να ακούσετε κάποια από αυτά τα τραγούδια φέτος.

Έχετε, λοιπόν, καταφέρει να διατηρήσετε/ανακτήσετε την εσωτερική ισορροπία/δυναμική του γκρουπ μετά από τις περιστασιακές «χειμέριες νάρκες», την αποχώρηση μελών και τον προαναφερθέντα πρόωρο θάνατο του Craig Gill; 

Από τότε που σχηματιστήκαμε και αρχίσαμε να παίζουμε συναυλίες το 1983, έχουμε περάσει από πολλές αλλαγές μελών του συγκροτήματος. Νομίζω ότι ο Martyn ήταν ο 13ος μπασίστας μας.

Παρά τις αλλαγές, μερικές από τις οποίες ήταν προφανώς πιο δύσκολο να τις αντέξουμε και να τις διαχειριστούμε, καταφέραμε να διατηρήσουμε το πνεύμα/ήθος των Inspiral Carpets και το τι σημαίνει να είσαι στο συγκρότημα.

Η συναυλία σας στις 22 Φεβρουαρίου του 2025 στην Αθήνα αναμένεται με ανυπομονησία. Θα υπάρξουν εκπλήξεις;

Θα πρέπει να περιμένεις και να δεις!

Οι Inspiral Carpets εμφανίζονται ζωντανά στο Gagarin 205 Live Music Space το Σάββατο 22 Φεβρουαρίου. Special guests: Notowns.



Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Γιώργος Παλούμπης: «Το θέατρο είναι η τέχνη του ηθοποιού, όχι του σκηνοθέτη»

 

(Από αριστερά): Άλκηστις Ζιρώ, Βίκυ Διαλυνά, Ελεάνα Καυκαλά

Εμπνευσμένη από την κρατική δολοφονία του γιατρού Τσιρώνη το 1978, η παράσταση Ανεξάρτητα Κράτη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη, εξερευνά τα όρια της αλήθειας και της ανεξαρτησίας σ’ έναν ανελεύθερο κόσμο.

Πρωταγωνίστρια, η νεαρή δημοσιογράφος Μαρία Θεοφίλου, που επιχειρεί ν’ ανακαλύψει την αλήθεια μέσα σ’ ένα ανδροκρατούμενο, τοξικό εργασιακό περιβάλλον. Κουβεντιάζοντας με τον Γιώργο Παλούμπη.

Μου έκανε εντύπωση η κινηματογραφική αίσθηση και γραφή των Ανεξάρτητων Κρατών.

Κατά πόσο αντλείς από τον κινηματογράφο στην καλλιτεχνική σου δουλειά και πιο συγκεκριμένα από το πολιτικοποιημένο χολιγουντιανό -αλλά και το γερμανόφωνο, για παράδειγμα του πρώιμου Σλέντορφ- σινεμά των σέβεντις;

Επειδή κατά βάση κάνω ρεαλισμό, αυτός κυριαρχεί στον κινηματογράφο και αφορά στον τρόπο που παίζουν οι ηθοποιοί και αντιμετωπίζονται τα σενάρια.

Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος κι εγώ είμαστε, εξάλλου, πολύ κινηματογραφόφιλοι. Ο Αντώνης παίζει και πολύ.

Εγώ, πάλι, παρότι δεν έχω επαγγελματική σχέση με τον κινηματογράφο, αισθάνομαι πως συγγενεύω πολύ με αυτόν.

Όσον αφορά στα Ανεξάρτητα Κράτη, σαφώς υπάρχουν αναφορές σε ταινίες όπως το Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου.

Δεν μπορούσαμε παρά να αντλήσουμε από τις ατμόσφαιρες αυτές, γιατί στην πραγματικότητα δεν έχουμε ζήσει την εποχή. Εγώ γεννήθηκα το 1973.

Και στη διαδικασία του μοντάζ ήταν πολύ κινηματογραφική η σκέψη.

Θα ενδιαφερόσουν να καταπιαστείς μελλοντικά και με τον κινηματογράφο σε επαγγελματικό επίπεδο;

Είμαι αμιγώς θεατρικός σκηνοθέτης. Καλό είναι καθένας να ειδικεύεται κάπου, για να γίνεται όσο το δυνατόν καλύτερος σ’ αυτό που κάνει.

Παρότι και ο κινηματογράφος αφηγείται ιστορίες, το κάνει με διαφορετική γλώσσα, την οποία πρέπει να μάθεις απ’ την αρχή με πολλή προσοχή και επιμέλεια. Δεν ξέρω αν βρίσκομαι στην ηλικία να ξεκινήσω κάτι τέτοιο.

Πολλές φορές, ωστόσο, μου έχει περάσει από το μυαλό να εμπλακώ με κάποιον τρόπο, αλλά είμαι πολύ απασχολημένος με το θέατρο και ταυτόχρονα με γεμίζει, οπότε δεν έχω κάνει το βήμα να «πεταχτώ» προς τον κινηματογράφο. Το βλέπουμε!

Η συγγένεια, η εγγύτητα είναι βασικές προϋποθέσεις για να προχωρήσει μια θεατρική δουλειά;

Το θέατρο είναι από τη φύση του συλλογικό παιχνίδι. Ως σκηνοθέτης, αισθάνομαι ότι είμαι ισότιμος με τους ηθοποιούς και τους άλλους συνεργάτες μιας παράστασης.

Απλώς από τη θέση μου, επειδή είμαι απέξω, μπορώ να έχω τον τελευταίο λόγο για το τι λειτουργεί στη σκηνή.

Το θέατρο, σε αντίθεση με τον κινηματογράφο,  είναι, επίσης από τη φύση του, η τέχνη του ηθοποιού, όχι του σκηνοθέτη.

Σ’ αυτό, ο ηθοποιός κουβαλάει κάθε βράδυ την παράσταση. Ο σκηνοθέτης υπάρχει κάπου απέξω, μεταφέρει αυτό που έχει να πει και οι ηθοποιοί το ενσαρκώνουν.

Βάσει, επομένως, μιας τέτοιας φιλοσοφίας για το θέατρο είναι σχεδόν απαραίτητο να μπορείς να αισθάνεσαι εμπιστοσύνη για τους συνεργάτες σου. Κάποιες φορές αυτό λειτουργεί, άλλες όχι.

Στην περίπτωση των Ανεξάρτητων Κρατών η ώσμωση πέτυχε, νομίζω.

Με κάποιους νιώθουμε συγγενείς και αλληλοεκτιμώμαστε. Είναι ευχής έργο να έχουμε την ευκαιρία να συνεργαστούμε.

Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι με τους οποίους προτιμώ να δουλεύω, επειδή έχουμε ήδη δημιουργήσει έναν κώδικα, κι έτσι καταλαβαινόμαστε και γνωρίζουμε ποιος είναι ο στόχος που θέτουμε πιο γρήγορα.

Δεν είμαι εναντίον τού να γνωρίζω καινούριους ανθρώπους, ωστόσο, ή να εξηγώ κάτι εκ νέου, αλλά επειδή στη «ζαριά» που είναι το θέατρο παίζονται πολλά, προτιμώ να συνυπάρχω με τους ανθρώπους που εμπιστεύομαι και με εμπιστεύονται.

Πώς προέκυψε η επιλογή της ενασχόλησης με το γεγονός της κρατικής δολοφονίας του γιατρού Βασίλη Τσιρώνη και εξελίχθηκε η συγγραφή του κειμένου, από κοινού με τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο;

Μια μέρα με ρώτησε ο Αντώνης: «Ξέρεις την ιστορία του Τσιρώνη;» «Τι είναι αυτό;» απόρησα. Μου εξήγησε τα βασικά στοιχεία της ιστορίας και διερωτήθηκα: «Είναι δυνατόν να υπάρχει μια τέτοια ιστορία και να μην την έχει αφηγηθεί κανένας;»

Ήταν μια ιστορία η οποία αφ’ ενός μας γοήτευε, ακόμα και σε καθαρά «εμπορικό» επίπεδο. Είναι δυνατόν να μη σε ενδιαφέρει η ιστορία ενός ανθρώπου που κήρυξε το σπίτι του ανεξάρτητο κράτος;

Αφ’ ετέρου, συνειδητοποιήσαμε ότι μέσω αυτής της ιστορίας μπορούμε να μιλήσουμε για βασικά ζητήματα που μας ενδιαφέρουν, για παράδειγμα το αν και πώς μπορεί ένας άνθρωπος να είναι ανεξάρτητος στη ζωή και την κοινωνία. Δυστυχώς δεν είναι.

Πρόκειται, όμως, για ένα ερώτημα. Οι ανάγκες δημιουργούν συνήθως ερωτήματα, όχι απαραιτήτως απαντήσεις.

Από μια τέτοια παράσταση δε φεύγεις νιώθοντας ανακούφιση, πάντως, έστω κι αν αποκαλύπτεται η όποια αλήθεια και άρα αποδίδεται, με μία έννοια, κάποια δικαιοσύνη.

Δεν αποδίδεται δικαιοσύνη, όσο spoiler κι αν είναι αυτό. Αν αποδιδόταν, αν κάποιοι χαρακτήρες του έργου εξελίσσονταν στη διάρκεια της παράστασης, τότε ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος. Δεν είναι.

Οι χαρακτήρες παραμένουν εκεί που βρίσκονται διατηρώντας την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.

Ενώ και οι τρεις γυναικείοι χαρακτήρες είναι διακριτοί, οι αντρικοί χαρακτήρες, οι οποίοι είναι και περισσότεροι αριθμητικά, μου δίνουν την εντύπωση ενός χαρακτήρα.

Και οι πέντε ήταν -περισσότερο ή λιγότερο- τoξικοί, εξουσιαστικοί, επιθετικοί, κυνικοί. Ποια ήταν η οπτική σας στη δόμηση των συγκεκριμένων χαρακτήρων;

Όπως προανέφερα, εκφράζουν έναν κόσμο ο οποίος δε γκρεμίζεται, επομένως μένουν ακέραιοι στα θέλω και τα συμφέροντά τους.

Υπάρχουν, όμως, αποχρώσεις και ρωγμές. Ο αστυνομικός συντάκτης, για παράδειγμα, που τον υποδύεται ο Αντώνης ο Τσιοτσιόπουλος, δεν είναι στην πλευρά εκείνων οι οποίοι είναι φορείς της συγκεκριμένης τάξης πραγμάτων.

Είναι ένα πρόσωπο που κάπως καταλαβαίνει και συμπονά την πρωταγωνίστρια, την Μαρία Θεοφίλου  (Άλκηστις Ζιρώ). Παρόλα αυτά, με έναν τρόπο, τελικά την προδίδει κι αυτός.


Άλκηστις Ζιρώ


Και ο καλλιτεχνικός/κινηματογραφικός συντάκτης μεταβάλλεται σταδιακά σε πολύ επιθετική φυσιογνωμία, αν και στο πρώτο τμήμα του έργου δείχνει διαφορετικός.

Γίνεται θύτης κι αυτός. Καταλαβαίνουμε, ωστόσο, πως κι ο ίδιος έχει υπάρξει θύμα μπούλινγκ και κοροϊδίας επί πολύ καιρό στον εργασιακό χώρο, ενώ η σχέση του με την Θεοφίλου είναι ατυχής, καθώς δεν τον δέχεται ποτέ.

Σε ένα πιο συμβολικό επίπεδο βλέπεις ότι πολλοί άντρες εκείνης και της σημερινής εποχής δημιουργούν ένα πατριαρχικό μοντέλο, το συντηρούν και το εξελίσσουν. Δυστυχώς.

Δυστυχώς, επίσης, κι ένα ποσοστό γυναικών/θηλυκοτήτων εξακολουθεί να εσωτερικεύει και να συντηρεί το ίδιο μοντέλο. Όχι η Θεοφίλου, εν προκειμένω.

Η κυρία Βίκυ (Βασιλική Διαλυνά), όμως, ναι. Πρόκειται για ένα πολύ τραγικό πρόσωπο, το οποία πονάει συνέχεια μέσα του, αλλά έχει ξεκάθαρα συμβιβαστεί.

Γιατί, σε κάθε περίπτωση, επιλέξατε να δώσετε έμφαση κυρίως σ’ έναν γυναικείο χαρακτήρα, γιατί η αφήγηση ξεδιπλώνεται υπό αυτό το πρίσμα;

Έχει να κάνει με τη σημερινή εποχή. Σίγουρα μας έχει επηρεάσει η τάση των γυναικών να προσπαθήσουν να βρουν τη θέση τους για τα καλά.

Γνωρίζοντας, λοιπόν, το σήμερα, μάς βγάζει νόημα ο αγώνας μιας γυναίκας σ’ ένα ανδοκρατούμενο περιβάλλον, ιδίως σ’ εκείνη την εποχή.

Δεν είμαστε οι πρώτοι υπέρμαχοι του κινήματος MeToo, αλλά αν δεις τα πράγματα γειωμένα, κατανοείς ότι η αδικία απέναντι στις γυναίκες έχει υπάρξει και υπάρχει.

Έχουν ανά τις δεκαετίες θεωρηθεί πιο αδύναμα όντα από τους άντρες χωρίς να υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Οι γυναίκες κυοφορούν και διαθέτουν μυαλό με το οποίο μπορούν να διαχειρίζονται καταστάσεις πολύ πιο αποτελεσματικά από τους άντρες.

Ως καλλιτέχνης, δεν μπορώ να μη μιλήσω γι’ αυτήν την αδικία.


(Από αριστερά): Μάκης Παπαδημητράτος, Βίκυ Διαλυνά, Θάνος Αλεξίου, Στάθης Σταμουλακάτος


Το έργο, μιλώντας για τον δημοσιογραφικό κόσμο του τότε, παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο.

Κατά μία έννοια, κάποιοι από τους δημοσιογράφους εκείνης της εποχής, αν και επίσης υπηρετούσαν συμφέροντα, ήταν πιο γνήσιοι από τους σημερινούς: ήταν άνθρωποι του πεδίου, δεν τα είχαν όλα έτοιμα στις οθόνες τους.

Η σημερινή δημοσιογραφία είναι ακόμα χειρότερη.

Είναι πολύ επίπονο να συνεχίσεις να υπάρχεις σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον διατηρώντας έστω και ψήγματα προσωπικής και εργασιακής αξιοπρέπειας, εφόσον αντιλαμβάνεσαι τις άνωθεν, έξωθεν -ακόμα και έσωθεν- πιέσεις.

Βασικό ζήτημα, πάντως, παραμένει η συνενοχή των φορέων της λεγόμενης 4ης εξουσίας και των υπόλοιπων εξουσιών, και η μεταξύ τους διαπλοκή.

Είναι γνωστό ότι συγκεκριμένη εφημερίδα είχε τότε πιέσει να γίνει η αστυνομική επέμβαση στο σπίτι του Τσιρώνη και κατηγορήθηκε πως, με έναν τρόπο, τον σκότωσε. Στελέχη της εφημερίδας ήταν μέρος των ηθικών αυτουργών.

Στις μέρες μας, τα συμφέροντα είναι άπειρα και είναι πολύ δύσκολο ν’ αντιληφθείς από ποια φίλτρα έχει περάσει η πληροφορία που φτάνει σε σένα. Κι αυτά τα φίλτρα είναι με τη σειρά τους φιλτραρισμένα από άλλους θεσμούς.

Επιπλέον, υπάρχει πολύς -μπορεί και δικαιολογημένα- ακαλλιέργητος κόσμος, ο οποίος «καταπίνει» την πληροφορία που του έρχεται. Mε θλίβει αυτό.

Πώς μπορεί ένας πολίτης να πατήσει καλύτερα στα πόδια του, να κρίνει, να μιλήσει, να ψηφίσει σωστά; Τίθεται ζήτημα παιδείας.

Το να κάνεις θέατρο αποτελεί, επομένως, μια μικρή συμβολή στην κατεύθυνση του να μη γίνονται τα πράγματα χειρότερα;

Θα ήθελα να είναι τουλάχιστον μια μικρή συμβολή.

Μετά από κάποια παράσταση, ένας θεατής μου είχε πει πως αισθανόταν τόσο καλά που δε χρειαζόταν να πάει την επομένη στη θεραπεία. «Κάτι έκανες, ρε φίλε», είπα τότε στον εαυτό μου. «Δεν είναι λίγο».

Το θέατρο είναι ένα «πολυτελές», χρηματοβόρο και ψυχοφθόρο πεδίο. Πώς πας από αντοχές, αντιστάσεις, άμυνες; Έχεις αποθέματα;

Είμαι στη μέση του δρόμου και τρέχω. Θέλω να τρέξω κι άλλο, για να θέσω όσο πιο πολλά ερωτήματα μπορώ και στον εαυτό μου και στους θεατές και να συνομιλήσω μαζί τους.

Υπάρχει, κατά τη γνώμη σου και βάσει της εμπειρίας σου, μια «μαγιά» ανθρώπων στην εγχώρια θεατρική πραγματικότητα η οποία -συν τω χρόνω- μπορεί να οδηγήσει τα πράγματα σε μια κατεύθυνση (πιο) ενδιαφέρουσα;

Υπάρχουν, δηλαδή, ανήσυχοι άνθρωποι τριγύρω, ή κυριαρχούν όσοι υιοθετούν λογικές εύκολες και φθαρμένες;

Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει «μαγιά» και οι ανήσυχοι δεν είναι οι περισσότεροι, αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα: από ανθρώπους της γενιάς μου μέχρι νεότερων γενεών, όπως μαθητές μου.

Στην εποχή του TikTok όπου ζούμε, όμως, όταν συνηθίσεις να κατεβάζεις με το δάκτυλο κινούμενες εικόνες, ένα τμήμα του εγκεφάλου σου ατροφεί και δυσκολεύεσαι να συγκεντρωθείς στο διάβασμα ή στην παρακολούθηση μιας παράστασης.

Μένεις, λοιπόν, σε πολύ πρωτογενή συμπεράσματα. Αυτό με ανησυχεί στους νέους.

Το να προσκαλέσουμε, επομένως, αλλοτριωμένους από το TikTok ανθρώπους σε μια παράσταση όπως τα Ανεξάρτητα Κράτη κι αυτή να τους ταξιδέψει αποτελεί προσπάθειά μας.

Η παράσταση Ανεξάρτητα Κράτη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη και κείμενο του ίδιου και του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου, παρουσιάζεται στο Θέατρο Χώρα (Αμοργού 18-20, Κυψέλη) κάθε Δευτέρα-Τρίτη (21:00), μέχρι και τις 15 Απριλίου.

Αντώνης Τσιοτσιόπουλος


Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Murcof: «Είναι δύσκολο να ξέρεις ποιο έρχεται πρώτο, η ζωή ή η μουσική»

 


Συνομιλώντας με τον μεξικανικής καταγωγής εμβληματικό συνθέτη και παραγωγό ηλεκτρονικής μουσικής Murcof, ενόψει της συναυλιακής του εμφάνισης με τον εξίσου ξεχωριστό Jan Jelinek το Σάββατο 15 Φεβρουαρίου στο Ωδείον Αθηνών.

Η συνειδητή επιλογή ενός σκηνικού ονόματος συνήθως υποδηλώνει κάτι σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ένας καλλιτέχνης αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ή επιθυμεί να τον προσδιορίσουν οι άλλοι.

Τι σημαίνει η επιλογή του ονόματος Murcof;

Φοβάμαι πως δεν υπάρχει κανένα εσωτερικό νόημα πίσω από αυτό.

Το Murcof είναι απλώς ένα αρκτικόλεξο του ονόματός μου: MURillo COrona Fernando. Έψαχνα για κάτι που δε θα πρόδιδε αμέσως την εθνικότητά μου, οπότε αυτό ήταν τέλειο.

Δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις αρχικές μου επιρροές και το σαμπλαρισμένο υλικό προέρχονταν από δίσκους Ανατολικοευρωπαίων συνθετών -Γεωργία (Kαντσέλι), Εσθονία (Περτ), Ουγγαρία (Λιγκέτι), Ουκρανία (Σιλβέστροφ), Ρωσία (Γκουμπαϊντουλίνα)-, το Murcof ακουγόταν σαν όνομα από αυτήν την περιοχή, τουλάχιστον σε μένα, οπότε το κράτησα.

Στον ιστότοπό σου, και κάτω από το καλλιτεχνικό/σκηνικό σου όνομα, χρησιμοποιείς το συνοπτικό «tagline» «μινιμαλιστική ηλεκτρονική μουσική από τον εσωτερικό χώρο/εσωτερικό διάστημα».

Προφανώς σε αντίθεση με το «απώτερο διάστημα», για να επισημάνω την ενδοσκοπική φύση της δουλειάς μου.

Τι σε προσέλκυσε πρωτίστως στην ηλεκτρονική μουσική και πού μπορεί να αποδοθεί η κλίση σου προς έναν πολύ προσωπικό -αλλά όχι ακριβώς αυτοαναφορικό- μινιμαλισμό;

Η λατρεία μου για την ηλεκτρονική μουσική ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του '70, όταν ήμουν παιδί, με ένα από τα αγαπημένα μου άλμπουμ από τη συλλογή βινυλίων του πατέρα μου, το  Jon Santo plays Bach.

Πολύ παρόμοια δουλειά με το διάσημο άλμπουμ Switched on Bach της Wendy Carlos, αλλά πολύ καλύτερη από κάθε άποψη, κατά τη γνώμη μου.

Και όχι πολύ αργότερα με τα αριστουργηματικά άλμπουμ του Jean Michael Jarre, Oxygene and Equinox, τα οποία εδραίωσαν τη λατρεία μου για την ηλεκτρονική μουσική.

Παρόλο που δεν ήταν ακριβώς μια αμιγώς ηλεκτρονική μπάντα, οι Pink Floyd είχαν επίσης τεράστιο αντίκτυπο πάνω μου στην παιδική μου ηλικία και στην αρχή της εφηβείας μου,

Ειδικά τα άλμπουμ The Final Cut και The Wall, τα οποία εναλλάσσονταν αγρίως στο γουόκμαν μου.

Η εννοιολογική φύση των άλμπουμ τους, τα μεγάλης διάρκειας τραγούδια, η έντονη χρήση ηχογραφήσεων πεδίου και άλλων μη μουσικών ήχων άσκησαν μεγάλο αντίκτυπο σε μένα.

Οι μινιμαλιστικές επιρροές ήρθαν λίγο αργότερα, στις αρχές και στα μέσα της δεκαετίας του ’90 (τα είκοσί μου), όταν ανακάλυψα σύγχρονους συνθέτες, όπως οι Φέλντμαν, Λιγκέτι, Περτ, Σέλσι κ.λπ.

Ήταν μια πολύ συναρπαστική περίοδος μουσικής ανακάλυψης για μένα, αλλά η πρόσβαση σε αυτό το είδος μουσικής δεν υπήρχε στη γενέτειρά μου.

Έπρεπε, επομένως, να περάσουμε τα σύνορα με προορισμό το Σαν Ντιέγκο για να αγοράσουμε μουσική. Ευτυχώς δεν ήταν πολύ μακριά από το μέρος όπου ζούσα τότε, στο βορειοδυτικό Μεξικό.

Εγώ κι οι φίλοι μου πηγαίναμε εκεί τα Σαββατοκύριακα, πηδώντας από το ένα δισκάδικο στο άλλο:

Tower Records, Licorice Pizza, Off the Record και άλλα τέτοια -όλα έχουν κλείσει εδώ και καιρό, φυσικά-, αγοράζοντας όλα τα είδη μουσικής. Όχι μόνο μοντέρνα κλασική.

Επισκεπτόμουν επίσης τη βιβλιοθήκη του SDSU μόνος μου μερικές φορές, η οποία ήταν ανοιχτή σε μη φοιτητές όπως εγώ. Είχαν μια τεράστια συλλογή μοντέρνας μουσικής.

Περνούσα ολόκληρα απογεύματα εκεί απλά διαλέγοντας τυχαίους δίσκους για να τους ακούσω από τους προσωπικούς τους θαλάμους ακρόασης που υπήρχαν στον χώρο, γράφοντας τα ονόματα όσων μου άρεσαν για να τους αγοράσω αργότερα.

Όσον αφορά στη μινιμαλιστική ηλεκτρονική μουσική, γνώρισα το minimal techno και το tech house από τους παλιούς μου φίλους Ruben Tamayo, γνωστό και ως Fax, και τον Ejival από τους Static Discos.

«Κόλλησα» αμέσως, χωρίς να ξέρω πως αυτό ήταν ό,τι χρειαζόμουν για να ολοκληρώσω τη φόρμουλα Murcof.  

Από νωρίς, σε γοήτευε η διάσταση/προοπτική του σχεδιασμού ήχου στο πλαίσιο της εμπλοκής σου με τη μουσική. Θα ήθελες να αναφερθείς πιο αναλυτικά σαυτή;

Καθώς άρχισα να ενδιαφέρομαι περισσότερο να κάνω ηλεκτρονική μουσική, στα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο πατέρας μου μού αγόρασε το πρώτο μου «σοβαρό» συνθεσάιζερ, το Kawai K1.

Πριν από αυτό είχα παίξει μόνο με ένα Yamaha Portasound και με το μικρό Casio SK1 sampler.

Εκ των υστέρων ακούγεται αρκετά λεπτό, αλλά τότε μου φαινόταν καταπληκτικό, άνοιξε έναν εντελώς νέο κόσμο.

Ήμουν γοητευμένος με τις δυνατότητες του σχεδιασμού ήχου, συνήθιζα να περνώ ώρες καταδυόμενος στο μενού και κάνοντας τυχαίες τροποποιήσεις παραμέτρων. «Κόλλησα».

Λίγο νωρίτερα είχα επίσης έναν υπολογιστή Commodore 64, ο οποίος είχε το διάσημο τσιπ ήχου SID, και παρόλο που τον χρησιμοποιούσα κυρίως για να παίζω βιντεοπαιχνίδια, έκανα και λίγο προγραμματισμό ήχου.

Επειδή, όμως, δεν είχα τρόπο να αγοράσω ένα περιφερειακό αποθήκευσης δεδομένων δισκέτας και οι γονείς μου δεν ήταν πεπεισμένοι ότι ήταν καλή ιδέα, δεν μπορούσα να αποθηκεύσω την πρόοδό μου.

Έτσι, γρήγορα απογοητεύτηκα και τα παράτησα και απλώς συνήθισα να παίζω παιχνίδια και να χαζολογάω με τον προγραμματισμό BASIC.

Η δισκογραφία σου είναι τεράστια και ποικιλόμορφη, οπότε θα εστιάσω σε μερικές από τις δουλειές σου. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, οι τρεις πρώτες (Martes, Remembranza και Cosmos) συμπίπτουν με σημαντικές καμπές στη ζωή σου.

Είναι η μουσική και η σύνθεση οχήματα μέσω των οποίων στοχάζεσαι συνεχώς τον εαυτό σου; Με ποιους τρόπους έχουν επηρεάσει σημαντικά γεγονότα στη ζωή σου (πατρότητα, θάνατος, μετανάστευση) την καλλιτεχνική σου προσέγγιση;

Η μουσική ήταν μέρος της ζωής μου από τότε που γεννήθηκα, χάρη στον πατέρα μου.

Ήταν κυρίως κιθαρίστας μπλουζ αλλά έπαιζε και πολλά άλλα όργανα και γίνονταν τακτικά τζαμαρίσματα στο σπίτι μας με τους θείους μου και μερικούς από τους φίλους του.

Οπότε, καθώς μεγάλωνα, ήταν φυσικό να ασχοληθώ με τη μουσική αρχικά ως χόμπι και αργότερα ως επάγγελμα.

Αλλά η μουσική είναι ένα εγγενές μέρος της ζωής μας είτε είσαι μουσικός είτε όχι. Μια αφηρημένη γλώσσα που κινείται αμφίδρομα δίνοντας φωνή στην εσωτερική μας ζωή, αλλά και επηρεάζοντας την.

Επομένως, είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο, ή να ξέρεις ποιο έρχεται πρώτο, η ζωή ή η μουσική.

Συγκεράζοντας αναλογικά συνθεσάιζερ και σύγχρονες τεχνικές παραγωγής, με τις διακριτές κινηματογραφικές πινελιές σου, το Twin Color (vol 1), το πιο πρόσφατο άλμπουμ σου, είναι μια πολύ-αισθητηριακή οπτικοακουστική εμπειρία.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι εν μέρει επινοήθηκε στο πλαίσιο -ή στον απόηχο- της εποχής της «πανδημίας», σε ποιον βαθμό έχει αναδιαμορφωθεί με τα χρόνια; Και πόσο διαφορετικό -ή παρόμοιο- μπορεί να είναι το Vol 2;

Το Twin Color είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένο με τα πεντηκοστά γενέθλιά μου, που ήταν τον Ιούλιο του 2020, εν μέσω της πανδημίας.

Και ο τόσος ελεύθερος χρόνο που είχα στα χέρια μου «χάρη» στο επιβεβλημένο λόκνταουν λόγω του κόβιντ, πραγματικά με έκανε να αναπολήσω την παιδική μου ηλικία και την πρώιμη εφηβεία μου (δεκαετίες ’70 και ’80).

Δεν υπήρχε, επομένως, καλύτερος τρόπος να βουτήξω σε μια νοσταλγική φρενίτιδα από τη μουσική.

Άρχισα, λοιπόν, ν’ ακούω τη μουσική που άκουγα τότε στο σπίτι, στο ραδιόφωνο, στο αυτοκίνητο του μπαμπά μου, στις ταινίες κ.λπ. Κάποια κλασικά ροκ πράγματα, αλλά κυρίως synth pop και new wave, καθώς και τα σάουντρακ της εποχής.

Προφανώς, άρα, αυτό το ταξίδι στη μνήμη επηρέασε τη μουσική που έκανα εκείνη την περίοδο, η οποία αργότερα ενοποιήθηκε σε ένα άλμπουμ το οποίο ονομάζεται Twin Color.

Ένα τίτλο που επινόησε η τετράχρονη τότε κόρη μου, παρεμπιπτόντως, η οποία χωρίς να ξέρει συνεργάστηκε στο άλμπουμ με τη φωνούλα της.

Αυτήν τη στιγμή προσπαθώ να βάλω τις βάσεις για το Vol 2. Σίγουρα θα είναι ένα άλμπουμ βασισμένο στο synth όπως ήταν το Vol 1, αλλά όχι τόσο βουτηγμένο στη νοσταλγία αυτήν τη φορά.

Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι το σημείο εκκίνησης είναι η σύνθεση FM, αλλά θα δούμε τι θα ακολουθήσει.

Η Λένα Πλάτωνος, πρωτοπόρος της σύγχρονης ηλεκτρονικής σκηνής της Ελλάδας, έχει παλαιότερα δηλώσει πως «η μουσική του μέλλοντος είναι η ηλεκτρονική». Συμμερίζεσαι τη βεβαιότητά της;

Σίγουρα τα εργαλεία παραγωγής ηλεκτρονικής μουσικής είναι σχεδόν πανταχού παρόντα στο στούντιο, ανεξαρτήτως είδους.

Νομίζω ότι στο μέλλον θα συνεχίσουμε να βλέπουμε πώς τα ήδη γκρίζα όρια μεταξύ των ειδών εξακολουθούν να θολώνουν και να διαλύονται.

Δε νομίζω, όμως, πως αυτό θα εκτοπίσει απαραιτήτως άλλα πιο «παραδοσιακά» είδη, συμπεριλαμβανομένης της αμιγώς ακουστικής μουσικής όπως στην κλασική μουσική, για παράδειγμα..

Ο πραγματικός ταραξίας της εποχής μας είναι χωρίς αμφιβολία η τεχνητή νοημοσύνη, καθώς γίνεται ολοένα και πιο πανταχού παρούσα και θα συνεχίσει να είναι, φτάνοντας τελικά σε κάθε μικρή γωνιά του μουσικού κόσμου και στη ζωή μας:

Από το πώς σκεφτόμαστε για τη μουσική μέχρι την τελική της παράδοση.

Σε ελάχιστο χρόνο, αν όχι ήδη, θα σχεδιάζουμε τα δικά μας όργανα, πραγματικά ή εικονικά, με μια απλή εντολή.

Ή ζητώντας από έναν εικονικό Mάιλς Ντέιβις, Στοκχάουζεν ή οποιονδήποτε άλλον επιθυμούμε να μας βοηθήσει «πρακτικά» στο τελευταίο μας κομμάτι.

Ή σχεδιάζοντας τα δικά μας προσωπικά νυχτερινά ηχοτοπία για να μας βοηθήσουν να φτάσουμε στον τέλειο βαθύ ύπνο, κ.λπ. Ή απλά συνεχίζοντας με ό,τι δούλευε πριν.

Σίγουρα μας περιμένουν ενδιαφέροντες καιροί, όχι χωρίς τους κινδύνους τους. Σίγουρα επεκτείνοντας στον νιοστό βαθμό το ήδη ευρύ φάσμα εργαλείων χειρισμού και παραγωγής ήχου που έχουμε στη διάθεσή μας.

Ευχαριστώ θερμά τον Murcof για τον χρόνο που μου αφιέρωσε και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Οι εμβληματικοί ηλεκτρονικοί συνθέτες/παραγωγοί Murcof και Jan Jelinek εμφανίζονται ζωντανά το Σάββατο 15 Φεβρουαρίου στο Αμφιθέατρο «Ιωάννης Δεσποτόπουλος» του Ωδείου Αθηνών στο πλαίσιο των St Pauls Sessions 7 στις 21:00.