Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο: «Η λογοτεχνία είναι σαν μια συλλογική συνείδηση»


Από τους σημαντικότερους σύγχρονους Πορτογάλους πεζογράφους, ο Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο επισκέφτηκε την προηγούμενη εβδομάδα την Αθήνα, προκειμένου να παρουσιάσει τα μυθιστορήματά του Βιβλίο και Γκαλβέιας στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Λογοτεχνία Εν Αθήναις. Απλός και χαμογελαστός, εμφανίστηκε στη συνάντησή μας μ’ ένα t-shirt, όπου το όνομα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ήταν τυπωμένο με heavy metal γραμματοσειρά!

Είσαι, ταυτόχρονα, «παιδί» της μεταδικτατορικής περιόδου της Πορτογαλίας, καθώς γεννήθηκες το 1974, αλλά και του χωριού Γκαλβέιας. Πώς «εγγράφονται» αυτά τα δύο στοιχεία μέσα σου, πώς σε έχουν επηρεάσει ως άνθρωπο και ως συγγραφέα;

Νομίζω ότι είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση, γιατί αυτά τα δύο στοιχεία συνιστούν τους πυλώνες που κάποιος πρέπει να λάβει υπόψη του, όταν μιλά για την ταυτότητά του. Από τη μία, η Ιστορία, η στιγμή κατά την οποία γεννιέσαι, και, από την άλλη, ο πολιτισμός. Η επίδραση της Ιστορίας και του πολιτισμού είναι θεμελιώδης στην κατανόηση της ταυτότητάς σου και, αν είσαι συγγραφέας, της δουλειάς και της οπτικής σου.

Ας ξεκινήσουμε από την Ιστορία.

Σε ό,τι, λοιπόν, αφορά την Ιστορία, δεν αποφάσισα να γεννηθώ το Σεπτέμβριο του 1974, απλώς συνέβη. Είχαμε μια Επανάσταση που τερμάτισε τη Δικτατορία τον Απρίλιο, γεγονός αρκετά αστείο, γιατί όλοι στην Πορτογαλία ξέρουν πού βρίσκονταν στις 25 Απριλίου του 1974, κι εγώ βρισκόμουν στην κοιλιά της μητέρας μου! Ποτέ δε γνώρισα τη λογοκρισία, τον πόλεμο, ή την απομόνωση, στην οποία βρισκόταν η χώρα εκείνα τα χρόνια, κι έτσι μεγάλωσα με μια εντελώς διαφορετική οπτική.

Άλλωστε υπήρξε μια από τις πλέον μακρόχρονες δικτατορίες της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας.

Διήρκεσε 48 χρόνια, που άφησαν πολλά σημάδια. Η μέρα της Επανάστασης ήταν το επίκεντρο ενός γεγονότος, το οποίο χρειάστηκε χρόνια για να ξεδιπλωθεί. Κι όμως, είναι ενδιαφέρον το ότι, 12 χρόνια αργότερα, η Πορτογαλία γινόταν μέλος της Ε.Ε. και ανοιγόταν στην Ευρώπη και τον κόσμο- κι αυτό συνέβη πολύ γρήγορα. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό γεγονός για όλους τους συγγραφείς της γενιάς μου στην Πορτογαλία, αν και δε διαθέτουν όλοι τα χαρακτηριστικά που θα τους κατέτασσαν σε μια γενιά.

Όσον αφορά τη γενέτειρά σου, το Γκαλβέιας;

Στη διάρκεια της περιόδου, κατά την οποία μεγαλώνεις ως παιδί ή έφηβος, καθορίζεις πολλές αξίες και ιδέες που αναπτύσσεις- και ίσως τελειοποιείς- αργότερα. Για μένα, το υπόβαθρο της ζωής σ’ ένα μικρό χωριό με έχει επηρεάσει σε τεράστιο βαθμό. Αποτέλεσμα της επιρροής αυτής είναι και τα βιβλία που γράφω.



Το Γκαλβέιας, κυρίως, φαντάζει σαν μία παθιασμένη ερωτική επιστολή στη γενέτειρά σου- ιδίως με τον ποιητικό τρόπο, με τον οποίο τελειώνει.

Ακόμα κι η επιλογή του ονόματος του χωριού ως τίτλου του βιβλίου είναι από μόνη της ένας φόρος τιμής. Ο τίτλος ενός μυθιστορήματος είναι το «πρόσωπό» του. Όταν επιλέγεις θέμα, ασφαλώς υπάρχει μια ορθολογική πτυχή στη διαδικασία, αλλά υπάρχουν κι άλλες, κι είναι κι αυτές σημαντικές. Για μένα, το να γράφω γι’ αυτό το θέμα είναι μια επιβεβαίωση της ταυτότητάς μου.

Συγκρινόμενοι με άλλους νιώθουμε, τουλάχιστον Πορτογαλία, μερικές φορές κατώτεροι. Αυτό σχετίζεται με τη διπολική οπτική που έχουμε για τους εαυτούς μας: μερικές φορές αισθανόμαστε ότι είμαστε οι καλύτεροι- οι ναυτικοί, οι οποίοι ανακάλυψαν και κατέκτησαν τον κόσμο- κι έπειτα νομίζουμε πως είμαστε πολύ μικροί, μια μικρή χώρα στα Νότια της Ευρώπης χωρίς επιρροή στον κόσμο. Ταξιδεύουμε ανάμεσα σ’ αυτά τα...

Άκρα;

Ακριβώς. Και κάποιες φορές δεν ξέρουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε. Γι’ αυτό κι έχει σημασία η επιβεβαίωση, στην οποία αναφέρθηκα: ότι είμαι από το Γκαλβέιας! (Χαμογελά περήφανα). Είναι κι ένας τρόπος να εφιστάς την προσοχή στις αγροτικές περιοχές, που διατηρούν στοιχεία της κουλτούρας μας προερχόμενα από ένα μακρινό παρελθόν. Το να γνωρίζουμε ποιοι είμαστε και να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό δεν είναι συνώνυμο του να είμαστε εναντίον των άλλων. Αυτός ίσως είναι ένας από τους ρόλους της λογοτεχνίας, να είναι σαν μια συλλογική συνείδηση, μια επιβεβαίωση αυτού που ο καθένας ξέρει, αλλά δεν είναι πλήρως αναγνωρισμένο.

Οι χαρακτήρες του Γκαλβέιας αντλούν την έμπνευσή του από πραγματικούς ανθρώπους;

Καθένας από τους χαρακτήρες έπρεπε να κερδίσει την τιμή να αποτελεί μέρος του βιβλίου, γιατί, αν και πρόκειται για μυθιστόρημα με πολλούς χαρακτήρες, δεν είναι τόσοι όσοι εκείνοι, τους οποιους θα ήθελαν να αναπαραστήσουν. Καθένας τους, λοιπόν, έφερε χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να περιγράψουν διαφορετικές πτυχές αυτού του πλήθους, του πλήθους αυτού του μικρού χωριού.

Πόσο μικρό ήταν;

Σήμερα έχει 1.000 κατοίκους, αλλά το 1984 αριθμούσε τους διπλάσιους. Αν συνεχίσει έτσι, θα γίνει ακόμα μικρότερο τα επόμενα χρόνια.



Στο Βιβλίο ανατέμνεις με μυθοπλαστικό βάθος τη μεταναστευτική εμπειρία των Πορτογάλων και των Πορτογαλίδων στο παρελθόν. Η μετανάστευση και η προσφυγιά παραμένουν επίκαιρα ζητήματα και σήμερα.

Είναι επίκαιρο βιβλίο από πολλές απόψεις. Στις μέρες υπάρχει το ζήτημα του μεταναστευτικού και των προσφύγων, το οποίο αποτελεί μεγάλη πρόκληση για όλους μας.

Ισχύει και αντίστροφα- άνθρωποι που μεταναστεύουν από την Ελλάδα ή την Πορτογαλία, για παράδειγμα.

Κάποιες φορές δεν είναι απόφαση, είναι αναγκαιότητα. Στην Πορτογαλία, όπως και στην Ελλάδα, υπάρχει αυτή η παραδοσιακή ιστορία της μετανάστευσης. Στην Πορτογαλία σχετίζεται με τους ανθρώπους, οι οποίοι πήγαν στη Γαλλία. Μετά από κάποιο διάστημα, ωστόσο, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, νομίζαμε πως είχαμε ξεμπερδέψει μ’ αυτό το ζήτημα. Τώρα, όμως, είμαστε πάλι μια χώρα που βλέπει τους ανθρώπους της σε άλλες χώρες. Οι άνθρωποι πάντα φιλοδοξούν να ζήσουν μια καλύτερη ζωή και τα σύνορα είναι πάντοτε κάτι, το οποίο πρέπει να διαχειριστούμε. Όπως κι η σχέση μας με τους άλλους, οι απειλές που νιώθουμε. Η μετανάστευση είναι  μόνιμο φαινόμενο.

Πώς βλέπεις τα πράγματα στην Ευρώπη στις μέρες μας- πολιτικά, κοινωνικά, ηθικά;

Είμαι πολύ απογοητευμένος από την Ευρώπη. Όταν η Πορτογαλία εισήλθε στην Ε.Ε., ήμουν 12 χρονών. Ακούγαμε λόγους για την Ε.Ε., ότι θα ήταν κάτι σαν κοινότητα χωρών, οι οποίες θα επιθυμούσαν το κοινό καλό. Ως παιδί, το «έχαψα». Σήμερα βλέπω πως η Ε.Ε. δεν είναι έτσι, και δεν είμαι σίγουρος αν ποτέ ήταν. Οι διαχωρισμοί είναι πιο έντονοι από ποτέ, ενώ δεν προστατεύει τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών. Με το Μεσανατολικό σε έξαρση και την κατάσταση στις Η.Π.Α. που είναι απρόβλεπτη και με ανησυχεί, νιώθω ότι είναι πολύ αδύναμη. Κι αυτό, ως Ευρωπαίο, με αφήνει ανασφαλή, αλλά κάνει και τον κόσμο πιο ανασφαλή. Οι μικροί είναι αυτοί που αφήνονται πίσω ή παραμερίζονται.

Οι έπαινοι και το βραβείο που έλαβες ως πρωτοεμφανιζόμενος στο λογοτεχνικό κόσμο υπήρξαν ευθύνη ή κίνητρο για σένα;

Ευτυχώς, όταν έλαβα το λογοτεχνικό βραβείο Ζοζέ Σαραμάγκου ήμουν κάπως ανεύθυνος, γιατί ήμουν 26 χρονών. Συνειδητοποίησα τι σήμαινε μόνο μερικά χρόνια αργότερα, γεγονός όχι κακό, επειδή, για να γράφεις και να εκδίδεις βιβλία πρέπει να έχεις λίγη ευθύνη, αλλά και ανευθυνότητα. Η υπερβολική υπευθυνότητα μπορεί να σε παραλύσει. Ήμουν, λοιπόν, αρκετά ανεύθυνος, ώστε να συνεχίσω να γράφω, και μάλιστα να είμαι και πολύ ριζοσπαστικός από λογοτεχνικής άποψης. Αυτό αποδεικνύει, όμως, ότι δεν έκανα σχέδια, ούτε έχτιζα καριέρα. Το σημαντικό, ωστόσο, ήταν ότι, κερδίζοντας το βραβείο, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Σαραμάγκου και να διατηρήσω φιλική επαφή μαζί του μέχρι που πέθανε το 2010.

Πώς θα τον περιέγραφες;

Ήταν ένα δύσκολο παράδειγμα, κατά κάποιο τρόπο. Ήταν πολύ αυστηρός και με πολύ ισχυρή στάση, λογοτεχνικά μιλώντας, αλλά και στο επίπεδο του δημόσιου λόγου και της δημόσιας θέσης. Ο Σαραμάγκου ήταν διαμορφωτής γνώμης. Όποτε μιλούσε, είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Πορτογαλία. Μερικές φορές θα αναδείκνυε ζητήματα στην πολιτική ατζέντα. Πάντοτε μου επαναλάμβανε πως θα πρέπει να προσέχω τη δουλειά μου ως σύνολο. Αυτό μου έδινε κατεύθυνση, με ανάγκαζε να έχω ένα σκοπό.

Είχε, εξάλλου, πολύ ισχυρές πολιτικές πεποιθήσεις και ήξερε τι ήθελε. Οτιδήποτε έγραφε ή έλεγε ήταν βασισμένο στις αρχές του. Δε συμμερίζομαι όλες τις πεποιθήσεις του- έχω τις δικές μου-, αλλά η πεποίθηση του να είσαι πιστός στα πιστεύω σου, να τα διερευνάς και να δρας βάσει αυτών ήταν πολύ σημαντική.

Και ο Μπέργκμαν;

Θα παρατήρησες ότι είναι γραμμένο με heavy metal γραμματοσειρά, σαν τους Iron Maiden! Το βρίσκω σημαντικό να διασταυρώνω τον Μπέργκμαν με τους Iron Maiden, γιατί είμαι κομμάτι της διασταύρωσης διαφορετικών μορφών πολιτισμού, διαφορετικών τρόπων αντίληψης της κουλτούρας. Σήμερα, με την πρόσβαση που έχουμε σε τόσες διαφορετικές πληροφορίες, δεν μπορούμε να μένουμε «ανέγγιχτοι» από τέτοια ερεθίσματα. Και δεν πρέπει να βιώνουμε το άγχος της επιρροής. Ξέρω πως δεν προέκυψα απ’ το πουθενά, προέρχομαι από αυτούς που προηγήθηκαν. Είναι προνόμιο να βασίζεσαι στην εμπειρία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ή των Iron Maiden.

Ή του Σελίν;

Ο Σελίν είναι ένας συναρπαστικός συγγραφέας. Υπήρξε μεγάλη μου επιρροή, γι’ αυτό θέλησα να του αποτίσω ένα φόρο τιμής στο Βιβλίο.

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τον Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο για την πνευματώδη κουβέντα και την Μαρία Ζαμπάρα από το Γραφείο Τύπου των Εκδόσεων Κέδρος για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της.

Τα μυθιστορήματα του Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο Βιβλίο και Γκαλβέιας κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Κέδρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου