Ονειρική,
πυρετώδης, εφιαλτική, η Νοσταλγία, το πολυεπίπεδο μυθιστόρημα του Μίρτσεα
Καρταρέσκου, του πιο καταξιωμένου
Ρουμάνου πεζογράφου, είναι ένας στοχασμός
πάνω στον χρόνο, τον τόπο, την πολιτική και την κοινωνία.
Συζητώντας
με τον σπουδαίο συγγραφέα με αφορμή
την κυκλοφορία του βιβλίου του στα ελληνικά.
Εισήλθατε
στο «σύμπαν» της γραφής κάπου 43 χρόνια πριν μέσα από τους «μαιάνδρους» της
ποίησης.
Θα
ορίζατε τον εαυτό σας πρωτίστως ως ποιητή, ή οι ποικίλες μορφές συγγραφής με τις
οποίες καταπιάνεστε -και όπου διαπρέπετε- είναι ισότιμες ψηφίδες του «μωσαϊκού»
της ταυτότητάς σας;
Στ’
αλήθεια δε με νοιάζουν τα λογοτεχνικά είδη. Η λογοτεχνία είναι μία.
Η
ποίησή μου, η πρόζα μου, τα δοκίμιά μου, τα ημερολόγια, τα βιβλία κριτικής, τα βιβλία
για παιδιά, τα άρθρα μου είναι το ίδιο για μένα.
Τα
έγραψα με το ίδιο πάθος, την ίδια καλλιτεχνική αφοσίωση, την ίδια -σχεδόν θρησκευτική-
πίστη. Είναι κομμάτια του τρόπου που σκέφτομαι και νιώθω.
Πάντα
προσπαθώ να γράψω κάθε σελίδα όσο καλύτερα μπορώ, είτε πρόκειται για ένα ποίημα
είτε για το πιο ταπεινό άρθρο. Ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι μια πρόκληση για μένα
και, αφότου το γράψω, γίνεται παιδί μου.
Ακόμα
και τώρα δεν μπορώ να κάνω διάκριση ανάμεσα σε καλύτερα και χειρότερα βιβλία.
Όλα λένε κάτι για μένα. Κάποια από αυτά
είναι ζωτικά όργανα, άλλα δε μοιάζουν τόσο σημαντικά.
Το
μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού σου δε φαίνεται σημαντικό στο ελάχιστο, αλλά
θα ήθελες να το κόψεις; Το ίδιο ισχύει ισχύει για τα μικρά ποιήματά μου ή τα άρθρα.
Μπορεί
να μη φαντάζουν σημαντικά, αλλά είναι. Χωρίς αυτά, η δουλειά μου θα ήταν παραμορφωμένη.
Έφηβος
στη μεθυστική δεκαετία του ’60, έχετε επηρεαστεί από τη βορειοαμερικανική αντικουλτούρα
της εποχής, κυρίως τη μουσική. Έχει αυτή η επίδραση διαμορφώσει την αυτοαντίληψή
σας ως συγγραφέα και ανθρώπου;
Εκείνη
την εποχή οι νέοι άνθρωποι αντλούσαν τον τρόπο ζωής τους, τη φιλοσοφία τους, την
εμφάνισή τους, το κούρεμά τους και τους ήρωές τους από τη ροκ μουσική.
Η
μουσική άλλαζε τον κόσμο μπροστά στα μάτια των ανθρώπων, ήταν το πιο σημαντικό πράγμα
για τους νέους τότε.
Τεράστια
συγκροτήματα όπως οι Μπιτλς, οι Πινκ Φλόιντ, οι Ρόλινγκ Στόουνς, οι Κριμ, οι
Λεντ Ζέπελιν και σπουδαίοι μουσικοί όπως ο Μπομπ Ντίλαν ή ο Τζίμι Χέντριξ
γέμιζαν τον ουρανό με διαμάντια.
Στην
Ανατολική Ευρώπη υπήρχαν επίσης πολύ επιδραστικές ροκ μπάντες, όπως οι Locomotiv GT στην
Ουγγαρία ή οι Phoenix στη Ρουμανία.
Παρά
την κομμουνιστική προπαγάνδα του ολοκληρωτικού καθεστώτος του Τσαουσέσκου, όλοι
οι νέοι άνθρωποι στη χώρα μου άκουγαν ροκ συγκροτήματα από τη Δύση αλλά και τη
Ρουμανία.
Οι
λαθρέμποροι έφερναν τους δίσκους βινυλίου διαμέσου των συνόρων και ραδιοφωνικοί
σταθμοί όπως ο Free
Europe και ο The
Voice
of
America γέμισαν
επίσης τη χώρα μου με ροκ μουσική.
Οι
γονείς μου, όμως, ήταν φτωχοί και δεν μπορούσα να έχω κάποια συσκευή για να ακούω
μουσική στο σπίτι: ούτε ραδιόφωνο, ούτε κασετόφωνο, ούτε πικάπ. Απέκτησα το πρώτο
μου κασετόφωνο -ένα πολύ κακό ρωσικό- μόνο όταν έγινα φοιτητής.
Η
ροκ μουσική διαμόρφωσε την προσωπικότητά μου όσο και τα βιβλία λογοτεχνίας.
Μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια, μετέφρασα τους στίχους του Μπομπ Ντίλαν στα
ρουμανικά, λίγο πριν του απονεμηθεί το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Μετέφρασα,
επίσης, και τα ποιήματα του Λέοναρντ Κοέν.
Στη
δεκαετία του ’80 ήσασταν μέλος της λεγόμενης Γενιάς με τα Τζιν, που εισήγαγε τον μεταμοντερνισμό στη ρουμανική λογοτεχνία.
Ποιες ήταν οι κύριες αρχές της και σε ποιον βαθμό τις έχετε επανερμηνεύσει έκτοτε;
Τα
εφτά χρόνια που υπήρξα μέλος της πολύ ξεχωριστής Γενιάς της Δεκαετίας του ’80
-της λεγόμενης Γενιάς με τα Τζιν-, μεταξύ
του 1977 και του 1984, ήταν τα πιο όμορφα της ζωής μου, παρά την πείνα και τον τρόμο
στη χώρα μου.
Ήμουν
κομμάτι μιας ομάδας νέων, υπέροχων και γοητευτικών ποιητών, που άλλαξαν τη ρουμανική
ποίηση για πάντα.
Μετά
από μακρόχρονους αγώνες ενάντια στη λογοκρισία, μπορέσαμε να εκδώσουμε «ακρωτηριασμένες»
εκδοχές των ποιημάτων μας σε τόμους, τα οποία έγιναν αμέσως επιτυχίες: όλοι οι φοιτητές
τα διάβαζαν εντυπωσιασμένοι.
Κύριος
στόχος μας ήταν η διατήρηση της ελευθερίας μυαλού και φαντασίας στη χώρα μας, η
διαμαρτυρία εναντίον του φασιστικού εθνικιστικού καθεστώτος που κρυβόταν πίσω από
το όνομα «κομμουνιστικό» και η δημιουργία ενός νέου είδους ποίησης.
Τα
ποιήματά μας ήταν ένας συνδυασμός του ευρωπαϊκού και του ρουμανικού σουρεαλισμού
και της αβανγκάρντ, από τη μία, και της σύγχρονης αμερικανικής ποίησης (Γενιά
Μπιτ, Τζον Άσμπερι, Φρανκ Ο’ Χάρα), από την άλλη.
Το
να βγάλουμε την ποίηση στον δρόμο, να δημιουργήσουμε μια μεταμοντέρνα ατμόσφαιρα,
να χρησιμοποιήσουμε την ειρωνεία και το χιούμορ ήταν, επίσης, σημαντικοί στόχοι.
Επειδή
ίσα που μπορούσαμε να εκδώσουμε τη δουλειά μας, διαδίδαμε τα ποιήματά μας μέσα
από δημόσιες αναγνώσεις. Γι’ αυτό και τα ποιήματά μας ήταν εξαιρετικά μαχητικά,
η φωνή μας ήταν πολύ σημαντική.
Εκθαμβωτική,
ονειρική, πυρετώδης, εφιαλτική, παλλόμενη, η Νοσταλγία,
πρόσφατα μεταφρασμένη στα ελληνικά, είναι ένας σύνθετος στοχασμός πάνω στον
χρόνο, τον τόπο, την πολιτική και την κοινωνία.
Βρίσκεται
«αγκυρωμένη» στη ρουμανική πραγματικότητα, κι όμως την υπερβαίνει. Τι σας προξενεί τη μεγαλύτερη νοσταλγία;
Η
νοσταλγία δεν είναι μια κοινωνικο-πολιτική έννοια στο βιβλίο μου. Δεν έχω καμία
νοσταλγία για την τρομερή εποχή του Τσαουσέσκου, της Σεκουριτάτε και της
φυλακής που έγινε η Ρουμανία τότε. Είναι πιο πολύ μια μεταφυσική έννοια.
Εκείνη
την περίοδο παρακολουθούσα δύο υπέροχους λογοτεχνικούς κύκλους: τον Κύκλο της Δευτέρας,
που ειδικευόταν στην ποίηση, και μια ομάδα που αποκαλείτο Οι Νεαροί, οι οποίοι ήταν οι νεαροί συγγραφείς πρόζας εκείνου του καιρού.
Είμαι
ένας από τους λίγους ανθρώπους της γενιάς μου που έγραφαν ποίηση και πρόζα. Οι ιστορίες
της Νοσταλγίας πρώτα διαβάστηκαν σε εκείνον
τον κύκλο, μόνο για τους συναδέλφους μου. Στην αρχή δεν είχα την πρόθεση να τις
αναπτύξω σε βιβλίο.
Σύντομα,
ωστόσο, συνειδητοποίησα ότι συνδέονταν βαθιά μέσα από τους συμβολισμούς και τα αρχέτυπα
που ήταν παρόντα σε όλες. Συνιστούν έναν μοναδικό συνεκτικό κόσμο, ένα είδος ποιητικού
πεδίου της παιδικής ηλικίας και της φαντασίας.
Κάποιες
από αυτές είναι, στην πραγματικότητα, μικρά μυθιστορήματα, όπως το ΡEM ή οι Δίδυμοι, κι άλλες παραβολές, όπως ο Ρουλετίστας και ο Αρχιτέκτονας.
Οι
πέντε ιστορίες είναι πράγματι τα πολύ πρώτα δείγματα πρόζας που έχω γράψει και είναι
δημοσιευμένες με τη σειρά που τις έγραψα.
Όλοι
οι ανθρώπινοι χαρακτήρες σας μοιάζουν με κλαδιά του ίδιου «δέντρου». Θραύσματα ταυτοτήτων
υπαρκτών ανθρώπων ή αποκυήματα της ζωηρής φαντασίας σας;
Οι
άνθρωποι που δρουν στα όνειρά μας έχουν τα δικά τους χαρακτηριστικά και τις δικές
τους προσωπικότητες, εντελώς ανεξάρτητα από το μυαλό μας, αν και τους
δημιουργήσαμε.
Μερικές
φορές είναι πολύ ρεαλιστικοί, όντας πράγματι αληθινοί συγγενείς και φίλοι μας
-κάποιοι νεκροί, κάποιοι ζωντανοί-, άλλοι είναι παράξενοι συνδυασμοί πραγματικών
ατόμων, άλλοι είναι φανταστικές, αλλόκοτες, τρομακτικές υπάρξεις.
Το
ίδιο συμβαίνει και με τους χαρακτήρες μου. Τους δημιούργησα, αλλά είναι ανεξάρτητοι
από μένα και ολοκληρωμένοι, δρώντας στη μεγάλη σκηνή μέσα στο κρανίο μου.
Στο
μυθιστόρημά μου Σολενοειδές, για παράδειγμα,
όλοι οι δάσκαλοι κι οι καθηγητές στο σχολείο που περιγράφω είναι πραγματικοί συνάδελφοί
μου από την περίοδο κατά την οποία ήμουν κι εγώ καθηγητής.
Καθένας
από αυτούς, όμως, συμμετέχει στην ανάπτυξη της ιστορίας μου, όπως οι ονειρικοί χαρακτήρες
μου. Μόλις αρχίζουν να δρουν στις ιστορίες μου, δεν μπορώ να τους σταματήσω να είναι
ο εαυτός τους. Γίνονται ανεξέλεγκτοι.
Το
Βουκουρέστι, ένας από τους κύριους χαρακτήρες του βιβλίου σας, το «κατοικεί» με
τον ίδιο τρόπο που μοιάζει να «κατοικεί» κι εσάς - ή ίσως και να σας στοιχειώνει
ως άνθρωπο.
Έχει
αυτή η πόλη «αποικιοποιήσει» το φαντασιακό σας από τότε που ήσασταν παιδί;
Έχω
μια σχέση αγάπης/μίσους με την πόλη όπου γεννήθηκα.
Μερικές
φορές το βλέπω ως ένα alter
ego μου, ως μια
μεταφορική ενσάρκωση του εαυτού μου, όπως ήταν το Δουβλίνο για τον Τζόις ή η Αλεξάνδρεια
για τον Ντάρελ.
Άλλες
φορές, όμως, το Βουκουρέστι γίνεται ο βασανιστής μου και μου δημιουργεί εφιάλτες.
Στα
περισσότερα βιβλία μου το Βουκουρέστι είναι μια εντελώς επινοημένη πόλη, είναι το
δικό μου Βουκουρέστι, χτισμένο εκ του
μηδενός, όπως η Μπραζίλια χτίστηκε με έναν εντελώς τεχνητό τρόπο.
Η
διαφορά έγκειται στο ότι η δικιά μου Μπραζίλια δεν είναι μια πόλη καμωμένη από ατσάλι
και γυαλί, αλλά μια ερειπωμένη, ένα μελαγχολικό πανόραμα της ανθρώπινης αποσύνθεσης.
Είναι μια πόλη από χαρτόνι και stucco,
σαν θεατρικό σκηνικό.
Το
βιβλίο μου όπου το Βουκουρέστι αποτελεί την ολοκληρωμένη σκηνή στην οποία συμβαίνουν
όλα είναι η τριλογία μου Blinding, ένα μυθιστόρημα 1.500 σελίδων που μου πήρε 14
χρόνια για να το γράψω.
Το
Βουκουρέστι είναι το βασίλειο του παραδείσου εκεί, αφόρητο και αξέχαστο.
Το
βιβλίο σας όχι μόνο φαντάζει σαν όνειρο/παραίσθηση,
αλλά υπάρχουν και επανερχόμενα όνειρα που ενσωματώνονται στην αφήγηση. Είναι, κατά
τη γνώμη σας, η συγγραφική διαδικασία συνδεδεμένη με την ονειρική;
Και
πώς σχετίζεστε με την ψυχανάλυση γενικότερα;
Έχω
εμμονή με τα όνειρα.
Από
τα δεκαεφτά μου κατέγραφα εκατοντάδες πραγματικά όνειρα στο ημερολόγιό μου,
πολλές φορές απίστευτα δυνατά και ποιητικά. Η ουσία των βιβλίων μου, όπως
κάποτε έκανε ο Κάφκα, προέρχεται απευθείας από τα νυχτερινά μου όνειρα.
Ορισμένες
από τις ιστορίες μου, όπως ο Αρχιτέκτονας,
η τελευταία νουβέλα της Νοσταλγίας, είναι
στην πραγματικότητα προϊόν ονείρου μου.
Πολλοί
ποιητές και συγγραφείς, όπως ο Κόλεριτζ, φαντάστηκαν ολόκληρα ποιήματα στα όνειρά
τους και τα κατέγραψαν το πρωί όταν ξύπνησαν. Οι διαδικασίες του ονείρου και της
συγγραφής λογοτεχνίας είναι πολύ παρόμοιες, κι ο Φρόιντ το ήξερε καλά.
Μπορούν
να εφαρμοστούν οι ίδιοι κανόνες στους μύθους, στα όνειρα και στην ποίηση.
Στο
Σολενοειδές, το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά
μου, αναλύω περίπου 40 από τα πιο παράξενα όνειρά μου και προσπαθώ να βρω τι πραγματικά
προσπαθούν να μου πουν.
Τελικά,
συμπεραίνω πως ανέκαθεν ζούσα μια διπλή ζωή, μια ονειρική και μια «πραγματική»,
σε δύο διαφορετικά πεδία. Στα γραπτά μου οι δύο αυτές ζωές συνυφαίνονται, όπως σε
ένα κόμικ του Μοέμπιους.
Εντρυφώντας
στη Νοσταλγία είναι σαν να εντρυφάς στην
Ιστορία της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας με έναν προσωπικό και γόνιμο τρόπο,
μια απόδειξη τού ότι βρίσκεστε σε διαρκή «διάλογο» με τους συγγραφείς που σας
δημιούργησαν.
Είναι ακριβές αυτό;
Ναι,
και όχι μόνο με τη σύγχρονη λογοτεχνία, αλλά και με εκείνη του παρελθόντος.
Διαβάζω
πολλά από τους κλασικούς Λατίνους και αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τους μανιεριστές
ποιητές, τους συγγραφείς του Ρομαντισμού- όλη η Ιστορία της ευρωπαϊκής μας περιπέτειας
ξεκίνησε με τον Όμηρο, τον «πατέρα» της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Μερικές
φορές νιώθω πως έχω ρομαντική ψυχή, άλλες ότι έχω σουρεαλιστική, και πολλές φορές
αισθάνομαι σαν ενσάρκωση της λογοτεχνίας, όπως ήταν ο Κάφκα. «Στην πραγματικότητα δεν είμαι τίποτα άλλο παρά
λογοτεχνία», έγραφε στην μνηστή του.
Από
τότε που ήμουν παιδί δεν έκανα τίποτε άλλο από το να διαβάζω όλη τη μέρα με τεράστια
ευχαρίστηση.
Προτού
γίνω συγγραφέας ήμουν πάντα ένας σπουδαίος αναγνώστης. Σαρκοβόρος, ευτυχής να διαβάζω
οτιδήποτε μπορούσα να βρω: βιβλία ποίησης και μαθηματικών, επιστημών και μυστικισμού,
φιλοσοφίας και Ιστορίας...
Ίσως
δεν είμαι μόνο ένας από τους τελευταίους συγγραφείας στον κόσμο -αυτό είναι σίγουρο-,
αλλά κι ένας από τους τελευταίους πραγματικούς αναγνώστες.
Μερικές
φορές αισθάνομαι την οικουμενική θλίψη των υπό εξαφάνιση ειδών, με μερικά άτομα
να έχουν απομείνει.
Ένας
από τους αφηγητές σας ισχυρίζεται πως ο ποιητής το παρακάνει τρώγοντας την ίδια
του τη σάρκα και ο αληθινός μυθιστοριογράφος τρέφεται με τη σάρκα των άλλων. Εσείς;
Τρέφομαι
από τον εαυτό μου, όπως ο Ουροβόρος όφις, γιατί τελικά είμαι ένας ποιητής και τίποτα
άλλο. Μέχρι τα τριάντα μου ήμουν ένας ποιητής που έγραφε ποιήματα.
Μετά
από αυτή την ηλικία παρέμεινα ένας ποιητής που γράφει μυθιστορήματα και ιστορίες.
Δεν υπάρχει διαφορά, γιατί η ποίηση δεν είναι μόνο ένα λογοτεχνικό είδος, αλλά
και ένας περίεργος, πλάγιος τρόπος τού να κοιτάς τα πράγματα.
Αν
είσαι γεννημένος ποιητής, παραμένεις ποιητής σε όλη σου τη ζωή, ακόμα κι αν δεν
έγραψες ούτε ένα ποίημα. Αν μπορείς να δεις το θαύμα και την ομορφιά των πραγμάτων
όπως ένα παιδάκι, είσαι ποιητής, και τίποτα δεν μπορεί να στο στερήσει.
Επιστρέφοντας
στο σημείο εκκίνησης, το Never
call
for
help, η πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή
σας, κυκλοφόρησε το 2020. Συντέθηκε ως απάντηση στην/στοχασμό πάνω στη
συνεχιζόμενη «πανδημική εποχή»;
Στα
τριάντα μου είχα γράψει οκτώ ποιητικές συλλογές και νόμιζα ότι έφτανε. Είπα στον εαυτό μου πως δε θα ξαναέγραφα ποίηση. Και κράτησα τον λόγο μου επί τριανταπέντε χρόνια.
Αλλά
το 2020 αισθάνθηκα κάτι πολύ παράξενο: μια αφόρητη παρόρμηση να γράψω ποίηση.
Εκείνο το καλοκαίρι έγραφα ακόμα και είκοσι ποιήματα τη μέρα, σε ένα είδος
τρελής χιονοστιβάδας.
Από
τα εκατοντάδες ποιήματα που έγραψα σε δύο μήνες φρενιτιώδους δραστηριότητας διάλεξα
εκατό και τα εξέδωσα σ’ αυτό το βιβλίο. Είναι σύντομα ποιήματα, απλά, ταπεινά. Είναι «φτωχή ποίηση», όχι τέχνη, όχι εκφραστικότητα.
Τίποτα
άλλο παρά κραυγές πόνου, κραυγές για βοήθεια. Όταν πονάς, όταν είσαι ξεσκισμένος,
δεν έχεις τον χρόνο να είσαι λεπτός ή καλλιτεχνικός. Απλώς κλαις. Αυτή είναι η ουσία των πρόσφατων ποιημάτων
μου.
Ευχαριστώ θερμά τον συγγραφέα για τον χρόνο που μου διέθεσε
και τον Γρηγόρη Μπέκο από τις Εκδόσεις Καστανιώτη για τη συνδρομή του στον συντονισμό της συνέντευξης.
Το
μυθιστόρημα του Μίρτσεα Καρταρέσκου Νοσταλγία
κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση του Βίκτορα Ιβάνοβιτς.