Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2023

Steve Lake: «Για μένα το πανκ ήταν πάντα η έκφραση ενός προσωπικού οράματος»

 


Μια από τις αναρχοπάνκ μπάντες που διαμόρφωσαν, καλλιέργησαν και εμπλούτισαν το πανκ μουσικό και στιχουργικό αισθητήριο πολλών, οι Βρετανοί Zounds χρειάζονται λίγες συστάσεις.

Ενόψει της συναυλίας τους στην Αθήνα την Παρασκευή 6 Οκτωβρίου συνομιλούμε με τον Steve Lake, εκ των ιδρυτικών μελών του συγκροτήματος και frontman του.

Οι Zounds σχηματίστηκαν το 1977 στο Reading του Berkshire, σε μια πολιτιστικά, πολιτικά και κοινωνικά ταραχώδη εποχή. Ήταν η δημιουργία τους ο τρόπος σας τόσο για να εκφραστείτε δημιουργικά όσο και να κάνετε πολιτική;

Ναι, απολύτως. Το κύριο κίνητρό μου είναι να κάνω μουσική, η πολιτική προέρχεται από τον τρόπο που νιώθω για τον κόσμο και την κατάσταση που ζούμε.

Αισθάνομαι πολύ έντονα για αυτά τα πράγματα, αλλά ο στόχος μου είναι να κάνω μουσική και θα το έκανα ανεξάρτητα από τις πολιτικές καταστάσεις. Θα έφτιαχνα μουσική ακόμα κι αν ζούσαμε σε έναν τέλειο κόσμο.

Υπήρξε η σταδιακή σύνδεσή σου με τον αναρχισμό ως επί το πλείστον διαισθητική/ενστικτώδης ή ήταν επίσης προϊόν πιο θεωρητικών «εξερευνήσεων»/αναγνώσεων;

Κυρίως ενστικτώδης. Έχω διαβάσει για τον αναρχισμό, αλλά για μένα τα πράγματα είναι πολύ απλά. Δε νομίζω ότι κάποιος έχει το δικαίωμα να μου λέει πώς να ζήσω.

Αλλά χαίρομαι να ζω σε συνεργατικό πλαίσιο με τους ανθρώπους. Πιστεύω στις κοινότητες που συνεργάζονται για το μεγαλύτερο καλό όλων.

Στιχουργικά και μουσικά πολύ πιο εκλεπτυσμένο από τα μέσα (μετα)πανκ άλμπουμ, το The Curse of Zounds κυκλοφόρησε το 1981.

Μέχρι και σήμερα παραμένει μια από τις πιο διαχρονικές μουσικές/πολιτικές «δηλώσεις» που έχουν διατυπωθεί στη μεταπολεμική Μεγάλη Βρετανία.

Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που λες κάτι τέτοιο. Μακάρι τα τραγούδια να ήταν ανεπίκαιρα, αλλά ζούμε σε έναν κόσμο ο οποίος μαστίζεται από πόλεμο, φτώχεια, ανισότητα και βία, οπότε υποθέτω πως αντέχουν εξαιτίας των συνθηκών αυτών.

Πάντα μας ενδιέφεραν όλα τα είδη μουσικής, επομένως δε θέλαμε ποτέ να βρεθούμε στο «πανκ γκέτο».

Για μένα το πανκ ήταν πάντα η έκφραση ενός προσωπικού οράματος και η εργασία με συγκεκριμένους τρόπους. Δεν ήταν απλώς το να προσπαθείς να παίζεις σκληρά και γρήγορα όλη την ώρα.

Συνθέτατε τη μουσική και τους στίχους ταυτόχρονα ως μέρος ενός concept;

Ή -για να το θέσω διαφορετικά- θέλατε να διασφαλίσετε ότι οι στίχοι ταιριάζουν με τη μουσική και, με τη σειρά της, η μουσική αντανακλά την ένταση και την οξύτητα των στίχων;

Νομίζω πως είναι σημαντικό η μουσική και οι στίχοι να ταιριάζουν μεταξύ τους. Δε μπορείς απλά να διανθίσεις τους στίχους με οποιαδήποτε μουσική.

Μερικές φορές δε βρίσκεις την κατάλληλη μουσική για τους στίχους, γι’ αυτό κάνω και ποίηση και παραστάσεις spoken word.

Το Did he jump, συγκεκριμένα, με στοιχειώνει κάθε φορά που το ακούω. Θα μπορούσες να ρίξεις λίγο φως στην ιστορία πίσω από τη δημιουργία του;

Όταν ήμουν δεκαπέντε, κάποιος μου διάβασε ένα ποίημα ενός εφήβου που αυτοκτόνησε επειδή δεν μπορούσε να «χωρέσει» στην οικογένειά του, στο σχολείο και στην κοινωνία γενικότερα.

Δε θυμάμαι το ποίημα, αλλά δεν έμοιαζε καθόλου με τους στίχους μου γι’ αυτό το τραγούδι. Το συναίσθημα, όμως, του ποιήματος μού έμενε πάντα και ήθελα να το εκφράσω με τον δικό μου τρόπο.

Το τραγούδι φαίνεται να είναι πολύ σημαντικό για πολλούς και έχω γνωρίσει ανθρώπους οι οποίοι λένε ότι τους βοήθησε να συνειδητοποιήσουν πως δεν ήταν οι μόνοι που ένιωθαν μόνοι και αποξενωμένοι.

Τους βοήθησε επίσης να ξεπεράσουν δύσκολες στιγμές όταν βίωναν αυτοκτονικά συναισθήματα.

Έγραψα πρώτα τους στίχους και μετά, μια μέρα που οι Zounds τζάμαραν, έπαιξα αυτό το riff στο τραγούδι και άρχισα να απαγγέλλω τους στίχους. Απλώς φαινόταν να λειτουργεί.

Διαλυθήκατε το 1982, λίγο μετά την κυκλοφορία του πρώτου σας άλμπουμ, κυρίως λόγω της αποξένωσής σου από την αναρχική μουσική σκηνή της εποχής και της κούρασης που σχετιζόταν με τις περιοδείες.

Ωστόσο, οι Zounds επανασυνδέθηκαν «επίσημα» το 2007, και το 2011 κυκλοφόρησαν μάλιστα και ένα είδος επόμενου άλμπουμ, το The Redemption of Zounds. Τι οδήγησε σε αυτήν την επιστροφή/επανένωση;

Στην πραγματικότητα επανασχημάτισα την μπάντα το 2003 την εποχή του πολέμου στο Ιράκ. Ήμουν τόσο αηδιασμένος με την κατάσταση του κόσμου που φαινόταν σημαντικό να το ξανακάνω.

Είχα επίσης κάποια προβλήματα στην προσωπική μου ζωή και ένιωθα ότι έπρεπε να κάνω κάτι για να αλλάξω την κατάστασή μου.

Αρχίσαμε να παίζουμε και στ’ αλήθεια το απόλαυσα. Στη συνέχεια, οι άνθρωποι άρχισαν να έρχονται σε επαφή ζητώντας μας να κάνουμε συναυλίες.

Δεν αναζητώ ποτέ συναυλίες, απλά περιμένω να μου το ζητήσουν. Δεν είμαι επαγγελματίας μουσικός.




Συνοδεία της εξαιρετικά ταλαντούχας τραγουδίστριας Mia Dean, «μετενσαρκώνεστε» μουσικά το 2023 ως Blood Moon Wedding με την κυκλοφορία του αναζωογονητικά εκλεκτικού άλμπουμ An American Nightmare.

Γιατί επιλέξατε να δώσετε στο ντουέτο σας αυτό το όνομα;

Η Μία το διάλεξε.

Αισθανθήκαμε πως η μουσική αντικατοπτρίζει τη βίαιη κατάσταση η οποία επικρατεί αυτή τη στιγμή στις Η.Π.Α. Είναι μια διχασμένη κοινωνία όπου όλοι φαίνεται να βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους. Αν και αυτό συμβαίνει σε πολλές χώρες τώρα.

Και γιατί αποφασίσατε να εμβαθύνετε στην εφιαλτική διάσταση της σύγχρονης βορειοαμερικανικής κοινωνίας;

Η έμπνευση προήλθε από τη Mia που ζει στο Όκλαντ της Καλιφόρνια. Επισκεπτόμουν πολύ τις Η.Π.Α. και μπορούσα να τις δω να διολισθαίνουν στο χάος και στον διχασμό.

Είναι κρίμα γιατί υπάρχουν πολλά υπέροχα πράγματα στον πολιτισμό των Η.Π.Α. Και η φυσική γεωγραφία του τόπου είναι συγκλονιστική.

Το Some things are worth believing είναι μια από τις πιο δυνατές συνθέσεις του άλμπουμ. Σε τι πιστεύεις περισσότερο, τι σε εμπνέει και κυρίως σε κινητοποιεί στις μέρες μας τόσο σε καθαρά ανθρώπινο όσο και σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο;

Εμπνέομαι από περιβαλλοντικούς ακτιβιστές που προσπαθούν να μας δείξουν πιο παραγωγικούς τρόπους ζωής. Αλλά πρέπει να πω ότι ποτέ δεν ήμουν πιο απαισιόδοξος σχετικά με τα όσα κάνουν οι άνθρωποι και τα κράτη στον πλανήτη.

Ανιχνεύεις «θύλακες» πολιτιστικής αντίστασης στη σύγχρονη Μεγάλη Βρετανία, είτε σχετίζονται με το (μετα)πανκ είτε με άλλες, πιο διαφορετικές και εκλεκτικές, μουσικές τάσεις;

Λυπάμαι που το λέω, αλλά όχι. Είμαι, ωστόσο, κάπως εκτός επαφής με αυτό που κάνουν οι νέοι. Θα μπορούσαν κάλλιστα να συμβαίνουν πολλά πράγματα που δε γνωρίζω.

Την Παρασκευή 6 Οκτωβρίου (ξανα)παίζετε στην Αθήνα στο An Club, έναν από τους λίγους αυθεντικούς «underground» χώρους ζωντανής μουσικής που έχουν απομείνει στην πόλη εν μέσω εντεινόμενου «εξευγενισμού».

Τι σημαίνει για εσάς να παίζετε εκεί, σαρανταπέντε περίπου χρόνια μετά τις πρώτες σας συναυλίες στη Μεγάλη Βρετανία;

Πάντα με εξέπληττε που ο οποιοσδήποτε θέλει να ακούσει τη μουσική μου. Είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω, αλλά νομίζω πως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι πολύ καλύτεροι από εμένα.

Και -το πιο σημαντικό-, τι σημαίνει το να παίζεις ακόμα, ανεξαρτήτως συναυλιακού χώρου ή χώρας;

Δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα χώρες, αυτό είναι μυθοπλασία. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι, αν και αγαπώ την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό. Ήταν πάντα ευγενικός και γενναιόδωρος μαζί μου.

Ευχαριστώ θερμά τον Steve Lake για τον χρόνο του (εν μέσω διακοπών!) και την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγκροτήματος που συνοδεύει το κείμενο.

Οι Zounds (UK) εμφανίζονται στην Αθήνα την Παρασκευή 6 Οκτωβρίου στο An Club (Σολωμού 13-15, Εξάρχεια) στις 21:00 σε διοργάνωση της PunknLoud Records. Τη συναυλία ανοίγουν οι Eastern Syndrome (Berlin) και οι Nothing Thrives (Αθήνα).



Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Σπύρος Μεϊμάρης: «Προσπάθησα να εγκαταλείψω την ποίηση, αλλά δεν με εγκαταλείπει»

 


Ο Σπύρος Μεϊμάρης, ο γνησιότερος εγχώριος εκπρόσωπος της γενιάς των «beat» ποιητών, μας (επανα)συστήνεται μέσα από το πρόσφατο βιβλίο του, Επίλεκτα ποιήματα και άλλα κείμενα (2012-2022).

Μια σε βάθος συζήτηση μαζί του.

Επίλεκτα ποιήματα και άλλα κείμενα (2012-2022) τιτλοφορείται το πιο πρόσφατο βιβλίο σας, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Opportuna.

Γιατί αισθανθήκατε την ανάγκη να «τακτοποιήσετε» την ποιητική παραγωγή σας της τελευταίας δεκαετίας;

Η πρόταση του εκδότη μου για ένα βιβλίο ποιημάτων με βρήκε σύμφωνο.

Από εκεί και πέρα συναρμολόγησα ποιήματα των 10 τελευταίων ετών, καθώς ήθελα να παρουσιάσω καινούρια δουλειά μου, μαζί με διάφορα άλλα κείμενα τα οποία πιστεύω ότι με αντιπροσωπεύουν και συγχρόνως πως καλό θα ήταν για τους αναγνώστες ίσως να γνωρίσουν κάποιες μορφές όχι τόσο γνώριμες στην Ελλάδα.

«Εξάλλου η Ποίηση είναι η προσπάθεια κάποιων ψυχών να δραπετεύσουν ή […] να  ξεφύγουν από τα βάσανα αυτής της σχετικής ύπαρξης πέφτοντας στη μεγάλη αγκαλιά της Απόλυτης Ουσίας», επισημαίνετε στον Πρόλογο.

Συνίσταται αυτή η «Απόλυτη Ουσία» στη «γνωριμία με την πέραν της γλώσσης κατάσταση» και την «ανακάλυψη και καλλιέργεια της σιωπής», στις οποίες αναφέρεστε στην Καινούργια αρχή;

Σαφώς η «Απόλυτη Ουσία» εκπροσωπεί το «Απόλυτο», δηλαδή το μη εκδηλωμένο Σύμπαν και είναι η πέραν της γλώσσης κατάσταση.

Δεν μπορεί κανείς να ομιλήσει πιο συγκεκριμένα για ένα τέτοιο θέμα. Πρέπει να το γνωρίσει και πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν νύξεις για μια παρόμοια πραγματικότητα.

«Όταν όλα χάνονται λόγω του Πόνου […], τότε αναζητάς το αναλγητικό και όχι τη δημιουργία. Πρέπει να υποχωρήσει λιγάκι ο πόνος για ν’ αρχίσεις να δημιουργείς ή να φιλοσοφείς», αποφαίνεστε στο Η υπέρτατη χαρά και η υπέρτατη λύπη.

Όταν βρίσκεσαι σε πόνο, σε σωματικό πόνο, είναι εξαιρετικά δύσκολο να δημιουργήσεις οτιδήποτε. Με τον ψυχικό πόνο έχουν αλλιώς τα πράγματα. Συχνά αυτού του είδους ο πόνος σε ωθεί στη δημιουργία. 

Βιώνοντας πάντως τον πόνο, ανακαλύπτεις πράγματα που δεν θα ανακάλυπτες αλλιώς. Ορισμένοι άνθρωποι το έχουν αυτό περισσότερη ανάγκη από ότι άλλοι.

«Το γράψιμο είναι πόνος και χαρά ταυτόχρονα», συμπληρώνετε στην Αναφορά. Από πού αντλείτε αυτή τη χαρά; Από την ολοκλήρωση μιας δημιουργίας ή και από την ίδια διαδικασία της γραφης;

Τη χαρά την αντλώ κυρίως από την ίδια τη διαδικασία της γραφής. Αυτή είναι το κύριο έναυσμα. Όταν διαβάζω ένα ολοκληρωμένο μου ποίημα, άλλοτε μου αρέσει και άλλοτε όχι. Εξαρτάται από τη διάθεση που έχω εκείνη τη στιγμή.

«Η προσοχή του ποιητή είναι από πολύ νωρίς στραμμένη στις λέξεις», επισημαίνετε στον Πρόλογο.

Πότε στράφηκε η δική σας προσοχή στις λέξεις, γενικά, και στην ποίηση, ειδικά; Σας παρακίνησε κάποιος; Ή μήπως «η ανάγκη να μεταμορφώνετε τα πράγματα για να μπορείτε να τα αντέξετε», όπως διευκρινίζετε στη Μεταμόρφωση;

Στον πρόλογο του τελευταίου μου βιβλίου (My Credo) πιστεύω πως εξήγησα διεξοδικά τη σχέση μου με τις λέξεις.

Αναμφίβολα, ο μελλοντικός ποιητής έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία όσον αφορά τη γλώσσα από πολύ νωρίς. Aπό παιδί, θα έλεγα. Όχι, κανείς δεν με παρακίνησε, ούτε με ενθάρρυνε, το αντίθετο μάλιστα.

Δεν πιστεύω, εξάλλου, ότι Έλληνες γονείς ή γενικότερα γονείς θα ενθάρρυναν την τάση του παιδιού τους προς την Ποίηση. Προσέξτε, λέω προς την Ποίηση και όχι προς τα Γράμματα. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.

Αργότερα, μπορεί να συγχωνευτούν στον ίδιο άνθρωπο, αλλά η τάση προς τα Γράμματα, δηλαδή προς τη Φιλολογία, δεν αποτελεί «φυτώριο» για την Ποίηση.

Οπωσδήποτε, η ανάγκη μετουσίωσης της πραγματικότητας ενυπάρχει σε κάθε μελλοντικό συγγραφέα ή ποιητή. Και φυσικά τον βοηθά να αντιμετωπίσει την λεγόμενη πραγματικότητα.

«Υπάρχει νόημα, υπάρχει σχέδιο, υπάρχει Θεός», «διακηρύσσετε» στην Αναδρομή. Πράγματι, η ποίησή σας κυριαρχείται από θρησκευτικές αναφορές, κυρίως στις «Ανατολικές» θρησκείες.

Έχει διαδραματίσει η πίστη σημαντικό ρόλο τόσο στην ποιητική δημιουργία σας όσο και στη διαμόρφωσή σας ως ανθρώπου;

Έχω περάσει από πολλές φάσεις στη ζωή μου.

Αρχικά, υπήρχε η πίστη μέσα μου. Αργότερα, όπως πολλοί νέοι, επαναστάτησα και αρνήθηκα αυτήν την πίστη με οδυνηρά για μένα αποτελέσματα.

Πολύ αργότερα, μετά από πολλές περιπέτειες της ψυχής και του σώματος, επανήλθα στην αρχική μου πίστη, με διαφορετικό εύρος. Το ταξίδι μου στα μονοπάτια της πίστης συνεχίζεται.

Ναι, βέβαια έχει διαδραματίσει η πίστη σημαντικό ρόλο στην ποιητική μου δημιουργία -κάτι που δεν είμαι σε θέση να αναλύσω-, και ακόμη περισσότερο στη διαμόρφωσή μου ως ανθρώπου.

Έχω ασχοληθεί σε μεγάλο βαθμό με όλες τις θρησκείες, όχι μόνο τις «Ανατολικές» (Βουδισμός, Ινδουισμός, Ταοϊσμός), αλλά και τις Μονοθεϊστικές ή Θρησκείες του Βιβλίου «Al Kitab», όπως είναι ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ. 

«Ναι, την αγαπούσε την εποχή του, γιατί ήταν ο εαυτός του αδιαχώριστος από εκείνη. Μια εποχή δυστυχώς ενδιαφέρουσα και γι’ αυτό οδυνηρή», γράφετε στην Ανάπαυση.

«Επαναλήψεις επί επαναλήψεων στολίζουν το όλο οικοδόμημα. Καινούργιες φωνές δεν ακούγονται πια ούτε βέβαια υπάρχουν», σημειώνετε, όμως, στις Λέξεις. Και, «Η φτήνια είναι εκείνη που τελικά κυριαρχεί», στο For Alban Berg.

Τελικά, η στάση σας απέναντι στην εποχή (σας/μας) διέπεται από αμφιθυμία;

Θα έλεγα πως ναι, οπωσδήποτε. Αν και διαπιστώνω την πτώση που υπάρχει στις αξίες και στους ηθικούς κανόνες, για την οποία ο σημερινός άνθρωπος κομπάζει κιόλας.

Πιστεύοντας στην ιερή αγελάδα της λεγόμενης «προόδου» και στον «Σχετικισμό» αλλά και στον «Αγνωστικισμό» ο άνθρωπος σήμερα έχει χάσει την πυξίδα που άλλοτε του επέτρεπε να προχωρεί μες στη ζωή με κάποιο έρμα.

Είναι μεγάλη η συζήτηση γύρω απ’ αυτό. Πάντως οι «τελευταίες ημέρες» για τις οποίες μιλούν όλες οι πνευματικές παραδόσεις της γης, βρίσκονται σήμερα ενώπιόν μας.

Και δυστυχώς δεν έχουμε τρόπους να τις αντιμετωπίσουμε. Βρισκόμαστε σε κατάσταση πλήρους σύγχυσης.

Τώρα, τα ενδιαφέροντα της εποχής στην οποία ζούμε είναι ότι στην εποχή αυτή πέφτουν οι μάσκες, αποκαλύπτονται τα πάντα με πολύ γρήγορο ρυθμό, δηλαδή οι απατεωνιές σε όλα τα επίπεδα δεν μένουν για πολύ κρυφές.

Επίσης, σήμερα εάν το θέλει ο άνθρωπος, έχει τη δυνατότητα προσέγγισης της γνώσης κάθε είδους συγκριτικά με παλαιότερες εποχές.

«Το θηλυκό στοιχείο είναι μεγαλοφυές. Το θηλυκό στοιχείο με εμπνέει όσο τίποτε άλλο. Είναι κάτι που δεν περιγράφεται», «θριαμβολογείτε» -σχεδόν- στο Θηλυκό στοιχείο. Eίναι ενστικτώδης η έμπνευση που σας γεννά το θηλυκό στοιχείο;

Δεν θα το έλεγα. Κυρίως είναι η αντίληψη που έχω πως το θηλυκό στοιχείο που αντιπροσωπεύει τη μητέρα Γη, έχει καταπιεστεί εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά φαίνεται πως σήμερα έχει αρχίσει να επανέρχεται με διαφορετικούς τρόπους.

Αυτό μπορεί να το πιστοποιήσει ο καθένας αν σκεφτεί σε τι περιπέτειες έχει εμπλέξει τον άνθρωπο η ανδροκρατία τους τελευταίους αιώνες και ότι σήμερα οι γυναίκες έχουν αρχίσει να εμφανίζουν σημάδια ωριμότητας που δυστυχώς λείπουν από τον ανδρικό πληθυσμό.

Έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας και οι φρικτές αντιδράσεις εκ μέρους των ανδρών που αισθάνονται ότι χάνουν τα ηνία μας κάνουν να ριγούμε από φρίκη.

«Ω! Η Αμερική εμφανίστηκε μπρος μου από πολύ μικρός. Go and have a nice day, free of pain. Όλοι οι φίλοι και συγγενείς πάνω στο γρασίδι τραγουδούσαν», εξομολογείστε στο Ω! Η Αμερική.

Πώς εξελίχθηκε αυτή η σχέση ζωής με τις Η.Π.Α. ανά τα χρόνια;

Έχοντας γεννηθεί στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και κατόπιν του Εμφυλίου,  το βλέμμα μου όπως και πολλών άλλων συνομηλίκων μου στράφηκε με ελπίδα προς τον Νέο Κόσμο, τις Η.Π.Α.

Εξάλλου, όλη η κουλτούρα που έφτανε στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1950 ήταν διαποτισμένη με το «άρωμα» της Αμερικής.

Αργότερα έτυχε μέσω μιας υποτροφίας να παραμείνω έναν χρόνο στην Καλιφόρνια, ζώντας με μια Αμερικανική οικογένεια και πηγαίνοντας στην τελευταία τάξη του Λυκείου.

Εκεί, γνώρισα τη Τζαζ που ήδη άκουγα στην Ελλάδα και κυρίως γνώρισα την ποίηση και τους ποιητές της Beat Generation, καθώς από ένα δώρο της Μοίρας βρέθηκα στο επίκεντρο αυτής της κοινωνικής και καλλιτεχνικής επανάστασης.

Βέβαια, γυρίζοντας πίσω στην Ελλάδα μετά από ένα χρόνο, έπρεπε να υποστώ το feedback της κυρίαρχης Ελληνικής πραγματικότητας και να υποστώ μια φοβερή απομόνωση, αφού δεν μπορούσα να μεταδώσω όσα είχα ακούσει και μάθει στην Αμερική.

Είχα βρεθεί μέσα σε μία χρονοκάψουλα βιώνοντας καταστάσεις που ανήκαν στο Μέλλον, ενώ η χώρα μου βρισκόταν ακόμη στο Παρελθόν. Το ταξίδι που είχα κάνει δεν ήταν μόνο στο Χώρο αλλά και στο Χρόνο.

Αυτό που βίωσα ήταν εξαιρετικά επώδυνο και μοιάζει με ιστορία science-fiction από αυτές που περιγράφει ο Philip K. Dick.

Υπήρξα, όμως, τυχερός γιατί ύστερα από σχεδόν μισό αιώνα ξαναπήγα εκεί και μάλιστα στην Καλιφόρνια, ως υπάλληλος του Γραφείου Τύπου του Προξενείου στο Λος Άντζελες.

Εκεί, μεγάλος πια σε ηλικία, διαπίστωσα ότι όσα είχα δει στην τρυφερή και αφελή ηλικία των 17 ετών που πρωτοπήγα ήταν αληθινά εξ’ ολοκλήρου και όχι αποκυήματα της φαντασίας μου.

Φυσικά, είδα και τα κακά μαζί με τα καλά, όπως συμβαίνει σε οποιαδήποτε χώρα.

«Όταν γυρίζεις πίσω στο Παρελθόν, τότε μονάχα ζεις», γράφετε στο Άδεια. Και, «Μόνο στο Παρελθόν τα πράγματα παίρνουν τη μορφή τους» (Νέα). Νοσταλγείτε το παρελθόν;

Ναι, είναι πολλές οι φορές που νοσταλγώ το Παρελθόν. Αυτό βγαίνει σε ορισμένα ποιήματά μου.

Επίσης επειδή στο Παρελθόν τα πράγματα είναι όλα παγιωμένα και ακίνητα, δεν φοβάσαι πως θα χαλάσουν την επόμενη κιόλας στιγμή όπως συμβαίνει με όσα ζεις στο Παρόν.

«Αν κατόρθωσα κάτι όλον αυτόν τον καιρό εδώ, είναι το γεγονός ότι έγραψα πολύ, υπέφερα πολύ, φιλοσόφησα πολύ και κυρίως απέτυχα πολύ […]. Ευτύχησα όμως επίσης πολύ, αυτό φαίνεται σε κάποια ποιήματα», παραδέχεστε στο Ουκ επ’ άρτω μόνον.

Βαραίνει αυτή η αίσθηση αποτυχίας στο σήμερα;

Θα προτιμούσα να απαντήσω παραθέτοντας τη φράση του Samuel Beckett: «Ever tried. Ever failed. No matter. Try again. Fail again. Fail better».

«Έχεις δοκιμάσει. Έχεις αποτύχει. Δεν πειράζει. Δοκίμασε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα».

«Ίσως είναι γεγονός ότι τα πάω πια καλύτερα με το Χρόνο», προσθέτετε, από την άλλη, στο ίδιο ποίημα. Έχετε, τελικά, καταφέρει να συμφιλιωθείτε με τον χρόνο;

Δεν νομίζω πως υπάρχει πλήρης συμφιλίωση με το Χρόνο, εκτός από εκείνη ενός φωτισμένου ανθρώπου. Πάντως, είναι αλήθεια ότι τα πάω καλύτερα μαζί του τώρα που γέρασα, παρά όσο ήμουν νέος. Όταν ήμουν νέος, ήμουν πολύ δυστυχισμένος.

«Δεν έχω να απευθυνθώ σε κανέναν παρά στον εαυτό μου. Τα βήματα του πιάνου με οδηγούν στο σκοπό μου», σημειώνετε στο Κι εκείνο. Σας είναι αδιάφορη η αλληλεπίδραση με τον/την εκάστοτε αναγνώστη/αναγνώστρια;

Δεν μου είναι ακριβώς αδιάφορη, δεν θα το έθετα έτσι, αλλά άγνωστη. Βλέπετε, δεν μπορώ να εννοήσω πώς αντιλαμβάνεται ένας αναγνώστης τα γραφτά μου. Από μια άποψη νιώθω πλήρης όταν μου αρέσουν εμένα.

Βέβαια, χαίρομαι όταν μαθαίνω για την καλή αποδοχή των ποιημάτων μου εκ μέρους του κοινού, που είναι όμως ένας άγνωστος παρονομαστής.

«Οι συγγραφείς και οι ποιητές του καιρού μου και της χώρας μου είναι άσχετοι με μένα, δεν έχουμε τίποτα το κοινό», γράφετε στο Όλα τα σπουδαία.

Και συνεχίζετε, στις Μυστικές πηγές: «Όλοι όσοι παίρνουν τον εαυτό του στα σοβαρά δεν μ’ ενδιαφέρουν. Και υπάρχουν πάρα πολλοί από τέτοιους». Νιώθετε μόνος στο εγχώριο «τοπίο» της σύγχρονης ποιητικής/λογοτεχνικής παραγωγής;

Ναι, απόλυτα. Νιώθω μόνος και ανέκαθεν ένιωθα μόνος στο εγχώριο, όπως το θέτετε, τοπίο της σύγχρονης ποιητικής/λογοτεχνικής παραγωγής. Δεν γνωρίζω άλλους ποιητές, δεν κάνω παρέα μαζί τους.

«Υπήρξαν σπουδαίοι ποιητές, τους γνώρισα και δεν συγκρίνομαι μ’ αυτούς. Μου αρκεί που άκουσα τη φωνή τους να τραγουδάει», υπογραμμίζετε, από την άλλη, στον Χρόνο.

Θα θέλατε να εντοπίσετε τα «χνάρια» που άφησαν πάνω σας δυο-τρεις από αυτούς;

Τα «χνάρια» που όπως λέτε τυχόν άφησαν πάνω μου διάφοροι ποιητές, αν και δεν είμαι σίγουρος για την πιστότητα της καταγραφής μου, είναι οι -όχι με σειρά σπουδαιότητας-Rimbaud, Whitman, Blake, Ginsberg, Wordsworth, Montale, Baudelaire, Leopardi

Kαι άλλοι, φυσικά.

Όσον αφορά την αρέσκειά μου σε ότι αφορά την Νεοελληνική Ποίηση αυτή καλύπτεται από τον Κώστα Καρυωτάκη. Μου αρέσει επίσης ο Νίκος Εγγονόπουλος.

«Η λατρεία μου είναι προς τη μουσική, ανέκαθεν ήταν», τονίζετε στη Μεταμόρφωση. Στην τζαζ και την κλασική πιο πολύ;

Αγαπάτε και τον κινηματογράφο; Κάποτε πρωταγωνιστήσατε στην ταινία του Πάνου Κουτρουμπούση Hitler Lives.

Η μουσική που μου αρέσει περισσότερο είναι η Τζαζ, η οποία πιστεύω πως είναι η κλασική μουσική της εποχής μας για πάρα πολλούς λόγους που δεν μπορούμε να θίξουμε σε ένα σύντομο σημείωμα.

Αλλά έχω ακούσει και αγαπήσει όλων των ειδών τη μουσική.

Aπό την αμιγώς Κλασική, έως τα Γαλλικά chansons, τη μουσική Rock, κυρίως Αμερικάνικη, την Country, τη Βραζιλιάνικη, τα Ρεμπέτικα, την Κλασσική Ινδική και Πακιστανική μουσική.

Μικρός θυμάμαι πως μου άρεσε η Ελαφρά Ελληνική μουσική της εποχής, αλλά και αρκετά Δημοτικά τραγούδια, κυρίως της Πελοποννήσου.

Αγαπώ πολύ τον κινηματογράφο, κυρίως τις ταινίες film noir των δεκαετιών 1940- 1950, Αμερικανικές και Γαλλικές.

Από σκηνοθέτες τους Fritz Lang, Frank Capra, Jean Cocteau, Roberto Rossellini, Vittorio de Sica. Η ταινία Hitler Lives πιστεύω πως δημιουργήθηκε ως ένα put on ή ως camp,  που σημαίνει σχεδόν το ίδιο πράγμα. Εγώ ο ίδιος έτσι την εξέλαβα.

«Η πολιτική είναι η τέχνη που εμποδίζει τους ανθρώπους να ασχοληθούν με ό,τι τους αφορά άμεσα», επισημαίνει ο Πολ Βαλερί, τον οποίο παραθέτετε. Υποθέτω πως κι η δική σας σχέση με την πολιτική δεν είναι η πιο θερμή;

Ένας από τους λόγους που παρέθεσα το εδάφιο του Πολ Βαλερί είναι ότι συμφωνώ απόλυτα μαζί του. Εν προκειμένω, η πολιτική είναι η πληγή αυτής της χώρας, της Ελλάδος.

«Ένας ποιητής δεν τελειώνει τα ποιήματά του, απλώς τα εγκαταλείπει», ισχυρίζεται επίσης ο Πολ Βαλερί. Έχετε εγκαταλείψει κάποιο ποίημά σας; Ή θα εγκαταλείπατε την ποίηση γενικά;

Βέβαια, έχω εγκαταλείψει αρκετά ποιήματα. Όταν νιώθω πως χάθηκε ο οίστρος, η ώθηση για να γράψω ένα ποίημα και αυτό το ποίημα δεν έχει τελειώσει, το σταματώ εκεί που βρίσκεται.

Εξάλλου, επειδή πιστεύω στη Μούσα, υποθέτω ότι για να σταματήσει να με τροφοδοτεί, θα έχει τους λόγους της. Eξάλλου, ποιος είμαι εγώ για να δώσω ένα άρτιο τέλος σε ένα οποιοδήποτε ποίημά μου;

Όσον αφορά εάν θα εγκατέλειπα εγώ την ποίηση, προσπάθησα να την εγκαταλείψω, αλλά αυτή δεν με εγκαταλείπει. Αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο, αλλά -όπως συμβαίνει σχεδόν με ό,τι λέω- η απόλυτη πραγματικότητα.  

Ευχαριστώ θερμά τους Γιάννη Ναούμ και Νίκο Παπαχριστόπουλο (Εκδόσεις Opportuna) για την καθοριστική συμβολή τους στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Ευχαριστώ, επίσης, ιδιαιτέρως τον Σπύρο Μεϊμάρη για την αναγνωστική απόλαυση που μου πρόσφερε, τον χρόνο τον οποίο μου διέθεσε και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του που συνοδεύει το κείμενο.

Το βιβλίο του Σπύρου Μεϊμάρη Επίλεκτα ποιήματα και άλλα κείμενα (2012-2022) κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Opportuna.