Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Marta Popivoda: «Ο ρόλος του σινεμά είναι να φαντάζεται άλλους, καλύτερους κόσμους»

 

Marta Popivoda (Photo credit: Maja Medic)

Πειραματικό και βαθιά πολιτικό, το Τοπία της αντίστασης, μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ της Σέρβας Marta Popivoda, είναι ένα πορτραίτο της εκλιπούσας αντιφασίστριας μαχήτριας Sonja κι ένας στοχασμός για τον αντιφασισμό του σήμερα.

Συνομιλώντας με την σκηνοθέτρια ενόψει της προβολής του φιλμ στο πλαίσιο του 23ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (30 Ιουνίου-4 Ιουλίου 2021).

Το πιο πρόσφατο ντοκιμαντέρ σου, Τοπία της αντίστασης, είναι μια «ανορθόδοξη» δουλειά. Ανορθόδοξα θα ξεκινήσω, λοιπόν, κι εγώ. Θα ήθελα να μου πεις για το τραγούδι που ανοίγει και κλείνει το φιλμ. Γιατί επέλεξες το συγκεκριμένο;

Το εναρκτήριο τραγούδι είναι όντως ένα πολύ όμορφο παλιό τραγούδι, γραμμένο από τον Γιουγκοσλάβο μαχητή για την κοινωνική δικαιοσύνη Mihovil Pavlek Miškin.

Χρονολογείται από την περίοδο μεταξύ του Α’ και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Καταπιάνεται με την ανισότητα, την καταπίεση των αγροτών και την ταξική κοινωνία. Η εκδοχή που περιλαμβάνεται στην ταινία ερμηνεύεται από τη LeZbor, μια λεσβιακή και φεμινιστική χορωδία από το Ζάγκρεμπ.

Είναι, επομένως, πολύ σύγχρονο.

Σκέφτηκα ότι ήταν πολύ σημαντικό να χρησιμοποιηθεί η συγκεκριμένη εκδοχή, γιατί είναι πιο δυνατή μουσικά, υπάρχει μια κουίρ, φεμινιστική και αντιφασιστική οπτική σ’ αυτή και επειδή το Ζάγκρεμπ αποτελούσε τμήμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο αναφέρομαι στη δουλειά μου.

Λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί κι η υπόλοιπη ταινία, επιχειρώντας να εντοπίσει βαθύτερες συνδέσεις ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Το φιλμ σου φτιαχνόταν επί κάμποσο καιρό- εδώ και μια δεκαετία ή κάπου τόσο;

Όταν συνάντησα την μακαρίτισσα Sonja Vujanović για πρώτη φορά, συνειδητοποίησα αμέσως πόσο δυνατή και υπαινικτική αφηγήτρια ήταν, κι αυτό με κινητοποίησε κατά έναν τρόπο που ήθελα να κάνω μια ταινία με αυτήν.

Επίσης, η ιστορία της είναι ξεχωριστή και περιείχε κάποιες απαντήσεις σε ερωτήματα που αναλογιζόμουν, όπως το πώς γίνεσαι παρτιζάνος/παρτιζάνα.

Η πρώτη μας συνάντηση έλαβε χώρα πάνω από μια δεκαετία πριν. Στη διάρκεια πολλών χρόνων, η  Ana Vujanović, συν-σεναριογράφος της ταινίας, κι εγώ ηχογραφήσαμε συνεντεύξεις με την Sonja.

Ακόμα και τότε, στα 2007-2008, ήξερα ότι ήθελα να κάνω αυτό το φιλμ, αλλά από κάποιες απόψεις δεν ένιωθα έτοιμη. Ίσως ήμουν υπερβολικά νέα. Σκέφτηκα πως η φυσιογνωμία και η ιστορία της απαιτούσαν να είμαι πιο δυνατή σκηνοθέτρια.

Έπειτα, το 2016, απλά ξύπνησα ένα πρωινό και ένιωσα ότι ήθελα να ολοκληρώσω το ντοκιμαντέρ, πως τότε ήταν η σωστή στιγμή να αφηγηθώ αυτή την ιστορία.

Αισθάνθηκα ότι η ιστορία της Sonja έπρεπε, κατά κάποιον τρόπο, να γίνει η ιστορία «μας».

Τότε έγραψα, εξάλλου, το πρώτο προσχέδιο βάσει των απομαγνητοφωνημένων κειμένων εκείνων των συνεντεύξεων.

Μαζί με την εγγονή της, την Ana Vujanović.

Ασφαλώς. Η Ana κι εγώ είμαστε επί μακρόν συνεργάτριες και συντρόφισσες στην αγάπη και τη ζωή. Πραγματοποιήσαμε τις συνεντεύξεις με την Sonja μαζί και ήταν υπεύθυνη για τη δραματουργική επεξεργασία της ταινίας.

Επίσης, η Ana έγραψε τις ημερολογιακές καταχωρήσεις που αποτελούν ένα από τα επίπεδα στο φιλμ τα οποία αποκαλύπτουν την προσωπική μας οπτική.

Μοιραζόμαστε πολλές κοινωνικο-πολιτικές ανησυχίες- και πολλά ακόμη.

Ήμουν έτοιμος να το σχολιάσω αυτό.

Σε κάποια φάση αποφασίσαμε ότι ήταν σημαντικό να εγγράψουμε την πολιτική και προσωπική μας θέση, να δείξουμε ποιος κάνει αυτό την ταινία.

Πως είμαστε γυναίκες, φεμινίστριες, ένα κουίρ ζευγάρι από την αριστερίστικη-ακτιβιστική σκηνή του Βελιγραδίου. Να καταδείξουμε επίσης γιατί αυτή η ιστορία είναι σημαντική για εμάς σήμερα.

Αυτό το στοιχείο του φιλμ, ωστόσο, εισάγεται πολύ διακριτικά σε σύγκριση με την ιστορία και την παρουσία της Sonja, από τη μία, και εκείνη των τοπίων, από την άλλη.

Πρώτα, υπήρχε η ιστορία της Sonja. Το να την ακούς ήταν σαν να διαβάζεις ένα κινηματογραφικό σενάριο, έτσι είχα ήδη εικόνες στο μυαλό μου, που τις αποκαλούμε «λεκτικές εικόνες».

Ήθελα να δώσω χώρο σ’ αυτές τις εικόνες, άρα η κύρια σκηνοθετική χειρονομία μου ήταν να τοποθετήσω τις ψυχικές εικόνες που παράγει μέσω της αφήγησής της στα τοπία όπου αυτές οι ιστορίες συνέβησαν.

Εκείνη την περίοδο η Ana δούλευε πάνω στην έννοια της δραματουργίας τοπίου, το οποίο προέρχεται περισσότερο από τις επιτελεστικές τέχνες, και τη συζητήσαμε πολύ.

Από αυτές τις συζητήσεις αναδύθηκε ένα ερώτημα: «Πώς μπορούμε να κατοικήσουμε το τοπίο με διαφορετικά βλέμματα ή οπτικές;»

Σκεφτόμουν σχετικά μ’ αυτό το πρόβλημα και πώς μπορούσα να το «λύσω» κινηματογραφικά.

Διεξήγαγα ορισμένα οπτικά πειράματα και προέκυψε η ιδέα της κατασκευής αυτών των υβριδικών τοπίων μέσω της παρατήρησης των ίδιων τόπων από διαφορετικές οπτικές γωνίες ταυτόχρονα.

Κι έπειτα μπορείς πραγματικά να ταξιδέψεις μέσω αυτών των τοπίων, να νιώσεις τα επίπεδα του χρόνου και να συνδέσεις όλο αυτό με τη στιγμή που ζούμε σήμερα. Έχεις καιρό για στοχασμό.

Από την άποψη των οπτικών αναφορών, θα έκανα λόγο για τα κονστρουκτιβιστικά και τα κυβιστικά τοπία από το πεδίο των οπτικών τεχνών, καθώς αυτά τα κινήματα συνιστούσαν την αριστερίστικη τέχνη της εποχής της Sonja.

Αλλά για να επιστρέψω στο σχόλιό σου, το επίπεδο των ημερολογιακών καταχωρήσεων ήρθε στο τέλος, και θέλαμε να το κρατήσουμε διακριτικό.

Θέλαμε να εγγράψουμε τις εαυτές μας στην ταινία, αλλά όχι να συγκρίνουμε την εμπειρία μας με εκείνη της Sonja ή να προσελκύσουμε πολλή προσοχή.



Είναι όλα τα μέρη τα οποία αναφέρονται στην αφήγηση εκείνα όπου συνέβησαν τα πραγματικά γεγονότα;

Τα περισσότερα είναι τα πραγματικά, αλλιώς είναι τοπογραφικά κοντά. Ακόμα και στο Άουσβιτς, πήγαμε ακριβώς στα μέρη που αναφέρει. Αλλά, βέβαια, μερικές φορές δεν ήταν εύκολο να έχουμε πρόσβαση στις ακριβείς τοποθεσίες.

Ήταν ένας πολύ δυναμικός και ταυτόχρονα ήπιος χαρακτήρας. Πώς ένιωσες γνωρίζοντάς την και σε ποιον βαθμό αλλάξατε και οι δυο σας μέσα από αυτή τη συνάντηση;

Όταν την πρωτοσυνάντησα, ήταν βέβαια πια ηλικιωμένη, αλλά εξαιρετικά παρούσα και ασχολούμενη με το καθετί γύρω της. Μάθαμε πολλά από τις ιστορίες της, αλλά και από τον τρόπο που κατανοούσε το παρόν πλαίσιο τότε.

Και η Sonja και ο σύζυγός της Ivo ήταν κομμουνιστές αντιφασίστες μαχητές. Αυτός κατόπιν ήταν επίσης διαφωνών. Ήταν μαρξιστές. Είχαν αυτή την πολύ ξεκάθαρη μαρξιστική πολιτική παιδεία και μέθοδο κατανόησης του κόσμου γύρω τους.

Για μένα, ο μαρξισμός είναι ένα εργαλείο για την κατανόηση της κοινωνίας και των σχέσεων εξουσίας εντός της- κι όχι απλώς όταν κάποιος άνθρωπος είναι νεαρός και μετέχει στο κίνημα όπως η Sonja, αλλά και όταν μεγαλώνεις.

Η πολιτική εκπαίδευση είναι ουσιώδης αν θέλεις να είσαι παίκτης σε μια κοινωνία. Είναι κρίσιμο να καταλαβαίνεις τι συμβαίνει σε σένα και στους γύρω σου, κι αυτό σου δίνει την πιθανότητα ν’ αντισταθείς.

Επειδή νέοι φασισμοί εμφανίζονται με νέες μορφές, και χρειάζεται να τους αντιμετωπίσουμε σήμερα. Αυτό που μάθαμε από την Sonja είναι ότι δε χρειάζεται να είμαστε ήρωες για να γίνουμε παρτιζάνοι, και δεν υπάρχει άλλη επιλογή σήμερα.

Η Sonja επέζησε του Άουσβιτς εν μέρει επειδή ήξερε γιατί βρισκόταν εκεί- ως πολιτική κρατούμενη. Βεβαίως, ήταν τυχερή που μπόρεσε να αυτοοργανωθεί, ν’ αντισταθεί και να επιβιώσει, γιατί πολλοί και πολλές δεν είχαν αυτή την ευκαιρία.

Αυτή η ανταλλαγή μεταξύ των τριών μας αφορά επίσης στο τι σημαίνει να είσαι φεμινίστρια. Εκείνη την εποχή, στη Γιουγκοσλαβία πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών.

Πάλεψε για το δικαίωμα των γυναικών στην ψήφο, κάτι που οι γυναίκες στην Γιουγκοσλαβία απέκτησαν αρκετά νωρίς, το 1945, με την πρώτη σοσιαλιστική κυβέρνηση. 

Πήγαινε από χωριό σε χωριό μιλώντας στις γυναίκες και συζητώντας μαζί τους γιατί ήταν σημαντικό να έχουν δικαίωμα ψήφου.

Έτσι, αυτή η φεμινιστική ακτιβιστική εμπειρία που είχε ήταν επίσης πολύ σημαντική για την Ana κι εμένα, και μας έφερε πιο κοντά. 

Νομίζω πως η ταινία και όλη η διαδικασία ήταν σημαντικά και για την Sonja, καθώς ήθελε να μάς παραδώσει την ιστορία της. Ήθελε η ιστορία της αντιφασιστικής αντίστασης να συνεχίσει να υπάρχει και να ζει, ακόμα κι όταν εκείνη θα είχε πεθάνει. 

Στο φιλμ, η Sonja πεθαίνει, αλλά η ιστορία της συνεχίζεται και «ταξιδεύει» στα σώματα της νέας γενιάς αντιφασιστών. 



Όλα είναι καμωμένα με έναν διακριτικό, χαμηλόφωνο τρόπο. Με ένα τέτοιο πρόσωπο και μια τέτοια ιστορία κάποιος θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει κάτι υπερβολικά δραματικό, που θα ξυπνούσε έντονα συναισθήματα.

Έχεις την αίσθηση ότι περιγράφει κάτι πολύ συνηθισμένο. 

Σε αυτό το φιλμ σίγουρα ενδιαφέρομαι για τη γυναικεία πλευρά του πολέμου, κι αυτό βεβαίως αποτελεί αναφορά στο βιβλίο της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς Ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο γυναίκας, όπου πήρε συνεντεύξεις από αντιφασίστριες μαχήτριες. 

Βλέπουμε πώς οι γυναίκες θυμούνται πράγματα που έχουν σβηστεί από την Ιστορία, κι έτσι οι άνθρωποι συνδέονταν σε εκείνες τις δύσκολες εποχές, αυτοοργανώνονταν, πολιτικοποιούνταν και γίνονταν παρτιζάνες/αντιφασίστριες μαχήτριες. 

Αυτό δεν αποτελεί συνήθως τμήμα των μεγάλων, μακρο-ιστορικών αφηγήσεων όπου έχουμε ήρωες και δράμα.

Η ιδέα μας ήταν να αμφισβητήσουμε την ιδέα του ήρωα, η οποία προέρχεται από την κυρίαρχη πατριαρχική ιδεολογία της Ιστορίας και του πολέμου. 

Θέλαμε να αντιπαραβάλουμε την αυτοοργάνωση, την αλληλεγγύη, το συλλογικό πνεύμα και τη φροντίδα με την ιδέα του ενός και μοναδικού ήρωα, ο οποίος σχεδόν πάντα είναι άντρας. 

Η Sonja πάντα ανέφερε τις συντρόφισσες και τους συντρόφους της, το πώς υπήρξε κομμάτι ενός συλλογικού αγώνα, τη διάσταση της αλληλεγγύης και της αυτοοργάνωσης. 

Δε θα είχε επιβιώσει αν ήταν απλά ένα άτομο. Επομένως, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια αντιηρωική αφήγηση, που επίσης έχει ανάγκη από μια διαφορετική κινηματογραφική φόρμα.

Μιας και σε απασχολεί πολύ ο φασισμός του σήμερα, τι σε ανησυχεί πιο πολύ σε αυτόν; Ή, πού εστιάζεις όταν προσπαθείς να τον πολεμήσεις υπό το πρίσμα σου- πολιτισμικό, πολιτικό ή άλλο; 

Για μένα, ο ρόλος της τέχνης ή του σινεμά είναι επίσης να φαντάζεται άλλους πιθανούς, καλύτερους, κόσμους. 

Το να θυμόμαστε και να ξαναλέμε την ιστορία της Sonja γίνεται ιδιαιτέρως επίκαιρο σήμερα, που βιώνουμε τον λεγόμενο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και τη ριζοσπαστικοποίηση της ταξικής κοινωνίας.

Αυτόν τον καπιταλισμό ο οποίος στην περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας μπορεί να αποκληθεί «άγριος καπιταλισμός», που διαγράφει τον δημόσιο τομέα και την ίδια την ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης. 

Χέρι-χέρι με αυτό έρχεται η διαγραφή του κομμουνισμού ως της κινητήριας δύναμης του αντιφασισμού στη Σερβία και, ακόμα ευρύτερα, στην Ευρώπη. 

Στο τοπικό μας πλαίσιο έχουμε ρεβιζιονιστικές πολιτικές ατζέντες και οπτικές για την Ιστορία στη Σερβία, καθώς και πιο μακριά, από το θεσμικό επίπεδο στην καθημερινή ζωή. 

Περιλαμβάνουν τον πολιτικό λόγο της εθνικής συμφιλίωσης, άρα και την απαλλαγή των φασιστών, το ευρωπαϊκό ψήφισμα για τον ολοκληρωτισμό που τσουβαλιάζει τον φασισμό και τον κομμουνισμό, την αναθεώρηση των ιστορικών εγχειριδίων που χρησιμοποιούνται στα σχολεία,

Περιλαμβάνουν, επίσης, και τον διά της βίας διαχωρισμό του κομμουνισμού από τον αντιφασισμό. 

Στη Σερβία, για παράδειγμα, είχαμε δύο νομοθετικές διατάξεις που οδήγησαν στην αποκατάσταση των ναζί συνεργατών. Επίσης, στη Σερβία και αλλού στην περιοχή υπάρχει υψηλό επίπεδο έλλειψης ανοχής στους ΛΟΑΤΚΙΑ ανθρώπους. 

Ομοίως στη Σερβία, στην Κροατία, στη Σλοβενία και αλλού στην Ευρώπη έχουμε τον ρατσισμό που βάζει στο στόχαστρο τους Ρομά, καθώς και τον φόβο για τους μετανάστες από τη Συρία και την Αφρική. 

Η Ana Vujanović το είπε τέλεια σε μια από τις συνεντεύξεις μας:

«Εκείνα τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα που έχουν εμφανιστεί, δεν είναι εμβληματικά ενός απέθαντου φασισμού, που έχει σηκωθεί από τον τάφο λόγω της διαγραφής της μνήμης του αντιφασισμού;» 

Είναι σημαντικό για μένα να θυμίσω με αυτή την ταινία πως η ιδέα της αντίστασης είναι πάντα πιθανή. Ότι σχεδόν πάντα έχουμε μια επιλογή. Κι αυτό είναι παρόν σε κάθε πτυχή της ιστορίας της Sonja, ακόμα και στην περίοδο του Άουσβιτς. 

Και σε μια περίοδο που αργά, σταδιακά αλλά δυσοίωνα εξελίσσεται στις μέρες μας, επίσης σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Σερβία. 

Επηρεασμένοι από την καπιταλιστική ιδεολογία, η οποία ισχυρίζεται ότι δεν είναι ιδεολογία, οι άνθρωποι δεν μπορούν ν’ αναγνωρίσουν τον εχθρό καθαρά. Στην εποχή της Sonja ο εχθρός ήταν οι κατακτητές και οι ταξικοί αντίπαλοι.

Σήμερα, ωστόσο, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να κατέχεις μια χώρα. 

Αυτό που με ανησυχεί πιο πολύ είναι η κανονικοποίηση του βίαιου δεξιού λόγου στη μέινστριμ πολιτική- στις Η.Π.Α. με τον Τραμπ, ή αλλού με νεοφασιστικές ομάδες που εισέρχονται στην πολιτική σκηνή χωρών όπως η Σερβία, η Ελλάδα ή η Σουηδία. 

Όπως και να έχει, η ταινία σου έχει βγει, και υποθέτω πως θα συνεχίσει να «ταξιδεύει» σε φεστιβάλ τόσο διαδικτυακά, όσο και, όταν είναι δυνατόν, με τον φυσικό τρόπο. 

Ασφαλώς. Είναι καλύτερο από το τίποτα! 

Το ντοκιμαντέρ της Marta Popivoda Τοπία της αντίστασης προβάλλεται στο πλαίσιο της ενότητας >>Film Forward του 23ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης μεταξύ της 30ής Ιουνίου και της 4ης Ιουλίου.



Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

Marta Popivoda: “The role of cinema is to imagine other possible, better worlds”

 

Marta Popivoda (Photo credit: Maja Medic)

Experimental in form, and deeply political, Landscapes of Resistance, the feature length documentary of Serbian director Marta Popivoda, is both a portrait of the late antifascist fighter Sonja and a reflection on the antifascism of today.

In conversation with the director ahead of the film’s screening within the context of the 23rd Thessaloniki Documentary Festival (June 24-July 4, 2021).

Your latest documentary, Landscapes of Resistance, is an “unorthodox” work. I’ll start in an unorthodox manner, too. I would like you to tell me something more about the song that bookends it. Why did you choose this particular one?

The opening song is actually a very beautiful old song written by Yugoslav fighter for social justice Mihovil Pavlek Miškin. It dates from the period between the First and Second World War. It’s about inequality, oppression of the peasants and class society.

The version that is featured in the film is performed by the LeZbor, lesbian and feminist choir from Zagreb.

It is, therefore, very contemporary.

I thought it was important to have this version because it’s musically stronger, there is a queer, feminist and antifascist perspective in it, and because of Zagreb being part of former Yugoslavia, which is the context I refer to in my work.

It works in the same way the rest of your film does, trying to trace deeper connections between the past, the present and the future.

Your film has been in the making for quite a long time- has it been a decade or so?

Upon my first meeting with the late Sonja Vujanović, I immediately realized what a powerful and suggestive storyteller she was, and this triggered me in a way that I wanted to make a film with her.

Also, her story is exceptional and had some answers to the questions I was thinking about, like how you become a partisan.

Our first encounter took place more than a decade ago. Over the course of several years, Ana Vujanović, co-writer of the film, and I recorded interviews with Sonja.

Even back then, in 2007-2008, I knew that I wanted to make this film, but in some respects, I wasn’t feeling ready. Maybe I was too young. I thought that her figure and story required me to be a more powerful filmmaker.

Then, in 2016, I just woke up one morning and felt like I needed to finish the film. That now is the right time to tell this story. I felt that Sonja’s story needs to become “our” story in some ways.

Back then I also wrote the first script draft out of the transcripts of these interviews.

Alongside her granddaughter, Ana Vujanović.

Definitely. Ana and I are long term collaborators, and also partners in love and life.  We conducted the interviews with Sonja together and she was a dramaturg on the film.

Also, Ana wrote these diary inscriptions which are one of the layers in the film which reveal our personal perspective.

We share many socio-political concerns- and much more.

I was about to comment on that.

At some point we decided that it was important to inscribe our context, political and personal position, to show who is making this film.

That we are women, feminists, a queer couple from leftist-activist scene in Belgrade... and also indicate why this story is important for us today.

Still, this component of the film is very discreetly inserted into it in comparison to Sonja’s story and presence on the one hand, and of the landscapes, on the other.

First, there was Sonja’s story. Listening to her was like reading a film script, so I already had images in my mind, which we call “verbal images”.

I wanted to give space to these images, so my main directorial gesture was to place the mental images that she produces through her storytelling into the landscapes where events from these stories happened. 

Back then Ana was working on her concept of landscape dramaturgy, which comes more from the performing arts, and we discussed it a lot.

From these discussions emerged the question: “How can we populate/inhabit the landscape with different gazes or perspectives?

I was thinking about this problem and how I can “solve” it cinematically. I conducted some visual experiments and came to the idea of constructing these hybrid landscapes by observing the same (s)place from different perspectives at the same time.

And then you can really travel through these landscapes, feel the layers of time and connect all this to the moment we are living in today. You have time for reflection. 

In terms of visual references, I would mention constructivist and cubist landscapes from the visual arts, as these movements were leftist art from Sonja’s time.

But to go back to your comment, the layer of the diary inscriptions came at the end, and we wanted to keep it discreet. We wanted to inscribe ourselves into the film but did not want to compare our experience with Sonja’s or take too much attention. 



Are all the places mentioned in the narration the ones where the actual events happened?

Most of them are the actual ones, otherwise they are topologically close. Even in Auschwitz, we went to the exact places she mentions. But, of course, sometimes it wasn’t easy to trace or access the exact location.

She was a very powerful and at the same time calm character. How has it been getting to know her and to what extent has she and have you changed through the course of this encounter?

When I first met her, she was still old, but very present and engaged in everything around her. We got to learn a lot from her stories, but also from her understanding of the present context back then.

Both Sonja and her husband Ivo were communist and antifascist fighters. He was also a dissident later. They were Marxists. They had this very clear Marxist political education and method of understanding the world around them.

For me, Marxism is a tool to understand society and power relations in it - and not just when you’re young and part of the movement as Sonja was, but also when you’re old.

What I definitely learned from them is that political education is essential if you want to be an actor in a society. It is crucial to understand what is happening to you, and to other people around you, and it gives you the possibility to resist.

Because new fascisms are coming in new forms, and we need to confront them today. What we learned from Sonja is that we don’t need to be heroes in order to become partisans, and there is no alternative today.

Sonja survived Auschwitz partly also because she knew why she was there -as a political prisoner. Of course, she was lucky to be able to self-organize, resist and survive, because many people didn’t have this chance.

This exchange between three of us also concerns what it means to be a feminist. Back then, in Yugoslavia before the Second World War, she was an activist for women's rights.

She fought for women’s right to vote, which women in Yugoslavia acquired quite early, in 1945, with the first socialist government.

She was going from village to village talking to women and discussing with them why it was important to have the right to vote. So, this feminist activist experience she had was also very important for Ana and me and brought us closer together.

I believe this film and the whole process was important to Sonja as well, as she wanted to hand us her story. She wanted the story of antifascist resistance to continue to exist and live, even when she is gone.

In the film, Sonja dies, but her story continues and “travels” to the bodies of the new generation of antifascists.



All is done in a very discreet, low-key manner. With such a person and story, one might have done something overly dramatic that would evoke strong emotions. One has the feeling that she describes something very ordinary.

In this film I’m definitely interested in the womanly side of war, and this of course is a reference to Svetlana Alexievich and her book The Unwomanly Face of War, where she interviewed female antifascist fighters.

We get to see how women remember things that were erased from history, and this is how people related to each other in these difficult times, how they self-organize, how they get politicized and became partisan/antifascist fighters.

It’s usually not part of a big, macro-historical narratives where we have heroes and drama. Our idea was to question the notion of Hero, which comes from a dominantly patriarchal ideology of history and war.

We wished to juxtapose self-organization, solidarity, and collectivism, and care with the idea of one and only true hero, which is almost always a man.

Sonja always mentioned her comrades, how she was part of a collective struggle, the dimension of solidarity and self-organization. She wouldn’t have survived if she had been just an individual.

So, we are dealing here with an anti-heroic narrative which also needs different cinematic form.

Since you’re very concerned about the fascism of today, what worries you the most about it? Or, where do you place your emphasis when you try to fight it through your lens- cultural, political or otherwise?

For me, the role of art or cinema is also to imagine or to remember other possible, better worlds.

To remember and retell Sonja’s story becomes especially relevant today when we live in the so-called neoliberal capitalism and radicalization of class society -that in the region of former Yugoslavia can be called “wild capitalism”- which deletes the public sector and the very idea of social justice.

Hand in hand with this comes the erasure of communism as a driving force of antifascism in Serbia and even wider, in Europe.

In our local context, we have revisionist political agendas and views of history in Serbia, as well as beyond, from the institutional level to everyday life.

They include the discourses of national reconciliation, thus also the absolution of fascists, the European resolution on totalitarianism, which lumps together fascism and communism, revisions of history textbooks used in schools, as well as the forceful separation of communism from anti-fascism.

In Serbia, for instance, we got two pieces of legislation that led straight to the rehabilitation of Nazi collaborationists. Also, in Serbia and elsewhere in the region, there is a high level of intolerance of LGBTIQ people.

Likewise in Serbia, Croatia, Slovenia, and elsewhere in Europe, we have racism targeting Roma people, as well as the fear of migrants from Syria and Africa.

Ana Vujanović said it perfectly in one of our interviews: Those barbed-wire fences that have sprung up, aren’t they emblematic of undead fascism, raised from the grave by the erasure of the memory of anti-fascism?

It’s important for me to evoke with this film the idea that resistance is always possible. That we almost always have a choice. And this is present in every part of Sonja’s story, even in such a totalitarian context like Auschwitz.

And in one that slowly, gradually and ominously evolves nowadays, also in countries like Greece or Serbia.

Influenced by capitalist ideology, which claims that it’s not an ideology, people cannot clearly recognize the enemy. In Sonja’s time it was the occupiers and the class enemy. Nowadays, however, there are different ways to occupy (a country).

What worries me the most is the normalization of the violent right-wing discourses in mainstream politics- in the USA with Trump, or elsewhere with neo-fascist groups entering the political scene of countries like Serbia, Greece or Sweden.

Still, your film is out, and I assume that it will continue to “travel” to festivals, both online and, when possible, in the normal, physical manner.

Definitely. This is better than nothing!

Directed by Marta Popivoda, the documentary Landscapes of Resistance is screened within the context of the Film Forward section of the 23rd Thessaloniki Documentary Festival (June 24-July 4, 2021).



Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

Massoud Bakhshi: “Media manipulate individuals everywhere”

 


Forgiveness, justice and the power of TV are being “dissected” in an austere manner in the second feature film by Iranian director Massoud Bakhshi, Yalda, a Night for Forgiveness.

Having won the award of best foreign language film at last year’s Sundance Film Festival, it is being screened at Greek cinemas since June 17. In conversation with the director.

Yalda, a Night for Forgiveness, your second feature film, primarily touches on the issues of forgiveness, justice and love through the “encounter” of two women of different class backgrounds, where the roles of the victim and the perpetrator alternate.

Is it through forgiveness that justice may indeed be attributed and societal cohesion maintained, to your mind? Or is the issue more complicated?

I think it is more complicated. Justice is a very relative concept, and it all depends from which side, which angle you look at the case.

But, as you noticed correctly, the main question here is forgiveness, which makes everything more complex and more interesting.

While everything is set up to achieve this forgiveness and give a lesson to the audience, you can see that it is not easy to renounce the vengeance.

Of course, to me, this is more a conceptual film than a social drama, even if I don’t mind that spectators or critics see it as a social drama.

Your film also highlights in an almost documentary way the infuriating influence that TV, and especially the so-called “reality shows”, may exert on people’s everyday life and -often- death.

What does the popularity of such shows reveal about the Iranian society?

Reality shows is a modern phenomenon just like the television itself, it is the result of the famous “ethical black hole” in modern aesthetics. Television and social media produce a new system of values in which everything appears more or less kitsch.  

And from America to Africa, from India to Saudi Arabia, these shows are produced and aired following some very similar formulas.

The film also portrays a society in which the gap between the poor and the rich is increasing. This is also universal: a rich minority takes everything and the majority of the world’s inhabitants struggles to have a minimum.

Media manipulate individuals everywhere, and even the good intentions don’t justify this kitsch system.

Sadaf Asgari


Yalda marks your second collaboration with experienced Iranian actress Behnaz Jafari and the first with Sadaf Asgari who impersonate the characters of Mona and Maryam, respectively. How has it been working with both of them?

I asked each one of them to find a role model for their characters in the real life.

Sadaf, the lead actress, comes from a very popular district of Tehran and had a hard life, she used to know these stories. I sent her to courts to attend the process of crime cases and to see how it goes.

For Behnaz, the actress impersonating Mona, it was a bit different She told me about one of her friends, an educated daughter who seriously opposed her rich father’s second marriage with a young wife.

They both incorporated elements of reality into their performances.

Moral dilemmas are often fictionally explored in Iranian films, to the point that one might describe Iranian cinema as a study on moral dilemmas. How do you interpret the recurring presence of such concerns?

I think it’s partly because Iranian society is struggling to form its own modernity and at the same time tends to keep traditional values. This struggle was intensified with 1979 revolution and 8 years of war -called “sacred defense”- against Iraq (1980-88).

In this struggle, crisis, contradictions and complexes are inevitable. They appear not only in different aspects of individuals’ life, but also, in larger scales, in the whole society.

Nowadays, in a materialistic world where neoliberalism reigns everywhere, a society like ours tries to differentiate itself, and moral dilemmas are not only personal issues.

Behnaz Jafari


On June 18 Iranians headed to the polls to elect a successor to the outgoing President Hassan Rouhani, considered to be a moderate reformist.

How would you describe the political climate at the moment in the country? Do you estimate that there may be any substantial change through the electoral process?

I am not probably the right person to answer this question as I don’t know about politics, simply because I don’t like it!

What I know is that my country is in a constant change, and having its very ancient history in mind, one can notice that this evolution has been fast and intense in the last century.

I think that the only thing that an artist can do in the same situation is to continue to create, and to keep the hope’s flame alive.

Regardless of the validity of the official data, Iran is among the countries that have been worst affected by the ongoing pandemic on a global level.

What about the prospects of Iranian film production in such unpredictable and unstable times?

Iranian filmmakers were active even under the pandemic. Many series are produced here, but also independent, low budget and marginal films.

The digital element has revolutionized everything in cinema, even if the distribution and lack of film theaters, besides the increasing costs of the production, are still big issues for this cinema.

Massoud Bakhshi’s feature film Yalda, a Night for Forgiveness is screened at Greek cinemas from June 17 distributed by Weird Wave.