Ακτιβιστής
του
αναρχικού χώρου και της Αριστεράς, συγγραφέας, κριτικός
κινηματογράφου, ιστορικός, ποιητής, ο Ελληνο-αμερικανός Dan Georgakas παραμένει ακμαίος κι οξυδερκής, παρά τα 77 του
χρόνια. Κουβεντιάζουμε μαζί του, με
αφορμή το ντοκιμαντέρ του Κώστα Βάκκα Dan Georgakas-Επαναστάτης της
Διασποράς, που προβάλλεται στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την Πέμπτη 19 και το Σάββατο 21
Μαρτίου.
Πώς
ήταν να μεγαλώνεις στη «Greektown»
του Ντιτρόιτ στη δεκαετία του ’40; Ποιες είναι οι εντονότερες αναμνήσεις σου από
αυτή την εποχή;
Θα
χρειαζόταν ένα βιβλίο, προκειμένου να μιλήσω για τους στοχασμούς μου σχετικά με
αυτή την περίοδο της ζωής μου, και το έχω γράψει. Ο τίτλος του είναι «My Detroit-Growing Up Greek and
American in Motor City». Κινδυνεύοντας
να φανεί ότι προωθώ τη δουλειά μου, βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σε
ενημερώσω πως η ελληνική έκδοση του βιβλίου θα κυκλοφορήσει αυτή τη χρονιά από
τις «Εκδόσεις των Συναδέλφων». Συνοψίζοντας, όμως, για να απαντήσω στην ερώτησή
σου, στη δεκαετία του ’40 λίγοι Έλληνες ζούσαν στην «Greektown» του Ντιτρόιτ, ή σε άλλες «Greektowns». Οι περισσότεροι ζούσαν σε
πολυεθνικές γειτονιές. Στην περίπτωσή μου, σε απόσταση ενός τετραγώνου από το
σπίτι μου, είχαμε Γάλλους, Βέλγους, Σικελούς, Λιβανέζους, Σέρβους, Γερμανούς,
Πολωνούς, γαλλόφωνους Καναδούς, Σύρους, Σκωτσέζους, Ασκεναζί Εβραίους, λευκούς
Αππαλάχιους (hillbillies)
και κανονικά αμερικανικά νοικοκυριά. Δεν υπήρχαν πολλές εθνοτικές
αντιπαραθέσεις, γιατί καμία ομάδα δεν ήταν αρκετά μεγάλη, ώστε να κυριαρχεί. Δε
συνέβαινε το ίδιο σε όλες τις άλλες πόλεις, αλλά είναι σύνηθες για τους
περισσότερους Ελληνο-αμερικανούς. Νωρίς συνειδητοποίησα ότι εμείς που προερχόμασταν
από «εθνοτικές» ομάδες διαφέραμε από τον μέσο Αμερικανό. Όχι για καλύτερο ή
χειρότερο, απλώς ήμασταν διαφορετικοί. Ό,τι θεωρείτο συχνά ως «φυσιολογικό»
(εφηβικά ραντεβού ή διανυκτερεύσεις σε σπίτια φίλων), ήταν κάτι καινούριο για
μας και φαγητά όπως το γιαούρτι κι οι ελιές φαίνονταν παράξενα σε εκείνους.
Φυσιολογικά αυτό θα άλλαζε αργότερα πολύ. Πηγαίναμε σινεμά μία ή δύο φορές τη
βδομάδα. Προβάλλονταν δυο ταινίες τη φορά και μπορούσες να μείνεις και να τις
δεις δωρεάν. Μάθαμε πολλά για την αμερικανική κουλτούρα από εκείνες τις
ταινίες. Ένας κριτικός έχει αναφερθεί στη γενιά μου ως «Αμερικανούς που
διαμορφώθηκαν από τις ταινίες».
Στα
μέσα της δεκαετίας του ’60, υπήρξες ένα από τα πιο επιδραστικά μέλη της
αναρχικής ομάδας «Black
Mask».
Θα μπορούσες να μου πεις για την ιστορία, τις πολιτικές απόψεις και τις
δραστηριότητές της; Θεωρείς ακόμη τον εαυτό σου αναρχικό κι αν ναι, με ποιο ρεύμα
αναρχισμού ταυτίζεσαι περισσότερο;
Υπήρξα
ένα από τα πρώιμα και επιδραστικά μέλη της ομάδας «Black Mask», γράφοντας σε σχεδόν κάθε τεύχος
των εντύπων που εξέδιδαν. Ήμαστε ένα καλλιτεχνικο-πολοιτικό γκρουπ που επεδίωκε
να επηρεάσει τη «Νέα Αριστερά» στην κατεύθυνση του αντι-ολοκληρωτισμού. Η
καλλιτεχνική μας δουλειά ήταν εξίσου σημαντική με τις διαδηλώσεις κι οι ίδιες
οι διαδηλώσεις συχνά έμοιαζαν με παραστάσεις. Προσπαθήσουμε να ενώσουμε τις
διάφορες αναρχικές μικρο-ομάδες της Νέας Υόρκης σε κοινές δράσεις, αλλά δεν τα
καταφέραμε. Στόχος μας πάντοτε το κατεστημένο κι όχι να ανταγωνιστούμε τους
επαναστάτες. Μια από τις φωτογραφίες που επέζησαν από την ομάδα μας δείχνει
στην πορεία «Wall
Street
is
War
Street»,
η οποία έγινε το 1967, όπου φορούσαμε μαύρες μάσκες και κουβαλούσαμε κρανία.
Ο
δικός μου τύπος αναρχισμού παραπέμπει σε εκείνον των Victor Serge, Pyotr Kropotkin και William Morris. Το καλύτερο ίσως θα ήταν να
θεωρούμαι σύγχρονος αναρχο-συνδικαλιστής, ή, όπως ο Τσόμσκι κι άλλοι
αυτοαποκαλούνται τώρα, ελευθεριακός σοσιαλιστής. Πιστεύω ότι η ιδέα ενός κόμματος
της πρωτοπορίας από τη φύση της και αναπόφευκτα οδηγεί στη δικτατορία. Από τη
στιγμή που πρέπει να έχουμε κάποιου είδους διακυβέρνηση, η πρόκληση είναι να
δημιουργήσουμε μια νέα κοινωνία από τη βάση στην κορυφή και πάντοτε να
διατηρούμε όσο περισσότερες διαδικασίες λήψης αποφάσεων είναι εφικτό στο επίπεδο
της βάσης.
Συμμετείχες
ενεργά στο αντιδικτατορικό κίνημα, επειδή δεν μπορούσες να ανεχτείς την επιστροφή
του φασισμού στην Ευρώπη και την Ελλάδα, ακόμη περισσότερο. Στις μέρες μας, περίπου
μισό αιώνα αργότερα, η Ακροδεξιά, γενικότερα, κι ο νεοναζισμός, ειδικότερα, φαίνεται
ότι έχουν μια αυξανόμενη απήχηση στην ελληνική κοινωνία. Πώς ερμηνεύεις το γεγονός
αυτό και πώς σε κάνει να νιώθεις, δεδομένου ότι έχεις στοχοποιηθεί από το νεοϋορκέζικο
παράρτημα της αξιοθρήνητης συμμορίας της Χρυσής Αυγής;
Το
αφήνω στους Έλληνες να ασχοληθούν με την παράνοια όσων υποστηρίζουν τη Χρυσή
Αυγή. Ο αντισημιτισμός είναι απεχθής και σίγουρα υπάρχουν καλύτερες λύσεις για
τα «κύματα» μεταναστών χωρίς χαρτιά από εκείνες που προσφέρει η Χ.Α. Στις
Η.Π.Α., οργανωθήκαμε εναντίον της Χ.Α., όταν επιχείρησε να συγκροτήσει μια
νομότυπη δύναμη στη Νέα Υόρκη. Μια ταινία που έγινε για αυτή από τον Richard Ledes υπήρξε πολύ αποτελεσματική. Ο Richard κατάφερε να κάνει όλα τα τμήματα της
ελληνο-αμερικανικής κοινότητας (υπεύθυνους συντηρητικούς, εκκλησιαστικούς
ηγέτες, την ΑΧΕΠΑ, δημοσιογράφους και πολλούς αριστεριστές) να αποκηρύξουν αυτά
τα άτομα. Το ότι η Χ.Α. απάντησε αποκαλώντας με έναν «διαταραγμένο αναρχικό»
ποσώς με απασχολεί. Έχουν εκτοξεύσει πιο σοβαρές απειλές εναντίον άλλων.
Στο
κινηματογραφικό «μέτωπο», έχεις εμπλακεί ιδιαιτέρως στο περιοδικό Cineaste από
τη «βρεφική» του ηλικία στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Το θεωρείς «σχολείο» τόσο
για σένα, όσο και για τους αναγνώστες του, με την πάροδο του χρόνου;
Το
περιοδικό «Cineaste»
ιδρύθηκε, προκειμένου να προωθήσει ταινίες που οι mainstream κριτικοί αγνοούσαν. Αυτό συνέβη σε
μια εποχή, κατά την οποία ελάχιστες ξενόγλωσσες ταινίες προβάλλονταν ευρέως
στις Η.Π.Α. κι οι ριζοσπαστικές αμερικανικές ταινίες προβάλλονταν σπάνια. Ήμαστε περήφανοι που προωθούσαμε ταινίες από
αριστεριστές Αμερικανούς και δίναμε σημαντικό χώρο σε ξένους δημιουργούς με
παρόμοιες αντιλήψεις. Αναπτύξαμε από νωρίς μια σχέση με τον Κώστα Γαβρά κι
έκτοτε εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε επαφή μαζί του. Είχαμε, επίσης, πολύ καλή
σχέση με τον Όλιβερ Στόουν. Τόσο ο Γαβράς, όσο κι ο Στόουν, έχουν γράψει για το
περιοδικό. Με ενδιαφέρουν, εξάλλου, οι Ελληνο-αμερικανοί δημιουργοί κι έχω
πάρει συνεντεύξεις, μεταξύ άλλων, από τον Hermes Pan, χορογράφο του Φρεντ Αστέρ, και τον
Ντιν Ταβουλάρης, σκηνογράφο στις περισσότερες ταινίες του Κόπολα. Σε ιστορικό
επίπεδο, συμμετείχαμε στην προσπάθεια αποκατάστασης της αναφοράς σε συγγραφείς
που είχαν περιληφθεί στη «μαύρη λίστα» και ρίξαμε μια σοβαρή ματιά στις ταινίες
τους. Έχουμε γράψει κριτικές για πολλές ταινίες της «Νέας Αριστεράς» και για
ριζοσπαστικές ταινίες που ακολούθησαν. Το περιοδικό δεν είχε ποτέ «κομματική»
γραμμή σχετικά με την αισθητική ή την πολιτική. Διοικούμαστε ως κολεκτίβα κι οι
μεμονωμένοι συγγραφείς έχουν τις δικές τους «φωνές»/ αντιλήψεις, που είναι
διαφόρων αποχρώσεων αριστερά του κέντρου. Αντί για μια «σχολή σκέψης» (άλλος
ένας –ισμός), επιδιώκουμε να είμαστε κομμάτι μιας εναλλακτικής κουλτούρας.
Έχει
περάσει ένας αιώνας από το θάνατο του Joe Hill, ενός από τα πολυτραγουδισμένα μέλη
των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (IWW). Έχοντας υπάρξει ένας από τους συγγραφείς
του συλλογικού έργου Solidarity
Forever:
An
Oral
History
of
the
IWW, πόσο επίκαιροι νομίζεις ότι είναι οι
αγώνες τους και γιατί επέλεξες να εντρυφήσεις σε αυτούς;
Αυτό
που με τράβηξε σε αυτούς ήταν η εξωπραγματική γενναιότητά τους ως επαναστάτες
της εργατικής τάξης. Νομίζω ότι ο αναρχο-συνδικαλισμός τους ήταν πρακτικός και
χρήζει επανεξέτασης. Δε νομίζω πως πρέπει να επαναλάβουμε ό,τι έκαναν εκείνοι,
αλλά να σκεφτούμε σχετικά με το γενικότερο προσανατολισμό τους. Δεν αποτελεί
σύμπτωση πως οι κυβερνητικές διώξεις των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου στη
δεκαετία του '20 υπήρξαν πιο σοβαρές από τη μεταγενέστερη καταδίωξη του
Κομμουνιστικού Κόμματος των Η.Π.Α. Με μια δίκη, έχωσαν στη φυλακή 100 ηγέτες
και φτιάχτηκε μια λίστα, ώστε να φυλακιστεί κάθε γνωστός ακτιβιστής. Πολλοί
απάντησαν βγαίνοντας στην παρανομία ή πηγαίνοντας στο Μεξικό, μέχρι να
ηρεμήσουν τα πράγματα, κάτι που πήρε πολλά χρόνια.
Ποια
είναι η γνώμη σου για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στις Η.Π.Α.; Έχει απομείνει
καθόλου Αριστερά εκεί έξω, ή επιδραστικές αναρχικές ομάδες; Και ποια είναι η άποψή
σου για το λεγόμενο κίνημα «Occupy»;
Πριν
από χρόνια, υπήρχε η ταινία «Επαναστάτης χωρίς αιτία». Νομίζω ότι βρίσκει
εφαρμογή στις μέρες μας όσον αφορά σε πολλούς Αμερικανούς. Κατανοούν πως το
σύστημα δε λειτουργεί, αλλά έχουν επιλέξει να μην αντιστέκονται. Δεν υφίσταται
οργανωμένη Αριστερά, αλλά σε μια πόλη υπάρχουν, εδώ κι εκεί, κάποια
αριστερίστικα εργατικά συνδικάτα, δυναμικές τοπικές ομάδες, ακόμη και μέλη της
τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι αναρχικοί κυρίως ασχολούνται με το ασκούν κριτική στο
status
quo,
αντί να χτίζουν το καινούριο στο «κέλυφος» του παλιού, όπως οι Βιομηχανικοί
Εργάτες του Κόσμου είχαν επιχειρήσει. Το κίνημα «Occupy» υπήρξε πηγή έμπνευσης και πέτυχε να
καθιερώσει τη ρητορική του «99% έναντι του 1%», που τώρα είναι αποδεκτή από όλες
τις πολιτικές ομάδες, αριστερές ή δεξιές. Το «Occupy» ήταν αναρχικό στη φύση του, αλλά
δεν είχε αρκετή οργάνωση, ώστε να διατηρηθεί, από τη στιγμή που η κυβέρνηση
άρχισε να του επιτίθεται με σοβαρό τρόπο. Αυτή η επίθεση περιλάμβανε την τοποθέτηση
προβοκατόρων στις τάξεις του και ταυτόχρονα την καταστολή όλων των τοπικών
εκφάνσεών του.
Υποθέτω
ότι παρακολουθείς και την κατάσταση στην Ελλάδα. Αν κι ίσως είναι λίγο πρόωρο, πώς
αξιολογείς την παρούσα κυβέρνηση συνασπισμού;
Χωρίς
να μπαίνω σε λεπτομέρεις ή να χώνω τη μύτη μου σε μια πολιτική κατάσταση που
γνωρίζω μόνο εξ αποστάσεως, θα είχα υποστηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ με ευχαρίστηση. Το
πόσα, βέβαια, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποσπάσει από τη γερμανο-φινλανδο-δανέζικη
κλίκα μένει να φανεί. Η συνολική πολιτική δυναμική της Ευρώπης πρέπει να
αλλάξει. Δύσκολη επιδίωξη, αλλά οι Έλληνες πάντοτε αντιμετωπίζουν καταστάσεις
με μικρές πιθανότητες επιτυχίας. Η άσκηση πίεσης στους ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ να
κρατήσουν την πορεία που έχουν χαράξει είναι καλή, αλλά το να τους ξεγράφεις ως
αναποτελεσματικούς και μοιρολατρικά συμβιβασμένους φαίνεται πρόωρο, σε αυτή τη
φάση. Περιμένω να δω και τι είναι διατεθειμένοι να προτείνουν οι κριτικοί στην
κοινή γνώμη ως εναλλακτική πολιτική.
Και,
τελικά, ο τίτλος του ντοκιμαντέρ του Κώστα Βάκκα που θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ
Θεσσαλονίκης είναι Dan
Georgakas-Επαναστάτης
της Διασποράς.
Θεωρείς τον εαυτό σου επαναστάτη; Από τι είναι καμωμένοι οι επαναστάτες, τελικά;
Το
να είσαι επαναστάτης στην Αμερική, σημαίνει να αναγνωρίζεις ότι ο καπιταλισμός
έχει εκπληρώσει τον ιστορικό του ρόλο να καθαιρέσει τη φεουδαλιστική κουλτούρα.
Αντί να βελτιώνει το επίπεδο ζωής μας, ο
καπιταλισμός τώρα επιτίθεται σε αυτό κι υιοθετεί πολιτικές που θα μπορούσαν να
επιφέρουν μοιραία βλάβη στον πλανήτη. Πολλοί Αμερικανοί το αναγνωρίζουν, αλλά
βολεύονται, επειδή φοβούνται πως δεν μπορεί να γίνει τίποτε κι ότι οι ίδιοι
προσωπικά μπορούν να επιβιώσουν με ένα λογικό τρόπο. Ένας επαναστάτης δεν
αποδέχεται τα δεδομένα του καπιταλισμού κι είναι προετοιμασμένος να αναλάβει
προσωπικά ρίσκα λέγοντας «ΟΧΙ» σε απαιτήσεις να συμμορφώνεται πάντα. Στην
περίπτωσή μου, ενώ σπούδαζα στο κολέγιο, ήρθα σε επαφή με ριζοσπαστικές ομάδες,
των οποίων η ανάλυση της πραγματικότητας φαινόταν πολύ πιο ακριβής από εκείνη
που διδασκόμουν στα ακαδημαϊκά πλαίσια. Νομίζω πως ένας επαναστάτης πρέπει να
έχει γνώση των βασικών γεγονότων και μια στρατηγική, κάθώς κι ένα οργανωτικό
μοντέλο για μια αλλαγή που δε θα αναπαράγει τις στρατηγικές και το οργανωτικό
μοντέλο της αυταρχικής κουλτούρας. Το να είσαι επαναστάτης σχετίζεται λιγότερο
με το να μιλάς με παρρησία στην εξουσία και περισσότερο με το να μιλάς με
παρρησία σε όσους είναι ανίσχυροι, αγνοούν, ή υποτιμούν την εξουσία που θα
μπορούσαν να ασκήσουν. Μέχρι να υπάρξει μια αυθεντική και μαζική πολιτιστική
επανάσταση, δε νομίζω ότι μια επαναστατική αλλαγή είναι δυνατή. Όταν ήμουν πιο
νέος, καλοπροαίρετοι άνθρωποι μου έλεγαν πως οι ιδέες μου θα γίνονταν πιο
συντηρητικές, καθώς θα μεγάλωνα. Ανακάλυψα ότι ισχύει το αντίθετο.
Το ντοκιμαντέρ του Κώστα Βάκκα Dan Georgakas-Επαναστάτης της
Διασποράς προβάλλεται
στα πλαίσια του 17ου Φεστιβάλ
Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την Πέμπτη
19 Μαρτίου (αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη,
20:00) και το Σάββατο 21 Μαρτίου (αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη, 12:30).