Γυρισμένο σε ατμοσφαιρικό
ασπρόμαυρο φιλμ 16mm, το Runaway Day,
μεγάλου μήκους ντεμπούτο του έμπειρου μικρομηκά Δημήτρη Μπαβέλλα, επιλέχτηκε να
συμμετάσχει στο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του Φεστιβάλ του Σαράγεβο, το οποίο
ξεκίνησε στις 16 Αυγούστου και ολοκληρώνεται στις 24. Πρόκειται για την ιστορία
της Μαρίας και του Λουκά που, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, αποφασίζουν
να αποδράσουν από τα σπίτια τους, όπου ασφυκτιούν. Ξεκινούν, λοιπόν, να
περιπλανιούνται στη σύγχρονη Αθήνα, βιώνοντας αμφιλεγόμενες εμπειρίες και
συναντώντας μια σειρά από αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες της. Μέχρι που και η
ίδια η πόλη θα αποφασίσει να αποδράσει… Με αφορμή την επικείμενη παγκόσμια
πρεμιέρα της ταινίας στις 22 Αυγούστου, κουβεντιάσαμε με τον Δημήτρη Μπαβέλλα:
Runaway Day: μια ταινία για την
απόδραση, λοιπόν. Των χαρακτήρων της ή ολόκληρης της πόλης; Πόσο έχει αλλάξει η
Αθήνα, ως ζωντανός οργανισμός κι αυτή, στα χρόνια των αλλεπάλληλων μνημονίων- αλλά
και πριν από αυτά;
Είναι αλήθεια ότι η Αθήνα έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία χρόνια. Θα
έλεγα ότι οι κομβικές αλλαγές ξεκίνησαν από την Ολυμπιάδα του 2004 και τον
καταστροφικό οικονομικό αντίκτυπο που αυτή είχε στην πόλη και στους κατοίκους
της.
Τόσο εγώ, όσο και η οικογένειά μου, έχουμε γεννηθεί και μεγαλώσει στα
Κεντρονότια προάστια της Αθήνας. Μοιραία, λοιπόν, λυπάμαι βλέποντας τη σταδιακή
σήψη της πόλης. Ευτυχώς, η Αθήνα είναι τόσο αλλοπρόσαλλη και «ότι να’ναι» που έχει
κρατήσει κάποιες από τις κρυφές ομορφιές της, τουλάχιστον για όσους
ενδιαφέρονται να ψάξουν.
Βέβαια είναι γεγονός ότι, μετά την οργανωμένη επίθεση του ΔΝΤ στη χώρα
γενικότερα και στην πόλη ειδικότερα, η Αθήνα έχει αποκτήσει κάτι από
post-apocalyptic ταινία του ’80: ρημαγμένοι δρόμοι, εγκαταλελειμμένα κτήρια,
καχύποπτα βλέμματα πίσω από τον κόρφο, προπαγάνδα 24/7 από την τηλεόραση (στην
οποία εδώ και χρόνια μοιάζει σαν να εκπέμπει μόνο ένα κανάλι αλά «1984»),
φτώχεια, μιζέρια και πενία σε κάθε στενό, εγκληματικότητα, τώρα τελευταία
μάλιστα με την εμφάνιση των επιδοτούμενων συμμοριών νεοναζί να παραμονεύουν σε
κάθε σοκάκι, έχει δέσει το γλυκό! Σαν
κινηματογραφικό σκηνικό η παραπάνω κατάσταση έχει ενδεχομένως ένα ενδιαφέρον
αλλά σαν καθημερινότητα είναι ανυπόφορη!
Αυτή είναι λοιπόν και η αφετηρία για το «Runaway Day»: Η ασφυκτική και
ολοένα αυξανόμενη πίεση που οι Αθηναίοι νιώθουν με όλα αυτά που συμβαίνουν
γύρω, τους οδηγεί σε μια «απόδραση», όπως τη χαρακτηρίζεις, μια πανδημικού
χαρακτήρα φυγή από την πόλη προς άγνωστο προορισμό!
Κατά τη γνώμη μου, η πρωτόγνωρη κατάσταση που βιώνουμε τα τελευταία
χρόνια στην Αθήνα είναι κάτι σαν μια σπείρα με τα δύο άκρα ενωμένα, όπου
είμαστε όλοι μέσα, ξένοι, Έλληνες και προσπαθούμε να επιβιώσουμε, ουσιαστικά,
συνήθως κάνοντας κακό ο ένας στον άλλον. Αυτή η ασφυξία και αυτό το εσωτερικό
κενό είναι που δημιουργεί την τάση για φυγή η οποία εξωτερικεύεται και το κενό
από εσωτερικό γίνεται κυριολεκτικά εξωτερικό.
Παρατηρώντας πόσο γνώριμα νιώθουν με το συγκεκριμένο θέμα άνθρωποι σε
ολόκληρο τον κόσμο, συνειδητοποιώ ότι η τάση για φυγή είναι ένα φαινόμενο που
ξεφεύγει από τα όρια της Αθήνας. Προφανώς είναι ένα συναίσθημα που αναπτύσσει
γενικότερα ο δυτικός άνθρωπος προσπαθώντας να επιβιώσει μέσα στις
μεγαλουπόλεις…
Γιατί πιστεύεις ότι το ασπρόμαυρο
φιλμ αποτυπώνει πιο αποτελεσματικά το κλίμα ασφυξίας που θέλεις να
δημιουργήσεις;
Μαζί με τον Γιάννη Φώτου, τον Διευθυντή Φωτογραφίας της ταινίας,
προσπαθήσαμε να βρούμε τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ο οποίος να αποτυπώνει αυτό
το συναίσθημα πανικού που κυριεύει τους χαρακτήρες και που θέλαμε να είναι
διάχυτο μέσα στην ταινία. Καταλήξαμε λοιπόν ότι η καλύτερη επιλογή είναι το
«Runaway Day» να έχει μια άγρια, «ακατέργαστη», εικόνα. Ο καλύτερος τρόπος για
να εξυπηρετηθεί αυτός ο σκοπός ήταν η ταινία να γυριστεί σε φιλμ 16mm και να
είναι ασπρόμαυρη, όπως και έγινε.
Η ασπρόμαυρη εικόνα, πέρα από το να υπογραμμίζει την απελπισία και το
αδιέξοδο που στιγματίζει όλους τους χαρακτήρες, δίνει και ένα τόνο ‘60s που
επίσης ήταν ζητούμενο στο φιλμ το οποίο αναπαράγει μια σειρά από μοτίβα
b-movies παλαιότερων δεκαετιών.
Η άνθιση του σύγχρονου ελληνικού
κινηματογράφου φαίνεται να κινείται στον αντίποδα της γενικευμένης, και δύσκολα
υπερβάσιμης, κρίσης. Πώς ερμηνεύεις αυτό το φαινόμενο; Θεωρείς ότι όντως
υπάρχει μια «μαγιά» νέων δημιουργών ή η τόσο συχνή παρουσία ελληνικών ταινιών
σε όλα σχεδόν τα διεθνή φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια είναι κάτι συγκυριακό;
Η Ιστορία έχει δείξει η τέχνη ευδοκιμεί στις πιο δύσκολες εποχές, παρά
όταν υπάρχει ευημερία. Η καταστροφική μας πορεία ως χώρα έχει αναμφισβήτητα
τραβήξει το παγκόσμιο ενδιαφέρον σε πολλά επίπεδα. Όλοι θέλουν μια μικρή δόση
από την πρώην «πατρίδα του ήλιου και της θάλασσας» που σταδιακά βυθίζεται στην
εξαθλίωση. Ωστόσο, έχοντας πει αυτό, θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια όπου η
κρατική και ιδιωτική επιχορήγηση έχει στερέψει, το να κάνει κάποιος ταινίες
θέλει γερό στομάχι και παράλληλα μια ακατανίκητη επιθυμία να τα καταφέρεις.
Κατά συνέπεια, όσοι επιμένουν να κάνουν κινηματογράφο υπό τις παρούσες
συνθήκες έχουν πραγματική αγάπη για το αντικείμενο και σίγουρα έχουν κάτι να
πουν με τις ταινίες τους. Αυτό μπορεί ενίοτε να αγνοείται εντός συνόρων, αλλά
ευτυχώς δεν περνάει απαρατήρητο στο εξωτερικό.
Πόσο απαιτητικό είναι, λοιπόν, να
σκηνοθετείς, υπό τις παρούσες συνθήκες; Και πόσο δύσκολο να εξασφαλίσεις
χρηματοδότηση;
Θεωρώ ότι, όποιος καταφέρνει να ολοκληρώσει μια ταινία στην Ελλάδα,
έχει ολοκληρώσει έναν μικρό άθλο. Αν μάλιστα η ταινία αυτή βλέπεται και
σημειώνει κάποιες επιτυχίες, τότε μιλάμε για ένα πραγματικό επίτευγμα.
Υπάρχει μια σειρά από ανθρώπους, οι οποίοι δουλεύουν ασταμάτητα κάτω
από τις πλέον αντίξοες συνθήκες σε ένα πολλές φορές ακόμη και εχθρικό
περιβάλλον, προκειμένου να ολοκληρώσουν την κάθε ταινία με οποιοδήποτε κόστος
και χωρίς καμία εξασφάλιση.
Έτσι ξεκινήσαμε κι εμείς το «Runaway Day», μια ομάδα ανθρώπων, με
μοναδική αφετηρία την ανιδιοτελή αγάπη για το σινεμά και σκοπό να πούμε όλοι
μαζί κάτι για αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Το μεράκι και η θετική ενέργεια, με
το οποίο αγκάλιασαν την ταινία όλοι όσοι συμμετείχαν είναι η καλύτερη απόδειξη
ότι, ακόμα και μέσα σε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση, η δύναμη του ανθρώπου
ξεπερνάει κάθε όριο. Αυτό από μόνο του είναι ένα εξαιρετικό γεγονός που δίνει
σε όλους μας κουράγιο για να συνεχίσουμε να κάνουμε κινηματογράφο με όποιο
τρόπο μπορούμε. Σινεμά με «ξύλινα σπαθιά», υψηλών, ωστόσο, επιδόσεων... Για
πόσο ακόμα χωρίς υποστήριξη;
Αυτοί λοιπόν οι μοναδικοί, συγκινητικοί άνθρωποι που έβαλαν τις ζωές
τους στην άκρη για να φτάσουμε μέχρι εδώ είναι αυτοί, στους οποίους οφείλεται η
ύπαρξη της ταινίας, τους υπερ-ευχαριστώ όλους και τους είμαι για πάντα
υπόχρεος.
Από την έλευση του ΔΝΤ και μετά, γίνεται μια μαζική, οργανωμένη θα
έλεγα, επίθεση στο χώρο της τέχνης με ξεκάθαρο σκοπό τον αφανισμό του σύγχρονου
ελληνικού πολιτισμού. Η κυβέρνηση δείχνει με κάθε ευκαιρία τις πραγματικές τις
προθέσεις. Απόδειξη το πρωτοφανές κλείσιμο της ΕΡΤ, αλλά και η παρεμφερής
εξαγγελία για το κλείσιμο των μικρών θεατρικών σκηνών της Αθήνας.
Στην δική μας περίπτωση, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου έχει κάνει
μια πρώτη κίνηση καλής πίστης, η οποία ελπίζουμε να ολοκληρωθεί το συντομότερο
δυνατό. Την έχουμε άμεση και απόλυτη ανάγκη.
Αν και μόλις «ενηλικιώθηκε», το
Φεστιβάλ του Σαράγεβο έχει εξελιχτεί σε ένα από τα πιο δυναμικά και πολύπλευρα
της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ήταν έκπληξη για σένα η συμμετοχή της ταινίας σου
στο Διαγωνιστικό Πρόγραμμά του;
Από τις πρώτες μέρες των γυρισμάτων, όπου συνήθως φαίνεται αν μια
ταινία θα είναι καλή ή κακή, όλοι αντιλαμβανόμασταν ότι αυτό που κάνουμε έχει
λόγο ύπαρξης. Το επίπεδο όλων των συντελεστών, αλλά και το μεράκι με το οποίο
μπήκαν είτε μέσα στα πολύωρα και απαιτητικά γυρίσματα στους 45 βαθμούς υπό σκιά
το προηγούμενο καλοκαίρι είτε στο δύσκολο οδοιπορικό του post production, το
οποίο διήρκεσε όλο τον περασμένο χειμώνα και συνεχίζεται μέχρι αυτή τη στιγμή,
ήταν και είναι η καλύτερη εγγύηση για το τελικό αποτέλεσμα.
Η συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του ολοένα και ανερχόμενου Φεστιβάλ
του Σαράγεβο ήταν μια μεγάλη χαρά και παράλληλα μια δικαίωση για τον κόπο με το
οποίο έχει γίνει το «Runaway Day». Βέβαια, όπως έχει στο παρελθόν σωστά πει η
φίλη μου η Ρηνιώ Δραγασάκη, «είναι δύσκολο να είσαι χαρούμενος όταν όλα γύρω σου
καταρρέουν». Ωστόσο, ακόμα και μέσα σε αυτά τα στενά, σχεδόν «οργουελικά»
περιθώρια χαράς που έχουν απομείνει, παίρνουμε το κομμάτι της ικανοποίησης που
μας αναλογεί και ελπίζουμε σε ένα καλύτερο μέλλον.
Να αναμένουμε την προβολή της στο
Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης; Έχετε εξασφαλίσει διανομή;
Αυτό που μας απασχολεί αυτή την περίοδο είναι η προβολή της ταινίας στο
Σαράγεβο, καθώς και σε άλλα Φεστιβάλ του εξωτερικού που έχουν εκδηλωθεί θετικά
για το «Runaway Day». Φυσικά υπάρχει ενδιαφέρον τόσο για ελληνική πρεμιέρα όσο
και για κινηματογραφική διανομή, αλλά αυτό θα το δούμε στο άμεσο μέλλον.
Εννοείται βέβαια ότι μια ταινία με θέμα την Αθήνα οφείλει να παιχτεί
στον τόπο «προέλευσής» της!
Χρήσιμες διευθύνσεις
Συντελεστές
CAST
Μαρία
Σκουλά
Μάκης
Παπαδημητρίου
Ερρίκος
Λίτσης
Κωνσταντίνος
Σταρίδας
Εύα Βόγλη
Η Υβόννη
Μαλτέζου και ο Χρήστος Στέργιογλου
Γιάννης Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Βουδούρης, Νίκος Γιαννίκας, Γιώργος
Ρουσσάκης, Γιώργος Αραχωβίτης, Ανδρέας Σωτηρακόπουλος, Χάρης Φραγκούλης,
Γιώργος Μπελεσιώτης, Στέλλα Καρύδα, Chalil
Ali Zada, Barakat
Hossaini, Στάθης Κόκκορης, Χρόνης Τζήμος, Οδυσσέας
Χατζηπαράς, Μιλτιάδης Σωτηρακόπουλος
Αφηγητής: Αλέκος Δραγώνας
CREW
Σενάριο-Σκηνοθεσία:
Δημήτρης Μπαβέλλας
Στην αρχική γραφή του σεναρίου έχει
συνεργαστεί η Ελίνα Ψύκου
Μακιγιάζ: Ιωάννα
Λυγίζου
Βοηθός
Σκηνοθέτη: Ναταλία Πανέτσου
Ηλεκτρολόγος:
Κώστας Βρακοζώνης
Σκηνικά: Δήμητρα
Παναγιωτοπούλου
Κοστούμια: Μάρλι
Αλειφέρη
Σχεδιασμός
Ήχου: Δάφνη Φαραζή
Μίξη Ήχου: Γιώργος
Φασκιώτης
Additional Dialogue Recording: Στέφανος
Δαμιανάκης
Ηχοληψία: Μάκης
Ασημακόπουλος
Κυριάκος Πουκαμισάς
Μουσική
The Mongrelettes
The Smoking Barrels
Γιώργος Γκίνης
Γιώργος Μπουσούνης
Addy Flor & His Orchestra
Executive Producer: Νίκος
Μούτσελος
Συνεργάτης
Παραγωγός: Λίνα Γιαννοπούλου
Διεύθυνση
Φωτογραφίας: Γιάννης Φώτου
Φωτογράφος πλατώ: Ελένη Μήτσιου
Μοντάζ: Δημήτρης
Τόλιος
Παραγωγή: Vox Productions Δύο Τριάντα Πέντε Sklavis
Film Lab SteFilm
Online Recording Masters
Παραγωγοί:
Τζίνα Πετροπούλου
Σωτήρης Μήτσιος
Δημήτρης Μπαβέλλας
Η πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης έγινε στο http://3pointmagazine.gr