Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Μάριος Πιπερίδης: «Με την κωμωδία μπορείς να σπρώξεις κάποια όρια δραματοποίησης»


Η παραβίαση των συνοριακών κανονισμών της Πράσινης Γραμμής από τον σκύλο Τζίμυ «πυροδοτεί» μια απρόσμενη φιλία ανάμεσα σε έναν Ελληνοκύπριο κι έναν Τουρκοκύπριο στην απολαυστική και πολιτικά αιχμηρή κωμωδία με δραματικά στοιχεία Αναζητώντας τον Χέντριξ του Κύπριου σκηνοθέτη Μάριου Πιπερίδη.

Συζητώντας μαζί του, με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας στους κινηματογράφους από τις 30 Μαΐου.

Ένας Ελληνοκύπριος, ο Γιάννης, κι ένας Τουρκοκύπριος, ο Χασάν, παρίες του κυπριακού ονείρου που ασφυκτιούν ονειρευόμενοι τη φυγή στην Ευρώπη, είναι, μαζί με τον Τζίμυ, οι πρωταγωνιστές της ταινίες σου. Γιατί θέλησες να αφηγηθείς την ιστορία δύο «μικρών» καθημερινών ανθρώπων;

Την περίοδο που ξεκίνησα να γράφω το σενάριο είχα πολλούς γνωστούς από το χώρο μας οι οποίοι ήταν σε φάση «να φύγουμε από την Κύπρο το γρηγορότερο».

Πολλοί πήγαν Ολλανδία, άλλοι Γερμανία ή Αγγλία. Δεν είχε δουλειές. Κάπως έτσι προέκυψε ο χαρακτήρας του αποτυχημένου μουσικού Γιάννη, που του φταίνε όλα κι όλοι εκτός από τον εαυτό του.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, φταίμε τους άλλους για ό,τι παθαίνουμε, και ως Έλληνες και ως Κύπριοι. Όλοι φταίνε εκτός από μας.

Ο άλλος κεντρικός χαρακτήρας, του Χασάν;

Ο Χασάν είναι ένας χαρακτήρας που πρώτη φορά βλέπουμε σε μίντια ή ταινίες. Συνήθως ο έποικος είναι ένας χαρακτήρας ταμπού, για τον οποίο δε μιλούνε πολλοί.

Κι αυτό είναι ένα τόλμημα του δικού σου φιλμ.

Υπάρχει ένας μεγάλο σύνολο ατόμων όπως ο Χασάν που είναι μόνο αριθμοί. Είναι 50.000, 70.000, 100.000, 150.000; Πάντα είναι αριθμοί.



Ποτέ δεν αποκτούν πραγματική ανθρώπινη υπόσταση είτε μιντιακά είτε κινηματογραφικά.

Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Χρησιμοποιούνται μονάχα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Πολλοί Ελληνοκύπριοι λένε: «Nα φύγουν όλοι». Πώς χειρίζεσαι αυτούς τους ανθρώπους, τι τους λες, όταν ήδη βρισκόμαστε στην τρίτη γενιά;

Σε κάποιον που μεγάλωσε στην Κύπρο λες: «Nα πας πίσω στη χώρα σου». Αλλά έχει μεγαλώσει εδώ. Οπότε πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο ανθρωπιστικό θέμα.

Για σένα πόσο δύσκολο ήταν να μπεις ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και άνθρωπος -κυρίως- στη θέση του «άλλου»;

Δεν ήταν εύκολο να γράψω το σενάριο και να αμφισβητήσω πολλά πράγματα με τα οποία μεγάλωσα και στο σχολείο και στο στρατό και μετά. Το «Δεν ξεχνώ» το έβλεπα στο τετράδιό μου κάθε μέρα, από πέντε μέχρι δεκαοκτώ χρονών.

Έπρεπε, λοιπόν, κι εγώ να δω την κατάσταση υπό ένα άλλο πρίσμα. Να παραδεχτώ ότι φταίμε σε κάποια πράγματα, πως έχουμε κάνει λάθη. Πού σταματάει το έγκλημα πολέμου και πού ξεκινάει η ανθρωπιά;

Θεωρώ πως κατάφερες να αποδώσεις και το συγκεκριμένο χαρακτήρα ισορροπημένα και με σεβασμό, όχι ως καρικατούρα ή σύμβολο.

Ακριβώς. Έπρεπε να υπερασπιστώ το χαρακτήρα του από την πλευρά του χαρακτήρα του.

Είναι, άλλωστε, εξίσου θύμα με τον οποιονδήποτε άλλο που βιώνει με το δικό του τρόπο ένα εγκλωβισμό άλλου τύπου.

Φυσικά. Κι εκείνος να έφταιγε όταν ήρθε το 1975, τι λες στα παιδιά ή τα εγγόνια του; Να πάνε πίσω; Όσο, μάλιστα, περνά ο καιρός, τόσο πιο δύσκολο γίνεται το πρόβλημα.

Με τον τρόπο της κωμωδίας θίγεις ισορροπημένα πλειάδα ευαίσθητων ζητημάτων όπως τα τραύματα της Ιστορίας, την πρόσληψη και τη βίωση της μνήμης και την προοπτική της συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων. Τι σε ελκύει στην -πολιτικοπoιημένη- κωμωδία;

Πόσο καιρό μπορείς να συζητάς το ίδιο πρόβλημα; Πόσο καιρό να συζητάς τις ίδιες διαπραγματεύσεις, να έχεις τις ίδιες ελπίδες και να μη γίνεται τίποτα; Ήταν ένας συνδυασμός απογοήτευσης και του «φτάνει πλέον».

Με την κωμωδία μπορείς να σπρώξεις κάποια όρια δραματοποίησης, γιατί υπάρχει μια δόση υπερβολής. Οπότε, χρησιμοποιώντας αυτή την υπερβολή μπορείς να πεις κάποια πράγματα για την κατάσταση του Κυπριακού στην παρούσα φάση.

Με την κωμωδία, εξάλλου, έχεις μεγαλύτερη ελευθερία να δημιουργήσεις καταστάσεις που μπορεί να μην είναι τόσο αληθοφανείς, αλλά μέσω αυτών να περάσεις ορισμένα μηνύματα.

Με λιγότερο βαρύ ή βαρύγδουπο τρόπο.

Με ψυχαγωγικό. Να δει κάποιος την ταινία που δεν ξέρει τίποτα για το Κυπριακό.

Είχες πολλές «μπανανόφλουδες» που έπρεπε να αποφύγεις, και δε γλίστρησες σε καμία, εκτιμώ.

Έπρεπε να προσεγγίσω την Ιστορία και τις σχέσεις των κοινοτήτων χωρίς να γίνω διδακτικός, χωρίς να γίνεται η ταινία ντοκιμαντέρ. Να πω όλη αυτή την ιστορία μέσα από το εύρημα της απώλειας του σκύλου κάποιου. 



Επιστρέφοντας, λοιπόν, στον σκύλο, ήταν ο καταλύτης ή το κοινό «νήμα» που συνέδεε τους χαρακτήρες και τις επιμέρους ιστορίες;

Ήταν αυτός που δημιουργεί όλο αυτό το πρόβλημα χωρίς να φταίει. «Δένει» τους χαρακτήρες μαζί. Δεν τον ενδιαφέρει αν υπάρχουν σύνορα, τι θρησκεία έχεις, τι γλώσσα μιλάς, είναι ανέμελος και ελεύθερος. Είναι κάπως αμοράλ χαρακτήρας.

Ίσως όχι και τόσο. Μάλλον έχει ξεπεράσει με μη συνειδητό τρόπο κάποιους φραγμούς που θέτουν οι άνθρωποι στους εαυτούς τους. Τον ζηλεύεις καμιά φορά έναν τέτοιο χαρακτήρα;

Καμιά φορά είναι ωραίο να μην καταλαβαίνεις τα προβλήματα που δημιουργείς, να ζεις στον κόσμο σου, βασικά. (Γέλιο)

Οι ηθοποιοί με τους οποίους επέλεξες να συνεργαστείς στην ταινία συνέβαλαν με τον τρόπο τους στην υλοποίηση του εγχειρήματος;

Πολύ. Είχαμε συζητήσεις. Με τον Αδάμ Μπουσδούκο, ειδικά, είχα και περισσότερο χρόνο. Δουλέψαμε μαζί. Και με την Βίκυ Παπαδοπούλου. Αλλά και με τον Όζγκιουρ Καραντενίζ και τον Φάτιχ Αλ, που υποδύεται τον Χασάν. Δώσανε πάρα πολλά.

Φαντάζομαι κι από δικά τους βιώματα.

Είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία και πολλή ελευθερία στα γυρίσματα, αν και ο χρόνος ήταν πιεσμένος. Δεν κάναμε σχεδόν καμία πρόβα όλοι μαζί. 



Η Λευκωσία ως πόλη λειτουργεί, επίσης, ως χαρακτήρας. Εκεί έχεις γεννηθεί;

Ναι, κατάγομαι από τη Λευκωσία. Την περπάτησα πολύ, ειδικά τώρα, πριν την ταινία. Η παλιά πόλη αλλάζει συνέχεια. Είναι η μοναδική στον κόσμο που είναι χωρισμένη στα δύο. Δεν ξέρω πού αλλού θα μπορούσε να γυριστεί η ίδια ταινία.

Υπήρξαν προβλήματα γραφειοκρατικού τύπου λόγω των γυρισμάτων;

Χρειαζόμασταν άδειες από την Αστυνομία, το Δημαρχείο, από το Στρατό, τα Ηνωμένα Έθνη, αλλά γενικά είχαμε καλή ανταπόκριση. Μας βοήθησαν, απλώς ήταν πολύ περιορισμένος ο χρόνος για τα γυρίσματα.

Για μένα, το Αναζητώντας τον Χέντριξ αποτελεί, κατά μία έννοια, την καλύτερη ταινία που δεν έχει γυρίσει ο Φατίχ Ακίν τα τελευταία αρκετά χρόνια. Σε ποιο βαθμό σε έχει επηρεάσει η γραφή του;

Είναι μεγάλη τιμή μου να με συγκρίνουν είτε είναι καλός είτε κακός. Τώρα, υποσυνείδητα πώς επηρεάστηκα; Παρακολουθώ τις δουλειές του από παλιά, αλλά σίγουρα επηρεάζεσαι από πολλές καταστάσεις και δημιουργούς.

Ο κυπριακός κινηματογράφος δε μας έχει συνηθίσει σε τόσο άρτιες δουλειές όπως η δικιά σου ή της Τώνιας Μισιαλή. Ποιες δυσκολίες και προκλήσεις αντιμετωπίζεις ως κυπριακής καταγωγής σκηνοθέτης τόσο εγχωρίως όσο και διεθνώς;

Το υπόβαθρό μου είναι η παραγωγή. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζεις παντού είναι παρόμοιες. Και οι Γερμανοί και οι Γάλλοι σκηνοθέτες έχουν πρόβλημα με τα λεφτά.

Εμείς κάνουμε μία με τρεις ταινίες το χρόνο, συνεπώς η εμπειρία μας είναι περιορισμένη. Ελπίζω τα επόμενα χρόνια να γίνονται τέσσερις με πέντε. Αν γυρνάς, όπως προηγούμενοι, μια ταινία κάθε δέκα χρόνια, είναι δύσκολο να μαθαίνεις και να καλυτερεύεσαι.

Η πιο πολλή δουλειά πρέπει, ωστόσο, να γίνει στο σενάριο. Να έχεις μια καλή ιδέα που να μπορείς να αναπτύσσεις στο πλαίσιο ενός σωστού σεναρίου. 



Που βραβεύτηκε, άλλωστε, από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.

Τώρα βλέπω κι εγώ τα προβλήματα της ταινίας και σεναριακά και σκηνοθετικά. Ελπίζω να βελτιώνομαι κάθε φορά. Το πρόβλημα της Κύπρου είναι ότι δε δουλεύονται τα σενάρια όσο πρέπει. Αν υπήρχε μια φόρμουλα, όλοι θα κάναμε επιτυχίες.

Η ταινία σου έχει ταξιδέψει σε Ευρώπη και Η.Π.Α. Τη χαίρονται ως ένα φιλμ με στρωτή αφήγηση, καλογραμμένο σενάριο και ενδιαφέροντες χαρακτήρες ή τη συνδέουν με το Κυπριακό και ρωτάνε σχετικά;

Σε ένα πρώτο επίπεδο, την απολαμβάνουν ως μια ψυχαγωγική, “feelgood” ταινία.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, μπαίνουν λίγο πιο βαθιά στην πολυπλοκότητα του Κυπριακού. Πολλοί μου είπαν ότι θα διαβάσουν περισσότερα. Γενικά, όμως, ήταν θετικοί.

Κατανοούν, επίσης, πόσο τους αφορά μια ταινία που πραγματεύεται το θέμα των συνόρων, των ξένων στον τόπο που ζουν οι ίδιοι. Είναι παγκόσμιο θέμα το πώς κλείνουμε τα σύνορα, τους εαυτούς μας μέσα στις χώρες μας.

Επειδή δεν πρόκειται για εθνοκεντρική ή «εθνοπρεπή» ταινία που δικαιώνει την κυρίαρχη ελληνοκυπριακή αφήγηση, έχει ενοχλήσει στην Κύπρο;

Από την αρχή δεν ήθελα να πάρω την οποιαδήποτε θέση. Ήθελα να πω την ιστορία από μια “birds eye view”. Αντιδράσεις υπήρξαν και στα social media όταν βγήκε το τρέιλερ. Πολλοί είπαν ότι επρόκειτο για προπαγάνδα ή γιατί χρηματοδοτείται.

Πολλοί την είδαν μετά, κι είπαν πως πράγματι είναι καλή, παραδεχόμενοι το λάθος τους.

Σε κάθε περίπτωση, εύχομαι να μαθευτεί και να συζητηθεί, ακόμα κι αν ενοχλήσει. Αυτό είναι προτιμότερο από τα να «θαφτεί», για μένα.

Και για μένα!

Photo credit (Μάριος Πιπερίδης): Mustafa Önder.

Η ταινία του Μάριου Πιπερίδη Αναζητώντας τον Χέντριξ προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 30 Μαΐου σε διανομή της Seven Films.

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Veit Helmer: «Όποτε χρησιμοποιείς διάλογο σε μια ταινία, η μαγεία του σινεμά χάνεται»


Ο Ζακ Τατί «συναντά» τον Άκι Καουρισμάκι στο διακριτικά χιουμοριστικό και χωρίς διαλόγους ηθογραφικό δράμα με κωμικά στοιχεία του Γερμανού Veit Helmer Το σουτιέν. Με επίκεντρο την ιστορία του μοναχικού οδηγού τρένου Νουρλάν (Μίκι Μανόλοβιτς), η ταινία είναι μια οπτική απόλαυση.

Συνομιλώντας με τον σκηνοθέτη με αφορμή την προβολή του φιλμ του στους κινηματογράφους από τις 23 Μαΐου.

Πώς προέκυψαν το εύρημα του σουτιέν, καθώς και οι τοποθεσίες, που κι αυτές λειτουργούν ως χαρακτήρες;

Η αρχική έμπνευση προήλθε πέντε χρόνια πριν από την τοποθεσία, μια γειτονιά στην πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν, το Μπακού, η οποία επρόκειτο να κατεδαφιστεί.

Η γειτονιά αυτή δεν είχε δρόμους, οπότε τα σπίτια μπορούσαν να προσεγγιστούν μόνο μέσω των σιδηροδρομικών γραμμών.

Έμοιαζε με ήσυχο μέρος, αλλά τρεις-τέσσερις φορές τη μέρα ή νύχτα τεράστια τρένα περνούσαν προκαλώντας διαολεμένο θόρυβο. Όταν έφευγαν, όλα γίνονταν πάλι ήσυχα. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο στη ζωή μου! Υπήρχε τόσο πολύ οπτικό δράμα σ’ αυτό.

Σε είχε συνεπάρει.

Με είχε συνεπάρει, γιατί ήξερα ότι θα με οδηγούσε σε ένα πολύ καλό κινηματογραφικό δράμα.



Διαισθάνθηκες, λοιπόν, πολλές κινηματογραφικές δυνατότητες στο περιβάλλον και τους ανθρώπους.

Πυροδότησαν τη φαντασία μου, και πολύ γρήγορα σκέφτηκα την ιδέα του οδηγού του τρένου. Αν θες να αφηγηθείς την ιστορία ενός άγνωστου μέρους, ο καλύτερος τρόπος είναι υπό το πρίσμα ενός ξένου.

Αλλά στη γειτονιά ποτέ δεν υπάρχουν ξένοι. Ούτε καν οι ταξιτζήδες δεν την ξέρουν.

Η δραματουργική ερώτηση ήταν τι θα τον έκανε να επιστρέψει εκεί. Επινόησα, έτσι, τη ρουτίνα του- ενός ανθρώπου με γερμανικά χαρακτηριστικά, κατά κάποιο τρόπο, που καθαρίζει εθελοντικά το τρένο κι επιστρέφει τα χαμένα αντικείμενα στους ιδιοκτήτες τους.

Το σουτιέν είναι το πιο δελεαστικό και ντελικάτο αντικείμενο, που θα έκανε την ιστορία πιο ενδιαφέρουσα.

Δημιουργεί, εξάλλου, ένα αποτελεσματικό κοντράστ με το μοναχικό χαρακτήρα του οδηγού.

Και τον αλλάζει. Στην αρχή μοιάζει μοναχικός, αλλά εργάζεται ακόμη, αργότερα θα συνταξιοδοτηθεί. Το σουτιέν φαντάζει...

...Σαν τον καταλύτη σε μια αφύπνιση.

Ή το δόλωμα για να βρει ένα καινούριο νόημα στη ζωή. Στο χωριό όλοι είναι παντρεμένοι, τα εγγόνια ψαρεύουν με τους παππούδες τους, κάτι του λείπει. Κατά κάποιο τρόπο, ακολουθεί το σουτιέν, και το νόημα του σουτιέν εξαρτάται από το τι βλέπει σ’ αυτό. 



Με συνάρπασε η κινηματογραφική γλώσσα σου: καθόλου διάλογος, μόνο φυσικοί ήχοι και μουσική. Γιατί;

Για να είμαι ειλικρινής, η αληθινή καλλιτεχνική ταινία και ο διάλογος δεν μπορούν πραγματικά να συνδεθούν. Είναι σαν δύο στοιχεία που το ένα δεν αρέσει στο άλλο, όπως το λάδι και το ξύδι.

Ο διάλογος ταιριάζει πιο πολύ στο θέατρο, νομίζω. Όποτε αρχίζεις να χρησιμοποιείς διάλογο σε μια ταινία, η μαγεία του σινεμά χάνεται. Είμαστε, όμως, τόσο συνηθισμένοι στο διάλογο, χάνοντας όλα αυτά τα στοιχεία της οπτικής αφήγησης.

Για μένα αποτελεί πρόκληση και αποστολή το να επαναφέρω την οπτική μαγεία στα φιλμ. Είναι μια πολύ πιο δύσκολη και πολύπλοκη διαδικασία από το να γράφω απλώς διαλόγους.

Συνιστά ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση και για τον θεατή, αμφισβητεί την αντίληψη που έχει για την παρακολούθηση ταινιών.

Ισχύει αυτό. Το κοινό χρειάζεται να είναι πιο προσεκτικό, γιατί η ιστορία δεν είναι «προμαγειρεμένη», είναι πιο «ωμή» κι απαιτεί την εμπλοκή σου. Πρέπει να «διαβάσεις» τις εικόνες. Για κάποιους θεατές, η παρακολούθηση ήταν σαν πνευματική εμπειρία.

Από τη στιγμή, επίσης, που δεν υπάρχει διάλογος, ο ήχος γίνεται πιο σημαντικός, και τον χρησιμοποιώ με ένα πολύ ενεργητικό τρόπο. Δεν είναι εικονογράφηση φόντου, αλλά ένα κυρίαρχο ατμοσφαιρικό αφηγηματικό στοιχείο.



Κι οι ηθοποιοί σε μια ταινία όπως η δικιά σου έχουν πολύ πιο απαιτητικό ρόλο, πρέπει να είναι ακόμα πιο πειστικοί στην αποτύπωση των χαρακτήρων τους.

Όλοι οι ηθοποιοί είναι επαγγελματίες εκτός από το αγοράκι, το οποίο ανακάλυψα στη γειτονιά. Πιστεύω ότι το 90% της σκηνοθεσίας γίνεται αν έχεις επιλέξει τους κατάλληλους ηθοποιούς.

Καταβάλλω, λοιπόν, πολλή προσπάθεια στην αναζήτηση, τη διεξαγωγή οντισιόν και την επιλογή του cast. Αν αυτό επιτευχθεί, ως σκηνοθέτης χρειάζεται να δώσεις πολύ λίγες κατευθυντήριες γραμμές στη διάρκεια των γυρισμάτων.

Το πλεονέκτημα ενός φιλμ χωρίς διαλόγους είναι πως μπορείς να κάνεις casting ηθοποιών από όλο τον κόσμο. Γι’ αυτή την ταινία έκανα οντισιόν σε δέκα χώρες.

Το πιο σημαντικό για μένα ήταν οι ηθοποιοί να κάνουν τις λιγότερες δυνατές σωματικές κινήσεις, γιατί η κάμερα μπορεί να «δει» κάθε συναίσθημά τους, αν εκείνοι το βιώνουν. Δεν τους ήταν εύκολο, αλλά ήμουν τυχερός που με εμπιστεύτηκαν.

Όσον αφορά στον αγαπημένο Μίκι Μανόλοβιτς, τον πρωταγωνιστή;

Ο Μίκι Μανόλοβιτς ήταν σημαντικός ως κάποιος που ανοίγει πόρτες. Έχει μια αθώα και γοητευτική ποιότητα. Κατά κάποιο τρόπο, είναι σαν άγγελος. Δε θα μπορούσα να σκεφτώ κάποιον άλλο ηθοποιό για το συγκεκριμένο ρόλο. 



Τι απέγιναν οι κάτοικοι της περιοχής αφότου κατεδαφίστηκε η γειτονιά;

Το μέρος δεν ήταν ασφαλές, οπότε η μόνη λύση ήταν η μετεγκατάσταση των κατοίκων. Ήταν δυστυχείς μ’ αυτό, γιατί ζούσαν εκεί επί τριάντα χρόνια κι ήταν πολύ κεντρικά. Μπορείς, λοιπόν, να πεις ότι πρόκειται για μια διαδικασία «εξευγενισμού».

Νομίζω, όμως, πως η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν τους αποζημίωσε με αρκετά δίκαιο τρόπο, ώστε να χτίσουν καινούρια σπίτια κι επέλεξαν να μετακομίσουν στην ίδια γειτονιά, για να συνεχίσουν να ζουν μαζί.

Πολλές γειτονιές στο Μπακού υποβάλλονται, πάντως, σε αντίστοιχη διαδικασία, γεγονός με το οποίο δε συμφωνώ. Οι τουρίστες δε θα πήγαιναν εκεί για να δουν ουρανοξύστες στο στιλ του Ντουμπάι.

Το ίδιο συμβαίνει και στην Τιφλίδα, την πρωτεύουσα της Γεωργίας, την οποία επισκέφτηκα προ ετών.

Η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν δεν ήθελε να γυρίσουμε την ταινία, και κάθε μέρα μάς σταματούσε η Αστυνομία. Ολοκληρώσαμε το φιλμ στην Τιφλίδα. Εκεί γυρίσαμε σκηνές που δε θα μας είχαν επιτρέψει να γυρίσουμε στο Αζερμπαϊτζάν.

Οι κάτοικοι της γειτονιάς αντιμετώπισαν το συνεργείο και την προοπτική των γυρισμάτων με απροθυμία ή περιέργεια;

Ήταν κάπως έκπληκτοι, γιατί δεν μπορούσαν να δουν κάποια μαγεία στην περιοχή τους. Κάποιοι υποψιάζονταν ότι γυρίζαμε μια πορνογραφική ταινία, γιατί διαρκώς τοποθετούσαμε τα σουτιέν έξω από τα σπίτια.

Αλλά μιας και το αγοράκι ήταν από τη γειτονιά κι ο πατέρας του μια αξιοσέβαστη φιγούρα, αυτό τους έπεισε πως γυρίζαμε ένα σοβαρό καλλιτεχνικό φιλμ. Πιο πολύ μας ειδοποιούσαν πότε ερχόταν η Αστυνομία, παρά μας δημιουργούσαν προβλήματα.

Στην ταινία σου εκτίμησα, επίσης, τη λεπτή και συγκινητική αίσθηση του χιούμορ. Χαρακτηρίζει την προσέγγισή σου στη δημιουργία φιλμ ή προέκυψε και από την αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους και τα ποικίλα περιβάλλοντα;

(Παύση) Δεν είμαι σίγουρος αν έχω μια ξεκάθαρη απάντηση. Προκύπτει με οργανικό τρόπο. Μου αρέσει να υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα στην τραγωδία και την κωμωδία. Δε χρειάζεται να κατατάξω τον εαυτό μου σε κάποιο είδος.

Σε κάθε θλιμμένη ιστορία είναι απαραίτητο το «καρύκευμα» του χιουμοριστικού στοιχείου. Ίσως τα κωμικά στοιχεία προσφέρουν κάποια ανακούφιση στον μοναχικό οδηγό κατά την ατέρμονη αναζήτησή του.

Η ταινία του Veit Helmer Το σουτιέν προβάλλεται από τις 23 Μαΐου στους κινηματογράφους σε διανομή της Filmtrade.

Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

Clare Mackintosh: «Βρίσκω ενδιαφέρον να εξερευνώ τους φόβους των ανθρώπων»


Πρώην αστυνομικός, σύμβουλος social media και δημοσιογράφος, η Βρετανίδα Clare Mackintosh είναι ένα από τα ανερχόμενα «αστέρια» της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας.

Πρόσφατα επισκέφτηκε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, προκειμένου να παρουσιάσει τη δουλειά της και να συνομιλήσει με το κοινό. Συναντηθήκαμε στην Αθήνα.

Αστυνομικός, δημοσιογράφος, σύμβουλος social media, συγγραφέας: η επαγγελματική σας διαδρομή υπήρξε ασυνήθιστη. Τι σας ώθησε στη συγγραφή;

Πάντα ήθελα να γράφω, αλλά ποτέ δε θεώρησα τη συγγραφή καριέρα. Όταν έφυγα από την Αστυνομία, κυρίως για να περάσω χρόνο με τα παιδιά μου, χρειαζόταν να βγάζω λεφτά και το γράψιμο ήταν κάτι που μπορούσα να κάνω από το σπίτι.

Άρχισα, λοιπόν, να προωθώ γραπτά μου σε εφημερίδες και περιοδικά, χωρίς να έχω εμπειρία ως δημοσιογράφος ή επαφές. Ήμουν, όμως, αποφασισμένη, κι έτσι ξεκίνησα να γράφω για εκδόσεις. Το κοινό νήμα είναι η αφήγηση ιστοριών- πραγματικών ιστοριών κι όχι επινοημένων.

Όπως στην Αστυνομία έλεγα τις ιστορίες θυμάτων και δραστών αδικημάτων, έτσι και ως δημοσιογράφος αφηγούμουν τις ιστορίες των ανθρώπων από τους οποίους έπαιρνα συνέντευξη.

Ταυτόχρονα άρχισα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα Σ’ άφησα. Έκτοτε υπήρξα πολύ τυχερή που κατάφερα να εργαστώ ως μυθιστοριογράφος πλήρους απασχόλησης.

Θεωρείτε, λοιπόν, τον εαυτό σας αυτοδίδακτο, κατά κάποιο τρόπο;

Ποτέ δεν παρακολούθησα μαθήματα δημιουργικής γραφής, οπότε υποθέτω ότι είμαι αυτοδίδακτη. Μόνο που ως συγγραφέας μαθαίνεις κυρίως μέσω της ανάγνωσης, νομίζω. Διαβάζω εμμονικά, πάντα έχω ένα βιβλίο μαζί μου.

Όσο περισσότερο διαβάζω, τόσο περισσότερα μαθαίνω για τη συγγραφή. 



Ποια λογοτεχνικά είδη ή συγγραφείς εκτιμάτε περισσότερο;

Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς αλλάζουν συνέχεια, και δεν περιορίζομαι σε ένα είδος. Νομίζω πως μια καλή ιστορία είναι μια καλή ιστορία είτε πρόκειται για αστυνομικό είτε για αισθηματικό μυθιστόρημα.

Με ελκύουν βιβλία που έχουν πολύ δυνατούς χαρακτήρες. Δε χρειάζεται να μου αρέσουν, αλλά θέλω να παρακολουθήσω την ιστορία τους. Λατρεύω την Κέιτ Άτκινσον, για παράδειγμα.

Η επιλογή σας να γράφετε αστυνομικά μυθιστορήματα συνδέεται με την προηγούμενη επαγγελματική σας εμπειρία ή με την προτίμησή σας να διαβάζετε και τέτοιου είδους βιβλία;

Δεν ισχύει κανένα από τα δύο, στην πραγματικότητα. Είναι επειδή με τραβάει αυτό που συμβαίνει στους ανθρώπους μετά από μια αγχωτική κατάσταση, που συχνά περιλαμβάνει τη διάπραξη ενός εγκλήματος.

Το βρίσκω επίσης ενδιαφέρον να εξερευνώ τους φόβους των ανθρώπων και να τους βλέπω να ωριμάζουν ως αποτέλεσμα της διαχείρισης των φόβων τους.

Τα τρία πρώτα βιβλία μου επικεντρώνονται στο έγκλημα, αλλά το επόμενο, που βγαίνει στη Μεγάλη Βρετανία τον Ιούνιο, δεν περιλαμβάνει καθόλου έγκλημα. Το πέμπτο μου μυθιστόρημα θα εκδοθεί το 2020. Και τα δύο έχουν να κάνουν με τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε κρίσεις.

Αντλείτε, ωστόσο, έμπνευση και υλικό από την εμπειρία σας ως αστυνομικός.

Κάθε συγγραφέας χρησιμοποιεί την εμπειρία του. Το πρώτο μου μυθιστόρημα είναι εμπνευσμένο από πραγματικό γεγονός.

Προσωπικά θεωρώ ότι είναι το πιο δυνατό από όσα έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά μέχρι στιγμής.

Πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια εξερεύνηση της θλίψης και της συμφιλίωσης με το παρελθόν. Ο καταλύτης ήταν ένα πραγματικό περιστατικό, αλλά αυτό ήταν μόνο η αφετηρία.



Το δεύτερο μυθιστόρημά σας, Σε είδα, είναι πραγματικά ευρηματικό και σύγχρονο ως προς τις ανησυχίες του. Σας απασχολεί το ζήτημα της λανθασμένης χρήσης ή της κατάχρησης των social media και των νέων τεχνολογιών;

Δημιουργούμε αυτές τις απίστευτες τεχνολογίες κι είναι σαν παριστάνομαι λιγάκι τον Θεό. Όταν πια τις δημιουργήσουμε, δεν μπορούμε να τις «ξεδημιουργήσουμε».

Η τεχνολογία, όμως, δίνει στους εγκληματίες δυνατότητες να διαπράξουν εγκλήματα που δεν υπήρχαν καν είκοσι χρόνια πριν, και η Αστυνομία με τη σειρά της πρέπει να δημιουργήσει τεχνολογίες για να πολεμήσει αυτό το φαινόμενο. Πρόκειται για ένα διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στη γάτα και το ποντίκι.

Έτσι νιώθεις συγγράφοντας ένα μυθιστόρημα, παίζεις το ίδιο παιχνίδι με τον αναγνώστη. Θέλεις να του δώσεις ένα κομματάκι, να τον οδηγήσεις σε ένα μονοπάτι, και μετά να του το πάρεις και να τον στρέψεις προς μια διαφορετική κατεύθυνση.

Και το κάνετε δεξιοτεχνικά, συντηρώντας την αίσθηση της έκπληξης, ιδίως στο πρώτο μυθιστόρημα.

Ήθελα να «παίξω» με τις προκαθορισμένες αντιλήψεις του αναγνώστη. Σε κανένα σημείο του βιβλίου δεν ψεύδομαι ως προς την ταυτότητα του κεντρικού χαρακτήρα. Αυτό, όμως, απαίτησε πολλή δουλειά σε εγκληματολογικό επίπεδο.

Επιστρέφοντας στο δεύτερο μυθιστόρημά σας, και σε σχέση με τη χρήση των social media, νομίζετε ότι ο λεγόμενος «δυτικός» κόσμος είναι ένα μοναχικό μέρος;

Είναι ενδιαφέρον πως είμαστε μόνοι περιτριγυριζόμενοι από ανθρώπους. Κάποιες φορές λέμε στον εαυτό μας ότι δεν είμαστε επειδή κάνουμε chatting, αλλά δεν πρόκειται για αυθεντικές σχέσεις. Στη σημερινή κοινωνία δε συνδεόμαστε με τους ανθρώπους όπως συνέβαινε πριν από χρόνια, τα πάντα έχουν γίνει επιφανειακά.

Και εικονικά.

Απολύτως! Οι διαδικτυακές φιλίες μπορεί να γίνουν πολύ βαθιές και σημαντικές.

Αλλά και επικίνδυνες, κάποιες από αυτές.

Πράγματι χρειάζεται να είμαστε προσεκτικοί.

Ως μητέρα ανησυχείτε ακόμα περισσότερο.

Είμαι εντελώς παρανοϊκή. Είμαι πολύ αδιάκριτη, γιατί τα παιδιά μου είναι πολύ νεαρής ηλικίας, και θέλω να είμαι εκεί, σε περίπτωση που υπάρξουν προβλήματα: να τα βοηθήσω να χρησιμοποιούν τα social media με ασφάλεια.

Πώς ερμηνεύετε τη δημοφιλία των αστυνομικών μυθιστορημάτων παγκοσμίως;

Αξιοποιούν τους φόβους μας. Μας αρέσει η αίσθηση τού να τρομάζουμε τον εαυτό μας και έπειτα, έχοντας διαβάσει μια σελίδα, να επιστρέφουμε στην κανονική ζωή μας.

Μας παρέχουν ένα ασφαλές μέρος να εξερευνήσουμε όσα μας τρομάζουν και να αναρωτηθούμε τι θα κάναμε σε μια αντίστοιχη κατάσταση.

Είναι επίσης ένα είδος που αντικατοπτρίζει την κοινωνία αντικρίζοντας με προσιτό τρόπο ορισμένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα: τη μεταχείριση των γυναικών, την έλλειψη στέγης, τη μετανάστευση.

Χωρίς την αστυνομική λογοτεχνία θα απομέναμε με μη προσιτά λόγια μυθιστορήματα.

Οι γυναικείοι χαρακτήρες κυριαρχούν στα μυθιστορήματά σας- ως θύματα, δράστες, ή και τα δύο.

Μου αρέσει να συνθέτω γυναικείους χαρακτήρες, να γράφω για καθημερινές γυναίκες. Όχι για γυναίκες με ξεχωριστές ικανότητες, γιατί ξέρω ότι θα νικήσουν.

Οι καθημερινές γυναίκες, από την άλλη, πρέπει να «σκάψουν» βαθιά μέσα τους για να βρουν τη δύναμη να ξεπεράσουν τις δυσκολίες.

Θα μπαίνατε στον πειρασμό να καταπιαστείτε με περισσότερο πολιτικής φύσης θέματα στις επόμενες δουλειές σας;

Το επόμενο βιβλίο μου αφορά σε ένα ζευγάρι που διαφωνεί σχετικά με τη θεραπευτική αγωγή την οποία πρέπει να ακολουθήσει ο γιος τους, ενώ το πέμπτο σε έναν λευκό αστυνομικό που σκοτώνει έναν μαύρο άντρα και δικάζεται για ανθρωποκτονία.

Η Clare Mackintosh στις Εκδόσεις Μεταίχμιο


Θα σας ενδιέφερε να γράψετε μια σειρά βιβλίων όπου συγκεκριμένοι χαρακτήρες επανεμφανίζονται κι εξελίσσονται; Βρίσκω πιο απαιτητικό αυτό που κάνετε, να ξεκινάτε από το μηδέν κάθε φορά.

Είναι κάπως εξαντλητικό. Πρέπει να έχεις συγκροτήσει έναν ισχυρό σύμπαν για να συγγράψεις μια σειρά και δε νομίζω ότι το έχω βρει ακόμα.

Πώς σχετίζεστε με τους αναγνώστες;

Λατρεύω να συναντώ τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες! Είναι το αγαπημένο μου κομμάτι της δουλειάς. Λατρεύω να συζητώ μαζί τους στο Facebook και το Instagram και συχνά τους κάνω ερωτήσεις.

Τους θεωρείτε ενεργούς συμμέτοχους, λοιπόν.

Δε θα μπορούσα να κάνω τη δουλειά μου, αν δεν είχα αναγνώστες. Αν μπουν στον κόπο να μου στείλουν ένα e-mail, πάντα θα απαντήσω. Είναι πολύ σημαντικοί για μένα.

Αποδέχεστε την κριτική;

Βεβαίως! Δε διαβάζω όλες τις κριτικές, δεν έχω το χρόνο. Αν οι αναγνώστες μου μού πουν την άποψή τους, δικαιούνται να την έχουν. Τη σέβομαι, αλλά δε θα αλλάξει αναγκαστικά κάτι, γιατί οι απόψεις είναι υποκειμενικές.

Πολύ γρήγορα τα βιβλία σας έγιναν εξαιρετικά ευπώλητα. Σας αγχώνει ή σας εμπνέει αυτό;

Υπάρχει ένας βαθμός πίεσης να συνεχίσω να είμαι best selling, αλλά νιώθω λιγότερη ανήσυχη τώρα. Δεν υπάρχει εγγύηση ότι θα ξανασυμβεί με τα επόμενα δύο, αλλά ξέρω πως το έχω κάνει. Δε βλέπω γιατί να μη συνεχίσω να γράφω καλά βιβλία. Το αν θα βρεθούν στα charts δεν έχει και τόση σημασία.

Το να είμαι μια συγγραφέας που πουλάει πολύ δεν κάνει, άλλωστε, κάποια διαφορά στην καθημερινότητά μου. Κάνω ό,τι ο καθένας- τα βγάζω πέρα με τη δουλειά, τη ζωή κι ίσως την ενασχόληση με παιδιά.

Τα μυθιστορήματά σας αφήνουν μια αίσθηση απειλής. Από πρόθεση;

Ναι, αλλά όχι χάριν του σοκ, αλλά κυρίως γιατί η ζωή δεν είναι τακτοποιημένη. Όταν υπάρχει ένα σοβαρό τραύμα, δεν υπάρχει τέλος σ’ αυτό. Με απογοητεύουν τα βιβλία που κλείνουν ομαλά. Δεν είναι ρεαλιστικό αυτό.

Το κλείσιμο των βιβλίων μου είναι σχεδιασμένο να είναι ικανοποιητικό, αλλά και να σου αφήνει μια ορισμένη αίσθηση αβεβαιότητας σχετικά με το τι θα συμβεί μετά.

Photo credit (Clare Mackintosh-κεντρική): Astrid di Crollalanza.

Περισσότερες πληροφορίες για την συγγραφέα και τη δουλειά της μπορείτε να αναζητήσετε στο προσωπικό της site.

Ευχαριστώ θερμά την Ντόρα Τσακνάκη, υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου των Εκδόσεων Μεταίχμιο, για την πολύτιμη συνδρομή της στη διοργάνωση της συνομιλίας με την συγγραφέα.

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Γιόχεν Βόιτ: «Στη Γερμανία έχουμε κουλτούρα μνήμης»


Ιστορικός και συγγραφέας, ο Γερμανός Γιόχεν Βόιτ αποτύπωσε με τον ιρανικής καταγωγής εικονογράφο Χάμεντ Έσρατ στο κόμικ Κάτω ο Χίτλερ! Ή γιατί ο Καρλ δεν ήθελε να είναι ποδηλάτης την πραγματική ιστορία μιας παρέας θαρραλέων δεκαπεντάχρονων που αντιστάθηκαν στο ναζιστικό καθεστώς.

Κουβεντιάζοντας με τον Γιόχεν Βόιτ, με αφορμή την παρουσίαση του κόμικ στο πλαίσιο της 16ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη.

Πού και πότε γνωριστήκατε με τον εικονογράφο του κόμικ Κάτω ο Χίτλερ! Ή γιατί ο Καρλ δεν ήθελε να είναι ποδηλάτης Χάμεντ Έσρατ;

Συναντηθήκαμε στο Σαλόνι των Κόμικ στο Ερλάνγκεν πριν από τρία χρόνια. Πήγα εκεί γιατί είμαι μεγάλος φαν των κόμικ. Καθόταν και υπέγραφε την καινούρια του δουλειά και κουβεντιάσαμε.

Είχα στο σακίδιό μου μια ιστορία από την Ερφούρτη όπου μένω και είμαι υπεύθυνος σε ένα τόπο μνήμης στεγαζόμενο στο χώρο μιας παλιάς φυλακής.

Όπως φαντάζεσαι, σε μια φυλακή κυκλοφορούν ιστορίες για ανθρώπους που δεν ήταν ένοχοι και υπήρξαν έγκλειστοι για πολιτικούς λόγους. Στη Γερμανία βιώσαμε μέσα σε ένα αιώνα την «ευχαρίστηση» δύο δικτατοριών: των φασιστών-εθνικοσοσιαλιστών και μετά την κομμουνιστική.

Με την ιστορία μιας ομάδας δεκαπεντάχρονων Γερμανών που αντιστάθηκαν στον Χίτλερ ρισκάροντας τόσα πολλά πήγα, λοιπόν, στο Ερλάνγκεν σε αναζήτηση εικονογράφου που θα του άρεσε η ιδέα να την αποτυπώσει.

Από την ομάδα ήξερα τον μόνο επιζώντα, τον Καρλ Μέτσνερ.

Πότε συνάντησες τον Καρλ Μέτσνερ για πρώτη φορά;

Η επαφή μου με τον Καρλ Μέτσνερ χρονολογείται από το 2012, νομίζω. Είδα αυτόν τον ηλικιωμένο, μικροκαμωμένο άνθρωπο να έρχεται στο κτίριο. Μου είπαν ότι ήταν θαρραλέος, εργαζόταν ως ιερέας κι ήταν εναντίον του συστήματος του κρατικού σοσιαλισμού και μέλος της ειρηνικής επανάστασης των τελών της δεκαετίας του ’80.

Ήταν τόσο σεμνός, ποτέ δε μιλούσε γι’ αυτή την ιστορία. Τον ρωτήσαμε, και μετά άρχισε να μιλά. Θέλαμε να βάλουμε αυτή την ιστορία στην ατζέντα. Στη Γερμανία είμαστε παγκόσμιοι πρωταθλητές στη μνήμη. Έχουμε κουλτούρα μνήμης. 



Αυτή η ιστορία, όμως, ήταν σχετικά λιγότερο γνωστή ή και εντελώς άγνωστη σε σχέση, για παράδειγμα, με εκείνη των αδερφών Σολ.

Κανένας δεν ήξερε γι’ αυτή την αντιστασιακή ομάδα από την Ερφούρτη. Πραγματοποιήσαμε έρευνα επί τρία χρόνια,  διεξήγαμε συνεντεύξεις και συγγράψαμε ένα επιστημονικό βιβλίο.

Ήταν μια προσπάθεια να μιλήσουμε για ένα ιστορικό ζήτημα με διαφορετικό τρόπο- όχι επιστημονικό, αλλά συναισθηματικό. Στόχος μου ήταν να δείξω ότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατό, και κάποιες φορές αναγκαίο.

Με ένα πιο ελκυστικό οπτικά τρόπο.

Σκέφτηκα, λοιπόν, να τοποθετήσω στο κέντρο  της ιστορίας έναν άνθρωπο του οποίου η ζωή συνεχίστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και που μπήκε σε μπελάδες και με το νέο σύστημα.

Η αντίστασή του δεν ενδιέφερε κανένα στη ΛΔΓ, κανένας δεν του είπε ότι ήταν ήρωας, ούτε ποτέ πήρε λεφτά από το κράτος όπως οι κομμουνιστές. Η αντίσταση της ομάδας του δε «μετρούσε».

Ο ίδιος ήταν περήφανος και μετριόφρων άνθρωπος. Έλεγε, λοιπόν: «Αφού κανένας δε νοιάζεται, ούτε κι εγώ θα νοιαστώ». Όταν πια ήταν πάνω από 80, μπορούσαν να τον πείσουν να λάβει ένα μηνιαίο επίδομα.

Σε κάθε περίπτωση, ήταν πρόθυμος να μοιραστεί την ιστορία του, κι αυτό είναι εξαιρετικά πολύτιμο για όλους μας.

Υπήρξαμε πολύ τυχεροί.

Επιστρέφοντας στον τρόπο αποτύπωσης της ιστορίας, δεν απευθύνεστε μόνο σε εφήβους. Στο ρωτάω επειδή υπάρχει η συνήθης παρανόηση πως τα κόμικ αφορούν μόνο σε παιδιά και εφήβους.

Δεν πρόκειται για παιδικό βιβλίο. Δε με ενοχλεί, πάντως, οταν δημοσιεύεται ένα άρθρο για το βιβλίο μας στη λογοτεχνική σελίδα για παιδιά της Süddeutsche Zeitung.

Σε σχέση με το κόμικ μας, αρχικά σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να δώσω κάποιες γενικές πληροφορίες για την πολιτική κατάσταση της περιόδου. Είχαμε κατά νου ένα αναγνωστικό κοινό από 15 ετών και πάνω, της ίδιας ηλικίας με τους μαθητές που είχαν δημιουργήσει την αντιστασιακή ομάδα. 



Πώς εξελίχτηκε η συνεργασία με τον Χάμεντ;

Ο Χάμεντ ενδιαφέρθηκε πραγματικά. Κατάγεται από το Ιράν. Ο πατέρας του είχε βιώσει παρόμοια καταπίεση από το πολιτικό σύστημα της χώρας. Όταν ο Χάμεντ ήταν παιδί, κατέφυγαν στη Δυτική Γερμανία. Ίσως γι’ αυτό ενδιαφέρθηκε για την ιστορία.

Βεβαίως νιώθει Γερμανός τώρα, είναι Γερμανός συγγραφέας, έχει μεγαλώσει στη Γερμανία και ζει επί μακρόν στο Βερολίνο. Είναι άνθρωπος της οικογένειας, και η σύζυγός του είναι έγκυος στο δεύτερο παιδί τους.

Είχαμε πολύ καλή σχέση, όπως επίσης και διαμάχες.

Πολύ παραγωγικό και υγιές μεταξύ συνεργατών, θα έλεγα!

Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος, ούτε κι εκείνος.

Στην αρχή υπήρξα πολύ αφελής. Σκεφτόμουν να αφηγηθούμε την ιστορία σε πενήντα σελίδες. Εκείνος αντιπρότεινε να της δώσουμε λίγο χώρο. Κι έτσι μεγάλωσε.

Μεγάλωσε κι η απήχηση του κόμικ στο γερμανικό κοινό; Πώς έχει γίνει δεκτό;

Η κριτική υπήρξε πολύ φιλική. Δεν είναι μπεστ σέλερ, αλλά ήδη το Δεκέμβρη του 2018 βγήκε η δεύτερη έκδοση. Έχουν πουληθεί τρεις με τέσσερις χιλιάδες αντίτυπα. Πρόκειται για επιτυχία. Είμαστε περήφανοι γι’ αυτό το κόμικ.

Αναφέρθηκες νωρίτερα στην «κουλτούρα μνήμης» που κυριαρχεί στη Γερμανία. Πώς ερμηνεύεις, λοιπόν, την ανησυχητική άνοδο της Ακροδεξιάς στη χώρα, όπως επίσης και σε πανευρωπαϊκό, αλλά και παγκόσμιο, επίπεδο;

Οι άνθρωποι αναζητούν προσανατολισμό, ξέρεις. Θέλουν να νιώσουν οικεία. Έχει να κάνει με τις διαφορές ανάμεσα σε αυτούς που είναι πλούσιοι με ένα χυδαίο και διεστραμμένο τρόπο κι όσους προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα στην καθημερινή τους ζωή και δεν ξέρουν τι θα φέρει το αύριο.

Προσωπικά ανήκω στη λεγόμενη «μεσαία τάξη» και θα πρέπει να παραμείνουμε καλλιεργημένοι, να μη χάσουμε τα λογικά μας. Το πολιτικό φάσμα στη Γερμανία εκτείνεται από την άκρα Αριστερά που επίσης δεν κινείται κάθε φορά σε δημοκρατικό έδαφος μέχρι την άκρα Δεξιά.

Δεν ισχυρίζομαι, ωστόσο, ότι η κατάσταση είναι όπως το 1932 και πως βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας δικτατορίας. Δεν το πιστεύω αυτό. Είναι υστερικό.

Περισσότερες πληροφορίες για το κόμικ των Γιόχεν Βόιτ και Χάμεντ Έσρατ Κάτω ο Χίτλερ! Ή γιατί ο Καρλ δεν ήθελε να είναι ποδηλάτης, το οποίο παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της 16ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη,  εδώ και εδώ.