Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 65ο ΦΚΘ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 65ο ΦΚΘ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Mάχντι Φλάιφελ: «Κατά βάθος, νιώθω ακόμα πρόσφυγας. Είμαι απλώς προνομιούχος»

 

Μάχντι Φλάιφελ (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Συναντώντας τον Παλαιστίνιο-Δανό σκηνοθέτη Μάχντι Φλάιφελ με αφορμή την βραβευμένη στο 65ο ΦΚΘ ταινία του Σε μια άγνωστη γη και το αφιέρωμα σε 4 μικρού μήκους δουλειές του στο πλαίσιο του 15ου Ethnofest (Σάββατο 30 Νοεμβρίου).

Σε ποιον βαθμό και με ποιους τρόπους έχεις διαμορφωθεί τόσο ως καλλιτέχνης όσο και ως άνθρωπος από την παλαιστινιακή διάσταση των καταβολών σου;

Πολύ ευρεία ερώτηση!

Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες από την Παλαιστίνη στον Λίβανο κι εγώ μεγάλωσα σε καταυλισμό προσφύγων. Ζώντας σε κατοπινά στάδια στην Ευρώπη, βίωσα αυτό που ο Έντουαρντ Σαΐντ είχε περιγράψει ως «κατάσταση εξορίας».

Έτσι, αν κι έχω σπίτια σε Κοπεγχάγη και Αθήνα, διαθέτω διαβατήριο και ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο, δε βιώνω πραγματικά την αίσθηση του ανήκειν.

Εν ολίγοις, είμαι εξόριστος και αυτή η συνειδητοποίηση επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τον κόσμο και διαμορφώνει τα ενδιαφέροντά μου εντός του.

Αναπόφευκτα, το ενδιαφέρον μου στρέφεται στους συνεξόριστούς μου, σ’ όσους έχασαν τις περιουσίες τους  και σ’ όσους προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο γύρω τους, και ίσως σ’ αυτούς που είναι λιγότερο τυχεροί από εμένα.

Από πολλές απόψεις, κατά βάθος νιώθω ότι είμαι ακόμα πρόσφυγας. Είμαι απλώς προνομιούχος. Μπορείς να απομακρύνεις τον άνθρωπο από το στρατόπεδο, αλλά δεν μπορείς να απομακρύνεις το στρατόπεδο από τον άνθρωπο.

Θλιβερός τρόπος να συνοψίσουμε την αντίληψη την οποία έχει κάποιος για τον εαυτό του και την καθημερινή του ζωή.

Ωστόσο, αυτό είναι εμφανές στον τρόπο που συγκροτείς την αφήγηση, τους χαρακτήρες και τα θέματά σου τόσο στα ντοκιμαντέρ σου όσο και στο Σε μια άγνωστη γη.

Έχεις δει κάποιες από τις πρώιμες ταινίες μου;

Έχω παρακολουθήσει το μεγάλου μήκους ντεμπούτο ντοκιμαντέρ σου. Μέχρι στιγμής μου έχουν ξεφύγει τα μικρού μήκους φιλμ σου.

Θα έχεις την ευκαιρία να δεις τα τέσσερα μικρού μήκους μου στο πλαίσιο μιας μικρής αναδρομής στην δουλειά μου στην φετινή διοργάνωση του Ethnofest το Σάββατο 30 Νοεμβρίου. Είσαι ευπρόσδεκτος να τα προωθήσεις!




Αυτό που είναι σημαντικό στον τρόπο με τον οποίο πλάθεις τους χαρακτήρες σου είναι ότι συντίθενται από σάρκα και οστά. Δεν είναι απλές αφαιρέσεις, σύμβολα, κλισεδιάρικοι ή στερεοτυπικοί.

Πόσα κοινά έχεις με κάποιον από τους πρωταγωνιστές του Σε μια άγνωστη γη;

Πολλά!

Από την άλλη, έχω εμπνευστεί και από τον κινηματογράφο του Χόλιγουντ της δεκαετίας του 1970/1980 που έβλεπα ως παιδί.

Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες μου προέρχονται από αληθινούς χαρακτήρες.

Ο Ρεντά μοιάζει επίσης με τον άνθρωπο που παρακολούθησα στα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ μου. Ο Σατίλα πήρε το όνομά του από έναν άντρα που γνώρισα στην Αθήνα.

«Δεν είναι ενδιαφέρον να παίρνεις το όνομά σου από έναν καταυλισμό προσφύγων;» αναρωτήθηκα.

Πόσο απαιτητικό είναι να μετατρέπεις σε μυθοπλασία όλα αυτά τα στοιχεία της πραγματικής ζωής, ενσωματώνοντάς τα σε αφηγήσεις;

Αυτό σχετίζεται με το καλό γράψιμο, και ήμουν αρκετά τυχερός που συνεργάστηκα με έναν καλό σεναριογράφο σε αυτήν την ταινία.

Συνέθεσα ο ίδιος το πρώτο προσχέδιο του Σε μια άγνωστη γη. Το δεύτερο έγινε σε συνεργασία με τον φίλο μου Τζέισον ΜακΚόλγκαν.

Είμαι επίσης πάρα πολύ ευγνώμων στον Φαϊζάλ Μπουλίφα ο οποίος κατάφερε να συνδυάσει μυθοπλαστικά όλους αυτούς τους χαρακτήρες με έναν τρόπο ελκυστικό για εμένα ως σκηνοθέτη.

Είναι επίσης ελκυστικό για εσένα να κινητοποιείς στον θεατή ενσυναίσθηση προς τους χαρακτήρες σου; Έχω την εντύπωση πως η δουλειά σου είναι μια σπουδή στην ενσυναίσθηση.

Αν δε νιώθουμε ενσυναίσθηση ο ένας για τον άλλον, τι ελπίδα υπάρχει για το ανθρώπινο γένος;

Θέλω να μοιράζομαι την ενσυναίσθηση μαζί τους ακόμα κι όταν διαπράττουν τις πιο ηθικά εξαχρειωμένες πράξεις τους. Ωστόσο, δε θέλω να τους κρίνω. Επιθυμία μου είναι να αναδείξω την ανθρωπότητα στην πιο συντετριμμένη της κατάσταση.

Το να βιώνω τους ανθρώπους στην πιο ευάλωτη κατάστασή τους, είτε στη λογοτεχνία είτε στον κινηματογράφο, είναι αυτό που με ενδιαφέρει.




Σε ποιο σημείο κατά την διάρκεια της δημιουργίας της ταινίας προέκυψε ο χαρακτήρας του Mαλίκ;

Ήταν πάντα μέρος της ιστορίας. Άλλωστε, η μυθοπλαστική του ιστορία βασίζεται σε μια αληθινή. Και τότε, είχαμε την τύχη να βρούμε ένα παιδί που ήρθε στην πραγματικότητα από τη Γάζα πριν από τρία χρόνια.

Πόσο σημαντική είναι η Ελλάδα ως σκηνικό γι’ αυτήν την ταινία και για τα άλλα έργα σου;

Ερχόμενος στην Ελλάδα πριν από αρκετά χρόνια, ένας εντελώς νέος κόσμος άνοιξε για μένα. Πάντα ένιωθα μια βαθιά σύνδεση με το «μαλακό υπογάστριο» της πόλης, τους γκετοποιημένους, τους μετανάστες χωρίς χαρτιά.

Διατηρείς αυτήν την σύνδεση μέσα στα χρόνια;

Ναι, στην τελική εδώ μένω, μεταξύ Κυψέλης και Αχαρνών. Είναι ο κόσμος όπου ψωνίζω, πίνω, τρώω, πηγαίνω στον κουρέα μου, όπου μένουν οι συνεξόριστοί μου. Πλέον, η Ελλάδα έχει γίνει το δεύτερο σπίτι μου.

Προερχόμενος από ένα μειονεκτικό, ταπεινό υπόβαθρο, δεν αισθάνεσαι άβολα όταν τα φιλμ σου παρουσιάζονται ή διαγωνίζονται σε διάσημα φεστιβάλ ταινιών ανά τον κόσμο;

Μοιάζει λιγάκι σουρεαλιστικό, πρέπει να ομολογήσω.

Αυτός ο γεμάτος εγωισμό και θόρυβο κόσμος είναι αποκομμένος από την πραγματικότητα και ταυτόχρονα πολύ μακριά από αυτό που όντως είναι και πρέπει να είναι ο κινηματογράφος και η ανθρώπινη σύνδεση.

Υπάρχει μια αποστροφή εκ μέρους ορισμένων κινηματογραφιστών που συμμετέχουν σε αυτά τα φεστιβάλ να αφηγηθούν μια ιστορία, σαν να είναι αμαρτία.

Ωστόσο, αυτά τα ίδια κινηματογραφικά φεστιβάλ είναι η μοναδική μου ευκαιρία να προωθήσω τη δουλειά μου και να συνδεθώ με το κοινό, καθώς δεν έχω μερικά εκατομμύρια ευρώ για να επενδύσω στη διαδικασία προώθησης.

Επιτυγχάνεται αυτή η σύνδεση;

Με το Σε μια γη άγνωστη νιώθω σαν να ολοκλήρωσα το διδακτορικό μου! Είναι το επιστέγασμα όλης της έρευνας που έχω πραγματοποιήσει.

Ίσως πρέπει να προσπαθήσεις να διδάξεις επίσης.

Η διδασκαλία είναι ωραία, αλλά εξακολουθώ να μαθαίνω.

Ο κοινωνικός ρεαλισμός βρίσκεται στο επίκεντρο της κινηματογραφικής σου δημιουργίας;

Ο ποιητικός ρεαλισμός πιο πολύ, θα έλεγα.

Μου αρέσει να κάνω ταινίες που έχουν ρυθμό, είναι προσιτές, σέξι, προσεγγίζουν το κοινό και είναι επίσης διασκεδαστικές, αλλά δε θέλω να θέσω σε κίνδυνο την κινηματογραφική μου αισθητική, ούτε να καταλήξω να γυρίζω misery porn.

Το Σε μια άγνωστη χώρα είναι ένα έργο βαθιά ριζωμένο στο παλαιστινιακό και προσφυγικό σας υπόβαθρο. Όχι με την εθνική, αλλά περισσότερο με την υπαρξιακή έννοια.

Ήθελα να κάνω την ταινία που μου λείπει ως θεατής, ένα φιλμ που μόνο εγώ θα μπορούσα να έχω δημιουργήσει.

Εκτιμάς ότι ταινίες σαν την δική σου συμβάλλουν στην αναδιαμόρφωση του Δυτικού λόγου για τους Παλαιστίνιους και την Παλαιστινιακή υπόθεση;

Αυτοί που έχουν την εξουσία στα χέρια τους θέλουν να μας διαγράψουν εντελώς και λέγοντάς τους, «Όχι, ετούτες είναι οι ιστορίες μας», πολεμάμε.

Δεν πιστεύω πως ο κινηματογράφος μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο, αλλά αν παρακολουθήσεις αυτό το φιλμ και οι χαρακτήρες του γίνουν μέρος της μυθολογίας σου και τους σκέφτεσαι στην ζωή σου, τότε ξεκινάμε καλά.

Η συνέντευξη με τον Μάχντι Φλάιφελ πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 65ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Ευχαριστώ θερμά τον Γιώργο Παπαδημητρίου από το Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ για την πολύτιμη συνδρομή του στον προγραμματισμό της.

Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο μυθοπλασίας του σκηνοθέτη Σε μια άγνωστη γη προβλήθηκε σε πανελλήνια πρεμιέρα στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 65ου ΦΚΘ κερδίζοντας τα Βραβεία Κοινού και Ανδρικής Ερμηνείας.

Οι μικρού μήκους ταινίες του Μάχντι Φλάιφελ 3 πιθανές διέξοδοι, Υπέγραψα την αίτηση, Ένας άνδρας επέστρεψε και Ξένος προβάλλονται το Σάββατο 30 Νοεμβρίου (κινηματογράφος Άστορ, 19:30) στο πλαίσιο του αφιερώματος του 15ου Ethnofest στον σκηνοθέτη.



Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Αλέξανδρος Αβρανάς: «Το ‘Quiet Life’ είναι μια ταινία πρόσφυγας»

 

Αλέξανδρος Αβρανάς (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Οι ανήλικες κόρες μιας ρωσικής καταγωγής οικογένειας προσφύγων στην Σουηδία πέφτουν σε ένα είδος κώματος όταν το αίτημα για παροχή ασύλου απορρίπτεται.

Aυτός είναι ο θεματικός πυρήνας του Quiet Life, της πιο πρόσφατης ταινίας του Αλέξανδρου Αβρανά. Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη στο φετινό ΦΚΘ. Το Quiet Life ανοίγει το 37ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου στις 21 Νοεμβρίου.

Πριν ξεκινήσουμε την συνέντευξη, μου είπες ότι το Quiet Life είναι μια ταινία «αμφιλεγόμενη», που «σε ζορίζει». Ως προς το δεύτερο, δεν υπάρχει αμφιβολία. Γιατί, όμως, «αμφιλεγόμενη», κατά την γνώμη σου;

Προσωπικά, θεωρώ πως μια καλή ταινία δεν μπορεί να αρέσει σε όλους. Πρέπει να εγείρει ερωτήματα και αντιπαραθέσεις και να εμπλέκει το κοινό. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Πρόβλημα προκύπτει όταν δεν εγείρει κάτι από αυτά.

Το Quiet Life μπορεί να εμπλέξει το κοινό. Είτε λόγω του «θέματός» του (μεταναστευτικό/προσφυγικό), είτε λόγω της δυνατότητας ταύτισης με τους πρωταγωνιστικούς παιδικούς χαρακτήρες και τα βάσανά τους.

Όταν διάβασα σχετικά με το Σύνδρομο Παραίτησης από το οποίο υποφέρουν οι παιδικοί χαρακτήρες στο φιλμ, αδυνατούσα να συμπεράνω αν ήταν κάτι πραγματικό ή δυστοπικό.

Σε ό,τι αφορά τους θεατές, συγκινούνται με την ταινία και την συστημική αδικία που βιώνουν τα παιδιά.

Κατά τα άλλα, πρόκειται για είναι αφηγηματικά βατό φιλμ.

Είναι βατό αλλά όχι βαρύ, και διαθέτει διάφορα επίπεδα τα οποία μπορεί να εξερευνήσει ο θεατής. Είναι, ωστόσο, μια στενάχωρη ταινία γιατί η πραγματικότητά της είναι στενάχωρη. Όπως και η ζωή μας.

Το ότι, όμως, αξίζει να υπάρχει ένα φως στο τούνελ είναι πασιφανές. Γιατί αξίζουν τα παιδιά την ελπίδα. Και τελικά για την ελπίδα μιλάει η ταινία.

Δύσκολα υλοποιήσιμη, πάντως, ιδίως εντός του κυνικού και σαδιστικού ευρωπαϊκού γραφειοκρατικού πλαισίου, έναντι του οποίου είσαι ανελέητος και αιχμηρός, με τον στιλιζαρισμένο δικό σου τρόπο.

Προσπάθησα να αποτυπώσω το πώς οι πρόσφυγες αισθάνονται τον καινούριο τόπο. Την δική τους οπτική γωνία. Ούτε πώς τον βλέπουν, ούτε πώς αυτός είναι.

Η οικογένεια του φιλμ είναι ρωσικής καταγωγής. Γιατί;

Όταν ξεκινήσαμε με τον Σταύρο Παμπαλλή την συγγραφή του σεναρίου το 2018, τα περισσότερα κρούσματα αυτού του Συνδρόμου παρατηρούνταν σε παιδιά Ρώσων προσφύγων.

Ταυτόχρονα, υπήρχε ένα μαζικό μεταναστευτικό ρεύμα από την Ρωσία ήδη πριν τον πόλεμο με την Ουκρανία.

Για μένα ήταν συγκλονιστικό το πώς μια χώρα με τέτοια παιδεία, που έχει βγάλει τόσους σκηνοθέτες, λογοτέχνες και θεατρικούς συγγραφείς μπορεί να αντέχει την δικτατορία του Πούτιν.

Επίσης, μ’ ενδιέφερε να μην αναδείξω άλλου είδους κριτήρια για την μετανάστευση, όπως το θρησκευτικό.

Τελικά, δεν έχει σημασία ότι είναι Ρώσοι. Θα μπορούσαν να προέρχονται από οποιαδήποτε χώρα κυριαρχείται από πολιτική σύγκρουση.

Το συναισθηματικό υπόστρωμα της ταινίας κρύβεται πίσω από το χαρακτηριστικό σου στιλιζάρισμα, μέσα από μια διαδοχή άψογων γεωμετρικών κάδρων.

Συμφωνώ, αλλά έτσι είναι η Σουηδία. Είναι λίγο τετράγωνα τα πράγματα εκεί. Όλα ελεγχόμενα, κλινικά, λειτουργικά, τέλεια. Στην επιφάνεια.

Υπάρχει κι ένα στοιχείο έντονου σαρκασμού, ιδίως με τα χαμόγελα του ιατρικού προσωπικού στο νοσοκομείο όπου διαδοχικά νοσηλεύονται τα δύο κοριτσάκια της οικογένειας.

Αν ακολουθήσεις αυτήν την κατεύθυνση, θα εξελιχθείς σε ρομπότ.




Παρόλα αυτά, η επικεφαλής νοσηλεύτρια, την οποία υποδύεται η για άλλη μια φορά εξαιρετική Ελένη Ρουσσινού, κάθε άλλο παρά ως ρομποτάκι λειτουργεί στο πλαίσιο του φιλμ. Εντοπίζεις, άρα, «ρωγμές» και σε τέτοια κλινικά περιβάλλοντα;

Ο χαρακτήρας της Αντριάνας που ενσαρκώνει η Ελένη εκφράζει το κομμάτι των Σουηδών οι οποίοι τολμούν να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους.

Εκκινώντας από έναν ανεπιτήδευτο κι όχι αφ’ υψηλού ανθρωπισμό.

Βεβαίως. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι η Αντριάνα δεν είναι σουηδικής καταγωγής. Έχει διανύσει δρόμο μέχρι να φτάσει στο σημείο όπου βρίσκεται: με το ένα πόδι εντός συστήματος, αλλά τολμώντας και ρισκάροντας ν’ αντιταχθεί σ’ αυτό.

Παρακολουθώντας το Quiet Life ξαναθυμήθηκα το Miss Violence.

Αν έκανα αυτήν την ταινία σήμερα, νομίζω πως θα πήγαινε άπατη!

Την ξαναθυμήθηκα σε σχέση με τον τρόπο που σκηνοθετείς τα παιδιά. Πώς καταφέρνεις να απελευθερώνεις ό,τι καθένα από αυτά τα παιδιά κρύβει μέσα του ως ποιότητα και δυνατότητα;

Στο Miss Violence οι παιδικοί χαρακτήρες ήταν μεν σημαντικοί, αλλά λειτουργούσαν λίγο ως φόντο. Στο Quiet Life ήταν πρωταγωνιστικοί.

Πραγματοποιήσαμε κάστινγκ σε τέσσερις χώρες επί ενάμιση χρόνο. Κατέληξα σε ογδόντα παιδιά, διοργάνωσα ένα workshop και σε δεύτερη φάση προσκάλεσα και τους γονείς τους.

Kατόπιν, τα ογδόντα έγιναν δέκα, μετά έξι, τέσσερα και τελικά δύο. Ήμουν πάντα ειλικρινής απέναντί τους, τους έδωσα το σενάριο στα ρωσικά για να το διαβάσουν και συζητήσαμε τα πάντα.

Όταν έχεις να κάνεις με παιδιά, το γύρισμα αποκτά άλλες απαιτήσεις. Ξέρεις τι ρισκάρεις και τι μπορεί να θυσιάσεις για να πάρεις αυτό που χρειάζεσαι.

Εσύ πήρες αυτό που χρειαζόσουν από αυτά. Τα παιδιά τι πήραν; Πώς πέρασαν κατά την διάρκεια των γυρισμάτων;

Πέρασαν πάρα πολύ ωραία. Είχα απαγορεύσει σε όλο το συνεργείο να τους φέρεται σαν πριγκίπισσες. Ήμασταν αυστηροί και σοβαροί απέναντί τους. Το δύσκολο ήταν να συγκεντρωθούν.

Η μικρότερη, που υποδυόταν την Κάτια, όταν άκουγε «Action» έμπαινε στον χαρακτήρα της. Η μεγαλύτερη, η «Αλίνα», είχε μεγαλύτερο βάθος σκέψης, αλλά χρειαζόταν περισσότερο χειρισμό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχε να δώσει υλικό.

Τις βοήθησαν πολύ κι οι ενήλικες ηθοποιοί, η Chulpan Khamatova κι ο Grigoriy Dobrygin, που υποδύονταν τους γονείς τους, αλλά και οι πραγματικοί γονείς τους.

Καθόλου ήσυχη ζωή, πάντως.

Δεν ξέρουμε αν ήσυχη είναι η ζωή των Ευρωπαίων που ταράζεται ή εκείνη την οποία θέλουν ν’ αποκτήσουν οι πρόσφυγες. Γι’ αυτό και αγάπησα τον ανοιχτό τίτλο.

Έπρεπε, εξάλλου, να κρατήσουμε λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο οικογενειακό και το πολιτικό, μέχρι τέλους. Το πετύχαμε, νομίζω, αν και κουράστηκα μέχρι να συμβεί.

Αυτό που οι περισσότεροι σκηνοθέτες δε θέλουμε είναι μια ταινία που δε λειτουργεί. Δεν ξέρεις τι να κάνεις μπροστά σε κάτι τέτοιο, είναι απελπισία.

Όταν βλέπεις ότι το φιλμ είναι εκεί, χαλαρώνεις. Προσωπικά, από το άγχος μου, έξι μέρες μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων ξεκίνησα το μοντάζ.




Ο ρυθμός της είναι εξαιρετικός.

Δεν είναι θέμα ρυθμού, αλλά νοήματος.

Το Quiet Life μπορεί να ενταχθεί στον λεγόμενο «ευρωπαϊκό» κινηματογράφο. Πώς αντιλαμβάνεσαι τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο στις μέρες μας ή τις τυχόν προοπτικές του;

Είμαι λίγο προβληματισμένος.

Έχει κυριαρχήσει μια επιφανειακότητα κι είναι εγωκεντρικός ο τρόπος με τον οποίο το κοινό βλέπει σινεμά. Πιο πολύ αισθάνεται έξυπνο παρά θέλει να το κάνεις έξυπνο.

Έχουν κερδίσει έδαφος η εντυπωσιακή εικόνα κι οι ακριβές παραγωγές έναντι του περιεχομένου.

Είναι καταπολεμήσιμη αυτή η κατάσταση;

Εγώ αισθάνομαι πολύ ειλικρινής και νομίζω πως αυτή η ειλικρίνεια φαίνεται και στην ταινία μου. Δε θέλω να περιαυτολογήσω για να αποδείξω πόσο καλός σκηνοθέτης είμαι.

Κι όσοι με χαρακτήριζαν βίαιο σκηνοθέτη, εδώ μάλλον θα το πάρουν πίσω, διότι τελικά το θέμα ορίζει την σκηνοθετική ματιά. Το Quiet Life, μια συμπαραγωγή έξι χωρών, είναι το ίδιο μια ταινία πρόσφυγας, δεν ανήκει πουθενά.

Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο σε μια εποχή κατά την οποία όλα ανήκουν κάπου. Άρα, είναι από όλες τις πλευρές επαναστατική.

Η συνέντευξη με τον Αλέξανδρο Αβρανά πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 65ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (31 Οκτωβρίου-10 Νοεμβρίου 2024).

Ευχαριστώ θερμά των Γιώργο Παπαδημητρίου από το Γραφείο Τύπου του Φεστιβάλ για την πολύτιμη συμβολή του στον προγραμματισμό της.

Η ταινία Quiet Life σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Αβρανά προβάλλεται, σε αθηναϊκή πρεμιέρα, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Διαγωνιστικού του 37ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου (21-27 Νοεμβρίου) την Πέμπτη 21 Νοεμβρίου στον κινηματογράφο Τριανόν (20:15), παρουσία του σκηνοθέτη.

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Πάβελ Γκ. Βεσνάκοφ: «Στην Βουλγαρία καθένας παλεύει για τον εαυτό του»

 

Πάβελ Γκ. Βεσνάκοφ (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Βαλκάνιους σκηνοθέτες, ο Βούλγαρος Πάβελ Γκ. Βεσνάκοφ ανατέμνει μέσα από την Άπνοια, δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, την φύση των οικογενειακών δεσμών, την μνήμη και την ταυτότητα.

Συναντηθήκαμε μαζί του στο πλαίσιο του 65ου ΦΚΘ, όπου το φιλμ του έκανε την ελληνική πρεμιέρα του.

«Εκτός από τον καπιταλισμό υπάρχει και η μοναξιά», για να παραφράσω το γνωστό σύνθημα. Η τελευταία κυριαρχεί στην Άπνοια, δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία σου.

Είναι η μοναξιά ένα βίωμα που χαρακτηρίζει την σύγχρονη Βουλγαρία, επαρχιακή και αστική; Και σε ποιον βαθμό συνδέεται με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα ή/και με τον τρόπο που καθένας/καθεμιά μεταβολίζει τις εμπειρίες του;

Κατά την διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου, το ζήτημα της μοναξιάς δεν ήταν το μείζον.

Η χρήση αυτής της λέξης είναι πολύ ευθεία και υποδεικνύει μια πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ήθελα να το αποφύγω αυτό.

Όταν, όμως, γυρίζαμε την Άπνοια, επηρεαστήκαμε από τον τόπο όπου εκτυλίσσονταν τα γυρίσματα. Εκεί, η μοναξιά ήταν ορατή, κι έτσι -από μόνη της- εισήχθη στο σενάριο.

Οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης είναι πλέον πολύ μεγάλης ηλικίας, πάνω από 75 χρονών.

Ζουν σε φτηνά διαμερίσματα, όλα τα παιδιά τους έχουν φύγει απ’ την Βουλγαρία, εργάζονται στο εξωτερικό και τους στέλνουν χρήματα. Μοιάζουν, ωστόσο, αξιοπρεπείς, αν και η μοναξιά είναι ορατή στα πρόσωπά τους.

Επιστρέφοντας στην σύνδεση καπιταλισμού και μοναξιάς, τα πολλά χρήματα δε φέρνουν ευτυχία. Η ευτυχία και τα λεφτά είναι δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες.

Στη σύγχρονη Βουλγαρία η κατάσταση είναι εξαιρετικά πολωμένη: από την μία υπάρχουν οι πολύ πλούσιοι, από την άλλη οι πολύ φτωχοί. Απουσιάζουν πλέον τα μεσοστρώματα.

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι γονείς που ανήκουν σε παλαιότερες γενιές μπορεί να είναι φτωχοί και τα παιδιά τους να έχουν γίνει πλούσια.

Αυτή η μετάβαση είναι δύσκολο να αποτυπωθεί -ή ακόμα και να εξερευνηθεί- σε επίπεδο τέχνης.

Και εξηγεί την έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών γενεών, την αποξένωση ή τις διαγενεακές παρεξηγήσεις.

Οι άνθρωποι τείνουν να ξεχνούν.

Αν έχεις υπάρξει φτωχός σ’ όλη σου την ζωή και μια μέρα γίνεις πλούσιος, ξεχνάς πλέον τους φτωχούς φίλους σου και θέλεις να διαγράψεις όλα όσα σου έχουν συμβεί επί δεκαετίες.

Δεν καταλαβαίνω αυτήν την συνήθεια. Και θέλω να εξερευνήσω το κοινωνικό περιβάλλον εντός του οποίου η ιστορία εκτυλίσσεται.




Η ιστορία της Άπνοιας επηρεάζεται όχι μόνο από την τοπoθεσία των γυρισμάτων, αλλά και από την προσωπικότητα, την ψυχοσύνθεση και τα βιώματα του πρωταγωνιστή, του γνωστού Βούλγαρου ράπερ Fyre (Ognian Pavlov).

Σε ποιον βαθμό συνέβη αυτό;

Mε τον Fyre συνεργαστήκαμε και στα Μαθήματα γερμανικών, το μεγάλου μήκους ντεμπούτο μου μυθοπλασίας. Αρχικά, τον είχα επιλέξει λόγω του status και της εμφάνισής του.

Όταν, όμως, δούλεψα μαζί του, δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο ντροπαλός, ευγενικός και ευφυής είναι: κουβεντιάζαμε για πολιτική, φιλοσοφία, λογοτεχνία.

Η σύντομη συνάντησή μας άφησε, λοιπόν, ένα ίχνος μέσα μου. Κι έτσι, όταν άρχισα ν’ αναπτύσσω την ιστορία της Άπνοιας, τον σκέφτηκα.

Δεν κάναμε κάποια πρόβα πριν την έναρξη των γυρισμάτων, ενώ το σενάριο άλλαξε ολοκληρωτικά προσαρμοζόμενο σ’ αυτόν.

Στο μέσο, εξάλλου, της διαδικασίας μού εξομολογήθηκε πως η οικογενειακή ιστορία του είναι παρόμοια με του πρωταγωνιστή.

Κι εκείνος έχασε τον πατέρα του σε πολύ νεαρή ηλικία, η μητέρα του πέθανε επίσης, το ίδιο και οι παππούδες/γιαγιάδες του. Αυτό, όμως, δεν το ήξερα εκ των προτέρων.

Συμβαίνουν παράξενες συμπτώσεις όταν ακούς το ένστικτό σου, την εσωτερική φωνή σου. Δε διδάσκεται στο πανεπιστήμιο κάτι τέτοιο.

Και οι υπόλοιποι χαρακτήρες που εμφανίζονται στο φιλμ; Τους υποδύονται ντόπιοι ή επαγγελματίες ηθοποιοί; Αποπνέουν πολλή «αυθεντικότητα», λες κι έχουν προσωπικά βιώσει όσα υποδύονται επί της οθόνης.

Παρακολουθώντας την ταινία δεν μπορείς να το καταλάβεις, αλλά κατά το παρελθόν εργαζόμουν σε τηλεοπτικές σειρές στην Βουλγαρία κι έκανα κωμωδίες. Πολύ εμπορικές δουλειές.

Από ένα σημείο και μετά άρχισα να συνεργάζομαι με voice actors, δηλαδή ηθοποιούς που έχουν αφιερώσει όλη την σταδιοδρομία τους στο ντουμπλάρισμα ξένων φιλμ, γι’ αυτό και δεν είναι τόσο γνωστοί.

Οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς τους οποίους χρησιμοποίησα στην Άπνοια προέρχονται, λοιπόν, από αυτήν την κοινότητα.

Είναι μεν επαγγελματίες, αλλά λειτουργούν σαν καθημερινοί άνθρωποι. Δεν προτάσσουν τους εαυτούς τους έναντι του περιβάλλοντος που κατοικούν.

Μου αρέσουν γιατί έχουν ωραίες φωνές και δε συνηθίζουν να συμπεριφέρονται μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο μπροστά απ’ την κάμερα.

Στην εποχή μας, οι περισσότεροι ηθοποιοί εστιάζουν στην εμφάνιση και δεν αναπτύσσουν την φωνή τους, η οποία μπορεί ν’ αποτελέσει πολύ ισχυρό εργαλείο.

Στο Q&A που ακολούθησε την ελληνική πρεμιέρα της ταινίας σου στο 65ο ΦΚΘ έκανες λόγο για την έλλειψη σεβασμού των νεότερων γενεών στις παραδοσιακές προσεγγίσεις.

Ένας απ’ τους χαρακτήρες του φιλμ διατυπώνει ομοφοβικά σχόλια. Πώς μπορεί να συνδυαστεί ο σεβασμός απέναντι σε κάποιον γιατί νιώθει παραγκωνισμένος, ενώ ταυτόχρονα εκφέρει έναν κοινωνικά υπερσυντηρητικό λόγο;

Το πρόβλημα στην Βουλγαρία συνίσταται στο ότι δε δίνεται ο χρόνος σε ανθρώπους μεγαλύτερων ηλικιών να προσαρμοστούν. Όλα αλλάζουν ταχύτατα.

Για όσους ζούσαν κατά την σοβιετική περίοδο, οι συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές, κι είναι πολύ δύσκολο γι’ αυτούς τους ανθρώπους να αλλάξουν τους εαυτούς τους έτσι ώστε να μπορούν να ζήσουν σε δημοκρατικό πλαίσιο.

Η δεκαετία του 1990 ήταν καταστροφική για την Βουλγαρία: όλοι ήθελαν την δημοκρατία, αλλά κανένας δεν ήξερε τι να την κάνει, δεν ήταν προετοιμασμένος γι’ αυτήν.

35 χρόνια χρόνια αργότερα, δε βιώνουμε την αίσθηση της κοινότητας ή της συντροφικότητας.

Στην Βουλγαρία καθένας παλεύει για τον εαυτό του, κι αυτό συνδέεται με την έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα τις γενιές, οι οποίες προσαρμόζονται πολύ καλύτερα, δε νοιάζονται ή είναι πιο κυνικές. Μπορούν, όμως, να επιβιώσουν.

Ο ομοφοβικός χαρακτήρας στην Άπνοια δεν καταλαβαίνει, ωστόσο, τι σημαίνουν «ομοφοβικός» και «ομοφοβία»: μισεί τους Ρώσους, τους Αμερικανούς, τους πάντες. Ίσως και τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι περήφανος για τον αρνητισμό του.

Ο μονόλογός του, όμως, αντανακλά τις αντιλήψεις ανθρώπων που γνωρίζω, οι οποίες είναι μεν συνηθισμένες, αλλά και εντελώς εκτός του σύγχρονου κόσμου.




Η ταινία σου αφορά και στην επανάκτηση της τρυφερότητας και την αποκατάσταση των οικογενειακών δεσμών. Πόσο εύκολο είναι να ξαναβρούμε την χαμένη τρυφερότητα στις μέρες μας;

Είναι δύσκολο, γιατί ο κόσμος οδεύει σε ολοένα πιο υλιστική κατεύθυνση διαρκώς.

Θυμάσαι την σκηνή στο φιλμ όπου ο πρωταγωνιστής, ενώ μιλάει με την μητέρα του μέσω βιντεοκλήσης, πετάει όλα τα προσωπικά είδη του πατέρα του.

Αντικείμενα τα οποία μπορεί εκείνος να αφιέρωσε όλη του την ζωή για να τα συγκεντρώσει και, τελικά, μετά τον θάνατό του δε σημαίνουν τίποτα για τους συγγενείς του.

Η κατεδάφιση του τοπικού νεκροταφείου και η αντικατάστασή του από ξενοδοχείο, καζίνο, σπα και γήπεδο γκολφ συνδέεται με την διαδικασία διαγραφής της μνήμης, που εκδηλώνεται και μέσα από το προαναφερθέν «ξεσκαρτάρισμα».

Είναι η διαγραφή του παρελθόντος κυρίαρχη τάση στην Βουλγαρία;

Στη Βουλγαρία η τάση αυτή ξεκίνησε πριν από 150 χρόνια. Δουλεύουμε πάνω στην διαγραφή του παρελθόντος και των παραδόσεων σαν να υπάρχει μια εθνική πολιτική σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Αισθάνομαι πως πρόκειται για κάτι οργανωμένο.

Κι αυτό μας διαχωρίζει από άλλες κοινωνίες, όπως για παράδειγμα η γερμανική, που σέβονται το παρελθόν τους ανεξαρτήτως αν αυτό είναι καλό ή κακό. Στην Βουλγαρία δυστυχώς δεν είμαστε καλοί στην ταπεινοφροσύνη.

Πάντως, η Άπνοια ανοίγει μια «χαραμάδα», υπαινισσόμενη ότι η επανασύνδεση με την κοινότητα είναι επιτεύξιμη.

Δεν υπάρχει λόγος να δείχνεις μια ταινία αν δεν προσφέρεις μια αίσθηση ελπίδας. Όταν γεννιόμαστε, είμαστε γενικά καλοί κι έτσι πρέπει να είμαστε. Τουλάχιστον να πιστεύουμε σ’ αυτό. Κακοί γινόμαστε αργότερα, στην διάρκεια της ζωής μας.

Ευχαριστώ θερμά τον Δημήτρη Κερκινό, υπεύθυνο της ενότητας Survey Expanded: Un-Family-ar του 65ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη με τον σκηνοθέτη.

Η ταινία του Πάβελ Γκ. Βεσνάκοφ Άπνοια διατίθεται στην διαδικτυακή πλατφόρμα του Φεστιβάλ μέχρι την λήξη του.



Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Νικολέτα Λεούση: «To σινεμά ως μέσο πρέπει, θεωρώ, να είναι παιδική χαρά»

 

Νικολέτα Λεούση (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός)

Το σινεμά ως μέσο έκφρασης συναντιέται με το λεωφορείο ως μέσο μεταφοράς στην Άσκοπη μετακίνηση της Νικολέτας Λεούση, μιας από τις ευφυέστερες, πιο πρωτότυπες και προσωπικές ταινίες του φετινού Φεστιβάλ Δράμας.

Η Άσκοπη μετακίνηση συνεχίζει να μετακινείται φεστιβαλικά (επόμενες στάσεις κινηματογράφος Ίριδα και ΦΚΘ), κι εμείς συναντιόμαστε με την σκηνοθέτρια.

Γιατί προβληματιζόσουν ως προς το κατά πόσο θα σου «έβγαινε» η Άσκοπη μετακίνηση, η πιο πρόσφατη μικρού μήκους δουλειά σου, η οποία κέρδισε το βραβείο της Π.Ε.Κ.Κ. στο 47ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας;

Ήθελα πολύ ν’ απαλλαγώ από την αίσθηση της πίεσης που ένιωθα τα προηγούμενα χρόνια.

Πίεση να «βγάλεις» κάτι συγκεκριμένο;

Πίεση να «βγάλω» κάτι, κατ’ αρχάς. Δεν μπορούσα, όμως, να γράψω μυθοπλασία. Συνέθετα κάτι, κι έπειτα το παρατούσα.

Έθεσα, λοιπόν, στον εαυτό μου ορισμένα ερωτήματα: «Τι είμαι, αν δεν κάνω ταινίες καθώς περνούν τα χρόνια; Μπορώ ακόμα να λέω ότι είμαι σκηνοθέτρια; Είμαι διατεθειμένη να ζήσω με την ιδέα πως μπορεί να μην το αγαπάω πια;»

Όλα ξεκίνησαν, επομένως, σαν ένα τεστ, μια επιστροφή στα πολύ βασικά. Εξάλλου, έγινα σκηνοθέτρια επειδή έπαιρνα το λεωφορείο!

Πρόκειται για μια από τις πιο πρωτότυπες συνδέσεις κινηματογράφου και μέσων μαζικής μεταφοράς που θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.

Ήμουν φοιτήτρια πια όταν αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτρια, σε μια περίοδο κατά την οποία χρησιμοποιούσα τα λεωφορεία καθημερινά και ταυτόχρονα ονειροπολούσα, σκεπτόμενη τις ζωές των ανθρώπων και «σκηνοθετώντας» τα πλάνα μου απ’ το τζάμι.

Άρχισα ν’ ανακαλύπτω τον κινηματογράφο απ’ τα δεκαπέντε μου μέσα από βιντεοκασέτες. Ως φοιτήτρια παρακολουθούσα ό,τι κυκλοφορούσε. Δεν υπήρχε, ωστόσο, κάποια επιρροή από το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον.

Λόγω, επομένως, αυτών των ερωτημάτων είχε η Άσκοπη μετακίνηση αυτόν τον τόσο προσωπικό χαρακτήρα - τόσο σε καθαρά υπαρξιακό επίπεδο όσο και μέσα απ’ την φυσική παρουσία πολλών ανθρώπων απ’ το οικογενειακό περιβάλλον σου.

Πώς είναι να κινηματογραφείς τους ανθρώπους σου, μεγάλους και μικρούς;

Ήταν πολύ ευχάριστη εμπειρία.

Ο πατέρας του συντρόφου μου πάσχει από άνοια, γι’ αυτό και αγωνιούσα πώς θα λειτουργούσε στο πλαίσιο ενός γυρίσματος. Ο ίδιος, όμως, βίωσε την διαδικασία σαν παιχνίδι. Έβλεπα πόσο του άρεσε, οπότε ξεθάρρεψα κι εγώ και του ζητούσα πράγματα.

Η μαμά μου έχει παίξει σ’ όλες μου τις ταινίες. Κατά βάθος, θεωρώ ότι θα ήθελε να έχει ασχοληθεί με κάτι καλλιτεχνικό, αλλά καθώς προερχόταν απ’ την εργατική τάξη, δούλευε από μικρή και ουδέποτε είχε την άνεση να εκφράσει μια τέτοια φιλοδοξία.

Όταν παίζει, ντρέπεται, αλλά το ευχαριστιέται!




Η κορούλα;

Θέλει να ξανακάνουμε φιλμ! Παιδικό, όμως. Είδε την Άσκοπη μετακίνηση σαν παιχνίδι.

Κι εκείνη. Άρα αυτή πρέπει να ήταν αίσθηση του συνόλου των συντελεστών/συντελεστριών, πως πρόκειται για ένα ευφάνταστο φιλμικό παιχνίδι.

Υπήρχε, βέβαια, κι η απορία για το τι θα προέκυπτε από όσα τους έβαζα να κάνουν. «Θα το δείτε μετά», τους έλεγα.

Είναι η έξυπνη «αλαφράδα» της ταινίας ένα προσχεδιασμένο ή απροσχεδίαστο «αντίδοτο» στον συνολικό ζόφο;

To σινεμά ως μέσο πρέπει, θεωρώ, να είναι παιδική χαρά. Αυτή η χαρά -θέτοντάς το κάπως χοντροκομμένα- μπορεί να είναι μια πράξη αντίστασης. Και συνιστά τον τρόπο μου να προσεγγίζω τα όσα συμβαίνουν.

Άρα όσο πιο ζοφερή είναι η κοινωνικοπολιτική κατάσταση, τόσο πιο έξυπνα ανάλαφρες μπορεί να γίνονται οι δικές σου δουλειές;

Μακάρι! Τι μπορώ να εισφέρω στο κοινωνικό σύνολο; Να μοιραστώ χαρά, ελπίδα, δύναμη, κουράγιο.

Και στις 37 μέρες, ένα φιλμ που γραφόταν στην διάρκεια των Μνημονίων πολύ πριν εκλεγεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ένιωθα την ανάγκη να υπάρχει μια ηρωίδα η οποία αντιστέκεται σε σημείο τρέλας κι η πίστη στο ότι κάτι καλό μπορεί να συμβεί, και να ξεκινά από εμάς.

Δε θα έκανα ποτέ μια ταινία μ’ έναν χαρακτήρα που δε συμπαθώ. Δε θεωρώ, εξάλλου, πως υπάρχει ο απόλυτα κακός χαρακτήρας.




Σε κάθε περίπτωση, η διαρκής διερώτηση για τα κίνητρα και τους στόχους του -ακόμα και, ενίοτε, η αυτοαμφισβήτηση- είναι απαραίτητα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου εμπλεκόμενου σε μια δημιουργική διαδικασία.

Δεν έχει νόημα ν’ ασχολείσαι με κάτι αν δε σε «καίει» ή αν δε θέλεις να ανακαλύψεις κάτι μέσα απ’ αυτό.

Τι σε «καίει» πιο πολύ; Ή εξαρτάται και απ’ την φάση ζωής στην οποία κάθε φορά βρίσκεσαι; Σίγουρα, πάντως, οι δουλειές σου εγγράφονται σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο.

Μόλις γέννησα, βίωσα ένα σοκ σε σχέση με το τι σημαίνει να έχεις παιδί στην σημερινή Ελλάδα. Δε γίνεται, όμως, να νοιαστείς για το παιδί σου, αν δε σε νοιάζει ο κόσμος και τα παιδιά των άλλων.

Και δε γίνεται ν’ αφηγηθείς μια ιστορία αποκομμένη από το κοινωνικό της πλαίσιο. Πρέπει από πριν να βασίζεσαι στους ανθρώπους και να συνεχίσεις να το κάνεις και μετά.

Ξεφεύγοντας από το εγχώριο καλλιτεχνικό-κινηματογραφικό πεδίο, ποια είναι η γνώμη σου για καλλιτεχνικά έργα τα οποία φαίνεται να είναι αποσυνδεδεμένα από την όποια κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα;

Όσον αφορά στην Ελλάδα αυτό οφείλεται στην μεγάλη δυσκολία της δημιουργίας τους.

Ένας γενικότερος λόγος σχετίζεται με την κουλτούρα του να είσαι ο καλύτερος. Οι δημιουργοί δε σκέφτονται την απήχηση που θα έχουν στον θεατή, αλλά στα φεστιβάλ.

Εδώ εμπλέκεται η βιομηχανία, ένας πολύ δυνατός μηχανισμός - και παντοδύναμος έναντι των πεινασμένων για ταινίες νεότερων Ελλήνων/Ελληνίδων σκηνοθετών/σκηνοθετριών.

Και προϋπόθεση να προβληθεί σε πολλά φεστιβάλ είναι να δομείται μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο.

Σαν να ακολουθείται μια συνταγή, μέσα και από το «στρώσιμο» των σεναρίων στα labs, οπότε κόβονται όλα τα ρίσκα. Πολλά από αυτά κόβονται ήδη απ’ το μυαλό του σκηνοθέτη. Θα σκεφτεί, άρα, μια ιστορία που δεν έχει κάποια ρίσκα.

Για μένα, πάντως, είναι συνυφασμένη η καλλιτεχνική δημιουργία και με την ανάληψη -ενίοτε- ρίσκων.

Αυτό έχει να κάνει και με μια γενικότερη νοοτροπία.

Όταν, για παράδειγμα, σκεφτόμαστε τι θα κάνουμε στην ημέρα μας, μπορεί να επιλέξουμε κάτι το οποίο δεν εμπεριέχει πολύ ρίσκο. Υπάρχει το κυνήγι της ασφάλειας. Πόσο χρόνο θα διαθέσουμε σε μια φιλία; Πιο σπάνια συμβαίνει πια.

Κατά συνέπεια γίνονται και οι ταινίες πιο δειλά, πιο προστατευμένα, έτσι ώστε να μην τσακωθούμε με το κοινό. Εφόσον το καταφέρεις, η βιομηχανία σε βοηθάει και σε επιβραβεύει.

Ως θετικός άνθρωπος, ωστόσο, θεωρώ ότι αυτή η κατάσταση δε θα κρατήσει πολύ, πως θα δημιουργηθεί ένας κινηματογραφικός κόσμος ο οποίος θα κάνει πράγματα πιο κοντά σ’ αυτό που ζούμε - και το κοινό θ’ ανταποκριθεί θετικά, αν έρθει σ’ επαφή μ’ αυτά.

Παίζει ρόλο και η επιλεγόμενη -υβριδική- φόρμα;

Θα ήθελα να επαναλάβω ένα φιλμ το οποίο είναι λίγο ντοκιμαντέρ και λίγο στημένο παιχνίδι. Προσφέρει ελευθερία.

Αν αρχίσεις να μιλάς την γλώσσα της ελευθερίας στα πρώτα λεπτά μιας ταινίας, ο θεατής καταλαβαίνει πώς θα πορευτείς, και μετά μπορείς να κάνεις ό,τι θες.

Ακόμα και μια μεγάλου μήκους δουλειά αντίστοιχη στιλιστικά;

Νομίζω πως μπορεί να γίνει. Με micro budget, βέβαια, όπως και η Άσκοπη μετακίνηση.

Μέσα από αυτήν αισθάνομαι, πάντως, ότι ανακάλυψα πως αγαπώ το σινεμά, ότι υπάρχει δρόμος και θα τον φτιάξω εγώ, χωρίς να ζητήσω άδεια και να νιώθω την υποχρέωση πως πρέπει όλα να πάνε καλά.

Δεν υπάρχει, άλλωστε, κάποια ανταμοιβή σ’ αυτό το ταξίδι στην Ελλάδα. Πάντα θα ξεκινάς απ’ την αρχή. Άσκοπη μετακίνηση, όμως, δεν είναι. Έχει πολύ μεγάλη σημασία ν’ ακολουθείς τον σκοπό σου.

Η ταινία της Νικολέτας Λεούση Άσκοπη μετακίνηση έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο πλαίσιο του Εθνικού Διαγωνιστικού του 47ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, όπου κέρδισε το βραβείο της Π.Ε.Κ.Κ.

Την Κυριακή 27 Οκτωβρίου προβάλλεται στον κινηματογράφο Ίριδα (Ακαδημίας 55), 19:00-21:00.

Κατόπιν, ταξιδεύει στο 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (31 Οκτωβρίου-10 Νοεμβρίου).