Πάβελ Γκ. Βεσνάκοφ (Φωτογραφία: Γιάννης Κοντός) |
Ένας από τους σημαντικότερους
σύγχρονους Βαλκάνιους σκηνοθέτες, ο Βούλγαρος Πάβελ Γκ. Βεσνάκοφ ανατέμνει
μέσα από την Άπνοια, δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του,
την φύση των οικογενειακών δεσμών, την μνήμη και την ταυτότητα.
Συναντηθήκαμε
μαζί του στο πλαίσιο του 65ου ΦΚΘ, όπου το φιλμ του
έκανε την ελληνική πρεμιέρα του.
«Εκτός από τον
καπιταλισμό υπάρχει και η μοναξιά», για να παραφράσω το γνωστό σύνθημα. Η
τελευταία κυριαρχεί στην Άπνοια,
δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία σου.
Είναι η μοναξιά ένα βίωμα
που χαρακτηρίζει την σύγχρονη Βουλγαρία, επαρχιακή και αστική; Και σε ποιον
βαθμό συνδέεται με το κοινωνικοοικονομικό σύστημα ή/και με τον τρόπο που
καθένας/καθεμιά μεταβολίζει τις εμπειρίες του;
Κατά την διάρκεια της συγγραφής
του σεναρίου, το ζήτημα της μοναξιάς δεν ήταν το μείζον.
Η χρήση αυτής της λέξης
είναι πολύ ευθεία και υποδεικνύει μια πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ήθελα να το
αποφύγω αυτό.
Όταν, όμως, γυρίζαμε την Άπνοια,
επηρεαστήκαμε από τον τόπο όπου εκτυλίσσονταν τα γυρίσματα. Εκεί, η μοναξιά
ήταν ορατή, κι έτσι -από μόνη της- εισήχθη στο σενάριο.
Οι περισσότεροι κάτοικοι της
πόλης είναι πλέον πολύ μεγάλης ηλικίας, πάνω από 75 χρονών.
Ζουν σε φτηνά
διαμερίσματα, όλα τα παιδιά τους έχουν φύγει απ’ την Βουλγαρία, εργάζονται στο
εξωτερικό και τους στέλνουν χρήματα. Μοιάζουν, ωστόσο, αξιοπρεπείς, αν και η
μοναξιά είναι ορατή στα πρόσωπά τους.
Επιστρέφοντας στην
σύνδεση καπιταλισμού και μοναξιάς, τα πολλά χρήματα δε φέρνουν ευτυχία. Η ευτυχία
και τα λεφτά είναι δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες.
Στη σύγχρονη Βουλγαρία η
κατάσταση είναι εξαιρετικά πολωμένη: από την μία υπάρχουν οι πολύ πλούσιοι, από
την άλλη οι πολύ φτωχοί. Απουσιάζουν πλέον τα μεσοστρώματα.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο
είναι ότι γονείς που ανήκουν σε παλαιότερες γενιές μπορεί να είναι φτωχοί και
τα παιδιά τους να έχουν γίνει πλούσια.
Αυτή η μετάβαση είναι δύσκολο
να αποτυπωθεί -ή ακόμα και να εξερευνηθεί- σε επίπεδο τέχνης.
Και εξηγεί την έλλειψη
επικοινωνίας ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών γενεών, την αποξένωση ή τις διαγενεακές
παρεξηγήσεις.
Οι άνθρωποι τείνουν να
ξεχνούν.
Αν έχεις υπάρξει φτωχός σ’
όλη σου την ζωή και μια μέρα γίνεις πλούσιος, ξεχνάς πλέον τους φτωχούς φίλους
σου και θέλεις να διαγράψεις όλα όσα σου έχουν συμβεί επί δεκαετίες.
Δεν καταλαβαίνω αυτήν την
συνήθεια. Και θέλω να εξερευνήσω το κοινωνικό περιβάλλον εντός του οποίου η
ιστορία εκτυλίσσεται.
Η ιστορία της Άπνοιας επηρεάζεται
όχι μόνο από την τοπoθεσία
των γυρισμάτων, αλλά και από την προσωπικότητα, την ψυχοσύνθεση και τα βιώματα του
πρωταγωνιστή, του γνωστού Βούλγαρου ράπερ Fyre (Ognian Pavlov).
Σε ποιον βαθμό συνέβη
αυτό;
Mε τον Fyre συνεργαστήκαμε
και στα Μαθήματα γερμανικών, το μεγάλου μήκους ντεμπούτο μου
μυθοπλασίας. Αρχικά, τον είχα επιλέξει λόγω του status και
της εμφάνισής του.
Όταν, όμως, δούλεψα μαζί
του, δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο ντροπαλός, ευγενικός και ευφυής είναι: κουβεντιάζαμε
για πολιτική, φιλοσοφία, λογοτεχνία.
Η σύντομη συνάντησή μας άφησε,
λοιπόν, ένα ίχνος μέσα μου. Κι έτσι, όταν άρχισα ν’ αναπτύσσω την ιστορία της Άπνοιας,
τον σκέφτηκα.
Δεν κάναμε κάποια πρόβα
πριν την έναρξη των γυρισμάτων, ενώ το σενάριο άλλαξε ολοκληρωτικά
προσαρμοζόμενο σ’ αυτόν.
Στο μέσο, εξάλλου, της διαδικασίας
μού εξομολογήθηκε πως η οικογενειακή ιστορία του είναι παρόμοια με του
πρωταγωνιστή.
Κι εκείνος έχασε τον
πατέρα του σε πολύ νεαρή ηλικία, η μητέρα του πέθανε επίσης, το ίδιο και οι
παππούδες/γιαγιάδες του. Αυτό, όμως, δεν το ήξερα εκ των προτέρων.
Συμβαίνουν παράξενες
συμπτώσεις όταν ακούς το ένστικτό σου, την εσωτερική φωνή σου. Δε διδάσκεται
στο πανεπιστήμιο κάτι τέτοιο.
Και οι υπόλοιποι
χαρακτήρες που εμφανίζονται στο φιλμ; Τους υποδύονται ντόπιοι ή επαγγελματίες
ηθοποιοί; Αποπνέουν πολλή «αυθεντικότητα», λες κι έχουν προσωπικά βιώσει όσα υποδύονται
επί της οθόνης.
Παρακολουθώντας την
ταινία δεν μπορείς να το καταλάβεις, αλλά κατά το παρελθόν εργαζόμουν σε
τηλεοπτικές σειρές στην Βουλγαρία κι έκανα κωμωδίες. Πολύ εμπορικές δουλειές.
Από ένα σημείο και μετά
άρχισα να συνεργάζομαι με voice
actors,
δηλαδή ηθοποιούς που έχουν αφιερώσει όλη την σταδιοδρομία τους στο
ντουμπλάρισμα ξένων φιλμ, γι’ αυτό και δεν είναι τόσο γνωστοί.
Οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς
τους οποίους χρησιμοποίησα στην Άπνοια προέρχονται, λοιπόν, από αυτήν
την κοινότητα.
Είναι μεν επαγγελματίες,
αλλά λειτουργούν σαν καθημερινοί άνθρωποι. Δεν προτάσσουν τους εαυτούς τους
έναντι του περιβάλλοντος που κατοικούν.
Μου αρέσουν γιατί έχουν
ωραίες φωνές και δε συνηθίζουν να συμπεριφέρονται μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο
μπροστά απ’ την κάμερα.
Στην εποχή μας, οι
περισσότεροι ηθοποιοί εστιάζουν στην εμφάνιση και δεν αναπτύσσουν την φωνή τους,
η οποία μπορεί ν’ αποτελέσει πολύ ισχυρό εργαλείο.
Στο Q&A που
ακολούθησε την ελληνική πρεμιέρα της ταινίας σου στο 65ο ΦΚΘ έκανες
λόγο για την έλλειψη σεβασμού των νεότερων γενεών στις παραδοσιακές
προσεγγίσεις.
Ένας απ’ τους χαρακτήρες
του φιλμ διατυπώνει ομοφοβικά σχόλια. Πώς μπορεί να συνδυαστεί ο σεβασμός απέναντι
σε κάποιον γιατί νιώθει παραγκωνισμένος, ενώ ταυτόχρονα εκφέρει έναν κοινωνικά υπερσυντηρητικό
λόγο;
Το πρόβλημα στην Βουλγαρία
συνίσταται στο ότι δε δίνεται ο χρόνος σε ανθρώπους μεγαλύτερων ηλικιών να
προσαρμοστούν. Όλα αλλάζουν ταχύτατα.
Για όσους ζούσαν κατά την
σοβιετική περίοδο, οι συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές, κι είναι πολύ δύσκολο
γι’ αυτούς τους ανθρώπους να αλλάξουν τους εαυτούς τους έτσι ώστε να μπορούν να
ζήσουν σε δημοκρατικό πλαίσιο.
Η δεκαετία του 1990 ήταν
καταστροφική για την Βουλγαρία: όλοι ήθελαν την δημοκρατία, αλλά κανένας δεν ήξερε
τι να την κάνει, δεν ήταν προετοιμασμένος γι’ αυτήν.
35 χρόνια χρόνια αργότερα,
δε βιώνουμε την αίσθηση της κοινότητας ή της συντροφικότητας.
Στην
Βουλγαρία καθένας παλεύει για τον εαυτό του, κι αυτό
συνδέεται με την έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα τις γενιές, οι οποίες
προσαρμόζονται πολύ καλύτερα, δε νοιάζονται ή είναι πιο κυνικές. Μπορούν, όμως,
να επιβιώσουν.
Ο ομοφοβικός χαρακτήρας
στην Άπνοια δεν καταλαβαίνει, ωστόσο, τι σημαίνουν «ομοφοβικός» και «ομοφοβία»:
μισεί τους Ρώσους, τους Αμερικανούς, τους πάντες. Ίσως και τον ίδιο του τον
εαυτό. Είναι περήφανος για τον αρνητισμό του.
Ο μονόλογός του, όμως,
αντανακλά τις αντιλήψεις ανθρώπων που γνωρίζω, οι οποίες είναι μεν συνηθισμένες,
αλλά και εντελώς εκτός του σύγχρονου κόσμου.
Η ταινία σου αφορά και
στην επανάκτηση της τρυφερότητας και την αποκατάσταση των οικογενειακών δεσμών.
Πόσο εύκολο είναι να ξαναβρούμε την χαμένη τρυφερότητα στις μέρες μας;
Είναι δύσκολο, γιατί ο
κόσμος οδεύει σε ολοένα πιο υλιστική κατεύθυνση διαρκώς.
Θυμάσαι την σκηνή στο
φιλμ όπου ο πρωταγωνιστής, ενώ μιλάει με την μητέρα του μέσω βιντεοκλήσης,
πετάει όλα τα προσωπικά είδη του πατέρα του.
Αντικείμενα τα οποία
μπορεί εκείνος να αφιέρωσε όλη του την ζωή για να τα συγκεντρώσει και, τελικά, μετά
τον θάνατό του δε σημαίνουν τίποτα για τους συγγενείς του.
Η κατεδάφιση του τοπικού
νεκροταφείου και η αντικατάστασή του από ξενοδοχείο, καζίνο, σπα και γήπεδο
γκολφ συνδέεται με την διαδικασία διαγραφής της μνήμης, που εκδηλώνεται και
μέσα από το προαναφερθέν «ξεσκαρτάρισμα».
Είναι η διαγραφή του
παρελθόντος κυρίαρχη τάση στην Βουλγαρία;
Στη Βουλγαρία η τάση αυτή
ξεκίνησε πριν από 150 χρόνια. Δουλεύουμε πάνω στην διαγραφή του παρελθόντος και
των παραδόσεων σαν να υπάρχει μια εθνική πολιτική σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Αισθάνομαι
πως πρόκειται για κάτι οργανωμένο.
Κι αυτό μας διαχωρίζει
από άλλες κοινωνίες, όπως για παράδειγμα η γερμανική, που σέβονται το παρελθόν τους
ανεξαρτήτως αν αυτό είναι καλό ή κακό. Στην Βουλγαρία δυστυχώς δεν είμαστε
καλοί στην ταπεινοφροσύνη.
Πάντως, η Άπνοια ανοίγει
μια «χαραμάδα», υπαινισσόμενη ότι η επανασύνδεση με την κοινότητα είναι
επιτεύξιμη.
Δεν υπάρχει λόγος να
δείχνεις μια ταινία αν δεν προσφέρεις μια αίσθηση ελπίδας. Όταν γεννιόμαστε,
είμαστε γενικά καλοί κι έτσι πρέπει να είμαστε. Τουλάχιστον να πιστεύουμε
σ’ αυτό. Κακοί γινόμαστε αργότερα, στην διάρκεια της ζωής μας.
Ευχαριστώ θερμά
τον Δημήτρη Κερκινό, υπεύθυνο της ενότητας Survey Expanded: Un-Family-ar του
65ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο
πλαίσιο του οποίου πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη με τον σκηνοθέτη.
Η ταινία του Πάβελ
Γκ. Βεσνάκοφ Άπνοια
διατίθεται στην διαδικτυακή πλατφόρμα του Φεστιβάλ μέχρι την λήξη
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου