Aκαδημαϊκός, συγγραφέας, σοσιαλιστής
ακτιβιστής συριακής καταγωγής και ιδρυτής του μπλογκ Syria Freedom Forever, ο
Ζοζέφ Νταχέρ επισκέπτεται την Αθήνα, προκειμένου να συμμετάσχει στην εκδήλωση-συζήτηση Επανάσταση και
Αντεπανάσταση στη Συρία την Πέμπτη 26 Απριλίου
στην ΑΣΟΕΕ. Με αυτή την αφορμή, μας
παραχώρησε μια εκτενή και διαφωτιστική συνέντευξη.
Ό,τι
ξεκίνησε ως μια λαϊκή, πιθανόν αυθόρμητη και ασυντόνιστη εξέγερση εναντίον του Μπασάρ
αλ-Άσαντ πριν από επτά χρόνια, σταδιακά κλιμακώθηκε σε ένα γενικευμένο εμφύλιο
πόλεμο, ο oποίος
ακόμα μαίνεται. Ποια ήταν η σύνθεση των αντιμαχόμενων πλευρών, στο εσωτερικό της
Συρίας και το εξωτερικό, τότε και πώς αυτή έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια;
Η εξέγερση στη Συρία είναι
ριζωμένη σε παρόμοιες συνθήκες με τις άλλες χώρες: στην απουσία δημοκρατίας, την
κοινωνικο-οικονομική κρίση, τη διαφθορά και την καταστολή.
Η Συρία ήταν ένα δεσποτικό
καθεστώς, υπό την εξουσία μιας οικογένειας τα τελευταία 40 χρόνια, κι επίσης ένα
αστικό κληρονομικό καθεστώς που πέρασε μέσα από μια διαδικασία νεοφιλελευθεροποίησης
και ιδιωτικοποίησης, η οποία επιταχύνθηκε σημαντικά με την άνοδο του Μπασάρ αλ-Άσαντ
στην εξουσία. 60% του πληθυσμού ζούσε κάτω ή λίγο πάνω από το όριο φτώχειας το
2011. Η Συρία υπόκειτο στην ίδια μορφή καπιταλισμού των διαπλεκόμενων
συμφερόντων που ήταν κυρίαρχος στην περιοχή.
Η απουσία δημοκρατίας και
η αυξανόμενη φτωχοποίηση σημαντικών τμημάτων της συριακής κοινωνίας σε ένα κλίμα
διαφθοράς και εντεινόμενων κοινωνικών ανισοτήτων άνοιξαν το δρόμο για τη λαϊκή εξέγερση,
η οποία δεν περίμενε τίποτε άλλο παρά μια σπίθα. Αυτή αρχικά προήλθε από το εξωτερικό
με την πτώση των δικτατόρων σε Τυνησία και Αίγυπτο, κι έπειτα από το εσωτερικό της
χώρας με το βασανισμό των παιδιών της Ντάρα. Αυτά τα στοιχεία θα πυροδοτήσουν τη
διαδικασία.
Τα πιο σημαντικά συστατικά
της εξέγερσης στη Συρία ήταν οι οικονομικά περιθωριοποιημένοι Σουνίτες αγρότες και
οι αυτοαπασχολούμενοι και μισθωτοί εργαζόμενοι των πόλεων, οι οποίοι πλήττονται
περισσότερο από την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, κυρίως με την άνοδο
του Μπασάρ αλ-Άσαντ στην εξουσία.
Η γεωγραφία των κέντρων της
εξέγερσης- στο Ιντλίμπ, στην Ντάρα και σε άλλες μεσαίου μεγέθους πόλεις, καθώς και
σε περισσότερο αγροτικές περιοχές- δείχνει ένα μοτίβο: όλες ήταν ιστορικά προπύργια
του κόμματος των Μπααθιστών, έχοντας επωφεληθεί από την πολιτική των αγροτικών μεταρρυθμίσεων
στη δεκαετία του ’60. Υπήρξε μια συνεχής φτωχοποίηση αυτών των αγροτικών περιοχών
από τη δεκαετία του ’80. Οι ξηρασίες από το 2006 επιτάχυναν την αγροτική έξοδο.
Πολλοί ακτιβιστές χριστιανικής
προέλευσης συμμετείχαν, επίσης, σε αντικαθεστωτικές δραστηριότητες.
Ένα ακόμα σημαντικό κομμάτι
της εξέγερσης, το πιο «κοσμοπολίτικο», ήταν οι φοιτητές, οι νεαροί απόφοιτοι, και
τμήματα της μεσοαστικής τάξης, στη Δαμασκό, το Χαλέπι, τη Χομς και τη Ράκα. Θα γίνονταν
σημαντικό μέρος του κινήματος διαμαρτυρίας κατά την αρχή της εξέγερσης.
Η Ένωση Ελεύθερων Σύρων Φοιτητών
(UFSS)
ιδρύθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 2011, για να αγωνιστεί εναντίον του καθεστώτος,
και για μια πλουραλιστική δημοκρατία των πολιτών, με ίση μεταχείριση όλων των πολιτών.
Ο αριθμός των μελών της αυξήθηκε ραγδαία, και τα περισσότερα συριακά πανεπιστήμια
με ακτιβιστές δημιούργησαν ένα παράρτημα. Ήρθαν αντιμέτωποι με την καταστολή των
μελών της φιλοκαθεστωτικής φοιτητικής ένωσης, και των υπηρεσιών ασφαλείας. Μέχρι
τον Ιούλιο του 2012, οι φοιτητές αποτελούσαν το 25% των ατόμων που σκοτώθηκαν από
την έναρξη του κινήματος διαμαρτυρίας, σύμφωνα με την UFFS.
Ορισμένοι καπιταλιστές ενεπλάκησαν,
επίσης, στην εξέγερση, κυρίως με το Συριακό Συνασπισμό, νεολαία προερχόμενη από
την ανώτερη μεσοαστική τάξη σε μερικές πόλεις.
Ωστόσο, αν και η εξέγερση
στη Συρία συνετίθετο ως επί το πλείστον από τη λαϊκή και την εργατική τάξη, στην
πλειονότητά της από σουνιτικές σέκτες, απέτυχε να συμπεριλάβει λαϊκές τάξεις από
μειονοτικά θρησκευτικά περιβάλλοντα σε μαζικό επίπεδο και, επιπλέον, απέτυχε να
«μεταφράσει» μια τέτοια συμπερίληψη πολιτικά.
Αρχικά, η συριακή αντιπολίτευση
βάσης υπήρξε η βασική «μηχανή» της λαϊκής εξέγερσης ενάντια στο καθεστώς Άσαντ.
Συντήρησε την εξέγερση επί χρόνια, οργανώνοντας και καταγράφοντας τις διαδηλώσεις
και τις πράξεις πολιτικής ανυπακοής, και παρέχοντας στους ανθρώπους κίνητρο να
συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις. Ένας αριθμός
προοδευτικών και δημοκρατικών νεανικών δικτύων και ομάδων αναδύθηκε σε όλη τη
χώρα. Το καθεστώς στοχοποίησε ιδίως τέτοια δίκτυα ακτιβιστών. Σκότωσε, φυλάκισε,
απήγαγε και εξώθησε στην εξορία αυτούς τους ακτιβιστές.
Από τις πρώτες μέρες της επαναστατικής
διαδικασίας, το καθεστώς αντιμετώπισε τις διαδηλώσεις με έντονη βία και αυτή αυξήθηκε
με τις μαζικές επεμβάσεις Ιράν, Ρωσίας και Χεζμπολά τα επόμενα χρόνια. Αυτή η κατάσταση
οδήγησε σε ένα ογκούμενο αριθμό λιποταξιών ανάμεσα σε κληρωτούς και αξιωματικούς,
που αρνούνταν να πυροβολούν ειρηνικούς διαδηλωτές, ενώ, ταυτόχρονα, η αρχικά ανοργάνωτη
ένοπλη αντίσταση άρχισε να αναδύεται προς τα τέλη Μαΐου/αρχές Ιουνίου του 2011.
Τους επόμενους μήνες, ιδρύθηκε
ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός (FSA).
Η ένοπλη αντίσταση σχεδόν γενικεύτηκε στο τέλος του 2011, προσδίδοντας νέα δυναμική
στην εξέγερση. Ο FSA
δεν
ήταν ποτέ ένας μοναδικός και ενωμένος θεσμός, αλλά πιο πολύ ένα δίκτυο από ανεξάρτητες
στρατιωτικές ομάδες που μάχονταν κάτω από την «ομπρέλα» του. Οι διάφορες δυνάμεις
του FSA
εξασθένησαν
σημαντικά με την πάροδο των χρόνων.
Κατά τραγικό τρόπο, κάθε ήττα
της δημοκρατικής αντίστασης δυνάμωνε και ωφελούσε τις ισλαμιστικές και φονταμενταλιστικές
ομάδες στο έδαφος. Η ανάδυσή τους στη στρατιωτική σκηνή σε κάποιες περιοχές υπήρξε
αρνητική για την επανάσταση, καθώς αντιτίθεντο στους στόχους της (δημοκρατία, κοινωνική
δικαιοσύνη, ισότητα). Επιτέθηκαν και συνεχίζουν να επιτίθενται σε δημοκράτες ακτιβιστές,
ενώ συχνά προσπάθησαν να επιβάλλουν την εξουσία τους στους θεσμούς, οι οποίοι είχαν
αναπτυχθεί από τους ντόπιους, γεγονός που οδήγησε στην αντίσταση των τοπικών
πληθυσμών στις αυταρχικές συμπεριφορές τους.
Η οικονομική βοήθεια, η οποία
δόθηκε από τους συμμάχους του καθεστώτος, τη Ρωσία, το Ιράν και τη Χεζμπολά, του
επέτρεψε να διατηρήσει τους κρατικούς θεσμούς και τις παροχές τους και να
επιβιώσει πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά. Το κράτος παρέμεινε ο βασικός εργοδότης
και πάροχος των πόρων και των υπηρεσιών στη διάρκεια του πολέμου. Η καταστροφική
ανθρωπιστική και κοινωνικο-οικονομική κατάσταση στη Συρία ενίσχυσε το ρόλο του
κράτους.
Το Ιράν και η Ρωσία αύξησαν
ουσιωδώς την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική επιρροή στη χώρα, καθώς οι επεμβάσεις
τους βάθυναν. Η συνέχιση και η σταθεροποίηση του καθεστώτος έγιναν, επομένως, ακόμα
πιο σημαντικές απ’ ό,τι στην αρχή της εξέγερσης για τη διατήρηση όχι μόνο των
γεωπολιτικών, αλλά και των αυξανόμενων οικονομικών συμφερόντων τους. Η Τεχεράνη
και η Μόσχα αναζητούσαν ιδιαιτέρως μελλοντικές οικονομικές ευκαιρίες κατά τη διαδικασία
ανοικοδόμησης της Συρίας, προκειμένου να ωφεληθούν από αυτές.
Η οιονεί πλειοψηφία των δυτικών
κρατών, καθοδηγούμενων από τις Η.Π.Α., δεν ήταν πρόθυμη να εμπλακεί υπερβολικά βαθιά
στην οργάνωση της αντίστασης στο καθεστώς του Άσαντ και, ιδίως, στην ανατροπή
του. Αρχικά απέρριψαν κάθε σχέδιο παροχής βοήθειας σε ένοπλες αντιπολιτευόμενες
ομάδες στον αγώνα τους κατά του καθεστώτος, αφήνοντας, παράλληλα, χώρο στη Σαουδική
Αραβία, το Κατάρ και την Τουρκία να δράσουν και να προσφέρουν όπλα σε διάφορες
ένοπλες αντιπολιτευόμενες ομάδες. Η απροθυμία των Η.Π.Α. να οραματιστούν ένα σχέδιο
ανατροπής του καθεστώτος ή μια αποφασιστική επέμβαση εναντίον του οδήγησε στην
εξασθένηση και ακόμα περισσότερες διαιρέσεις ανάμεσα στις μονάδες του FSA, και στην άνοδο ισλαμιστικών
φονταμενταλιστικών και τζιχαντιστικών κινημάτων.
Η Συρία δεν αντιμετωπίστηκε
ως χώρα στρατηγικού ενδιαφέροντος από τις Η.Π.Α., κυρίως γιατί δε διέθετε αποδεδειγμένα
σημαντικά πετρελαϊκά αποθέματα. Η σημασία της Συρίας αρχικά συνδεόταν περισσότερο
με τη γεωγραφική της θέση στην περιοχή που συνορεύει με την Τουρκία, το Ιράκ,
το Λίβανο και το Ισραήλ και, κατά δεύτερο, με τη σχέση της με το Ιράν και το
ρόλο της στην ισραηλο-αραβική διαμάχη.
Οι επίσημοι των Η.Π.Α. ήταν,
εξάλλου, απρόθυμοι να επέμβουν στρατιωτικά στην περιοχή με μαζικό τρόπο όπως στο
παρελθόν στο πλαίσιο μιας στρατηγικής «αλλαγής καθεστώτος», την οποία είχαν εγκαταλείψει
στα πρόθυρα της εξέγερσης. Αυτή ήταν μια ευθεία συνέπεια των μαθημάτων, τα
οποία είχαν διδαχτεί από το Ιράκ και τις πολυάριθμες αποτυχίες που ακολούθησαν.
Οι στόχοι των Η.Π.Α. συνίσταντο περισσότερο στο να περιορίσουν τις αλλαγές στην
περιοχή αναζητώντας, τον περισσότερο καιρό, συμφωνίες και κατανόηση μεταξύ αρχαίων
καθεστώτων ή τμημάτων τους.
Η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ
και ιδιωτικά δίκτυα από τις μοναρχίες του Κόλπου χρηματοδότησαν και υποστήριξαν
διάφορες στρατιωτικές και πολιτικές ομάδες, ιδίως ισλαμιστικά φονταμενταλιστικά
και κάποια τζιχαντιστικά κινήματα, ως ένα τρόπο να προωθήσουν δυνάμεις στο
έδαφος, οι οποίες να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Το Κατάρ, από την πλευρά
του, είδε την εξέγερση ως ευκαιρία να αυξήσει την επιρροή στην περιοχή. Οι μοναρχίες
του Αραβικού Κόλπου φοβόντουσαν την εδραίωση μιας μορφής φιλελεύθερης δημοκρατίας
στη Συρία που θα απειλούσε τη δική τους εξουσία και τα συμφέροντα, αν
δημοκρατικές σκέψεις και χώροι εξαπλώνονταν.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η Τουρκία
υποστήριξε ισλαμιστικά φονταμενταλιστικά κινήματα και άλλες ένοπλες αντιπολιτευόμενες
ομάδες, πρώτα εναντίον του καθεστώτος της Δαμασκού, αλλά αυτός ο στόχος εγκαταλείφθηκε
μέσα στο χρόνο. Η βασική της προτεραιότητα έγινε ολοένα και περισσότερο η ήττα του
κουρδικού PYD
και
η εκκαθάριση των δυνάμεών του στα σύνορα. Η πολιτική των μοναρχιών του Κόλπου και
της Τουρκίας προώθησε τις ισλαμιστικές φονταμενταλιστικές και τζιχαντιστικές ομάδες,
διαιρώντας, παράλληλα, τις δυνάμεις του FSA μέσω
ποικιλόμορφης υποστήριξης.
Οι διάφορες διεθνείς ιμπεριαλιστικές
και οι περιφερειακές κυρίαρχες δυνάμεις ήθελαν ιδίως να περιορίσουν τις αυξανόμενες
ικανότητες των τζιχαντιστικών δυνάμεων που δρουν σε Ιράκ και Συρία.
Συμμερίζονταν όλο και περισσότερο ένα κοινό ενδιαφέρον για τον τερματισμό της εξέγερσης
στη Συρία και για την επίτευξη μιας λύσης, στο πλαίσιο της οποίας η δομή του
καθεστώτος δε θα άλλαζε ριζικά, γεγονός αρκετά απομακρυσμένο από τους
αυθεντικούς στόχους του κινήματος διαμαρτυρίας. Όλες ενδιαφέρονταν για ένα σταθερό
πολιτικό περιβάλλον, που θα τους επέτρεπε να χτίσουν και να αναπτύξουν το πολιτικό
και οικονομικό τους κεφάλαιο, ανεξαρτήτως των αιτημάτων του κινήματος.
Υπήρχε σχεδόν συναίνεση μεταξύ
όλων των διεθνών και των περιφερειακών δυνάμεων σχετικά με ένα ορισμένο αριθμό ζητημάτων
κατά τη διάρκεια του μέσου του 2017: τη διάλυση του κινήματος διαμαρτυρίας που ξεκίνησε
το Μάρτιο του 2011, τη σταθεροποίηση του καθεστώτος της Δαμασκού με τον Μπασάρ αλ-Άσαντ
ως επικεφαλής με μικρής/μεσαίας διάρκειας θητεία, την αντίθεση στην αυτονομία των
Κούρδων και την απόπειρα στρατιωτικής ήττας τζιχαντιστικών ομάδων όπως το Ισλαμικό
Κράτος και το Μέτωπο αλ-Νούσρα. Υπήρχε μια παγκόσμια τάση που στόχευε στη διάλυση
της εξέγερσης στη Συρία στο όνομα του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία».
Ποια
είναι η γνώμη σου για τη συνεχιζόμενη πολιτική και κοινωνική επανάσταση στη Ροζάβα,
ιδίως έπειτα από την πρόσφατη πτώση της πόλης Αφρίν, ως αποτέλεσμα της
στρατιωτικής επιχείρησης του τουρκικού κράτους εκεί;
Κατ’ αρχήν, επίτρεψέ μου να
πω ξεκάθαρα ότι υπήρξα αντίθετος στην τουρκική στρατιωτική επιχείρηση και την κατοχή
της πόλης Αφρίν.
Για να θυμίσω, στα μέσα του
Μαρτίου του 2018 ο τουρκικός στρατός και οι Σύροι αντιπρόσωποί του κατέλαβαν την
πόλη Αφρίν, έπειτα από την απόσυρση των δυνάμεων του YPG. Μετά την κατάκτηση και κατοχή της πόλης,
μαχητές συριακών αντιπολιτευόμενων ένοπλων ομάδων συνδεόμενων με την Άγκυρα
λεηλάτησαν κατοικίες πολιτών και καταστήματα, ενώ γκρέμισαν ένα άγαλμα του σιδηρουργού
Kawa,
μιας κεντρικής και συμβολικής φιγούρας σε ένα κουρδικό θρύλο για τον εορτασμό
του Newroz.
Οι ακτιβιστές της αντιπολίτευσης
πρέπει να είναι ξεκάθαροι στην αντίθεσή τους απέναντι στο Συριακό Συνασπισμό.
Αποτελούμενος κυρίως από φιλελεύθερες, ισλαμικές και συντηρητικές προσωπικότητες
και ομάδες, όχι μόνο υποστήριξε την τουρκική στρατιωτική επέμβαση και συνέχισε
τη σοβινιστική και ρατσιστική πολιτική του εναντίον των Κούρδων στη Συρία, αλλά
και συμμετείχε σ’ αυτή την επιχείρηση κάνοντας έκκληση σε Σύρους πρόσφυγες στην
Τουρκία να ενταχθούν στις συριακές ένοπλες αντιπολιτευόμενες ομάδες που
μάχονταν στο Αφρίν. Ζητούσαν την τουρκική στρατιωτική επέμβαση για πολύ καιρό, και
έχουν ενθαρρύνει τον αραβικό σοβινισμό και το ρατσισμό εναντίον των Κούρδων, ακόμα
και δικαιολογώντας και υποστηρίζοντας την παρουσία ισλαμιστικών
φονταμενταλιστικών κινημάτων.
Εμείς ως προοδευτικοί στη
Συρία πρέπει να αγωνιστούμε ριζικά ενάντια στον αραβικό σοβινισμό, παρόντα σε μεγάλα
τμήματα της αντιπολίτευσης και την άρνηση της αυτοδιάθεσης των Κούρδων. Η ανάδυση
του κουρδικού εθνικού ζητήματος κατά την εξέγερση έθεσε σημαντικά ερωτήματα στο
κίνημα διαμαρτυρίας και αμφισβήτησε την περιεκτικότητα ορισμένων τομέων του.
Παρά την αρχική ενότητα στα αιτήματα και στις ενέργειες μεταξύ των αραβικών και
των κουρδικών λαϊκών ομάδων, οι διάφοροι παράγοντες της αραβοσυριακής αντιπολίτευσης,
είτε εντός είτε εκτός της χώρας, ήταν ανίκανοι να απαντήσουν στα αιτήματα του
κουρδικού πληθυσμού της Συρίας.
Αντιθέτως, επέδειξαν την ίδια
στάση άρνησης και σοβινισμού όπως το καθεστώς, ενώ ο Συνασπισμός ευθυγραμμίστηκε
με την τουρκική κυβέρνηση και υποστήριξε την κατασταλτική πολιτική της εναντίον
του κουρδικού πληθυσμού σε Τουρκία και Συρία. Οι κύριοι παράγοντες της αραβοσυριακής
αντιπολίτευσης αρνήθηκαν εντελώς το κουρδικό εθνικό ζήτημα.
Από την πλευρά του, το PYD, με την καλοπροαίρετη στάση της Δαμασκού,
εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία της εξέγερσης για να γίνει ο κυρίαρχος κουρδικός πολιτικός
παράγοντας στη Συρία, προσπαθώντας, παράλληλα, να προωθήσει τα δικά του συμφέροντα.
Επικεντρώθηκαν στην οικοδόμηση
των δικών τους θεσμών και μιας οργανωμένης κοινωνίας με μια αποτελεσματική στρατιωτική
ισχύ, με πολλή πρόοδο και επιτεύγματα σε ορισμένους τομείς, συμπεριλαμβανομένων
την εκκοσμίκευση των νόμων, τα δικαιώματα των γυναικών, τη συμπερίληψη και συμμετοχή
γυναικών και θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων σε θεσμούς και κοινωνία.
Εφάρμοσαν, ωστόσο, κατασταλτική πολιτική εναντίον ανταγωνιστικών κουρδικών οργανώσεων
και, σε κάποιες περιπτώσεις, εναντίον πολιτών, κυρίως Αράβων.
Σε μια ευρύτερη διάσταση,
η επιχείρηση στο Αφρίν αντικατόπτρισε την αδυναμία όλων των δημοκρατικών και προοδευτικών
παραγόντων στη Συρία ενόψει της καταστροφής της συριακής επανάστασης από το καθεστώς
Άσαντ και τους συμμάχους του, και τη συνακόλουθη ανανεωμένη δύναμη αυτού του καθεστώτος,
το οποίο απέσπασε την αποδοχή από όλους τους διεθνείς παράγοντες.
Αυτό που χρειάζεται απεγνωσμένα
είναι η αλληλεγγύη ανάμεσα σε όλους τους επαναστάτες (Άραβες, Κούρδους, και από
όλες τις άλλες εθνικές μειονότητες) που αντιτίθενται στο καθεστώς Άσαντ και όλες
τις περιφερειακές και διεθνείς ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και υποστηρίζουν τους
αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη, τα δικαιώματα των γυναικών και των
καταπιεσμένων μειονοτήτων.
Γενικότερα, καμία λύση για
το κουρδικό ζήτημα και μια περιεκτική Συρία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την
αναγνώριση των Κούρδων ως κανονικού «λαού» ή «έθνους» στη Συρία και την παροχή
άνευ όρων υποστήριξης στην αυτοδιάθεσή τους στη Συρία και αλλού. Αυτό, ωστόσο, δε
δικαιολογεί τη μη άσκηση κριτικής στην οποιαδήποτε αρνητική πολιτική του PYD, και οποιουδήποτε άλλου κουρδικού
κόμματος.
Σε
σχέση με την προηγούμενη ερώτησή μου, πώς αξιολογείς τον αυξανόμενα επιθετικό ρόλο
του τουρκικού κράτους; Ποιος είναι ο κύριος στόχος του;
Συμπληρωματικά σε όσα απάντησα
στην πρώτη σου ερώτηση, η στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας εξυπηρέτησε εσωτερικούς
στόχους συνθλίβοντας το κουρδικό ζήτημα και ικανοποιώντας την τουρκική Ακροδεξιά
και τους ακραίους εθνικιστές. Επιπρόσθετα, καθώς η μάχη ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος
έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, οι Η.Π.Α. ανακοίνωσαν την προθυμία τους να αποσύρουν τις
δυνάμεις τους από τη Συρία, γεγονός που θα άφηνε στην Τουρκία την ευκαιρία να επέμβει
στρατιωτικά, όπως έκανε με το Αφρίν, στις βορειοανατολικές περιοχές της χώρας, οι
οποίες ελέγχονται από το PYD,
χωρίς αντίθεση από τις Η.Π.Α. Ο Ερντογάν έχει, στην πραγματικότητα, διακηρύξει
ότι οι τουρκικές δυνάμεις θα εντείνουν την επίθεσή τους εναντίον των Κούρδων
μαχητών του YPG
κατά
μήκος των συνόρων της Τουρκίας με τη Συρία και, αν χρειαστεί, στο βόρειο Ιράκ.
Η
Τουρκία, ωστόσο, είναι απλώς ένας από τους πολυάριθμους διεθνείς «παίκτες».
Κάποιοι εκ των υπολοίπων, συγκεκριμένα οι ΝΑΤΟϊκοί σύμμαχοι, κυρίως οι Η.Π.Α., η
Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο πρόσφατα εξαπέλυσαν εκτεταμένους αεροπορικούς βομβαρδισμούς
υποτίθεται για να πλήξουν χημικές εγκαταστάσεις σχετιζόμενες με τον Άσαντ. Πώς σχολιάζεις
τις ατζέντες των υπόλοιπων υπερδυνάμεων στη Συρία, με αφορμή αυτούς τους
βομβαρδισμούς;
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε
ότι, αν και υφίστανται αντιπαρατιθέμενα συμφέροντα ανάμεσα σε διεθνείς και περιφερειακές
δυνάμεις που επεμβαίνουν στη Συρία, κανένας από αυτούς τους παράγοντες δε νοιάζεται
για την εξέγερση ή για τους επαναστάτες. Αντιθέτως, έχουν επιχειρήσει να υπονομεύσουν
το λαϊκό κίνημα κατά του Άσαντ και έχουν επιτυχημένα εργαστεί για την ενδυνάμωση
των σεκταριστικών και εθνικών εντάσεων στη χώρα.
Οι δυνάμεις που επεμβαίνουν
είναι ενωμένες στην αντίθεσή τους στο λαϊκό αγώνα. Επιδιώκουν να επιβάλουν το status quo σε
βάρος των συμφερόντων των εργατικών και των λαϊκών τάξεων. Γι’ αυτό ακριβώς και
το να βλέπει κάποιος την επανάσταση στη Συρία μόνο υπό το πρίσμα του
καπιταλιστικού ανταγωνισμού και της γεωπολιτικής δυναμικής δεν αρκεί. Αυτό το πρίσμα
εγγενώς συσκοτίζει την πολιτική και κοινωνικο-οικονομική απογοήτευση του
συριακού πληθυσμού, οι οποίες πυροδότησαν την εξέγερση.
Σχετικά με τα πλήγματα σε
εγκαταστάσεις με χημικά όπλα που συνδέονται με τον Άσαντ. Δεν αναφέρθηκαν απώλειες,
κι οι περισσότερες εγκαταστάσεις είχαν εκκενωθεί λίγες μέρες πριν την επίθεση,
χάρη στις προειδοποιήσεις της Ρωσίας. Οι Η.Π.Α., το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία
δήλωσαν πως οι επιθέσεις δεν αποσκοπούσαν στο να παραλύσουν την άμυνα του
συριακού καθεστώτος ή να προκαλέσουν «αλλαγή
καθεστώτος». Μοναδικός τους προορισμός ήταν να αποτρέψουν τον Άσαντ από το
να χρησιμοποιήσει χημικά όπλα. Με άλλα λόγια, το καθεστώς του Άσαντ και οι σύμμαχοί
του μπορούν να συνεχίσουν τις σφαγές αμάχων με «συμβατικά όπλα».
Οι δυτικές δυνάμεις από την
αρχή της εξέγερσης ποτέ δεν επεδίωξαν τη ριζική αλλαγή στη Συρία. Τουναντίον, ήθελαν
μόνο επιφανειακή αλλαγή με την αντικατάσταση του επικεφαλής του καθεστώτος, αλλά
τη διατήρηση των δομών του. Απέτυχαν, ωστόσο.
Συμπερασματικά, αντιτίθεμαι
σε όλες τις ξένες επεμβάσεις και όλα τα αυταρχικά καθεστώτα, και υποστηρίζω τον
αγώνα των λαϊκών τάξεων για ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα.
Πώς
θα συνόψιζες τις μελλοντικές προοπτικές της δημοκρατίας «από τα κάτω» στη Συρία,
αν έχουν απομείνει κάποιες; Συνιστούν τη βασική προϋπόθεση για τον τερματισμό του
επταετούς εφιάλτη;
Κανείς δεν αρνείται ότι δε
βρισκόμαστε πλέον στο Μάρτιο του 2011 και πως η κατάσταση των δημοκρατικών και προοδευτικών
δυνάμεων είναι πολύ αδύναμη σήμερα στη Συρία. Οι επαναστατικές διαδικασίες είναι
μακροπρόθεσμα γεγονότα, χαρακτηριζόμενα από υψηλότερα και χαμηλότερα επίπεδα κινητοποίησης
σύμφωνα με το πλαίσιο. Χαρακτηρίζονται ακόμα και από περιόδους ήττας, αλλά δύσκολα
μπορούμε να πούμε πότε τελειώνουν. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως στη Συρία, όταν οι
συνθήκες που επέτρεψαν την έναρξη της εξέγερσης είναι ακόμα παρούσες, ενώ το
καθεστώς απέχει πολύ από το να βρει τρόπους να τις λύσει.
Αυτές οι συνθήκες, ωστόσο,
δεν αρκούν για να τις μετατρέψουν σε πολιτικές ευκαιρίες, ιδίως μετά από επτά χρόνια
ενός καταστροφικού και δολοφονικού πολέμου, συνοδευόμενου από μια γενική κόπωση
του συριακού πληθυσμού, που στη μεγάλη πλειονότητά του αποζητά να επιστρέψει σε
μια μορφή σταθερότητας στη χώρα. Οι συνέπειες του πολέμου και της καταστροφής θα
βαραίνουν πιθανότατα για χρόνια.
Μαζί μ’ αυτή την κατάσταση,
κανένα δομημένο αντιπολιτευόμενο σώμα με σημαντικό μέγεθος και ακολούθους δεν πρόσφερε
ένα περιεκτικό και δημοκρατικό πρότζεκτ, το οποίο θα μπορούσε να έχει απήχηση σε
μεγάλα τμήματα κοινωνίας, ενώ οι αποτυχίες των εξόριστων αντιπολιτευόμενων
ομάδων και των ένοπλων άφησαν έντονη απογοήτευση και πίκρα σε όσους συμμετείχαν
και/ή διάκειντο φιλικά προς την εξέγερση.
Το άλλο στοιχείο, το οποίο
θα μπορούσε, επίσης, να παίξει ένα ρόλο στη διαμόρφωση μελλοντικών γεγονότων, είναι
η εκτεταμένη καταγραφή της εξέγερσης. Έχει υπάρξει σημαντική ηχογράφηση, μαρτυρίες
και τεκμηρίωση του κινήματος διαμαρτυρίας, όσων ενεπλάκησαν και οι τρόποι των ενεργειών.
Η επαναστατική διαδικασία στη Συρία που ξεκίνησε το 2011 είναι μια από τις πλέον
καταγεγραμμένες. Αυτή η μνήμη θα παραμείνει και θα μπορούσε να εμπνεύσει και να
ενημερώσει μελλοντική αντίσταση. Οι πολιτικές εμπειρίες που έχουν συσσωρευτεί από
την αρχή της εξέγερσης δε θα εξαφανιστούν.
Υπάρχουν, πάντως, ακόμα μερικοί
θύλακες απομονωμένης αντίστασης σε κάποιες περιοχές, αλλά έχουν εξασθενήσει πολύ.
Επιπλέον, γίνονται μερικές προσπάθειες στην εξορία για το χτίσιμο δημοκρατικών και
προοδευτικών δικτύων.
Λαμβάνοντας
υπόψη τη συχνά συγκεχυμένη και περίπλοκη πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη Συρία,
πού πιστεύεις ότι ένα λειτουργικό διεθνές κίνημα αλληλεγγύης πρέπει να εστιάσει
τις προτεραιότητές του;
Πολλά μπορούν να γίνουν.
Νομίζω πως οι προοδευτικοί άνθρωποι πρέπει να κάνουν έκκληση για τον τερματισμό
του πολέμου, που προξένησε φρικτά βάσανα. Οδήγησε σε μαζικό εκτοπισμό ανθρώπων
εντός της χώρας και εκατομμυρίων εκτός ως προσφύγων. Ο πόλεμος στη Συρία ωφελεί
μόνο τις αντεπαναστατικές δυνάμεις σε όλες τις πλευρές. Τόσο από πολιτική, όσο και
από ανθρωπιστική σκοπιά, ο τερματισμός του είναι μια απόλυτη αναγκαιότητα.
Ομοίως, πρέπει να απορρίψουμε
όλες τις απόπειρες νομιμοποίησης του καθεστώτος Άσαντ, και να αντιταχθούμε σε όλες
τις συμφωνίες που το διευκολύνουν να διαδραματίσει τον οποιονδήποτε ρόλο στο
μέλλον της χώρας. Μια «λευκή επιταγή» στον Άσαντ σήμερα θα ενθαρρύνει μελλοντικές
προσπάθειες άλλων δεσποτικών και αυταρχικών κρατών να συνθλίψουν τους
πληθυσμούς τους, αν συμβεί να εξεγερθούν.
Πρέπει να εγγυηθούμε, επίσης,
τα δικαιώματα των πολιτών εντός της Συρίας, εμποδίζοντας, ιδίως, περισσότερους καταναγκαστικούς
εκτοπισμούς και διασφαλίζοντας τα δικαιώματα των προσφύγων (δικαίωμα επιστροφής,
δικαίωμα σε οικονομικές αποζημιώσεις σε περίπτωση καταστροφής των σπιτιών τους,
δικαιοσύνη για τις απώλειες των συγγενών τους κ.λπ.)
Ο Άσαντ και οι διάφοροι συνεργάτες
του καθεστώτος πρέπει να καταστούν υπόλογοι για τα εγκλήματά τους. Το ίδιο ισχύει
για τις ισλαμιστικές φονταμενταλιστικές και τζιχαντιστικές ομάδες, και τις
υπόλοιπες ένοπλες ομάδες.
Χρειάζεται να υποστηρίξουμε
τους δημοκρατικούς και προοδευτικούς παράγοντες και κινήματα ενάντια και στις δύο
πλευρές της αντεπανάστασης: το καθεστώς και τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές αντιπάλους
του. Πρέπει να χτίσουμε ένα ενωτικό μέτωπο βασισμένο στους αρχικούς στόχους της
επανάστασης: δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, λέγοντας «όχι» στο
σεκταρισμό και το ρατσισμό.
Χρειάζεται, βεβαίως, να αντιταχθούμε
σε όλους τους ιμπεριαλιστικούς και αυταρχικούς παράγοντες που επεμβαίνουν στη Συρία.
Στις χώρες της, η Αριστερά
διεθνώς πρέπει, επίσης, να αγωνίζεται:
Για το άνοιγμα των συνόρων
σε μετανάστες και πρόσφυγες, και ενάντια στην οικοδόμηση τειχών ή τη μετατροπή της
Ευρώπης σε φρούριο, το οποίο θα καταστήσει τη Μεσόγειο νεκροταφείο μεταναστών.
Εναντίον όλων των μορφών ισλαμοφοβίας
και ρατσισμού.
Εναντίον της συνεργασίας των
δυτικών κρατών με δεσποτικά καθεστώτα και το αποικιακό, ρατσιστικό κράτος-απαρτχάιντ
του Ισραήλ (στην τελευταία περίπτωση, να υποστηρίζει την εκστρατεία BDS).
Ενάντια σε περισσότερη «ασφάλεια»
και αντιδημοκρατικές πολιτικές στο όνομα του «πολέμου ενάντια στην
τρομοκρατία».
Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι
σ’ αυτό: η ατιμωρησία που παρέχεται στα συνεχιζόμενα δολοφονικά εγκλήματα του
δεσποτικού καθεστώτος του Άσαντ, με τη βοήθεια και/ή τη συνενοχή των διεθνών ιμπεριαλιστικών
δυνάμεων, ενθαρρύνει άλλους δικτάτορες και αυταρχικά καθεστώτα να καταστέλλουν βίαια
τους ανθρώπους τους. Αυτό αποτελεί επίσης μέρος μιας καθολικής τάσης του ολοκληρωτισμού
παρούσας παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων φιλελεύθερων δημοκρατιών σε δυτικές χώρες,
με την προέλαση και την εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού.
Ως
ακαδημαϊκός, συγγραφέας, σοσιαλιστής ακτιβιστής συριακής καταγωγής και ιδρυτής του
μπλογκ Syria Freedom Forever, πώς αντιλαμβάνεσαι την ευθύνη σου απέναντι
στους Σύρους;
Είναι σημαντικό για μένα να
συμμετέχω όσο περισσότερο μπορώ στην οικοδόμηση προοδευτικής γνώσης, ικανοτήτων
και δικτύων, ώστε, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να προκύψει κάτι θετικό για τις
συριακές λαϊκές τάξεις. Έχοντας συριακή καταγωγή αλλά όντας και διεθνιστής, γιατί
πιστεύω ότι οι αγώνες και οι μοίρες μας συνδέονται.
Πιστεύω πως στο σημερινό κόσμο,
το να είναι κάποιος σοσιαλιστής ακτιβιστής καθώς και ακαδημαϊκός σημαίνει να συνδυάζει
τη θεωρία και την πρακτική της διαρκούς κριτικής και την κινητοποίηση για μια κοινωνία
που σέβεται τα δημοκρατικά και τα κοινωνικά δικαιώματα. Κατανοώ αυτό τον αγώνα εντός
ενός πλαισίου οικουμενικών και ανθρωπιστικών αρχών.
Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο
δημιουργηθείς διαχωρισμός ανάμεσα στον σοσιαλιστή ακτιβιστή και τους ακαδημαϊκούς,
όπου διαγράφεται μια γραμμή, η οποία αντιμετωπίζει τους διανοούμενους ως τους πατριάρχες
και τους ακτιβιστές ως τις δύσμοιρες μάζες που έχουν απελπιστική ανάγκη καθοδήγησης,
δε θα έπρεπε να υπάρχει. Αντιθέτως, υφίσταται μια αληθινά διαλεκτική σχέση μεταξύ
των δύο που δεν πρέπει να απορρίπτεται ή να αγνοείται.
Ο ακτιβιστής/ακαδημαϊκός πρέπει
διαρκώς να αμφισβητεί τις κυρίαρχες ιδεολογίες, καθώς και τις προκαταλήψεις και
τις διακρίσεις που παράγονται από το σύστημα της κυρίαρχης εξουσίας. Ο ρόλος του
ακτιβιστή ακαδημαϊκού είναι να θέτει ενοχλητικά ερωτήματα, να έρχεται αντιμέτωπος
με την ορθοδοξία και το δόγμα, να είναι κάποιος που δεν μπορεί να αφομοιωθεί
εύκολα από κυβερνήσεις και εταιρείες, και του οποίου ο λόγος ύπαρξης είναι να
εκπροσωπεί όλους εκείνους τους ανθρώπους και τα ζητήματα που έχουν ξεχαστεί ή
υφίστανται διακρίσεις.
Υπό αυτή την έννοια, προσπαθώ
να μην περιορίζω την ακαδημαϊκή μου δουλειά στο ακαδημαϊκό περιβάλλον, αλλά να την
εντάσσω σε μια πολιτική προοπτική. Η δουλειά μου είναι να καλλιεργώ συζητήσεις και
αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε δημοκράτες και προοδευτικούς στη Συρία και να
προσπαθώ να μαθαίνω από τα μαθήματα της επαναστατικής διαδικασίας και τα λάθη
που διαπράττονται.
Γενικότερα, επιχειρώ μέσω
της δουλειάς μου να βοηθήσω, ως κομμάτι της προσπάθειάς μου να συμμετάσχω στον αγώνα
για μια δημοκρατική, κοσμική, ομοσπονδιακή Συρία, χωρίς διακρίσεις και με
αλληλεγγύη σε άλλους ανθρώπους στους αγώνες.
Ο Ζοζέφ Νταχέρ συμμετέχει
στην εκδήλωση-συζήτηση Επανάσταση
και Αντεπανάσταση στη Συρία, την οποία συνδιοργανώνουν η
Αναρχοσυνδικαλιστική Πρωτοβουλία Ροσινάντε, η Ανασύνθεση ΟΝΡΑ, η
Αντιεξουσιαστική Κίνηση Αθήνας, το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά
Δικαιώματα, η Δικτύωση για τη Ριζοσπαστική Αριστερά και το site elaliberta.gr την
Πέμπτη 26 Απριλίου, 19:00, στην ΑΣΟΕΕ.