Ίνγκαρ Γιόνσρουντ (Photo credit: Tine Poppe) |
O Tζον λε Καρέ «συναντά» τον Jo Nesbø στον Σταυρό, το λαβυρινθώδες και άκρως πολιτικό
τρίτο μέρος της Τριλογίας του Μπάιερ, με την «πένα» του ανερχόμενου Νορβηγού συγγραφέα και δημοσιογράφου Ίνγκαρ Γιόνσρουντ.
Ο Σταυρός κυκλοφόρησε στα
ελληνικά τον Απρίλιο, και ο Ίνγκαρ Γιόνσρουντ μάς μιλά για την τέχνη της γραφής, την πολιτική,
την Ακροδεξιά στη Νορβηγία και την πανδημία.
Πάνε
έξι χρόνια από τότε που γεννήθηκε η διάσημη πλέον Τριλογία του Μπάιερ. Τι οδήγησε έναν έμπειρο δημοσιογράφο όπως εσύ
στο να πειραματιστεί μ’ ένα εντελώς διαφορετικό είδος γραφής;
Πόσο
τροφοδοτεί τη μυθοπλασία σου η δημοσιογραφική σου εμπειρία;
Ήταν μια πολύ σταδιακή
διαδικασία. Είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια δημοσιογραφικής καριέρας όταν άρχισα
να δουλεύω στο προσχέδιο αυτού που θα κατέληγε να γίνει το πρώτο μυθιστόρημα
της τριλογίας.
Μέχρι τότε είχα εργαστεί ως
πολιτικός δημοσιογράφος, ως ανταποκριτής και ερευνητικός ρεπόρτερ για τη VG,
μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της χώρας μου.
Με την πάροδο του χρόνου,
ωστόσο, ενδιαφέρθηκα πιο πολύ για την ίδια την τέχνη της γραφής παρά για τη σκληροπυρηνική
δημοσιογραφία.
Αυτό με οδήγησε σε ένα περισσότερο
θεματικό στιλ γραφής, και εμφανίστηκε η ιδέα της συγγραφής ενός μυθιστορήματος.
Η δουλειά μου ως δημοσιογράφος
επί τόσο πολλά χρόνια -σχεδόν είκοσι- έστρωσε το έδαφος γι’ αυτό που κάνω σήμερα.
Τόσο όσον αφορά στην ίδια
τη γραφή, αλλά και σε σχέση με την έρευνα και την ικανότητα να περιγράφω την κοινωνία
μας από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Έχω περάσει χρόνο με μερικούς
από τους πιο παντοδύναμους ανθρώπους στον κόσμο, αλλά και σε άσυλα, με πόρνες και
τοξικοεξαρτημένους.
Πιστεύω ότι αυτές είναι πολύτιμες
εμπειρίες όταν πρόκειται να φέρεις τους αναγνώστες κοντά στις πολλές πτυχές μιας
καλής αστυνομικής ιστορίας.
Ο
ίδιος ο Μπάιερ είναι σίγουρα πολύ συναρπαστικός χαρακτήρας. Είναι προϊόν καθαρής μυθοπλασίας;
Ναι και όχι. Δεν υπάρχει
ζωντανός άνθρωπος τον οποίο θα μπορούσα να υποδείξω και να πω: «Αυτός είναι ο αληθινός Φρέντρικ Μπάιερ».
Αλλά δεν είναι και εντελώς μυθοπλαστικός.
Πιστεύω πως αντιπροσωπεύει
πολλές πτυχές των πραγματικών αστυνομικών -αντρών και γυναικών-, την
προσωπικότητά τους και τους αγώνες τους.
Είναι ένας τύπος που προσπαθεί
να βρει τον δρόμο μου μέσα στη σύγχρονη ζωή ως μεσήλικας, έχει παιδιά, είναι χωρισμένος
και κουβαλά το βάρος όλων όσων η ζωή έχει ρίξει πάνω του, σε προσωπικό κι
επαγγελματικό επίπεδο.
Όπως συχνά συμβαίνει στη λογοτεχνία,
η απόσταση ανάμεσα στα πάνω και στα κάτω στη ζωή του Φρέντρικ είναι -ας ελπίσουμε-
πιο μικρή απ’ ό,τι στη ζωή των άλλων ανθρώπων.
Μου αρέσει να συγκρίνω τους
λογοτεχνικούς χαρακτήρες με την παρασκευή σούπας.
Χρειάζεται να βρεις την έμπνευσή
σου στον πραγματικό κόσμο -τα βότανα, τα λαχανικά και τα κόκαλα-, αλλά αν απλώς
τα ρίξεις σε μια κατσαρόλα και προσθέσεις νερό, δε θα έχουν πολύ καλή γεύση.
Πρέπει όλα να πάρουν
βράση, να περιμένεις μέχρι να υποχωρήσει και να προσθέσεις λίγο αλατοπίπερο.
Αυτή είναι η συγγραφική διαδικασία.
Στον
Σταυρό, το τελευταίο μέρος αυτής της τριλογίας,
υπάρχει μια συχνά ανυπόφορη αίσθηση ηθικού και συναισθηματικού βάρους και ενοχής
που βασανίζει του κεντρικούς χαρακτήρες.
Αυτός
είναι κύριος άξονας πάνω στον οποίο δομείται η αφήγηση;
Σύντομη απάντηση: Ναι.
Για μένα, μια ιστορία δεν
είναι τίποτα χωρίς τους χαρακτήρες της. Και η ανθρώπινη φύση είναι κάθε άλλο παρά
άσπρο και μαύρο.
Αντί να έχω μια αφηγηματική
γραμμή στην οποία οι χαρακτήρες πρέπει να προσαρμοστούν, προσπαθώ να δω πώς οι χαρακτήρες
κι η προσωπικότητά τους προσαρμόζονται σ’ αυτή.
Για να το κάνεις αυτό, χρειάζεται
να σκάψεις βαθιά στους χαρακτήρες σου ενώ γράφεις, να προσπαθήσεις να καταλάβεις
ποιοι πραγματικά είναι, τι τους ωθεί,
πού εντοπίζεις τα συναισθηματικά τους όρια, και τι θα χρειαστεί για να τους
φέρεις σ’ αυτά.
Υπάρχουν
επίσης σαφείς θρησκευτικές αναφορές, ορατές όχι μόνο στον ίδιο τον τίτλο του μυθιστορήματος,
αλλά και στον τρόπο που εκτυλίσσεται η πλοκή. Πόσο παρούσα είναι η θρησκεία στην
καθημερινή σου ζωή και ανατροφή;
Όπως θα ξέρεις, η Νορβηγία
είναι μια χώρα με προτεσταντική παράδοση. Σήμερα, η πλειονότητα δε βιώνει έντονες
θρησκευτικές δοκιμασίες. Το 1/3 αυτοπροσδιορίζονται ως χριστιανοί και το 1/10
-κατά προσέγγιση- ως μουσουλμάνοι/ινδουιστές ή άλλο.
Είμαι προϊόν αυτής της
κοινωνίας. Η μητέρα μου μεγάλωσε ως χριστιανή, ο πατέρας μου όχι. Ποτέ δεν πηγαίναμε
σε λειτουργίες, αλλά πήρα το χρίσμα και ακόμα είμαι μέλος της μέχρι πρότινος
κρατικής εκκλησίας.
Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο,
ότι δεν υπάρχουν κάποιες πολύ θρησκευόμενες ομάδες και άτομα στη Νορβηγία και στη
Σκανδιναβία.
Αυτό που με ενέπνευσε να κάνω
το θρησκευτικό θέμα μια επιμέρους πλοκή στην τριλογία είναι εν μέρει κομμάτι της
κοινής χριστιανικής μας παράδοσης, αλλά κυρίως μια ιστορία που κάλυψα ως ανταποκριτής
στη Σουηδία το 2004.
Για να έχεις μια πλήρη εικόνα,
σου συνιστώ να δεις τη σειρά ντοκιμαντέρ του HBO Pray, Obey, Kill.
Εν συντομία, όμως, αυτό που
συνέβη ήταν πως ένας ιερέας μιας μικρής σουηδικής χριστιανικής σέκτας σε μια μικρή
σουηδική πόλη έπεισε την ίδια του την νταντά, με την οποία είχε σχέση, να
σκοτώσει την σύζυγό του.
Κι έπειτα, να προσπαθήσει
να σκοτώσει τον άντρα και μέλος της σέκτας που έμενε δίπλα, προφανώς επειδή ο ιερέας
ήθελε να παντρευτεί την σύζυγο του μέλους, με την οποία επίσης είχε σχέση.
Κάλυψα αυτή την πραγματική
ιστορία από την πρώτη μέρα, και μέσα από την έρευνα και τις δίκες που ακολούθησαν
είχα την ευκαιρία να δω αυτή τη σέκτα και τους ανθρώπους της από τα μέσα.
Αυτό που νομίζω ότι συνάρπασε
πολλούς Σκανδιναβούς ήταν πως αυτά τα άτομα έμοιαζαν ακριβώς όπως όλοι οι άλλοι- δούλευαν στο μπακάλικο, σε σχολεία και
νηπιαγωγεία, αλλά στο μυαλό τους ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό.
Πίστευαν ότι ο Θεός μιλούσε
απευθείας σ’ αυτούς, είχαν χιλιάδες σεξουαλικές σχέσεις, παράξενους κανόνες και
σωματική βία.
Όλ’ αυτά, όμως, είχαν μείνει
κρυφά μέχρι τη νύχτα του φόνου, γιατί αντιμετώπιζαν την υπόλοιπη κοινωνία ως εχθρική,
ως εκπροσώπους του Σατανά και των πειρασμών.
Χρησιμοποίησα αυτή την εμπειρία
όταν θέλησα να περιγράψω πώς μια νορβηγική χριστιανική σέκτα θα μπορούσε να συμπεριφερθεί,
προετοιμαζόμενη για την Αποκάλυψη.
Ο
Σταυρός «κλείνει το μάτι» τόσο στα περίπλοκα
κατασκοπευτικά μυθιστορήματα του Τζον λε Καρέ, όσο και στο νουάρ σύμπαν του Jo Nesbø με προσωπικό και πρωτότυπο τρόπο.
Νιώθεις να χρωστάς σ’ αυτές τις παραδόσεις;
Καλή παρατήρηση. Και ο λε
Καρέ και ο Nesbø
είναι, για διαφορετικούς λόγους, μια έμπνευση.
Πιστεύω ότι ο Nesbø θέτει τα στάνταρ του σκανδιναβικού νουάρ
σύμπαντος, αληθοφανής αλλά και όχι ως προς το τι επιλέγει να αναδείξει και τι όχι,
στην κοινωνία μας.
Ο Τζον λε Καρέ είναι ένας
λογοτεχνικός μάστορας, και μάστορας της περίπλοκης, αργής αφήγησης, από τον οποίο
πολλοί από μας που γράφουμε αστυνομικά και νουάρ μπορούμε να μάθουμε.
Είσαι
πράγματι σύγχρονος μάστορας της ανατροπής και του σασπένς. Θέλεις να αναστατώνεις
τους αναγνώστες σου, να αμφισβητείς, να υπονομεύεις και να υπερβαίνεις τις
αναγνωστικές τους νόρμες και συνήθειες;
Πιστεύω πως η αφήγηση μπορεί
να ιδωθεί ως ένα παιχνίδι ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη.
Ως αναγνώστες, όλοι απολαμβάνουμε
τις στιγμές που έχουμε αντιληφθεί κάτι από μια ιστορία, κι αυτό αργότερα εξελίσσεται
όπως πιστεύαμε.
Αλλά μάς αρέσει και να μας
πηγαίνουν από δω κι από κει, να βλέπουμε πώς νύξεις και μικρές λεπτομέρειες παίζουν
έναν ρόλο που δεν είχαμε καταφέρει να προβλέψουμε.
Κομμάτι της διασκέδασης τού
να είσαι συγγραφέας είναι να προσπαθείς να βρεις μια ισορροπία ανάμεσα στα δύο.
Και, όπως προανέφερα, πολύ συχνά η απάντηση βρίσκεται στους χαρακτήρες, όχι στην
ίδια την ιστορία.
Η
οπτική σου για την κοινοβουλευτική πολιτική είναι εξαιρετικά καυστική, συμπεραίνω
διαβάζοντας το μυθιστόρημά σου.
Πιστεύεις
όντως ότι τα πολιτικά κόμματα στη Νορβηγία είναι ως επί το πλείστον διεφθαρμένα
μορφώματα επιρρεπή στη χειραγώγηση από ανεξέλεγκτες δυνάμεις;
Δεν πιστεύω πως υπάρχει
μια μεγάλη συνωμοσία που διαμορφώνει τη ζωή μας και την πολιτική με
μυστηριώδεις τρόπους.
Πιστεύω, όμως, ότι πολλοί
Νορβηγοί -σε αντίθεση με τους πολίτες πολλών νοτιοευρωπαϊκών χωρών- είναι υπερβολικά
αφελείς σε σχέση με την κατανόηση των δυνάμεων -οικονομικών και ως συνέπεια της
ρεαλπολιτίκ- που ωθούν τους πολιτικούς μας και τη λήψη των αποφάσεών τους.
Όταν ξεκίνησα ως πολιτικός
ρεπόρτερ, θυμάμαι μερικές φορές να εκπλήσσομαι από τον βαθμό άγνοιας μερικών υψηλόβαθμων
πολιτικών. Σ’ εκείνη τη φάση δεν κατανοούσα το παιχνίδι εξουσίας που πάντα διακυβεύεται.
Ελπίζω να το καταλαβαίνω καλύτερα
σήμερα.
Σχεδόν
δέκα χρόνια μετά τη μαζική δολοφονία 77 ανθρώπων από τον ακροδεξιό μακελάρη Άντερς
Μπέρινγκ Μπρέιβικ, έχει στις μέρες μας υποχωρήσει ο θρησκευτικός, εθνικιστικός και
ξενοφοβικός εξτρεμισμός στη Νορβηγία;
Δυστυχώς όχι.
Η Νορβηγική Μυστική Υπηρεσία
(PST)
ανακοίνωσε νωρίτερα φέτος πως η ακροδεξιά τρομοκρατία είναι η πιο μεγάλη απειλή
για τη χώρα μας.
Μπορείς να βρεις ρητορική
μίσους παντού στο Ίντερνετ και στον ακροδεξιό πολιτικό λόγο, και μόλις δυο χρόνια
πριν άλλος ένας Νορβηγός τρομοκράτης έφερε όπλα για να προσπαθήσει να δολοφονήσει
αθώα μέλη ενός τζαμιού λίγο έξω από το Όσλο.
Ευτυχώς, κατατροπώθηκε από
δυο θαρραλέους μουσουλμάνους συνταξιούχους (!), μόνο όμως αφότου είχε σκοτώσει την
ίδια του τη θετή κόρη, επειδή ήταν κινεζικής καταγωγής.
Φοβάμαι ότι η κατάσταση με
τον ακροδεξιό εξτρεμισμό θα επιδεινωθεί πριν βελτιωθεί.
Η
συνεχιζόμενη -στα περισσότερη μέρη του κόσμου- πανδημία είναι όντως νουάρ σε όλες τις υποδηλώσεις της- υπαρξιακές,
ψυχικές, πολιτικές, κοινωνικές.
Αισθάνεσαι
την κλίση να μετασχηματίσεις κάποια από τις πανδημικές σου εμπειρίες σε μυθοπλασία;
Χαίρομαι που ρώτησες, καθώς
είμαι στα πρώιμα στάδια της συγγραφής ενός αστυνομικού μυθιστορήματος που εκτυλίσσεται
μετά την πανδημία.
Μέρος αυτού που είναι δημιουργικά
απολαυστικό και δύσκολο είναι να φανταστείς με τι θα μοιάζει ο κόσμος, ή -ακριβέστερα-
πώς θα μοιάζουμε όλοι εμείς που ζούμε
εδώ.
Τι θα έχουμε μάθει; Πώς
θα έχει αλλάξει τις ζωές και τις κοινωνίες μας αυτή η τρομακτική εμπειρία; Θα
υπάρξει μια Μπελ Επόκ για ένα-δυο χρόνια, όπως μετά την ισπανική γρίπη;
Ή θα δούμε τις δημοκρατίες
μας να καταλαμβάνονται από πιο αυταρχικές δυνάμεις; Θα δούμε περισσότερο εθνικισμό
και εχθρότητες ανάμεσα σε χώρες;
Το μυθιστόρημα του Ίνγκαρ Γιόνσρουντ Ο
σταυρός κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη.