«Ακτινογραφία»
μιας κοινωνίας, μιας σχέσης και ενός συστήματος υγείας σε ρήξη,
η νευρώδης ταινία της Γαλλίδας σκηνοθέτριας Κατρίν Κορσινί, Η
μεγάλη ρήξη, προβάλλεται στους
κινηματογράφους από την 1η
Δεκεμβρίου.
Συνομιλώντας
με την ανήσυχη δημιουργό.
Η
συμβολικά -αλλά και πολύ εύστοχα- τιτλοφορημένη πιο πρόσφατη ταινία σας, Η
μεγάλη ρήξη, περιστρέφεται γύρω από την έννοια της ρήξης: εντός της
κοινωνίας, μιας σχέσης, ενός συστήματος υγείας.
Πέραν
του πραγματικού περιστατικού από τη ζωή σας που «πυροδότησε» τη διαδικασία συγγραφής
του σεναρίου, υπήρξε και η
προαναφερθείσα έννοια σημείο εκκίνησης;
Είχα βεβαίως κατά νου αυτές
τις τρεις ρήξεις: του αγκώνα, της σχέσης ανάμεσα στο ζευγάρι και της κοινωνίας.
Ο όρος «κοινωνική ρήξη» δεν
είναι καινούριος. Είναι σχεδόν ειρωνικός, μιας κι εμφανίστηκε στην πολιτική και
τη μιντιακή σκηνή κατά τη διάρκεια της καμπάνιας για τις προεδρικές εκλογές του
1995, όταν έγινε το σλόγκαν του υποψηφίου Ζακ Σιράκ.
Ο συγκεκριμένος υποψήφιος
είχε υιοθετήσει τον όρο του Εμανουέλ Τοντ ο οποίος δεν είχε εμπλακεί στην προεκλογική
εκστρατεία και είχε αναλύσει τη δυσφορία στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας που είχε
παρατηρηθεί από το 1981.
Το
φιλμ εστιάζει σε ένα λεσβιακό ζευγάρι στα πρόθυρα του χωρισμού. Η Ραφ ιδίως, ένα
εξαιρετικά ανασφαλές άτομο του οποίου η συμπεριφορά συχνά απέχει λίγο από την
υστερία και τη νεύρωση, φαινομενικά «δανείζεται» πολλά από εσάς.
Είστε
εξίσου ανασφαλής και ιδιοσυγκρασιακή με εκείνη;
Ασφαλώς, ποτέ δε νιώθω αποδεκτή.
Το να γίνω σκηνοθέτρια υπήρξε ένα δύσκολο ταξίδι.
Ήθελα να γίνω ηθοποιός,
αλλά δεν είχα αυτοπεποίθηση. Αισθανόμουν ότι με κοίταζαν σαν ένα αντικείμενο,
δεν ήμουν ευθυγραμμισμένη με τα πρότυπα της ομορφιάς.
Κατόρθωσα να επεκταθώ και
να κάνω ταινίες, συχνά σεμνές, γιατί ένιωθα πως το να κάνω γύρισμα ήταν ήδη κάτι
εξωπραγματικό. Πιθανόν εξακολουθώ ακόμα να βιώνω τον θυμό και τη δυσφορία τού να
μην αισθάνομαι αποδεκτή.
Είμαι πολύ υπεύθυνη όταν κάνω
ένα φιλμ ώστε, για παράδειγμα, να μην υπερβώ τον προϋπολογισμό. Αλλά μπορεί και
να παρασυρθώ από τον πανικό όταν δεν παίρνω αυτό που θέλω. Φαίνομαι στέρεη, αλλά
έχω πολλές αμφιβολίες.
Από την άλλη, αν και μοιάζω
με τον χαρακτήρα -χωρίς φίλτρα-, δεν έχω κάποια διαστροφή. Το να είμαι, όμως, αυθόρμητη
μπορεί να προκαλέσει αστείες - και μερικές φορές όχι αστείες καταστροφές.
Ήθελα να δείξω τη δυσάρεστη
πλευρά των ανθρώπων που δημιουργούν και νομίζουν ότι βρίσκονται στο κέντρο των πάντων,
αλλά και να το διακωμωδήσω ώστε να μπορέσω να διακωμωδήσω και τους υπόλοιπους χαρακτήρες
της ταινίας.
Η νοσοκόμα Κιμ (μια εκπληκτική Aïssatou Diallo Sagna), από την άλλη,
μοιάζει να είναι η φωνή και το σώμα της κοινής λογικής,
της αξιοπρέπειας και της ανθρωπιάς.
Θα
θέλατε να αναφερθείτε πιο αναλυτικά στη δημιουργία του χαρακτήρα της και στην υπέροχη
ηθοποιό που τον ενσαρκώνει;
Ήταν ένας δευτερεύων χαρακτήρας,
αλλά στα πιο τρελά μου όνειρα ήλπιζα ότι, αν έβρισκα τον κατάλληλο άνθρωπο για να
την υποδυθεί, θα κατέληγε να είναι ο κεντρικός. Αντιπροσωπεύει το νοσοκομείο, το
οποίο είναι η «ψυχή» του φιλμ.
Είναι δύσκολο για μια μη ηθοποιό
να ανταγωνιστεί με ηθοποιούς τόσο δυνατούς όσο εκείνους που είχα στη διάθεσή
μου. Έπρεπε να βασιστώ στην εμπειρία της Aïssatou στην
τεχνογνωσία της, στην ικανότητά της ν’ ακούει, στην ανθρωπιά της.
Κατάφερα ακόμα και να κλέψω
μερικές λέξεις της για την κατάσταση στο νοσοκομείο.
Ήταν περιτριγυρισμένη από
πραγματικούς πάροχους φροντίδας, γεγονός το οποίο συνέβαλε στην αλήθεια του
χαρακτήρα της. Και κάποια στιγμή το θαύμα συνέβη, η ταινία εστίασε σ’ εκείνη και
ξέχασα τους βασικούς ηθοποιούς.
Επιπλέον, η Aïssatou Dialo Sagna, που συνεχίζει να εργάζεται στο νοσοκομείο,
είναι η ηρωίδα του επόμενου φιλμ μου.
Σε
αντίθεση με την Κιμ και το υπόλοιπο προσωπικό που προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο
ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, το δημόσιο σύστημα υγείας της Γαλλίας καταρρέει ταχύτατα-
και μου θυμίζει το κατασυκοφαντημένο ελληνικό.
Ποιος
ή -ακόμα καλύτερα- ποια πολιτική ευθύνεται γι’ αυτό το χάλι;
Είναι χρόνια λαθών.
Διάβασα πρόσφατα στον Le
Monde συνεντεύξεις
διαφορετικών υπουργών Υγείας κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια και νομίζω πως
καθένας εξ αυτών φέρει μερίδιο ευθύνης.
Ενώ είχαμε ένα εξαιρετικό
σύστημα υγείας, οι λομπίστες κατάφεραν να διαλύσουν ό,τι λειτουργούσε. Μας λείπουν
οι γιατροί εξαιτίας πολιτικών που επιβράδυναν την εκπαίδευσή τους διά της επιβολής
ενός αριθμητικού περιορισμού.
Τα Επείγοντα είναι θύματα
αυτής της κατάστασης: οι ασθενείς δεν έχουν πλέον γιατρούς και τα γεμίζουν πλήρως.
Με τη σειρά τους, τα Επείγοντα έχουν έλλειψη σε κλίνες λόγω έλλειψης προσωπικού.
Είναι ένα καλάθι γεμάτο τρύπες,
που οι πάροχοι φροντίδας προσπαθούν μάταια να μπαλώσουν.
Έπειτα
έχουμε τον Γιαν (έναν θυμωμένο, βουτηγμένο στο άγχος Pio Marmaï), προλετάριο οδηγό νταλίκας, μέλος του
κινήματος των «Κίτρινων Γιλέκων» και θύμα της αστυνομικής καταστολής.
Μιας
και αυτό το κίνημα αποτελείτο επίσης από κεντρώα, ακόμα και ακροδεξιά στοιχεία,
γιατί επιλέξατε να αποτυπώσετε τον μυθοπλαστικό του «εκπρόσωπο» έτσι; Ανανέωσαν
τα Κίτρινα Γιλέκα την πολιτική ζωή της Γαλλίας;
Η Γαλλία είναι μια χώρα όπου
η ανταρσία συχνά βοά. Τα Κίτρινα Γιλέκα ήταν ένα δημοφιλές κίνημα. Τα αριστερά κινήματα
έδειξαν ενδιαφέρον γι’ αυτό ίσως λίγο αργά.
Πρέπει να ειπωθεί ότι τα Κίτρινα
Γιλέκα δεν επιθυμούσαν την οποιαδήποτε πολιτική ανατροπή. Ήταν, ωστόσο, ένα πολύ
αλληλέγγυο κίνημα, πολύ χαρούμενο, που μίλησε για τη δυσφορία μιας Γαλλίας η
οποία δεν ακούγεται και υφίσταται διακρίσεις.
Όταν δεν έχεις άλλη επιλογή
από το να πάρεις το αμάξι σου, η τιμή της βενζίνης είναι σημαντική. Ήταν το κίνημα
των ανθρώπων που δεν μπορούν να ζήσουν με τη σύνταξή τους και δεν τη «βγάζουν»
μέχρι το τέλος του μήνα.
Σήμερα στη Γαλλία πολλοί άνθρωποι
-και μάλιστα νέοι- ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Για μένα, ο Γιαν αντιπροσωπεύει
κάποιον που συμμετέχει σε διαδήλωση στο Παρίσι για πρώτη φορά στη ζωή του, για να
κάνει τη φωνή του να ακουστεί. Είναι αφελής, αλλά θέλει να ακουστεί.
Μπορούμε να δούμε ότι η κατάσταση
επιδεινώνεται κι αυτό είναι τρομακτικό γιατί βοηθάει την ακροδεξιά.
Επιστρέφοντας
στην αφετηρία, πώς μια κατακερματισμένη, διχασμένη, «εξαρθρωμένη» κοινωνία -όπως,
για παράδειγμα, η σύγχρονη γαλλική- μπορεί να ανακτήσει μια αίσθηση συλλογικού εαυτού/σκοπού;
Εμπιστεύεστε
την πολιτική, με την ευρύτερη έννοια του όρου;
Δεν είμαι γαλήνια. Έχουμε υποδαυλίσει ις φλόγες του διχασμού. Τον αφήσαμε να συμβεί. Οι τελευταίες εκλογές μού άφησαν μια πικρή γεύση. Για πρώτη φορά, πραγματικά δίστασα να ψηφίσω.
Δε με ηρεμεί το να βλέπω
τόσο πολλούς ακροδεξιούς βουλευτές. Στ’ αλήθεια με φοβίζει το μέλλον.
Ελπίζω ότι η νεολαία θα ξυπνήσει
όπως ξέρει όταν το περιμένεις λιγότερο. Προς το παρόν, δεν το νιώθω από συλλογικής
άποψης, αλλά σε κατακερματισμένα κομμάτια της κοινωνίας. Καλό είναι αυτό, αρκεί
όμως ενόψει των κινδύνων που ελλοχεύουν;
Σε
ένα γενικότερο πλαίσιο, πολλές από τις ταινίες σας εξερευνούν τη γυναικεία επιθυμία
και σεξουαλικότητα, συχνά εντός ενός λεσβιακού συγκείμενου.
Νομίζετε
πως η φιλμική αναπαράσταση της γυναικείας σεξουαλικότητας έχει σταδιακά ωριμάσει
και γίνει πιο βαθιά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον λεγόμενο «καλλιτεχνικό» ευρωπαϊκό
κινηματογράφο;
Νομίζω πως ακόμα υπάρχουν
πολλές ταινίες με πολύ δυαδική, στερεοτυπική αποτύπωση της σχέσης ενός ζευγαριού.
Αλλά δεν έχω τόσο ευρεία εποπτεία, οπότε θα ήταν δήθεν ν’ απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση.
Από την άλλη, νιώθω ότι πολλά
κινούνται, αλλά προς το παρόν δεν μπορώ να «μετρήσω» αυτές τις αλλαγές. Στρέφω το βλέμμα μου πολύ σε άλλες χώρες.
Αυτό που με θλίβει είναι η
μοίρα των γυναικών σε πολλές χώρες στον κόσμο. Αυτό που μου δίνει ελπίδα είναι η
εξέγερση των γυναικών στο Ιράν. Τι κουράγιο! Τις θαυμάζω. Η καταπίεση των γυναικών είναι απαράδεκτη.
Ευχαριστώ
θερμά την Ευάννα
Βενάρδου, υπεύθυνη Τύπου της Weird
Wave, για την καθοριστική συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.
Η ταινία της Κατρίν Κορσινί
Η μεγάλη ρήξη προβάλλεται στους κινηματογράφους από την 1η
Δεκεμβρίου σε διανομή της Weird Wave.