Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Αξίνια Μιχαΐλοβα: «Η ποίηση είναι μια συμπυκνωμένη μορφή ενέργειας ύψιστης τάξης»

 


Ενόψει της επίσκεψής της στο πλαίσιο της 20ής ΔΕΒΘ και της παρουσίασης της ποιητικής συλλογής της Με μάτια αγγέλων κλεισμένων σε άσυλο, η καταξιωμένη Βουλγάρα ποιήτρια Αξίνια Μιχαΐλοβα μάς ανοίγει την καρδιά της.

Eίστε απόφοιτος λυκείου γαλλικής γλώσσας, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στα γαλλικά, ενώ έχετε συγγράψει τρία βιβλία στα γαλλικά και μεταφράσει άλλα από τα γαλλικά.

Τι σας συνδέει με τη γαλλική παιδεία και κουλτούρα;

Με συνδέουν πολλά πράγματα.

H αγάπη για τη γλώσσα και η επίμονη ενασχόληση μαζί της, η ευκαιρία να δω τον κόσμο από μια άλλη οπτική γωνία, οι μεταφράσεις, το γράψιμο, οι φιλίες και μια ευγνωμοσύνη για όλα αυτά.

Ήμουν δεκατεσσάρων ετών όταν άρχισα να μαθαίνω γαλλικά - στο λύκειο με εντατική εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας στην πόλη μου. Τότε δεν φανταζόμουν καν ότι η επαγγελματική μου ζωή θα είχε σχέση με τη γλώσσα αυτή.

Αλλά ακριβώς στην πορεία των πέντε ετών στο λύκειο εμφανίστηκαν και τα πρώτα σημάδια ότι είχα μια ιδιαίτερη σχέση με τις λέξεις.

Πρώτα στα μαθήματα γαλλικών -με τις ασκήσεις στην συγγραφή ιστοριών βάσει κάποιων συγκεκριμένων λέξεων- και ύστερα στα μαθήματα μετάφρασης.

Στην ουσία, στην περίπτωσή μου εν αρχή ήταν η μετάφραση -η ευχαρίστηση και η κάψα να αναδημιουργήσεις ένα ξένο κείμενο στη μητρική σου γλώσσα- και αργότερα, χωρίς να ξέρω πώς και από πού, ήρθε η παρόρμηση να δημιουργώ δικά μου κείμενα.

Ανήκω στη γενιά η οποία σπούδαζε σε εποχές που ήταν πιο εύκολο να φτάσεις στον παράδεισο παρά να πάρεις βίζα για τη Γαλλία. Οπότε δεν έχω ζήσει σε γαλλόφωνο περιβάλλον - κάτι που για πολύ καιρό μου δημιουργούσε κόμπλεξ.

Αλλά όμως μελετούσαμε τη γλώσσα μέσω αποσπασμάτων από την υψηλή γαλλική λογοτεχνία, που αποτελεί εγγύηση για την ανάπτυξη μιας παραστατικής σκέψης και νοητικών κατασκευών σε επίπεδο διαφορετικό από την καθημερινή γλώσσα.

Ως φοιτήτρια αλλά και μετά, συνέχισα να ασχολούμαι με τις μεταφράσεις και αυτό σταδιακά μετατράπηκε σε επαγγελματική δραστηριότητα.

Έπειτα ήρθαν τα ταξίδια και η «ζωντανή συνάντηση» με γαλλόφωνους συγγραφείς και τη γαλλική κουλτούρα, που μαζί με την ελληνική συγκαταλέγονται στις θεμελιώδεις για την Ευρώπη.

«Oι ποιητικές αγκαλιές δεν προστατεύουν απ’ το να χαθούμε/ μέσα στην εξαθλίωση του κόσμου/ αν και διαρκούν περισσότερο/ από τις αγκαλιές της σάρκας». (Οι φίλοι, που μαζί τους πίναμε τσάι στη βεράντα). Eίναι η ποίηση μια αγκαλιά;

Είναι κάτι παραπάνω από μια αγκαλιά! Γιατί ξεπερνά τα όρια του σωματικού.

Είναι μια γνωριμία με τον άλλον πέρα ​​από τη λογική σκέψη και μια κρυφή διαμαρτυρία ενάντια σε όλα τα επιβεβλημένα κοινωνικά και πολιτικά κατασκευάσματα, γιατί ασχολείται με τα αρχέγονα ανθρώπινα πράγματα:

Aυτά που μας φέρνουν πιο κοντά και μας κάνουν να βιώνουμε τον εαυτό μας ως ανθρώπινα όντα.

Και το να γνωρίσεις τον άλλον είναι ένας τρόπος να τον αποδεχτείς, και ενδεχομένως να τον αγαπήσεις.

«Τα Bαλκάνια είναι μια πρησμένη φλέβα/ που η Eυρώπη την τρυπά ανά κάποιες δεκαετίες, / για να καθαρίσει το αίμα της/ που έχει αρχίσει να γερνάει». (Δεν είναι μόνο ένας).

Είναι σχέση αγάπης-μίσους αυτή που συνδέει Βαλκάνια και (υπόλοιπη) Ευρώπη; Και ποια είναι η δικιά σας σχέση τόσο με τα Βαλκάνια όσο και με την Ευρώπη, γενικότερα;

Όχι, αυτό είναι διαπίστωση. Αρκεί να ξεφυλλίσει κάποιος τις σελίδες της Iστορίας.

Στη βουλγαρική γλώσσα υπάρχει ένας σταθερός λεκτικός συνδυασμός με αρνητική χροιά, με τον οποίο οι ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης μάς βάζουν ένα είδος ετικέτας: «σκοτεινό βαλκανικό υποκείμενο».

Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην ελληνική γλώσσα.

Στην πιο πρόσφατη ευρωπαϊκή μας Iστορία, εμφανίστηκε ένας κάπως πιο συμπονετικός όρος: «Τα Βαλκάνια-Η Γκρίζα Ζώνη της Ευρώπης».

Πριν από χρόνια, μια τέτοια στάση θα με εξόργιζε, τώρα την βλέπω με ειρωνεία.

Γιατί νιώθω Ευρωπαία, αλλά η ομάδα αίματός μου είναι «βαλκανική» και δεν θα την άλλαζα για να αποκτήσω το δικαίωμα να ανήκω σε κάποια άλλη κοινότητα που κάποιος την έχει ορίσει ως πιο «πολιτισμένη» από τη δική μας.

Σέβομαι την κουλτούρα και τις παραδοσιακές αξίες όλων, με τις ταπεινές ικανότητές μου ως μεταφράστρια κάνω ό,τι μπορώ για την ανάδειξη της ξένης λογοτεχνίας.

Γι’ αυτό και περιμένω από αυτούς να με δεχτούν τόσο με τα θετικά μου χαρακτηριστικά όσο και με το περιβόητο «βαλκανικό μου πείσμα»!

Διότι η επιβολή εξωτερικών πολιτισμικών μοντέλων οδηγεί στην εξομοίωση και τη εξάλειψη της ποικιλίας των «χρωμάτων» που χαρακτηρίζουν τους διαφορετικούς λαούς, και αυτό θα οδηγήσει σε συναισθηματική και αξιακή «αχρωματοψία».

«Σε τούτη τη ζωή όλα έχουν ένα νόημα/ ό,τι και αν έρθει στη ζωή σου/ άφησέ το να συμβεί». (Και μετά συνέχισε παρακάτω). Αφήνεστε στην καθημερινότητά σας;

Προσπαθώ, αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα. Στη ζωή δεν υπάρχουν τυχαία πράγματα, η ψυχή είναι εδώ για να συσσωρεύει εμπειρίες τόσο από τα χαρούμενα όσο και από τα θλιβερά πράγματα που μας συμβαίνουν.

Αλλά μερικές φορές αδυνατούμε να διαβλέψουμε το νόημα αυτού που συμβαίνει, υποφέρουμε και περιπλανιόμαστε.

«Πώς να ξεχωρίσουμε τον φόβο από την ελπίδα/ στο καλάθι από βέργες ιτιάς;» (Σημάδια στον ουρανό). Είναι ο φόβος η άλλη όψη της ελπίδας - και αντίστροφα;

Στην αναμονή πάντα υπάρχει ένας «κόκκος» ανησυχίας και αγωνίας. Στην αναμονή, η ελπίδα και ο φόβος δεν είναι αντώνυμα, αλλά πάνε χέρι-χέρι. Ελπίζεις για κάτι, προσμένεις κάποιον...

Κι αν δεν γίνει, αν αυτός ο κάποιος δεν έρθει; Ανεξιχνίαστη είναι η ανθρώπινη φύση...

«Είναι άτοπο να αναζητά κανείς σωτηρία/ κάτω από τον μανδύα της προσμονής». (Μήλα στο χιόνι). Εσείς, πού/πώς την αναζητάτε;

Την αναζητώ στα λόγια και στα κείμενα των άλλων, στη ενασχόλησή μου μαζί τους, και μερικές φορές και στα δικά μου ποιήματα.

Κατά τη διάρκεια της ίδιας της πράξης της γραφής ή της ανάγνωσης, ο χρόνος κυλά διαφορετικά, μερικές φορές μια πρόταση μπορεί να σου δώσει ένα κλειδί και να σου προσφέρει μια σανίδα σωτηρίας.

Και όταν ούτε αυτό βοηθάει, η σωματική εργασία επίσης είναι μια καλή εναλλακτική.

Έχω ένα σπίτι με κήπο έξω από τη Σόφια, η ενασχόλησή μου με τη γη είναι επίσης γιατρικό και σώζει, κάθε φυτό στο οποίο εναποθέτεις αγάπη και φροντίδα και που αναπτύσσεται και καρποφορεί μπροστά στα μάτια σου, αναζωογονεί και γαληνεύει.

«Το όνειρο επαναφέρει ξεχασμένες λέξεις, /μου μαθαίνει τα μάντρα της νύχτας/ που η ζωή αποσιωπά». (Ένα όνομα πρόχειρα ραμμένο με σιωπές). Ποια είναι η σχέση σας με τα όνειρα ως δημιουργού;

Πριν από πολλά χρόνια, συχνά στο όνειρό μου βρέθηκα σε ένα μέρος με λευκά σπίτια και θάλασσα, βίωνα μια άγνωστη στην πραγματική ζωή γαλήνη και μια μόλις αντιληπτή θλίψη.

Δεν ξέρω γιατί είχα αποφασίσει ότι ήταν το Ντουμπρόβνικ. Δεν είχα πάει εκεί.

Έγραψα ένα ποίημα για τη λευκή πόλη και από τότε δεν την έχω ονειρευτεί ξανά. Βγήκε καλό ποίημα, αλλά χάθηκε αυτή η πόλη από τα όνειρά μου. Και τη νοσταλγώ.

«Τα πάντα είναι τα ίδια/ λίγο μετά τη μέση της ζωής». (Τρένα που διασταυρώνονται). Επενδύετε, παρ’ όλα αυτά,  -έστω και ενδόμυχα- στη γοητεία της έκπληξης;

Φυσικά! Αν ο άνθρωπος σταματήσει να εκπλήσσεται, σημαίνει ότι έχει πάψει να πιστεύει στα θαύματα και ότι το παιδί μέσα του έχει φύγει για πάντα!

«Ο καθένας κουβαλάει τους νεκρούς του/ και όλοι τους, μέχρι ενός, διψάνε». (Το άλογο). Μπορούν να «ξεδιψάσουν» χωρίς να «στεγνώσουν» τους ζωντανούς;

Τους κουβαλάμε γιατί τους έχουμε ανάγκη περισσότερο από όσο μας χρειάζονται αυτοί οι ίδιοι. Ο πόνος και τα δάκρυα πιο πολύ αποκαθαίρουν, παρά στεγνώνουν.

Και μένουν μετά σαν μικρά νησάκια εκείνες οι στιγμές χαράς που είχαμε μοιραστεί μαζί τους, η ευγνωμοσύνη που είχαμε ζήσει μαζί τους για ένα διάστημα.

Ακούμε τις φωνές τους, ζητάμε την προστασία τους, τα λόγια τους ξεσπούν στο μυαλό μας στις πιο απροσδόκητες στιγμές.

Αυτό μάλλον τους «ξεδιψάει», οι νεκροί μας είναι «ζωντανοί» γιατί υπάρχει κάποιος που ακόμα τους θυμάται.

«Η απουσία έχει την ικανότητα/ να πλαταίνει τους χώρους που έχουν ορφανέψει». (Δίψα). Γιατί, κατά τη γνώμη σας;

Τους χώρους τους διευρύνει η φαντασία μας με όλες τις πιθανές και ακατόρθωτες, επερχόμενες, φανταστικές ή χαμένες ευκαιρίες, αναμνήσεις, εικόνες, μορφές, χειρονομίες, λέξεις, κλάματα, χαμόγελα με τα οποία γεμίζουμε αυτούς τους χώρους, κάνοντάς τους απέραντους.

«Κάποια μέρα θα αναγνωρίσεις την υγρή της γλώσσα/ στο καρύδι του λαιμού σου/ αλλά και τότε ακόμα δεν πρέπει να την πιστεύεις/ την ποίηση». (Στα ρηχά της παραίτησης). Εσείς, την πιστεύετε, ή έχετε τις αμφιβολίες σας;

Πιστεύω στη δύναμη των λέξεων να θεραπεύουν, να εξυψώνουν ή να σκοτώνουν. Εξαρτάται από εμάς το πώς θα τις χρησιμοποιήσουμε.

Πιστεύω ότι η ποίηση είναι μια συμπυκνωμένη μορφή ενέργειας ύψιστης τάξης, της οποίας οι ποιητές σε σπάνιες στιγμές γίνονται αγωγοί, αν λάβουν αυτή την ελέω Θεού Χάρη.

Και κάθε φορά έχω αμφιβολίες και φοβάμαι μήπως το ποίημα, που μου ήρθε κι έγραψα, είναι το τελευταίο. Γιατί κανείς δεν ξέρει ούτε πώς ούτε πότε έρχεται η ποίηση. Και κάθε φορά κάθομαι μπροστά στο λευκό χαρτί σαν να είναι για πρώτη φορά.

«[...] Tα πιο αληθινά λιμάνια/ είναι οι αναχωρήσεις». (Πριν από τον μιστράλ). Γιατί;

Αυτό είναι ένα είδος οξύμωρου, αν και εξωτερικά ιδωμένο, το λιμάνι είναι ένα μέρος από το οποίο και αναχωρείς, και όπου επιστρέφεις, και όπου μπορείς να σταματήσεις για λίγο.

Πρόκειται όμως για εσωτερικά λιμάνια όπου νιώθεις ζωντανός, ακέραιος και σαν στο σπίτι σου μόνο όταν είσαι εν κινήσει, γιατί ο νομαδισμός είναι στο αίμα πολλών από εμάς.

Ο Βούλγαρος ποιητής Πένιο Πένεβ, που έζησε στα μέσα του περασμένου αιώνα, λέει: «Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος όταν ταξιδεύει».

«Ό,τι κι αν γράψεις/ δεν θα εξαντλήσεις όλο το νόημα/ γιατί στην αρχή δεν ήταν ο λόγος, / αλλά η χαρά των σωμάτων». (Όταν διακατέχομαι από αμφιβολίες). Η γραφή ανακαλεί ή ενδυναμώνει τη χαρά των σωμάτων;

Από μόνη της, η υπέρτατη χαρά δύο σωμάτων που βρίσκονται σε πνευματική και φυσική ενότητα είναι ένα είδος ποίησης.

Η ερωτική και η ποιητική πράξη έχουν μια δημιουργική φόρτιση της ιδίας τάξεως. Τότε ο άνθρωπος δεν υπόκειται στη βαρύτητα της γης, βηματίζει ένα μέτρο πάνω από το έδαφος.

Οπότε το γράψιμο μάλλον προσπαθεί να αναβιώσει τη μνήμη αυτής της χαράς, να την ενδυναμώσει, αλλά σε μένα αυτό συμβαίνει όταν ο αγαπημένος λείπει, γιατί όταν ο έρωτας είναι εδώ και τώρα, τότε πρέπει κανείς απλά να τον ζει.

«Τα πάντα σ’ αυτόν τον κόσμο είναι υποταγμένα/ στην τέχνη του αποχαιρετισμού». (Η τέχνη του αποχαιρετισμού). Είναι η τέχνη ένας αποχαιρετισμός; Ή και ένα καλωσόρισμα;

Πιο πολύ είναι μια ανοιχτή πόρτα, μια πρόσκληση να μπεις, να ζεστάνεις την ψυχή σου σε μια εστία που κάποιος άλλος έχει ανάψει για σένα πριν από ένα χρόνο ή πριν από αιώνες, να μπαίνεις στους κόσμους των άλλων, ή εσύ μόνος να στήνεις τα ξύλα, να ανάψεις φωτιά και να περιμένεις κάποιος άλλος να μπει και να την μοιραστεί μαζί σου.

Αλλά μπορεί επίσης να συμβεί να είναι και ένας αποχαιρετισμός, όπως ειπώθηκε πιο πάνω για τη λευκή πόλη από το όνειρό μου.

Συμμετέχετε στην 20ή Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Τι σηματοδοτεί για εσάς ο ελληνικός πολιτισμός σε όλες του τις εκφάνσεις;

Είναι τιμή μου να λάβω μέρος στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης!

Ευχαριστώ από καρδιάς τις εκδόσεις Έναστρον για την όμορφη έκδοση, τη μεταφράστρια Ρόνυ Φίλεβσκα, χωρίς την αφοσιωμένη δουλειά και φροντίδα της οποίας αυτό το βιβλίο δεν θα υπήρχε.

Στην αρχή της συνέντευξης έγινε λόγος για τη γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία, που συνέβαλαν πολύ στη διαμόρφωσή μου κατά την διάρκεια των εφηβικών μου χρόνων,

Αλλά, αν πρέπει να είμαι ειλικρινής, αισθάνομαι την ελληνική ποίηση πολύ πιο κοντά στη ψυχική μου διάθεση, στον τρόπο μου να βλέπω και να νιώθω τον κόσμο γύρω μου.

Μάλλον για αυτό φταίει η «βαλκανική» ομάδα αίματός μου! Καβάφης, Ρίτσος, Σεφέρης, Σαχτούρης, Ελύτης, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Κική Δημουλά, Τίτος Πατρίκιος - είναι ποιητές που μου αρέσουν εδώ και χρόνια,

Ξαναδιαβάζω τουλάχιστον ένα μυθιστόρημα του Καζαντζάκη τα τελευταία καλοκαίρια, λατρεύω τα τραγούδια του Νταλάρα, του Ντέμη Ρούσσου, της Νάνας Μούσχουρη, τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου... Η λίστα είναι μεγάλη.

Συνεχίζω να νιώθω σαν να βρίσκομαι σε μια απέραντη θάλασσα, όπως ακριβώς όταν ήμουν φοιτήτρια, που χανόταν στον λαβύρινθο της ελληνικής μυθολογίας, των ηρώων του Ομήρου και του Σοφοκλή, πιστεύοντας ότι μια ζωή δεν θα της ήταν αρκετή για να διαβάσει τα πάντα και να πετύχει στις εξετάσεις στο μάθημα της αρχαίας γραμματείας.

*Όλοι οι στίχοι που παρατίθενται σε εισαγωγικά προέρχονται από την ποιητική συλλογή της Αξίνια Μιχαΐλοβα Με μάτια αγγέλων κλεισμένων σε άσυλο.

Ευχαριστώ θερμά την Μπλαγκορόντνα (Ρόνυ) Φίλεβσκα-Πανάγου για την φροντισμένη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα βουλγαρικά και των απαντήσεων της ποιήτριας στα ελληνικά.

Η ποιητική συλλογή της Αξίνια Μιχαΐλοβα Με μάτια αγγέλων κλεισμένων σε άσυλο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Έναστρον σε μετάφραση της Μπλαγκορόντνα (Ρόνυ) Φίλεβσκα-Πανάγου.

Στο πλαίσιο της 20ής Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, η Αξίνια Μιχαΐλοβα συνομιλεί με την φιλόλογο-μεταφράστρια Ιωάννα Αβραμίδου το Σάββατο 18 Μαΐου (Αίθουσα Cosmos, 17:00).

Ποιήματα θα διαβάσει η Βικτώρια Καπλάνη, ποιήτρια-φιλόλογος. Συμμετέχει ο Ρούμεν Μπαρόσοβ, εκδότης-ποιητής.



Συζητώντας με τους πρωταγωνιστές της παράστασης «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα»

 


Μια από τις μεγαλύτερες θεατρικές εκπλήξεις των τελευταίων χρόνων, η παράσταση Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα καταπιάνεται με το γυναικείο σώμα της τρίτης ηλικίας μέσω της σύνδεσής του με την μαγεία, την μαγειρική και τους μύθους.

Συναντώντας τους τρεις εκπληκτικούς, πρωτοεμφανιζόμενους συμπρωταγωνιστές, Μιχάλη Αναγνώστου, Μανούσο Γεωργόπουλο και Γιώργο-Πλάτωνα Περλέρο.

Έχει οποιοσδήποτε από τους τρεις καταγωγή από την Λάρισα;

Γιώργος-Πλάτωνας Περλέρος: Στην Λάρισα βρίσκεται το χωριό του πατέρα μου, η Καρύτσα Κισσάβου, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Πήγαινα εκεί τα καλοκαίρια και το Πάσχα.

Η γιαγιά μου κι ο παππούς μου ζούσαν στο χωριό. Τώρα ζει μόνο η γιαγιά μου. Της έχω πάρει συνέντευξη, που ακούγεται και στην παράσταση.

Πώς εισήλθατε οι υπόλοιποι στο θεσσαλικό «σύμπαν», επομένως;

Μανούσος Γεωργόπουλος: Δηλώνω εντελώς Αθηναίος με καταγωγή από την Κεφαλονιά, οπότε, όταν πρωτοπήγα στην Λάρισα, ένιωσα μεγάλη διαφορά, καθώς δεν είχα ζήσει ποτέ ούτε μέρες συνεχόμενα στην ελληνική επαρχία.

Η δε δραματουργική προσέγγιση αυτού του «σύμπαντος» σίγουρα μου άνοιξε ορίζοντες.

Εσύ, Μιχάλη;

Μιχάλης Αναγνώστου: Από την πρώτη στιγμή που είδα την παράσταση ταυτίστηκα με τα κομμάτια της ζωής της γιαγιάς στην επαρχία.

Έχω, άλλωστε, μεγαλώσει στην επαρχία. Κατάγομαι από ένα χωριό κοντά στα Γιαννιτσά. Μέχρι τα δεκαπέντε μου ζούσα εκεί. Γι’ αυτό κι η ένταξή μου στην ομάδα -καθώς είμαι το πιο καινούριο μέλος της- έγινε πολύ ομαλά.

Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας, ο σκηνοθέτης της παράστασης, υπήρξε καθηγητής και των τριών σας. Πώς σας επέλεξε;

Γιώργος-Πλάτωνας: Επειδή ήθελε τρεις νεαρούς άνδρες για να ενσαρκώσουν τους αντίστοιχους ρόλους, αρχικά μας τηλεφώνησε: εμένα, του Μανούσου και του Γιάννη του Σανιδά, της πρώτης διανομής της τρίτης γριάς. Αντίστοιχα προέκυψε κι ο Μιχάλης.

Μανούσος: Όπως υπήρξε ο πρώτος μας σκηνοθέτης, έτσι κι εμείς υπήρξαμε οι πρώτοι του μαθητές, καθώς στο έτος που φοιτούσαμε με τον Μιχάλη ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία επιχειρούσε να διδάξει σε Δραματική Σχολή.

Ήμασταν οι «Πρωτεσίλαοι» στην επαγγελματική του καριέρα ως καθηγητή!

Πώς θα συστήνατε την καθεμιά γριά ξεχωριστά - και ως επώνυμες υπάρξεις και ως φορείς συμβολικών και άλλων νοημάτων;

Μανούσος: Πρόκειται για γυναίκες που μπορεί να είχαν ζήσει, αλλά κανείς να μην τις είχε αποκαλέσει ποτέ με τ’ όνομά τους, να μην τους απεύθυναν καμία ερώτηση, να τις προσφωνούσαν με το όνομα του συζύγου τους, όπως συνηθιζόταν στην επαρχία.

Κατονομαζόμενες, αποκτούν υπόσταση.

Η Βαΐτσα είναι η πιο παλιά. Είναι βουνίσια, έχει με την οικογένειά της πρόβατα, δουλεύουν το μαλλί.

Γιώργος-Πλάτωνας: Είναι αυτή η οποία έχει δουλέψει σκληρότερα. Ακόμα και το παιδί της δεν το χάρηκε, επειδή ήταν κορίτσι.

Μανούσος: Ακολουθεί η Αγορίτσα.

Γιώργος-Πλάτωνας: Ζει στον θεσσαλικό κάμπο, αναλαμβάνει όλες τις δουλειές που έκαναν οι άντρες, επειδή είχε χάσει τον σύζυγό της πρόωρα, κι επιπλέον όλες τις γυναικείες δουλειές. Είναι μια γυναίκα δυναμική.

Μανούσος: Μεγαλώνει μόνη της πέντε παιδιά, κι από ένα σημείο και μετά επιλέγει να μην ξαναπαντρευτεί διατηρώντας την αυτονομία της, αν και της δίνονται ευκαιρίες.

Γιώργος-Πλάτωνας: Η τρίτη είναι η Κατερίνα.

Μανούσος: Η πιο «σύγχρονη», εκείνη που αφήνει το χωριό και μετακομίζει στην πόλη.

Ανήκει στις γυναίκες οι οποίες εκεί βιώνουν μεγάλη μοναξιά και, υπό τον φόβο της κοινωνικής κατάκρισης, αναγκάζονται να παραμένουν πολλές ώρες στο σπίτι, χωρίς κοινωνικό κύκλο και χωρίς να τους επιτρέπεται να δουλεύουν.

Ζουν και πεθαίνουν στο μικρό τους «βασίλειο», το σπίτι τους.

Γιώργος-Πλάτωνας: Ήταν φυλακισμένη σ’ ένα σπίτι χωρίς τους δικούς της και μακριά απ’ τον τόπο της.

Φαντάζουν λίγο άχρονες ετούτες οι γριές στην αντίληψή μου ως θεατή της παράστασης. Συμφωνείτε;

Γιώργος-Πλάτωνας: Μέσω της χρήσης της μάσκας μεταμορφώνονται από απλές γιαγιάδες σε μάγισσες, θεραπεύτριες προηγούμενων αιώνων και απόγονες της Μήδειας, βιώνοντας -όπως όλοι άνθρωποι- και την χαρά και την φιλία και την μοναξιά.

Είναι πολύπλευρες.

«Μου θυμίζει η μια σας την γιαγιά μου», μας έλεγαν θεατές στην Λάρισα. Αλλά και εικοσάχρονες-τριαντάχρονες θεάτριες μπορεί ν’ αντιληφθούν στην παράσταση μια καταπίεση την οποία ακόμα και σήμερα οι γυναίκες υφίστανται από την πατριαρχία.

Το υλικό της παράστασης μοιάζει, λοιπόν, παλιό, είναι όμως, ίσως, και σημερινό.

Πρόκειται για την πρώτη επαγγελματική δουλειά καθενός από εσάς, καθώς και την πρώτη κοινή επαγγελματική σας δουλειά.

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ενσαρκώνετε γυναικείους χαρακτήρες - και μάλιστα κάποιας ηλικίας, παρά την άχρονη διάστασή τους. Πολλαπλασιάζονται, άρα, οι απαιτήσεις, τα εμπόδια, οι προκλήσεις.

Μανούσος: Ως μεγάλη πρόκληση ν’ αντιμετωπίσουμε καταστάσεις που δεν αγγίζουμε είτε ως νέοι είτε ως άντρες -πόσο μάλλον ως νέοι άντρες- εξέλαβα την παράσταση.

Μέσα από την πολύωρη και ψυχοσωματικά επίπονη διαδικασία των προβών αντιλήφθηκα ξεκάθαρα τι σημαίνει προνόμιο: και της νεότητας και του φύλου. Το έμφυλο προνόμιο είναι πολύ ισχυρό.

Μιχάλης: Όταν έβλεπα φωτογραφίες της προ-γιαγιάς μου, μπορεί να ήταν είκοσι πέντε, αλλά έμοιαζε με πενήντα πέντε. Φαινόταν γερασμένη στο πρόσωπο.

Μέσα από την παράσταση κατάλαβα, λοιπόν, ότι ίσως αυτές οι γυναίκες να έχουν χάσει τα χρόνια της νιότης τους. Ή δεν πρόλαβαν καν να τα ζήσουν.

Γιώργος-Πλάτωνας: Ακόμα κι έναν χρόνο μετά την έναρξη της παράστασης, μπορεί να βρούμε στοιχεία σύνδεσης με τους χαρακτήρες τα οποία αρχικά δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε.

Άρα στην αρχή η προσέγγισή σας ήταν περισσότερο «λαογραφίζουσα»;

Γιώργος-Πλάτωνας: Αυτό δε συνέβη ποτέ γιατί δεν υπήρξε ζητούμενο από τον Κωνσταντίνο Ντέλλα. Χτίζαμε την εξωτερική όψη των χαρακτήρων, και σιγά σιγά καταλήξαμε στην οικοδόμηση της εσωτερικής, ανακαλύπτοντας λεπτομέρειες.

Σίγουρα είχαμε ως σημείο αναφοράς και ως μνήμη τις γιαγιάδες μας και το σώμα τους, ακόμα κι αν δεν κατάγονται από κάποιο χωριό. Κι η μνήμη αυτή «ξύπνησε» στην διάρκεια των προβών.

Βοηθώντας σας ν’ αποδώσετε μ’ έναν κινησιολογικά αξιοθαύμαστο τρόπο όλα όσα κρύβονται πέρα και πίσω από τους χαρακτήρες τους οποίους ενσαρκώνετε.

Μανούσος: Αδιαμφισβήτητο εργαλείο κάθε ηθοποιού είναι η παρατήρηση. Στην προκειμένη περίπτωση, και δεδομένου ότι οι περισσότεροι από εμάς θυμόμαστε τις γιαγιάδες μας από την παιδική μας ηλικία, η παρατήρηση ήταν ακούσια.

Αυτή την παρατήρηση καλούμαστε ν’ ανασύρουμε από την μνήμη μας και να την συνθέσουμε κατά τρόπο σκηνικά ενδιαφέροντα.

Μιλώντας για ενδιαφέρον και πώς αυτό προκαλείται, καλλιεργείται και συντηρείται, οι Γριές... είναι μια παράσταση η οποία σίγουρα έχει προκαλέσει πολύ ενδιαφέρον.

Πού αποδίδετε την σαγήνη την οποία ασκεί το συγκεκριμένο «σύμπαν», ένα «σύμπαν» που εμπεριέχει μαγεία, μύθο, πόνο, χαρά και κοινωνικοπολιτικές αιχμές;

Μανούσος: Σ’ ένα πρώτο επίπεδο η παράσταση ωθεί την περιέργεια και την συγκίνηση του θεατή στην κατεύθυνση της διερώτησης σχετικά με το ποιες είναι οι ιστορίες τις οποίες δεν του έχει διηγηθεί η γιαγιά του.

Οι συγκεκριμένες γυναίκες έχουν, άλλωστε, βιώσει «πυκνή», αναγκαστική σιωπή.

Γιώργος-Πλάτωνας: Η ποιότητα της έρευνας του σκηνοθέτη, «παράθυρο» σε πραγματικότητες και ματιά σε πολλά θέματα, είναι ένας άλλος λόγος.

Αν επρόκειτο απλώς για μια ιστορία που είχε κάποιος γράψει για να θίξει τα συγκεκριμένα θέματα, δε θα διέθετε τέτοια δύναμη.

Μιχάλης: Το στοιχείο της μεταμφίεσης συνεπαίρνει επίσης τον θεατή.

Στην αρχή βλέπει απλώς τρία σώματα που φοράνε μάσκα. Σταδιακά «μπαίνει» στην ιστορία και στο τέλος συνειδητοποιεί πως είχε ξεχάσει ότι πίσω από την μάσκα βρίσκονται τρεις άνθρωποι.

Μάθατε κάτι απρόβλεπτο για τους εαυτούς σας μέσα από τους συγκεκριμένους ρόλους;

Γιώργος-Πλάτωνας: Το μόνο που έμαθα από τους άλλους είναι ότι είμαι γιαγιά έτσι κι αλλιώς! (Γέλιο). Μπορεί μια συνήθεια, ο τρόπος που θα μιλήσω να συνδεθεί με τον ρόλο.

Είναι χαρά κι ευθύνη συνάμα ο πρώτος ρόλος τον οποίο υποδύεσαι να έχει τέτοια καλλιτεχνική κι εμπορική απήχηση. Σ’ αυτήν την φάση, ποιο συναίσθημα ή ποια αίσθηση κυριαρχεί στον καθένα από εσάς;

Μανούσος: Για εμένα και τον Πλάτωνα που έχουμε συμμετάσχει σε δεκάδες παραστάσεις του έργου προφανώς υπερτερεί η χαρά. Είμαστε περήφανοι για την δουλειά που έχουμε κάνει.

«Για πόσο μπορώ να κάνω το ίδιο πράγμα χωρίς να βαρεθώ, να κουραστώ ή να “γκώσω”;» ήταν το αρχικό μου άγχος. Η «μοίρα», ωστόσο, τα έφερε έτσι, ώστε η μία παράταση να διαδέχεται την άλλη, και να μη μας φτάνει!

Ούτε και στον κόσμο φτάνει.

Μανούσος: Αυτό, όμως, δεν το περίμενε κανείς μας.

Αρχικός στόχος ήταν η πραγματοποίηση δεκαπέντε παραστάσεων υπό την αιγίδα της Πειραματικής Σκηνής του Θεσσαλικού Θεάτρου. Κι έχουμε πια ξεπεράσει τις 70!

Γιώργος-Πλάτωνας: Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας δε μας αφήνει σε ησυχία, προσθέτει πράγματα διαρκώς, για να μην προλάβουμε να βαρεθούμε!

Προσωπικά, αισθάνομαι τεράστια τύχη κι ευγνωμοσύνη που αυτή ήταν η πρώτη μου δουλειά. Μόλις είχαμε βγει από την Σχολή, κανείς δε μας ήξερε στ’ αλήθεια. Η ευθύνη ακολουθεί. Αν, όμως, ασχολείσαι με ό,τι κάνεις και του δίνεις αγάπη, την παίρνεις πίσω.

Μιχάλης: Νιώθω διπλά τυχερός γιατί επιλέχτηκα ως αντικαταστάτης.

Όταν παρακολούθησα την παράσταση για πρώτη φορά, είχα σκεφτεί: «Θα ήθελα να βρίσκομαι πάνω στην σκηνή». Τόσο πολύ μου είχε αρέσει.

Κάθε βράδυ πρέπει να είμαστε 100% εκεί και ταυτόχρονα να την ερευνούμε κιόλας. Υπάρχει τεράστιος όγκος στοιχείων που μπορούμε ν’ αντλήσουμε.

Κι είναι ανεξάντλητος!

Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι του Παναγιώτη Λαμπή.

Ευχαριστώ θερμά την Ευαγγελία Σκρομπόλα για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα, σε έρευνα, δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ντέλλα, ολοκληρώνουν άλλον ένα επιτυχημένο «κύκλο» στο Θέατρο Σταθμός (Βίκτωρος Ουγκώ 55) την Πέμπτη 16 Μαΐου, 21:15.

Κατόπιν, «μετακομίζουν» στην Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Αμαλία (Αμαλίας 71) για 4 παραστάσεις (Δευτέρα 20 & Τρίτη 21/Δευτέρα 27 & Τρίτη 28 Μαΐου, 21:00).

Η περιοδεία ολοκληρώνεται στην Κεφαλονιά, στο Δημοτικό Θέατρο Ο Κέφαλος (Λεωφόρος Γεωργίου Βεργωτή 16, Aργοστόλι), την Πέμπτη 23 Μαΐου, 21:00.