Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Λητώ Βογιατζόγλου: «Βασίζω την δική μου μουσική στο συναίσθημα»

 


Ένθερμη θιασώτρια της συλλογικής καλλιτεχνικής δουλειάς, η πιανίστρια Λητώ Βογιατζόγλου είναι μια από τις σημαντικότερες μουσικούς/συνθέτριες της εγχώριας τζαζ σκηνής.

Συναντώντας την ενόψει της ζωντανής εμφάνισης του Lito Voyatzoglou Trio στο Half Note Jazz Club στις 30 Οκτωβρίου.

«Στη μουσική, το δύο ελπίζουμε ότι παραμένει πάντα καλύτερο απ’ το ένα», έχεις δηλώσει. Γιατί έχουν για σένα τόση σημασία η συνεργασία κι η συντροφικότητα στο πεδίο της καλλιτεχνικής δημιουργίας;

Είχα γράψει αυτό το σχόλιο για την σύνθεση Rodeo από τον δεύτερο δίσκο μου, το Με μια ματιά.

Για την μουσική το πιστεύω ακράδαντα. Δεν μπορώ να πω πως είναι σύνηθες. Το αντίθετο ισχύει με σιγουριά, θα έλεγα!

Το τρίο στο οποίο συμμετέχω και που για πρώτη φορά εμφανίζεται ζωντανά στο Half Note Jazz Club την Τετάρτη 30 Οκτωβρίου εμπεριέχει το «συν» εξ αρχής.

Λόγω προηγούμενης γνωριμίας με τους συνεργάτες σου;

Λόγω προηγούμενης μουσικής γνωριμίας με τον Κύπριο Ειρηναίο Κουλλουρά, τον κοντραμπασίστα, καθώς είχαμε παίξει μαζί όταν ζούσε στην Ελλάδα, αλλά και -κυρίως- λόγω στάσης απέναντι στα πράγματα.

Κατά την γνώμη μου, το έργο ενός καλλιτέχνη δε διαχωρίζεται από την στάση του. Όταν, για παράδειγμα, έμαθα ότι ο Γούντυ Άλεν παντρεύτηκε την θετή του κόρη, έπαψα να μπορώ να παρακολουθώ ταινίες του.

Δεν είσαι ο μόνος άνθρωπος στον οποίο συνέβη αυτό.

Το εύχομαι!

Προσωπικά, δεν έχω καμία εμπειρία από κλασική ορχήστρα. Στην τζαζ, όμως, όπου και εμπειρία διαθέτω και ακούσματα, θεωρώ καθοριστικό παράγοντα την ενέργεια την οποία δημιουργούν μεταξύ τους οι μουσικοί του κάθε γκρουπ.

Όταν ακούω μια συναυλία, ακούω και τι προϋπάρχει ανάμεσα στα μέλη ενός σχήματος.

Στο My favorite things (1961) του κουαρτέτου του John Coltrane, για παράδειγμα, παράγεται το καλύτερο δυνατό μέσα από μια συνεργασία.

Για να επιτευχθεί, πρέπει να υπάρχει ενέργεια. Η αρτιότητα κι η δεξιοτεχνία δεν επαρκούν, γιατί η μουσική δεν είναι λέξεις.

«Αν είχε χρώμα, θα ήταν μπλε», γράφω στις σημειώσεις του προαναφερθέντος δίσκου μου. Σαν την θάλασσα, που έχει διάφορες αποχρώσεις.

Αναλόγως και των καιρικών συνθηκών.

Επειδή η τζαζ, όπως και η παραδοσιακή μουσική, εμπεριέχει τον αυτοσχεδιασμό, η «χημεία» που κάθε φορά δημιουργείται -όντας προαπαιτούμενη, αλλά χωρίς να είναι δεδομένη- επηρεάζει καθοριστικά το τελικό αποτέλεσμα.

Και πρέπει να κατακτιέται εκ νέου κατά διαστήματα.

Πιστεύουμε ότι η συναυλία της 30ής Οκτωβρίου θα αποτελέσει μια στιγμή κατά την οποία καθένα από τα μέλη του τρίο θα δώσει το καλύτερο γι’ αυτήν την μουσική.

Από το δικό σου ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον σχετιζόταν κάποιος/κάποια είτε με το πιάνο είτε με την τζαζ ή με την μουσική, γενικότερα;

Η μαμά μου ήταν κεραμίστρια κι είχε κερδίσει διεθνή βραβεία. Μουσική δε συνέθετε ούτε έπαιζε κάποιος στο περιβάλλον μου, ωστόσο. Εγώ έκανα πιάνο στο πλαίσιο της αστικής οικογένειας, όπως φοίτησα σε ιδιωτικό σχολείο και έμαθα γαλλικά.

Όταν ερχόταν στο σπίτι η κυρία Ήβη, η δασκάλα της κατά τρία χρόνια μεγαλύτερης αδερφής μου, ακουμπούσα το κεφάλι μου στο πιάνο το οποίο ακόμα έχω, και ψιλοτραγουδούσα αυτά που θα έπαιζαν.

Έτσι ξεκίνησα κι εγώ να παίζω λίγο πιο νωρίς, αλλά δε θυμάμαι πότε ακριβώς. Πιθανόν όταν ήμουν έξι ή επτά χρονών. Συνέχισα να εξασκούμαι, αλλά χωρίς ιδιαίτερο πάθος και επιμέλεια.

Κι όμως, πρόκειται για ένα όργανο με τεράστιες -υποθέτω- απαιτήσεις.

Δε θεωρώ ότι καλύπτω τις απαιτήσεις της δεξιοτεχνίας. «Όταν θα είμαι εβδομήντα χρονών, θα αρχίσω να μαθαίνω τζαζ», είχα πει κάποτε.

Στην εφηβική ηλικία μου έπαιξα και λίγη κιθάρα θεωρώντας το πιάνο αστικό όργανο. Η σχολική παρέα μου, όλα άτομα μεγαλύτερα από μένα, τραγουδούσαν ρεμπέτικα.

Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο για να πάμε βόλτα οπουδήποτε -και κάναμε βόλτες γιατί τότε δεν ήταν ακριβή η βενζίνη- δεν υπήρχε περίπτωση να μην τραγουδήσουμε! Συνέχεια, όμως. Προσωπικά, θεωρούσα και θεωρώ πως δεν τραγουδώ καλά.

Όταν, ευρισκόμενη πια στην Γαλλία στα δεκαοκτώ μου, έμπαινα σ’ ένα αυτοκίνητο κι οι άνθρωποι δεν τραγουδούσαν, τους λυπόμουν αφάνταστα.

Πριν, όμως, φύγω για την Γαλλία, τα δύο τελευταία χρόνια του σχολείου, είχα κάνει κλασικό πιάνο με άλλη δασκάλα. Στην Γαλλία θα σπούδαζα Παιδαγωγικά.

Άλλος κλάδος εντελώς.

Δεν είχα ιδέα από τζαζ. Είχα απλώς ακούσει μια δουλειά του Luis Armstrong με big band.

Τότε, άκουσα έναν δίσκο του Don Cherry Quartet, και τρελάθηκα. Νοίκιασα, λοιπόν, ένα πιάνο με ένα τέταρτο ουράς από μια κυρία εκτός κυκλώματος, κάθησα σ’ αυτό κι άρχισα να παίζω με τις ώρες.

Ταυτόχρονα, ένας φίλος μού πρότεινε να γραφτώ στην Σχολή του Αμερικανού Alan Silva, όπου εκείνος μάθαινε σαξόφωνο. Έτσι ξεκίνησαν όλα.

Όταν με ρωτούσαν στην Σχολή του Alan Silva σε ποιο επίπεδο βρίσκομαι, δεν ήξερα τι να απαντήσω γιατί δεν είχα ποτέ πατήσει σε Ωδείο.

Πόσο παρέμεινες στο Παρίσι;

Έζησα για δέκα χρόνια στο 18ο Διαμέρισμα. Επέστρεφα στην Ελλάδα ενάμιση μήνα το καλοκαίρι, και οι φίλοι μου ήταν Γάλλοι. Δεν έκανα παρέα με Έλληνες, ούτε γνώριζα κάποιον Έλληνα που ζούσε στο Παρίσι τότε.

Κάποιος Γάλλος φίλος, ο οποίος εργαζόταν σ’ ένα περιοδικό ήχου και έγραφε κριτικές για δίσκους, μου είπε σε μια συζήτηση: «Έχω έναν φίλο που όταν ακούει μια μελωδία, λέει τις νότες». «Όλοι έτσι δεν κάνουν;» του αντιγύρισα. Μάλλον όχι, τελικά.

Έτσι ανακάλυψα ότι έχω σχεδόν απόλυτο αυτί. Στο κεφάλι μου, όμως, οι νότες δεν είναι πάντα οι σωστές.

Αξιοσημείωτο αυτό, για ένα είδος μουσικής το οποίο, σύμφωνα με την αντίληψή μου, έχει πολύ υψηλές απαιτήσεις.

Η μουσική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι τελείως λανθασμένη, γιατί θα έπρεπε να βασίζεται στην ακρόαση. Αν δεν ακούσεις μουσική, δε γίνεται να παράγεις μουσική.

Οι παραδοσιακοί μουσικοί μάθαιναν μουσική βιωματικά. Ένας παλαιότερος μάστορας διάλεγε ένα παιδί από την κοινότητα, και μέχρι αυτό να πιάσει το βιολί περνούσαν χρόνια κατά τα οποία εκείνο μόνο άκουγε. Έτσι μάθαινε.

Το ίδιο συνέβαινε και με τους σπουδαίους τζαζίστες, όπως ο Charlie Parker: καθόταν μόνος του στο πάλκο κι άκουγε.

Αν καθημερινά διδάσκονταν στα σχολεία οι μαθητές ένα μάθημα ακρόασης διάρκειας ενός τετάρτου, θα ήταν πολύ όμορφο για τα παιδιά.

Η σημασία της ακρόασης εκτείνεται και σε άλλα είδη μουσικής;

Η μουσική είναι μια συντροφιά στην ζωή μας που όλοι αποζητούμε, είτε είμαστε μουσικοί είτε όχι, κι όλοι μπορούμε να βρούμε το είδος μουσικής το οποίο μας αγγίζει συναισθηματικά.

Βασίζω την δική μου μουσική στο συναίσθημα. Γράφω μουσική με εικόνες, και μετά την δοκιμάζω στο πιάνο, ώστε να διαπιστώσω αν ό,τι ακούει ο εγκέφαλός μου παίζουν και τα χέρια μου.

Λειτουργεί αυτή η μέθοδος;

Πάντα λειτουργεί, απλώς σίγουρα ακολουθεί και μια επεξεργασία, εφόσον δεν ενστερνίζομαι απαραιτήτως την φόρμα της τζαζ θέμα-σόλο-θέμα.

Σε κάθε περίπτωση, όταν γράφω μουσική, αρμονία, μελωδία και ρυθμός προϋπάρχουν.

Η ανάγκη ή η επιθυμία απόδοσης/διασκευής του ρεμπέτικου σε τζαζ περιβάλλον πότε άρχισε να σχηματοποιείται;

Με το που βρέθηκα στην Σχολή στο Παρίσι μ’ ένα γκρουπ, έπαιξα τον Απόκληρο σε 9/4, ακολουθώντας τον παλμό της καρδιάς.

Κατόπιν, διάβασα το βιβλίο του Ελβετού εθνομουσικολόγου και συλλέκτη μελωδιών Samuel Baud-Bovy, ο οποίος είχε επισκεφτεί τα Δωδεκάνησα στις αρχές του 20ού αιώνα για να καταγράψει μελωδίες. Εκεί βρήκα και το tili tili tili.

Τον Θρακιώτικο, τον οποίο εξακολουθώ να παίζω, τον άκουσα σε έναν δίσκο του Αριστείδη Μόσχου.

Είμαι Ελληνίδα, λευκή, προερχόμενη από αστική οικογένεια. Δεν έχω κανένα κοινό στοιχείο με τον Archie Shepp ή την Billie Holiday.

Για μένα η τζαζ ήταν εξ αρχής ένας τρόπος προσέγγισης της μουσικής, ο οποίος -κατά το παρελθόν, τουλάχιστον- σου παρείχε την δυνατότητα να εκφράσεις αυτό που ήθελες ως ερμηνεύτρια, εφόσον το ήξερες.

Αυτό, επομένως, το οποίο εγώ -όχι συνειδητά- ήθελα να εκφράσω ήταν ελληνικά ακούσματα, κι αυτά βγήκαν.

Πώς ήταν η επάνοδος στην εγχώρια πραγματικότητα μετά την πολυετή παραμονή σου στο Παρίσι;

Ήταν ωραία εποχή για την Ελλάδα τα τέλη του 1986, οπότε και επέστρεψα, μια εποχή κατά την οποία με ζητούσαν ακόμα για συναυλίες και τα χρήματα που εισπράτταμε δεν ήταν ευκαταφρόνητα όπως τώρα.

Έτσι, συνδέθηκα σιγά σιγά με Έλληνες μουσικούς. Ήμασταν, άλλωστε, ελάχιστοι τζαζ μουσικοί στην χώρα: οι Sphinx κι εγώ.

Μόλις είχε κυκλοφορήσει, εξάλλου, ο ηχογραφημένος στο Παρίσι με δικά μου χρήματα και σπουδαίους συνεργάτες πρώτος μου δίσκος, το tili-tili-tili, από την Praxis Records του Κώστα Γιαννουλόπουλου.

Είχαν, επίσης, δημοσιευτεί συνεντεύξεις μου στον Ήχο και στο Jazz & Tζαζ.

Διάβαζα κι εγώ το Jazz & Τζαζ. Έτσι πρωτοέμαθα το όνομά σου, πριν ακούσω την μουσική σου.

Ο Κώστας είχε πληρώσει τα εξώφυλλα και το mastering, αλλά είχε τυπώσει 200 αντίτυπα, όχι 1.000, όπως είχαμε συμφωνήσει. Χρόνια αργότερα, του ζήτησα 50 αντίτυπα του δίσκου μου και μου έδωσε 30.

Τα χρόνια στο μεταξύ πέρασαν, κι έχουμε καταλήξει σε μια εποχή στην οποία κυριαρχεί ένας βαθύς και ανελέητος ατομικισμός σε όλα τα επίπεδα, που διαμορφώνει την προσωπικότητα και την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων.

Η στοχοθεσία του καθενός/της καθεμιάς, αν εμπεριέχει τον άλλο, τον εμπεριέχει ως αντίπαλο.

Ευτυχώς είμαι μεγάλη, κι έχω ζήσει σε μια εποχή στην οποία το συλλογικό πνεύμα υπήρχε. Πραγματικά ξέρω τι σημαίνει δίνω όλη μου την ενέργεια για την ομάδα. Ξέρω, επίσης, τι σημαίνει και το αντίθετο.

Έχω πολύ καιρό να δώσω συναυλία. Η τελευταία φορά ήταν ουσιαστικά στην προ Covid εποχή. Έχω αποφασίσει ότι η σωστή λειτουργία της ομάδας είναι καθοριστική για το αποτέλεσμα.

Ας επισημάνω, ωστόσο, πως η τζαζ, τουλάχιστον από το 1950 κι εξής, ήταν ένας ανδροκρατούμενος χώρος, και οι άνδρες ξέρουν -κοινωνικά- να λειτουργούν καλύτερα από τις γυναίκες για την προώθηση του εαυτού τους.

Ο σολίστας, λοιπόν, της τζαζ -συνήθως άνδρας- βγαίνει μπροστά για ν’ αποδείξει την δεξιοτεχνία και την ικανότητά του. Το στοιχείο του σόλο συνιστά, επομένως, στοιχείο προβολής.

Υπάρχει ένα κοινό το οποίο μπορεί ν’ ανατροφοδοτήσει την εγχώρια τζαζ σκηνή; Ή η τζαζ ως είδος αφορά περισσότερο μεγαλύτερης ηλικίας κοινά;

Στις μέρες μας δεν υπάρχει κάποιο «καζάνι» που να βράζει. Η δε τζαζ αφορά, νομίζω, λίγους ανθρώπους και μεγάλης ηλικίας.

Αν αυτό ίσχυε στο Παρίσι ήδη από τις δεκαετίες του 1980-1990, φαντάσου τι συμβαίνει σήμερα που τα πράγματα εξελίσσονται με ανατριχιαστικά γρήγορους ρυθμούς.

Κάθε σύνθεση είναι μια μουσική στιγμή στην οποία έχουν δώσει πνοή οι μουσικοί που την παίζουν. Αυτό είναι το λάιβ, κι αυτή είναι η τζαζ. Ενίοτε, αποτυπώνεται και σ’ έναν δίσκο.

Ευχαριστώ θερμά την Ειρήνη Μακρυωνίτη (Half Note Jazz Club) για την πολύτιμη συμβολή της στην υλοποίηση της συνέντευξης και την Λητώ Βογιατζόγλου για τον ποιοτικό χρόνο που μου διέθεσε και την παραχώρηση της φωτογραφίας της.

Το Lito Voyatzoglou Trio (Λητώ Βογιατζόγλου, πιάνο-σύνθεση/ Ειρηναίος Κουλλουράς, κοντραμπάσο/ Παναγιώτης Θέμας, ντραμς) εμφανίζεται ζωντανά στο Half Note Jazz Club (Τριβωνιανού 17, Μετς) την Τετάρτη 30 Οκτωβρίου, 21:30.



Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Mια συνάντηση με την Έβελυν Ασουάντ και τον Σταύρο Τσουμάνη (PAGAN)

 


Όσες και όσοι έχουμε παραστεί σε έστω και μία μυσταγωγική συναυλία των PAGAN, έχουμε «μυηθεί» στο αρχέγονο, διονυσιακό σύμπαν τους.

Ενόψει του καθιερωμένου «γενέθλιου» λάιβ τους στο Κύτταρο την Κυριακή 27 Οκτωβρίου, αλλά και της επικείμενης κυκλοφορίας της σύνθεσής τους Tara, συναντιόμαστε με την Έβελυν Ασουάντ και τον Σταύρο Τσουμάνη.

Επειδή οι συμβολισμοί έχουν για μένα μια σημασία, πώς αισθάνεστε ενόψει ενός ακόμα «γενέθλιου» λάιβ των PAGAN στο Κύτταρο την Κυριακή 27 Οκτωβρίου;

(Έβελυν Ασουάντ) Δεν πρόκειται για μια απλή συναυλία. Θέλουμε να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα. Αγωνιώ, λοιπόν, ν’ ανακαλύψω πώς θα λειτουργήσουν οι αλλαγές που θα επιχειρήσουμε. Θα υπάρχουν ευχάριστες εκπλήξεις!

Σε τι συνίστανται οι αλλαγές ή ο εμπλουτισμός του δρώμενου των PAGAN;

(E.A.) Κατ’ αρχάς θα παρουσιάσουμε τρία καινούρια κομμάτια. Για να ενταχθούν αυτά στο σετ, έπρεπε ν’ αφαιρέσουμε άλλα. Δύσκολη υπόθεση!

(Σταύρος Τσουμάνης) Αν πραγματοποιούσαμε μια αμιγώς μουσική περφόρμανς, θα παίζαμε επί χρόνια τα ίδια κομμάτια με τον ίδιο τρόπο.

(Ε.Α.) Φοράω ένα συγκεκριμένο κοστούμι. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν ήρθε η ώρα ν’ αλλάξει ή αν συνιστά τον «πυρήνα» του συγκροτήματος.

(Σ.Τ.) Όταν ξεκινήσαμε, είχαμε συμφωνήσει ότι τα δύο βασικότερα στοιχεία της περφόρμανς ήταν ο φωτισμός και τα κοστούμια. Έχοντας αυτά, και χωρίς σκηνικά κάνεις μια περφόρμανς.

Γι’ αυτό και θέλαμε το κοστούμι της Έβελυν, της «πρωθιέρειας» του δρώμενου, να ταυτίζεται με την ίδια και ν’ αντικατοπτρίζει ό,τι επιθυμούμε να ενστερνιστούμε: το αρχέγονο στοιχείο και το γεγονός πως η ανθρώπινη ψυχή φέρει σκιές.

Αλλάζοντας, όμως, μερικές λεπτομέρειες δίχως να χαθεί ο συνολικός χαρακτήρας είναι μια σοφή σκέψη, καθώς αφ’ ενός διατηρείς την ταυτότητά σου, αφ’ ετέρου εξελίσσεσαι.

Μια εξέλιξη του υπάρχοντος θα προσπαθήσουμε, λοιπόν, να υλοποιήσουμε, σκοπεύοντας ν’ ανακαλύψουμε πώς θα νιώσουμε μ’ αυτή σε ενεργειακό και ενστικτώδες επίπεδο.

Από εσάς ξεκινούν όλα, σε κάθε περίπτωση.

(Σ.Τ.) Η μετουσίωση των παραστατικών τεχνών συντελείται, άλλωστε, όταν γίνεις ένα μ’ αυτές και η πραγματικότητα μετατρέπεται σε κάτι συγκεχυμένο.

Για μένα είναι σημαντικό να επιχειρείς, κατά διαστήματα, να βγαίνεις από την λεγόμενη «ζώνη ασφαλείας» σου και ν’ αναλαμβάνεις -λελογισμένα, ίσως- ρίσκα.

Η εποχή, βέβαια, δεν ευνοεί γενικά τέτοιες απόπειρες. Στην δε Ελλάδα, ευνοούνται ακόμα λιγότερο.

(Ε.Α.) Γι’ αυτό κι ευελπιστώ ότι, μέσα από την προσπάθεια κι ακόμα κι αν κάνουμε λάθος, θα μάθουμε από αυτό και θα μας φανερωθεί ο δρόμος τον οποίο πρέπει ν’ ακολουθήσουμε.

(Σ.Τ.) Ως δημιουργός, ο κύριος «δαίμονας» που έχω ν’ αντιμετωπίσω είναι ένα χάος ιδεών το οποίο δεν ξέρω πού θα με οδηγήσει.

Όταν, όμως, οδηγούμαι κάπου με επιτυχία, αναζητώ τα τυποποιημένα εργαλεία τα οποία θα με βοηθήσουν να υπηρετήσω καλύτερα το ένστικτό μου.

Όλη η εμπειρία, η γνώση και το ταλέντο σου πρέπει, επομένως, να καλλιεργηθούν έτσι, ώστε να μπορείς να εκμεταλλευτείς την πρώτη ενστικτώδη σκέψη σου. Όσο εξασκείς το ένστικτό σου, τα όποια λάθη προκύπτουν σε επίπεδο εφαρμογής.

Λειτουργείς κι εσύ με βάση το ένστικτο στις επιλογές σου, Έβελυν;

(Ε.Α.) Πολύ! Δεν είμαι άνθρωπος της λογικής. Θεωρώ ότι ποτέ δεν κάνει λάθος το ένστικτο. Απλώς, επειδή στην κοινωνία όπου ζούμε τα ένστικτα έχουν θαφτεί, είναι δύσκολο να τα «εξορύξουμε».

Πρέπει, επομένως, να είσαι «καθαρός» για να μπορέσεις να τ’ ακούσεις.

Είμαι βέβαιος πως τα εκάστοτε κοινά αντιλαμβάνονται και βιώνουν το ακατέργαστο, αρχέγονο, ενστικτώδες υπόβαθρο της περφόρμανς σας - και τα δονεί.

(Ε.Α.) Η σκηνική μου ύπαρξη και δουλειά βασίζονται σε μια επεξεργασία του ενστίκτου και της παρόρμησης, οπότε και στο μουσικό επίπεδο προς την ίδια κατεύθυνση κινούμαι.

Όντας, λοιπόν, παρορμητικός άνθρωπος κι επειδή έχω πολλές ιδέες, αλλά δυσκολεύομαι να τις βάλω σε μια σειρά, χρειάζομαι ανθρώπους που να με βοηθήσουν στην οργάνωση.

Σε κάθε περίπτωση, το ιδανικό για μένα βρίσκεται ανάμεσα στο χάος και την απόλυτη οργάνωση. Φέρνω το χάος κι οι άλλοι μου φέρνουν την οργάνωση. Οπότε, τα βρίσκουμε κάπου στην μέση!

Η σκηνοθέτριά μας, η Marlene Kaminsky, βοηθά στην οργάνωση του χάους μας.

(Σ.Τ.) Η ομάδα αρχίζει να «σφίγγει» πολύ, και γίνονται ξεκάθαροι οι ρόλοι.  Προσωπικά, δε βλέπω την Marlene ως σκηνοθέτρια, αλλά ως ένα ακόμα μέλος της μπάντας.

Το πρώτο που μου ζήτησε, σε μια από τις πρώιμες κουβέντες μας, ήταν να έρθει σε μια πρόβα μας και να την παρακολουθήσει, ώστε να διαπιστώσει αν μπορεί να συνδεθεί μ’ αυτό που ενστερνιζόμαστε.

Παρά την δυτικοευρωπαϊκή της κουλτούρα, ακούγοντας το Κοίτα με συνδέθηκε μαζί μας, καθώς δε θεωρούσε ότι επρόκειτο για αμιγώς ελληνική μουσική.

Πλέον, μας έχει δώσει δύο-τρεις φορές λύσεις και σε μουσικό επίπεδο και η σχέση που έχει αναπτύξει με την Έβελυν είναι πολύ ιδιαίτερη.

Άρα λειτουργείτε περισσότερο ως κολεκτίβα παρά ως συγκρότημα.

(Σ.Τ.) Πολύ εύστοχη διαπίστωση!

Έχει ενδιαφέρον, πάντως, πώς αναδιαμoρφώνονται οι όποιες εσωτερικές ισορροπίες με την προσθήκη νέων μελών ή την ανάληψη ρόλων και από άλλα μέλη.

(Σ.Τ.) Ένα από τα όνειρά μας για το μέλλον είναι μια ολοκληρωμένη εικαστική κατάθεση, σε μεγάλο βαθμό αποδεσμευμένη από τα όσα έχουμε μέχρι στιγμής παρουσιάσει.

Όταν ολοκληρώνονται οι παραστάσεις/συναυλίες σας, βιώνεις μια λύτρωση;

(Ε.Α.) Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που παίξαμε στο Κύτταρο, με πολλούς δικούς μας ανθρώπους από κάτω, στο τελευταίο κομμάτι συγκινήθηκα πάρα πολύ.

Κοιτούσα τον κόσμο κι αναρωτιόμουν πώς τελικά τα καταφέραμε από το τίποτα. Ένιωσα, μάλιστα, περήφανη γι’ αυτό. Δε θέλω να επαναπαύομαι, όμως.

Αν η συναυλία έχει πάει καλά, υπάρχει η διάσταση της λύτρωσης. Ωστόσο, σκέφτομαι τι θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει καλύτερα, κι αυτό πολλές φορές με αποτρέπει από το ν’ απολαύσω μια συναυλία εκ των υστέρων.

(Σ.Τ.) Τα προβλήματα είναι «παράθυρα». Αποστολή του καλλιτέχνη και του περφόρμερ είναι να μην αφήσουν το κοινό ν’ αντιληφθεί την όποια κρίση εντός ενός σχήματος.

Η συχνότητα των συναυλιών, που δεν είναι τακτική, αποτρέπει, πάντως, την επανάπαυση και την δημιουργία προβλημάτων.

Αν υιοθετούσατε μια λογική περιοδειών με διαδοχικές εμφανίσεις σε πόλεις και χώρους, θα κουραζόσασταν βιολογικά και καλλιτεχνικά.

(Σ.Τ.) Η ανάγκη μου είναι οι συναυλίες να γίνονται πραγματικά τελετές.

Για να καταλήξουν έτσι, πρέπει να συγκεντρωθεί η ενέργεια και μέσω ενός διαύλου -στην περίπτωσή μας ημών των ίδιων- να μεταφερθεί στον κόσμο, να επιστρέψει σε μας και να δημιουργηθεί η σύνδεση.

Πρέπει να προηγηθεί ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο όλο αυτό «βράζει» μέσα μας.

Φροντίζουμε κάθε φορά που δίνουμε μια συναυλία να αποπνέει μια αίσθηση γιορτής και χαράς. Δε θα μπορούσαμε να παίξουμε τρία Σαββατοκύριακα ή σε κάποιο μαγαζί. Θα αισθανόμασταν αμήχανα.

Δεν μπορείς να υποκριθείς ότι βιώνεις την έκσταση ή έστω μια ψυχική ένταση.

(Σ.Τ.) Καταλαβαίνεις πότε κάποιος άνθρωπος βρίσκεται σε έκσταση. Μπορείς να υποκριθείς άλλα πράγματα, όχι όμως και την έκσταση.

(Ε.Α.) Πάντως, επειδή δεχόμαστε πολλά μηνύματα, θα προσπαθήσουμε ν’ αυξήσουμε την συχνότητα των συναυλιών, αλλά και να επισκεφτούμε μέρη όπου δεν έχουμε βρεθεί.

Θα γίνει, λοιπόν, κι αυτό, σιγά σιγά, απλώς λόγω της πολυπρόσωπης σύνθεσης του crew είμαστε λίγο δυσκίνητοι. Όλα χρειάζονται ισορροπία.

Απαιτείται, επίσης, και ξεκούραση. Όταν σας βλέπω στις συναυλίες σας, νιώθω ότι εκτυλίσσεται μπροστά μου ένα εκρηκτικό φυσικό φαινόμενο.

(Σ.Τ.) Πολύ χαίρομαι που το λες. Είναι και θέμα εργασίας, πάντως. Πέρασαν, λοιπόν, χρόνια δουλειάς -σε ό,τι με αφορά χωρίς αντίκρισμα- μέχρι να αποφασίσουμε να παρουσιάσουμε το πολυπρόσωπο πρότζεκτ μας.

Όταν ενσωματώθηκε η Έβελυν σ’ αυτό, φάνηκε τι πήγαινε να γίνει.

Και ευγνωμονούμε τους ανθρώπους του Κυττάρου οι οποίοι μας έδωσαν το χέρι με καθαρή καλλιτεχνική διάθεση και μας παραχώρησαν την συγκεκριμένη ημερομηνία.

Αυτό που προσδοκώ για τους PAGAN για φέτος είναι μια ωραία, στοχευμένη περιοδεία, η οποία θα γίνει γεγονός πρώτα για εμάς και μετά για το κοινό.

Εσύ, Έβελυν, έχεις αλλάξει και υποκριτικά μέσα από τις εμφανίσεις σου με τους PAGAN; Κουβαλάς κάποια από αυτήν την ενέργεια σε όλες σου τις δουλειές;

(E.A.) Την ενέργεια που κουβαλώ στο θέατρο την μεταφέρω και στις συναυλίες - και αντιστρόφως.

Με την βοήθεια του Σταύρου ανακάλυψα πτυχές του τραγουδιού και της φωνής που δεν ήξερα ότι έχω, και μέσω αυτής της διαδικασίας εξελίσσομαι συνεχώς.

Όσο, μάλιστα, μεγαλώνεις γίνεται πιο δύσκολο ν’ ανακαλύψεις άγνωστες πτυχές του εαυτού σου. Κάθε χρόνο με ξαφνιάζει το τι διαθέτουμε και δεν το γνωρίζουμε, και μου δημιουργεί την όρεξη να συνεχίσω να ερευνώ.

Έχεις ποτέ αισθανθεί αμηχανία ή/και φόβο απέναντι είτε σ’ ένα κοινό -θεατρικό και συναυλιακό- είτε σ’ ένα κείμενο;

(Ε.Α.) Η απόπειρα εγκεφαλικής προσέγγισης ενός πράγματος πάντα μου προκαλεί φόβο, γιατί μένει σ’ ένα αρκετά επιφανειακό επίπεδο. Όταν, όμως, βυθιστείς στο ένστικτο, όταν κάτι ξεκινάει από την ρίζα, δεν υπάρχουν πλέον φόβος και αναστολές.

Λείπει πια αυτό το «άφημα» στην καθημερινότητα. Θεωρείται αντιπαραγωγικό να εκφράζουμε αβίαστα και απροσχεδίαστα αυτό που μπορεί να φέρουμε, και χωρίς κατ’ ανάγκη να είμαστε καλλιτέχνες.

(Σ.Τ.) Όλοι, δίαυλοι μιας παλιάς εικόνας είμαστε. Κουβαλάμε τόσες χιλιάδες τεραμπάιτ γενετικής μνήμης, που κάποια στιγμή απελευθερώνονται.

Ακόμα και τώρα, ασχολούμενος με την μουσική, δε νιώθω ότι δουλεύω. Η σχέση μου μαζί της είναι εφηβική και δε θ’ αλλάξει ποτέ. Το έχω αποδεχτεί αυτό.

Ο κύριος αγώνας μας συνίσταται στην αποτίναξη της συμβατικότητας, η οποία διαμορφώνεται από την κοινωνία βάσει των αναγκών της.

Αν, λοιπόν, καταφέρουμε να βρούμε τι μας καθορίζει πιο βαθιά ως ανθρώπους, ανοίγει ο δρόμος για την επίτευξη μιας εσωτερικής ισορροπίας που μπορεί να λειτουργήσει εξισορροπητικά και για το σύνολο.

«Ψάξτε βαθιά μέσα σας να βρείτε ποιοι είστε». Σ’ αυτήν την προτροπή συνοψίζεται η ουσία των PAGAN.

Όσο πιο πολύ ψάξεις αυτό που είσαι, έρθεις κοντά του και το απολαύσεις, θα αποτελεί παράγοντα ηρεμίας.

Μέχρι να συμβεί το αναπόφευκτο.

Οι PAGAN εμφανίζονται ζωντανά στο Κύτταρο Live Club την Κυριακή 27 Οκτωβρίου. Οι πόρτες ανοίγουν στις 20:30.



Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Νικολέτα Λεούση: «To σινεμά ως μέσο πρέπει, θεωρώ, να είναι παιδική χαρά»

 

Νικολέτα Λεούση (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Το σινεμά ως μέσο έκφρασης συναντιέται με το λεωφορείο ως μέσο μεταφοράς στην Άσκοπη μετακίνηση της Νικολέτας Λεούση, μιας από τις ευφυέστερες, πιο πρωτότυπες και προσωπικές ταινίες του φετινού Φεστιβάλ Δράμας.

Η Άσκοπη μετακίνηση συνεχίζει να μετακινείται φεστιβαλικά (επόμενες στάσεις κινηματογράφος Ίριδα και ΦΚΘ), κι εμείς συναντιόμαστε με την σκηνοθέτρια.

Γιατί προβληματιζόσουν ως προς το κατά πόσο θα σου «έβγαινε» η Άσκοπη μετακίνηση, η πιο πρόσφατη μικρού μήκους δουλειά σου, η οποία κέρδισε το βραβείο της Π.Ε.Κ.Κ. στο 47ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας;

Ήθελα πολύ ν’ απαλλαγώ από την αίσθηση της πίεσης που ένιωθα τα προηγούμενα χρόνια.

Πίεση να «βγάλεις» κάτι συγκεκριμένο;

Πίεση να «βγάλω» κάτι, κατ’ αρχάς. Δεν μπορούσα, όμως, να γράψω μυθοπλασία. Συνέθετα κάτι, κι έπειτα το παρατούσα.

Έθεσα, λοιπόν, στον εαυτό μου ορισμένα ερωτήματα: «Τι είμαι, αν δεν κάνω ταινίες καθώς περνούν τα χρόνια; Μπορώ ακόμα να λέω ότι είμαι σκηνοθέτρια; Είμαι διατεθειμένη να ζήσω με την ιδέα πως μπορεί να μην το αγαπάω πια;»

Όλα ξεκίνησαν, επομένως, σαν ένα τεστ, μια επιστροφή στα πολύ βασικά. Εξάλλου, έγινα σκηνοθέτρια επειδή έπαιρνα το λεωφορείο!

Πρόκειται για μια από τις πιο πρωτότυπες συνδέσεις κινηματογράφου και μέσων μαζικής μεταφοράς που θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.

Ήμουν φοιτήτρια πια όταν αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτρια, σε μια περίοδο κατά την οποία χρησιμοποιούσα τα λεωφορεία καθημερινά και ταυτόχρονα ονειροπολούσα, σκεπτόμενη τις ζωές των ανθρώπων και «σκηνοθετώντας» τα πλάνα μου απ’ το τζάμι.

Άρχισα ν’ ανακαλύπτω τον κινηματογράφο απ’ τα δεκαπέντε μου μέσα από βιντεοκασέτες. Ως φοιτήτρια παρακολουθούσα ό,τι κυκλοφορούσε. Δεν υπήρχε, ωστόσο, κάποια επιρροή από το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον.

Λόγω, επομένως, αυτών των ερωτημάτων είχε η Άσκοπη μετακίνηση αυτόν τον τόσο προσωπικό χαρακτήρα - τόσο σε καθαρά υπαρξιακό επίπεδο όσο και μέσα απ’ την φυσική παρουσία πολλών ανθρώπων απ’ το οικογενειακό περιβάλλον σου.

Πώς είναι να κινηματογραφείς τους ανθρώπους σου, μεγάλους και μικρούς;

Ήταν πολύ ευχάριστη εμπειρία.

Ο πατέρας του συντρόφου μου πάσχει από άνοια, γι’ αυτό και αγωνιούσα πώς θα λειτουργούσε στο πλαίσιο ενός γυρίσματος. Ο ίδιος, όμως, βίωσε την διαδικασία σαν παιχνίδι. Έβλεπα πόσο του άρεσε, οπότε ξεθάρρεψα κι εγώ και του ζητούσα πράγματα.

Η μαμά μου έχει παίξει σ’ όλες μου τις ταινίες. Κατά βάθος, θεωρώ ότι θα ήθελε να έχει ασχοληθεί με κάτι καλλιτεχνικό, αλλά καθώς προερχόταν απ’ την εργατική τάξη, δούλευε από μικρή και ουδέποτε είχε την άνεση να εκφράσει μια τέτοια φιλοδοξία.

Όταν παίζει, ντρέπεται, αλλά το ευχαριστιέται!




Η κορούλα;

Θέλει να ξανακάνουμε φιλμ! Παιδικό, όμως. Είδε την Άσκοπη μετακίνηση σαν παιχνίδι.

Κι εκείνη. Άρα αυτή πρέπει να ήταν αίσθηση του συνόλου των συντελεστών/συντελεστριών, πως πρόκειται για ένα ευφάνταστο φιλμικό παιχνίδι.

Υπήρχε, βέβαια, κι η απορία για το τι θα προέκυπτε από όσα τους έβαζα να κάνουν. «Θα το δείτε μετά», τους έλεγα.

Είναι η έξυπνη «αλαφράδα» της ταινίας ένα προσχεδιασμένο ή απροσχεδίαστο «αντίδοτο» στον συνολικό ζόφο;

To σινεμά ως μέσο πρέπει, θεωρώ, να είναι παιδική χαρά. Αυτή η χαρά -θέτοντάς το κάπως χοντροκομμένα- μπορεί να είναι μια πράξη αντίστασης. Και συνιστά τον τρόπο μου να προσεγγίζω τα όσα συμβαίνουν.

Άρα όσο πιο ζοφερή είναι η κοινωνικοπολιτική κατάσταση, τόσο πιο έξυπνα ανάλαφρες μπορεί να γίνονται οι δικές σου δουλειές;

Μακάρι! Τι μπορώ να εισφέρω στο κοινωνικό σύνολο; Να μοιραστώ χαρά, ελπίδα, δύναμη, κουράγιο.

Και στις 37 μέρες, ένα φιλμ που γραφόταν στην διάρκεια των Μνημονίων πολύ πριν εκλεγεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ένιωθα την ανάγκη να υπάρχει μια ηρωίδα η οποία αντιστέκεται σε σημείο τρέλας κι η πίστη στο ότι κάτι καλό μπορεί να συμβεί, και να ξεκινά από εμάς.

Δε θα έκανα ποτέ μια ταινία μ’ έναν χαρακτήρα που δε συμπαθώ. Δε θεωρώ, εξάλλου, πως υπάρχει ο απόλυτα κακός χαρακτήρας.




Σε κάθε περίπτωση, η διαρκής διερώτηση για τα κίνητρα και τους στόχους του -ακόμα και, ενίοτε, η αυτοαμφισβήτηση- είναι απαραίτητα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου εμπλεκόμενου σε μια δημιουργική διαδικασία.

Δεν έχει νόημα ν’ ασχολείσαι με κάτι αν δε σε «καίει» ή αν δε θέλεις να ανακαλύψεις κάτι μέσα απ’ αυτό.

Τι σε «καίει» πιο πολύ; Ή εξαρτάται και απ’ την φάση ζωής στην οποία κάθε φορά βρίσκεσαι; Σίγουρα, πάντως, οι δουλειές σου εγγράφονται σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο.

Μόλις γέννησα, βίωσα ένα σοκ σε σχέση με το τι σημαίνει να έχεις παιδί στην σημερινή Ελλάδα. Δε γίνεται, όμως, να νοιαστείς για το παιδί σου, αν δε σε νοιάζει ο κόσμος και τα παιδιά των άλλων.

Και δε γίνεται ν’ αφηγηθείς μια ιστορία αποκομμένη από το κοινωνικό της πλαίσιο. Πρέπει από πριν να βασίζεσαι στους ανθρώπους και να συνεχίσεις να το κάνεις και μετά.

Ξεφεύγοντας από το εγχώριο καλλιτεχνικό-κινηματογραφικό πεδίο, ποια είναι η γνώμη σου για καλλιτεχνικά έργα τα οποία φαίνεται να είναι αποσυνδεδεμένα από την όποια κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα;

Όσον αφορά στην Ελλάδα αυτό οφείλεται στην μεγάλη δυσκολία της δημιουργίας τους.

Ένας γενικότερος λόγος σχετίζεται με την κουλτούρα του να είσαι ο καλύτερος. Οι δημιουργοί δε σκέφτονται την απήχηση που θα έχουν στον θεατή, αλλά στα φεστιβάλ.

Εδώ εμπλέκεται η βιομηχανία, ένας πολύ δυνατός μηχανισμός - και παντοδύναμος έναντι των πεινασμένων για ταινίες νεότερων Ελλήνων/Ελληνίδων σκηνοθετών/σκηνοθετριών.

Και προϋπόθεση να προβληθεί σε πολλά φεστιβάλ είναι να δομείται μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο.

Σαν να ακολουθείται μια συνταγή, μέσα και από το «στρώσιμο» των σεναρίων στα labs, οπότε κόβονται όλα τα ρίσκα. Πολλά από αυτά κόβονται ήδη απ’ το μυαλό του σκηνοθέτη. Θα σκεφτεί, άρα, μια ιστορία που δεν έχει κάποια ρίσκα.

Για μένα, πάντως, είναι συνυφασμένη η καλλιτεχνική δημιουργία και με την ανάληψη -ενίοτε- ρίσκων.

Αυτό έχει να κάνει και με μια γενικότερη νοοτροπία.

Όταν, για παράδειγμα, σκεφτόμαστε τι θα κάνουμε στην ημέρα μας, μπορεί να επιλέξουμε κάτι το οποίο δεν εμπεριέχει πολύ ρίσκο. Υπάρχει το κυνήγι της ασφάλειας. Πόσο χρόνο θα διαθέσουμε σε μια φιλία; Πιο σπάνια συμβαίνει πια.

Κατά συνέπεια γίνονται και οι ταινίες πιο δειλά, πιο προστατευμένα, έτσι ώστε να μην τσακωθούμε με το κοινό. Εφόσον το καταφέρεις, η βιομηχανία σε βοηθάει και σε επιβραβεύει.

Ως θετικός άνθρωπος, ωστόσο, θεωρώ ότι αυτή η κατάσταση δε θα κρατήσει πολύ, πως θα δημιουργηθεί ένας κινηματογραφικός κόσμος ο οποίος θα κάνει πράγματα πιο κοντά σ’ αυτό που ζούμε - και το κοινό θ’ ανταποκριθεί θετικά, αν έρθει σ’ επαφή μ’ αυτά.

Παίζει ρόλο και η επιλεγόμενη -υβριδική- φόρμα;

Θα ήθελα να επαναλάβω ένα φιλμ το οποίο είναι λίγο ντοκιμαντέρ και λίγο στημένο παιχνίδι. Προσφέρει ελευθερία.

Αν αρχίσεις να μιλάς την γλώσσα της ελευθερίας στα πρώτα λεπτά μιας ταινίας, ο θεατής καταλαβαίνει πώς θα πορευτείς, και μετά μπορείς να κάνεις ό,τι θες.

Ακόμα και μια μεγάλου μήκους δουλειά αντίστοιχη στιλιστικά;

Νομίζω πως μπορεί να γίνει. Με micro budget, βέβαια, όπως και η Άσκοπη μετακίνηση.

Μέσα από αυτήν αισθάνομαι, πάντως, ότι ανακάλυψα πως αγαπώ το σινεμά, ότι υπάρχει δρόμος και θα τον φτιάξω εγώ, χωρίς να ζητήσω άδεια και να νιώθω την υποχρέωση πως πρέπει όλα να πάνε καλά.

Δεν υπάρχει, άλλωστε, κάποια ανταμοιβή σ’ αυτό το ταξίδι στην Ελλάδα. Πάντα θα ξεκινάς απ’ την αρχή. Άσκοπη μετακίνηση, όμως, δεν είναι. Έχει πολύ μεγάλη σημασία ν’ ακολουθείς τον σκοπό σου.

Η ταινία της Νικολέτας Λεούση Άσκοπη μετακίνηση έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο πλαίσιο του Εθνικού Διαγωνιστικού του 47ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, όπου κέρδισε το βραβείο της Π.Ε.Κ.Κ.

Την Κυριακή 27 Οκτωβρίου προβάλλεται στον κινηματογράφο Ίριδα (Ακαδημίας 55), 19:00-21:00.

Κατόπιν, ταξιδεύει στο 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (31 Οκτωβρίου-10 Νοεμβρίου).



Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

A Hawk and a Hacksaw: «Είναι δύσκολο να μη λειτουργείς νομαδικά, αν ερωτευτείς τα ρεμπέτικα»

 


Μπορεί να κατάγονται από τις Η.Π.Α., αλλά η μουσική τους «καρδιά» χτυπάει στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Ο λόγος για το ντουέτο των Jeremy Barnes και Heather Trost, γνωστών στο καλλιτεχνικό στερέωμα ως A Hawk and a Hacksaw.

Τους «συναντούμε» λίγο πριν πολυαναμενόμενη αθηναϊκή συναυλία τους το Σάββατο 19 Οκτωβρίου στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου.

Όλα ξεκίνησαν 22 χρόνια πριν, όταν εσύ, Jeremy, εξαντλημένος από τα ντραμς που έπαιζες στους Neutral Milk Hotel, έπιασες το ακορντεόν, αποκτώντας εμμονή με την λαϊκή μουσική της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Τουρκίας.

Πώς η αρχική σου συνάντηση με αυτές τις μουσικές παραδόσεις μετατράπηκε σταδιακά σε «εμμονή»; Και σε ποιο σημείο αποφάσισες να σταματήσεις να είσαι απλός ακροατής και άρχισες να τις ξαναδουλεύεις και να τις επανερμηνεύεις;

(Jeremy Barnes): Αναζητούσα μια νέα κατεύθυνση για πολύ καιρό...

Εκ των υστέρων, νομίζω ότι ο λόγος για τον οποίο αναζητούσα μουσική εκτός του Δυτικού ροκ ήταν επειδή ήθελα η μουσική στην ζωή να είναι κάτι περισσότερο από αυτό που είχα βιώσει στο παρελθόν.

Λατρεύω να παίζω σε γάμους, λατρεύω να παίζω σε μαγικές, ιδιαίτερες στιγμές στην ζωή των ανθρώπων. Θα παίξω στα ροκ κλαμπ, αλλά ήθελα να ανοιχτώ σε βαθύτερες, πιο προσωπικές στιγμές.  

Η μουσική είναι πολύ δυνατή, αλλά ένα μέρος της δύναμής της έχει αφαιρεθεί.

Ήταν κατά την διάρκεια της ηχογράφησης του δεύτερου άλμπουμ σας, Darkness at noon, που γίνατε ντουέτο. Όντας κι εσύ μια αριστοτεχνική βιολίστρια, Heather, με ποιους τρόπους σε έχει μαγέψει εξίσου η λαϊκή μουσική, γενικά;

(Heather Trost): Αγαπώ τα παραμύθια και την λαογραφία, και η λαϊκή μουσική είναι φυσικά ένα όχημα για ιστορίες και αφήγηση, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν στίχοι.

Η πρώτη μου γνωριμία με την λαϊκή μουσική έγινε μέσω των ηχογραφήσεων πεδίου του Μπέλα Μπάρτοκ στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία.

Το τρίτο σας άλμπουμ, The way the wind blows, ηχογραφήθηκε στην Ρουμανία και το τέταρτο, Délivrance, στην Βουδαπέστη, όπου ζήσατε για μερικά χρόνια.

Σε ποιον βαθμό είναι απαραίτητο για εσάς να βυθίζεστε στις ευρύτερες πολιτιστικές παραδόσεις που εξερευνάτε μέσω της μουσικής, αφιερώνοντας παράλληλα χρόνο -ακόμα και ζώντας- στις αντίστοιχες χώρες;

(J.B.) Υπάρχει κάτι που πρέπει να ειπωθεί σχετικά με το να μη βυθίζεσαι σωματικά στα μέρη που σ’ ενδιαφέρουν.

Η λαχτάρα να βρεθείς κάπου μπορεί να είναι ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για την σύνθεση, αλλά φυσικά κάποια στιγμή πρέπει να πας.

Νομίζω, λοιπόν, πως είναι πολύ σημαντικό μακροπρόθεσμα να ταξιδεύεις σ’ εκείνα τα μέρη, να παίζεις με τους μουσικούς, να δίνεις συναυλίες, όποτε είναι δυνατόν.

Το πέμπτο σας άλμπουμ, Cervantine, η πρώτη κυκλοφορία στην δική σας δισκογραφική, διαφέρει κάπως από τα προηγούμενα ενσωματώνοντας πιο πολλά στοιχεία από την ελληνική λαϊκή μουσική και την παράδοση της Μαριάτσι.

Πώς μυηθήκατε και στις δύο παραδόσεις και με ποια έννοια αυτή η συνάντηση αναδιαμόρφωσε/εμπλούτισε το μουσικό σας όραμα και την κατανόησή σας των αντίστοιχων πολιτισμών;

(J.B.) Μεγαλώσαμε με την μουσική Μαριάτσι. Στο Νέο Μεξικό είναι παντού...

Περί το 1999, βρισκόμουν σε μια υπαίθρια αγορά στο Παρίσι κι έπεσε το βλέμμα μου σ’ έναν παράξενο δίσκο με ένα αλφάβητο αραδιασμένο σε μια λακκούβα.

Τον αγόρασα με κάτι ψιλά που μου περίσσευαν και τον ερωτεύτηκα εντελώς όταν τον έπαιξα στο πικάπ, ειδικά τους ρυθμούς.

Αποδείχθηκε ότι ήταν μια συλλογή πρώιμων ρεμπέτικων.

Το You have already gone to the other world,  το έκτο σας άλμπουμ και προσωπικό μου αγαπημένο, είναι το soundtrack σας για το αριστούργημα του Σεργκέι Παρατζάνοφ, Στις σκιές των ξεχασμένων προγόνων.

Πώς συνδέεσαι με το όραμά του και με τον κινηματογράφο γενικότερα;

(J.B.) Ως κάποιος που ενδιαφέρεται πρωτίστως για την οργανική μουσική, μου αρέσει να δουλεύω με τον κινηματογράφο. Μας δίνει την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουμε την σιωπή, να πάρουμε τον χρόνο μας, να πολλαπλασιάσουμε το συναίσθημα.

Το Forest bathing, η πιο πρόσφατη -εξ όσων γνωρίζω- προσφορά σας, είναι ίσως η πιο ποικιλόμορφη από όλες τις ηχογραφήσεις σας. Πώς γεννήθηκε; Και τι συνθέτετε ή είχατε την περιέργεια να εξερευνήσετε από τότε;

(J.B.) Παρακολουθούμε εμμονικά κασέτες VHS με γάμους από τα Βαλκάνια από τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, επειδή έχουμε επιστρέψει στο σημείο κατά το οποίο δεν ταξιδεύουμε στην Ανατολική Ευρώπη.

Μου δίνει νέες ιδέες και έμπνευση, και είναι πραγματικά κατάφαση της ζωής.

Θα περιγράφατε γενικά το βίωμα της μουσικής από την θέση των ακροατών, ερμηνευτών και δημιουργών ως κάτι νομαδικό - νομαδικό όπως είναι και οι δικές σας επιρροές και αναφορές;

Παραμένει η ενασχόλησή σας με τη μουσική ένα «δονκιχωτικό» εγχείρημα;

(J.B.) Είναι δύσκολο να μη λειτουργείς νομαδικά, αν ερωτευτείς τα ρεμπέτικα. Τότε είναι λογικό να εξερευνήσεις την υπόλοιπη Ελλάδα: Κρήτη, Ήπειρο και ούτω καθεξής... Σίγουρα η επιρροή της ελληνικής μουσικής εκτείνεται σ’ όλα τα Βαλκάνια.

Η ιδέα να ακούω μόνο ένα τμήμα της βαλκανικής μουσικής, η οποία έχει να κάνει με πολιτικούς διαχωρισμούς σ’ έναν χάρτη, μού φαίνεται εξαιρετικά στενόμυαλη.

To Σάββατο 19 Οκτωβρίου επιστρέφετε στην Αθήνα για μια ξεχωριστή συναυλία στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου. Αντιλαμβάνεστε την Ελλάδα ως ένα από τα πολιτιστικά/μουσικά «λίκνα» σας;

Και πόσο ιδιαίτερο είναι για σένα να παίζεις όντως σε μια εκκλησία;

(J.B.) Η ελληνική μουσική είναι εξαιρετικά σημαντική για ολόκληρη την περιοχή. Είναι αδύνατο να μεγαλοποιήσεις την επιρροή της σε μέρη όπως η Ρουμανία. Σίγουρα είναι «λίκνο», μαζί με την αδερφική σας μουσική στην Τουρκία.

Ευχαριστώ θερμά τον Jeremy Barnes και την Heather Trost -αλλιώς και A Hawk and a Hacksaw- για τον χρόνο που μου διέθεσαν εν μέσω μιας πυρετώδους βρετανικής τουρνέ.

Ευχαριστώ -εξατομικευμένα- τον Jeremy και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του ντουέτου που συνοδεύει το κείμενο.

Οι A Hawk and a Hacksaw εμφανίζονται ζωντανά το Σάββατο 19 Οκτωβρίου στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου (Φιλελλήνων 27, Αθήνα), 21:00.