Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

A Hawk and a Hacksaw: «Είναι δύσκολο να μη λειτουργείς νομαδικά, αν ερωτευτείς τα ρεμπέτικα»

 


Μπορεί να κατάγονται από τις Η.Π.Α., αλλά η μουσική τους «καρδιά» χτυπάει στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Ο λόγος για το ντουέτο των Jeremy Barnes και Heather Trost, γνωστών στο καλλιτεχνικό στερέωμα ως A Hawk and a Hacksaw.

Τους «συναντούμε» λίγο πριν πολυαναμενόμενη αθηναϊκή συναυλία τους το Σάββατο 19 Οκτωβρίου στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου.

Όλα ξεκίνησαν 22 χρόνια πριν, όταν εσύ, Jeremy, εξαντλημένος από τα ντραμς που έπαιζες στους Neutral Milk Hotel, έπιασες το ακορντεόν, αποκτώντας εμμονή με την λαϊκή μουσική της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Τουρκίας.

Πώς η αρχική σου συνάντηση με αυτές τις μουσικές παραδόσεις μετατράπηκε σταδιακά σε «εμμονή»; Και σε ποιο σημείο αποφάσισες να σταματήσεις να είσαι απλός ακροατής και άρχισες να τις ξαναδουλεύεις και να τις επανερμηνεύεις;

(Jeremy Barnes): Αναζητούσα μια νέα κατεύθυνση για πολύ καιρό...

Εκ των υστέρων, νομίζω ότι ο λόγος για τον οποίο αναζητούσα μουσική εκτός του Δυτικού ροκ ήταν επειδή ήθελα η μουσική στην ζωή να είναι κάτι περισσότερο από αυτό που είχα βιώσει στο παρελθόν.

Λατρεύω να παίζω σε γάμους, λατρεύω να παίζω σε μαγικές, ιδιαίτερες στιγμές στην ζωή των ανθρώπων. Θα παίξω στα ροκ κλαμπ, αλλά ήθελα να ανοιχτώ σε βαθύτερες, πιο προσωπικές στιγμές.  

Η μουσική είναι πολύ δυνατή, αλλά ένα μέρος της δύναμής της έχει αφαιρεθεί.

Ήταν κατά την διάρκεια της ηχογράφησης του δεύτερου άλμπουμ σας, Darkness at noon, που γίνατε ντουέτο. Όντας κι εσύ μια αριστοτεχνική βιολίστρια, Heather, με ποιους τρόπους σε έχει μαγέψει εξίσου η λαϊκή μουσική, γενικά;

(Heather Trost): Αγαπώ τα παραμύθια και την λαογραφία, και η λαϊκή μουσική είναι φυσικά ένα όχημα για ιστορίες και αφήγηση, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν στίχοι.

Η πρώτη μου γνωριμία με την λαϊκή μουσική έγινε μέσω των ηχογραφήσεων πεδίου του Μπέλα Μπάρτοκ στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία.

Το τρίτο σας άλμπουμ, The way the wind blows, ηχογραφήθηκε στην Ρουμανία και το τέταρτο, Délivrance, στην Βουδαπέστη, όπου ζήσατε για μερικά χρόνια.

Σε ποιον βαθμό είναι απαραίτητο για εσάς να βυθίζεστε στις ευρύτερες πολιτιστικές παραδόσεις που εξερευνάτε μέσω της μουσικής, αφιερώνοντας παράλληλα χρόνο -ακόμα και ζώντας- στις αντίστοιχες χώρες;

(J.B.) Υπάρχει κάτι που πρέπει να ειπωθεί σχετικά με το να μη βυθίζεσαι σωματικά στα μέρη που σ’ ενδιαφέρουν.

Η λαχτάρα να βρεθείς κάπου μπορεί να είναι ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για την σύνθεση, αλλά φυσικά κάποια στιγμή πρέπει να πας.

Νομίζω, λοιπόν, πως είναι πολύ σημαντικό μακροπρόθεσμα να ταξιδεύεις σ’ εκείνα τα μέρη, να παίζεις με τους μουσικούς, να δίνεις συναυλίες, όποτε είναι δυνατόν.

Το πέμπτο σας άλμπουμ, Cervantine, η πρώτη κυκλοφορία στην δική σας δισκογραφική, διαφέρει κάπως από τα προηγούμενα ενσωματώνοντας πιο πολλά στοιχεία από την ελληνική λαϊκή μουσική και την παράδοση της Μαριάτσι.

Πώς μυηθήκατε και στις δύο παραδόσεις και με ποια έννοια αυτή η συνάντηση αναδιαμόρφωσε/εμπλούτισε το μουσικό σας όραμα και την κατανόησή σας των αντίστοιχων πολιτισμών;

(J.B.) Μεγαλώσαμε με την μουσική Μαριάτσι. Στο Νέο Μεξικό είναι παντού...

Περί το 1999, βρισκόμουν σε μια υπαίθρια αγορά στο Παρίσι κι έπεσε το βλέμμα μου σ’ έναν παράξενο δίσκο με ένα αλφάβητο αραδιασμένο σε μια λακκούβα.

Τον αγόρασα με κάτι ψιλά που μου περίσσευαν και τον ερωτεύτηκα εντελώς όταν τον έπαιξα στο πικάπ, ειδικά τους ρυθμούς.

Αποδείχθηκε ότι ήταν μια συλλογή πρώιμων ρεμπέτικων.

Το You have already gone to the other world,  το έκτο σας άλμπουμ και προσωπικό μου αγαπημένο, είναι το soundtrack σας για το αριστούργημα του Σεργκέι Παρατζάνοφ, Στις σκιές των ξεχασμένων προγόνων.

Πώς συνδέεσαι με το όραμά του και με τον κινηματογράφο γενικότερα;

(J.B.) Ως κάποιος που ενδιαφέρεται πρωτίστως για την οργανική μουσική, μου αρέσει να δουλεύω με τον κινηματογράφο. Μας δίνει την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουμε την σιωπή, να πάρουμε τον χρόνο μας, να πολλαπλασιάσουμε το συναίσθημα.

Το Forest bathing, η πιο πρόσφατη -εξ όσων γνωρίζω- προσφορά σας, είναι ίσως η πιο ποικιλόμορφη από όλες τις ηχογραφήσεις σας. Πώς γεννήθηκε; Και τι συνθέτετε ή είχατε την περιέργεια να εξερευνήσετε από τότε;

(J.B.) Παρακολουθούμε εμμονικά κασέτες VHS με γάμους από τα Βαλκάνια από τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, επειδή έχουμε επιστρέψει στο σημείο κατά το οποίο δεν ταξιδεύουμε στην Ανατολική Ευρώπη.

Μου δίνει νέες ιδέες και έμπνευση, και είναι πραγματικά κατάφαση της ζωής.

Θα περιγράφατε γενικά το βίωμα της μουσικής από την θέση των ακροατών, ερμηνευτών και δημιουργών ως κάτι νομαδικό - νομαδικό όπως είναι και οι δικές σας επιρροές και αναφορές;

Παραμένει η ενασχόλησή σας με τη μουσική ένα «δονκιχωτικό» εγχείρημα;

(J.B.) Είναι δύσκολο να μη λειτουργείς νομαδικά, αν ερωτευτείς τα ρεμπέτικα. Τότε είναι λογικό να εξερευνήσεις την υπόλοιπη Ελλάδα: Κρήτη, Ήπειρο και ούτω καθεξής... Σίγουρα η επιρροή της ελληνικής μουσικής εκτείνεται σ’ όλα τα Βαλκάνια.

Η ιδέα να ακούω μόνο ένα τμήμα της βαλκανικής μουσικής, η οποία έχει να κάνει με πολιτικούς διαχωρισμούς σ’ έναν χάρτη, μού φαίνεται εξαιρετικά στενόμυαλη.

To Σάββατο 19 Οκτωβρίου επιστρέφετε στην Αθήνα για μια ξεχωριστή συναυλία στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου. Αντιλαμβάνεστε την Ελλάδα ως ένα από τα πολιτιστικά/μουσικά «λίκνα» σας;

Και πόσο ιδιαίτερο είναι για σένα να παίζεις όντως σε μια εκκλησία;

(J.B.) Η ελληνική μουσική είναι εξαιρετικά σημαντική για ολόκληρη την περιοχή. Είναι αδύνατο να μεγαλοποιήσεις την επιρροή της σε μέρη όπως η Ρουμανία. Σίγουρα είναι «λίκνο», μαζί με την αδερφική σας μουσική στην Τουρκία.

Ευχαριστώ θερμά τον Jeremy Barnes και την Heather Trost -αλλιώς και A Hawk and a Hacksaw- για τον χρόνο που μου διέθεσαν εν μέσω μιας πυρετώδους βρετανικής τουρνέ.

Ευχαριστώ -εξατομικευμένα- τον Jeremy και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του ντουέτου που συνοδεύει το κείμενο.

Οι A Hawk and a Hacksaw εμφανίζονται ζωντανά το Σάββατο 19 Οκτωβρίου στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου (Φιλελλήνων 27, Αθήνα), 21:00.



Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Rudi Protrudi: «Αγαπώ το ροκ εντ ρολ και πάντα θα το αγαπώ»

 


Ο αυτοαποκαλούμενος «γηραιότερος έφηβος του κόσμου», ο frontman και τραγουδιστής των The Fuzztones, Rudi Protrudi, έρχεται, παρέα με την θρυλική γκαράζ μπάντα του, για μια μοναδική συναυλία στο An Club στις 16 Οκτωβρίου.

Μια κουβέντα μαζί του, που σε μία περίπτωση προκαλεί δυσφορία.

Είσαι ο αυτοαποκαλούμενος «γηραιότερος έφηβος του κόσμου». Υπάρχει μια υγιής δόση παιδικότητας, (αυτο)σαρκασμού, ακόμη και αυταρέσκειας, σ’ αυτόν τον ισχυρισμό και σε άλλους στους οποίους έχεις προβεί όλα αυτά τα χρόνια.

Τι σημαίνει το να είσαι έφηβος;

Μπορώ μόνο να σου πω τι σημαίνει για μένα να είμαι έφηβος. Θέλω να είμαι κυρίαρχος του εαυτού μου και να παίρνω τις δικές μου αποφάσεις, παρά τα όσα έχουν να πουν επ’ αυτού οι αυθεντίες - ακόμη κι οι συνομήλικοί μου.

Να κάνω την διασκέδαση προτεραιότητά μου και να ζω όσο πιο απαλλαγμένος μπορώ από έναν τρόπο ζωής σε έναν κόσμο που συνεχώς προσπαθεί να με περιορίζει.

Επειδή ήμουν πραγματικά έφηβος στην δεκαετία του 1960, εξακολουθώ να περιβάλλω τον εαυτό μου με την μουσική, την μόδα και την κουλτούρα που λάτρεψα εκείνη την περίοδο.

Αυτό με βοηθά να διατηρώ την εφηβική νοοτροπία, ακόμη και σ’ αυτή την ηλικία.

Όντας, λοιπόν, ο ίδιος έφηβος, χάρη στους Beatles απέκτησες εμμονή με το ροκ εντ ρολ, πήρες μια κιθάρα και σε ηλικία 14 ετών, σχεδόν πριν από 60 χρόνια, είχες δημιουργήσει το πρώτο σου συγκρότημα, King Arthur's Quart.

Πήρα μια κιθάρα στα 12 μου, αφού είδα τους Beatles στο τηλεοπτικό σόου του Ed Sullivan.

Μέσα από αυτούς ανακάλυψα τον σπουδαίο Chuck Berry, από τον οποίο έμαθα πώς να παίζω κιθάρα, κάνοντας εξάσκηση στους δίσκους του σε καθημερινή βάση.

Μόλις ένιωσα ότι ήμουν αρκετά καλός στην κιθάρα για να ξεκινήσω ένα συγκρότημα, αυτό ακριβώς έκανα.

Παίξαμε σε μερικούς χορούς γυμνασίου και εφήβων πριν διαλυθούμε και κατόπιν έφτιαξα το δεύτερο συγκρότημά μου, τους Rigor Mortis, το 1967.

Έχοντας υπάρξει τόσο καιρό στον χώρο της μουσικής, και με όλα τα σκαμπανεβάσματα, τις χαρές και τον πόνο, «την ομορφιά και την αιματοχυσία», πώς εγγράφεται ο χρόνος μέσα σου;

Είναι απλώς μέρος της ζωής μου. Αν είχα μια κανονική δουλειά, μάλλον θα βίωνα ακόμα σκαμπανεβάσματα, ομορφιά και αίμα.

Πιστεύω στο να ακολουθείς το όνειρό σου, ανεξάρτητα από το πόσα εμπόδια μπορεί να σταθούν στον δρόμο σου - πρέπει απλά να επιμείνεις σ’ αυτό και να τα ξεπεράσεις.

Αν επιλέξεις μια «ασφαλέστερη» διαδρομή και εγκαταλείψεις τα όνειρά σου, είσαι καταδικασμένος να ζήσεις μια ζωή τύψεων - αναρωτιέσαι πάντα πώς θα ήταν η ζωή σου αν μόνο είχες το θάρρος να κυνηγήσεις το όνειρό σου.

Αφού το επόμενο γκρουπ σας, οι Tina Peel, διαλύθηκε, συνέχισες σχηματίζοντας τους Fuzztones πριν από σχεδόν 45 χρόνια.

Θεωρηθήκατε «αναβιωτές» του είδους της γκαράζ ψυχεδέλειας εκείνη την εποχή. Αντιλαμβανόσασταν κι εσείς τους εαυτούς σας ως τέτοιους;

Πάντα μισούσα τον όρο «αναβιωτές», αν και διαδραματίσαμε καθοριστικό ρόλο στον να εφιστήσουμε την προσοχή του κοινού σ’ αυτό το είδος μουσικής.

Ο όρος, τουλάχιστον όταν χρησιμοποιήθηκε από τους κριτικούς, έμοιαζε πάντα να έχει μια αρνητική χροιά, σαν να μην ήμασταν πρωτότυποι...

Πάντα πίστευα ότι ήταν μάλλον παράλογο να εξευτελίσω το συγκρότημα επειδή έπαιζε μια μορφή μουσικής που είχε εγκαταλειφθεί και ξεχαστεί.

Στην πραγματικότητα, η μουσική που προωθούσαν όλοι οι κριτικοί ήταν εξαιρετικά μη πρωτότυπη και προϊόν οποιασδήποτε μπάντας ήταν δημοφιλής μια δεδομένη περίοδο.

Το γεγονός ότι δεν αντιγράψαμε κάποιο συγκεκριμένο συγκρότημα αλλά, στην πραγματικότητα, συνδυάσαμε διάφορα στοιχεία από διάφορες μπάντες -και γκαράζ μπάντες  της δεκαετίας του 1960 και τρας και παμπ ροκ της δεκαετίας του ’70, όπως οι Stooges και οι MC5- για να δημιουργήσουμε τον δικό μας, εύκολα αναγνωρίσιμο ήχο και στιλ διαφεύγει εντελώς από τους κριτικούς.

Σας αποδίδονται τα εύσημα για την εισαγωγή αυτού του ήχου στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Πιστεύετε ότι πράγματι έχετε συμβάλει στο να γίνει γνωστό και αγαπημένο το γκαράζ ροκ στην Ευρώπη;

Ναι, οι Fuzztones ήταν το πρώτο συγκρότημα που έφερε την μουσική «γκαράζ» στην Ευρώπη.

Και όχι μόνο την λεγόμενη «αναβίωση του γκαράζ ροκ», αλλά απλά το «γκαράζ», καθώς κανένα από τα γκαράζ συγκροτήματα της δεκαετίας του ’60 δεν περιόδευσε ποτέ στην Ευρώπη.

Εφόσον δεν ήσασταν «αναβιωτές», πώς βλέπατε τους εαυτούς σας, λοιπόν; 

Απλά θεωρούσαμε τους εαυτούς μας ως ένα καταραμένα καλό ροκ εντ ρολ συγκρότημα.

Ένα συγκρότημα το οποίο χρησιμοποίησε τις διάφορες επιρροές του -πολύ γκαράζ της δεκαετίας του ’60, αλλά και μπλουζ, R&R των ’50s, ακόμη και λίγο πρώιμο πανκ- για να φτιάξει κάτι δικό του.

Σχεδόν το ίδιο που είχαν κάνει πολλά άλλα θρυλικά ροκ εντ ρολ συγκροτήματα, όπως οι Rolling Stones, οι Ramones, οι Cramps...

Άκουσα το Encore, την τελευταία -μέχρι σήμερα- μουσική προσφορά των Fuzztones χθες το βράδυ και συμπέρανα με ανακούφιση ότι δεν έχετε χάσει καθόλου από την έμπνευση και τη ζωντάνια σας.

Τι άλλο «μαγειρεύετε» στο μουσικό μέτωπο έκτοτε;

Ασχολούμαι με το να παίζω και να ηχογραφώ τώρα, όπως όταν ξεκινήσαμε. Λατρεύω το ροκ εντ ρολ και πάντα θα το λατρεύω.

Μόλις έγραψα το τέταρτο βιβλίο μου και ψάχνω εκδότη. Ολοκληρώνω ένα νέο σόλο άλμπουμ -το πρώτο μου «γκαράζ» σόλο άλμπουμ-, το οποίο θα κυκλοφορήσει σε λίγους μήνες.

«Ξέρω ότι είναι ρετρό να είσαι ετεροφυλόφιλος στην σημερινή εποχή», τραγουδάς στο Barking at the wrong tree από το προαναφερθέν άλμπουμ. Θα μπορούσε κάποιος να εντοπίσει ακόμα και ίχνη ομοφοβίας σ’ έναν τέτοιο στίχο.

Για μένα, ωστόσο, στοχεύει πιο πολύ στην «μάστιγα» της πολιτικής ορθότητας, η οποία είναι συχνά υποκριτική και καταπνίγει την δημόσια συζήτηση στις μέρες μας. Ποια είναι η ερμηνεία σου;

Όποιος πιστεύει πως οι στίχοι είναι ομοφοβικοί πρέπει πραγματικά να είναι ηλίθιος!

Το τραγούδι γράφτηκε συγκεκριμένα για έναν Έλληνα promoter συναυλιών που με ερωτεύτηκε και ήθελε να με γαμήσει. Όντας πιστός ετεροφυλόφιλος, δεν ενδιαφερόμουν.

Ήταν αρκετά επίμονος, και μάλιστα προσπάθησε να μου ρίξει λίγη έκσταση στο ποτό με την ελπίδα να κάμψει την θέλησή μου! Το τραγούδι είναι, λοιπόν, ουσιαστικά η αντίδρασή μου στις προσπάθειές του να με κατακτήσει.

Γράφοντάς το, αποφάσισα να το χρησιμοποιήσω για να σχολιάσω επίσης την συνεχή προσπάθεια των Μ.Μ.Ε. να «κανονικοποιήσουν» την ομοφυλοφιλία πλημμυρίζοντας έτσι τις τηλεοπτικές εκπομπές μ’ έναν βομβαρδισμό της LGBT κ.λπ. προπαγάνδας.

Κοίτα, δε δίνω δεκάρα αν είσαι κάποιος που προτιμά να παίρνει πίπα από το να κάνει γλυφομούνι. Απλά μη μου επιβάλεις την ατζέντα σου*.

Μετά υπάρχει το επερχόμενο ντοκιμαντέρ, The Fuzztones vs the World, το οποίο υποθέτω ότι δεν πρόκειται να είναι μια τυπική βιογραφική δουλειά. Θα ήθελες να μου πεις περισσότερα για αυτό; Και γιατί «vs the World», αλήθεια;

Το ντοκιμαντέρ μας θα αρχίσει να προβάλλεται σε διάφορες μικρές αίθουσες μέσα στον Οκτώβριο, και θα συνεχίσουμε να περιοδεύουμε στο πλαίσιο των προβολών του. Φυσικά, θα συνεχίσουμε να ηχογραφούμε ως συγκρότημα.

Αφορά τόσο εμένα όσο και για τους Fuzztones, γιατί έχω πολύ μεγάλη ιστορία ως ροκάς, και επειδή είχα πολλές περιπέτειες που μπορεί να θεωρηθούν ασυνήθιστες για τον μέσο θαυμαστή.

Έχω κάνει παρέα με πολλές «διασημότητες» - ιδιαίτερες εμβληματικές φυσιογνωμίες της δεκαετίας του ’60. Πολλές σεξουαλικές περιπέτειες επίσης... Ίσως και λίγα ναρκωτικά, τα συνηθισμένα, αλλά ανακατεμένα με τα ασυνήθιστα...

Το συγκρότημα έχει περάσει πολλά σκαμπανεβάσματα κι έχει αλλάξει πολλά line-ups. Στην πραγματικότητα, το ντοκιμαντέρ είναι πιο πολύ μια δήλωση επιμονής παρά οτιδήποτε άλλο: επιμονή στο να ακολουθείς το όνειρό σου.

Αυτό που μπορώ να σου πω για την ταινία είναι πως έγινε από τον Danny Garcia (Chip Baker Films).

Έχει κάνει αρκετά αξιοσημείωτα ντοκιμαντέρ, κυρίως σχετικά με εμβληματικές φυσιογνωμίες του πανκ ροκ, όπως οι Johnny Thunders, Stiv Bators, Brian Jones, και εμβληματικούς πανκ χώρους, όπως το Maxs Kansas City και το Chelsea Hotel.

Είμαι από τη φύση μου αρχειονόμος και πάντα κρατούσα οποιεσδήποτε διαφημίσεις, αφίσες και τα συναφή για εκπομπές που έχω κάνει, βίντεο από προηγούμενες παραστάσεις κ.λπ.

Έτσι, μπόρεσα να δώσω στον Danny πολύ περισσότερο απ’ όσο, πολύ πιθανόν, θα δινόταν για οποιοδήποτε άλλο ροκ ντοκιμαντέρ.

Οι θαυμαστές θα λατρέψουν πραγματικά αυτή την ταινία και είμαι βέβαιος ότι θα προσελκύσει πολλούς ανθρώπους που μέχρι τώρα δεν ήταν εξοικειωμένοι μαζί μας.

Στις 16 Οκτωβρίου «προσγειώνεσαι» για άλλη μια φορά στην γνώριμη σκηνή του An Club στην Αθήνα. Δε χορταίνεις την Ελλάδα -ή την Αθήνα συγκεκριμένα-, φαίνεται. Έχεις «εξευρωπαϊστεί» με την πάροδο του χρόνου;

Μετακόμισα στο Βερολίνο πριν από 20 χρόνια και η τωρινή σύνθεση του γκρουπ, η οποία υπάρχει τα τελευταία 8 χρόνια, είναι ευρωπαϊκή, οπότε ναι, υποθέτω πως έχω εξευρωπαϊστεί!

συνέντευξη με τον Rudi Protrudi δόθηκε μέσω email, συνεπώς δεν είχα την δυνατότητα να σχολιάσω την ομοφοβική άποψή του.

Οι The Fuzztones, με frontman και τραγουδιστή τον Rudi Protrudi, εμφανίζονται λάιβ στο An Club την Τετάρτη 16 Οκτωβρίου. Opening act οι Diesel Cindy. Οι πόρτες ανοίγουν στις 20:30.



Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

30ό ΔΦΚΑ: Ομνύει στη «συμπερίληψη», ανθεί στους αποκλεισμούς

 

Φωτογραφία: Ioannis Stefanidis/AIFF 2024

Ομνύει «καταστατικά» στη «συμπερίληψη», αλλά ανθεί στους αποκλεισμούς. Ο λόγος για το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, γνωστό και ως «Νύχτες Πρεμιέρας», που φέτος συμπληρώνει 30 χρόνια λειτουργίας.

Πέρα από την καθιέρωση ενός εισιτηρίου το οποίο κάθε άλλο παρά οικονομικό για τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα μπορεί να θεωρείται (8 Ευρώ), φέτος η διοργάνωση του Φεστιβάλ προχώρησε σε άλλη μια πρωτοτυπία.

Περιόρισε δραστικά τη δυνατότητα των διαπιστευμένων (από αυτό) δημοσιογράφων/κριτικών κινηματογράφου να έχουν δωρεάν πρόσβαση τουλάχιστον στις προβολές του Διεθνούς Διαγωνιστικού του Φεστιβάλ.

Έτσι, εκτός κι αν κάποιος/κάποια είναι μέλος της ΠΕΚΚ και ταυτόχρονα της επιτροπής της η οποία δίνει το αντίστοιχο βραβείο, δικαιούται μόνο 5 δωρεάν προβολές συνολικά.

Υπό αυτές τις συνθήκες είναι πρακτικά αδύνατη η όποια σοβαρή δημοσιογραφική κάλυψη του ΔΦΚΑ από ένα ευρύτερο σώμα δημοσιογράφων/κριτικών κινηματογράφου.

Αν κάτι τέτοιο επιθυμεί τελικά η οργανωτική ομάδα του Φεστιβάλ, ας έχει τουλάχιστον την εντιμότητα να το δηλώσει ευθαρσώς.

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

Άλκι Παπασταθόπουλος: «Κάνω σινεμά μόνο και μόνο γιατί δεν αντέχω την ζωή»

 


Ένα βαθιά πολιτικό «love story αποχωρισμού» με δυο τρανς ηρωίδες οι οποίες βιώνουν έναν ανομολόγητο έρωτα σε μια κοινωνία όπου η καταστολή παραμονεύει, το Honeymoon του Άλκι Παπασταθόπουλος ξεχώρισε φέτος στην Δράμα.

Μια εκτενής συνομιλία με το Άλκι.

Μόλις σε είδα στην σκηνή του Ολύμπια την ημέρα την ελληνικής πρεμιέρας του Honeymoon στην Δράμα φορώντας παλαιστινιακή μαντήλα, σκέφτηκα: «Θέλω να γνωρίσω έναν άνθρωπο που επιλέγει αυτήν την συμβολική κίνηση».

Γιατί σε αναστατώνει τόσο πολύ η γενοκτονία στην Γάζα;

Σε φεστιβαλικό επίπεδο, δε θεωρώ ότι πρόκειται για μια τόσο συμβολική κίνηση, εφόσον έχει πλέον επιβληθεί ακραία λογοκρισία.

Ειδικά τον τελευταίο χρόνο, στα φεστιβάλ συντελείται τρομερή αποσιώπηση σε σχέση με την γενοκτονία στην Γάζα.

Η εκπροσώπηση Παλαιστίνιων σκηνοθετών σ’ αυτά είναι, εξάλλου, πολύ μικρότερη, εργαζόμενοι σε πολιτιστικούς φορείς απολύονται και μεγαλόσχημοι ακαδημαϊκοί κάνουν διαλέξεις σε υπόγεια.

Προσωπικά, δεν μπορώ να εμφανιστώ κάπου όπου μου προσφέρεται ένα βήμα και να μη μιλήσω γι’ αυτό το ζήτημα. Ήδη μου φαίνεται παράξενο κι αντιφατικό πως συμβαίνει μια γενοκτονία κι εμείς γιορτάζουμε τις ταινίες.

Κι όταν μάλιστα, όπως κι εσύ ήδη το επεσήμανες, δεν εκπροσωπείται καν η παλαιστινιακή πλευρά. Κι όταν αυτό συμβαίνει, συμβαίνει σε πολύ περιορισμένο βαθμό.

Την στιγμή που μιλάμε υπάρχουν στην Ελλάδα φεστιβάλ που συνεργάζονται με την Πρεσβεία του Ισραήλ. Το Φεστιβάλ Δράμας δεν ήταν, ευτυχώς, ένα από αυτά.

Ένα παράλληλο δίωρο πρόγραμμα με ταινίες για την Παλαιστίνη θα ήταν, πάντως, απαραίτητο. Σε άλλα φεστιβάλ -όπως στης Γλασκώβης, της Κοπεγχάγης, του Λάιντεν- κάτι τέτοιο έχει συμβεί.

Δεν είναι δυνατόν τα φεστιβάλ, ως πηγή προοδευτισμού, από την μία να κάνουν λόγο για ανοιχτότητα και ποικιλομορφία, κι από την άλλη να μην αναφέρονται στην γενοκτονία έστω με όρους διεκδίκησης της κατάπαυσης πυρός.

Για να επιστρέψουμε σε σένα και στην δουλειά σου, νιώθεις ότι μπορείς ν’ αφηγηθείς τις ιστορίες που θέλεις ν’ αφηγηθείς;

Έχω μάθει πάντα να μιλάω για τις ιστορίες που ξέρω. Δεν προσπαθώ ποτέ να μιλήσω για ιστορίες οι οποίες δε με αφορούν και δεν προέρχονται από την δική μου κοινότητα.

Κι αν δε γνωρίζω τα θέματα που θίγω, συνεργάζομαι με ανθρώπους οι οποίοι τα ξέρουν καλύτερα από μένα.

Ακόμα κι αν αποφάσιζα να ψηλαφίσω μια άλλη κοινότητα, θα προσπαθούσα να το κάνω από μια θέση που θα δημιουργήσει ένα τίμιο representation για αυτά τα άτομα.

Δηλαδή, αν είσαι cis straight και θες ντε και καλά να κάνεις ένα κουίρ φιλμ, τουλάχιστον do your research.




Δεν αποτελεί δυνητικό κίνδυνο η μετατροπή της ενασχόλησης με το έμφυλο/την ΛΟΑΤΚΙ+ θεματολογία σε μόδα;

Για μένα ο βασικός κίνδυνος αφορά στο ίδιο το σινεμά, καθώς γίνονται ταινίες που δεν είναι καλές γιατί οι άνθρωποι οι οποίοι τις κάνουν δεν ξέρουν για ποιο πράγμα μιλούν.

Ο δεύτερος κίνδυνος συνίσταται στο ότι χρηματοδοτούνται οι ίδιοι δημιουργοί που θα σκηνοθετούσαν ένα αστυνομικό δράμα, για παράδειγμα, για να αποτυπώσουν τις ζωές άλλων, στους οποίους δε δίνεται η ευκαιρία να απεικονίσουν τις δικές τους ζωές.

Εκτίμησα το Honeymoon -και νομίζω πως εκτιμήθηκε τόσο πολύ ευρύτερα- επειδή ακριβώς αποπνέει την αλήθεια του (δυνητικά) βιωμένου. Αυτό αποδεικνύει, άλλωστε, τα λεγόμενά σου.

Χρειάστηκε, ωστόσο, αρκετός χρόνος ώστε να με εμπιστευτεί το industry και να μου δώσει λεφτά, γιατί επρόκειτο για μια ακριβή παραγωγή. Επομένως, έπρεπε να λάβω όλες τις επιχορηγήσεις που μπορούσα να λάβω.

Ταυτόχρονα, το Honeymoon λειτουργεί έτσι επειδή και οι δύο πρωταγωνίστριες, η Μαίρη Πετρούλιου και η Νάσια Συντέτα, έδωσαν πολλή από την εμπειρία τους σ’ αυτό το φιλμ.

Τα δύο τελευταία drafts του σεναρίου γράφτηκαν πάνω στις δικές τους εμπειρίες, τους δικούς τους μανιερισμούς.

Ήμουν πάντα όλο αυτιά. Αυτό νομίζω ότι πρέπει να συμβαίνει όταν αποφασίζεις να δουλέψεις με μειονότητες και να εκπροσωπήσεις αυτές τις φωνές, ακόμα κι όταν προέρχεσαι από το ίδιο community.

Θέλω οι ταινίες που κάνω να είναι ενδυναμωτικές για το όλο το community χωρίς να δίνεται η αίσθηση ότι είναι misery porn. Nα μην αισθανθεί κάποιο μέλος του community πως, έχοντας παρακολουθήσει το Honeymoon, επανατραυματίζεται.

Εκτός από το κοινό της κοινότητας, δε σε ενδιαφέρει και το ευρύτερο;

Η ταινία ήταν από τις πιο commercial που μπορούσες να βρεις σε προγράμματα διεθνών φεστιβάλ - κι έχει ταξιδέψει πολύ στο εξωτερικό. Αυτή ήταν μια στόχευση εξ αρχής.

Ήθελα να είναι ένα φιλμ που θα το καταλάβαινε η μάνα μου κι ο πατέρας μου ή η γιαγιά κάποιου, το οποίο θα έχει μια απεύθυνση όσο πιο massive μπορώ να πετύχω ως δημιουργό.

Παράλληλα, ήθελα να δείξω σε ένα ευρύτερο κοινό ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είμαστε εδώ για να μας λυπάστε. Προτιμώ το κοινό να αισθανθεί φόβο, συνειδητοποιώντας πως αυτό το community διαθέτει δύναμη.

Σπάνια αναδεικνύονται και αναπαρίστανται φιλμικά τα υποκείμενα -ατομικά και συλλογικά- στην πολυπλοκότητά τους. Συνήθως παρουσιάζονται είτε ως θύματα που αξίζουν τον οίκτο μας, είτε ως εχθροί που χρήζουν καταπολέμησης.

Ο τρίτος -και πιο ambiguous- πρωταγωνιστικός χαρακτήρας του Honeymoοn, εκείνος του Παύλου, μεταβλήθηκε, τουλάχιστον σεναριακά, περισσότερο από όλους.

Σταδιακά συνειδητοποίησα πως δεν είναι δυνατόν οι ηρωίδες να συναντάνε μόνο κακούς ανθρώπους και να τους συμβαίνουν κακά πράγματα. Δεν είναι έτσι η ζωή.

Ούτε ήθελα να στοχοποιήσω το υποκείμενο του chaser, δηλαδή τους cis straight άντρες που φετιχοποιούν τα τρανς σώματα.

Είναι μια κατηγορία ανθρώπων η οποία συχνά απεικονίζεται ως ανώμαλη, αλλά για μένα η συγκεκριμένη ανάγνωση είναι πάρα πολύ περιορισμένη.

Συνήθως, αυτοί οι άντρες απεικονίζονται κυρίως με αυτόν τον τρόπο στο σινεμά γιατί έτσι ποινικοποιείται κι η ίδια η επιθυμία προς τα τρανς σώματα.

Για μένα, ο Παύλος είναι απλώς πολύ ερωτευμένος με την Σάντρα, γι’ αυτό και του γεννιούνται φροντιστικά συναισθήματα. Εξελίχθηκε, λοιπόν, σε κανονικό τύπο.

Κάθε άνθρωπος, άλλωστε, συντίθεται από αντιφάσεις - και προχωράει ή δεν προχωράει.

Ακόμα και τις ίδιες τα ηρωίδες, προσπάθησα να μην τις αποτυπώσω ως glorified, να είναι όσο πιο three-dimensional μπορούσαν να είναι, μιας κι η ταινία μιλάει και για τον μεταξύ τους έρωτα, ο οποίος είναι ανείπωτος.

Είναι δυο τύπες που αγαπιούνται λόγω του bonding το οποίο έχουν, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι είναι γκόμενες.




Ένιωσα, παρακολουθώντας το Honeymoon, πως υπήρχαν δύο αφηγηματικές κλιμακώσεις.

Η μια λίγο μετά την αρχή του, στον σταθμό των ΚΤΕΛ όπου δέχονται ομοφοβική/τρανσφοβική επίθεση, και η δεύτερη προς το τέλος του φιλμ. Είναι έτσι διαρθρωμένες ώστε να δώσουν μια δραματουργική πνοή στην ταινία;

Όσο οι τύπες είναι monitored, δεν είναι όπως θέλουν να είναι μεταξύ τους. Βρίσκονται διαρκώς σε μια διαδικασία fight or fly.

Οι συγκεκριμένες σκηνές δεν είναι, επομένως, τοποθετημένες ακριβώς ως κλιμακώσεις, αλλά ως η οριοθέτηση της αρχής και του τέλους του χρόνου που θα είναι η Σάντρα και η Φαίη μεταξύ τους.

Δόμησα την ταινία ως ένα love story αποχωρισμού. Αφορά στην νοηματοδότηση της σχέσης τους, κι όχι στην βία την οποία δέχονται. Αυτήν έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσα να την παραλείψω. Διαφορετικά, θα έκανα φιλμ επιστημονικής φαντασίας!

Ήθελα να μιλήσω για το πόσο σημαντικό είναι να εγκαταλείπεις το όνειρο σου για χάρη της συντροφικότητας και του μαζί.

Το Honeymoon είναι βαθιά πολιτική δουλειά - κι όχι με τον τρόπο του μανιφέστου. Κατά την γνώμη σου, νεότερες γενιές εγχώριων «μικρομηκάδων» αποφεύγουν τις ταινίες με πολιτικές αιχμές; Αυτή είναι η δικιά μου εκτίμηση.

Δεν ξέρω αν αυτό έχει απαραιτήτως να κάνει με το σινεμά ή με το γενικότερο outlook των ανθρώπων για την ζωή. Μπορεί να σχετίζεται με μια γενικότερη έλλειψη πολιτικοποίησης.

Σε γενιές μικρότερες κι απ’ την δική μου, υπάρχουν άτομα που είναι ακραία πολιτικοποιημένα κι άλλα που επιλέγουν ως πολιτικοποίηση το «ντελούλου».

Υπάρχει μια αμηχανία ως προς το να κάνουν σινεμά που να είναι διδακτικό. Γι’ αυτά τα παιδιά, το διδακτικό είναι και cringe.

Ένα κουίρ άτομο επειδή είναι όπως είναι, επειδή φέρει το σώμα που φέρει, κάνει πολιτική κάθε μέρα, ακόμα κι αν δεν κατανοεί κατ’ ανάγκη τι είναι ο καπιταλισμός ή πώς λειτουργεί.




Moυ λείπουν, ωστόσο, οι μικρού μήκους ταινίες με κοινωνικοπολιτική διάσταση, σε μια περίοδο κοσμογονικών αλλαγών σε εγχώριο και παγκόσμιο επίπεδο. Αντιθέτως, εντοπίζω μια εσωστρέφεια, μια τάση απόσυρσης στον εαυτό.

Μάλλον γίνονται πιο προσωπικές δουλειές.

Έχουμε περάσει δυο χρόνια κόβιντ και τρία χρόνια μηδενικής συλλογικοποίησης και απόλυτης καταστολής.

Αν σ’ αυτήν την πενταετία προσθέσεις την εμπεδωμένη από τον κόσμο αίσθηση πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για ν’ αλλάξεις το οτιδήποτε, δεν είναι τόσο παράλογο που δημιουργούνται πιο εσωστρεφείς ταινίες.

Πολλοί, εξάλλου, οι οποίοι θέλουν να κάνουν «πολιτικό» σινεμά, στρέφονται στην κατεύθυνση του μαγικού ρεαλισμού, οπότε μπορεί ο πολιτικός χαρακτήρας των φιλμ τους να είναι πιο sugar-coated, πιο υπαινικτικός.

Ασχολούμενο επίσης, με πολιτικά ζητήματα φοβάσαι ότι θα κριθείς βάσει του περιεχομένου όσων θέλεις ν’ αφηγηθείς, του πολιτικού μηνύματος της δουλειάς σου, εξαιτίας του οποίου μπορεί να μην πάρεις τα χρήματα που αιτείσαι.

Το Honeymoon καθυστέρησε τόσο πολύ να πάρει χρηματοδότηση και λόγω του περιεχομένου του.

Κι όταν αυτό συνέβη, δεν ήταν γιατί είχε αλλάξει η ταινία, αλλά γιατί είχε, στο μεταξύ, αλλάξει η κοινωνία προς το χειρότερο, άρα περισσότεροι άνθρωποι καταλάβαιναν την ανάγκη να γίνει αυτή η ταινία.

Το Honeymoon εντάσσεται στιλιστικά στην παράδοση του κοινωνικού ρεαλισμού, ο οποίος, όπως δήλωσες στο Q&A στην Δράμα την επομένη της πρεμιέρας του, σε έχει κουράσει.

Σε έχει κουράσει ως είδος ή είναι η κοινωνική πραγματική πραγματικότητα την οποία αποτυπώνει αυτή που σε έχει κουράσει περισσότερο;

Νομίζω ότι είναι η πραγματικότητα.

Επειδή κάνω σινεμά μόνο και μόνο γιατί δεν αντέχω την ζωή και θέλω να ξεφύγω από αυτήν, γράφω ταινίες μέσα από την ζωή - κι έτσι ξεφεύγω απ’ το χάλι μου.

Ο ζόφος της ζωής στις μέρες μας εξελίσσεται, όμως, με τόσο ραγδαίους ρυθμούς, που οι χρόνοι του σινεμά δεν τoν προλαβαίνουν.

Το να τρέξω, λοιπόν, πίσω από μια πραγματικότητα η οποία πάει από το κακό στο χειρότερο, προκειμένου να μιλήσω γι’ αυτήν, μπορεί να με διαλύσει.

Από την άλλη, δε θέλω να καταφύγω στην συγγραφή ιστοριών πολύ εσωτερικής χρήσης.

Θέλω να συνεχίσω να κάνω πολιτικό σινεμά. Κι ο μόνος τρόπος να το καταφέρω είναι να δημιουργήσω σύμπαντα τα οποία καθρεφτίζουν το δικό μας, αλλά δεν είναι αυτό.

Ευχαριστώ το Άλκι Παπασταθόπουλος για την παραχώρηση των φωτογραφιών που συνοδεύουν το κείμενο.

Η ταινία του Άλκι Παπασταθόπουλος Honeymoon έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα της στο πλαίσιο του Εθνικού Διαγωνιστικού του 47ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, όπου κέρδισε τέσσερα βραβεία.

Η αθηναϊκή πρεμιέρα του φιλμ πραγματοποιείται στο πλαίσιο του τμήματος Ελληνικές μικρές ιστορίες του 30ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας (Πέμπτη 10 Οκτωβρίου, κινηματογράφος Άστορ, 17:00).

Την Παρασκευή 25 Οκτωβρίου (21:15-23:00) ταξιδεύει στον κινηματογράφο Ίριδα (Ακαδημίας 55), όπου, μεταξύ 24 και 27 Οκτωβρίου, θα προβληθεί μια επιλογή φιλμ από τα φετινά Εθνικά προγράμματα του Φεστιβάλ Δράμας.

Η ταινία συνεχίζει την εγχώρια φεστιβαλική διαδρομή της στο 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (31 Οκτωβρίου-10 Νοεμβρίου).