Βέρα Πατησιώτισσα, η Πέννυ
Παναγιωτοπούλου κάθε άλλο παρά άγνωστη είναι στο φεστιβαλικό κοινό. Η πρώτη
ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθέτησε, το Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: ο μπαμπάς μου (2003), αγαπήθηκε ιδιαίτερα, σε Ελλάδα
και εξωτερικό, συμμετέχοντας σε πολυάριθμα φεστιβάλ σε Ευρώπη, Αμερική και
Ασία, ενώ απέσπασε μια σειρά από βραβεία. Δέκα χρόνια αργότερα, επιστρέφει με
το September, που θα
κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα του στις 30 Ιουνίου στο φημισμένο Φεστιβάλ του
Κάρλοβυ Βάρυ.
«Δεν είναι weird wave,
θα τους μπερδέψει. Δεν πειράζει!», μου εξηγεί χαριτολογώντας, λίγες μέρες πριν
από την πρεμιέρα.
Θα θέλατε να μου πείτε κάτι
περισσότερο για την ταινία, για την υπόθεση, για τη διαδικασία των γυρισμάτων, ενδεχόμενες
δυσκολίες;
Αυτή η ταινία, σε αντίθεση με την
προηγούμενη που την προετοίμαζα για πολύ καιρό, έγινε σχετικά γρήγορα. Αυτό δε
σημαίνει ότι δε συναντήσαμε δυσκολίες στην ολοκλήρωσή της. Ήταν μια ταινία που
είχε πολύ μικρότερο budget
από την πρώτη μου ταινία, είχε πολύ λιγότερες βδομάδες γύρισμα, αλλά πολύ
μεγάλη αφοσίωση από όλους μας. Η ταινία ξεκινάει με την Άννα που είναι και ο
κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας, η οποία ζει μια ήσυχη ζωή με το σκυλάκι της
τον Μανού. Όταν το σκυλάκι της πεθαίνει, μην ξέροντας τι να κάνει χτυπά την
πόρτα στην απέναντι οικογένεια, όπου ζει η Σοφία, μια γυναίκα με τον άντρα και
τα δυο της παιδιά, και τους ζητάει να θάψουν το σκυλάκι στον κήπο τους. Εκεί
ξεκινά η ιστορία. Από κει και πέρα αρχίζει να συνεπαίρνεται από τη ζωή που δεν
έχει, με απρόβλεπτες συνέπειες. Η ταινία διηγείται την αισθηματική, όχι
συναισθηματική, περιπέτεια ενηλικίωσης της Άννας.
Πρόκειται,
επίσης, για μια ταινία σχετικά με τη μοναξιά και την αλληλεγγύη…
Έχει να κάνει με τη μοναξιά
ολωνών μας. Αυτό που χρειάζεται κάποιος για να καθορίσει τη μοναξιά είναι η
παρουσία ενός άλλου ανθρώπου. Αλλιώς δεν είσαι μόνος, είσαι αυτάρκης.
Όσο για το
κομμάτι της αλληλεγγύης;
Σε αυτή την ταινία, με πολύ
λεπτούς και υπόγειους τρόπους, όχι κατάδηλα, σχετίζεται πάρα πολύ με το φόβο,
με την εμπιστοσύνη, με το είναι και δεν είναι υγιές, ποια είναι τα όρια, ποιος
τα βάζει, πότε τα παίρνει, πότε τα ξαναβάζει. Είναι, αν θέλεις, όλο αυτό το
παιχνίδι των σχέσεων και της ανθρώπινης ευτυχίας.
Ο τίτλος
σημαίνει κάτι;
Ο τίτλος σημαίνει μία διάθεση. Αν
η ταινία ήταν τραγούδι, θα την ονόμαζα «Σεπτέμβρη». Με την έννοια ότι έχει τη
μελαγχολία του φθινοπώρου και την όρεξη για την καινούρια ζωή.
Μου ακούγεται
πολύ ελπιδοφόρο αυτό.
Είναι. Είναι γλυκόπικρη ταινία.
Δεν μπορώ να πω ότι είναι ένα δράμα. Έχει και κωμικά στοιχεία, χωρίς να είναι
κωμωδία. Στο τέλος, μετά από μια δύσκολη διαδρομή, είναι μια ανάλαφρη ταινία.
Ανάλαφρη όπως είναι η ζωή, όπως είναι το τέλος μιας ζωής, όταν κάνεις την
προσθαφαίρεση. Όταν πλησιάζεις προς το τέλος, είσαι πιο ελευθερωμένος από όλα
αυτά που σε βαραίνουν. Αυτή την ελευθερία έχει αυτή η ταινία.
Υποστηρίζεται, επίσης, από ένα
εξαιρετικό cast ηθοποιών και ιδίως από δύο σπουδαίες γυναίκες ηθοποιούς της
νέας και της πολύ νεότερης γενιάς, την Μαρία Σκουλά και την Κόρα Καρβούνη.
Μ’ αρέσει πολύ ο τρόπος που το
θέτετε, γιατί ήταν μια πρόκληση για μένα να δουλέψω με αυτές τις δύο γυναίκες.
Η ταινία είναι περισσότερο βασισμένη στην Άννα (Κόρα Καρβούνη), αλλά μέσα και από
την Σοφία (Μαρία Σκουλά) μπορούμε να καταλάβουμε άλλες όψεις της Άννας. Η Άννα
δε μας δίνει τα κλειδιά για να την καταλάβουμε. Μου άρεσε αυτό το παιχνίδι με
τη νέα και την πολύ νεότερη γενιά, γιατί προέρχονται από δύο διαφορετικές
σχολές ηθοποιών, οπότε με την καθεμία ξεχωριστά δούλεψα με τελείως διαφορετικό
τρόπο. Και δούλεψα πάρα πολύ όμορφα!
Ήταν δική σας
επιλογή;
Ναι. Και τις δυο τις βρήκα
σχετικά εύκολα. Έκανα ένα πολύ γρήγορο cast, γιατί η ταινία έπρεπε να ολοκληρωθεί μέσα στο 2013. Υπήρξα
πολύ τυχερή, γιατί από πολύ νωρίς εμφανίστηκαν τα δύο ονόματα και αυτό ήταν πολύ
ανακουφιστικό. Ήταν φανταστικές, μου αρέσουν πολύ.
Στην εποχή μας, είναι ηρωικό να
σκηνοθετείς, δεδομένων των γενικότερων συνθηκών;
Είναι λίγο πιο εύκολο τώρα, με
την έννοια ότι με τα ψηφιακά μέσα είναι πιο ευκίνητο το σινεμά και πιο εύκολο
να το τραβήξεις. Απλώς έχεις την ψευδαίσθηση ότι μπορείς να ξεκινήσεις πιο
άμεσα. Βέβαια το πραγματικό σινεμά θέλει πολλά λεφτά για να γίνει. Ακόμα και
στο εξωτερικό, οι low budget
ταινίες απαιτούν πολλά χρήματα.
Η
χρηματοδότηση εξασφαλίστηκε σχετικά εύκολα;
Μόνο το ZDF και το ARTE είχα, που μπήκαν σχετικά εύκολα. Εντυπωσιάστηκα.
Μπορεί και να υπήρξα τυχερή. Τους άρεσε το πρότζεκτ, θυμόντουσαν και την
προηγούμενη ταινία μου. Δυστυχώς είμαστε βομβαρδισμένοι από διάφορα που δε
συνιστούν τέχνη. Κι εμένα ο κινηματογράφος μ’ αρέσει σαν τέχνη.
Έχοντας συνεργαστεί με την ΕΡΤ,
και συνεργαζόμενη ακόμη, πώς νιώσατε στο άκουσμα του αυταρχικού λουκέτου;
Ένιωσα χάλια. Πέραν του γεγονότος
ότι το θεωρώ απαράδεκτο, μια πραγματική κατάλυση της δημοκρατίας, έχω αισθανθεί
πάρα πολύ άσχημα με τον τρόπο που βρίσανε προσωπικά καθέναν από τους υπαλλήλους
ξεχωριστά. Μπορώ να βεβαιώσω ότι είναι μακράν αυτού που περιγράφεται στα
Μ.Μ.Ε., κι εννοώ από την κυβερνητική πλευρά. Δεν είναι τυχάρπαστοι . Θα έλεγα
ότι τυχάρπαστοι είναι αυτοί που οι ίδιοι κατά καιρούς διόριζαν- και μόνο αυτοί.
Όλοι οι υπόλοιποι την αγαπάνε την Ε.Ρ.Τ. Δε νοιάζονται μόνο για το μισθό που
χάνουν. Αυτό που συνέβη πραγματικά με τρόμαξε, πλέον μπορείς να περιμένεις
ο,τιδήποτε. Έχασα την εμπιστοσύνη σε αυτό που λέγεται πολιτεία, μου δημιούργησε
τη διάθεση να πολιτικοποιηθώ ξανά. Βρίσκω ύποπτες ακόμα και τις φωνές που σε
αυτή τη συγκυρία μιλάνε για το πώς θα έπρεπε να αναδιοργανωθεί. Όταν έχεις
πόλεμο, συντάσσεσαι. Μετά κάνεις τις κουβέντες και τις αναλύσεις. Εμείς πρώτοι
που δουλεύουμε εκεί μέσα ξέρουμε πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει πιο εύρυθμα,
αλλά δεν είναι τώρα καιρός να μιλήσουμε γι’ αυτό, είναι αμέσως μετά, αφού εξασφαλίσουμε
την ανοιχτή και χωρίς κανένα συμβιβασμό επαναλειτουργία της. Εξάλλου δεν είναι
μια εταιρία με παθητικό, είναι μια εταιρία με φοβερό ενεργητικό, το οποίο θα
ήταν πολύ καλό να διοχετευτεί στις τέχνες και τα γράμματα. Αν υπάρχει, λοιπόν,
μια διέξοδος από αυτό το πνευματικό τέλμα, πέρα από το να κάνουμε σχολεία, θα
ήταν και ο ρόλος της δημόσιας τηλεόρασης. Μαύρισε και μαύρισε το σύμπαν! Αν μη
τι άλλο, βλέπαμε και μια καλή ταινία.
Για να
επιστρέψουμε και να κλείσουμε με την ταινία, έχει εξασφαλίσει διανομή;
Όχι ακόμα, είμαστε σε συζητήσεις.
Δεν το έχουμε φροντίσει, γιατί όλα τα πράγματα σ’ αυτή την ταινία έγιναν λίγο
γρήγορα, εκτός από τη δημιουργία αυτή καθεαυτή που ήταν μια αργή επώαση. Με
ενδιέφερε πολύ το πού θα κάνει πρεμιέρα η ταινία, σε ένα καλό φεστιβάλ. Νομίζω
το πετύχαμε τώρα. Πάντως θέλω να πω ότι δεν ανήκει σ’ αυτό που λέγεται «weird wave»: ενώ είναι μια
καταφανώς arthouse
ταινία, εύχομαι κι ελπίζω ότι μπορεί να αγκαλιάσει ένα μικρό, βέβαια, που πάντα
μικρό είναι πια το κοινό αυτών των ταινιών, αλλά μπορεί να περάσει σε
περισσότερο κόσμο.
Αν, πάντως, κρίνω από τη ματιά
της προηγούμενης ταινίας που είναι βαθιά ανθρωποκεντρική, δεν μπορώ να φανταστώ
ότι και η συγκεκριμένη θα ήταν τόσο διαφορετική.
Δε μοιάζουν αυτές οι ταινίες. Οι «Δύσκολοι
αποχαιρετισμοί» ήταν πιο λυρική, πιο ποιητική ταινία, αυτή δεν είναι. Είναι μια
άλλου τύπου καταγραφή, λίγο πιο φιλοσοφική. Είναι, βέβαια, κι αυτή
ανθρωποκεντρική, αλλά όχι με τον τρόπο που ήταν οι «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί».
Ευτυχώς. Και οι εποχές έχουν περάσει και σαν κινηματογραφίστρια έχω αλλάξει και
η ιστορία δεν ταίριαζε σε μια τέτοια αποτύπωση.
Περισσότερες πληροφορίες για την
Πέννυ Παναγιωτοπούλου και την καινούρια της ταινία μπορείτε να αναζητήσετε στο
προσωπικό μπλογκ της σκηνοθέτριας:
Η πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης έγινε στο διαδικτυακό περιοδικό http://3pointmagazine.gr