Μια αιχμηρή, τρυφερή και
συχνά συγκινητική «ανατομία» του πατριαρχικού συστήματος, το Joyland, μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Πακιστανού
σκηνοθέτη και σεναριογράφου Σαΐμ
Σαντίκ, είναι μια από τις ταινίες
της χρονιάς.
Βραβευμένη,
μεταξύ άλλων, σε Κάννες και Νύχτες Πρεμιέρας, προβάλλεται από τις 26
Ιανουαρίου στα σινεμά. Μια εγκάρδια συνομιλία με τον σκηνοθέτη.
Το
κινηματογραφικό σου ντεμπούτο μεγάλου μήκους, Joyland, αποπνέει έντονα την αίσθηση της βιωμένης
εμπειρίας.
Πώς
κατόρθωσες να την αποτυπώσεις σε σχέση με τους χαρακτήρες και τη μεταξύ τους
αλληλεπίδραση εντός του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτισμικού πλαισίου του
σύγχρονου Πακιστάν;
Ανέκαθεν ζούσα στο
Πακιστάν, με εξαίρεση την τετραετία κατά την οποία μετακόμισα στη Νέα Υόρκη για
τις μεταπτυχιακές σπουδές μου.
Πιο συγκεκριμένα, γεννήθηκα
στη Λαχώρη, όπου έζησα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Το φιλμ εκτυλίσσεται
στη γενέτειρά μου, και πρόκειται για οικογενειακό δράμα.
Μπορεί να μην προέρχομαι
από την ίδια κοινωνική τάξη με τους ήρωες και τις ηρωίδες μου, αλλά κι εγώ σε
οικογένεια μεγάλωσα και οι δυναμικές είναι παρόμοιες.
Κατανοώ, λοιπόν, λεπτομερώς
το πώς λειτουργούν τα πράγματα και οι ανθρώπινες σχέσεις, και τι ρόλο διαδραματίζουν
η αρρενωπότητα, η θηλυκότητα και η πατριαρχία σε επίπεδο αποχρώσεων στο
σύγχρονο Πακιστάν.
Όντας 29 όταν γύρισα το Joyland,
μπορείς να πεις ότι διέθετα μια σχεδόν τριαντάχρονη εμπειρία όσων γύριζα.
Πολλές σκηνές, μάλιστα, είναι αντλημένες από αναμνήσεις που είχα από την
παιδική ηλικία μου.
Επί
της ουσίας, η ταινία αφηγείται μια (σχεδόν) ερωτική ιστορία ανάμεσα στον Χέντερ
και την τρανς Μπίμπα.
Δεν πρόκειται για την πιο
πρωτότυπη φιλμική «μήτρα». Το συναρπαστικό, ωστόσο, για μένα ήταν το ότι θα
αποκαλυπτόταν πως ήταν η ιστορία μιας οικογένειας.
Δεδομένου, άλλωστε, ότι
επρόκειτο για το μεγάλου μήκους ντεμπούτο μου, είχα πάθει εμμονή μ’ αυτό. Επί
έξι χρόνια κοιμόμουν και ξυπνούσα σκεπτόμενος κάτι σχετικά με το φιλμ,
προσθέτοντας λεπτομέρειες και αμφισβητώντας τον εαυτό μου!
Αισθανόσουν,
όμως, πως κάτι ήθελες να εκφράσεις.
Εγώ ένιωθα αυτή ανάγκη,
αναρωτιόμουν όμως γιατί κάποιος να θέλει να το παρακολουθήσει.
Αν, επομένως, το έκανα
για τον εαυτό μου, ας αποτελούσε την πιο ειλικρινή εκδοχή του εαυτού μου. Ας
άρεσε σε μένα, και βλέπαμε για τους υπόλοιπους.
Φαίνεται
πως ήθελες να καταπιαστείς με πολλά ζητήματα. Ίσως αυτό είναι χαρακτηριστικό
των πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών.
Αλήθεια είναι αυτό. Από
την άλλη, αισθάνομαι ότι για την πατριαρχία μιλούσα σ’ όλη τη διάρκειά του, μέσα
από πολλές πτυχές.
Η πατριαρχία επηρεάζει
την τρανς γυναίκα, τον άντρα που δεν είναι σίγουρος για τον ανδρισμό ή τη
σεξουαλικότητά του, ακόμα και τον ίδιο τον πατέρα-πατριάρχη που επιβάλλει αυτή
την ηθική.
Το ζητούμενο, λοιπόν,
ήταν η αποδόμηση του πατριαρχικού συστήματος και η διερώτηση σχετικά με το αν
τελικά αυτό ωφελεί κάποιον.
Είναι ένα φιλμ για μια
συντηρητική οικογένεια. Ήθελα, όμως, να προσδώσω σ’ αυτή την οικογένεια την
αξιοπρέπεια και την ενδοσκοπική διάθεση που δεν επιτρέπουμε σε τέτοιες
οικογένειες να έχουν.
Όχι
παρουσιάζοντας τα μέλη της σαν καρικατούρες.
Ή σαν θρησκευόμενα και
στενόμυαλα, γεγονός το οποίο φυσικά κατά ένα μέρος ισχύει.
Σε
ποιο στάδιο της συγγραφής του σεναρίου αναδύθηκε το ζήτημα της εξερεύνησης των
σεξουαλικών δυναμικών, της σεξουαλικής ταυτότητας;
Ο πυρήνας της ταινίας από
την αρχή αφορούσε στην ιστορία ενός άντρα, μιας γυναίκας και μιας τρανς
γυναίκας. Μ’ αυτούς τους τρεις χαρακτήρες ξεκίνησα. Ήξερα ότι εξερευνούσα το
φύλο και τη σεξουαλικότητα σ’ ένα πατριαρχικό σύστημα.
Συνέβαλαν
οι ηθοποιοί, επαγγελματίες και μη, στη διαμόρφωση των χαρακτήρων τους;
Δε θα το πιστέψεις, αλλά
η Alina Khan (Μπίμπα) είναι ο γλυκύτερος, ο πιο
πειθήνιος άνθρωπος στον κόσμο. Έχει εισπράξει τη λιγότερη αγάπη απ’ όσα άτομα έχω
συναντήσει στη ζωή μου.
Στην καθημερινότητά της
είναι ντροπαλή και ήσυχη, κάθεται στη γωνιά της. Στο φιλμ υποκρίνεται. Δεν ξέρω
αν ποτέ έχει θυμώσει στη ζωή της όπως της συμβαίνει στην ταινία. Φυσικά έχει
εκτεθεί σε καταστάσεις παρόμοιες με εκείνες του φιλμ.
Το τρανς βίωμα προερχόταν
από την ίδια, αλλά ο τρανς χαρακτήρας της ήταν σε μεγάλο βαθμό συντεθειμένος
στο σενάριο. Οπότε έπρεπε να γίνει ένα τέτοιο κορίτσι.
Ο
Ali
Junejo,
που ενσαρκώνει τον Χέντερ, είναι έμπειρος ηθοποιός;
Είναι θεατρικός ηθοποιός,
αυτή ήταν η πρώτη του ταινία. Η δικιά του προσέγγιση ήταν, επομένως, πιο
πειθαρχημένη. Δεν άρθρωνε όσα αισθανόταν.
Κι οι δυο τους, ωστόσο,
λειτουργούσαν περισσότερο συναισθηματικά παρά διανοητικά, αν και η Alina ήταν
πιο αυθόρμητη.
Η Rasti Farooq, που υποδύεται την σύζυγο του
Χέντερ, Μουμτάζ, είναι επίσης θεατρική ηθοποιός. Είναι το πρώτο φιλμ και για
την ίδια.
Ήταν τόσο αυθόρμητη, που
κι εγώ κι ο διευθυντής φωτογραφίας σαγηνευόμασταν να την φιλμάρουμε γιατί ήταν
απρόβλεπτη, ενώ μιλούσε και πολύ γρήγορα.
Ο
χαρακτήρας του Χέντερ δεν αποτελεί τον τυπικό Πακιστανό άντρα, φαντάζομαι.
Δεν είναι ο πιο τυπικός,
αλλά ούτε και ο πιο μη τυπικός. Είναι πιο ευαίσθητος και εύστροφος από τον μέσο
όρο.
Η
λειτουργική δυναμική ανάμεσα στους χαρακτήρες πρέπει να ήταν συναρπαστική.
Κάναμε εργαστήρια επί μήνες
πριν τα γυρίσματα και έβαλα τους/τις ηθοποιούς σε ζευγάρια ώστε οι ερμηνείες τους
να γίνουν βιωμένες και πειστικές, οι μεταξύ τους σχέσεις να είναι άνετες και
εντέλει να αλληλοσυμπαθιούνται. Περάσαμε καλά!
Πέρασε
και το πακιστανικό κοινό καλά με το Joyland;
Δεδομένου του πώς
τελειώνει, είναι δύσκολο να πεις αν πέρασε καλά, αλλά έχουμε εισπράξει πολλή
τρυφερότητα και αγάπη. Έχει τόση απήχηση στους ανθρώπους λες και τους ανήκει.
Αν
και φυσικά η πακιστανική κοινωνία, όπως και οι περισσότερες, διαπνέεται από βαθιά
ριζωμένο συντηρητισμό και δυσανεξία προς «αποκλίνουσες» συμπεριφορές. Αλλάζει αυτό,
ωστόσο;
Οι εικοσάρηδες στο
Πακιστάν είναι πολύ πιο απελευθερωμένοι, αλλά ο κόσμος γενικότερα γίνεται πιο
δεξιός- και το Πακιστάν δε διαφέρει.
Όταν η ταινία
απαγορεύτηκε στη χώρα, το χειρότερο δεν ήταν αυτό, αλλά τα μηνύματα μίσους που
λαβαίναμε.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
οι αποστολείς τους αποτελούν την πλειονότητα στη χώρα. Οι ακροδεξιοί δε θα
παρακολουθήσουν μια τέτοια ταινία. Κι αυτό είναι λυπηρό.
Αφελώς και παιδιάστικά θεωρούσα,
ωστόσο, ότι είναι ένα φιλμ για μια συντηρητική δεξιά οικογένεια, ώστε αυτή η
οικογένεια να πάει να το δει. Μακάρι να το παρακολουθούσε και μετά να το «έθαβε».
Δε θα με πείραζε.
Μπορεί
το Joyland να «φρεσκάρει» τη σύγχρονη
πακιστανική κινηματογραφική παραγωγή ενθαρρύνοντας κι άλλους δημιουργούς ν’
ακολουθήσουν αυτή την κατεύθυνση με τον τρόπο τους;
Είμαι αρκετά βέβαιος γι’
αυτό. Αν πάνε σ’ εναν Αμερικανό ή Ευρωπαίο παραγωγό μ’ ένα σενάριο, μπορούν να
δώσουν ένα παράδειγμα. Η ταινία μου θέτει ένα προηγούμενο από άποψη παραγωγής
και υποδομής.
Η
αξιοσημείωτη επιτυχία που έχει συναντήσει διεθνώς σε αγχώνει όσον αφορά στα
επόμενα βήματά σου;
Θέλω να βγω από τη «λούπα»
του Joyland. Δε θέλω η εμπειρία αυτού
του φιλμ να με διαμορφώσει πέρα από κάποιον βαθμό. Όταν απελευθερωθώ από αυτό,
θ’ αρχίσω να γράφω ξανά.
Έχεις,
πάντως, την «πολυτέλεια» να κινείσαι ανάμεσα σε κόσμους, ανάμεσα σ’ εκείνον του
Πακιστάν κι εκείνον των Η.Π.Α.
Καμία πολυτέλεια δεν έχω.
Είμαι πολύ φτωχός. Χρειάζομαι να βρω μια δουλειά και να βγάλω λεφτά! Αυτό είναι
το μόνο πρόβλημα σε σχέση με ό,τι μόλις προανέφερα.
Αυτή η επιτυχία δεν είναι
η ζωή μου. Θέλω και η επόμενη ταινία μου να πηγάζει από τη ζωή μου, αλλιώς θα
βαρεθώ.
Ευχαριστώ
θερμά τον Jackson
Leipzig (Modern Literary Arts)
για την καθοριστική συμβολή του στον προγραμματισμό της συνέντευξης.
Μετά την πανελλήνια
πρώτη της στο πλαίσιο των 28ων
Νυχτών Πρεμιέρας όπου απέσπασε το βραβείο
σεναρίου, η ταινία του Σαΐμ Σαντίκ Joyland
προβάλλεται
στα σινεμά από τις 26 Ιανουαρίου σε διανομή του Cinobo.