Έχοντας βαρεθεί
τον «δογματισμό» της πανκ σκηνής από την οποία τα μέλη του
προέρχονταν, το γερμανικό συγκρότημα Bohren und der Club of Gore συνυφαίνει επί 30 και πλέον χρόνια υπνωτιστικά desert
rock
και
ambient
jazz
ηχοτοπία.
Ο Μόρτεν Γκας, πολυοργανίστας
και εκ των ιδρυτικών μελών τους, ρίχνει φως στην ιστορία των Bohren ενόψει
των δύο ζωντανών εμφανίσεών τους στην Αθήνα στις 22 και
23 Ιανουαρίου.
Αν λάβουμε υπόψη τις πανκ
ροκ καταβολές των Bohren
und
der
Club
of
Gore,
ο μετέπειτα προσανατολισμός του συγκροτήματος μόνο έκπληξη μπορεί να προκαλέσει.
Τι υπαγόρευσε αυτήν τη συλλογική
αλλαγή (μουσικής) πορείας;
Δε νομίζω ότι είναι
ασυνήθιστο πως άνθρωποι από την εναλλακτική μουσική σκηνή ξεκίνησαν με την πανκ
μουσική. Στην πραγματικότητα είναι πολύ φυσιολογικό, αν σκεφτείς τον Nick Cave, τους New Order, τον Moby ή τους Beastie Boys.
Θέλαμε απλώς να δώσουμε
το δικό μας μουσικό στίγμα. Ταυτόχρονα, είχαμε βαρεθεί όλο τον δογματισμό που
φέρνει μαζί της η πανκ σκηνή.
Νομίζω ότι πολλές
ενδιαφέρουσες μουσικές έχουν δημιουργηθεί με αυτόν τον τρόπο τα τελευταία
σαράντα χρόνια. Στην πραγματικότητα δεν αποτελούμε εξαίρεση.
Γιατί υπήρξατε όλοι
σαγηνευμένοι από «πνιγμένη στη μαυρίλα τζαζ»;
Ήμασταν γοητευμένοι από την
«πνιγμένη στη μαυρίλα τζαζ» κυρίως επειδή δεν υπήρχε σ’ αυτήν τη μορφή
εκείνη την εποχή. Το μόνο που χρειαζόμασταν ήταν να αγοράσουμε ένα ζευγάρι σκουπάκια
για ντραμς και μια μονάδα αντήχησης για την κιθάρα.
Οι οργανικές συνθέσεις σας,
αργές σε ληθαργικό βαθμό, αποτελούν δημιουργική πρόκληση για εσάς ως μουσικούς
και για ακροατές συνηθισμένους σε εύπεπτες τρίλεπτες μελωδίες σε μια κοινωνική
πραγματικότητα υψηλής ταχύτητας.
Πώς αντιμετωπίζετε αυτήν την
πρόκληση; Και πώς αντιδρούν τα κοινά συνήθως;
Για εμάς, αυτό σημαίνει
ακόμα: εξάσκηση, εξάσκηση, εξάσκηση! Το κοινό πλέον γνωρίζει σε τι μπλέκει,
οπότε υπάρχει μικρή αντίδραση. Αλλά στις πρώτες μέρες μας, οι σειρές στις
αίθουσες συναυλιών αραίωναν αρκετά!
Κι όμως, το εξαιρετικά κινηματογραφικό Gore Motel, το πρώτο σας άλμπουμ από το 1994 και όντως μια επιβραδυμένη, απειλητική εκδοχή ροκ της ερήμου, είναι ίσως ο μόνος δίσκος που φέρει συνδέσεις με το παρελθόν σας οι οποίες ακούγονται.
Πιθανώς επειδή βασιζόταν
κυρίως σε ένα γκρουπ που αποτελείτο από κιθαρίστα, μπασίστα και ντράμερ.
Ωστόσο, δεν είχε καμία σχέση με το σκληροπυρηνικό πανκ που παίζαμε μέχρι το
1990.
Η μόνη ομοιότητα ηταν πως
χρησιμοποιούσαμε τα ίδια όργανα με πριν. Εγώ, μάλιστα, χρησιμοποιούσα μια κιθάρα
B.C. Rich Ironbird και μια Gibson
Explorer
μάρκας
«Hohner»,
αλλά με αντήχηση αντί για παραμόρφωση!
Πώς σχετίζεστε με το ροκ της
ερήμου και τον κινηματογράφο, αντίστοιχα; Από πού προέρχεται η φωτογραφία στο
εξώφυλλο του προαναφερθέντος άλμπουμ; Και πώς επικοινωνεί με το περιεχόμενό του;
Δεν είμαι σίγουρος τι εννοείς
με τον όρο «ροκ της ερήμου». Για κάποιους είναι οι Kyuss, για άλλους ο Ry Cooder. Μας άρεσε ν’ ακούμε και τους δύο. Και πηγαίναμε πολύ κινηματογράφο.
Πιθανόν από εκεί προέρχονται
οι φωτογραφίες στο εξώφυλλο του Gore Motel. Όλες παραπέμπουν σε κάποιους
είδους ελεεινές ταινίες.
Το εξίσου κινηματογραφικό
Midnight
Radio
του επόμενου έτους εδραιώνει το μουσικό σας στυλ - από το εξώφυλλο μέχρι την
τελευταία νότα. Υπάρχει κάτι στη νύχτα και τη σιωπή της που φαίνεται να σας
ιντριγκάρει.
Ποια είναι η πιο εμπνευσιακή
πτυχή της, κατά τη γνώμη σου;
Λοιπόν, πιθανόν το
σκοτάδι.
Μιλώντας για νύχτα/νύχτες,
το Piano
Nights
(2014), η αγαπημένη μου κυκλοφορία από τη δισκογραφία σας,
προσθέτει τον ήχο του πιάνου στα ηχοτοπία σας. Όχι του ακουστικού πιάνου, όμως, αλλά ενός ψηφιακού Yamaha. Γιατί;
Αυτό δεν ισχύει απολύτως. Στο Piano Nights ο
Christoph
Clöser παίζει
αληθινό ακουστικό πιάνο μάρκας «Yamaha»,
το οποίο ανήκει στην αδερφή του. Ηχογραφήσαμε με τον παραδοσιακό τρόπο, με
στερεοφωνικά μικρόφωνα.
Όταν οι άνθρωποι ακούνε «Yamaha», ίσως τους έρχεται στο μυαλό το
μοντέλο CP-70/80
ή κάτι σαν αυτό. Όχι διαφορετικό από το πιάνο μας μάρκας «Rhodes», το οποίο θέλαμε να ξεκουράσουμε λιγάκι
σ’ αυτό το άλμπουμ.
Και βέβαια να υπογραμμίσουμε
τον όμορφο τίτλο του δίσκου.
Αλλά στις συναυλίες μας είμαι
υποχρεωμένος να παίζω ψηφιακό πιάνο, γιατί δυστυχώς δεν είμαι ο Elton John!
To Beileid (2011), από την άλλη, μια
συνεργασία με τον Mike
Patton,
συνιστά την έναρξη της συμπερίληψης κρανίου/κρανίων στα εξώφυλλα των δίσκων σας.
Τι σηματοδοτεί αυτή η επιλογή;
Μπορεί να διαβαστεί ως μια (σαρκαστική) υπόμνηση της θνητής μας φύσης;
Ειχαμε ήδη ένα κρανίο στο
Black
Earth
του
2002.
Αυτό που συνέβη με το εξώφυλλο
του Beileid
είναι
το εξής: περιέχει μια διασκευή του τραγουδιού των Warlock Catch my Heart, το τραγούδι του Patton. Κατόπιν, σκεφτήκαμε να είναι και τα
γραφιστικά του άλμπουμ επίσης μια διασκευή.
Σ’ αυτήν την περίπτωση χρησιμοποιήσαμε
το άλμπουμ των Jesters
of Destiny Fun at the Funeral.
Παρεμπιπτόντως, επανασχεδίασα
εξ ολοκλήρου το εξώφυλλο του δίσκου και άλλαξα μερικά μικροπραγματάκια, αλλά
ασφαλώς κράτησα τα κρανία, επειδή είμαστε ατρόμητοι
τύποι που γελάμε μπροστά στον θάνατο.
Κάνοντας ένα άλμα προς τα
εμπρός, το Patchouli
Blue
(2020), το τελευταίο σας άλμπουμ μέχρι σήμερα και όχι λιγότερο μελαγχολικό από
τα προηγούμενα, συνεχίζει να εξερευνά τα μονοπάτια που έχετε βοηθήσει να
ανοίξουν.
Αγαπώ ιδιαίτερα το Total Falsch. Κάποια
νύξη όσον αφορά στο τι μπορεί να κρύβει το μέλλον για τους Bohren und der Club of Gore;
Νομίζω ότι το επόμενο άλμπουμ
μας θα ακούγεται πιο ambient
με
πολύ περισσότερη αντήχηση. Σ’ ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη.
Ευχαριστώ
κι εγώ με τη σειρά μου τον Μόρτεν Γκας για τον χρόνο του και για
την παραχώρηση της φωτογραφίας του γκρουπ που συνοδεύει
το κείμενο.
Οι Bohren und der Club of Gore εμφανίζονται
λάιβ
στο Gazarte - Main Stage
(Βουτάδων
32-34, Κεραμεικός) την Τετάρτη 22 και την Πέμπτη 23
Ιανουαρίου. Ώρα προσέλευσης: 20:30. Ώρα έναρξης: 21:30.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου