Τρίτη 30 Απριλίου 2024

Λάιλα Μαρτίνεθ: «Λίγη λύσσα πρέπει να υπάρχει, αν θέλουμε ν’ αλλάξουν τα πράγματα»

 

Λάιλα Μαρτίνεθ (Φωτογραφία: Eider Bibar)

Εμπνευσμένο εν μέρει από την οικογενειακή της ιστορία, το Σαράκι, το μυθιστορηματικό ντεμπούτο της Λάιλα Μαρτίνεθ, συνταιριάζει τρόμο, φεμινισμό και ταξική ανάλυση, αναζωογονώντας το είδος της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Μια εκτενής συζήτηση με την συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora.

Σεξολόγος σε κοινωνική δομή, συγγραφέας, αρθρογράφος, εκδότρια, ραδιοφωνική παραγωγός: συνιστάς τον ορισμό του «Αναγεννησιακού» ανθρώπου, θα έλεγα! Αισθάνεσαι έτσι; Και πώς «παντρεύεις» τις ποικίλες ενασχολήσεις σου;

Δε δουλεύω επαγγελματικά ως σεξολόγος.

Σπούδασα σεξολογία, και την εξάσκησα εθελοντικά σε ένα κοινωνικό κέντρο υπό κατάληψη, στη Μαδρίτη, όπου έδινα συμβουλές, έλυνα απορίες και δεχόμουν άτομα που δεν μπορούσαν να πληρώσουν για ιδιωτική θεραπεία.

Είναι αλήθεια, όμως, ότι έχω κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα, παρότι στην πραγματικότητα ο λόγος δεν είναι ότι έχω κάποιο ξεχωριστό ταλέντο, απλώς η αβεβαιότητα με υποχρέωσε.

Η κρίση του 2008 με πέτυχε στο πανεπιστήμιο, κι έτσι, όταν τελείωσα δεν έβρισκα δουλειά, ή αν έβρισκα, τα λεφτά δεν έφταναν για να ζήσω.

Αυτό με ανάγκασε να κάνω διάφορα συγχρόνως για να βγάζω τα προς το ζην: άρχισα να διορθώνω χειρόγραφα για εκδοτικούς, Έστηνα πάγκο τις Κυριακές στο Ράστρο και πουλούσα τα φανζίν που έγραφα.

Έγραφα ακαδημαϊκές εργασίες για άλλους, ως συγγραφέας-«φάντασμα», άρθρα στον Τύπο, πράγμα που είχε τη θετική του πλευρά.

Έμαθα να κάνω πολλά πράγματα συγχρόνως και ξεπέρασα εντελώς τον φόβο της λευκής σελίδας -δεν έχεις την πολυτέλεια, αν χρειάζεσαι τα λεφτά-, αλλά ήταν και εξαντλητικό επίσης, δούλευα εφτά μέρες τη βδομάδα, έναν σωρό ώρες.

Επιπλέον είναι κάτι που σε διαλύει ψυχολογικά, επειδή ποτέ δεν ξέρεις αν θα έχεις δουλειά και την επόμενη βδομάδα.

Νομίζω ότι οποιοσδήποτε έχει περάσει απ’ αυτήν την κατάσταση, και είμαστε πολλοί, ξέρει πόσο άσχημο είναι να ζεις με το νερό να σου φτάνει διαρκώς ως το λαιμό, χωρίς να μπορείς να σταματήσεις να κολυμπάς, επειδή θα πνιγείς.

Εμπνευσμένο εν μέρει από την οικογενειακή σου ιστορία, το Σαράκι, το «βουτηγμένο» στη βία πρώτο σου μυθιστόρημα, συνταιριάζει τρόμο, φεμινισμό και ταξική ανάλυση, αναζωογονώντας το είδος της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Το Σαράκι αφηγείται την ιστορία της γιαγιάς και της προγιαγιάς μου από τη μεριά της μητέρας μου και, κυρίως, την ιστορία του σπιτιού που ήταν το σπίτι της οικογένειας της μητέρας μου από τότε που το έχτισε ο προπάππους μου.

Πρόκειται για μια ιστορία που διακατέχεται από τον υπερφυσικό και τον πολιτικό τρόμο, που πάνε μαζί, επειδή τα φαντάσματα που βλέπει ο κόσμος στο χωριό μου, οι οπτασίες, είναι ανθρώπων που δολοφονήθηκαν ή εξαφανίστηκαν στη διάρκεια της δικτατορίας.

Στη δυτική κουλτούρα, τα φαντάσματα είναι κυρίως άνθρωποι που βρήκαν βίαιο θάνατο και μένουν παγιδευμένοι, επειδή έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς.

Στην περίπτωση του χωριού μου πολλοί πέθαναν έτσι, δολοφονημένοι από τη δικτατορία, δίχως να προλάβουν να αποχαιρετίσουν τους δικούς τους, αφήνοντας μικρά παιδιά και χήρες γυναίκες πίσω τους.

Κι έτσι, για πολύ καιρό, το χωριό ολόκληρο ήταν γεμάτο ίσκιους.

Αντανακλά η αφηγηματική σου οπτική την εν γένει πολιτικοποίησή σου;

Νομίζω πως, ναι, και διαισθάνομαι ότι το ίδιο ισχύει για όλο τον κόσμο.

Η ιδεολογία διεισδύει στη γραφή με πολλούς τρόπους. Κάποιοι είναι πιο προφανείς, όπως, για παράδειγμα, όταν στο Σαράκι μιλώ για την ταξική βία, υπάρχουν, όμως, και άλλοι, πιο διακριτικοί.

Για παράδειγμα, η ίδια η δομή του μυθιστορήματος ως είδους.

Το μυθιστόρημα που κυριαρχεί σήμερα, αυτό που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως το είδος του μυθιστορήματος είναι προϊόν της μπουρζουαζίας του 19ου αι. και η αισθητική που επιβλήθηκε τότε εξακολουθεί να είναι και σήμερα σε ισχύ, παρότι δεν το συνειδητοποιούμε.

Επιπλέον, νομίζω ότι συγχρόνως βρισκόμαστε σε μια πολύ συντηρητική στιγμή, απουσιάζουν οι λογοτεχνικές πρωτοπορίες και η εκδοτική αγορά τιμωρεί αυστηρά τον πειραματισμό.

Υπάρχει κόσμος που κάνει ενδιαφέροντα πράγματα, ατομικά, σκέφτομαι για παράδειγμα την Cristina Morales με το Lectura fácil.

Δεν υπάρχουν, όμως, κινήματα τα οποία επιδιώκουν να θέσουν υπό αμφισβήτηση ή να αλλάξουν ολοκληρωτικά την κυρίαρχη αισθητική. Και αυτό είναι επίσης ιδεολογία.

Και από πού πηγάζει η αγωνιώδης αίσθηση ρυθμού κι η μουσικότητα που χαρακτηρίζουν το βιβλίο σου;

Νομίζω ότι έχει να κάνει με την προφορικότητα.

Την ιστορία αφηγούνται εναλλάξ οι δυο πρωταγωνίστριες για να μας πουν αυτό που συνέβη και υπάρχουν πολλά στοιχεία προφορικότητας.

Η προφορική γλώσσα είναι πολύ διαφορετική από τη γραπτή, στην προφορική έχουμε περισσότερες επαναλήψεις, οι ιδέες είναι λιγότερο καλά οργανωμένες, τα λάθη είναι περισσότερα, γίνονται αντιληπτά περισσότερα πράγματα, όπως η προφορά, η κοινωνική καταγωγή...

Όλα αυτά ήθελα να υπάρχουν στο βιβλίο, επειδή ο τρόπος που μιλάμε λέει πολλά για το ποιοι είμαστε.

Όχι μόνο για την περιοχή απ’ την οποία καταγόμαστε, αλλά και για πράγματα όπως ότι οι άνθρωποι που προερχόμαστε απ’ την εργατική τάξη μιλάμε συνήθως πιο γρήγορα και πιο δυνατά, από εκείνους που προέρχονται από πιο ευνοημένα κοινωνικά στρώματα ή ότι οι γυναίκες λένε: «Εγώ νομίζω» ή «Κατά τη γνώμη μου», ενώ οι άντρες λένε κατευθείαν τη γνώμη τους.

Δεν μπορείς να μεταγράψεις αυτούσια την προφορική γλώσσα στο βιβλίο, επειδή θα καταντούσε κουραστικό, ήθελα όμως να υπάρχουν κάποια στοιχεία της.

Μια γιαγιά, μια εγγονή και η -φασματική- μητέρα της δεύτερης είναι οι «ανώνυμες» πρωταγωνίστριες. «Ανώνυμες» προκειμένου ν’ αναδειχθεί η κοινοτοπία των βιωμάτων τους κι η αναλωσιμότητά τους ως υπάρξεων;

Η απόφαση να είναι ανώνυμες ήταν συνειδητή και, κατά κάποιον τρόπο, επίσης, πολιτική.

Το βιβλίο διαδραματίζεται σε μια πολύ συγκεκριμένη περιοχή της Ισπανίας.

Στην πράξη, οι Ισπανοί αναγνώστες ή όσοι ζουν στην Ισπανία ξέρουν πού είναι από τους ιδιωματισμούς που χρησιμοποιούν οι ηρωίδες, απ’ τον τρόπο που μιλάνε, και επιπλέον από τις αναφορές σε συγκεκριμένα τοπωνύμια, ή, ακόμα και από το επώνυμο Χαράμπο που είναι πολύ διαδεδομένο σ’ αυτά τα μέρη.

Συγχρόνως, όμως, νομίζω ότι καταπιάνομαι με εμπειρίες αρκετά οικουμενικές, όπως είναι η έμφυλη και η ταξική βία.

Με την ανωνυμία ήθελα να στείλω το μήνυμα ότι κάτι ανάλογο έχει συμβεί σε πολλούς από μας, ότι πρωταγωνιστής θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε προέρχεται από ένα παρόμοιο κοινωνικό στρώμα.

Από την άλλη, διαβάζω δοκίμια για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων σε διάφορες εποχές και τη σύγχρονη ιστοριογραφία της Ιστορίας ιδωμένης από τα κάτω: για παράδειγμα, Το τυρί και τα σκουλήκια, του Carlo Ginzburg.

Μ’ ενδιαφέρει πολύ τι έτρωγαν οι άνθρωποι, πώς ντύνονταν, πώς περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους, πώς ερωτεύονταν, πώς ήταν το σπίτι τους.

Eν κατακλείδι, πώς ήταν η ζωή όλων των ανώνυμων εκείνων ανθρώπων που έζησαν τη ζωή τους, χωρίς το όνομά τους να αξίζει να το θυμάται κανείς.

Κι αυτή η ιδέα του ονόματος που κανείς δε θυμάται, των εκατομμυρίων ανθρώπων που έζησαν πριν από μας, ήθελα να υπάρχει στο βιβλίο.

Το όνομα των Χαράμπο, αντιθέτως, ήθελα να αναφέρεται. Είναι πραγματικό όνομα, αυτή η οικογένεια εξακολουθεί να κατέχει τη γη στο χωριό μου, παρότι δε ζουν εκεί, και ο πατέρας ήταν υπουργός Δικαιοσύνης του Φράνκο.

Το όνομά τους ήθελα να αναφέρεται ως ένα είδος εκδίκησης ή δικαιοσύνης, μια και δεν πλήρωσαν για τίποτα απ’ όσα έκαναν:

Oύτε δικάστηκαν, ούτε οι περιουσίες τους απαλλοτριώθηκαν, ούτε αναγκάστηκαν να υποστούν την παραμικρή συνέπεια για τα εγκλήματά τους.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στη βαθιά ισπανική ενδοχώρα. Υπήρξαν οι συνέπειες του Εμφυλίου και του Φρανκισμού πιο έντονα αισθητές εκεί, διαρρηγνύοντας ανεπανόρθωτα τον κοινωνικό ιστό;

Υπό μια έννοια, ναι, επειδή σ’ ένα μικρό χωριό είσαι υποχρεωμένος να συμβιώσεις μ’ εκείνους που σκότωσαν τον πατέρα σου, τον αδερφό σου, τον γιο σου.

Στις πόλεις η ανωνυμία είναι πιο εφικτή, στο χωριό, όμως, γνώριζες τους δολοφόνους των συγγενών σου κι επιπλέον εξαρτιόσουν απ’  αυτούς για να βρεις δουλειά, επειδή ήταν οι γαιοκτήμονες της περιοχής.

Επίσης, στη ζώνη που διαδραματίζεται το μυθιστόρημα η καταπίεση ήταν ιδιαίτερα σκληρή.

Μιλάμε για την περιοχή που αντιστάθηκε για περισσότερο χρόνο στη φρανκική πολιορκία, έπεσε μετά από τη Μαδρίτη και τη Βαρκελόνη, κι έτσι τιμωρήθηκε παραδειγματικά.

Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι απ’ αυτήν την περιοχή πολλοί άντρες διέφυγαν στο βουνό, είτε επειδή ήξεραν ότι θα τους σκότωναν αν τους έπιαναν, είτε για να συγκροτήσουν αντάρτικες ομάδες και να συνεχίσουν να μάχονται κατά του Φράνκο.

Πολύς κόσμος πίστευε τότε ότι ο Φράνκο δε θα κρατούσε πολύ, κι έτσι συνέχισαν τον αντάρτικο αγώνα, μέχρι και το 1952 σε ορισμένες περιπτώσεις.

Η οικογένεια Χαράμπο, για παράδειγμα, οργάνωνε κυνήγια για να κυνηγήσουν ανθρώπους.

Καλούσαν τους φίλους τους από τη Μαδρίτη στο χωριό μου και, αντί για ελάφια και αγριογούρουνα, κυνηγούσαν αντάρτες, τους δολοφονούσαν καταμεσής του βουνού, χωρίς δίκη, φυσικά, ούτε τίποτα.

Πώς να μην τσακίσει τον κόσμο τέτοιο επίπεδο βίας και καταπίεσης; Είναι ανυπόφορο.

Εκτυλίσσεται, κυρίως, και σε ένα, θαρρείς ζωντανό και παλλόμενο από ίσκιους, ήχους και μνήμες, σπίτι. Θα μπορούσε αυτό το σπίτι να αποτελεί μια μεταφορά για την ίδια την Ισπανία - παρελθοντική ή παροντική;

Είμαι μεγάλη φαν της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου του τρόμου και το υποείδος των στοιχειωμένων σπιτιών είναι απ’ τα αγαπημένα μου, επειδή το σπίτι αποτελεί μεταφορά για πολλά πράγματα.

Σε πολλές ταινίες και μυθιστορήματα είναι εμφανώς μια μεταφορά για την οικογένεια, για τη βία και τον τρόμο που κρύβουν κάποιες φορές οι οικογένειες, για την κακομεταχείριση και την παιδική κακοποίηση.

Αυτό είναι σαφές σε μια ταινία σαν την Έκτη αίσθηση, για παράδειγμα. Μερικές φορές, όμως, είναι μια μεταφορά για τη χώρα, όπως λες.

Για παράδειγμα, το κλισέ του αμερικάνικου κινηματογράφου ότι το σπίτι είναι στοιχειωμένο επειδή αποκάτω βρίσκεται ένα ινδιάνικο νεκροταφείο.

Μας μιλάει καθαρά για τον τρόπο που μια ολόκληρη χώρα χτίστηκε πάνω σε μια γενοκτονία και για το πώς η γενοκτονία εξακολουθεί να κατατρέχει τους νικητές, τους αποίκους. Νομίζω ότι κάτι απ’ αυτό υπάρχει και στο Σαράκι.

Δεν ήταν πρόθεσή μου όταν έγραφα το μυθιστόρημα, νομίζω όμως ότι έχεις δίκιο, ότι το σπίτι στο Σαράκι μπορεί να θεωρηθεί μια μεταφορά για την Ισπανία.

Μια χώρα γεμάτη ίσκιους, πληγωμένη από ένα συλλογικό τραύμα που ποτέ δε γιατρεύτηκε, επειδή ποτέ δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη, δεν επιχειρήθηκε καν ένα συμβολικό κλείσιμο των λογαριασμών.

Επιπλέον, ο φασισμός μπορεί να γίνει ξεκάθαρα αντιληπτός ως μια οντότητα που καραδοκεί στην Ευρώπη εν γένει. Έμοιαζε θαμμένος για πάντα, αλλά αναστήθηκε ξανά, αυτή τη φορά, εδώ, στο δικό μας υπόγειο.

«Aυτό είναι η οικογένεια, ένα μέρος όπου σου δίνουν φαΐ και στέγη, με αντάλλαγμα να σε κρατούν παγιδευμένη μια χούφτα ζωντανοί και μια χούφτα νεκροί», αφηγείται η γιαγιά. Είναι -ή μπορεί να γίνει- παγίδα η οικογένεια;

Νομίζω πως, ναι. Κρατάω έντονα κριτική στάση απέναντι στην οικογένεια ως θεσμό, και νομίζω ότι αυτό φαίνεται στο Σαράκι.

Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι για πολύ κόσμο η οικογένεια συνιστά έναν τόπο στήριξης, στοργής, φροντίδας, βοήθειας, ούτε όμως μπορώ να αρνηθώ ότι στις οικογένειες συχνά παράγεται απροσμέτρητη βία.

Πριν από λίγο καιρό δημοσιεύτηκε μια στατιστική, σύμφωνα με την οποία στην Ισπανία μια γυναίκα είναι περισσότερο πιθανό να υποστεί σεξουαλική επίθεση στο σπίτι, παρά έξω στον δρόμο.

Έτσι λοιπόν, με τα στοιχεία στο χέρι και αντίθετα με ό,τι τείνουμε γενικά να πιστεύουμε, το σπίτι είναι ένα μέρος πολύ πιο επικίνδυνο για τις γυναίκες, απ’ ό,τι οι δρόμοι.

Επιπλέον, σε κοινωνικό επίπεδο, οι οικογένειες είναι απαραίτητες στον καπιταλισμό για την αναπαραγωγή του, αποτελούν «κλειδί» για τη λειτουργία του καπιταλισμού.

Δεν έλεγε τυχαία η Μάργκαρετ Θάτσερ ότι η κοινωνία δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο τα άτομα και οι οικογένειες. Ούτε είναι τυχαίο που όλοι οι συντηρητικοί πολιτικοί θεσμοί θέτουν την οικογένεια στο κέντρο.

Νομίζω ότι πρέπει να διατηρούμε τους συγγενικούς δεσμούς που είναι ευεργετικοί για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.

Θα μου άρεσε, όμως. και να μπορούσαμε κοινωνικά να φανταστούμε κάτι περισσότερο απ’ το να πηγαίνουμε απ’ το σπίτι στη δουλειά κι απ’ τη δουλειά στο σπίτι, να μην περιορίζονται τα πάντα στη δουλειά χωρίς σταματημό, στην αμειβόμενη εργασία και στην επιστροφή ύστερα στο σπίτι για να καθαρίσεις, να μαγειρέψεις, να κάνεις τα ψώνια και να φροντίσεις τα παιδιά.

«Η κουλτούρα των φαντασμάτων είναι πολύ ριζωμένη στη Μάντσα και την Αλκάρια», υποστηρίζεις σε συνέντευξή σου, απόσπασμα της οποίας παρατίθεται στην ελληνική έκδοση του Σαρακιού.

Η γιαγιά μου είδε πολλές φορές τη μητέρα της να παρουσιάζεται στο σπίτι της, που είναι το σπίτι στο Σαράκι, οπότε στην οικογένειά μου δεν είναι κάτι παράξενο.

Επιπλέον, σ’ αυτό το σπίτι πάντα υπήρχε μια ατμόσφαιρα αγωνίας, κανείς δε θέλει να μείνει μόνος του εκεί τη νύχτα.

Πριν από λίγο καιρό, η γιαγιά μου μπήκε για λίγες μέρες στο νοσοκομείο και ο παππούς μου πήγε να μείνει στης αδερφής του, για να μην μείνει μόνος του εκεί τη νύχτα.

Στη δική μου περίπτωση, οι εμπειρίες μου περιορίζονται στα όνειρα.

Επί χρόνια ονειρευόμουν έναν άντρα που δε γνώριζα στη ζωή, μπορούσα όμως να τον περιγράψω με ακρίβεια, ο οποίος ερχόταν στο δωμάτιο μου, καθόταν δίπλα στο κρεβάτι μου, μερικές φορές μου έδινε το χέρι του ή με φώναζε με τ’ όνομά μου.

Δε φοβόμουν, ήταν μια ευχάριστη παρουσία, είχε κάτι το πατρικό.

Ονειρεύομαι επίσης συχνά άγνωστα νεκρά πρόσωπα και τότε δεν τα περνάω και τόσο καλά.

Με ενδιαφέρουν πολύ οι εμφανίσεις αγίων, της Παναγίας, φαντασμάτων κ.λπ., από ανθρωπολογικής σκοπιάς.

Υπάρχει ένας φιλόσοφος, ο Patrick Harpur, ο οποίος ισχυρίζεται ότι η εμπειρία να σου παρουσιάζεται κάτι υπερφυσικό είναι πολύ συνηθισμένη, ότι την έχουν βιώσει πολλοί άνθρωποι κατά τη διάρκεια της Ιστορίας.

Γι’ αυτό θα έπρεπε να την παίρνουμε στα σοβαρά και να μην την αφήνουμε στις τηλεοπτικές εκπομπές και στα περιοδικά για υπερφυσικά φαινόμενα.

Κι εγώ το πιστεύω, δεν πιστεύω ότι όλος ο κόσμος που έχει ζήσει μια τέτοια εμπειρία λέει ψέματα, ούτε ότι όλες αυτές οι εμπειρίες ήταν αποτέλεσμα διανοητικής πάθησης.

Επιπλέον, κάποιες φορές, με τέτοιου είδους εμπειρίες εκφράζονται όψεις της κοινωνίας που δεν μπορούν να εκφραστούν διαφορετικά.

Για παράδειγμα, ένα από τα πιο διάσημα μεταφυσικά φαινόμενα στην Ισπανία είναι τα πρόσωπα του Μπέλμεθ, πρόσωπα που εμφανίζονταν στο πάτωμα της κουζίνας ενός σπιτιού στο χωριό Μπέλμεθ στην Ανδαλουσία.

Πραγματοποιήθηκαν διάφορες επιστημονικές μελέτες και δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση, παρότι φαίνεται ότι θα μπορούσαν να οφείλονται στη σύνθεση του τσιμέντου.

Παρ’ όλα αυτά, το πιο ενδιαφέρον είναι η ίδια η ιστορία, καθότι αυτοί που εμφανίζονταν ήταν θύματα του εμφυλίου. Και όταν έκαναν ανασκαφές στο σπίτι, βρήκαν αποκάτω ένα νεκροταφείο της αραβικής περιόδου.

Με άλλα λόγια, στο σπίτι εκείνης της γυναίκας αναδύονταν τα δύο πιο βίαια γεγονότα της ισπανικής Ιστορίας: το αραβικό πέρασμα και ο εμφύλιος.

Ή, για παράδειγμα, άλλο διάσημο κτίριο για τις ψυχοφωνίες που ακούγονται εκεί, είναι το κτίριο στο οποίο βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν δύο νεαροί, ο Λάσα και ο Θαμπάλα, οι οποίοι κατηγορήθηκαν ψευδώς για συμμετοχή στην ΕΤΑ.

Το ίδιο έχει συμβεί σε πολλά κέντρα κράτησης στην Αργεντινή, όπου λέγονται ιστορίες για φαντάσματα, φωνές και παρουσίες. Είναι σαν η κρυφή μνήμη των κοινωνιών να εκφράζεται μέσα απ’ αυτά τα συμβάντα.

Στο βιβλίο σου η λύσσα, το μίσος, το σαράκι, η εκδίκηση τελικά εκδηλώνονται - και φαίνεται να αποδίδουν «καρπούς», αποκαθιστώντας κάποιου είδους ισορροπία.

Στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο, ωστόσο, αν η λύσσα και το μίσος δεν πολιτικοποιούνται, μπορούν τελικά να έχουν μακροπρόθεσμα αποτελέσματα; Ή πιστεύεις πως και το θυμικό ενέχει πολιτική διάσταση;

Το Σαράκι είναι γραμμένο με πολλή λύσσα, πράγμα που νομίζω ότι γίνεται αντιληπτό όχι μόνο στην ιστορία, αλλά και στο ύφος, ακόμα και στον τρόπο που μιλούν τα πρόσωπα.

Πολιτικά, ωστόσο, τη λύσσα και την πικρία δύσκολα μπορείς να τις διαχειριστείς και μπορεί να σε οδηγήσουν σε τρομερούς τόπους.

Ο φιλόσοφος Mark Fisher έλεγε ότι η μνησικακία είναι χρήσιμη επειδή μπορεί να σε κάνει να νιώσεις ξανά τη βία που είχαν υποστεί όσοι έχουν προηγηθεί.

Προσωπικά, νομίζω ότι λίγη λύσσα πρέπει να υπάρχει, αν θέλουμε ν’ αλλάξουν τα πράγματα, και ότι καλό είναι να την έχουμε.

Πώς να μη νιώθεις λύσσα για τις μεγάλες πετρελαϊκές και τους ιδιοκτήτες τους, για παράδειγμα, εν μέσω της κλιματικής κρίσης; Αυτή η λύσσα μπορεί ν’ αποτελέσει το «καύσιμο» για την αλλαγή.

Αλλά πρέπει επίσης να ξέρεις να τη χειρίζεσαι και να της βάζεις όρια, επειδή μπορεί να σε τσακίσει προσωπικά και μπορεί να καταστρέψει ένα πολιτικό πρόγραμμα που θέλει ν’ αλλάξει τα πράγματα.

Λίγη λύσσα είναι καλή για να δώσει ώθηση, αλλά πρέπει επίσης να υπάρχει, αγάπη, ελπίδα, συμπόνια. Ο Τσε έλεγε ότι το πιο σημαντικό συναίσθημα για έναν επαναστάτη είναι η αγάπη, και πιστεύω ότι είχε δίκιο.

Σε κάθε περίπτωση, οι πρωταγωνίστριες της ιστορίας δεν είναι επαναστάτριες, είναι μόνες και απομονωμένες, κι έτσι κάνουν ό,τι μπορούν, παίρνουν εκδίκηση όπως μπορούν.

Ευχαριστώ θερμά την Ασπασία Καμπύλη, η οποία -για πολλοστή φορά- μετέφρασε με μεράκι τις ερωτήσεις μου στα ισπανικά και, εν προκειμένω, τις απαντήσεις της συγγραφέως  στα ελληνικά.

Το μυθιστόρημα της Λάιλα Μαρτίνεθ Σαράκι κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου