Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

Ζουλιάνο Ντορνέλες: «Γίνεται ανυπόφορο να βρίσκεσαι στη Βραζιλία»

 


Παραληρηματική ταινία είδους και αιχμηρή κριτική της πολιτικής κατάστασης στη Βραζιλία υπό τον Μπολσονάρο, το Bacurau των Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου και Ζουλιάνο Ντορνέλες είναι μια αξέχαστη σινεφιλική εμπειρία.

Συναντήσαμε τον Ζουλιάνο Ντορνέλες τον Σεπτέμβρη του 2019 στην Αθήνα. Το βραβευμένο στις Κάννες Bacurau προβάλλεται από τις 26 Αυγούστου στους κινηματογράφους.

Ως μέρος, το Bacurau δεν υφίσταται. Το εντοπίζετε κάπου στην νοτιοανατολική Βραζιλία, ωστόσο.

Θα ήθελες να μου μιλήσεις για τη σημασία του τίτλου, καθώς και για την ίδια την τοποθεσία;

Το bacurau είναι ένα νυχτοπούλι. Η ιδέα για τον τίτλο ξεκίνησε με αυτό, ένα πολύ τοπικό αφετηριακό σημείο.

Πρόκειται για κάποιο είδος κουκουβάγιας;

Ναι, μπορείς να το πεις αυτό. Βγαίνει μόνο τη νύχτα, ενώ τη μέρα κοιμάται. Μεταμφιέζεται σε δέντρο.

Με την ίδια έννοια, η αλληγορική/μυθοπλαστική τοποθεσία είναι μη ορατή ή ελάχιστα ορατή.

Ναι, το τοποθετείς με ενδιαφέροντα τρόπο. Οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σαν νυχτοπούλια, γιατί, μόλις φτάνει ο δήμαρχος στην πόλη, όλοι κρύβονται στο σπίτι τους.

Υπάρχουν πολλά νοήματα στα οποία μπορούμε να εντρυφήσουμε, λοιπόν.

Είναι η συγκεκριμένη φτωχοποιημένη ή ξεχασμένη από την κεντρική εξουσία/κυβέρνηση;

Έχουμε πολλά μέρη όπως αυτό στη Βραζιλία. Μπορεί η ίδια η τοποθεσία τεχνικά να μην υπάρχει, υπάρχει όμως η κατάσταση που αποτυπώνεται.

Όχι μόνο στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, όπως προανέφερα, αλλά και στις φαβέλες.

Γι’ αυτό και όσοι δεν έχουν τίποτα συνδέονται μέσω της αλληλεγγύης και της συνεργασίας, προκειμένου να επιβιώσουν.

Ταξιδέψαμε 11.000 χιλιόμετρα για να βρούμε την τοποθεσία.



Μεγάλο ταξίδι.

Επισκεφτήκαμε πολλά μικρά χωριά στο νοτιοανατολικό κομμάτι της χώρας.

Σε ένα από αυτά υπήρχε μια πλατεία με μια προτομή. Αναζητήσαμε, λοιπόν, να μάθουμε ποιο είναι το πρόσωπο. Δεν ήταν η προτομή ενός άντρα, αλλά μιας γυναίκας, μιας δασκάλας.

Ήταν μια φανταστική επιβεβαίωση της επιλογής να αποτυπώσουμε τη δυναστεία των μαύρων εκπαιδευτών, γιατί σκεφτόμασταν το Bacurau να ξεκινά ως quilombo (σημ.: κοινότητα οργανωμένη από φυγάδες σκλάβους στην αποικιακή Βραζιλία).

Σε ένα άλλο χωριό, μια ηλικιωμένη κυρία 80 χρονών με προσκάλεσε να επισκεφτώ το μουσείο και ασφαλώς είπα «ναι».

Δε θα ήθελες να χάσεις την ευκαιρία!

Δε θα ήθελα να πεθάνω! (Γέλιο)

Πήγα, λοιπόν, στο μουσείο, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν το σπίτι της. Σε έναν τοίχο, στο σαλόνι, υπήρχαν πολλές φωτογραφίες και αποκόμματα από εφημερίδες. Ένας πολύ αξιοπρεπής τοίχος.

Αυτό μάς εντυπωσίασε, γιατί δεν έχει να κάνει με κάποια υποδομή, αλλά με την ιδέα τού να κρατάς τη μνήμη ζωντανή.

Η Ιστορία και η μνήμη ήταν δύο από τις ιδέες με τις οποίες θέλαμε να ασχοληθούμε στο Bacurau.

Το Bacurau υφίσταται, επομένως. Δεν κάναμε ένα ντοκιμαντέρ. Θα μπορούσαμε.

Αυτά που μου λες επιβεβαιώνουν την υποψία μου ότι η αναζήτηση των τοποθεσιών συμβαδίζει με την ανάπτυξη της ιδέας του φιλμ.

Όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν ήδη στο σενάριο, πάντως.

Σε κάθε περίπτωση, είναι δύσκολο να κάνουμε μια ταινία για ανθρώπους με τους οποίους δε μοιάζουμε. Ποτέ δε θέλαμε να κάνουμε ένα γραφικό φιλμ. Πάντα θέλαμε να κάνουμε ένα πολύ ειλικρινές.

Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου (αριστερά), Ζουλιάνο Ντορνέλες (δεξιά)


Και το κάνετε χρησιμοποιώντας αυτό την ασυνήθιστη μίξη στιλ, μεταξύ των οποίων επιστημονική φαντασία και γουέστερν. Γιατί πήρατε αυτή την απόφαση;

Στην πραγματικότητα δεν ήταν μια απόφαση. Συζητήσαμε κάθε σκηνή ξεχωριστά και οι χαρακτήρες προέκυψαν από τις πολιτισμικές «αποσκευές» μας.

Ασφαλώς, από την αρχή θέλαμε να κάνουμε μια ταινία είδους. Στην πορεία, ανακαλύψαμε πως κάποια πράγματα συνέβησαν απροειδοποίητα, όχι κατόπιν σκέψης.

Μια συγκεκριμένη σκηνή, για παράδειγμα, παρέπεμπε στο φιλμ του Σαμ Πέκινπα Φέρτε  μου το κεφάλι του Αλφρέντο Γκαρσία.

Σε μια άλλη περίπτωση, η σκηνή θύμιζε το Πλατούν. Αυτή ήταν μια συνειδητή επιλογή, γιατί η παρουσία του Πολέμου του Βιετνάμ είναι πολύ ισχυρή στο Bacurau.

Οι Βορειοαμερικανοί ποτέ δε νοιάστηκαν να μάθουν ποιοι ήταν αυτοί οι Βιετναμέζοι. Εκδιώχθηκαν, όμως, από τη χώρα κι αυτό συνιστά ένα τραύμα για την αμερικανική κοινωνία.

Δεν πρόκειται, όμως, για μια αντιαμερικανική ταινία, κι αυτό είναι σημαντικό να ειπωθεί. Είναι το αντίθετο. Οι Η.Π.Α. είναι μια περίπλοκη, μεγάλη χώρα, με πολλά καλά και κακά. Όπως κι η Βραζιλία.

Κι αυτό το φιλμ είναι ένας φόρος τιμής στο αμερικανικό σινεμά.

Όταν, επομένως, είσαι σινεφίλ, αυτές οι ταινίες είναι μέσα σου.

Δεδομένου, ωστόσο, του πολεμικού ή συγκρουσιακού τόνου της -αν και με υπαινικτικό τρόπο-, πώς έχει γίνει δεκτή στη Βραζιλία από τις αρχές, τα κοινά και τους κριτικούς;

Ανακουφίστηκαν, γιατί όλοι περίμεναν μια διαμαρτυρία στις Κάννες. Είναι σαν να ζητάς από τους Radiohead να παίξουν το Creep. Δε θέλουν να το παίζουν πια.

Θα ήταν πολύ προβλέψιμο.

Το φιλμ περιέχει μια δυνατή δήλωση για τη βραζιλιάνικη κοινωνία. Είναι ήδη η δικιά μας διαμαρτυρία. Δε χρειάζεται να κρατήσουμε ένα πανό.

Το 2016 ήταν απαραίτητο να το κάνουμε αυτό, γιατί ήταν αναγκαίο να πληροφορήσουμε τη διεθνή κοινότητα σχετικά με το τι συνέβαινε στη Βραζιλία. Χρειαζόταν να πούμε: «Συντελείται ένα πραξικόπημα αυτή τη στιγμή».

Την επομένη βρισκόμασταν στο εξώφυλλο του Guardian.

Τώρα, όλοι ξέρουν τι συμβαίνει στη Βραζιλία.

Ούντο Κίερ


Είναι χειρότερη, πιο ασφυκτική η κατάσταση υπό το καθεστώς Μπολσονάρο σε σχέση με μια διετία πριν; (Σημ.: η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβρη του 2019).

Κάθε μέρα προβαίνει σε κάποια κακή δήλωση και διαδίδει πολλές ιδέες για βία και σύγκρουση. Είναι ένα πολύ κακό άτομο.

Πώς σε επηρεάζει αυτό; Και δεν εννοώ μόνο προσωπικά, αλλά και δημιουργικά;

Δεν έχω ιδέα, απλώς θέλω να μάθω πότε θα τελειώσει αυτή μαλακία, γιατί γίνεται ανυπόφορο να βρίσκεσαι στη Βραζιλία και να ζεις με αυτούς τους εγκληματίες στην εξουσία.

Βλέπουμε ξανά ζητιάνους στους δρόμους, θα πεθάνουμε από την πείνα που είχαμε εξαλείψει.

Επί Λούλα κινούμασταν προς μια καλή κατεύθυνση, μπορούσαμε να σκεφτούμε το μέλλον. Τώρα, γυρίσαμε πενήντα χρόνια πίσω στην Ιστορία. Κι αυτό είναι πολύ λυπηρό, καταθλιπτικό και απαράδεκτο.

Ποιες είναι οι αντιδράσεις των διεθνών κοινών, μιας και το Bacurau είναι «αγκυρωμένο» στη βραζιλιάνικη κουλτούρα και κοινωνία; Είναι, για σένα, πρόκληση ή εμπόδιο αυτό;

Όλοι κατανοούν την ταινία, νομίζω.

Στην Αυστραλία, για παράδειγμα, συζητούσαν για τους Αβορίγινες. Όλα έχουν να κάνουν με την καταπίεση και την εισβολή, οικουμενικά ζητήματα. Κάθε μέρος έχει μια παρόμοια ιστορία να αφηγηθεί.

Βεβαίως, όταν κάποιος κατάγεται από τη νοτιοανατολική Βραζιλία, μπορεί να κατανοήσει ακόμα περισσότερα- και κάποια, μόνο αυτός.

Όταν προβάλαμε την ταινία στη Βραζιλία, το κοινό ζητωκραύγαζε στα μισά σαν να επρόκειτο για ποδοσφαιρικό αγώνα. Ήταν υπέροχο, τρελό, ζητούσαν σίκουελ ή πρίκουελ Το φιλμ έγινε πολιτισμικό φαινόμενο. Έκοψε 500.000 εισιτήρια.

Και σκεφτόμαστε να γυρίσουμε ένα σίκουελ, πιο τρελό.

Οι αριστεροί το χρησιμοποίησαν ως «σημαία».

Οι δεξιοί το ανακάλυψαν κι άρχισαν να γράφουν πολλά συναρπαστικά για εκείνους, όχι γι’ αυτό, ότι «διδάσκει τις κατώτερες τάξεις να εξεγερθούν και πρέπει να ξέρουν τη θέση τους στην κοινωνία».

Μια τελευταία ερώτηση, Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Ούντο Κίερ, αυτόν τον απολαυστικά απρόβλεπτο ηθοποιό;

Είναι 74 χρονών, έχει τη διπλάσια ηλικία από εμένα, είναι μια πολύ ευφυής ανθρώπινη ύπαρξη και αγαπά τη ζωή.

Τον αγαπώ κι εγώ ως ηθοποιό.

Δε σταματά να κάνει αστεία, του αρέσει να πίνει κρασί. Του χρειάζεται να κοιμάται μόνο τέσσερις ώρες τη μέρα, γιατί, όπως οι μπαταρίες, είναι πάντα γεμάτος.

Ποτέ δεν παραπονέθηκε για κάτι, και πρότεινε πολλές ιδέες, μεταξύ των οποίων η τελική ατάκα.

Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί είναι ένας ηθοποιός προερχόμενος από τις ταινίες είδους. Ήταν εκπληκτικό!

Η συνέντευξη με τον Ζουλιάνο Ντορνέλες πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 25ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας-Νύχτες Πρεμιέρας. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την Μαρία Ναθαναήλ για την πολύτιμη συμβολή της.

Η ταινία των Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου και Ζουλιάνο Ντορνέλες Bacurau προβάλλεται από τις 26 Αυγούστου στους κινηματογράφους σε διανομή του Cinobo.



Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

Lubomyr Melnyk: «Η μουσική πρέπει να φέρνει την ομορφιά στον κόσμο»

 


Ο γρηγορότερος πιανίστας στον κόσμο και επινοητής της «συνεχούς μουσικής», ο ουκρανικής καταγωγής 73χρονος Lubomyr Melnyk έρχεται στην Αθήνα την Τρίτη 24 Αυγούστου για μια μοναδική συναυλία.

Βαθιά πικραμένος από την έλλειψη ευρύτερης αναγνωρισιμότητάς του, αλλά συχνά και εξαιρετικά αλαζονικός, είναι αναμφίβολα ένας ειλικρινέστατος συνομιλητής.

Αφετηρία της κουβέντας μας είναι η γοητεία που σας ασκεί το πιάνο ως όργανο, πηγή έμπνευσης και βίωμα. Πώς ξεκίνησαν όλα;

Ξεκίνησαν όταν ήμουν μικρό παιδί, τριών ή τεσσάρων χρονών.

Παρά το γεγονός ότι η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχή -ήταν μια οικογένεια μεταναστών-, είχαμε ένα κανονικό, παλιό πιάνο.

Δεν ξέρω πώς είχαμε καταφέρει να το διαθέτουμε. Το έπαιζα, ωστόσο. Η μητέρα μου άρχισε να μου παραδίδει μαθήματα.

Θυμάμαι που, ως μικρό αγόρι, απολάμβανα να το παίζω, ενώ ανέκαθεν αγαπούσα τη μουσική.

Αργότερα, στα δώδεκα με δεκατέσσερα, ξεκίνησα να ανακαλύπτω την ομορφιά της κλασικής μουσικής, ιδίως τα έργα του Μπετόβεν, και εξασκούμουν αρκετά.

Έπειτα, πέρασα στο πανεπιστήμιο και το πιάνο κάπως εξαφανίστηκε.

Τι σπουδάσατε;

Σπούδασα τέχνη, λογοτεχνία, ποίηση, φιλοσοφία και λατινικά για εφτά χρόνια.

Η ποίηση και η ιδέα της τέχνης ήταν πάντα για μένα -εκτός από όσα δημιούργησε ο Θεός- το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή από τα ανθρώπινα πράγματα, η ομορφιά της. Τίποτα άλλο δεν είναι σημαντικό.

Οι τέχνες δίνουν μια ξεχωριστή διάσταση στον κόσμο. Το 11 ή το 500μ.Χ. δεν ήταν κάτι τόσο σημαντικό, γιατί δεν είχαμε σπουδαία έργα τέχνης.

Με τη ζωγραφική, και κατόπιν με τη μουσική, εξελίχτηκαν σε κάτι τέτοιο. Μέχρι τον 16ο αιώνα, οι τέχνες ήταν εξαιρετικά σημαντικές. Ήταν ό,τι πιο μαγικό.

Μετά το πανεπιστήμιο, το πιάνο επέστρεψε, λοιπόν. Ποτέ δεν το είχα εγκαταλείψει, βέβαια. Έπαιζα, και γινόμουν ολοένα και καλύτερος.

Όταν έφτασα στο Παρίσι, γεννήθηκε η συνεχής μουσική. Απλώς συνέβη.

Γεννήθηκε ως ανταπόκριση σε μια εσωτερική ανάγκη ή από απογοήτευση έναντι της τότε σύγχρονης κλασικής μουσικής και του τρόπου με τον οποίο εκτελείτο; Ή και για τους δύο λόγους;

Ήταν ταυτόχρονα η σωστή στιγμή για μένα ν’ ανακαλύψω την αλλαγή, κάτι καινούριο, ήμουν όμως και πολύ δυστυχής με την κλασική μουσική του σύγχρονου κόσμου. Είχε χαθεί, βρισκόταν σε μια καταστροφική κατάσταση και τον παραπλανούσε.

Νιώθω ότι η μουσική πρέπει να φέρνει την ομορφιά στον κόσμο, στην ανθρωπότητα.

Η κλασική μουσική των δεκαετιών του ’60 και του ’70 δεν το έκανε. Στην πραγματικότητα έκανε το αντίθετο.

Εκείνη την εποχή, μεταξύ του 1970 και του 1974, υπήρχε μια ολόκληρη «παρέλαση» από εξαιρετικά φημισμένους και εκπληκτικά αξιοσέβαστους συνθέτες, με σπουδαίο κύρος και θέση.

Είναι σοκαριστικό να σκεφτείς ότι, ακόμα και μέχρι το 2000 -και σίγουρα σήμερα- κανένας δεν ξέρει ποιοι ήταν. (Γέλιο)

Ο δικός μου στόχος ήταν να ανταγωνιστώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους, να φέρω κάτι όμορφο, να γίνω γνωστός και αποδεκτός, όπως κι η μουσική μου. Αυτό δε συνέβη ποτέ.

Γιατί, όμως;

Ακούγοντας τη μουσική σας, αισθάνομαι πως οι περισσότεροι ακροατές θα μπορούσαν να συνδεθούν μ’ αυτή. Δεν απαιτεί κάποιο είδος εκπαίδευσης, αλλά μονάχα να αφεθείς, και να μεταφερθείς σε μια άλλη διάσταση.

Αυτό που λες ισχύει.

Δεν μπορώ, όμως, να αγνοήσω το γεγονός πως αν ρωτήσεις ένα εκατομμύριο ανθρώπους στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. ποιος είμαι, ίσως δύο ή τρεις θα πουν: «Α ναι, παίζει πιάνο».

Η κατάσταση είναι, πάντως, πολύ καλύτερη τώρα. Είκοσι χρόνια πριν ήταν αδύνατο για μένα να δώσω συναυλίες. Δεν έρχονταν πάνω από δεκαπέντε άτομα, ίσως είκοσι.

Δεν μπορούσα να βιοποριστώ από τη μουσική.

Ήταν πολύ δύσκολο να το διαχειριστώ για δύο λόγους.

Κατά πρώτον, επειδή νομίζω ότι η μουσική είναι εξαιρετικά όμορφη. Κάποιοι θα συμφωνούσαν, πιστεύω. Κάποιοι άλλοι ίσως δεν ξέρουν κάτι άλλο πέραν του Parasol ή του Pockets of light.

Αν ανακάλυπταν το The Voice of Trees ή το Windmills, ίσως έλεγαν: «Ω ναι, βρίσκω κάτι όμορφο».

Αν έπαιζα τη μουσική μου μπροστά σε ένα κοινό κλασικής μουσικής που του αρέσει ο Μπαχ ή ο Μπετόβεν, σε ένα μεγάλο ποσοστό δε θα άρεσε. Τραγωδία!

Ο δεύτερος λόγος;

Κατά δεύτερον είμαι ένας εξαιρετικός πιανίστας. Το να παίζει κάποιος συνεχή μουσική είναι το υψηλότερο επίτευγμα της ανθρώπινης πιανιστικής πρακτικής.

Κανένας συναυλιακός πιανίστας στην Ιστορία του κόσμου, ούτε τώρα ούτε στο παρελθόν, δεν πορεί να παίξει τις υψηλότερες νότες της συνεχούς μουσικής.

Τεχνικά, βρίσκονται σε ένα άλλο σύμπαν, πέραν όσων οι πιο σπουδαίοι κλασικοί πιανίστες μπορούν να πετύχουν. Κι όμως, αν παίξω κάτι τέτοιο ενώπιον ενός κοινού κλασικής μουσικής, δε θα το δουν καθόλου.

Μόνο σε μια χώρα στον κόσμο εκτιμώμαι ως πιανίστας, στην Ουκρανία. Είναι οι μόνοι που μετά από μια συναυλία με ρωτάνε: «Lubomyr, είσαι άνθρωπος;» Το βλέπουν ότι είμαι ένας πιανίστας extraordinaire. Οι υπόλοιποι απλώς νομίζουν ότι παίζω πιάνο.

Aσφαλώς, δε γεννήθηκα ξεχωριστός πιανίστας. Τη σπουδάζεις τη συνεχή μουσική. Αν το κάνεις, οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει εξαιρετικός πιανίστας. Δεν μπορείς όμως να την παίξεις αν δεν είσαι εξαιρετικός πιανίστας.

Αυτό που με αναστατώνει τόσο είναι ότι οι πιανίστες ούτε καν θέλουν να προσπαθήσουν, να μάθουν.

Θα μπορούσαν να υπάρχουν κι άλλοι “Μelnyk”, όμως.

Μπορούν. Αν η μουσική μου εκτιμάτο και λατρευόταν όσο εκείνη του Μπετόβεν ή του Μπαχ, ίσως οι πιανίστες να ήθελαν να τη μάθουν. Είναι, όμως, πια αργά για μένα.

Αισθάνομαι ότι χρειάζομαι άλλα διακόσια χρόνια για να φέρω αυτή τη μουσική στον κόσμο, να ζήσω άλλα διακόσια χρόνια. Το εννοώ. Δεν έχω αρκετά χρόνια για να το κάνω να συμβεί.

Η ηχογράφηση δεν μπορεί να αποκαλύψει τον πραγματικό ήχο του πιάνου όπως όταν αυτό παίζεται. Είναι η πραγματική φωνή του πιάνου, μια πρωτοφανής φωνή. Σαν χιλιάδες όργανα. Δεν μπορείς να την ηχογραφήσεις.

Ποιος θα παίζει το The voice of trees όταν θα έχω πεθάνει;

Ακόμα δημιουργείτε, συνθέτετε και δίνετε συναυλίες, ωστόσο, ενώ η τελευταία σας δουλειά κυκλοφόρησε το 2018.

Δεν έχετε εγκαταλείψει, επομένως, την προσπάθειά σας να κάνετε αυτή τη μουσική περισσότερο γνωστή στον κόσμο.

Συνθέτω όλη την ώρα. Στ’ αλήθεια δεν έχω τον χρόνο να ζήσω. (Γέλιο) Η σημειογραφία της συνεχούς μουσικής διαρκεί δεκαπέντε φορές περισσότερο.

Μια σελίδα κανονικής πιανιστικής μουσικής μπορεί να χρειαστεί είκοσι λεπτά μάξιμουμ. Η συνεχής μουσική απατεί δεκαπέντε ώρες. Ανά σελίδα.

Δουλεύω πολύ για τη δημιουργία νέων κομματιών.

Ο Terry Riley, όπως κι ο Steve Reich, υπήρξαν από τις πιο καθοριστικές επιρροές σας. Μιλήστε μου για τον Terry Riley.

Γύρω στα 1970 η ηχογράφηση του Terry Riley έφτασε στο κοινό και άλλαξε τον κόσμο.

Η όλη δομή της ανθρωπότητας και ο τρόπος που ακούει μουσική δεν επιτρέπει κάποια σημαντική, μνημειώδη αλλαγή. Αυτό είναι το τρομερή έγκλημα του Spotify, του YouΤube κι όλης της έννοιας του διαδικτύου.

Οι άνθρωποι δεν έχουν επίγνωση του τι συνέβη, επιτρέπουν στους εαυτούς τους να γλιστρούν σε έναν μουσικό ερημότοπο, μια άγονη γη του τίποτα, όπου δεν ακούν καν τη μουσική, όπου αυτή είναι απλώς ένα φόντο.

Πώς αλλάζει αυτό, ατομικά ή συλλογικά;

Νομίζω ότι η ανθρωπότητα είναι χαμένη. Δεν μπορούμε να το πολεμήσουμε, δεν έχει νόημα.

Επιστρέφοντας, όμως, στον Terry Riley και τη μουσική του, την αυθεντική συνεχή μουσική, τον μινιμαλισμό όπως τότε αποκαλείτο, ήταν κάτι που οι άνθρωποι δεν είχαν ποτέ φανταστεί. Άλλαξε τον κόσμο.

Ο λόγος που έγινε διάσημος ήταν εξαιτίας των χίπιδων. Έξι ή δέκα χρόνια νωρίτερα, κανένας δε θα τον είχε ακούσει. Θα είχε πουλήσει πεντακόσιους ή χίλιους δίσκους. Πρέπει να πούλησε πολλά εκατομμύρια εκείνη την περίοδο.

Ποιος τους αγόραζε; Όλοι οι χίπιδες. Ήταν εκείνοι που «τσίμπησαν» αυτή την απίστευτη μουσική.

Όντας κι ο ίδιος χίπης, ανταποκρίθηκα άμεσα σε κάτι εντός της.

Η μαριχουάνα που έκανα εντείνει τη μουσική εμπειρία. Οι άνθρωποι δεν ακούν την ομορφιά της μουσικής, δεν είναι ευαισθητοποιημένοι σ’ αυτή.

Επειδή ήμουν χίπης, μπορούσα να ακούσω την ομορφιά της μουσικής του Μπετόβεν, του Μπαχ, του Μπραμς και του Ραχμάνινοφ πολύ πέραν του φυσιολογικού κοινού κλασικής μουσικής.

Είτε σχετιζόταν με το χίπικο υπόβαθρό σας είτε όχι, καλό σας έκανε, και υπήρξε κάτι παραγωγικό.

Σίγουρα είχε να κάνει με το χίπικο υπόβαθρό μου.

Η επίδραση των χίπιδων δεν είναι ορατή τώρα, αλλά άλλαξαν τα πάντα, όπως κι η μουσική του Terry Riley και του Steve Reich. Κι έτσι ο μινιμαλισμός, η συνεχής μουσική, έγιναν κομμάτι της ζωής των ανθρώπων. Και της δικιάς μου.

Προσπάθησα, λοιπόν, να συνδυάσω τις έννοιες της κλασικής μουσικής με αυτά που είχαν φέρει ο Riley και ο Reich. Έτσι γεννήθηκε η συνεχής μουσική, και μαζί η τεχνική της.

Όταν την έπαιζα, ένιωθα μια ολόκληρη ενέργεια να μεγαλώνει μέσα μου, στα χέρια μου, στα δάχτυλά μου. Ήταν κάτι αξιοσημείωτο, υπέροχο, πολύ βαθύ, και υπερέβαινε πολλές διαστάσεις.

Όταν την παίζω τώρα, δεν την αισθάνομαι όπως όταν την πρωτοέπαιζα, γιατί το σώμα μου έχει ήδη αλλάξει.

Πού έγκειται η σπουδαιότητα τού να παίζετε στην Ελλάδα ή στην Αθήνα, ανάμεσα σε άλλες ηπείρους και χώρες;

Η Ελλάδα είναι μια σημαντική χώρα. Δεν είναι πολιτικά ισχυρή στις μέρες μας, υπήρξε στο παρελθόν. Είναι η ίδια η βάση της ανθρωπότητας. Όλα όσα έχουμε σήμερα θεμελιώθηκαν στην Ελλάδα.

Οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι άνθρωποι στη γνωστή Ιστορία που δημιούργησαν και διερεύνησαν τη φιλοσοφία. Ήταν οι πρώτοι πραγματικοί διανοητές.

Είμαι Ουκρανός, κι η Ουκρανία συνδέεται πολύ με την Ελλάδα. Καθετί στην ουκρανική κουλτούρα έχει στενή σχέση με την Ελλάδα.

Στη ζωή μου πάντα ένιωθα ότι η Ελλάδα είναι μια εξαιρετικά σημαντική χώρα, πολύ αρχαία. Κι αυτό είναι σημαντικό στις μέρες μας, γιατί ο ψηφιακός κόσμος προσπαθεί, πολύ δραστήρια, να αποκόψει την ανθρωπότητα από το παρελθόν.

Ο Lubomyr Melnyk δίνει μια μοναδική συναυλία την Τρίτη 24 Αυγούστου στο Παλιό Αμαξοστάσιο (Πειραιώς & Ερμού, Γκάζι), στις 9 το βράδυ.

Η συναυλία είναι μια συνδιοργάνωση των The Hub Events και Plissken Festival.



Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

Roger Eno: «Βλέπω τη σύνθεση μουσικής όπως οι ψαράδες το ψάρεμα στο ποτάμι»

 

Roger Eno (Photo credit: Cecily Eno)

Πολύπλευρος συνθέτης και μουσικός, ο Roger Eno, αδερφός του «πατέρα» της ambient μουσικής, Brian Eno, συνυπογράφει με τον αδερφό του το άλμπουμ Mixing Colours, που καθόρισε το 2020.

Στις 4 Αυγούστου συμπράττουν για πρώτη φορά συναυλιακά στο Ηρώδειο. Συνομιλώντας με τον πνευματώδη και αναπάντεχα χιουμορίστα Roger Eno.

Πρώτα από όλα θα ήθελα να σας ευχαριστήσω γι’ αυτή την απροσδόκητη χαρά που μου προσφέρατε με το Mixing Colours σε σκοτεινούς καιρούς. Μπορείτε να μου πείτε πώς συνθέτετε στο πιάνο, κατ’ αρχάς;

Ξεκινώ αυτοσχεδιάζοντας.

Πίσω μου βλέπεις αυτό το keyboard. Σήμερα ξύπνησα και αυτοσχεδίασα πάνω σ’ ένα κομμάτι κι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κάτι ή όχι. Αν κάνεις κάτι, υπάρχει η πιθανότητα να οδηγήσει κάπου. Αν όχι, δε θα οδηγήσει. (Γέλιο)

Βλέπω τη σύνθεση μουσικής όπως οι ψαράδες το ψάρεμα στο ποτάμι. Μερικές φορές είσαι τυχερός, άλλες όχι, αλλά αν δεν είσαι εκεί, δεν πρόκειται να πιάσεις ψάρι.

Τι συμβαίνει ως επί το πλείστον στην περίπτωσή σας; «Ψαρεύετε» πολύ;

(Γέλιο) Πιάνω αρκετά, νομίζω!

Ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο, στην άλλη γραμμή βρίσκεται ο Brian Eno!

Ήταν ο αδερφός μου, ο Brian.

Πού βασίζεται αυτός ο αυτοσχεδιασμός; Πρόκειται για ένα συναίσθημα, μια ιδέα, μια σκέψη που σας «τρώει» και θέλει να βγει στην επιφάνεια;

Πολλά από όσα κάνω σχετίζονται με ένα παιχνίδι, τη σύγκρουση ανάμεσα σε τόνους και ημιτόνια. Υπάρχει και στην παραδοσιακή ελληνική μουσική.

Μου αρέσει αυτή η ένταση και το πού μπορεί να οδηγήσει.

Υποθέτω ότι οι μουσικές πηγές της έμπνευσής σας είναι εξαιρετικά ποικιλόμορφες. Είναι και η παραδοσιακή μουσική μια από αυτές;

Ναι, πολύ. Κι ένας από τους λόγους γι’ αυτό είναι η αγνότητά της.

Μουσική που έχει συντεθεί από ευφυείς ανθρώπους είναι πολύ εγκεφαλική, μπορεί να χάσει την περιοχή της ανυπαρξίας, κι αυτή είναι η περιοχή που μου αρέσει. Η παραδοσιακή μουσική διαθέτει πολλή αγνότητα.

Αυτό ισχύει και για τη μουσική του Ερίκ Σατί.

Όταν ήμουν έφηβος, μου έδειξε ότι είναι εφικτό να είσαι συνθέτης χωρίς να χρειάζεται να είσαι ευφυής. Ήταν ένα είδος πανκ νοοτροπίας.

Σ’ αυτό το σημείο εμφανίζεται για λίγο στην κάμερα κι ο γάτος του Roger Eno, τον οποίο υπεραγαπά, για να με «καλημερίσει».

Το στοιχείο της εξυπνάδας δεν είναι, λοιπόν, κάτι που μ’ ενδιαφέρει ιδιαιτέρως. Πώς, όμως, αναπτύσσεις μια ιδέα χωρίς να είσαι ευφυής; Δεν είναι δίκαιο να επαναλαμβάνεσαι προκαλώντας βαριεστημάρα στο κοινό.

Κάθε άλλο παρά βαρετή θα αποκαλούσα τη δικιά σας μουσική, πάντως. Το αντίθετο: πολύ πυκνή και ανακουφιστική.

Το Mixing Colours, συγκεκριμένα, έχει αυτή τη στοχαστική, ακόμα και θεραπευτική ποιότητα, γεγονός σπάνιο και χρειαζούμενο.

Προσπαθώ είναι να κάνω μουσική που με τοποθετεί σε έναν συγκεκριμένο χώρο ή εντός μιας ατμόσφαιρας, κι ελπίζω αυτό να «μεταφράζεται» και σε άλλους.

Πρόκειται, απ΄ όσο ξέρω, για την πρώτη κοινή δουλειά των αδερφών Eno. Πώς εξελίχθηκε αυτή η συνεργασία μέσα από τα χρόνια;

Ήταν κάτι τυχαίο.

Ξυπνάω νωρίς το πρωί. Είτε βγαίνω για βόλτα με το ποδήλατο, είτε βγάζω τον σκύλο βόλτα, είτε συνθέτω κομμάτια, που αργότερα τα στέλνω σε φίλους.

Ένας από αυτούς ήταν και ο Brian, ο οποίος είναι και ένας αξιοσέβαστος παραγωγός. Συνέλεγε τα -χωρίς υπερβολή- εκατοντάδες κομμάτια που του έστελνα ανά τα χρόνια. Αποδείχτηκε, λοιπόν, ότι είχαμε ένα ζωντανό πρότζεκτ.

Έβαλα, επομένως, τα κομμάτια μου σ’ ένα αρχείο ήχου καθώς και σ’ ενα αρχείο midi, γεγονός που του επέτρεπε να «παίξει» με την πληροφορία.

Το αποτέλεσμα ήταν το Mixing Colours. Νόμισα ότι είχα «πιάσει» κάτι, κι εκείνος έφτιαξε μια συνταγή από αυτό! (Γέλιο)

Μου ακούγεται σαν μια πολύ δημιουργική συνεργασία.

Ήταν απολύτως ιδανική.

Μοιράζεστε την ίδια προσέγγιση όσον αφορά στη σύνθεση μουσικής;

Είμαστε πολύ όμοιοι. Τα πεδία μας είναι αρκετά διαφορετικά, βέβαια. Είμαι πολύ πιο παραδοσιακός, σκεπτόμενος την παραδοσιακή μελωδία και αρμονία.

Ο Brian, από την άλλη, ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για τον κόσμο του ήχου. Λατρεύει όσα μπορεί να κάνει για να επηρεάσει τον τόνο του ήχου.

Το σπουδαίο μ’ αυτό το πρότζεκτ ήταν η εμπιστοσύνη στη συνεργασία με τον Brian.

Αν οπτικοποιούσα το άλμπουμ, θα έλεγα πως είναι ένας ιμπρεσιονιστικός πίνακας. Πώς το οπτικοποιείτε εσείς από ζωγραφικής άποψης και ποια είναι η σχέση σας με τη ζωγραφική;

Έχω το ίδιο πιάνο που χρησιμοποιούσα από δεκαπέντε χρονών. Όταν ήμουν πολύ νεότερος, έβλεπα φωτογραφίες από πίνακες του Μπρίγκελ και αυτοσχεδίαζα, συνέθετα ένα soundtrack γι’ αυτά τα τοπία.

Η μουσική -κι αυτή είναι μια αντίληψη που μοιραζόμαστε με τον Brian- δεν είναι μόνο μια πρωταρχική μορφή τέχνης, αλλά και μια ισχυρή υποστηρικτική πράξη, όπως η μουσική για κινηματογράφο.

Επιλέξαμε τα χρώματα, γιατί παρέχουν τη δυνατότητα ενός άγραφου νοητικού «καμβά» στους ανθρώπους. Επιθυμούσαμε να ακούσουν τα κομμάτια και να πάνε όπου θέλουν χωρίς κάποιον οδηγό.

Είσαστε όσο ισορροπημένος και ήρεμος η μουσική σας αφήνει να εννοηθεί ή πρόκειται για κάτι παραπλανητικό;

Είναι απολύτως παραπλανητικό!

Κάνω τέτοια μουσική, γιατί εκεί θέλω να βρίσκομαι. (Γέλιο) Χάνω την ψυχραιμία μου πολύ εύκολα.

Μπορεί να χάνετε την ψυχραιμία σας εύκολα, δημιουργώντας όμως τέτοια μουσική προσφέρετε στους ακροατές την πολύ απαραίτητη ηρεμία σε μια εποχή όπου κυριαρχεί ο διαφόρων ειδών θόρυβος.

Σας ενοχλεί αυτός ο θόρυβος;

Δε νομίζω ότι είναι υγιής.

Ένας από τους λόγους που δε μ’ αρέσει να πηγαίνω στο Λονδίνο είναι πως, κατεβαίνοντας από το τρένο, στο δευτερόλεπτο υπάρχει οπτικός θόρυβος.

Δεν έχω τηλεόραση, για παράδειγμα, γιατί δεν αντέχω το διαρκές μπαράζ πληροφορίας. Ζω στην εξοχή, οπότε τον περισσότερο καιρό δραπετεύω από αυτή την κατάσταση.

Βλέπω την τέχνη όχι μόνο ως θεραπεία, αλλά και ως κάτι σχεδόν θρησκευτικό. Ίσως έχει αντικαταστήσει τον Θεό. Πολλοί βρίσκουν την έννοια της θρησκείας δύσκολη. Η τέχνη είναι πιο εύκολη. Δεν έχει τις υποδηλώσεις των παραμυθιών.  

Οπότε οι άνθρωποι μπορούν να ονειρευτούν μέσα σ’ ένα μουσικό κομμάτι, κι όχι σε μια προσευχή που μιλά για μια ανώτερη ύπαρξη με γενειάδα.

Επομένως, μέσω της σύνθεσης και της ακρόασης θέλετε να μεταφέρετε μια αίσθηση ονείρου;

Ναι. Της γαλήνης ή της ενδοσκόπησης. Αν υπάρχει ένα «κλειδί» για την ευτυχία, είναι πιο πιθανό να βρίσκεται μέσα στο άτομο, κι όχι σε κάτι που μπορείς να αγοράσεις σε μια “Black Friday”.

Ενυπάρχει τέτοιου είδους αίσθηση σε μουσική που βρίσκεται κάπου τριγύρω μας;

Το βρίσκω στην πρώιμη μουσική, που κι αυτή βασίζεται σε εκκλησιαστικά θέματα, όπως του Thomas Tallis. Ή ενός ακόμα Άγγλου, του John Dunstable. Πολύ μοντέρνα, αν και είναι του 14ου αιώνα. O Sibelius, επίσης, είναι θαυμάσιος.

Τέτοιου είδους καλλιτέχνες μού αρέσουν.

Θα περιγράφατε τη μουσική σας ως “ambient”, «μινιμαλιστική» ή «σύγχρονη κλασική», όπως πολλοί κάνουν, ή είναι τέτοιες κατηγοριοποιήσεις περιοριστικές;

Αντιλαμβάνομαι το γιατί οι άνθρωποι θα έβαζαν κάποια ταμπέλα. Δε με ενδιαφέρει ιδιαίτερα.

Όταν ο Brian επινόησε τον τίτλο «ambient μουσική», ήταν τέλειος γι’ αυτό που έκανε. Η δικιά μου μουσική βασίζεται πολύ πολύ στην παράδοση, όπως προανέφερα. Αλλά έπειτα, πώς θα μπορούσες να την αποκαλέσεις;  

Το αφήνω στους άλλους ανθρώπους, μπορούν να την αποκαλέσουν όπως επιθυμούν.

Ζούμε σε παράξενους καιρούς. Έχει επηρεαστεί η αντίληψή σας για τη σύνθεση της μουσική από τη λεγόμενη «πανδημική εποχή»;

Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχει επηρεαστεί σχεδόν καθόλου. Ο τρόπος δουλειάς μου δεν επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες. Εξακολουθώ να προσπαθώ να βρω τη ρίζα αυτού που συμβαίνει μέσα μου.

Αυτό που μου προκάλεσε αισιοδοξία κατά το πρώτο διάστημα της πανδημίας ήταν ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να σκεφτούν διαφορετικά για τον καταναλωτισμό και την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών ζητημάτων.

Αλλά έπειτα, μόλις τα πράγματα πάνε λίγο καλύτερα, επιστρέφουν στα παλιά μοτίβα συμπεριφοράς. Ελπίζω, ωστόσο, πως οι άνθρωποι θα σκεφτούν ότι υπάρχει τρόπος να συζητήσουν λογικά.

Η πανδημία έχει αλλοιώσει την έννοια της ζωντανής εμπειρίας μιας συναυλίας, με όλα τα livestreaming και τα σχετικά. Ποια είναι η γνώμη σας επ’ αυτού;

Κατά την άποψή μου δεν πρόκειται για live. Είναι τόσο live όσο μια τηλεοπτική δραστηριότητα.

Ένα από τα πράγματα που μου αρέσει να κάνω στη διάρκεια των συναυλιών είναι να μιλάω στο κοινό. Δε θέλω να έχουν οι άνθρωποι την εντύπωση πως πρόκειται για μια διαδικασία υπερβολικά πολύτιμη ή εύθραυστη.

Για να τους κάνω να νιώσουν πιο άνετα, λοιπόν, τους μιλάω, τους λέω αστεία (γέλιο), κάτι που φυσικά αλλάζει, αν δεν υπάρχει κοινό. Δε φαντάζει φυσικό.

Ανυπομονώ να παρακολουθήσω μια συναυλία σας, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, λοιπόν.

Θα είναι πραγματική ευχαρίστηση να παίξω στην Αθήνα. (Γέλιο)

Η συνέντευξη με τον Roger Eno πραγματοποιήθηκε μέσω Zoom τον Δεκέμβριο του 2020.

Ευχαριστώ θερμά την Martina Connors, υπεύθυνη επικοινωνίας του Roger Eno, για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της.

Περισσότερες πληροφορίες για τον Roger Eno μπορείτε να αναζητήσετε στο προσωπικό του site.

Την Τετάρτη 4 Αυγούστου του 2021 Brian και Roger Eno συμπράττουν για πρώτη φορά συναυλιακά στη σκηνή του Θεάτρου Ηρώδου Αττικού, στις 9.30 το βράδυ, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου.