Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Κατερζίνα Τούτσκοβα: «Η συλλογική ενοχή είναι μια απαράδεκτη έννοια»

 

Κατερζίνα Τούτσκοβα (Φωτογραφία: Lenka Hatašová)

Μέχρι πρότινος αποσιωπημένος, ο βίαιος εκτοπισμός εκατομμυρίων Γερμανών από την πρώην Τσεχοσλοβακία μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναπλάθεται στο τολμηρό μυθιστόρημα Γκέρτα της Τσέχας συγγραφέως Κατερζίνα Τούτσκοβα.

Οι απόψεις της, όμως, για άλλα ζητήματα, όπως η συνεχιζόμενη γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού από το ισραηλινό κράτος, κάθε άλλο παρά τολμηρές είναι. Συζητάμε, ωστόσο, για όλα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά.

Ως μαθήτρια, δε διδαχτήκατε το ηθικά και πολιτικά αμφιλεγόμενο/τραυματικό γεγονός του βίαιου εκτοπισμού περίπου τριών εκατομμυρίων Γερμανών από την πρώην Τσεχοσλοβακία μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το ακούσατε -υποθέτω- για πρώτη φορά όταν, ως φοιτήτρια, κατοικούσατε στο Μπρνο, το οποίο είχε το μερίδιό του στις εκδιώξεις;

Σωστά.

Μετά την πτώση του κομμουνισμού στην Τσεχοσλοβακία, δηλαδή την δεκαετία του 1990, όταν σπούδαζα στο λύκειο και μετά στο πανεπιστήμιο, ο εκτοπισμός των Τσεχοσλοβάκων πολιτών με γερμανική υπηκοότητα ήταν ακόμα ένα θέμα ταμπού.

Στο σχολείο, οι δάσκαλοι δε δίδασκαν γι’ αυτό - η ερμηνεία της Ιστορίας της κομμουνιστικής εποχής επανεκτιμήθηκε αργά και συχνά απρόθυμα.

Γι’ αυτό κυριολεκτικά σοκαρίστηκα όταν έμαθα πως ένα εικοσιενάχρονο κορίτσι με ένα παιδί έξι μηνών είχε εκδιωχθεί μετά την απελευθέρωση το 1945 απλώς και μόνο επειδή είχε πατέρα Γερμανό από το σπίτι όπου είχα μετακομίσει ως φοιτήτρια.

Πήρε μέρος σε ό,τι έγινε αργότερα γνωστό ως «Πορεία Θανάτου»:

19.800 γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι του Μπρνο συμπεριλήφθηκαν στην πορεία προς εκδίωξη από την χώρα. Πολλές, πολλά και πολλοί εξ αυτών δεν επέζησαν της διαδικασίας και κατέληξαν σε ομαδικό τάφο περίπου 32 χιλιόμετρα από το Μπρνο.

Για τον τάφο δε γινόταν λόγος για περισσότερα από πενήντα χρόνια, σαν να μην υπήρχε.

Γιατί, λοιπόν, αισθανθήκατε υποχρεωμένη να γράψετε γι’ αυτό το αποσιωπημένο ιστορικό συμβάν στην Γκέρτα; Για να δικαιώσετε -έστω και μυθιστορηματικά- κάποια άλλα θύματα της Ιστορίας;

Ήμουν είκοσι δύο χρονών όταν μετακόμισα στο σπίτι από το οποίο έδιωξαν το κορίτσι.

Φυσικά, την συμπονούσα - μου φάνηκε εντελώς απαράδεκτο το γεγονός ότι κάποιος είχε τόσο τρομερό αντίκτυπο στην ζωή της, παρόλο που η ίδια θα μπορούσε να μην έχει κάποια συμμετοχή στον πόλεμο. Γιατί να φέρει την ευθύνη;

Τόσο έντονα σκέφτηκα αυτήν και τα άλλα θύματα αυτού του άδικου ξεκαθαρίσματος, ώστε άρχισα να ψάχνω για όλα τα συμφραζόμενα της ζωής της και σιγά σιγά ένα μυθιστόρημα άρχισε να «φυτρώνει» μέσα μου.

Έπρεπε να της δώσω φωνή. Χρειαζόμουν ανθρώπους, ή αναγνώστες, για να συνειδητοποιήσουν πως η συλλογική ενοχή είναι ανοησία, πως οι αθώοι πληρώνουν το τίμημα.

Διατρέχοντας περισσότερο από μισό αιώνα και τρεις γενιές, το πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά μυθιστόρημά σας είναι ο «καρπός» της μυθοπλαστικής ανασύνθεσης μιας εκτενούς -και ταραγμένης- περιόδου στην Ιστορία της Τσεχοσλοβακίας/Τσεχίας.

Χρειάστηκε να κάνετε εκτεταμένη αρχειακή και επιτόπια έρευνα πριν προχωρήσετε στην συγγραφή του βιβλίου σας;

Η έρευνα για αυτό το βιβλίο πήρε πολύ χρόνο και δεν ήταν ευχάριστη, αλλά μου επέτρεψε επίσης να δω την Ιστορία μας με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο.

Ήμασταν περισσότεροι/περισσότερες τότε, φοιτητές και φοιτήτριες στο Πανεπιστήμιο του Μπρνο, που παρείχαμε ο ένας στην άλλη υλικό.

Όταν οργάνωσα μια πορεία μνήμης κατά μήκος του άξονα της πρώην Πορείας Θανάτου το 2007, πολλοί από εμάς μαζευτήκαμε και ακολουθήσαμε μια διαδρομή που καταγράφηκε από τα Μ.Μ.Ε.

Ως αποτέλεσμα, ήρθαν σε επαφή μαζί μου γυναίκες με γερμανικές ρίζες οι οποίες κάποτε είχαν περπατήσει στην πορεία το 1945 και είχαν καταφέρει να μείνουν στην Τσεχοσλοβακία. Ζούσαν εκεί επί χρόνια ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Ήταν οι αναμνήσεις τους που έγιναν η βάση για την ιστορία του επώνυμου χαρακτήρα, της Γκέρτα Σνιρχ.

Γιατί αποφασίσατε να τοποθετήσετε τον ομώνυμο γυναικείο χαρακτήρα ως πρωταγωνιστή του μυθιστορήματός σας;

Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι το βιβλίο μου επρόκειτο να καταγράψει την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας - το είδος της ιστορίας που βρήκα στο σπίτι που μετακόμισα.

Το όνομα της Γκέρτα μπορεί να είναι φανταστικό, αλλά η ιστορία της συντίθεται από πολλές αληθινές ιστορίες.

Ομοίως, άλλες ιστορίες φίλων της Γκέρτα ή ανθρώπων που συναντά με την πάροδο του χρόνου είναι εμπνευσμένες από πραγματικές ιστορίες ή γεγονότα.

Όλες με κάποιον τρόπο σχετίζονται με την Γκέρτα και όλες απεικονίζουν μια παραλειφθείσα, αποσιωπημένη διάσταση του παρελθόντος μας: όχι μόνο την πολιτική, αλλά και την γυναικεία πτυχή της Ιστορίας μας.

Γυναίκες σαν τη Γκέρτα δεν άξιζαν την προσοχή κανενός. Και αυτό το γεγονός με ενόχλησε όσο και οι πολιτικές συνθήκες της υπόθεσης.

Η Γκέρτα, μαζί με αρκετούς άλλους γυναικείους χαρακτήρες -είτε είναι γερμανικής, τσέχικης ή μικτής καταγωγής-, είναι περισσότερο θύμα -και τελικά επιζώσα- παρά ηρωίδα.

Πιστεύετε πως, τόσο ως κοινωνίες όσο και ως άτομα, χρειαζόμαστε ήρωες/ηρωίδες οποιουδήποτε είδους;

Ναι, νομίζω ότι πρέπει να διαβάσουμε για την γενναιότητα μπροστά στις δύσκολες στιγμές της ζωής - είτε εννοούμε ιστορίες ηρωισμού είτε μαρτυρίες επιβίωσης, πραγματικές ή φανταστικές.

Οι άνθρωποι χρειάζονται πρότυπα: ξεπερνούν τα όρια της σκέψης, παρέχουν συναισθηματική υποστήριξη, προσφέρουν επιλογές και σημεία εκκίνησης.

Μπορούμε να σχετιζόμαστε μαζί τους σε περιόδους προσωπικών ή κοινωνικών κρίσεων... Τουλάχιστον εμένα, σε κάποια σημεία της ζωής μου, η γνώση για την ψυχική δύναμη των άλλων με έχει βοηθήσει.

Η Γκέρτα είναι επίσης μητέρα - και όσο προχωρά το μυθιστόρημα και γιαγιά. Η σχέση της με την κόρη της είναι ταραχώδης, ενώ αυτή με την εγγονή της κυρίως στοργική.

Γιατί επιλέξατε να αναδείξετε αυτήν την ασυμφωνία;

Αυτή η αντίφαση βασίζεται σε πραγματικά οικογενειακά μοτίβα γυναικών που κάποτε συμμετείχαν στην Πορεία του Θανάτου από το Μπρνο.

Τα βάσανα τα οποία βίωσαν -απέλαση, σεξουαλική βία, ξυλοδαρμοί- λόγω της γερμανικότητάς τους είχαν ως αποτέλεσμα να μη μεταδώσουν αυτό το στίγμα στους απογόνους τους.

Οι μητέρες «φίμωσαν» πολλά από τα παιδιά τους, το χάσμα μεταξύ τους μεγάλωνε και οι σχέσεις μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης γενιάς επιζώντων συχνά δεν ήταν ζεστές. Αντιθέτως, σημαδεύτηκαν από το τραύμα.

Οι σχέσεις με τα εγγόνια, από την άλλη, είχαν ήδη αναπτυχθεί σε μεγάλη απόσταση από τα δραματικά γεγονότα και σε μια πολιτικά διαφορετική εποχή. Άρα, ήταν κυρίως ποιοτικά διαφορετικές, πολύ πιο χαλαρές.

Οι άνθρωποι από τους οποίους πήραν συνέντευξη είχαν αφηγηθεί στα εγγόνια τους κάποιες πτυχές από τις εμπειρίες τους, κατά συνέπεια αυτές δεν ήταν πια τόσο ταμπού.

Ως εκ τούτου, στην τρίτη μεταπολεμική γενιά θα μπορούσε να προκύψει ένα φοιτητικό κίνημα που θα απαιτούσε την επαναξιολόγηση του όλου θέματος της απομάκρυνσης των Τσεχοσλοβάκων Γερμανών.

Ως συγγραφέας, έχετε λάβει το Βραβείο Ελευθερίας, Δημοκρατίας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από το Ινστιτούτο για την Μελέτη Ολοκληρωτικών Καθεστώτων.

Κατά τη γνώμη μου, η οριζόντια εξομοίωση του φασισμού/ναζισμού με τον κομμουνισμό είναι επικίνδυνα ανιστορική, και σιωπηρά τείνει να δικαιώσει την «κοινοβουλευτική δημοκρατία» μέσα σε ένα καπιταλιστικό πλαίσιο.

Πώς ορίζετε τον ολοκληρωτισμό στις μέρες μας;

Δεν ξέρω αν είναι απαραίτητος ο επαναπροσδιορισμός του ολοκληρωτισμού: εννοώ ότι ξέρουμε τη σημασία της λέξης, έτσι δεν είναι;

Στην Τσεχία, ή μάλλον στην πρώην Τσεχοσλοβακία, έχουμε μισό αιώνα εμπειρίας με αυτόν, που οδήγησε στο τσάκισμα της ηθικής «ραχοκοκαλιάς» του έθνους, στις τραγωδίες ολόκληρων οικογενειών, στην καταστροφή πολλών ανθρώπινων ζωών.

Προέρχομαι από μια οικογένεια η οποία κατείχε ένα αγρόκτημα με παρακείμενο χωράφι και αμπέλι. Οι πρόγονοί μου ήταν μια τόσο συνηθισμένη οικογένεια μικροκαλλιεργητών που καλλιεργούσαν από χρόνο σε χρόνο.

Στη δεκαετία του 1950, κατά τη διάρκεια της εθνικοποίησης και της κολεκτιβοποίησης της υπαίθρου, οι κομμουνιστές κατέσχεσαν τα πάντα, ο παππούς μου έχασε την αίσθηση της ζωής του, ο πατέρας μου αυτοκτόνησε, η οικογένεια διαλύθηκε...

Ήμασταν τυχεροί που κανένας συγγενής μας δε φυλακίστηκε και δε βασανίστηκε: σε κάθε άλλο χωριό έστηναν μια τέτοια υπόθεση ως προειδοποίηση για τους άλλους.

Προσφέρονται συγκρίσεις μεταξύ ναζισμού και κομμουνισμού - τουλάχιστον από την τσεχική σκοπιά.

Ήταν ιδεολογίες που επιβλήθηκαν με την βία από γειτονικές μεγάλες δυνάμεις, οι υποστηρικτές των οποίων ήθελαν μόνο να επωφεληθούν υπό το πρόσχημα ανώτερων ιδεών, καταστρέφοντας ανελέητα ανθρώπινες ζωές.

Υπάρχουν τόσες διαφορές όσοι και οι παραλληλισμοί.

Η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι, κατά την γνώμη μου, το καλύτερο σύστημα που έχουμε δημιουργήσει ως κοινωνία.

Και γιατί πιστεύετε ότι, τουλάχιστον όσον αφορά στις ευρωπαϊκές άρχουσες ελίτ, ορισμένοι άμαχοι -για παράδειγμα οι Ουκρανοί- αξίζουν την συμπάθεια και την θλίψη μας, ενώ άλλοι -για παράδειγμα ο άμαχος πληθυσμός της Παλαιστίνης- όχι;

Δε θα ήθελα να συγκρίνω τα δεινά των θυμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ή την εμπειρία των αμάχων Γερμανών θυμάτων της μεταπολεμικής εκδίκησης με τα δεινά των σημερινών Ουκρανών, Ισραηλινών ή κατοίκων της Γάζας.

Είναι ασέβεια προς την συγκεκριμένη κατάσταση και τις ατομικές τους τύχες.

Το να προσπαθείς να βρεις παραλληλισμούς θα μετατρέπει πάντα μια συγκεκριμένη ανθρώπινη ζωή σε ασπρόμαυρη εικόνα. Καταλαβαίνω, όμως, πού στοχεύετε με την ερώτησή σας.

Η συλλογική ενοχή είναι μια απαράδεκτη έννοια, ίσως κανείς στην πολιτισμένη κοινωνία δεν το αμφισβητεί πλέον.

Προσωπικά, παρακολουθώ με τρόμο την κλιμάκωση της σύγκρουσης - είμαι ακόμα σοκαρισμένη από την βάναυση σφαγή που διέπραξε η Χαμάς εναντίον οικογενειών απλών Ισραηλινών στις 7 Οκτωβρίου.

Και συγκινούμαι εξίσου από τα δεινά του λαού της Γάζας, από τον τεράστιο και αυξανόμενο αριθμό θυμάτων και επιζώντων που πλήττονται από ελλείψεις κάθε είδους.

Ωστόσο, φοβάμαι ότι δεν μπορεί να υπάρξει λύση σε αυτήν την κατάσταση όσο η περιοχή παραμένει υπό τον έλεγχο της Χαμάς, η οποία όχι μόνο διαπράττει θηριωδίες κατά των εχθρών της, αλλά δεν ντρέπεται να χρησιμοποιήσει τον λαό της ως ασπίδα.

Έτσι εξηγώ επίσης την στάση των ευρωπαϊκών ελίτ - όχι ως έλλειψη συμπόνιας για τους Παλαιστίνιους στη Γάζα, αλλά ως αδυναμία να προτείνουν μια πιο αποδεκτή λύση για να σταματήσει η Χαμάς.

Το 2015, 70 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η δημοτική αρχή του Μπρνο απολογήθηκε επισήμως για την απέλαση περίπου 20.000 Γερμανών πολιτών και οργανώθηκε μια πορεία 32 χιλιομέτρων.

Γιατί, κατά την γνώμη σας, το τσεχικό κράτος ήταν διαχρονικά τόσο απρόθυμο και πιθανώς «χλιαρό» στην αναγνώριση της ηθικής του ευθύνης σχετικά με αυτό το γεγονός;

Διότι αυτό θα αντέφασκε προς την μεταπολεμική λύση του «Γερμανικού Προβλήματος» που προέκυψε μέσα από τα διατάγματα του Προέδρου Μπένες, ο οποίος αναδιένειμε όλη την περιουσία των Γερμανών -τα εργοστάσια, τις επιχειρήσεις και την ακίνητη περιουσία- μεταξύ των Τσεχοσλοβάκων μετά το τέλος του πολέμου.

Θα σήμαινε την παραδοχή ενός προηγούμενου λάθους που βασίζεται στην συλλογική ενοχή, καθιστώντας την οικονομική κατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων ανασφαλή.

Ποιος θα ήθελε να προβεί σε μια τέτοια παραδοχή σήμερα, όταν ουδείς φέρει προσωπική ευθύνη γι’ αυτό το λάθος; Πολιτικά, θα ήταν μια πολύ αντιδημοφιλής κίνηση.

Ο πρώτος μετεπαναστατικός Πρόεδρος, Βάτσλαβ Χάβελ, είχε κάποτε μια συμβολή. Ωστόσο, μόνο ο δήμαρχος του Μπρνο, Petr Vokřál, μαζί με τον επίσκοπο Vojtěch Cikrle, ζήτησαν συγγνώμη από όλα τα θύματα της Πορείας του Θανάτου.

Αυτή η τοπική ιστορία δείχνει επίσης πως το παρελθόν είναι ακόμα μαζί μας, ότι ρίχνει μια πολύ μεγαλύτερη σκιά από ό,τι θα περιμέναμε.

Η Γκέρτα τελειώνει με πικρό τρόπο, με την αναζήτηση δικαιοσύνης να παραμένει ανοιχτή πληγή - ή ανοιχτό ερώτημα. Υπήρξε ορατή αλλαγή οπτικής με την πάροδο των δεκαετιών στο πλαίσιο της τσεχικής κοινωνίας;

Ναι, σε μεγάλο βαθμό.

Όταν έφερα στο φως την ιστορία της Γκέρτα Σνιρχ, αντιμετώπισα πολλές λεκτικές επιθέσεις και κατηγορήθηκα ότι πρόδωσα το τσεχικό έθνος εστιάζοντας στην αδικία που διαπράχθηκε σε βάρος μιας Γερμανίδας.

Στα δεκαπέντε χρόνια που συμβιώνω με αυτό το βιβλίο, η αντίληψη για τα μεταπολεμικά αντίποινα εναντίον των Γερμανών έχει αλλάξει πολύ.

Δεν είναι πλέον ταμπού, πράγματι είναι ένα θέμα που συζητιέται στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι άνθρωποι σκέφτονται το απαράδεκτο της συλλογικής ενοχής... Αυτή είναι μια πραγματικά μεγάλη αλλαγή.

Και είμαι εξαιρετικά χαρούμενη που το μυθιστόρημά μου διαδραμάτισε ρόλο σε σχέση με το γεγονός αυτό. Είναι σίγουρα μια απόδειξη πως η λογοτεχνία εξακολουθεί να έχει έντονη απήχηση στην σημερινή κατακερματισμένη και διασπασμένη κοινωνία.

Ευχαριστώ θερμά την Μαρία Ζαμπάρα (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια) για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της γραπτής συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Κατερζίνα Τούτσκοβα Γκέρτα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια σε μετάφραση του Κώστα Τσίβου.



Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

Εύα Μπαλταζάρ: «Το να γράφω σημαίνει να ξεπερνάω τον εαυτό μου»

 

Εύα Μπαλταζάρ (Φωτογραφία: David Ruano)

H σωματικότητα, η επιθυμία, η σεξουαλικότητα, η μοναξιά και ο θάνατος υπό ένα λεσβιακό/κουίρ πρίσμα εξερευνώνται στο μυθιστόρημα Πέρμαφροστ της πολλά υποσχόμενης Καταλανής συγγραφέως και ποιήτριας, Εύα Μπαλταζάρ.

Μια συνομιλία με την συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά τον χειμώνα του 2023 από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Αφιερώνεις το Πέρμαφροστ, το μυθιστορηματικό σου ντεμπούτο μετά από δέκα ποιητικές συλλογές, στην «ποίηση, που το επέτρεψε».

Τι ακριβώς επέτρεψε, και με ποιους τρόπους η ποιητική σύνθεση διαφέρει από -ή συγκλίνει με- την μυθιστοριογραφία;

Θα έλεγα ότι εκπαιδεύτηκα ως συγγραφέας γράφοντας ποίηση. Αυτό σημαίνει ότι διατηρώ μια σχέση αγάπης με την γλώσσα.

Την αγαπώ, την δουλεύω, έχω διαρκώς επίγνωση της αναζήτησης του ρυθμού στο κείμενο, της μουσικότητας. Γράφω δημιουργώντας εικόνες συνεχώς.

Αυτός ο ποιητικός τρόπος προσέγγισης της γλώσσας είναι μέρος του τρόπου γραφής μου, τόσο της ποίησης όσο και της αφήγησης. Είναι μέρος της αφηγηματικής μου φωνής, που την οφείλω στην ποίηση.

«Eίναι μια δυστυχία να γεννιέσαι, έλεγε, κι ενόσω ζούμε δίνουμε συνέχεια σ’ αυτήν τη δυστυχία», γράφει ο Τόμας Μπερνχαρντ στον Αποτυχημένο- και τον παραθέτεις στην αρχή του βιβλίου. Γιατί;

Επειδή αυτή η φράση, όπως όλες οι φράσεις, συνιστά σκέψη. Και είναι μια από τις υποκείμενες σκέψεις που ρυθμίζουν τον ψυχισμό της πρωταγωνίστριας του Πέρμαφροστ.

Αυτό το συναίσθημα τού να υπάρχεις στην δυστυχία, να είσαι καταδικασμένος σε αυτήν, να διαιωνίζεσαι μέσα από αυτήν.

Το Πέρμαφροστ είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που συμπεριλαμβάνει τα Boulder και Mammoth.

Στην τριλογία αυτή εξερευνώνται τα ζητήματα της σωματικότητας, της επιθυμίας, της σεξουαλικότητας, της μοναξιάς και του θανάτου υπό ένα λεσβιακό/κουίρ πρίσμα. Την συνέλαβες εξ αρχής ως τριλογία;

Οχι. Το Πέρμαφροστ προέκυψε τυχαία, δεν ξεκίνησα να γράψω μυθιστόρημα.

Κατάλαβα πως ήταν μυθιστόρημα όταν το τελείωσα. Και εκείνη τη στιγμή γνώριζα επίσης ότι, κατά τη διάρκεια της συγγραφής, είχα γνωρίσει μια γυναίκα, την πρωταγωνίστρια, που μου είχε κάνει πολύ καλή παρέα.

Τότε, αποφάσισα να γράψω ένα τρίπτυχο, για να γνωρίσω άλλες δύο γυναίκες μέσα από την λογοτεχνία και να εξερευνήσω τον εαυτό μου μέσα από αυτές.

«Βρέθηκα σε ένα όριο, ζω σ’ αυτό το όριο και περιμένω τη στιγμή που θα εγκαταλείψω το όριο, το προσωρινό μου σπίτι. Προσωρινό, όπως τελικά όλα τα σπίτια, ή όπως ένα σώμα», εξομολογείται η αφηγήτρια του μυθιστορήματος.

Είναι η εμπειρία της συγγραφής παρόμοια με την προσέγγιση ενός ορίου/κατωφλιού- ή ακόμα και με μια κίνηση πέρα από αυτά;

Για μένα, η συγγραφή είναι πολλά πράγματα.

Ένα από αυτά έχει να κάνει με το όριο, με την έννοια ότι είναι ένας τρόπος να αποκτήσω πρόσβαση στις δικές μου σκοτεινές περιοχές, να ξεπεράσω τους περιορισμούς του συνειδητού και να τολμήσω να εξερευνήσω το ασυνείδητό μου.

Το να γράφω σημαίνει να μιλάω για ό,τι βρίσκω σε εκείνο το μέρος, είναι να με κάνει να νιώθω άβολα, να αμφισβητώ τον εαυτό μου, να ξεπερνάω τον εαυτό μου.

«Η δύναμη του φόβου βρίσκεται στο άθροισμα κάθε μικρού ονείρου που γίνεται σκόνη», συνειδητοποιεί.

Μόλις αναγνωρίσουμε τη συχνά συντριπτική «δύναμη του φόβου», πώς αποφεύγουμε την παραίτηση - από το να ζούμε, να ονειρευόμαστε, να δρούμε;

Μόλις συνειδητοποιήσουμε την δύναμη του φόβου, υπάρχει μόνο ένα πράγμα που μπορούμε να κάνουμε για να επιτύχουμε την ειρήνη: να την υπερβούμε. Για να ξεπεράσουμε τον φόβο, πρέπει να ζήσουμε.

Αν παραμείνουμε ακίνητοι ή αν εναντιωθούμε στην ισχύ του φόβου μέσω της δικιάς μας ισχύος, δε θα ζήσουμε ούτε θα έχουμε ειρήνη.

«Η αμφιβολία είναι η πρώτη ρωγμή στο πέρμαφροστ», υπογραμμίζει. Γιατί;

Το πέρμαφροστ είναι ακόμα μια πανοπλία που μας κρατά σε ένα φαινομενικά ασφαλές μέρος. Το δικό μας εγώ παραμένει προσκολλημένο σε εμάς, σε αυτό το μέρος.

Η αμφιβολία είναι αυτή που σου επιτρέπει να αμφισβητείς όχι μόνο το έξω, αλλά -ακόμα πιο σημαντικό- το μέσα σου, τις δικές σου αντιλήψεις.

Αυτό είναι το πέρμαφροστ που είναι δύσκολο να σπάσει και που μπορεί καλύτερα να μας κάνει να αμφισβητήσουμε.

«Μερικοί άνθρωποι μεγαλώνουν μόνο ως ακρωτηριασμοί», υποστηρίζει περαιτέρω. Με ποια έννοια;

Μερικοί άνθρωποι μπορούν να γίνουν άτομα μόνο εφόσον είναι ακρωτηριασμοί ενός συστήματος. Με την κατανόηση ότι διατηρούν σε συμβολικό επίπεδο και όλα τα χαρακτηριστικά του συστήματος από το οποίο έχουν ακρωτηριαστεί.

«Ο ρόλος της λεσβίας ανταγωνίζεται μια ολόκληρη σειρά από ταυτόχρονους ρόλους, σαν σ’ ένα παιχνίδι εντάσεων. Το εγώ μου κατοικείται μονίμως διαφορετικούς ενοίκους. […] Όλες αυτές οι αποσπασματικές γυναίκες συμβιώνουν και ανταγωνίζονται τη λεσβία», παραδέχεται.

Συνυπάρχουν οι διαφορετικές «στρώσεις» της δικιάς σου ταυτότητας, συμπεριλαμβανομένης εκείνης της -Καταλανής- συγγραφέως, ή βρίσκονται σε σύγκρουση;

Ζουν σε ένα είδος καρναβαλιού όπου προσπαθώ να γνωρίζω πολύ καλά πως η καθεμία είναι μια μάσκα, αλλά ότι αυτή που την φοράει είμαι εγώ, ο διαισθητικός εαυτός μου, αυτός που μοιάζει με οποιονδήποτε άλλον, το πνεύμα.

Όταν την ρωτάει προβοκατόρικα η αδερφή της, «Πώς είναι να ’σαι με μια γυναίκα; Στο κρεβάτι εννοώ», η αφηγήτρια προβαίνει σε έναν εξαιρετικά ασυνήθιστο παραλληλισμό με την «τέχνη μέσα στον χρόνο, τέχνη σε πραγματικό χρόνο, σε κίνηση» - και κυρίως με την δουλειά του Πόλλοκ.

Πώς σου προέκυψε αυτός ο παραλληλισμός;

Έφτασα εκεί λόγω αμεσότητας.

Έθεσα στον εαυτό μου την ερώτηση και η αναλογία ήρθε από μόνη της. Υπάρχει μια πολύ λεπτή «μεμβράνη» που χωρίζει το συνειδητό από το ασυνείδητο, όταν γράφω. Πολλές από τις εικόνες προέρχονται από το ασυνείδητο, το οποίο γράφει για μένα.

«Το σεξ με απομακρύνει από τον θάνατο, αλλά χωρίς να με φέρνει πιο κοντά στη ζωή. […] Έφτασα στο συμπέρασμα ότι το σεξ με κρατά παρούσα και σώα σε έναν χώρο αβέβαιο αλλά και ανακουφιστικό», αναλογίζεται η αφηγήτρια.

Είναι το σεξ το απόλυτο εργαλείο επιβίωσης;

Δε νομιζω.

Το σεξ εξυπηρετεί την πρωταγωνίστρια του Πέρμαφροστ να έχει τις ρίζες της στην παρούσα στιγμή και να μην υποφέρει από τα φαντάσματα του παρελθόντος ή τα τέρατα του μέλλοντος.

Ο στοχασμός, προσεκτικά μελετημένος, ή οποιαδήποτε πραγματικά συνειδητή πράξη, λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο.

«Μια δυνατή και πολύ πρωτότυπη συγγραφέας. Θα ήθελα να πολύ να διασκευάσω το ‘Boulder», έχει σχολιάσει ο Πέδρο Αλμοδόβαρ για σένα και το μυθιστόρημά σου Boulder, δεύτερο μέρος της προαναφερθείσας τριλογίας.

Θα ήθελες να δεις την δουλειά σου διασκευασμένη για την μεγάλη οθόνη;

Θα μου προξενούσε περιέργεια.

Τώρα, αυτό που μου αρέσει πολύ στην δουλειά μου είναι να την συγγράφω. Μόλις την ολοκληρώνω, την παραδίδω στην ζωή για να κάνει ό,τι θέλει με αυτήν. Το να μην έχω προσδοκίες για τις υποθέσεις της ζωής μου επιτρέπει να ζω με ειρήνη.

Σύμφωνα με το βιογραφικό σου, ζεις μια απλή ζωή με την σύζυγό σου και τις δύο κόρες σας σε ένα χωριό κοντά στο βουνό. Πώς ορίζεις την «απλότητα», γιατί την χρειάζεσαι, και τι σε ελκύει στο ορεινό/μη αστικό πλαίσιο;

Είμαι χωρισμένη για περισσότερα από τρία χρόνια και μένω με τις κόρες μου και έναν σκύλο πολύ κοντά σε ένα φυσικό πάρκο. Πηγαίνω βόλτα στο δάσος σχεδόν κάθε μέρα. Χρειάζομαι την σιωπή και τα δέντρα και να είναι τα πλάσματα καλά.

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.

Ευχαριστώ κι εγώ με την σειρά μου -ιδιαιτέρως- τον Bernat Fiol (SalmaiaLit Literary Agency) για την πολύτιμη συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Εύα Μπαλταζάρ Πέρμαφροστ κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση του Ευρυβιάδη Σοφού.



Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

Άλβαρο Γκάγκο: «Το να δημιουργείς με αλληλέγγυο πνεύμα είναι όμορφο»

Άλβαρο Γκάγκο (Φωτογραφία: Σωκράτης Μπαλταγιάννης)


Εργάτρια, μητέρα, ερωμένη, η μαχήτρια Ραμόνα (εξαιρετική η Μαρία Βάσκες), κάτοικος ενός μικρού τόπου στην Γαλικία, είναι η πρωταγωνίστρια του μεγάλου μήκους σκηνοθετικού ντεμπούτου του Άλβαρο Γκάγκο, Μητέρα, Πατρίδα.

Συναντώντας τον σκηνοθέτη στην Αθήνα στο πλαίσιο των 29ων Νυχτών Πρεμιέρας. Η ταινία του προβάλλεται από τις 18 Ιανουαρίου στις αίθουσες.

Παραθέτεις την ρήση της Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Για έναν κόσμο όπου είμαστε κοινωνικά ίσοι, ανθρώπινα διαφορετικοί και εντελώς ελεύθεροι», στο προσωπικό σου site.

Αναρωτιόμουν αν συνιστά την ηθική, πολιτική και δημιουργική «πυξίδα» σου.

Αν και υποφέρω πολύ κάνοντας ταινίες -το ομολογώ-, έχω βρει κάτι που μου επιτρέπει να συνδέομαι με τους ανθρώπους και τον κόσμο όπου ζούμε.

Ένα από τα πράγματα που καθιστούν το σινεμά τόσο ιδιαίτερο είναι ότι πρόκειται για συλλογική τέχνη.

Έχει επίσης την δύναμη να δημιουργεί μια εμπειρία η οποία επιβιώνει των σκληρών ανθρώπων που φτιάχνουν ένα φιλμ.

Σε καιρούς, λοιπόν, κατά τους οποίους όλοι εστιάζουμε στις ατομικές επιλογές μας, το να βρεις κάτι που σε διευκολύνει να δημιουργείς με αλληλέγγυο πνεύμα είναι όμορφο.

Κάποιες φορές, το να φτιάχνω ταινίες είναι σαν κατάρα - αλλά είναι κι ο μόνος τρόπος μέσω του οποίου μπορώ να υπάρξω στον κόσμο, ζώντας με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο βάσει του παραθέματος που ανέφερες.

Οπότε το γύρισμα του μεγάλου μήκους σκηνοθετικού σου  ντεμπούτου, Μητέρα, Πατρίδα, υπήρξε κατάρα, χαρά, κάτι άλλο;

Με τα σκαμπανεβάσματά του, το γύρισμα υπήρξε μια πολύ χαρούμενη εμπειρία.

Γράφω το σενάριο μόνος μου, κι αυτό μερικές φορές γίνεται μοναχικό: μιλάς στον εαυτό σου μόνος σου, του θέτεις ερωτήματα, κι όταν έχουν περάσει τρία χρόνια, στην διάρκεια των οποίων δουλεύεις πάνω σε κάτι, διερωτάσαι γιατί το κάνεις.

Όταν, όμως, αρχίζουν να εμπλέκονται οι άνθρωποι στο εγχείρημα, πραγματικά εισέρχομαι σε μια διαφορετική διανοητική κατάσταση. Την νιώθω στα κόκαλά μου.

Σωματικά.

Αισθάνομαι την ενέργεια, «τρέφομαι» από τους ανθρώπους - κι αυτή η αίσθηση δεν αφορά μόνο στους συντελεστές της παραγωγής, αλλά και στους κατοίκους του χωριού όπου πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα.




Συνδέεσαι με αυτήν την περιοχή;

Ναι, συνδέομαι.

Αυτό φαντάστηκα. Η δουλειά σου αποπνέει την εντύπωση της βιωμένης εμπειρίας.

Πηγαίνω στην περιοχή από παιδί και ξέρω τους πάντες. Η οικογένεια του πατέρα μου κατάγεται από εκεί, το ίδιο και η πρώτη μου κοπέλα, ενώ έχω ήδη γυρίσει δυο μικρού μήκους ταινίες στο χωριό.

Πολλοί από τους κατοίκους του συμμετέχουν στο φιλμ. Δεν πρόκειται για ηθοποιούς, και πολλοί εξ αυτών δούλεψαν στα παρασκήνια.

Η πρώτη προβολή του Μητέρα, Πατρίδα πραγματοποιήθηκε στο χωριό. Υπήρξε μια πολύ όμορφη και συναισθηματική εμπειρία.

Άνθρωποι τους οποίους άλλοι δεν κοιτάνε συχνά νιώθουν περήφανοι για το μέρος όπου μεγάλωσαν μέσα από αυτήν την διαδικασία, και μπορούν να συνδεθούν πολύ προσωπικά με το αποτέλεσμά της ανακαλύπτοντας κοινά με τους συγχωριανούς τους.

Έτσι επιβιώνει μια ταινία όταν δεν υπάρχει πλέον εκεί όπου γυρίστηκε.

Το Μητέρα, Πατρίδα αποτελεί μετεξέλιξη της ομώνυμης μικρού μήκους ταινίας σου. Γιατί θέλησες να την αναπτύξεις κατ’ αυτόν τον τρόπο;

Το μικρού μήκους φιλμ, όπου τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα της Ραμόνα υποδύεται η Francisca Iglesias Bouzón -πολύ καλή μου φίλη που ξέρει τα πάντα για μένα-, βασίζεται σε συνεντεύξεις τις οποίες πήρα από την ίδια και από συναδέλφους της.

Στην αρχή δεν ήθελε να συμμετάσχει, καθώς δε φανταζόταν ποιος θα ήθελε να δει εκείνη και την ιστορία της στην μεγάλη οθόνη.

Ένιωθε ντροπή, όπως πολλοί άνθρωποι σαν κι αυτή που τους κάνουν να αισθάνονται άχρηστοι.

Σιγά σιγά, όμως, μεταμορφωνόταν μέσω μιας οργανικής διαδικασίας, και νέες επιθυμίες μορφοποιούνταν. Καθώς το μικρού μήκους φιλμ ολοκληρώνεται, αισθάνεσαι πως ο κεντρικός χαρακτήρας του είναι εγκλωβισμένος σε μια κυκλική ρουτίνα.

Ήθελα, λοιπόν, να μιλήσω για ανθρώπους που είχαν εντοπίσει «χαραμάδες» στο σύστημα και είχαν προσπαθήσει να τις διευρύνουν, ακόμα κι αν κάποιες από αυτές τις «χαραμάδες» κατόπιν ξανάκλεισαν.

Η σχέση της με την κόρη της υπονοείτο ήδη στο μικρού μήκους φιλμ, όπως κι εκείνη με τον άντρα της.

Έπρεπε να περιορίσω το χιούμορ, δεν ξέρω γιατί - ίσως λόγω της επίδρασης που ασκούσαν στο φαντασιακό μου ταινίες όπου οι ήρωες είχαν σκυμμένο το κεφάλι.

Η Ραμόνα του Μητέρα, Πατρίδα είναι μαχήτρια, ωστόσο. Με ελαττώματα, αλλά μαχήτρια.

Με πολλά ελαττώματα. Γι’ αυτό και ασκώ κριτική στον εαυτό μου σε σχέση με την αποτύπωσή της στο μικρού μήκους φιλμ, επειδή δεν περιέλαβα στοιχεία που θα καθιστούσαν τον χαρακτήρα της πολύ πιο σύνθετο.

Είχα εμμονή με το να την σκιαγραφήσω ως άνθρωπο, κι όχι απλώς ως ένα στερεότυπο. Το στοιχείο του χιούμορ με βοήθησε σ’ αυτήν την κατεύθυνση.

Είναι και πολύ αποφασισμένη.

Πολύ αποφασισμένη. Δεν συμπάσχεις μαζί της πάντα. Αλλά, κι όταν αυτό συμβαίνει, το ξανασκέφτεσαι, λόγω του πλαισίου εντός του οποίου ζει.




Και στις δύο ταινίες σου πρωταγωνιστεί ένας γυναικείος χαρακτήρας. Γιατί ήταν τόσο σημαντικό για σένα να είναι γυναικείος, και πόσο εύκολο ήταν να συνδεθείς μ’ αυτόν;

Ως άνθρωπος, ήταν εξαιρετικά εύκολο να συνδεθώ.

Ποτέ δε σκέφτηκα το ζήτημα του φύλου, μόνο το σε ποια πλευρά της Ιστορίας ήθελα να βρίσκομαι. Και ήθελα να βρίσκομαι σ’ εκείνη την πλευρά η οποία δεν εμφανίζεται στα βιβλία. Αυτή είναι και η δικιά μας Ιστορία.

Ποιοι είναι οι χαρακτήρες που κυρίως είναι παραμελημένοι; Ως επί το πλείστον οι γυναίκες, αλλά και κάποιοι άντρες.

Πρέπει, επομένως, να ειπωθούν πολλές ιστορίες ώστε να κατανοήσουμε από πού προερχόμαστε - και να τις ερμηνεύσουν γυναίκες. Πάντως, κάτι τέτοιο προκύπτει κατόπιν, όσο πολιτικά δραστήριοι κι αν πρέπει να είμαστε.

Αυτό που εξ αρχής με εντυπωσίασε ήταν η σχέση μου με την Francisca  και η επιθυμία μου να την κινηματογραφήσω, ως απόρροια του τρόπου που κινείτο, του προσώπου της, των χειρονομιών της.

Μιλώντας για ερμηνεύτριες ιστοριών, η Mαρία Βάσκες, η Ραμόνα της μεγάλου μήκου ταινίας, είναι πιθανόν ιδανική.

Είναι τέλεια. Θυσίασε πολλά αποφασίζοντας να μείνει στην περιοχή, και συγκεκριμένα στην ενδοχώρα της Γαλικίας, γιατί θέλει να κάνει πράγματα γι’ αυτή.

Την έφερα σε επαφή με πολλούς ντόπιους, ήταν σαν «σφουγγάρι» και εξαιρετικά αφοσιωμένη. Πίστευε σ’ αυτήν ταινία - περισσότερο ίσως κι από μένα.

Το τραγούδι Muller (Γυναίκα) που επενδύει τα τελευταία καρέ επιλέχτηκε για κάποιον συγκεκριμένο λόγο;

Ενσαρκώνει την ουσία του φιλμ. Βασίζεται σε ένα ποίημα σε στίχους Marica Campo. Ερμηνεύεται από το γαλικιανό φολκ συγκρότημα Fuxan Os Ventos. Η μουσική προσθέτει πολλά και σε ωθεί να αισθανθείς με έναν συγκεκριμένο τρόπο.

Προς το τέλος της ταινίας, ένιωσα να ξανανοίγει η «χαραμάδα» στην οποία αναφέρθηκες νωρίτερα.

Ωραία!

Είναι αισιόδοξο για το κοινό να βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη, νομίζω - ή τον καθρέφτη τον οποίο το φιλμ τοποθετεί απέναντί μας. Καλύτερο και για τον χαρακτήρα, και πιο αισιόδοξο για το κοινό.

Και, ξέρεις, μπορεί η Ραμόνα να επιστρέψει από το ταξίδι της. Αλλά δε θα είναι η ίδια, σε κάθε περίπτωση. Κάτι θα έχει «σπάσει» μέσα της, που θα αλλάξει το σκηνικό.

Είναι για όλους μας λιγάκι τρομακτικό να ανοίγουμε χαραμάδες, αλλά πιθανόν και ελπιδοφόρο.

Η συνέντευξη με τον Άλβαρο Γκάγκο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 29ου Διεθνους Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, όπου η ταινία του προβλήθηκε σε πανελλήνια πρεμιέρα.

Ευχαριστώ θερμά την Σοφία Αγγελίδου (One from the Ηeart) για την πολύτιμη συμβολή της στην διοργάνωση της συνέντευξης.

Η ταινία του Άλβαρο Γκάγκο Μητέρα, Πατρίδα προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 18 Ιανουαρίου σε διανομή της One from the Heart.



Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Angela Fabre: «Επειδή προέρχομαι από διαφορετικές κουλτούρες είμαι ίσως καλλιτέχνις»

 


Γαλλικής καταγωγής, μεγαλωμένη στην Ελλάδα, κάτοικος Αθήνας και πολίτης του κόσμου, η τραγουδίστρια, τραγουδοποιός και ηθοποιός Angela Fabre διαθέτει μια μαγική φωνή που παραπέμπει σε μεγάλες μούσες της φολκ, όπως η Joni Mitchell.

Ενόψει της συναυλίας της Angela Fabre στον Μικρό Κεραμεικό την Τετάρτη 17 Ιανουαρίου συναντιόμαστε μαζί της στα Εξάρχεια.

Έχω καταμαγευτεί από την φωνη σου - κι όχι μόνο εγώ.

Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ!

Πότε ανακάλυψες την μαγεία του τραγουδιού και του να τραγουδάς;

Μ’ αρέσει να ξεκινάει η κουβέντα από την βάση.

Τραγουδάω από πολύ μικρή, λίγο διάστημα αφότου είχα αρχίσει να μιλάω. Πάντα κρατούσα το τραγούδι για μένα και για όσους με ήξεραν, ωστόσο, ήθελα να το προστατεύω. Ήταν ο μυστικός μου κήπος.

Στα δεκαοκτώ μου αποφάσισα να γίνω ηθοποιός και ξεκίνησα να σπουδάζω σε Δραματική Σχολή στο Παρίσι. Παράλληλα, συνέχιζα τα μαθήματα φωνητικής, ενώ κάποια στιγμή στράφηκα προς την τζαζ.

Γιατί δεν αισθανόσουν αρκετά άνετα ώστε να εκτεθείς σε περισσότερους ανθρώπους; Τι σε συγκρατούσε;

Δεν ήταν από ντροπή ή φόβο. Ίσως φοβόμουν την κριτική προς εμένα ως τραγουδίστρια.

Σε κάθε περίπτωση, επειδή εστίαζα πολύ στην ηθοποιία, ένιωθα ότι το τραγούδι ερχόταν δεύτερο κι επιπλέον δεν έδινα στον εαυτό μου τον χρόνο να το καλλιεργώ περισσότερο.

Μετά την σπουδή μου στην Δραματική, άρχισα να κάνω συναυλίες στο Παρίσι. Εξακολουθούσα να αφιερώνω περισσότερο χρόνο στην υποκριτική, πάντως.

Κατά την διάρκεια της πανδημίας, οπότε και δεν μπορούσα να παίζω αλλά μπορούσα να τραγουδάω, συνειδητοποίησα πως δεν μπορώ να ζω χωρίς το τραγούδι και ότι έπρεπε να βρεθεί στο ίδιο επίπεδο με την υποκριτική - αν όχι σε υψηλότερο.

«Ίσως είναι ωραίο να το μοιραστώ και με άλλους», σκέφτηκα.

Αποκτώντας το τραγούδι την «σωστή» θέση του στην ζωή σου, πού βρέθηκε -ή βρίσκεται- η υποκριτική;

Δεν της αφιερώνω πια τον ίδιο χρόνο, γιατί και η μουσική απαιτεί πολύ χρόνο. Όταν, όμως, αφήνω την υποκριτική για πολύ καιρό, αρχίζει να μου λείπει. Οπότε, προσπαθώ να τα συνδυάσω.

Το οικογενειακό περιβάλλον εντός του οποίου μεγάλωσες σε ενθάρρυνε σε σχέση με τις καλλιτεχνικές σου κλίσεις, ή δεν είχε κάποια εμπλοκή;

Ο πατέρας μου σπούδασε μουσική και πάντα του άρεσε η φολκ των δεκαετιών 1960-1970, όπως και η «έθνικ» μουσική.

Φαντάσου ότι κάποτε -τότε ήμουν μικρή- είχε προσκαλέσει κάποιους Ινδούς μουσικούς, οι οποίοι έμειναν στο σπίτι μας επί μήνες!  Ήθελε να περιβάλλεται από μουσική συνέχεια.

Ο αδερφός μου είναι επίσης μουσικός, ενώ η μητέρα μου είναι κοσμηματοπώλισσα.

Τα φολκ ακούσματα του πατέρα σου σού ήταν εξίσου αγαπητά;

Ακούγοντάς τα σε μικρή ηλικία μού έμειναν καθώς μεγάλωνα, οπότε και καταλάβαινα τις ποιότητες κάθε μουσικού είδους. Είναι σημαντικό να υπάρχει μουσική κουλτούρα.

Όταν πια πλησίαζες την ενηλικίωση -άρα είχες αρχίσει να διαμορφώνεις κριτήριο και γούστο-, ποια ήταν τα ακούσματα που σε ιντρίγκαραν πιο πολύ;

Joni Mitchell, Carole King, ψυχεδελικό ροκ, πολύ Jefferson Airplane. Δεν άκουγα εμπορική μουσική τότε.

Με άγγιζε περισσότερο η εποχή των σίξτις/σέβεντις. Ήταν κάτι ενστικτώδες, νομίζω, αλλά είχε παίξει ρόλο και το οικογενειακό περιβάλλον μου.

Ποιες ήταν οι πρώτες συνθέσεις που αποφάσισες να τραγουδήσεις μπροστά σε περισσότερους ανθρώπους;

Τραγούδια της Tracy Chapman, της Amy Winehouse - μου άρεσε η τζαζ χροιά της φωνής της. Τα απέδιδα, ωστόσο, με τον τρόπο μου, καθώς είμαι σοπράνο.

Οι φωνές τραγουδιστριών όπως η Joni Mitchell και η Joan Baez, από την άλλη, είναι τόσο εναρμονισμένες με την δική μου, που δε χρειάζεται καν να αλλάξω κλειδί.

Μοιάζεις κιόλας λιγάκι με άνθρωπο που θα μπορούσε να προέρχεται από άλλη εποχή!

(Γέλιο). Μου το έχουν ξαναπεί! Αισθάνομαι, κατά περιόδους, λιγάκι σαν μια αρχαία ψυχή, όχι πάντα εναρμονισμένη με τον καιρό μου.

Απολαμβάνεις αυτήν την αίσθηση, όταν την βιώνεις;

Δε με πειράζει, τουλάχιστον. Δε νιώθω πολύ συνδεδεμένη με την εμπορική μουσική, όταν την ακούω. Υπάρχει, βέβαια, και απίστευτη σύγχρονη μουσική, την οποία αγαπώ.

Ωστόσο, για μένα, δε συμβαίνουν και πολλά στο μέινστριμ πεδίο. Άνθρωποι της γενιάς μου νιώθουν πιο νοσταλγικά για την δεκαετία του 1990. Στην τελική, κάθε εποχή έχει τις ομορφιές της και δημιουργούνται εντός της ενδιαφέροντα πράγματα.

Και το ζητούμενο είναι πώς αναζωογονείς και ενδυναμώνεις αυτό που απολαμβάνεις μέσα από την καθημερινή ζωή σου και την καλλιτεχνική σου πρακτική.

Με αυτήν την έννοια, «ακούω» στην φωνή/στις διασκευές σου την «ηχώ» του παρελθόντος, αλλά όχι ως νοσταλγική αναπαραγωγή. Την νιώθω προσωπική.

Δεν πολυσκέφτομαι αυτήν την διαδικασία, ξέρεις. Είναι αυτή που είναι. Ο στόχος μου σε αυτήν την φάση είναι να δημιουργήσω δική μου μουσική.

Εξερευνώ τον τρόπο με τον οποίο μπορώ συνταιριάξω τις μουσικές μου «ρίζες» -την φολκ, το φολκ ροκ- με μια πιο σύγχρονη διάσταση.

Συνθέτεις κιόλας, επομένως.

Είμαι και τραγουδοποιός.

Συνεργάζομαι με έναν απίστευτο μουσικό, τον Αντρέα Γναφάκη.

Συνθέτουμε από κοινού μουσική με φολκ βάση, δουλεύοντας με έναν υπέροχο παραγωγό, τον Γιώτη Παρασκευαΐδη, που με την σειρά του συνεργάζεται με πολλούς μουσικούς της ανεξάρτητης σκηνής.

Δε θα ήθελα, ωστόσο, να περιγράψω με περισσότερα λόγια αυτό το οποίο κάνουμε, γιατί πρόκειται για κάτι φρέσκο, σε εξέλιξη, και μπορεί να αλλάξει από βδομάδα σε βδομάδα.

Πάντως, περιβάλλομαι από πολλούς απίστευτους μουσικούς - και χαίρομαι γι’ αυτό. Με εμπνέουν και με βοηθούν. Χρειάστηκα, εξάλλου, χρόνο για να αποφασίσω να κάνω κάτι δικό μου.

Aντιμετώπισες και ζόρικες καταστάσεις στο πεδίο της μουσικής, ιδίως την περίοδο που πρωτοξεκίνησες;

Μπορεί να υπάρξει άγχος, αυτό-αμφισβήτηση, σκέψη και σχεδιασμός -και σε κάποιον βαθμό πρέπει, νομίζω-, αλλά αφότου αγκάλιασα την μουσική, οι πόρτες άνοιξαν και όλα κυλάνε.

Με την υποκριτική, αντίθετα, έζησα πιο δύσκολες στιγμές και απογοητεύσεις.

Απολαμβάνεις και την συναυλιακή διάσταση της μουσικής διαδικασίας;

Το να βιώνω την ενέργεια των ανθρώπων είναι αυτό που κάνει την διαφορά.

Στο Παρίσι εμφανιζόσουν μόνη σου ή ως σαπόρτ σε άλλα σχήματα;

Εμφανιζόμουν στην σκηνή μικρών μπαρ με άλλους μουσικούς, συνήθως φίλους. Δεν το κυνηγούσα.

Το κοινό πώς σε αντιμετώπιζε;

Πολύ ζεστά. Σίγουρα βοήθησε και η υποκριτική ως προς το πώς στεκόμουν συναυλιακά, αν και υπάρχουν διαφορές.

Στην υποκριτική ενσαρκώνω έναν ρόλο, στην συναυλία είμαι ο εαυτός μου -παρόλο που μπορεί κάποιος να διαθέτει και μια σκηνική περσόνα-, προσπαθώντας να είμαι όσο πιο αυθεντική είναι δυνατόν όταν ερμηνεύω ένα τραγούδι.

Στην τελική, όμως, πρόκειται για την φωνή σου - κι αυτήν δεν μπορείς να την κρύψεις.

Θα ενδιαφερόσουν να συνεργαστείς με άλλες τραγουδίστριες;

Πραγματικά θα το ήθελα.

Κατονόμασέ μου μερικές -κατά προτίμηση εν ζωή- που θαυμάζεις και με τις οποίες θα ήθελες να συνεργαστείς: τις πρώτες που σου έρχονται κατά νου.

Υπάρχουν πολλές!

Θα ήθελα πολύ να συναντήσω την Joni Mitchell, γιατί είναι η μούσα μου. Αισθάνομαι εξαιρετικά συνδεδεμένη μαζί της: στιχουργικά, σε φωνητικό επίπεδο, σε οτιδήποτε με το οποίο καταπιάνεται.

Αγαπώ την φωνή και τους στίχους της Pomme. Θα ήθελα να δουλέψουμε μαζί. Είναι συνομήλική μου, και συνδυάζει την φολκ με την ποπ.

Όσον αφορά στην Ελλάδα, λατρεύω την Melentini. Έχει μοναδική χροιά φωνής. Με συγκινούν οι συνθέσεις της.

Το ότι είσαι καλλιτέχνις, σε βοηθάει να προσαρμόζεσαι καλύτερα στα διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα;

Στην περίπτωσή μου συμβαίνει το αντίστροφο. Επειδή προέρχομαι από διαφορετικές κουλτούρες είμαι ίσως καλλιτέχνις και τραγουδίστρια. Αλλά ισχύουν και τα δύο.

Μεγάλωσα στην Ελλάδα ως άτομο με γαλλική καταγωγή. Κατόπιν, πέρασα πολύ καιρό στις Η.Π.Α. ως Ευρωπαία και Γαλλίδα κι ένα διάστημα στον Καναδά. Νιώθω πολύ συνδεδεμένη με τις Η.Π.Α.

Από εκεί πηγάζει η αγάπη μου για την φολκ μουσική, από εκεί ξεκίνησε το καλλιτεχνικό μου ταξίδι. Γι’ αυτό κι εξακολουθώ να επιστρέφω σ’ αυτήν την χώρα.

Η ποικιλομορφία, πάντως, των τοποθεσιών, των πολιτισμών και των ανθρώπων σίγουρα με κάνει αυτή που είμαι ως καλλιτέχνιδα.

Ευχαριστώ την Angela Fabre για την παραχώρηση της φωτογραφίας της.

Η Angela Fabre εμφανίζεται live στον Μικρό Κεραμεικό (Ευμολπιδών 13, Γκάζι) την Τετάρτη 17 Ιανουαρίου, στις 21:30.

Επί σκηνής, την συνοδεύουν οι: Χάρης Μπότσης (πιάνο, ενορχηστρώσεις), Μάνος Λούτας (κοντραμπάσο), Αντρέας Γναφάκης (κιθάρα) και Θοδωρής Χριστοδούλου (ντραμς).