Σάββατο 29 Ιουλίου 2023

Γκούναρ Στόλεσεν: «Η συμπάθειά μου είναι πάντα με το μέρος των ηττημένων»

 

Γκούναρ Στόλεσεν (Φωτογραφία: Helge Skodvin)

Μια ένοπλη ληστεία, ένας φόνος και η ανεξιχνίαστη υπόθεση εξαφάνισης ενός μικρού κοριτσιού συνθέτουν τον αφηγηματικό «καμβά» του καθηλωτικού μυθιστορήματος Τα ρόδα δεν πεθαίνουν ποτέ.

Γραμμένο με την αιχμηρή και κοινωνικά ευαίσθητη «πένα» του Νορβηγού Γκούναρ Στόλεσεν, εκ των «νονών» του σκανδιναβικού νουάρ, το βιβλίο κυκλοφορεί και στα ελληνικά. Συζητώντας με τον συγγραφέα.

Η πρώτη σας αστυνομική ιστορία, Rygg i rand, to i spann (Side by Side, Two in a bind), κυκλοφόρησε το 1975.

Είναι αστείο να βλέπω, για πρώτη φορά, μια αγγλική μετάφραση του τίτλου αυτού του βιβλίου, αφού δε μεταφράστηκε ποτέ σε καμία γλώσσα!

Λόγω των περιορισμών του είδους αποφασίσατε, ωστόσο, να στραφείτε στην εκδοχή της αστυνομικής ιστορίας με πρωταγωνιστή έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ.

Ποιοι ήταν αυτοί οι περιορισμοί και ποια ήταν -και είναι- τα αφηγηματικά πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης εκδοχής, κατά τη γνώμη σας;

Τα δύο πρώτα και το τέταρτο αστυνομικό μου μυθιστόρημα ήταν συμβατικά αστυνομικά, με δύο αστυνομικούς ντετέκτιβ.

Ήταν γραμμένα στην παράδοση του ζευγαριού των Σουηδών Sjöwall & Wahlöö, που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή στους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων της γενιάς μου- και των επόμενων γενεών.

Υπήρχε επίσης μια επιρροή από τον Αμερικανό συγγραφέα αστυνομικών Τσέστερ Χάιμς και -οφείλω να ομολογήσω- από την Αγκάθα Κρίστι, όσον αφορά στην πλοκή.

Οι περιορισμοί των συμβατικών αστυνομικών βιβλίων συνίστανται στο ότι η αστυνομική εργασία είναι τεχνική και κουραστική, και ένιωσα πως μπορεί να ήταν δύσκολο να γράψω μια μεγάλη σειρά σε αυτό το πλαίσιο.

Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς του είδους ήταν οι Ντάσιελ Χάμετ, Ρέιμοντ Τσάντλερ και Ρος Μακντόναλντ, και ήθελα να κάνω ένα πείραμα.

Ήταν δυνατόν να γραφτούν κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα με ιδιωτικούς ντετέκτιβ διαδραματιζόμενα στη Νορβηγία της δεκαετίας του '70 που να είναι πολύ διαφορετικά από τα αντίστοιχα στις ΗΠΑ των δεκαετιών του ’30, του ’40 ή του ’50;

Τότε έγραψα το πρώτο μυθιστόρημα για τον Βαργ Βέουμ (Bukken til havresekken), που κυκλοφόρησε το 1977.

Αμέσως έγινε πολύ μεγαλύτερη επιτυχία από τα δύο αστυνομικά που είχαν προηγηθεί.

Τελείωσα ένα τρίτο μυθιστόρημα για τους δύο αστυνομικούς ντετέκτιβ, γιατί είχα αρχίσει να το γράφω πριν από το μυθιστόρημα του Βαργ Βέουμ.

Μετά, όμως, συνέχισα με τη μεγάλη σειρά για τον Βέουμ στη Νορβηγία με το δεύτερο μυθιστόρημα (Δικός σου ώς το θάνατο, Εκδόσεις Πόλις, 2006).

Φέτος θα κυκλοφορήσει το εικοστό της σειράς, Forfulgt av død.

Για μένα η γραφή σε πρώτο πρόσωπο, όπως του Τσάντλερ και του Μακντόναλντ, μου έδωσε περισσότερη ελευθερία στο προσωπικό στιλ.

Ήθελα επίσης να εισαγάγω τη φόρμα των πνευματωδών σχολίων που ήταν ιδιαίτερη στον Τσάντλερ στο δικό μου είδος νορβηγικής αστυνομικής γραφής.

Διαπίστωσα πως στην παράδοση των μυθιστορημάτων με ιδιωτικούς ντετέκτιβ μπορούσα να διαφοροποιήσω τον τρόπο κατασκευής των ιστοριών περισσότερο από ό,τι στα παραδοσιακά αστυνομικά.

Θεωρείστε από πολλούς -κριτικούς και αναγνώστες- ο «νονός» του πολύ σεβαστού σκανδιναβικού νουάρ. Ποια είναι σύμφωνα με εσάς τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του που το διαφοροποιούν από άλλες νουάρ αφηγήσεις;

Λοιπόν, φοβάμαι ότι δεν μπορώ να πάρω όλη την τιμή για αυτό. Η πραγματική «νονά» και «νονός» του σκανδιναβικού νουάρ ήταν σίγουρα ο Maj Sjöwall και ο Per Wahlöö, το ζευγάρι Σουηδών που προανέφερα.

Ανήκω στην επόμενη γενιά. Αργότερα, εμφανίστηκαν οι Χένινγκ Μάνκελ, Στιγκ Λάρσον, Γιου Νέσμπε και αρκετοί άλλοι.

Όλοι συμμετείχαν στη δημιουργία της λεγόμενης παράδοσης του «σκανδιναβικού νουάρ», η οποία ξεκίνησε πραγματικά στη Γερμανία, κατόπιν αναπτύχθηκε στη Γαλλία και μετά το 2000 στη Μεγάλη Βρετανία, όπου νομίζω πως επινοήθηκε ο όρος.

Δεν είμαι σίγουρος ότι το σκανδιναβικό νουάρ διαφέρει από άλλες νουάρ αφηγήσεις, πέρα ​​από το γεγονός πως οι ιστορίες διαδραματίζονται σε μια από τις σκανδιναβικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων τόσο της Ισλανδίας όσο και της Φινλανδίας.

Διαπνέεται από το στοιχείο της κοινωνικής ή/και πολιτικής κριτικής που κληρονομήθηκε από την Sjöwall & τον Wahlöö, το έργο των οποίων υπήρξε πραγματικά ένα μεγάλο ορόσημο της σύγχρονης αστυνομικής μυθοπλασίας.

Σήμερα βρίσκεις συγγραφείς σε όλο τον κόσμο που γράφουν στο πλαίσιο της ίδιας παράδοσης, ακόμα κι αν πόρρω απέχουν από οτιδήποτε «σκανδιναβικό».

Ο Βαργ Βέουμ, ο μελαγχολικός ιδιωτικός ντετέκτιβ σας, είναι ένας ιδεαλιστής της γενιάς του 1968, ένας διαζευγμένος, ελαφρώς αλκοολικός πρώην κοινωνικός λειτουργός με ζεστή καρδιά, ανεπτυγμένη κοινωνική συνείδηση ​​και αδιαπραγμάτευτο αίσθημα αλληλεγγύης προς τους απλούς ανθρώπους. 

Λειτουργεί πιο πολύ ως κοινωνικός λειτουργός παρά ως συμβατικός αστυνομικός ντετέκτιβ. Γιατί αποφασίσατε να του αποδώσετε αυτά τα χαρακτηριστικά, που παραπέμπουν σε ένα συγκεκριμένο υπόβαθρο;

Ο λόγος που έδωσα στον Βαργ Βέουμ το συγκεκριμένο υπόβαθρο αντί για εκείνο του αστυνομικού ντετέκτιβ ήταν για να τον διαφοροποιήσω από τον Φίλιπ Μάρλοου και τον Λιου Άρτσερ, τους ντετέκτιβ του Τσάντλερ και του Mακντόναλντ, αντίστοιχα.

Και οι δύο τους είχαν αυτό το υπόβαθρο.

Ως κοινωνικός λειτουργός, ο Βαργ Βέουμ ήρθε πιο κοντά στην καθημερινή κανονική ζωή της Νορβηγίας, και το παρελθόν του ως εργαζόμενου στην προστασία των παιδιών τού παρείχε έναν λόγο να συνεχίσει αυτή τη δουλειά ως ιδιωτικός ερευνητής.

Είναι πάντα στο πλευρό των αδύναμων στην κοινωνία, είτε πρόκειται για παιδιά είτε για γυναίκες-θύματα εγκλημάτων ή κακομεταχείρισης.

Το βροχερό Μπέργκεν, ο τόπος όπου γεννηθήκατε και συνεχίζετε να ζείτε, αποτελεί τον πολιτιστικό, πολιτικό και κοινωνικό «καμβά» της αφήγησής σας.

Αποτυπώνεται, εξάλλου, αμείλικτα, όπως κάθε καπιταλιστική μητρόπολη  η οποία σέβεται τον εαυτό της. Είστε ταυτόχρονα βαθιά συνδεδεμένος με και επικριτικός για τη γενέτειρά σας;

Είμαι απόλυτα δεμένος με τη γενέτειρά μου και νομίζω ότι το Μπέργκεν είναι μια όμορφη πόλη που περιβάλλεται από τυπική νορβηγική φύση, φιόρδ και βουνά.

Με τη βροχερή του ατμόσφαιρα είναι το τέλειο υπόβαθρο για νουάρ μυθιστορήματα όπως το δικό μου.

Αυτό που επικρίνω δεν είναι η πόλη, αλλά κεντρικά στοιχεία της πολιτικής της Νορβηγίας ως μιας καπιταλιστικής χώρας που θα μπορούσε να είναι πολιτεία των Η.Π.Α., ακόμα κι αν πολλοί Αμερικανοί τη βλέπουν ως μια κομμουνιστική χώρα.

Αυτοί, βέβαια, είναι οι ίδιοι Αμερικανοί που αποκαλούσαν τον Ομπάμα «κομμουνιστή»...

Αυτή η κριτική εκφράζεται από τον Βαργ Βέουμ και άλλους χαρακτήρες στα μυθιστορήματα, αλλά προσπαθώ να είμαι ένας πολιτικά «ουδέτερος» συγγραφέας, χωρίς βαριά πολιτική ιδεολογία ως πρόγραμμα στη γραφή μου.

Ακολουθώ τη συμβουλή ενός άλλου Νορβηγού συγγραφέα, του Χένρικ Ίψεν: «Θέτω τις ερωτήσεις. Δεν έχω τις απαντήσεις».

Τείνετε να αποκαλύπτετε το κρυμμένο πρόσωπο της απατηλά προηγμένης/ευημερούσας νορβηγικής κοινωνίας εκδηλώνοντας μια συγκινητική συμπόνια για τη μοίρα των θυμάτων, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής.

Θα θέλατε να αναλύσετε αυτή την επιλογή;

Μπορεί να το έχω ήδη απαντήσει, έτσι δεν είναι;

Ως συγγραφέας, θέλω να αποτυπώσω μια κριτική εικόνα της σύγχρονης ζωής στη Νορβηγία ιδωμένη από τη σκοπιά των πιο αδύναμων- ως κοινωνικός λειτουργός στο μυαλό, αν όχι ως προς την ιδιότητα.

Όπως ισχύει και για τον Βαργ Βέουμ, η συμπάθειά μου είναι πάντα με το μέρος των ηττημένων κι όχι προς την πλευρά των νικητών, κάτι που υποθέτω ότι μπορεί κάποιος να διαβάσει μεταξύ των γραμμών στα βιβλία μου.

«Σε αυτή τη χώρα πας καρφί στην Κόλαση με τις ευλογίες του κράτους, αρκεί να φέρεσαι καλά στο πάρκο, να μη ληστεύεις γριούλες και να μη στραφείς στην πορνεία», σαρκάζει η Σόλβι Χέγκι στο Τα ρόδα δεν πεθαίνουν ποτέ.

Είναι αυτός ο αφορισμός ενδεικτικός των κοινωνικών κανόνων της Νορβηγίας; Τι σας απογοητεύει περισσότερο στη χώρα σας σε πολιτιστικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο στις μέρες μας;

Και τι σας κάνει να είστε ικανοποιημένος, ακόμα και αισιόδοξος;

Φυσικά, αυτή είναι η γνώμη της Σόλβι, αλλά αυτή -και ίσως ο συγγραφέας;- είναι επικριτικοί για την έλλειψη αποτελεσματικής βοήθειας σε άτομα που αποκλίνουν του αξιοσέβαστου τρόπου ζωής σε αυτή τη χώρα, κάτι πιο ορατό μεταξύ των τοξικομανών.

Αυτό είναι ένα πρόβλημα στη Νορβηγία όπως και σε πολλές άλλες χώρες, αλλά θα πίστευα πως είχαμε τους πόρους για να βοηθήσουμε περισσότερους από αυτούς τους ανθρώπους από ό,τι κάνουμε.

Η Νορβηγία εξακολουθεί να είναι μια πολύ καλή κοινωνία πρόνοιας, ένα καλό μέρος για να ζήσουν όλοι, λόγω του συστήματος που έχουμε για την πληρωμή φόρων.

Αυτό που με εκνευρίζει σήμερα είναι να βλέπω πως πολλοί πλούσιοι δεν πληρώνουν πλέον το μέρος που τους αναλογεί από αυτούς τους φόρους, αλλά εγκαταλείπουν τη χώρα και εγκαθίστανται στην Ελβετία και σε άλλους φορολογικούς παραδείσους.

Εξαιτίας αυτού, η απόσταση μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών μεγαλώνει στη χώρα μας.

Είμαι, λοιπόν, σίγουρος ότι ο Βαργ Βέουμ και οι όμοιοί του θα έχουν πολλή δουλειά τα επόμενα χρόνια λόγω των απογοητεύσεων που δημιουργεί το γεγονός αυτό στους απλούς ανθρώπους.

Θα γράφατε ποτέ -ή θα περνούσε από το μυαλό σας- ένα βιβλίο τοποθετημένο εκτός του πλαισίου του Μπέργκεν και της Νορβηγίας ή πιστεύετε πως τα μυθιστορήματά σας σε κάθε περίπτωση αρθρώνουν οικουμενικές ανησυχίες;

Τα περισσότερα βιβλία στον κόσμο διαδραματίζονται στις χώρες ή τους τόπους γέννησης των συγγραφέων και είμαι σίγουρος ότι η κύρια δράση σε όλα μου τα βιβλία θα συντελείται στο Μπέργκεν ή τη Νορβηγία.

Πολλά από τα μυθιστορήματά σας έχουν διασκευαστεί για το θέατρο και τη μεγάλη οθόνη. Νιώθετε πως το στιλ γραφής σας είναι όντως εγγενώς θεατρικό/κινηματογραφικό;

Από παιδί μου άρεσε τόσο το θέατρο όσο και ο κινηματογράφος, και δούλευα στην Εθνική Σκηνή του Μπέργκεν ως γραμματέας Τύπου για δεκατρία χρόνια πριν γίνω σαράντα. Έχω ο ίδιος γράψει αρκετά έργα ή διασκευές για το θέατρο.

Όταν διαβάζεις τα βιβλία μου, βλέπεις πόσο σημαντικός είναι ο διάλογος, και πρέπει να ομολογήσω ότι μου αρέσει να γράφω διαλόγους, γεγονός που διευκολύνει τις διασκευές των βιβλίων μου για το θέατρο ή τον κινηματογράφο.

Πρέπει, ωστόσο, να πω πως οι ταινίες που βασίζονται στον Βαργ Βέουμ, τα σενάρια των οποίων είναι γραμμένα από σεναριογράφους, είναι πολύ ελεύθερες διασκευές, οι περισσότερες σχεδόν νέες ιστορίες και χωρίς διαλόγους από τα βιβλία.

Οπότε, το να γράψεις ένα βιβλίο είναι φυσικά πολύ διαφορετικό από το να γράψεις για τη θεατρική σκηνή ή την οθόνη.

Το μυθιστόρημα Τα ρόδα δεν πεθαίνουν ποτέ είναι το τέταρτο βιβλίο σας που κυκλοφορεί στα ελληνικά.

Έχετε εξοικειωθεί περισσότερο με την ελληνική σύγχρονη πραγματικότητα -λογοτεχνική και άλλη- από τότε που κυκλοφόρησε το πρώτο από αυτά τα μυθιστορήματα στο όχι-και-τόσο-μακρινό 2006;

Λυπάμαι που το λέω, αλλά παρακολουθώ τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα μόνο εξ αποστάσεως, μέσω των Μ.Μ.Ε., και δεν υπάρχουν πολλοί Έλληνες συγγραφείς μεταφρασμένοι στα νορβηγικά σήμερα.

Το τελευταίο ελληνικό μυθιστόρημα που διάβασα ήταν το Ζ του Βασίλη Βασιλικού.

Όταν δούλευα στην Εθνική Σκηνή του Μπέργκεν, κάναμε μια παραγωγή με τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη το 1981.

Μια από τις σπουδαίες μου αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο της ζωής μου ήταν η συνάντηση με τον Θεοδωράκη, όταν ήρθε στο Μπέργκεν και κανόνισα μια συνέντευξη Τύπου μαζί του που προσέλκυσε την εθνική προσοχή στη χώρα μας.

Ευχαριστώ θερμά τις Anne Cathrine Eng και Nina Pedersen (Gyldendal Agency) για την πολύτιμη συμβολή τους στην πραγματοποίηση της συνέντευξης και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγγραφέα.

Το μυθιστόρημα του Γκούναρ Στόλεσεν Τα ρόδα δεν πεθαίνουν ποτέ κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση του Βαγγέλη Γιαννίση.



Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

Γουόν-Πιενγκ Σον: «Ένα μυθιστόρημα είναι μια μικρογραφία της πραγματικότητας»

 


Μια «σπουδή» στην αγάπη, τη φιλία και τη μεταμορφωτική τους δύναμη, το βραβευμένο μυθιστόρημα Το αγόρι που δεν ήξερε τι θα πει φόβος μάς γνωρίζει την Γουόν-Πιενγκ Σον, μια αξιοπρόσεκτη φωνή από τη Νότια Κορέα.

Κουβεντιάζοντας με την συγγραφέα με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά.

«Δεν είμαι το είδος του ανθρώπου που συμμετέχει ενεργά στα κοινωνικά ζητήματα. Προσπαθώ απλώς να ξεθάβω ιστορίες μέσα από την καρδιά μου μέσω της συγγραφής», εξομολογείστε στη συγγραφική σημείωση του Αγοριού που δεν ήξερε τι θα πει φόβος.

Είναι, άρα, η στοργική/παθιασμένη ενασχόλησή σας με την τέχνη -ως μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτρια- κυρίως θέμα καρδιάς, ένας τρόπος να μετασχηματίσετε τα συναισθήματά σας σε γλώσσα, κείμενο, εικόνα;

Αυτό που εννοούσα στο σημείωμα της συγγραφέως είναι ότι συνήθως δεν είμαι στην πρώτη γραμμή των πιο μαχητικών κοινωνικών κινημάτων. Αλλά φυσικά όλα τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα γίνονται μεγάλη έμπνευση για τη δική μου συγγραφή.

Εξάλλου, το να είσαι συγγραφέας έχει να κάνει με το να παρατηρείς τον κόσμο και να «υφαίνεις» μια ιστορία από τις λεπτομέρειες που παρατηρείς και μελετάς.

Αν και, λοιπόν, δεν είμαι συνήθως στην πρώτη γραμμή αυτών των κοινωνικών αλλαγών, εργάζομαι πάντα στη γραφή μου έχοντας αυτά τα ζητήματα στο μυαλό, ελπίζοντας πως το βιβλίο μου θα αλλάξει τη ζωή/προοπτική κάποιου προς το καλύτερο.

Σε αυτό το βιβλίο, ο πρωταγωνιστής Γιάντζε είναι ένας έφηβος που πάσχει από αλεξιθυμία, μια εγκεφαλική διαταραχή η οποία τον εμποδίζει να αναγνωρίσει και να βιώσει ορισμένα συναισθήματα.

Η αφήγησή του εκτυλίσσεται σε πρώτο πρόσωπο. Γιατί επιλέξατε να τη δομήσετε με αυτόν τον τρόπο;

Ειλικρινά, συνήθως προτιμώ την τριτοπρόσωπη οπτική γωνία.

Αλλά αυτή ήταν μια μοναδική περίπτωση, αφού ένας αναίσθητος, αποστασιοποιημένος χαρακτήρας εγκυμονεί τον κίνδυνο να απομακρυνθεί περαιτέρω από τον αναγνώστη αν γράψω την ιστορία του σε τρίτο πρόσωπο.

Έτσι, επέλεξα να γράψω την ιστορία του πρωτοπρόσωπα.

Νομίζω ότι ήθελα να δώσω στον αναγνώστη την ευκαιρία να συνδεθεί με τον πρωταγωνιστή και περισσότερο χώρο για κατανόηση και ενσυναίσθηση.

Ενώ ο Γιάντζε ουσιαστικά δεν αισθάνεται τίποτα, ο αντίπαλός του -τουλάχιστον αρχικά-, ο Γκον, εκφράζεται θορυβωδώς και συχνά συμπεριφέρεται με βίαιο τρόπο. Γιατί θελήσατε να αντιπαραβάλετε αυτούς τους δύο χαρακτήρες;

Προσπαθώ πάντα να εστιάζω στην ποικιλομορφία των χαρακτήρων όσον αφορά στην οπτική τους και τις συναισθηματικές τους συνθήκες.

Πρόκειται για την αντιπαράθεση δύο δραματικά διαφορετικών χαρακτήρων: ενός αγοριού χωρίς συναισθηματισμό και ενός οξύθυμου αγοριού. Eξερεύνησα, λοιπόν, τα ακραία όρια ενός φάσματος προσωπικότητας για αγόρια της ηλικίας τους.

Και ήθελα να αφηγηθώ μια ιστορία ενηλικίωσης για δύο πολύ διαφορετικά αγόρια που, κατά ειρωνικό τρόπο, έχουν κάτι κοινό: ότι κανείς δεν τα καταλαβαίνει.

«Τα βιβλία όμως είναι ήσυχα. Παραμένουν νεκρικά σιωπηλά, μέχρι κάποιος να ξεφυλίσσει μια σελίδα. Μόνο τότε ελευθερώνουν τις ιστορίες τους, ήρεμα και διεξοδικά, ακριβώς τόσο κάθε φορά ώστε να μπορώ να το χειριστώ», αφηγείται ο Γιάντζε.

Από πού πηγάζει αυτή η «ζεστή» σχέση σας με τα βιβλία;

Πάντα ήμουν αδηφάγα αναγνώστρια και μου άρεσε η μυρωδιά των βιβλίων σε ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία ή βιβλιοθήκες. Δημιουργούσαν μια μυστηριώδη, φιλόξενη ατμόσφαιρα.

Τα βιβλία είναι σιωπηλά, αλλά το καθένα περιέχει απίστευτες ιστορίες, και μόνο όταν τα ανοίξεις και τα διαβάσεις, μπορείς να μάθεις ποιες είναι αυτές οι ιστορίες. Όταν σταματήσεις να τα διαβάζεις, σωπαίνουν ξανά.

Αυτή η γραμμή υποτίθεται ότι αποτυπώνει τη βαθιά του αγάπη για τα βιβλία.

«Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να αισθανθούν, αλλά δεν αναλαμβάνουν δράση. Λένε ότι συμπάσχουν, όμως ξεχνούν εύκολα […] Αυτή δεν είναι πραγματική συμπόνια. Δεν ήθελα να ζω έτσι».

Αυτό «διακηρύσσει» ο Γιάντζε προς το τέλος του μυθιστορήματος. Γιατί η συμπόνια συνδέεται αναπόφευκτα με τη δράση, κατ’ εσάς;

Λοιπόν, επειδή κάποιος πόνος -όταν είναι πολύ άσχετος με τη δική σου ζωή- είναι δύσκολο να ταυτιστείς μαζί του, και από κάποιον πόνο -όταν συνδέεται πολύ- νιώθεις μια παρόρμηση να απομακρυνθείς εξαιτίας του φόβου.

Αυτό είναι λίγο πολύ κοινή λογική, κάτι καθολικό, αλλά οδηγεί επίσης σε μεγάλη τραγωδία ή πολλή βία ή ανευθυνότητα. Η αμφιβολία του θέτει υπό αμφισβήτηση όλες αυτές τις ανθρώπινες συμπεριφορές που θεωρούμε δεδομένες.

Ήθελα να διερευνήσω αν η εξωτερίκευση των συναισθημάτων μας είναι πραγματικά δικαιολογημένη ή φυσική.

«Η αγάπη είναι αυτό που κάνει ένα άτομο άνθρωπο, καθώς και αυτό που φτιάχνει ένα τέρας», υπογραμμίζετε επίσης στο σημείωμά σας.

Πώς θα αξιολογούσατε, λοιπόν, την ευθύνη μιας κοινωνίας κι ενός κράτους -στην περίπτωσή μας του νοτιοκορεατικού- στη δημιουργία «ανθρώπων» και «τεράτων»;

Η κοινωνία είναι μια συγκυρία. Μπορεί να είναι μια μικρή κοινότητα όπως η οικογένειά σας, ή σε μεγαλύτερη κλίμακα, μια χώρα, ένας πολιτισμός ή ακόμα και ολόκληρη η υφήλιος.

Λειτουργεί ως φύλακας για τους απογόνους της, τα ανθρώπινα όντα, επομένως, φυσικά, επηρεάζει πολύ τη ζωή μας.

Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αισθάνομαι ότι ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι καθοριστικός.

Η υπεύθυνη έκφραση των συναισθημάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς ασκούμε τη δύναμη της θέλησής μας και ακούμε τη φωνή της λογικής μας, η οποία μπορεί να καλλιεργηθεί με τη βοήθεια μιας συνεπούς, στοργικής και καλοπροαίρετης εκπαίδευσης.

Αισθάνομαι πραγματικά ότι ισχύει το ίδιο στην κορεατική και την ελληνική κουλτούρα.

Εκτιμάτε πως η σύγχρονη κοινωνία της Νότιας Κορέας καθοδηγείται κυρίως από τον ατομικισμό και χαρακτηρίζεται από βία ή εντοπίζετε επίσης ίχνη και εκδηλώσεις συλλογικού πνεύματος, αλληλεγγύης και συμπερίληψης;

Είναι δύσκολο να περιγράψεις την ουσία μιας κοινωνίας με συνοπτικό τρόπο.

Ναι, η Νότια Κορέα σήμερα είναι πιο ατομικιστική από πριν. Αλλά εξακολουθεί να διατηρεί την κουλτούρα του Jeong, μιας πίστης σε και βαθιάς συναισθηματικής σύνδεσης με ανθρώπους και τόπους.

Όταν αντιμετωπίζουμε μια συλλογική κρίση, οι Κορεάτες τείνουμε να ερχόμαστε κοντά πιο γρήγορα από τους κατοίκους οποιασδήποτε άλλης χώρας, γεγονός που την κάνει πραγματικά δυναμική.

Νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα γοητευτικά στοιχεία της Νότιας Κορέας.

Πού θα τοποθετούσατε τον εαυτό σας εντός της ποικιλόμορφης σύγχρονης νοτιοκορεατικής λογοτεχνικής παραγωγής, η οποία σταδιακά γίνεται πιο διαθέσιμη στην Ελλάδα;

Για να είμαι ειλικρινής, δε σκέφτομαι πραγματικά τι είδους συγγραφέας είμαι ή πώς είναι η γραφή μου από άποψη επάρκειας.

Είμαι απλώς μία από τις πολλές συγγραφείς σε αυτόν τον κόσμο. Το γράψιμο είναι το επάγγελμά μου, και έτσι απλά συνεχίζω να γράφω - μερικές φορές με χαρά, τις περισσότερες φορές λίγο παραπονεμένα.

Είμαι ευγνώμων και με ενθαρρύνει που έχω πολλούς αναγνώστες οι οποίοι αγαπούν τη δουλειά μου, αλλά αυτό δεν αλλάζει και τη σχέση μου με τη δουλειά μου.

Χαίρομαι, όμως, που ακούω ότι οι Έλληνες αναγνώστες νιώθουν πιο «ζεστά» απέναντι στην κορεατική λογοτεχνία γενικότερα.

Όσο καταπραϋντικό κι αν είναι, το αίσιο τέλος του μυθιστορήματός σας φαίνεται, ωστόσο, κάπως βεβιασμένο και όχι απόλυτα εναρμονισμένο με το υπόλοιπο βιβλίο σε δραματουργικό επίπεδο.

Πιστεύετε πως το ευτυχές τέλος, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη, είναι το ίδιο «ρεαλιστικό» με το δυστυχισμένο;

Αισθάνομαι ότι η διαφορά μεταξύ της φαντασίας και της πραγματικότητας έγκειται στο πόσο πιο δραματική από τη φαντασία είναι η ζωή στην πραγματικότητα, και πώς η ζωή σπάνια σε ανταμείβει με ένα ικανοποιητικό κλείσιμο.

Ένα μυθιστόρημα είναι μια μικρογραφία της πραγματικότητας κατά κάποιον τρόπο - μια γρήγορη ματιά σε μία ή μερικές πτυχές της πολύπλευρης, πολύπλοκης πραγματικότητας.

Έτσι, μπορεί να υπάρχει ένα μίνι λυπηρό ή χαρούμενο τέλος στο συγκεκριμένο απόσπασμα, αλλά πέρα ​​από αυτό κανείς δεν μπορεί να πει αν η ιστορία των εν λόγω φανταστικών χαρακτήρων θα ήταν ευτυχισμένη ή λυπημένη στο τέλος.

Όλα εξαρτώνται από τον αναγνώστη σε εκείνο το σημείο.

Η ζωή συνεχίζεται -το ίδιο και η μυθοπλαστική ζωή- και ως εκ τούτου δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις ένα γεγονός ως καθαρά χαρούμενο ή λυπηρό. Αλλά αυτό είναι το αστείο  με τη ζωή.

Ευχαριστώ θερμά την Βίκυ Κάουλα (Εκδόσεις Ιβίσκος) για την καθοριστική συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Γουόν-Πιενγκ Σον Το αγόρι που δεν ήξερε τι θα πει φόβος κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ιβίσκος σε μετάφραση της Χριστίνας Ζαχαρίου.



Κυριακή 16 Ιουλίου 2023

Hala Alyan: «Η “χώρα” μου είναι σίγουρα ένας τόπος κατακερματισμού»

 

Hala Alyan (Φωτογραφία: Elena Mudd)

Ποιήτρια, συγγραφέας, κλινική ψυχολόγος και -περιστασιακά- ηθοποιός σε ταινίες μικρού μήκους, η Αμερικανο-Παλαιστίνια Hala Alyan μάς αποκαλύπτεται μέσα από ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στο καινούριο τεύχος του περιοδικού Τεφλόν.

Μια συνομιλία μαζί της.

Ποιήτρια, συγγραφέας, κλινική ψυχολόγος και -περιστασιακά- ηθοποιός σε ταινίες μικρού μήκους, είσαι ένας πολυδιάστατος άνθρωπος.

Σε ποιον βαθμό και με ποιους τρόπους αλληλοσυμπληρώνονται οι ιδιότητες αυτές ώστε να παράγουν το ποικιλόμορφο λογοτεχνικό έργο σου;

Αυτοί οι διαφορετικοί ρόλοι διασταυρώνονται με διαφορετικούς τρόπους και συμπληρώνουν τη δημιουργική μου διαδικασία.

Για παράδειγμα, το υπόβαθρό μου στην ψυχολογία μού επιτρέπει να εντρυφώ στα «έγκατα» των ανθρώπινων συναισθημάτων, να εμβαθύνω σε πολύπλοκα θέματα και να προσεγγίζω την αφήγηση με ενσυναίσθηση και κατανόηση.

Αντίθετα, οι εμπειρίες μου ως ποιήτριας και συγγραφέως εμπλουτίζουν τη δουλειά μου ως ψυχολόγου.

Με βοηθούν, παράλληλα, με να συνδεθώ με άλλους σε βαθύτερο επίπεδο, να κατανοήσω τις αφηγήσεις τους και να θέτω καλύτερες ερωτήσεις για τη ζωή και τις εμπειρίες τους.

Αυτό ελπίζω, τουλάχιστον!

Και κάτω από ποιες συνθήκες εισήλθε η ποίηση στο προσωπικό σου «σύμπαν», τόσο ως αναγνώστρια όσο και ως ποιήτρια;

Μέσω της ανάγνωσης! Ήμουν -όπως πολλοί συγγραφείς- αδηφάγα αναγνώστρια από μικρή ηλικία και έπεσα πάνω στην ποίηση στην πρώτη ή στη δευτέρα γυμνασίου- την αγάπησα, ιδιαίτερα την εξομολογητική ποίηση.

Ως κλινική ψυχολόγος, ειδικεύεσαι στο τραύμα, τον εθισμό και τη διαπολιτισμική συμπεριφορά.

Είναι το τραύμα, στις διάφορες πτυχές και εκδηλώσεις του, ένα ζήτημα και μια εμπειρία που σε βασανίζει κυρίως λόγω των αραβικών/παλαιστινιακών καταβολών σου;

Σίγουρα το υπόβαθρό μου επηρεάζει την κατανόησή μου για το τραύμα σε συγκεκριμένα πλαίσια, αλλά με ενδιαφέρει επίσης η αντιμετώπισή του σε πολιτισμικά υπόβαθρα και περιβάλλοντα.

Πρόκειται για μια περίπλοκη και πολύπλευρη συνθήκη και παθιάζομαι με το να συνεχίσω να εκπαιδεύω τον εαυτό μου πάνω σε καλύτερους τρόπους αντιμετώπισής της, ενώ παλεύω να είμαι πολιτισμικά ικανή.

Τούτου λεχθέντος, γεννήθηκες στο Ιλινόις των ΗΠΑ, μεγάλωσες στο Κουβέιτ, την Οκλαχόμα, το Τέξας, το Μέιν και τον Λίβανο και επί του παρόντος διαμένεις στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.

Έχεις ζήσει ποτέ στην Παλαιστίνη, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα; Και, αν όχι, τρέφει και αναπαράγει αυτό το γεγονός μια αίσθηση εκτοπισμού που μπορεί να βιώνεις;

Την έχω επισκεφτεί μόνο!

Πώς ένιωσες, λοιπόν, κατά την επίσκεψή σου εκεί; Συνδέθηκες άμεσα με -τουλάχιστον- ορισμένες διαστάσεις της αραβικής/παλαιστινιακής καταγωγής σου ή βίωσες και μια πολιτιστική/διανοητική αποστασιοποίηση;

Υπήρξε μια πραγματικά δυνατή εμπειρία. Σίγουρα αισθάνθηκα συνδεδεμένη με πολλούς τρόπους, αλλά ταυτόχρονα ένιωσα και ένα είδος πένθους.

Μου άνοιξε, εξάλλου, τα μάτια όσον αφορά στην έκταση των προνομίων που έχω ως κάποια η οποία διαθέτει αμερικανικό διαβατήριο.

«Νομίζω κάποιες φορές είναι καλύτερο να λες την ουσία […] αντί μια ζωή να στρέφεσαι στην ποίηση σα να ’ταν λόγχη», γράφεις στους Διδύμους.

Αισθάνεσαι ότι η ποίηση μπορεί -κατά καιρούς- να λειτουργήσει ως υποκατάστατο της «πραγματικής» διαπροσωπικής επικοινωνίας;

Μερικές φορές! Σίγουρα πιστεύω πως υπάρχει χρόνος και τόπος για τον καθένα και την καθεμία, και σίγουρα τρόποι να γίνουν και τα δύο ταυτόχρονα.

Αλλά σίγουρα πιστεύω ότι υπάρχουν ορισμένες εμπειρίες στο πλαίσιο των οποίων προεπιλέγω την ποιητική γλώσσα, και μερικές φορές αυτό μπορεί να είναι ένα είδος άμυνας.

Στον σαν μανιφέστο ποιητικό στοχασμό στην έννοια της «πατρίδας», Κάθε που μου λένε να δηλώσω πίστη, εγώ λέω, εξομολογείσαι: «Η πατρίδα μου είναι φάντασμα// […] η πατρίδα μου είναι ένα άνοιγμα // θέλω να πω σκάσιμο // θέλω να πω σκάσιμο όχι όπως σκάει το μπουμπούκι// αλλά σκάσιμο σαν έκρηξη».

Βρίσκεται η χώρα σου με φυσικό τρόπο κάπου στον χώρο και τον χρόνο ή είναι κυρίως μια κατάσταση ύπαρξης, μια κατακερματισμένη συλλογή από αναμνήσεις, συναισθήματα, μυρωδιές και ήχους;

Νομίζω πως η «χώρα» μου είναι σίγουρα ένας τόπος συλλαβισμού και κατακερματισμού. Η έννοια της «χώρας» στα γραπτά μου δεν περιορίζεται σε μια φυσική θέση στον χώρο και τον χρόνο.

Είναι μια κατάσταση ύπαρξης, κάτι που υπάρχει μέσα μου και είναι μια πηγή συνεχούς απολογισμού.

«Θέλω να πω μαθαίνω αγγλικά// θέλω να πω ξεχνώ τ’ αραβικά», υπογραμμίζεις στο προαναφερθέν ποίημα.

Χρησιμοποιείς τα αραβικά στην καθημερινότητά σου; Θα έγραφες ποτέ σε αυτή τη γλώσσα; Αν ναι, θα ήταν τότε η αφήγησή σου διαφορετική;

Μιλάω αραβικά σε καθημερινή βάση, αλλά μιλάω άπταιστα μόνο στην προφορική/καθομιλούμενη εκδοχή της γλώσσας.

Οι δεξιότητές μου στην ανάγνωση/γραφή είναι πιθανώς επιπέδου νηπιαγωγείου, οπότε δυστυχώς δε θα μπορούσα να γράψω στα αραβικά.

Ως ποιήτρια, γενικά, και αραβικής/παλαιστινιακής καταγωγής ειδικότερα, διατηρείς έμμεσα ή ρητά μια -πολιτική- στάση μέσα από το έργο σου.

Αποκαλύπτεις επίσης τις απόψεις σου δημόσια; Αμφισβητούν τον κυρίαρχο φιλο-ισραηλινό βορειοαμερικανικό λόγο όσον αφορά το Παλαιστινιακό ζήτημα και τον αραβικό κόσμο γενικότερα; Σε αντιμετωπίζουν με σεβασμό;

Οποιοδήποτε γραπτό σχετικά με την Παλαιστίνη θεωρείται συχνά ότι είναι «πολιτικό» σε ορισμένα περιβάλλοντα.

Προσωπικά, πιστεύω πως η τέχνη έχει τη δύναμη να αμφισβητεί κυρίαρχους λόγους και να φωτίζει διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Γράφω και μιλώ για τις απόψεις μου σε διάφορους χώρους και ναι, ως επί το πλείστον έχουν αντιμετωπιστεί με σεβασμό.

Κατά την πρόσφατη παρουσίαση στην Αθήνα του νέου τεύχους του περιοδικού Tεφλόν, που φιλοξενεί εκτενές αφιέρωμα στο έργο σου, προβλήθηκε ένα εντυπωσιακό βίντεο το οποίο σε δείχνει να διαβάζεις την ποίησή σου.

Είναι η ανάγνωση ποίησης μια ζωτική προσωπική ανάγκη;

Είναι μια απολύτως ζωτική ανάγκη, αλλά είναι και μια από τις μεγαλύτερες πηγές κοινότητας που έχω γνωρίσει ποτέ.

Μου επέτρεψε να συνδεθώ με άλλους, να αποκαλύψω κοινό έδαφος, να αναλογιστώ διάφορες ανθρώπινες συνθήκες, να συνδημιουργήσω πραγματικότητες.

Έχει επίσης μια συλλογική και, ως εκ τούτου, ενδυναμωτική διάσταση;

Πιστεύω ότι η αφήγηση είναι μια από τις πιο ενδυναμωτικές μορφές σύνδεσης που έχουμε σ’ αυτόν τον κόσμο.

Περισσότερες πληροφορίες για την Hala Alyan μπορείτε να αναζητήσετε στον προσωπικό ιστότοπό της. Την ευχαριστώ για την παραχώρηση της φωτογραφίας της.

Στο νέο τεύχος (#29) του πάντα εκλεκτικού περιοδικού Τεφλόν δημοσιεύεται εκτενές αφιέρωμα στην ποίηση της Hala Alyan.

Το αφιέρωμα περιλαμβάνει 16 μεταφρασμένα ποιήματά της. Κείμενo: Kyoko Kishida, Μετάφραση: Jazra Khaleed, Kyoko Kishida.



Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

Σέλβα Αλμάδα: «Για μένα η γραφή μοιάζει με μια άβυσσο ευτυχίας»

 

Σέλβα Αλμάδα (Φωτογραφία: Vale Fiorini)

Πολυσυζητημένο, βραβευμένο και διασκευασμένο για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την όπερα, το μυθιστόρημα της Αργεντίνας συγγραφέως Σέλβα Αλμάδα, Ο άνεμος που σαρώνει, είναι ένα πυκνό ηθικό/υπαρξιακό «road movie».

Εκτυλισσόμενο σε έναν αρχικά άνυδρο, κι έπειτα σαρωμένο από κατακλυσμιαία βροχή ερημότοπο, το βιβλίο μάς συστήνει μια ξεχωριστή συγγραφέα. Μια συνομιλία μαζί της.

Eίστε διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος και ποιήτρια. Ποιες είναι οι απαιτήσεις, οι προκλήσεις και οι χαρές της καθεμιάς φόρμας ξεχωριστά;

Θα λέγατε πως αισθάνεστε πιο οικεία εντός ενός πιο πυκνού και περιεκτικού αφηγηματικού πλαισίου;

Παρ’ όλο που το πρώτο βιβλίο το οποίο εξέδωσα ήταν μια ποιητική συλλογή, ουσιαστικά δεν αισθάνομαι ποιήτρια. Και όντως αυτά ήταν τα μόνα ποιήματα που έγραψα στη ζωή μου.

Ναι, είμαι μυθιστοριογράφος και από αυτήν την άποψη δε μου αρέσει να κατηγοριοποιώ τα βιβλία... Προτιμώ τις υβριδικές φόρμες, και τα κείμενα που ρέουν, όπου ενστικτωδώς ψήγματα της φαντασίας συναντούν πραγματικά στιγμιότυπα.

Το μυθιστόρημα Ο άνεμος που σαρώνει αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, επονομαζόμενης και «τριλογίας των ανδρών».

Είναι ακριβής αυτός ο χαρακτηρισμός; Κι αν ναι, τι σας ώθησε να αφηγηθείτε τις ιστορίες αυτής της τριλογίας από τη σκοπιά ανδρικών χαρακτήρων;

Όχι, εκ των υστέρων μετάνιωσα για αυτόν τον χαρακτηρισμό. Όταν έγραφα το Ο άνεμος που σαρώνει ούτε καν σκεφτόμουν να γράψω άλλο μυθιστόρημα, πόσο μάλλον τρία.

Οπότε θα προτιμούσα οι νέοι αναγνώστες να μπουν στο βιβλίο χωρίς αυτές τις ετικέτες που καταλήγουν λίγο σαν οδηγίες χρήσεως ανάγνωσης του βιβλίου.

Πολυσυζητημένο, βραβευμένο και διασκευασμένο για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την όπερα, το πρόσφατα μεταφρασμένο και στα ελληνικά μυθιστόρημά σας είναι ένα πολυδιάστατο ηθικό και υπαρξιακό «road movie».

Το βιβλίο έγινε όπερα και μάλιστα σε μια πολύ καλή διασκευή. Βρίσκεται στο στάδιο της post-production της κινηματογραφικής μεταφοράς, αλλά δεν έχω δει τίποτε μέχρι στιγμής.

Ναι, όταν το έγραφα το είχα στο μυαλό μου ως ένα υπαρξιακό μάλλον road movie παρά ηθικό, που διερευνά τη δύναμη της φύσης vs. της δύναμης της θρησκείας, τα πιστεύω μας και τις αμφιβολίες μας.

Εδώ αναμετρώνται ένας βαθιά θρησκευόμενος ιερέας, η σκεπτικίστρια κόρη του, ένας απαθώς άθεος ηλικιωμένος μηχανικός και ο ιδεαλιστής και «εύπλαστος» βοηθός του.

Οι χαρακτήρες και οι ηθικές τους ανησυχίες υπήρξαν η αφετηρία της μυθοπλασίας;

Το μυθιστόρημα έχει κυρίως αυτά τα δύο αντρικά πρόσωπα, ο κάθε ένας δυνατός με τον τρόπο του, δυο διαφορετικοί τύποι πατρότητας.

Είναι πρόσωπα που εναντιώνονται ο ένας στον άλλον, δεν παύουν όμως να είναι ο ένας καθρέφτης του άλλου. Και οι κόντρες τους κι οι διαφωνίες τους διαμορφώνουν την ιστορία. Αλλά και το βλέμμα των δύο εφήβων βαραίνει στην πλοκή.

Εντέλει, κατ’ εσάς, μια ηθική χωρίς Θεό είναι εξίσου «έγκυρη» με μια ένθεη ηθική- και αντιστρόφως;

Ναι, η συνάντηση είναι τυχαία. Τουλάχιστον αυτό ισχύει για μένα, που δεν πιστεύω σε κάποιον θεό.

Και η ίδια η πίστη -είτε σε κάτι γήινο, εγκόσμιο, είτε σε κάτι μεταφυσικό-, πότε γίνεται πράξη απελευθερωτική και πότε πράξη αυτοχειριασμού;

Δεν πιστεύω ότι οι θρησκείες -καμία θρησκεία- έχουν κάτι το απελευθερωτικό. Αλλά γνωρίζω ανθρώπους που πιστεύουν, δεν ξέρω αν είναι απελευθερωτικό.

Το ότι υπάρχει, όμως, ένας βαθμός εμπιστοσύνης σε μια ανώτερη δύναμη που μας βοηθάει να βρούμε κάποια εξήγηση ή λογική στις καταστάσεις που μας συμβαίνουν, το ότι υπάρχει στους πιστούς μια παράδοση σε αυτόν τον άλλο που μας προστατεύει, κάποιες φορές μου φαίνεται συγκινητικό.

Αυτές οι άλλοτε αλληλοαναιρούμενες, άλλοτε συγκλίνουσες ανησυχίες διαχέονται στον αχανή, θαρρείς εγκαταλελειμμένο, αρχικά άνυδρο, κατόπιν σαρωμένο από κατακλυσμιαία βροχή ερημότοπο όπου τυχαία οι τέσσερις συνυπάρχουν.

Ποιος είναι ο ρόλος που διαδραματίζουν και η σπουδαιότητα που φέρουν ο χώρος και οι μεταβολές του καιρού στη μυθοπλασία σας;

Από τη στιγμή που άρχισα να γράφω το βιβλίο, αμέσως το τοπίο, ο φυσικός χώρος εμφανίστηκε σαν ένα ακόμα πρόσωπο, εξίσου ισχυρό όπως ο Πίρσον ή ο Μπράουερ.

Θέλω να πω ότι δεν τα βλέπω σαν ένα απλό σκηνικό, αλλά σαν ένα ακόμα ήρωα που αλληλοεπιδρά με τα άλλα πρόσωπα.

Η γλώσσα που χρησιμοποιείτε, πυκνή και απέριττη, εντυπωσιάζει, προβληματίζει και συγκινεί, θυμίζοντας συχνά Κάρβερ, Φόκνερ και Χέμινγουεϊ. Πόσο επίπονη είναι η διαδικασία συγγραφής αυτή καθαυτή για εσάς;

Είναι επίπονη με την έννοια ότι η γραφή προϋποθέτει δουλειά και μάλιστα σκληρή δουλειά.

Εκτός αυτού όμως, για μένα η γραφή μοιάζει με μια άβυσσο ευτυχίας, αφού νιώθω πολύ καλύτερα όταν γράφω, πιο πλήρης... με την έννοια ότι νιώθω πως αντιλαμβάνομαι τον κόσμο και τους άλλους καλύτερα.

Αλλά, αν πάμε σε πιο τεχνικά θέματα, αυτό που με δυσκολεύει περισσότερο είναι ο τόνος της αφήγησης και δεν μπορώ να ησυχάσω μέχρι να τον βρω.

Και επιπλέον, διορθώνω πολύ, αυτό είναι για μένα το καλύτερο κομμάτι της γραφής, να διαβάζω δυνατά αυτά που έγραψα καθώς προχωράει η πλοκή και να τα διορθώνω.

Συνειδητά ή μη, αποτελείτε κομμάτι μιας ποικιλόμορφης και παλλόμενης -πολιτισμικά, πολιτικά, ταξικά- λογοτεχνικής παράδοσης, τόσο στην αργεντίνικη όσο και στην ευρύτερα λατινοαμερικάνικη εκδοχή της.

Έχετε βρει ή εξακολουθείτε να αναζητάτε τη θέση σας σ’ αυτή την παράδοση και ως γυναίκα συγγραφέας;

Θα ήταν παράξενο να μην αισθάνομαι μέρος της παράδοσης, θα ήταν ματαιοδοξία.

Ασφαλώς και είμαι μέρος μιας παράδοσης της λογοτεχνίας μιας χώρας και μιας γλώσσας και μου αρέσει αυτό.

Μου αρέσει να ξέρω ότι η γραφή μου συνομιλεί με άλλες, προηγούμενες ή ακόμα και τις ανταγωνίζεται, αλλά πως δεν είμαι μόνη, ούτε η γραφή μου αναδύεται από κάποια αυτόκλητη γενιά.

Όταν λέμε ότι η γραφή είναι μοναχικό επάγγελμα -κι εγώ η ίδια το έχω πει κατ’ επανάληψη-, ψευδόμαστε. Γράφουμε περιστοιχισμένοι από τα έργα των άλλων, αυτών που πια δεν υπάρχουν· γράφουμε πάντα συντροφεμένοι.

Ευχαριστώ θερμά την Μαργαρίτα Ζούλη, Διευθύντρια Μάρκετινγκ των Εκδόσεων Κλειδάριθμος, για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Την ευχαριστώ, εξάλλου, για την παραχώρηση της φωτογραφίας της συγγραφέως που συνοδεύει το κείμενο.

Ευχαριστώ, επίσης, ιδιαιτέρως την Αγγελική Βασιλάκου για τη φροντισμένη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ισπανικά και των απαντήσεων της συγγραφέως στα ελληνικά.

Το μυθιστόρημα της Σέλβα Αλμάδα Ο άνεμος που σαρώνει κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση της Αγγελικής Βασιλάκου.