Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Δημήτρης Αθανίτης: «Η μεγαλύτερη ίντριγκα στο σινεμά είναι να βάζει ερωτήματα»


Ο 35χρονος Άρης (Γιάννης Στάνκογλου), βιομηχανικός εργάτης, χωρισμένος και πατέρας ενός 6χρονου γιου, απολύεται ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση. Διεκδικώντας να γίνει ορατός, αποφασίζει να αποδώσει δικαιοσύνη. Μια «πλάγια» ματιά στην κρίση, το Invisible, η πιο πρόσφατη δουλειά του Δημήτρη Αθανίτη, είναι μια φαινομενικά μινιμαλιστική, αν και στην ουσία της πολυσύνθετη, ταινία, με τον Γιάννη Στάνκογλου σε ρεσιτάλ ερμηνείας. Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 56ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ενώ τη Δευτέρα 30 Νοεμβρίου προβάλλεται στο πλαίσιο του Διαγωνιστικού τμήματος του 28ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Συναντηθήκαμε με τον σκηνοθέτη της ένα συννεφιασμένο μεσημέρι Σαββάτου κι είχαμε μια θερμή και «χορταστική» κουβέντα.

Αν και πρωθύστερη ερώτηση, το τέλος δίνει την εντύπωση ότι είναι ανοιχτό σε ερμηνείες, αμφίσημο ή και διπλό, οπότε φαντάζομαι πως η επιλογή ήταν συνειδητή.

Νομίζω ότι η μεγαλύτερη ίντριγκα στο σινεμά είναι να βάζει ερωτήματα, όχι να δίνει απαντήσεις, που συνήθως είναι προκατασκευασμένες, και κυρίως να ανοίγει ορίζοντες.  Θα ήμουν ευτυχής αν κάποιος θεατής, βγαίνοντας από την προβολή της ταινίας, τη σκέφτεται την επόμενη ώρα, την επόμενη βδομάδα, τον επόμενο χρόνο. Στα λόγια δεν πιστεύω πολύ. Δεν είναι τυχαίο πως ο ήρωας μιλάει ελάχιστα. Υπάρχουν 18 λεπτά τελείως βουβά, μια τεράστια πρόκληση για μια ταινία low budget, όπως νομίζω ότι αποτελεί πρόκληση απέναντι στον θεατή το φινάλε, όπου επί ένα ολόκληρο λεπτό τον κρατώ σε ένα λευκό, άδειο κάδρο και του δίνω το χρόνο και συναισθηματικά να εισπράξει όλο το βάρος αυτού που έχει συμβεί, χωρίς, όμως, να προσπαθώ να τον εκμεταλλευτώ συναισθηματικά. Ταυτόχρονα τον αφήνω και να σκεφτεί. Όταν συνάντησα τον Papercut για το soundtrack, δεν τον ήξερα, είχε φοβερή πλάκα, γιατί μου εξομολογήθηκε πως είχε γράψει το κομμάτι του φινάλε σε συνθήκες αντίστοιχες με αυτές που βρίσκεται ο ήρωας: τον είχαν διώξει από τη δουλειά, είχε χωρίσει, ήταν μόνος κι  ερημος, σε ένα δωμάτιο, έξω χειμώνας, έβλεπε τα σύννεφα και τότε το συνέθεσε.

Τον κεντρικό χαρακτήρα πώς τον εμπνεύστηκες; Είχες κατά νου τον Γιάννη Στάνκογλου, όταν τον «σμίλευες» σεναριακά;

Έχω βιώματα από αντίστοιχους χώρους, έχοντας ζήσει πολλά χρόνια στο Μεταξουργείο και σχεδόν παντού στο κέντρο της Αθήνας. Έχω, δηλαδή, ισχυρές εμπειρίες από τέτοια πρόσωπα. Tον τοποθέτησα, ως βιομηχανικό εργάτη, στον Ασπρόπυργο, γιατί νομίζω ότι είναι ένας κομβικός χώρος. Οι αντιφάσεις ενός ολόκληρου συστήματος συμπυκνώνονται εκεί. Ήταν πολύ δύσκολο το casting συνολικά. Δε με έχει ξαναδυσκολέψει τόσο πολύ, ίσως λόγω του χώρου, που έχει ειδικές απαιτήσεις. Τον Γιάννη τον σκέφτηκα από την αρχή. Τον γνώριζα από πολλά χρόνια, τυχαία, πριν γίνει γνωστός. Τον πέτυχα σε μια φάση που κι εκείνος ήθελε να δουλέψει σε κάτι διαφορετικό από αυτά που τα τηλεοπτικά κλισέ τον έχουν οδηγήσει να κάνει. Είχε κι αυτός αντίστοιχα βιώματα, στο εργοστάσιο θα τον προσλάμβαναν! Ήταν ευτυχής συγκυρία, γιατι κι οι δύο θέλαμε να κάνουμε το ίδιο πράγμα. Νομίζω ότι δεν έχει κάνει κάτι παρόμοιο.
 
 

Παρακολουθώντας την ταινία και το πώς ξεδιπλώνεται ο χαρακτήρας,  νιώθω ότι συνδύαζει παραίτηση, τραχύτητα, τρυφερότητα και αποφασιστικότητα ακόμα ακόμα, κάποιες στιγμές. Είναι ομολογουμένως πολυσύνθετος, η δε ερμηνεία του Γιάννη Στάνκογλου πολύ «υπόκωφη».

Είναι πολύ εύστοχα αυτά που λες, ιδίως το «υπόκωφη», γιατί κι η ταινία έχει μια πολυπλοκότητα.

Κι η αοράτοτητα του τίτλου...

Κι αυτό το θέτεις πολύ ωραία. Γι’ αυτό ακριβώς επέλεξα αγγλικό τίτλο και δεν έβαλα άρθρο. Αναφέρεται στον «αόρατο» ήρωα, αόρατο για τους άλλους, στο παιδάκι που είναι αόρατο και στους δύο γονείς του και σ’ έναν κόσμο που το αντιμετωπίζει σαν να μην υπάρχει, αλλά και σε αόρατες σχέσεις και καταστάσεις- αναφέρεται, τελικά, σε έναν ολόκληρο κόσμο. Σκέψου ότι αυτός ο κόσμος, του Ασπρόπυργου, είναι κυριολεκτικά δίπλα μας και ουσιαστικά είναι άγνωστος, σχεδόν συνειδητά αόρατος, σε μεγάλο βαθμό. Δεν υπάρχει βούληση να τον δούμε. Επειδή ξεκίνησα ως σκηνοθέτης για να κάνω φανταστικό σινεμά, συνειδητοποιώ πως κι αυτή η ταινία μου έχει αναφορά στο φανταστικό, με την έννοια ότι μου θυμίζει το μυθιστόρημα του Γουέλς Η μηχανή του χρόνου, όπου στο μέλλον οι εργάτες είναι απομονωμένοι στα υπόγεια, οι άνθρωποι πάνω γλεντάνε και μόνο τα βράδια οι Μόρλοκς ανεβαίνουν στην επιφάνεια και τους τρώνε.

Διεκδικώντας την ορατότητά τους.

Ακριβώς. Ασυνείδητα, βέβαια, αλλά αυτό τελικά με ιντριγκάρει, ο συνδυασμός της πραγματικότητας με το φανταστικό. Γιατί και το φανταστικό από μόνο του μου φαίνεται αδύναμο. Όταν, όμως, «πατάει» στην πραγματικότητα, νομίζω ότι έχει μια άλλη δύναμη.

Ο ήρωάς σου διεκδικεί, ή επιχειρεί να διεκδικήσει, την ορατότητά του προβληματιζόμενος και σκεπτόμενος ακόμα και να διαπράξει ένα φόνο, το φόνο του αφεντικού που τον απέλυσε.

Είναι το πρώτο που διεκδικεί, το να γίνει ορατός και αποδεκτός. Θα μπορούσε, άλλωστε, να κάνει αυτό που έχει κατά νου χωρίς προειδοποίηση, όμως θέλει να «δικάσει», να διεκδικήσει την παρουσία του. Θέλει, δηλαδή, να αναγκάσει τον άλλον να τον προσέξει, να τον ακούσει, να του δώσει σημασία. Από την άλλη, θέλω να πω ότι δεν πιστεύω στο δίπολο καλός-κακός. Πρόθεσή μου δεν είναι να κάνω έναν ήρωα «καλό», σε αντιπαράθεση με τον «κακό». Όλοι οι χαρακτήρες εμπεριέχουν το καλό και το κακό. Αλλιώς θα ήταν «χάρτινοι»- και λυπάμαι που αυτό συμβαίνει στο σινεμά.

Στην ταινία σου δεσπόζει και πάλι η πόλη, η Αθήνα, ως ένας άλλος χαρακτήρας. Ποια είναι η σχέση σου με αυτήν, την περπατάς;

Πάρα πολύ, την έχω περπατήσει απίστευτα, αν και νιώθω ότι κάπου την έχω εξαντλήσει. Έχω πολύ βαθιά σχέση μαζί της. Είχα παλαιότερα κάνει μια εγκατάσταση με τίτλο Πόλη κρυμμένη που περιλαμβάνει υλικό από όλες τις ταινίες μου, έβγαζε μια υπόγεια εικόνα κι αίσθηση. Πολλά σημεία της πόλης είναι συνδεδεμένα με βιώματα κι εμπειρίες. Από παιδάκι μου άρεσε η έννοια «πόλη». Για να το πάω και παραπέρα, η οικογένειά μου είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη Γερμανία και μάθαινα τα ονόματα γερμανικών πόλεων που με μάγευαν, μου φαίνονταν παράξενα.

Το Invisible είναι το δεύτερο, μετά το Τρεις μέρες ευτυχίας, μέρος μιας άτυπης τριλογίας εμπνευσμένης ή επηρεασμένης από τις γενικότερες συνθήκες που βιώνουμε πολλοί- ή οι περισσότεροι, σε ένα βαθμό- τα τελευταία χρόνια;

Μπορείς να το πεις, αλλά ταυτόχρονα, μαζί με δύο προηγούμενες ταινίες μου, το 2000 + 1 στιγμές, μια ταινία με αφορμή το μιλένιουμ, και την Πόλη των θαυμάτων συνθέτουν ένα τρίπτυχο πάνω σε 3 ορόσημα: το μιλένιουμ, την Ολυμπιάδα και την κρίση. Το μιλένιουμ ήταν η χρονική στιγμή των μεγάλων ελπίδων και φιλοδοξιών, μια προβολή ενός μέλλοντος λαμπερού. Στην Ολυμπιάδα κατασκευάστηκε μια φοβερή αίσθηση ευωχίας, η οποία τον επόμενο χρόνο είχε ήδη ανατραπεί. Κι οι δύο αυτές ταινίες ρίχνουν μια «πλάγια» ματιά σ’ αυτά τα γεγονότα, είναι σπονδυλωτές, και μέσα από τα πρόσωπα ανακατασκευάζουν το πώς ο κόσμος ζει πράγματι αυτά τα γεγονότα, όχι όπως τα πλασάρουν τα Μ.Μ.Ε. Ουσιαστικά, υπάρχει ένα βαθύ πολιτικό σχόλιο στις ταινίες μου, που προκύπτει τελικά από το βίωμα, δεν είναι η πρωταρχική πρόθεση. Βίωμα, φανταστικό και πολιτικό μπορούν να συνδεθούν σε μια ταινία. Το ’93 έκανα την πρώτη μου μικρού μήκους, τη Φιλοσοφία. Μόλις είχε ξεκινήσει ο πόλεμος στο Σαράγεβο. Το σενάριο ήταν το εξής: οι πόλεμοι στα Βαλκάνια επεκτείνονται, η ελληνική οικονομία καταρρέει, ο πρόεδρος της δημοκρατίας κηρύσσει πτώxευση.

Προφητικό!

Αυτή η ταινία πήρε το βραβείο φανταστικού. Το παράξενο με κεντρίζει, αυτό εκπροσωπεί και το σινεμά για μένα, ακόμη κι αν πρόκειται για μια ιστορία του τώρα. Αλλά και το στοιχείο της ύπαρξης μιας προσωπικής γραφής, δε μου λέει κάτι μια ουδέτερη κινηματογράφηση. Δεν είμαι προφήτης, αλλά σε αυτό συνίσταται η δύναμη, όταν «ψηλαφείς» πραγματικά αυτό που συμβαίνει γύρω σου. Όταν προσπαθείς να αγγίξεις κάτω από την επιφάνεια, είναι λογικό να αγγίζεις πράγματα που θα γίνουν ορατά αρκετά αργότερα, είναι επόμενο να βρίσκεσαι στην «καρδιά» των καταστάσεων. Μια κριτική που θα μπορούσα να ασκήσω στο ελληνικό σινεμά σήμερα είναι ότι παραμένει σοκαριστικά επιφανειακό και τα πυροτεχνήματα δε διαρκούν για πάντα. Όταν, μάλιστα, μία ταινία δεν είναι και σινεμά, καμία επικαιρότητα δεν μπορεί να τη σώσει. Μετά από λίγο θα είναι ξεπερασμένη. Και χαίρομαι, γιατί οι ταινίες μου όχι μόνο αναζωογονούνται με το χρόνο, αλλά και παίρνουν μεγαλύτερη ζωή από αυτή που αρχικά είχαν.

Ξαναβλέπεις, λοιπόν, τις δουλειές σου ανά τα χρόνια;

Τις ξαναβλέπω και τις ξαναδουλεύω. Παλαιότερα, ξέρεις, οι δυνατότητες επικονωνίας με το κοινό ήταν πολύ περιορισμένες. Αν, δηλαδή, το κυρίαρχο κανάλι εξουσίας δεν προωθούσε τις ταινίες, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Αλλά και αντικειμενικά, ήταν πολύ λιγότερα τα φεστιβάλ. Τώρα, όμως, με το ίντερνετ έχεις μια δυνατότητα άμεσης επαφής, η οποία δημιουργεί «ρωγμές» στο κυρίαρχο σύστημα. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό. Γιατί τελικά το σινεμά είναι επικοινωνία και για μένα τρόπος ζωής. Το απολαμβάνω.

Όντας ένας καθ’ όλα ανεξάρτητος σκηνοθέτης, φαντάζομαι ότι αντιμετωπίζεις περαιτέρω δυσκολίες και προκλήσεις. Πώς τις διαχειρίζεσαι και τις υπερβαίνεις;

Το budget του Invisible σε σχέση με τον Αστακό είναι 1:100! Από την αρχή με ενδιέφερε να κάνω ένα προσωπικό, όχι ερμητικό, σινεμά, ένα ευρωπαϊκού ύφους σινεμά που αφορά ένα αρκετά ευρύ κοινό, αλλά ταυτόχρονα έχει ένα προσωπικό στίγμα, γιατί αυτό το σινεμά αγαπώ. Έχοντας την αίσθηση ότι αυτό το σινεμά έχει πολύ μικρή παρουσία στην Ευρώπη, μη νιώθοντας κάποιους δεσμούς με το ελληνικό σινεμά- ξεκίνησα ως «αλεξιπτωτιστής» στο χώρο και με έναν εκλεκτικισμό ως αντίληψη- και μιας και δε με εξέφραζε κάτι από τα τρέχοντα εδώ, αναγκάστηκα να δημιουργήσω ένα δικό μου τρόπο παραγωγής με απόλυτο, ωστόσο, επαγγελματισμό. Γιατί τα χρήματα δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας, οι άνθρωποι είναι. Κι έχω συνεργαστεί με εξαιρετικά ταλαντούχους ηθοποιούς. Τους αγαπώ πολύ.

Έχει υπάρξει κάποια πρόταση για τη διανομή της ταινίας;

Υπάρχει πρόταση διανομής αλλά θέλω να την τοποθετήσω στο πλαίσιο που πιστεύω. Πολλοί, εξάλλου, μου ζητάνε την ταινία από λέσχες στην επαρχία. Είναι πάρα πολύ ωραίο αυτό!

Το Invisible προβάλλεται στο πλαίσιο του Διαγωνιστικού τμήματος του 28ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου τη Δευτέρα 30 Νοεμβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στις 20:15.

Το προσωπικό site του Δημήτρη Αθανίτη είναι http://athanitis.eu/athanitis.htm

Το μπλογκ της ταινίας είναι http://invisiblethefilm.blogspot.gr/ και η σελίδα της στο facebook https://www.facebook.com/Invisible-1093301864016525/?ref=bookmarks

 

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Visar Morina: “The main subject of my film is trust”


Featuring a spectacular acting performance by Val Maloku in the role of the 10-year-old Nori, Babai (Father) is the remarkable feature fiction debut of the extremely talented Kosovan director Visar Morina. Set in mid-‘90s Kosovo and Germany, Babai is a film about the difficult relationship between a father and a son, the violence prevailing at the time in Kosovo in every aspect of life and a (failed) attempt to integrate into a new society abroad. Visar Morina’s film recently had its Greek premiere at the Balkan Survey section of the 56th Thessaloniki International Film Festival. A few days before its Athenian premiere at the 28th Panorama of European Cinema (26/11-2/12), I had an enlightening discussion with the director, who is already working on the script of his new film, that will be shot entirely in Germany.

 
Your protagonist, the little Nori (Val Maloku), seems to be far more mature and grown-up than the actual grown-ups in the film. Why did you decide to portray him in this light?

This is a difficult question! I left Kosovo when I was 15. I don’t know how much you know about the ‘90s in Kosovo or former Yugoslavia, but, if you looked at it from the outside, it was a very interesting time. If you looked from inside, it’s absurd how normal it was. Fear was part of everyday life and you had no clue as to what would happen- yet you knew that it was going to be bad. As a kid, you thought that this is how the world was. Maybe this is one of the reasons why I chose a kid as the person who would tell about that time. The main subject of my film, however, is the constantly changing boy’s view of his father- trust, in a way. I was trying to think of the father as a system of values and as part of the identity of the boy, which I considered loving all the way and very idealistic.

When is Babai placed time-wise? Early to mid-‘90s?

I was always thinking of 1995, during the period when the Bosnian war was going on and the situation in Kosovo was settled, in a way, and the people got used to it. At the time, it was normal having police on the street making fun of you, or having policemen at your home doing whatever the fuck they wanted and feeling afraid like hell. In the ‘90s, we also experienced huge problems with electricity- you were doing something and, all of a sudden, there was no electricity. As soon as it returned, we forgot about what had happened.

 
So, a great deal of your personal background, your personal experiences, are reflected in the film.

I wouldn’t be able to make it, if I didn’t have a very strong connection to it. Of course it’s personal, but not in the sense that it’s my story. For me, it’s very important that I believe what I’m seeing and writing.

You describe a very patriarchal society. Has it changed over time?

Many things are changing in Kosovo now, but I have to admit that I haven’t been living there for more than 20 years.

There is an important, I feel, scene in your film: the gay sex one, shot, discreetly, in the dark. Is being gay a taboo issue in Kosovo?

As in all ex-communist countries, though, by law, you are allowed to be married to a person of the same sex. However, gays usually have a double life. When I was 17 in Germany, I heard that a gay person was called “schwul”. So, I asked my brother at home: “How do you say “gay” in Albanian? And he responded “péder”. I wondered how could I have not heard this word for 15 years, although I knew that there were gay people in Kosovo? When it comes to script-writing, it’s very important to me not to judge people, not be moral in a “cheap” and cheesy way

What I also like about your film is its open and realistic ending.

The funny thing is that, when we had the festival premiere in Albania, a guy commented that the film is sometimes like propaganda, telling refuges not be refugees.

It definitely doesn’t portray Germany as the paradise on earth awaiting immigrants and refugees.

The refugee issue has become very big now, but that was not my subject. Instead of Germany, the characters in my film could have immigrated to Greece or Switzerland. But there is something similar in Germany and Kosovo: in both cases someone else decides about your life.

Anyway, I’m very happy that you appreciate the ending, because I just felt during the editing process that it was the right way to end the film- and also because you have a child making all this journey and ending up in this nightmare, from which, when he wakes up, the only thing he can do is scream. Moreover, when I was young, I read a play by Brecht, The good man of Szechuan, and I was very impressed. In the end, the main character speaks to the audience and choosing this ending to my film gave me a similar feeling. There was nothing else to tell. The father and the son will be trying and failing, but it was not important anymore and I liked the last line very much: “we have to go”. Many were confused, others loved it, some hated it, though.

Having yourself emigrated at a young age, I assume with your family, how has it been for you adapting to a new society with, perhaps, different mentality and new rules?

It’s true that I have immigrated to Germany, but I received over 1 million Euros to make this film from the State. I am one of the lucky ones. This experience had a huge impact on me, for sure. It changed me from the scratch. It was definitely a fucked-up time, as it is for everybody! When I first heard German people talking, I thought they had no clue what they were talking about, the language sounded to me like Chinese. Like putting my head in a washing machine, while I was trying to understand what those sounds meant.

Of all the characters in your film, which is the one that you feel closer to?

Actually I don’t know! I understand or have sympathy for each of them- there are scenes when I feel closer to one character, or the other.

 
Your film does well, so far, in festivals- either being awarded or, generally, appreciated. I guess this is a reward for you, considering the fact that it is your feature fiction debut.  

In its world premiere in Munich we won 3 out of 4 prizes. And then in Karlovy Vary, we were also awarded. There has hardly been a day without a screening of the film.

Any ideas for your next film?

I was writing the script before our conversation! I don’t know to what extent it’s visible in Babai, but it was quite a hell organizing everything and I’m looking forward to focusing on 2 characters in just 3 or 4 locations- not more. My new film will be about a 45-year-old father of 3 kids working in a company, feeling that his colleagues are not treating him well and somehow experiencing a crisis. It will have nothing to do with Kosovo.

I wish you all the best with Babai and your new film, whenever it is shot and completed!

After having its Greek premiere at the Balkan Survey section of the 56th Thessaloniki International Film Festival earlier this November, Visar Morina’s Babai (Father) will be screened at the Competition section of the 28th Panorama of European Cinema, taking place between the 26th of November and the 2nd of December in Athens.

More info on the festival’s programme http://panoramafest.org/index.php/en/

Visar Morina’s personal website is https://www.visarmorina.de/


 

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Ines Tanović: “I see myself as an author, not as woman director”


Boasting sublime performances from the entire cast, the highly accomplished low-key family drama Our everyday life is the fictional feature debut of renowned Bosnian documentary film-maker Ines Tanović. Focusing on the story of a middle-class Sarajevan family, which is falling apart under the weight of the disheartening economic and political conditions prevailing in today’s Bosnian society, until a dramatic discovery enables its gradual reunion, Our everyday life had its world premiere this August at the 21st Sarajevo International Film Festival. Ahead of its Greek premiere at the Balkan Survey section of the forthcoming 56th Thessaloniki Film Festival, taking place between the 6th and the 15th of November, I had a conversation with the director.

 
Your low-key family drama is modestly, if accurately, titled Our everyday life. Whose life does it aim at fictionally recreating? Does it have autobiographical elements?

When we started thinking about the title of the film, many people told me to change it, because it’s not so suitable or popular. However, this is really what I wanted to show, our everyday life here, in Bosnia. Of course, it’s a story related to me and my family. It’s about a middle-class family of intellectuals, a kind of family I know. After the war, you don’t see such families in Sarajevo, the population of the city has become mixed. I wanted to depict the other side of Bosnia, not to make another film about the suffering of the poor, the refugees or the raped women. You always expect such topics, when it comes to Bosnia. They are very common. The impact of war is always bigger than the everyday, ordinary life. 20 years after its end, we experience its consequences in the city, how it affects a middle-class family, how its members struggle to connect with the current situation, how they change with time. Of course, what was also important to me was to show the emotions of the family members, how the family is falling apart, due to the economic and political situation.

One of the great assets of your film is that it transcends the topical references, which would probably restrict it to a smaller-scale audience, by “opening up” to universal themes, thus making its impact potentially wider.

The story had to be universal from the beginning, to be understood by spectators everywhere in the world, because I know that every family faces similar problems.

 
Does family in Bosnia still play a significant role in society? Would you like to tell me more about your extremely well-crafted characters, starting from the son?

We are a Balkan country and live in this family organization. Family is very important to us. In my story, the biggest problem, of course, is that the son, who’s in his early forties, is still living with his family, something very common in our society, not only due to economic reasons, but also out of passion and love. This is often the case, that a son stays at his parents’ home and brings over his wife and family. This is a “southern” story, also happens in Italy.

The son, who is divorced and looking for work, belongs to my generation, a generation feeling “stuck” at this time: you cannot move further, because you feel too old, but still are young enough to give up life, so you’re somewhere “in between”. When we were young, we were very passionate about peace, hoping it would bring a better a life, work and money. But the years passed and nothing changed. We don’t have war, but there is war in other aspects of life. We don’t have the possibility to find a job, earn money or make a family, or, if one manages to do so, it’s a hard struggle. As a consequence, people between 40 and 50 are very pessimistic about the future.

The father in my film is someone who can’t change himself and adapt to the new society. It’s very common for people, who are aged around 55-60 and were raised in a particular political system, the socialist one. Another aspect of the story is the mother, mediating between the father and the son. She then gets seriously ill: she’s like a “sponge”, keeping everything to herself. The sister lives abroad, another familiar issue, as, during the war, the parents wanted to save their children, by sending them off abroad. We all have someone in our family who lives outside Bosnia. In the summer, they return to the city and we then say “it’s the time of refugees”. Our everyday life is, essentially, a story about Sarajevo and Bosnia today.

 
All of the actors’ and actresses’ performances are absolutely stunning. Our everyday life looks and feels like a collective work. Did you co-operate with them during the shooting?

The actors and actresses fell in love with the story and “felt” the characters. I approached Uliks Fehmiu (White, white world), a Serbian actor of Albanian origin living in New York, with the scenario and we worked for 2 months. Once he understood what I wanted to depict through his character, he played the role of the son perfectly. He’s a very emotional actor, doesn’t need to rely on a script. And, as a family, they all played perfectly.

As a female director- and there’re not many of you in Bosnia, as far as I know- did you have difficulties, while trying to establish yourself as such?

I cannot answer this question as a woman. I’ve been in this business all my life. My father was a producer and my mother, originating from Berlin, a film editor. I was some kind of co-production “element” in my father’s firm. I see myself as an author, not as woman director, or something different from my other colleagues. They all know me from the time when I was young and was making documentaries and short films. It was difficult to finance my first feature film, though, because the situation in Bosnia became very complicated after the war. We had been gathering funds for Our everyday life for 5 years and we decided to shoot it on a low budget, in order to be able to show it. Otherwise, if I applied for the “big” money, it would never be screened.

Your new film is underway. What is it about?

It’s again about a family. Its older son is adopted and has problems finding his identity, his place in Sarajevo. He then meets a girl from eastern Sarajevo and they want to start a relationship, while divided politically, as the eastern Sarajevo is Serbian. The fact that, after the war, the city became divided is not so well-known abroad. I was interested in showing how young people have a totally different look on history, their own truths regarding the war. We teach different history to our children, which is quite bad for the future. So, I place these teenage characters at the center of my film, in order to ask a question: what will be the future of a divided city?

Ines Tanović’s Our everyday life screens on Friday 13 (John Cassavetes, 20:00) and Saturday 14 November (Stavros Tornes, 18:00) at the Balkan Survey section of the 56th Thessaloniki International Film Festival.

More about the Festival’s program can be found at http://tiff.filmfestival.gr/default.aspx?lang=en-us&page=1277