Σχεδόν 70 χρόνια από τη γέννηση και 33 από τον
πρόωρο θάνατο του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, το ντοκιμαντέρ του στενού φίλου του Christian Braad Thomsen
Fassbinder:
To
love
without
demands
ρίχνει
«φως» σε όλες τις πτυχές της προσωπικότητας του δημιουργού που άλλαξε το
γερμανικό σινεμά. Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη, ενόψει των προβολών του
ντοκιμαντέρ στις 12 και 14 Μαΐου στα πλαίσια του Φεστιβάλ «Οutview», το οποίο
διεξάγεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος
από τις 7 έως τις 15 Μαΐου.
Ποιο
ήταν το κύριο κίνητρό σας για τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ; Νιώθετε ότι, ως στενός
φίλος του Φασμπίντερ μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, του το «χρωστούσατε», υπό μία
έννοια;
Υποθέτω ότι το κύριο κίνητρό
μου ήταν να ανακαλύψω τι είναι αγάπη. Μέχρι σήμερα έχω αγαπήσει τον Φασμπίντερ όσο
και την οικογένειά μου, παρότι δεν είμαι ομοφυλόφιλος ούτε στο ελάχιστο. Όσοι τον
πλησίαζαν, ένιωθαν μια αγάπη για αυτόν πέρα από τα φυσιολογικά σεξουαλικά όρια.
Ποιες ποιότητες σε αυτόν δημιούργησαν αυτό το είδος της αγάπης; Το συμπέρασμα της
ταινίας είναι πως ήταν όχι μόνο πατρική φιγούρα για τους περισσότερους από μας,
αλλά και παιδί μας. Ο Φασμπίντερ ήταν, την ίδια στιγμή, ο πιο ώριμος άντρας που
είχα ποτέ συναντήσει- και ο πιο παιδιάστικος. Κατάφερνε να αφήνει τις πιο παιδιάστικες
ποιότητές του να επιβιώνουν σε μια κουλτούρα που δεν είναι ακριβώς φιλική
απέναντι στα παιδιά. Κι όμως, η αγάπη μας για τα παιδιά είναι απόλυτη και πλήρης,
και ποτέ δεν ξεπερνάμε το θάνατο ενός παιδιού. Για αυτό τόσο πολλοί από μας δε θα
ξεπεράσουμε ποτέ το θάνατο του Φασμπίντερ- ακόμη και 33 χρόνια μετά.
Πρωτογνωριστήκατε
την εποχή της φεστιβαλικής πρεμιέρας του ντεμπούτου του Η αγάπη είναι πιο κρύα από το θάνατο (1969). Γιατί, κατά τη γνώμη σας,
η ταινία είχε τόσο φτωχή απήχηση στην πλειονότητα των κριτικών και του κοινού
στην Μπερλινάλε;
Νομίζω ότι στην πλειονότητα
του κοινού και των κριτικών δεν άρεσε η ταινία για τον ίδιο ακριβώς λόγο που σε
λίγους από μας άρεσε πολύ: σε μια εποχή που η κινηματογραφική γλώσσα ήταν έντελώς
διεφθαρμένη, κυρίως λόγω της παρακμής του Χόλιγουντ, ο Φασμπίντερ ξεκίνησε από το
μηδέν, ρωτώντας «τι είναι μια εικόνα», «τι είναι ένα μοντάζ», «τι είναι ένας διάλογος».
Νομίζαμε πως ξέραμε σινεμά, αλλά δεν ξέραμε. Το σινεμά ξαναγεννήθηκε μπροστά στα
μάτια μας.
Ο
Φασμπίντερ ήταν ιδιαιτέρως πολιτικοποιημένο άτομο. Στην ταινία σας αναφέρεται ότι
είχε αναρχικές τάσεις. Θα θέλατε να πείτε κάτι περισσότερο για αυτό το ζήτημα;
Ήταν αναρχικός, γιατί ήταν
εναντίον κάθε ιεραρχίας στην κοινωνία. Δεν του άρεσαν οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι
αρχές κι ήταν εντελώς αντίθετος σε κάθε είδους ανατροφή και καλούς τρόπους.
Ήταν, όμως, αντίθετος και στην τρέχουσα δυτικογερμανική τρομοκρατία. Κατανοούσε
την απελπισία τους, αλλά ήταν ενάντιος στις μεθόδους τους.
Ήταν,
επίσης, εκπληκτικά παραγωγικός. Αποτελούσε αυτό απλώς μια αντανάκλαση της
ανάγκης του για δημιουργική έκφραση; Ή κρυβόταν και κάτι πιο σκοτεινό από πίσω-
σαν μια αίσθηση κάποιου είδους προθεσμίας που έπρεπε να προλάβει;
Ήξερε ότι δεν επρόκειτο να
γεράσει, έτσι έπρεπε να βιαστεί με τα κινηματογραφικά του σχέδια. Κι όμως, όταν
πέθανε στα 37 του, είχε ακόμη 10 κινηματογραφικά σχέδια που δεν είχε
υλοποιήσει. Αλλά στην ταινία μου λέει επίσης πως η παραγωγικότητά του ήταν πιθανότατα
και μια αρρώστια: ένιωθε ζωντανός μόνο όταν έκανε ταινίες. Αλλά τότε προσθέτει ότι,
ενώ όλες οι άλλες αρρώστιες κάνουν τους ανθρώπους να χάνουν τη δύναμή τους, η
δική του αρρώστια τον έκανε πιο δυνατό!
Στο
ντοκιμαντέρ αναφέρεται, εξάλλου, ότι στα 5 τελευταία χρόνια της ζωής του είχε «χάσει
την εμπιστοσύνη του στην κοινότητα». Γιατί;
Αυτό είναι δύσκολο να το
καταλάβει κάποιος. Αλλά, καθώς το βλέπω, ήταν αντίθετος σε κάθε είδους
προκατειλημμένο σχεδιασμό. Ίσως φαίνεται παράδοξο, γιατί όλες οι ταινίες του
ήταν πάντα εξαιρετικά καλοσχεδιασμένες. Αλλά πιθανότατα φοβόταν κάθε είδος ζωής
που ήταν σχεδιασμένη κι οργανωμένη κι ήθελε να αφήνει να αναπτύσσονται όσο το
δυνατόν περισσότερα επιτόπου, παρά να καταφεύγει σε παλιά πολιτικά κλισέ. Αυτό,
πάντως, είναι μια αντίφαση, αλλά, καθώς λέει στην τελευταία του συνέντευξη, που
ηχογραφήθηκε λίγες ώρες πριν πεθάνει: «Για να είσαι ολοκληρωμένος άνθρωπος,
πρέπει να έχεις τον εαυτό σου και πάλι». Αυτό ήταν το μότο του: πρέπει να
αποδεχτείς τις αντιφάσεις σου.
Αυτό
που βρίσκω εντυπωσιακό σχετικά με το ντοκιμαντέρ σας, πέρα από την αυστηρή του δομή
και τον πλούτο προσωπικών και καλλιτεχνικών του στοιχείων, είναι η κριτική κι ισορροπημένη
σας προσέγγιση στον Φασμπίντερ ως καλλιτέχνη κι άνθρωπο. Πόσο δύσκολο ήταν να μην
πέσετε στην παγίδα του συναισθηματισμού ή του μεταθανάτιου εξωραϊσμού της προσωπικότητάς
του;
Δεν ήταν καθόλου δύσκολο.
Δεν πιστεύω στην παλιά παροιμία ότι η αγάπη σε τυφλώνει. Στην πραγματικότητα
πιστεύω πως η αγάπη σου ανοίγει τα μάτια και σε κάνει να βλέπεις πιο καθαρά.
Μπορεί
να ανιχνευτεί η κινηματογραφική του κληρονομιά στο σινεμά του σήμερα;
Δεν είμαι σίγουρος ότι ανιχνεύεται.
Όποιος προσπαθεί να τον μιμηθεί έχει παρεξηγήσει την κληρονομιά του. Ήταν εναντίον
όλων των δασκάλων, γιατί εμπόδιζαν τους ανθρώπους να ανακαλύψουν τον εαυτό τους
και να αναπτύξουν τη δική τους προσωπικότητα. Νομίζω πως μόνο ένα πράγμα μπορείς
να μάθεις από τον Φασμπίντερ κι αυτό είναι: «Βρες τον εαυτό σου!». Ή, όπως ο Μπομπ
Ντίλαν τραγούδησε την ίδια περίοδο: «Μην ακολουθείς ηγέτες». Αυτό είναι πολύ δύσκολο
σε μια μορφή τέχνης τόσο εμπορική και διεφθαρμένη όπως το σινεμά. Λίγοι σκηνοθέτες
έχουν τη δύναμη ή την οικονομική δυνατότητα να αντισταθούν στην
εμπορευματοποίηση, αλλά ο Λαρς φον Τρίερ κι ο Κιμ Κι-Ντουκ σίγουρα μπορούν. Κι από
την παλαιότερη γενιά, ο Μάικ Λι, επίσης. Κι ο Μάρτιν Σκορσέζε.
Το ντοκιμαντέρ του Christian Braad Thomsen
Fassbinder:
To
love
without
demands
προβάλλεται
στα πλαίσια του Φεστιβάλ «Outview», το οποίο διεξάγεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48 & Μεγ. Αλεξάνδρου 134-36,
Κεραμεικός), την Τρίτη 12 (21:30, Αίθουσα 2) και την Πέμπτη 14
Μαΐου (19:15, Αίθουσα 2).