Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Γιον Κάλμαν Στέφανσον: «Γράφω με τα συναισθήματα, το ένστικτο και την έμπνευσή μου»


Βορειοευρωπαίος με μεσογειακό ταμπεραμέντο, ο Γιον Κάλμαν Στέφανσον, ένας στιλίστας της γραφής με επιρροές από τις αρχέγονες ισλανδικές sagas και τον Χέρμαν Μέλβιλ, είναι ο κορυφαίος σύγχρονος Ισλανδός πεζογράφος. Συνομιλούμε μαζί του με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη του μυθιστορήματός του Παράδεισος και Κόλαση.

Ποια είναι η σχέση σου με το φυσικό περιβάλλον; Καθορίζουν και τη δική σου ζωή το βουνό και η θάλασσα, όπως των ηρώων του Παράδεισος και Κόλαση;

Και ναι, και όχι. Προφανώς δεν έχω βιώσει όσα οι ήρωές μου, και δεν είμαι κανένας φοβερός άνθρωπος της θάλασσας. Αντιθέτως, με αρρωσταίνει και προσπαθώ να αποφεύγω να ανεβαίνω σε πλοία. Η φύση, ωστόσο, εδώ στην Ισλανδία πάντοτε αποτελούσε κομμάτι μου, κατά κάποιο τρόπο. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ρέικιαβικ, την πρωτεύουσα.

Έχω βρεθεί μια φορά εκεί.

Την ξέρεις, λοιπόν. Από τα 6 μου, όμως, πήγαινα στην εξοχή κάθε καλοκαίρι. Η φύση, έτσι, ανέκαθεν ήταν μέρος της ζωής μου. Στην Ισλανδία φύση είναι τόσο το τοπίο, όσο και ο καιρός. Τα φυσικά φαινόμενα πάντα μας επηρεάζουν. Όταν έγραφα αυτό το βιβλίο, θυμάμαι πως ήθελα να περιγράψω τον ωκεανό. Ποτέ, πάντως, δε σκέφτομαι τη σχέση μου με τη φύση, είναι απλώς μέσα μου.

Η γλώσσα σου είναι ζωντανή, πολύχρωμη, «αναπνέει» και «εκρήγνυται». Δουλεύεις πάνω στο συγγραφικό σου ύφος, ή είναι μια φυσική αντανάκλαση αυτού που είσαι;

Ναι και όχι. Ξεκίνησα ως ποιητής, ποτέ δε σκέφτηκα να ασχοληθώ με τη μυθοπλασία. Νόμιζα ότι δεν το είχα στο αίμα μου. Ήταν μια εσωτερική φωνή που με ανάγκασε να το κάνω. Έγραψα, λοιπόν, δύο μυθιστορήματα, τα οποία ήταν εξαιρετικά κακά. Ευτυχώς, όμως, ήμουν αρκετά έξυπνος ώστε να πετάξω. Ξαφνικά, κάτι «εξερράγη» μέσα μου, κι έγραψα τρία βιβλία σχεδόν απνευστί. Τότε ανακάλυψα το στιλ μου, αυτό το συνδυασμό ποίησης και μυθοπλασίας. Όντας ποιητής, συγγραφέας, καλλιτέχνης μεγάλο μέρος της δουλειάς σου κρύβεται μέσα σου, αλλά ούτε καν το ξέρεις.

Αρχικά δε μου «έβγαινε», ίσως γιατί προσπαθούσα να γράψω ένα «φυσιολογικό» μυθιστόρημα όπως κάνουν όλοι. Τότε συνειδητοποίησα πως για μένα η ιστορία δεν είναι το κύριο ζήτημα. Είναι σημαντική, αλλά εξίσου σημαντικά είναι το στιλ, οι λέξεις, η μουσική των λέξεων. Είναι πάντα σημαντικό να προσπαθείς να βρεις μια καινούρια φόρμα, ένα καινούριο τρόπο να πεις μια ιστορία. Ταυτόχρονα, γράφεις ένα μυθιστόρημα, συνθέτεις μια συμφωνία, προσπαθείς να βρεις ένα καινούριο τρόπο αφήγησης.

Πώς εντάσσεται ο Τζον Μίλτον και ο Χαμένος Παράδεισος στο συγγραφικό σου σύμπαν; Σε επηρέασε, ήταν από τις ποιητικές δουλειές, οι οποίες «αλλάζουν τη ζωή, τη μέρα, τη νύχτα σου»;

Ίσως όχι τόσο. Όταν δημιουργείς μια ιστορία όπου κάποιος διαβάζει ένα βιβλίο, πρέπει, προφανώς, να διαλέξεις ένα βιβλίο. Επειδή, λοιπόν, έχουμε μια πολύ καλή παλιά ισλανδική μετάφραση του Χαμένου Παραδείσου, ήταν για μένα ξεκάθαρο ότι δύο νεαροί άντρες με έφεση στη ζωή, την ποίηση και τη γνώση θα επέλεγαν αυτό το βιβλίο. Έπειτα, είναι ένα σπουδαίο βιβλίο για την πρώτη αγάπη στη γη. Η αγάπη είναι αυτό που πάντοτε σκεφτόμαστε, είναι η κινητήρια δύναμη, ταυτόχρονα όμορφη και τρομακτική. Ο Χαμένος Παράδεισος είναι ένα τεράστιο ποίημα για το πώς χάσαμε το Θεό κερδίζοντας την ανθρωπότητα.

Υπήρχε κάποιος λόγος που το αγόρι στο Παράδεισος και Κόλαση δεν κατονομάζεται;

Όταν γράφεις μια ιστορία και σ’ αυτήν υπάρχουν άνθρωποι που πρέπει να ονοματιστούν, αυτό κάποιες φορές συμβαίνει εύκολα, και άλλες όχι. Το να δίνεις όνομα είναι σοβαρό πράγμα. Αν θυμάμαι καλά, είχα γράψει 50-60 σελίδες, όταν συνειδητοποίησα πως το αγόρι δεν είχε όνομα και χαίρομαι να λέω ότι δεν το σκεφτόμουν. Πολλές από τις καλύτερες επιλογές που κάνεις στη μυθοπλασία και στην τέχνη, γενικότερα, προκύπτουν χωρίς σκέψη, νιώθεις πως έτσι είναι σωστό. Το να μη δώσω ένα όνομα στο αγόρι σημαίνει να του δίνω όλα τα ονόματα.

Το πώς γράφω μια ιστορία, πώς είναι χτισμένη, πάντοτε βασίζεται σε συναισθήματα. Πρώτα γράφω με τα συναισθήματα, το ένστικτο και την έμπνευσή μου. Κάθε καλλιτεχνικό έργο βασίζεται, κυρίως, στα συναισθήματα. Ίσως επειδή η καλή μυθοπλασία είναι σαν μουσική, κάτι που δεν μπορείς να εξηγήσεις ολότελα, πρέπει να τη βιώσεις.

Παρότι το μυθιστόρημα Παράδεισος και Κόλαση εκδόθηκε το 2007, απολαμβάνει σταδιακά αναγνώρισης και εκτίμησης από ευρύτερα αναγνωστικά κοινά. Σε εξέπληξε το γεγονός αυτό;

Το να γράφεις ένα βιβλίο για ψαράδες σε ένα απομακρυσμένο μέρος μιας μακρινής χώρας δεν είναι το πιο σέξι πράγμα που μπορείς να σκεφτείς! Είμαι ευλογημένος, ωστόσο, με το να μη σκέφτομαι υπερβολικά για τη δουλειά μου. Όταν, λοιπόν, γράφω ένα βιβλίο, δε σκέφτομαι τον αναγνώστη, ούτε πώς θα το υποδεχτούν. Το μόνο που σκέφτομαι είναι πώς θα κάνω το καλύτερο που μπορώ, να βελτιώνομαι σε σχέση με το παρελθόν, να κάνω κάτι καινούριο. Για μένα είναι μια ευχάριστη περιπέτεια, όταν αυτοί οι χαρακτήρες μου ταξιδεύουν στην Ελλάδα, την Ισπανία ή την Κίνα.

Είναι και η συγγραφή μια περιπέτεια για σένα;

Είναι κάτι που με εκπλήσσει διαρκώς. Όταν, για παράδειγμα, ξεκινώ ένα καινούριο βιβλίο, έχω μερικές αόριστες σκέψεις σχετικά με το τι θα γράψω, αλλά πάντοτε κάτι καινούριο προκύπτει. Στο τέλος της εργάσιμης μέρας μου, γράφω μισή-μία σελίδα για το τι θα δουλέψω την επομένη. Πολύ συχνά εμφανίζονται απρόβλεπτοι χαρακτήρες που αλλάζουν όλη την ιστορία, άλλοτε χρειάζεται να πετάξω ό,τι έγραφα επί εβδομάδες.

Χαίρομαι, πάντως, που δεν μπορώ να προβλέψω τι θα γράψω. Κι αυτή είναι η δύναμη της τέχνης, της λογοτεχνίας, της ποίησης: η μη προβλεψιμότητα, η μη ορθολογικότητά τους. Γι’ αυτό και μας επηρεάζουν τόσο, γι’ αυτό κι εγώ προσπαθώ να εισχωρήσω στα όνειρα και τα συναισθήματα των αναγνωστών- και να παραμείνω εκεί για πάντα.



Ήσουν υποψήφιος για το Διεθνές Βραβείο Booker 2017 με ένα πιο πρόσφατο μυθιστόρημά σου, το Τα ψάρια δεν έχουν πόδια. Έχουν σημασία βραβεία όπως κι αυτό για σένα;

Ποτέ δε με έχoυν επηρεάσει, γιατί αφορούν σε βιβλία που έχω γράψει στο παρελθόν, ενώ αυτό που με ενδιαφέρει είναι ό,τι γράφω τώρα. Χαίρομαι εκ μέρους των βιβλίων μου, αλλά δε με βοηθά σ’ αυτό που γράφω σήμερα. Αν κερδίσω, μπορεί να αγοράσω μπύρα ή ουίσκι! Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι έτσι βοηθιούνται τα βιβλία να βρουν νέους αναγνώστες. Χωρίς αναγνώστες, ένας συγγραφέας είναι χαμένος.

Παρά το μικρό της μέγεθος, η Ισλανδία είναι πολύ ζωηρή σε πολλά επίπεδα, κι όχι μόνο στο καλλιτεχνικό ή, τα τελευταία χρόνια, στο πολιτικό. Πώς ερμηνεύεις το γεγονός αυτό;

Δεν υπάρχει μια απλή εξήγηση. Είμαστε μόνο 330.000 άτομα, κι όμως έχουμε τόσους παγκοσμίως γνωστούς καλλιτέχνες- για να μην αναφερθώ και στην καλή ποδοσφαιρική ομάδα! Αλλά δε θα έπρεπε να παίρνουμε τους αριθμούς τόσο στα σοβαρά. Αν ίσχυαν, τότε η Γερμανία θα έπρεπε πάντα να κερδίζει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα κι η Κίνα θα διέθετε τους περισσότερους καλλιτέχνες. Τα νούμερα δεν είναι το παν.

Ένας από τους λόγους που έχουμε τόσους καλλιτέχνες και τα καταφέρνουμε καλά σε πολλά είναι γιατί βρισκόμαστε υπερβολικά μακριά από το οτιδήποτε. Δεν μπορούμε να βασιστούμε σε κανέναν άλλο πέραν του εαυτού μας. Αν είσαι μόνος με τον Βόρειο Ατλαντικό, είναι πολύ εύκολο να πιστέψεις πως μπορείς να κάνεις τα πάντα. Για μας ήταν ζήτημα του «γιατί όχι;»

Αναφορικά με τους συγγραφείς;

Όσον αφορά τους συγγραφείς, τα τελευταία 20-30 χρόνια έχουμε ένα πολύ καλό Κρατικό Λογοτεχνικό Ταμείο, όπου μπορείς να υποβάλεις αίτηση και να σου χορηγηθεί χρηματοδότηση. Έχουμε 20-30 συγγραφείς πλήρους απασχόλησης. Όπως και με το ποδόσφαιρο: αν θες να είσαι καλός, πρέπει να εξασκείσαι διαρκώς.

Ελπίζω και το επόμενο μυθιστόρημά σου να αντανακλά το καλύτερο από σένα και να βρει το δρόμο του και για τα μέρη μας.

Νομίζω ότι σχεδιάζουν να συνεχίσουν τη μετάφραση των έργων μου.

Αυτά είναι καλά νέα. Σε ευχαριστώ!

Το μυθιστόρημα του Γιον Κάλμαν Στέφανσον Παράδεισος και Κόλαση κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο: «Η λογοτεχνία είναι σαν μια συλλογική συνείδηση»


Από τους σημαντικότερους σύγχρονους Πορτογάλους πεζογράφους, ο Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο επισκέφτηκε την προηγούμενη εβδομάδα την Αθήνα, προκειμένου να παρουσιάσει τα μυθιστορήματά του Βιβλίο και Γκαλβέιας στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Λογοτεχνία Εν Αθήναις. Απλός και χαμογελαστός, εμφανίστηκε στη συνάντησή μας μ’ ένα t-shirt, όπου το όνομα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ήταν τυπωμένο με heavy metal γραμματοσειρά!

Είσαι, ταυτόχρονα, «παιδί» της μεταδικτατορικής περιόδου της Πορτογαλίας, καθώς γεννήθηκες το 1974, αλλά και του χωριού Γκαλβέιας. Πώς «εγγράφονται» αυτά τα δύο στοιχεία μέσα σου, πώς σε έχουν επηρεάσει ως άνθρωπο και ως συγγραφέα;

Νομίζω ότι είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση, γιατί αυτά τα δύο στοιχεία συνιστούν τους πυλώνες που κάποιος πρέπει να λάβει υπόψη του, όταν μιλά για την ταυτότητά του. Από τη μία, η Ιστορία, η στιγμή κατά την οποία γεννιέσαι, και, από την άλλη, ο πολιτισμός. Η επίδραση της Ιστορίας και του πολιτισμού είναι θεμελιώδης στην κατανόηση της ταυτότητάς σου και, αν είσαι συγγραφέας, της δουλειάς και της οπτικής σου.

Ας ξεκινήσουμε από την Ιστορία.

Σε ό,τι, λοιπόν, αφορά την Ιστορία, δεν αποφάσισα να γεννηθώ το Σεπτέμβριο του 1974, απλώς συνέβη. Είχαμε μια Επανάσταση που τερμάτισε τη Δικτατορία τον Απρίλιο, γεγονός αρκετά αστείο, γιατί όλοι στην Πορτογαλία ξέρουν πού βρίσκονταν στις 25 Απριλίου του 1974, κι εγώ βρισκόμουν στην κοιλιά της μητέρας μου! Ποτέ δε γνώρισα τη λογοκρισία, τον πόλεμο, ή την απομόνωση, στην οποία βρισκόταν η χώρα εκείνα τα χρόνια, κι έτσι μεγάλωσα με μια εντελώς διαφορετική οπτική.

Άλλωστε υπήρξε μια από τις πλέον μακρόχρονες δικτατορίες της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας.

Διήρκεσε 48 χρόνια, που άφησαν πολλά σημάδια. Η μέρα της Επανάστασης ήταν το επίκεντρο ενός γεγονότος, το οποίο χρειάστηκε χρόνια για να ξεδιπλωθεί. Κι όμως, είναι ενδιαφέρον το ότι, 12 χρόνια αργότερα, η Πορτογαλία γινόταν μέλος της Ε.Ε. και ανοιγόταν στην Ευρώπη και τον κόσμο- κι αυτό συνέβη πολύ γρήγορα. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό γεγονός για όλους τους συγγραφείς της γενιάς μου στην Πορτογαλία, αν και δε διαθέτουν όλοι τα χαρακτηριστικά που θα τους κατέτασσαν σε μια γενιά.

Όσον αφορά τη γενέτειρά σου, το Γκαλβέιας;

Στη διάρκεια της περιόδου, κατά την οποία μεγαλώνεις ως παιδί ή έφηβος, καθορίζεις πολλές αξίες και ιδέες που αναπτύσσεις- και ίσως τελειοποιείς- αργότερα. Για μένα, το υπόβαθρο της ζωής σ’ ένα μικρό χωριό με έχει επηρεάσει σε τεράστιο βαθμό. Αποτέλεσμα της επιρροής αυτής είναι και τα βιβλία που γράφω.



Το Γκαλβέιας, κυρίως, φαντάζει σαν μία παθιασμένη ερωτική επιστολή στη γενέτειρά σου- ιδίως με τον ποιητικό τρόπο, με τον οποίο τελειώνει.

Ακόμα κι η επιλογή του ονόματος του χωριού ως τίτλου του βιβλίου είναι από μόνη της ένας φόρος τιμής. Ο τίτλος ενός μυθιστορήματος είναι το «πρόσωπό» του. Όταν επιλέγεις θέμα, ασφαλώς υπάρχει μια ορθολογική πτυχή στη διαδικασία, αλλά υπάρχουν κι άλλες, κι είναι κι αυτές σημαντικές. Για μένα, το να γράφω γι’ αυτό το θέμα είναι μια επιβεβαίωση της ταυτότητάς μου.

Συγκρινόμενοι με άλλους νιώθουμε, τουλάχιστον Πορτογαλία, μερικές φορές κατώτεροι. Αυτό σχετίζεται με τη διπολική οπτική που έχουμε για τους εαυτούς μας: μερικές φορές αισθανόμαστε ότι είμαστε οι καλύτεροι- οι ναυτικοί, οι οποίοι ανακάλυψαν και κατέκτησαν τον κόσμο- κι έπειτα νομίζουμε πως είμαστε πολύ μικροί, μια μικρή χώρα στα Νότια της Ευρώπης χωρίς επιρροή στον κόσμο. Ταξιδεύουμε ανάμεσα σ’ αυτά τα...

Άκρα;

Ακριβώς. Και κάποιες φορές δεν ξέρουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε. Γι’ αυτό κι έχει σημασία η επιβεβαίωση, στην οποία αναφέρθηκα: ότι είμαι από το Γκαλβέιας! (Χαμογελά περήφανα). Είναι κι ένας τρόπος να εφιστάς την προσοχή στις αγροτικές περιοχές, που διατηρούν στοιχεία της κουλτούρας μας προερχόμενα από ένα μακρινό παρελθόν. Το να γνωρίζουμε ποιοι είμαστε και να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό δεν είναι συνώνυμο του να είμαστε εναντίον των άλλων. Αυτός ίσως είναι ένας από τους ρόλους της λογοτεχνίας, να είναι σαν μια συλλογική συνείδηση, μια επιβεβαίωση αυτού που ο καθένας ξέρει, αλλά δεν είναι πλήρως αναγνωρισμένο.

Οι χαρακτήρες του Γκαλβέιας αντλούν την έμπνευσή του από πραγματικούς ανθρώπους;

Καθένας από τους χαρακτήρες έπρεπε να κερδίσει την τιμή να αποτελεί μέρος του βιβλίου, γιατί, αν και πρόκειται για μυθιστόρημα με πολλούς χαρακτήρες, δεν είναι τόσοι όσοι εκείνοι, τους οποιους θα ήθελαν να αναπαραστήσουν. Καθένας τους, λοιπόν, έφερε χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να περιγράψουν διαφορετικές πτυχές αυτού του πλήθους, του πλήθους αυτού του μικρού χωριού.

Πόσο μικρό ήταν;

Σήμερα έχει 1.000 κατοίκους, αλλά το 1984 αριθμούσε τους διπλάσιους. Αν συνεχίσει έτσι, θα γίνει ακόμα μικρότερο τα επόμενα χρόνια.



Στο Βιβλίο ανατέμνεις με μυθοπλαστικό βάθος τη μεταναστευτική εμπειρία των Πορτογάλων και των Πορτογαλίδων στο παρελθόν. Η μετανάστευση και η προσφυγιά παραμένουν επίκαιρα ζητήματα και σήμερα.

Είναι επίκαιρο βιβλίο από πολλές απόψεις. Στις μέρες υπάρχει το ζήτημα του μεταναστευτικού και των προσφύγων, το οποίο αποτελεί μεγάλη πρόκληση για όλους μας.

Ισχύει και αντίστροφα- άνθρωποι που μεταναστεύουν από την Ελλάδα ή την Πορτογαλία, για παράδειγμα.

Κάποιες φορές δεν είναι απόφαση, είναι αναγκαιότητα. Στην Πορτογαλία, όπως και στην Ελλάδα, υπάρχει αυτή η παραδοσιακή ιστορία της μετανάστευσης. Στην Πορτογαλία σχετίζεται με τους ανθρώπους, οι οποίοι πήγαν στη Γαλλία. Μετά από κάποιο διάστημα, ωστόσο, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, νομίζαμε πως είχαμε ξεμπερδέψει μ’ αυτό το ζήτημα. Τώρα, όμως, είμαστε πάλι μια χώρα που βλέπει τους ανθρώπους της σε άλλες χώρες. Οι άνθρωποι πάντα φιλοδοξούν να ζήσουν μια καλύτερη ζωή και τα σύνορα είναι πάντοτε κάτι, το οποίο πρέπει να διαχειριστούμε. Όπως κι η σχέση μας με τους άλλους, οι απειλές που νιώθουμε. Η μετανάστευση είναι  μόνιμο φαινόμενο.

Πώς βλέπεις τα πράγματα στην Ευρώπη στις μέρες μας- πολιτικά, κοινωνικά, ηθικά;

Είμαι πολύ απογοητευμένος από την Ευρώπη. Όταν η Πορτογαλία εισήλθε στην Ε.Ε., ήμουν 12 χρονών. Ακούγαμε λόγους για την Ε.Ε., ότι θα ήταν κάτι σαν κοινότητα χωρών, οι οποίες θα επιθυμούσαν το κοινό καλό. Ως παιδί, το «έχαψα». Σήμερα βλέπω πως η Ε.Ε. δεν είναι έτσι, και δεν είμαι σίγουρος αν ποτέ ήταν. Οι διαχωρισμοί είναι πιο έντονοι από ποτέ, ενώ δεν προστατεύει τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών. Με το Μεσανατολικό σε έξαρση και την κατάσταση στις Η.Π.Α. που είναι απρόβλεπτη και με ανησυχεί, νιώθω ότι είναι πολύ αδύναμη. Κι αυτό, ως Ευρωπαίο, με αφήνει ανασφαλή, αλλά κάνει και τον κόσμο πιο ανασφαλή. Οι μικροί είναι αυτοί που αφήνονται πίσω ή παραμερίζονται.

Οι έπαινοι και το βραβείο που έλαβες ως πρωτοεμφανιζόμενος στο λογοτεχνικό κόσμο υπήρξαν ευθύνη ή κίνητρο για σένα;

Ευτυχώς, όταν έλαβα το λογοτεχνικό βραβείο Ζοζέ Σαραμάγκου ήμουν κάπως ανεύθυνος, γιατί ήμουν 26 χρονών. Συνειδητοποίησα τι σήμαινε μόνο μερικά χρόνια αργότερα, γεγονός όχι κακό, επειδή, για να γράφεις και να εκδίδεις βιβλία πρέπει να έχεις λίγη ευθύνη, αλλά και ανευθυνότητα. Η υπερβολική υπευθυνότητα μπορεί να σε παραλύσει. Ήμουν, λοιπόν, αρκετά ανεύθυνος, ώστε να συνεχίσω να γράφω, και μάλιστα να είμαι και πολύ ριζοσπαστικός από λογοτεχνικής άποψης. Αυτό αποδεικνύει, όμως, ότι δεν έκανα σχέδια, ούτε έχτιζα καριέρα. Το σημαντικό, ωστόσο, ήταν ότι, κερδίζοντας το βραβείο, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Σαραμάγκου και να διατηρήσω φιλική επαφή μαζί του μέχρι που πέθανε το 2010.

Πώς θα τον περιέγραφες;

Ήταν ένα δύσκολο παράδειγμα, κατά κάποιο τρόπο. Ήταν πολύ αυστηρός και με πολύ ισχυρή στάση, λογοτεχνικά μιλώντας, αλλά και στο επίπεδο του δημόσιου λόγου και της δημόσιας θέσης. Ο Σαραμάγκου ήταν διαμορφωτής γνώμης. Όποτε μιλούσε, είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Πορτογαλία. Μερικές φορές θα αναδείκνυε ζητήματα στην πολιτική ατζέντα. Πάντοτε μου επαναλάμβανε πως θα πρέπει να προσέχω τη δουλειά μου ως σύνολο. Αυτό μου έδινε κατεύθυνση, με ανάγκαζε να έχω ένα σκοπό.

Είχε, εξάλλου, πολύ ισχυρές πολιτικές πεποιθήσεις και ήξερε τι ήθελε. Οτιδήποτε έγραφε ή έλεγε ήταν βασισμένο στις αρχές του. Δε συμμερίζομαι όλες τις πεποιθήσεις του- έχω τις δικές μου-, αλλά η πεποίθηση του να είσαι πιστός στα πιστεύω σου, να τα διερευνάς και να δρας βάσει αυτών ήταν πολύ σημαντική.

Και ο Μπέργκμαν;

Θα παρατήρησες ότι είναι γραμμένο με heavy metal γραμματοσειρά, σαν τους Iron Maiden! Το βρίσκω σημαντικό να διασταυρώνω τον Μπέργκμαν με τους Iron Maiden, γιατί είμαι κομμάτι της διασταύρωσης διαφορετικών μορφών πολιτισμού, διαφορετικών τρόπων αντίληψης της κουλτούρας. Σήμερα, με την πρόσβαση που έχουμε σε τόσες διαφορετικές πληροφορίες, δεν μπορούμε να μένουμε «ανέγγιχτοι» από τέτοια ερεθίσματα. Και δεν πρέπει να βιώνουμε το άγχος της επιρροής. Ξέρω πως δεν προέκυψα απ’ το πουθενά, προέρχομαι από αυτούς που προηγήθηκαν. Είναι προνόμιο να βασίζεσαι στην εμπειρία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ή των Iron Maiden.

Ή του Σελίν;

Ο Σελίν είναι ένας συναρπαστικός συγγραφέας. Υπήρξε μεγάλη μου επιρροή, γι’ αυτό θέλησα να του αποτίσω ένα φόρο τιμής στο Βιβλίο.

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τον Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο για την πνευματώδη κουβέντα και την Μαρία Ζαμπάρα από το Γραφείο Τύπου των Εκδόσεων Κέδρος για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της.

Τα μυθιστορήματα του Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο Βιβλίο και Γκαλβέιας κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Κέδρος.

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Ετζέ Τεμελκουράν: «Ξεχνάω ότι είμαι φοβισμένη όταν γράφω»


Θαρραλέα δημοσιογράφος, πολιτική αρθρογράφος και συγγραφέας, η Τουρκάλα Ετζέ Τεμελκουράν βρέθηκε στην Αθήνα προσκεκλημένη των Εκδόσεων Καστανιώτη, προκειμένου να παρουσιάσει το τελευταίο της βιβλίο Τουρκία-Παραφροσύνη και Μελαγχολία, μια διεισδυτική, ευρυμαθή και ιδιαιτέρως προσωπική ματιά στην τουρκική ιστορία. Την συναντήσαμε.

Γιατί έγινες δημοσιογράφος; Και γιατί επέλεξες να εστιάσεις στα θέματα όπου εστιάζεις- τη γενοκτονία των Αρμενίων, το κουρδικό, άλλα κοινωνικά ζητήματα;

Πάντοτε ήθελα να γίνω συγγραφέας, ήμουν αποφασισμένη να γίνω συγγραφέας από τα 8 μου. Όταν, λοιπόν, σπούδαζα Νομική στο Πανεπιστήμιο, πίστευα ότι το πλησιέστερο στη συγγραφή είναι η δημοσιογραφία. Έτσι, έγινα δημοσιογράφος, ξεκινώντας να δουλεύω από 19 χρονών. Ενεπλάκην σ’ αυτά τα ζητήματα, γιατί θεωρούσα πως το να γράφω σημαίνει να υποστηρίζω μια πλευρά της κοινωνία: υποστηρίζεις την πλευρά αυτών που δεν έχουν φωνή. Προσπάθησα, επομένως, να δώσω φωνή σε όσους δεν είχαν φωνή. Στην πραγματικότητα δε βρίσκω κάποιο άλλο λόγο να γράφω, ιδίως αν μιλάμε στο πλαίσιο της δημοσιογραφίας. Υπάρχει αυτή η αντίληψη, ότι η δημοσιογραφία είναι ουδέτερη, με την οποία δε συμφωνώ.

Ούτε κι εγώ.

Μπορεί να είναι αντικειμενική, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι ουδέτερη. Αν είσαι δημοσιογράφος, εκ φύσεως δεν μπορείς να αντιτίθεσαι στην κριτική στάση. Στη χώρα μου ήταν προφανές πως αυτές ήταν οι κοινότητες που δεν είχαν φωνή: οι άνεργοι, οι Κούρδοι, οι Αρμένιοι, τα παιδιά. Γι’ αυτό ήθελα πάντα να γράφω γι’ αυτούς- και όχι μόνο αυτό, αλλά και να μεταφέρω τον πόνο τους σε εκείνους, οι οποίοι ήταν απρόθυμοι ν’ ακούσουν. Προσπαθούσα, λοιπόν, να βρω τον τρόπο να αφηγηθώ μια ιστορία που είναι επιδραστική. Έτσι συνέβη, και μ’ αυτό τον τρόπο εξελίσσεσαι σε πολιτική προσωπικότητα. Κάποιες φορές το μετανιώνω, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Δεν μπορώ να μη γράφω γι’ αυτούς τους ανθρώπους.

Κι έπειτα έχουμε την ιστορία της Τουρκίας, που είναι...

... Περίπλοκη.

Πολύ. Αυτή την ιστορία θίγεις στο πιο πρόσφατο βιβλίο σου Τουρκία- Παραφροσύνη και Μελαγχολία. Περιγράφει ο τίτλος την ψυχική κατάσταση της τουρκικής κοινωνίας;

Δεν αντικατοπτρίζει την τωρινή ψυχική κατάσταση μόνο, αλλά και τη γενικότερη ψυχική κατάσταση στην Τουρκία στην ουσία της. Νομίζω ότι είναι μια παράφρων και μελαγχολική χώρα. Η παραφροσύνη είναι πολύ ορατή τώρα, αλλά η μελαγχολία όχι. Η μελαγχολία προκύπτει όταν αρχίζεις να αφηγείσαι την ιστορία. Η παραφροσύνη, αντίθετα, βρίσκεται παντού στα διεθνή Μ.Μ.Ε. Καθένας την έχει υπόψη του πλέον.

Κι έπειτα έχουμε τη γεωγραφία.

Ο μπελάς μας που δεν τελειώνει ποτέ.

Σύμφωνα με τον Ιμπν Χαλντούν «γεωγραφία ίσον μοίρα». Πώς, λοιπόν, έχει καθορίσει η γεωγραφία τη μοίρα της Τουρκίας, τους Τούρκους, την τουρκική νοοτροπία;

Είναι σαν να βρίσκεσαι διαρκώς πάνω σε μια γέφυρα. Δε ζεις σε μια γέφυρα για πολύ, την περνάς. Είναι αυτό το διαρκές πέρασμα της γέφυρας, η διαρκής αντίφαση, η απόλυτη κίνηση. Κι αυτή η χώρα πάντα θέλει να κινηθεί προς τη Δύση, αλλά τραβιέται προς τα πίσω, προς την Ανατολή. Είναι σαν κυλιόμενη σκάλα, στην πραγματικότητα δε φτάνει ποτέ κάπου. Περίπου έτσι είναι η Τουρκία, νομίζω. Αυτή καθημερινότητα είναι πολύ εξαντλητική. Η ζωή, όπου τίποτα δε συμβαίνει, είναι ήδη κάπως περίπλοκη.

Προς ποια κατεύθυνση κινείται τώρα, λοιπόν; Κι όχι μόνο την τελευταία δεκαπενταετία, κατά την οποία ο Ερντογάν, το κόμμα του, η πολιτική, η ρητορική, η αισθητική, η ηθική τους επικρατούν;

Δεν είμαι σίγουρη. Τμήμα της κοινωνίας ήθελε προφανώς να συμβεί αυτό και είναι ακόμα γραπωμένοι σ’ αυτή την εχθρική και βίαιη κατάσταση. Η κατεύθυνση, ωστόσο, δεν είναι εύκολο να καθοριστεί. Αλλάζει σύμφωνα με τα πολιτικά συμφέροντα της πολιτικής εξουσίας αυτή τη στιγμή. Τη μια μέρα είναι έτσι, την άλλη αλλιώς. Είναι εντελώς απρόβλεπτη. Κι η μη προβλεψιμότητά της την κάνει ακόμη χειρότερη.

Σε αυτή τη φάση, για παράδειγμα, δε θεωρώ ότι υπάρχει μια εδραιωμένη εξωτερική πολιτική. Η εξωτερική πολιτική, αλλά και η εγχώρια, έχουν γίνει η διαρκής διαχείριση μιας κρίσης. Η Τουρκία, επομένως, συνήθισε δυστυχώς να ζει σε καθεστώς κρίσης. Είναι σχεδόν σαν εθισμένη στην αδρεναλίνη τώρα. Και το τρέχον καθεστώς είναι εθισμένο στην αδρεναλίνη. Απολύτως.

Κι όμως απολαμβάνει της υποστήριξης τουλάχιστον του μισού του πληθυσμού.

Λίγο λιγότερο από αυτό. Αν μιλάς βάσει του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, αυτό διεξήχθη υπό πολύ καταπιεστικό καθεστώς. Υπήρχε τεράστια απάτη κατά τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας και στη διαδικασία καταμέτρησης των ψήφων. Αν το παιχνίδι ήταν δίκαιο, θα ήταν πολύ περισσότεροι από τους μισούς αυτοί που είπαν «όχι». Κι αυτό είναι καλό για την Τουρκία σ’ αυτή τη φάση, το ότι δηλαδή η πλειονότητα των κατοίκων της χώρας δεν υποστηρίζει το καθεστώς, δε συμφωνεί μ’ αυτή. Όσο για τους υπόλοιπους, που το υποστήριζαν, δεν μπορούν να θεωρηθούν υποστηρικτές, γιατί ζούμε σε μια κατάσταση, όπου, αν δεν κάνεις κάτι τέτοιο, μπορεί να στιγματιστείς ή να χάσεις τη δoυλειά σου εύκολα. Το αποτέλεσμα, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματικό.

Πώς, παρόλα αυτά, ερμηνεύεις την κυριαρχία του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης;

Το πολιτικό έδαφος ήταν έτοιμο για μια τέτοια πολιτική δύναμη, και ιδίως μετά τη δεκαετία του ’80, κατά την οποία η χώρα είχε υποχρεωθεί να γίνει άγονη διανοητικά και πολιτικά. Είχε, λοιπόν, προλειανθεί το έδαφος για έναν τέτοιο ηγέτη, που θα αναμόχλευε τα εθνικιστικά και τα θρησκευτικά αισθήματα, προκειμένου να αρπάξει την εξουσία και να τη διατηρήσει. Το όποιο ποσοστό υποστηρίζει, επομένως, τον Ερντογάν δεν είναι μόνο υποστηρικτές, αλλά και κλώνοι του. Μια από τις «επιτυχίες» του Ερντογάν ήταν ότι άλλαξε την υφή του ανθρώπου στην Τουρκία, την υφή της κοινωνίας.

Από ποια άποψη;

Αποσυναρμολόγησε το θεμελιώδες σύστημα αξιών: το καλό και το κακό, το άσχημο και το όμορφο, το σωστό και το λάθος. Όλα αυτά άλλαξαν θέσεις. Είναι τόσο ανακατεμένα τώρα. Η χώρα είναι μπερδεμένη με την πιο βαθιά έννοια της λέξης. Ο Ερντογάν κυβερνά μια μπερδεμένη χώρα. Είναι πολύ ευκολότερο κάτι τέτοιο, όταν μπορείς να προκαλέσεις τη σύγχυση στους ανθρώπους. Αλλά δεν πρόκειται για επινόηση ή κάποια ικανότητα του Ερντογάν μόνο. Ο κόσμος χαρακτηρίζεται από τέτοιους ηγέτες στις μέρες μας, που λειτουργούν στη βάση του σοκ και της σύγχυσης. Όλοι γινόμαστε μάρτυρες του τι κάνει ο Τραμπ. Φαντάσου, λοιπόν, μια χώρα που κυβερνάται από τον Τραμπ επί 15 χρόνια. Τότε αποκτάς μια ιδέα του πώς αισθάνονται οι Τούρκοι αυτή τη στιγμή.

Είναι όχι μόνο μπερδεμένοι, αλλά και αμνησιακοί.

Ακριβώς. Η Τουρκία έχει να επιβιώσει από υπερβολικά πολλά τραύματα. Η χώρα, επομένως, δεν είχε το χρόνο να στοχαστεί πάνω στο ό,τι έχει συμβεί. Σήμερα, ιδίως, αν κάποιος μιλούσε για το αρμενικό, το κουρδικό ή το ελληνικό ζήτημα, θα του απαντούσαν  «άσε με ήσυχο, προσπαθούμε να επιβιώσουμε εδώ». Κι αυτό δε θα ήταν εντελώς λανθασμένο, είναι αληθεια. Είναι λες και η Ιστορία είναι ένας κύκλος. Όσοι δεν υποστηρίζουν τον Ερντογάν, φεύγουν από την Τουρκία, όπως και όσοι αναγκάστηκαν να κάνουν το ίδιο σε διάφορες φάσεις της ιστορίας της Τουρκίας. 

Η μνήμη, πάντως, είναι ένας κρίσιμος παράγοντας.

Η μνήμη, και κυρίως η επανασυγγραφή της Ιστορίας. Ο Ερντογάν και το κόμμα του έχουν εισαγάγει νέες μνήμες που δεν τις ξέραμε.

Όπως;

Όταν μιλάμε για τη μακελειό στο Σίβας, το οποίο συνέβη το 1992, σου εμφανίζουν ένα άλλο μακελειό. Ή, αυτό που συμβαίνει τώρα, η επινόηση της Ιστορίας. Η Τουρκία στέλνει στρατεύματα στο Κατάρ, και ειπώθηκε ότι έχουμε βαθείς αδερφικούς δεσμούς με τη συγκεκριμένη χώρα. Δεν έχουμε κανενός είδους σύνδεση με το Κατάρ. Μέσα σε μια νύχτα δημιουργήθηκε αυτό το πράγμα, προκειμένου να νομιμοποιηθεί η αποστολή στρατευμάτων εκεί.

Και πώς έγινε αντιληπτό το γεγονός αυτό από την κοινή γνώμη;

Δεν ξέρω αν υπάρχει κοινή γνώμη, γιατί δεν υπάρχουν Μ.Μ.Ε., ούτε και κάποια πληροφορία. Συνεπώς δεν ξέρουμε ποια είναι η κοινή γνώμη. Δε γνωρίζουμε καν πόσοι στρατιώτες στάλθηκαν στο Κατάρ. Η γενικότερη αίσθηση, πάντως, θα ήταν εξάντληση, σύγχυση και λήθη, βασικά. Όσο για τις αποφάσεις, αυτές δε λαμβάνονται στη Βουλή, αλλά στο Λευκό Παλάτι, οπότε κανένας δεν ξέρει τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.

Ήταν η εξέγερση στο Πάρκο Γκεζί 4 χρόνια πριν η τελευταία σοβαρή αναλαμπή ελπίδας; Τι άφησε;

Ήταν ένα παράδειγμα σε μικρογραφία του τι είδους κοινωνία λείπει στους ανθρώπους. Υπήρχε εχθρότητα και πόλωση, οπότε στο Πάρκο Γκεζί φάνηκε τι είδους κοινωνία ανυπομονούσαν να εμφανιστεί. Οι άνθρωποι δεν «εξαερώνονται», ούτε εξαφανίζονται ξαφνικά. Εξακολουθούν να ζουν στην Τουρκία, αλλά δεν έχουν τον τρόπο να δείξουν τι θέλουν. Η Βουλή έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, το δικαστικό σύστημα τους έχει διαψεύσει και οι δρόμοι έχουν γίνει πολύ επικίνδυνοι, αν σχεδιάζεις να διαδηλώσεις. Λες και όλο το σύστημα είναι «κλειδωμένο». Δεν είναι εύκολο να βρεις διέξοδο.



Αναφέρεις πως υπάρχει λίγος χώρος για ανθρώπους όπως εσύ στην Τουρκία. Πόσο μεγάλος είναι αυτός ο λίγος χώρος; Ποια είναι τα περιθώρια, εντός των οποίων κάποιος μπορεί να λειτουργήσει με το ελάχιστο ρίσκο;

Δεν υπάρχει ασφαλές μέρος. Ακόμα, όμως, κι αν πάρεις το ρίσκο, η φωνή σου περιθωριοποιείται. Όλοι όσοι έγραφαν κριτικά άρθρα ή ρεπορτάζ είναι τώρα στο περιθώριο. Ο μόνος τρόπος που μπορούν να κάνουν τη φωνή τους ν’ ακουστεί είναι μικρές ιστοσελίδες, κι αυτές δεν τις επισκέπτονται οι καθημερινοί άνθρωποι στην Τουρκία. Επομένως, ο κύκλος των ανθρώπων που γράφει και διαβάζει συρρικνώνεται διαρκώς. Ακόμα και το να κάνεις “retweet” μπορεί να γίνει επικίνδυνο. Τα social media είναι το μόνο μέρος, όπου οι άνθρωποι εξακολουθούν να μιλάνε. Αν θες να μάθεις τι συμβαίνει στην Τουρκία σε καθημερινή βάση, μπες στο twitter.

Παρόλα αυτά, δεν το έχεις βάλει κάτω. Δεν έχεις αποφασίσει να φύγεις μόνιμα.

Όχι μόνιμα. Ποτέ.

Αν και έχεις επαρκώς στοχοποιηθεί, παρενοχληθεί, απειληθεί ή απαξιωθεί. Από πού πηγάζει όλο αυτό το κουράγιο;

Δεν είναι κουράγιο. Ξεχνάω ότι είμαι φοβισμένη όταν γράφω. Δεν είμαι άνθρωπος με κουράγιο. Είμαι δειλή, στην πραγματικότητα, αλλά το ξεχνάω όταν γράφω.

Πού βασίζεις την αισιόδοξη εκτίμηση πως η επόμενη δεκαετία θα είναι των Κούρδων;

Βάσιζα αυτή την εκτίμηση στην προ του πραξικοπήματος περίοδο. Δεν είμαι τόσο αισιόδοξη τώρα. Ούτε για τους Κούρδους, ούτε για την Τουρκία. Μετά το πραξικόπημα, σχεδόν όλες οι φυσιογνωμίες από την κουρδική πλευρά, οι οποίες είχαν φωνή, φυλακίστηκαν. Και το κουρδικό έχει εξελιχθεί σε μεσανατολικό, έχει περιπλακεί λόγω Συρίας, κι έχουν εμπλακεί σ’ αυτό περισσότεροι «παίκτες». Γιγάντιοι. Θα μπορούσε να έχει υπάρξει ειρήνη, μια αλλιώτικη Τουρκία, μια διαφορετική δημοκρατία. Δε φαίνεται, όμως, πως κάτι τέτοιο θα συμβεί πολύ σύντομα.

Σε ανησυχεί, επίσης, πολύ η κατάσταση των γυναικών.

Για άλλη μια φορά μαθαίνουμε από την τουρκική εμπειρία ότι δεν υπάρχει ζωή για τις γυναίκες μετά το κοσμικό κράτος. Και η κοσμικότητα στις μέρες δέχεται πολύ σοβαρή επίθεση. Αυτή η κυβέρνηση θέλει μια πειθήνια κοινωνία. Όταν σχεδιάζεις μια κοινωνία, πάντα ξεκινάς με τις γυναίκες. Είναι πολύ εστιασμένη στις γυναίκες- τις νεαρές, κυρίως. Θέλει ομοιόμορφες, υπάκουες γυναίκες. Αυτό επιδιώκει. Κι όσες ασκούν κριτική στο καθεστώς, μάχονται για τη ζωή τους.

Πόσα κοινά έχεις από άποψη νοοτροπίας ή  γνώσης της Ιστορίας με τους Έλληνες, ή κάποιους από αυτούς; Πόσο εξοικειωμένη με την ελληνική πραγματικότητα είσαι, γενικότερα;

Έχω κοινά με εκείνους κι από τις δύο πλευρές που δεν είναι εθνικιστές. Βιώνω κάτι από τον ίδιο πόνο- του να βρίσκομαι τόσο κοντά, κι όμως τόσο μακριά. Θα θεωρούσα τον εαυτό μου έναν από αυτούς. Κατάγομαι από το Ιζμίρ- την αποκαλείτε «Σμύρνη»-, κι όταν είσαι από το Ιζμίρ το νιώθεις αυτό ακόμα πιο βαθιά. Είναι σαν να είμαστε ένας λαός χωρισμένος από τη θάλασσα. Έχουν υπάρξει προσπάθειες τη δεκαετία του ’70, του ’80, του ‘90 να γίνει αυτή σχέση πιο στενή, αλλά τώρα μοιάζει με μια πολύ μακρινή, αφελή ιδέα. Ο κόσμος τρελαίνεται και, δυστυχώς, ζούμε στο πιο όμορφο, αλλά και πιο τρελό, κομμάτι του.

Περιγράφεις την έννοια της «πατρίδας» με έναν πολύ εύγλωττο, λυρικό τρόπο, ως ένα τραπέζι, γύρω από το οποίο κάθεσαι με αγαπημένους γελώντας, ενώ περιβάλλεστε από το κενό. Αναφέρεσαι αποκλειστικά στην Τουρκία, ή αποτελεί μια γενικότερη αντίληψη των πραγμάτων;

Δεν αφορά μόνο στην Τουρκία. Αναφέρεται στην πατρίδα για όλους. Ήταν μια έμπνευση από την ταινία του Αγγελόπουλου Μια αιωνιότητα και μια μέρα. Τώρα το τραπέζι είναι διασκορπισμένο για πολλούς στην Τουρκία. Όλοι όσοι ήταν γύρω από το δικό μου τραπέζι έχουν άλλα τραπέζια σε άλλες χώρες. Αυτή είναι η νέα πατρίδα, το αποσυναρμολογημένο τραπέζι.

Ο στόχος θα ήταν η επανασύνδεση γύρω από το ίδιο τραπέζι, ή, ίσως, να επεκταθούν τα τραπέζια;

Ακριβώς!

Ευχαριστώ θερμά την Ετζέ Τεμελκουράν για το χρόνο που, παρά την κούρασή της, μου διέθεσε, όπως επίσης και τους Ισμήνη Κουρούπη και Γρηγόρη Μπέκο από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, για την πολύτιμη συμβολή τους στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Τα βιβλία της Ετζέ Τεμελκουράν Η μαγική πνοή των γυναικών και Τουρκία- Παραφροσύνη και Μελαγχολία κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Άνα Κριστίνα Μπαραγκάν: «Όλοι μας βάλαμε κάτι από τους εαυτούς μας στην ταινία»


Διακριτικά τρυφερό και επώδυνο, όπως και η προεφηβική ηλικία με την οποία καταπιάνεται, το μεγάλο μήκους ντεμπούτο μυθοπλασίας της Άνα Κριστίνα Μπαραγκάν από το Εκουαδόρ Άλμπα αφηγείται την ιστορία 11χρονης πρωταγωνίστριας με το ίδιο όνομα, που υποδύεται η χαρισματική Macarena Arias. Όταν η μητέρα της ασθενεί σοβαρά, η μικρή Άλμπα μετακομίζει με τον πατέρα της, έναν ντροπαλό, αποτραβηγμένο άνθρωπο, καλούμενη να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της μαζί του, με τους γύρω της, αλλά και με τον εαυτό της.

Συνομιλώντας με την σκηνοθέτρια, ενόψει της προβολής της ταινίας στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου Αθήνας την Τετάρτη 14 Ιουνίου.

Μιας και η Άλμπα δεν είναι η πρώτη σου δουλειά που καταπιάνεται με την προεφηβεία, τι είναι εκείνο που σε σαγηνεύει σ’ αυτή την ηλικία;

Συνδυάζει κάτι πολύ τρυφερό και επώδυνο ταυτόχρονα, κάτι πολύ όμορφο, αλλά και λίγο σκοτεινό. Είναι, εξάλλου, μια ηλικία ενδιαφέρουσα για μένα, γιατί φτάνεις σε ένα διαφορετικό επίπεδο συνείδησης και αρχίζεις να μη νιώθεις και τόσο ελεύθερος συνειδητοποιώντας πώς σε αντιμετωπίζουν οι άλλοι, πώς αλλάζει το σώμα σου, ή ποια είναι η σχέση σου με την οικογένειά σου. Σε προσωπικό επίπεδο, ήταν μια πολύ σημαντική περίοδος. Με τον πατέρα μου ήμασταν πολύ κοντά στην παιδική μου ηλικία. Όταν, όμως, άρχισα να μπαίνω στην προεφηβεία, βίωνα ανάμικτα συναισθήματα απέναντί του.



Τι είδους συναισθήματα;

Ένιωθα κάπως περίεργα, γιατί τα ενδιαφέροντά μου διέφεραν από εκείνα των άλλων κοριτσιών στην τάξη μου. Το σχολείο μου δεν υποστήριζε τις τέχνες και οι άνθρωποι εκεί ήταν πολύ περιορισμένοι στον τρόπο σκέψης τους. Ο πατέρας μου, πάλι, είναι πολύ ξεχωριστός άνθρωπος και δε μοιάζει με τον Ιγκόρ της ταινίας, ούτε έμοιαζε με τους πατεράδες των συμμαθητών και των συμμαθητριών μου. Σκεφτόμουν, έτσι, ότι ήταν περίεργος και πως κι εγώ ήμουν περίεργη.

Υπάρχουν, λοιπόν, στοιχεία από σένα στην Άλμπα, ή πρόκειται για εντελώς μυθοπλαστικό χαρακτήρα;

Περιέχει πολλά στοιχεία από μένα, αλλά όχι τα πάντα. Δεν αισθάνομαι εξίσου ντροπαλή με εκείνη. Από πολλές απόψεις, πάντως, είναι μια πολύ προσωπική ταινία. Αυτό ισχύει και για το ζήτημα του bullying. Οι συμμαθητές μου στο σχολείο συνήθιζαν να εκφοβίζουν τα κορίτσια πολύ. Δεν υπέστην bullying όπως η Άλμπα, αλλά προφανώς ένιωθα πολύ ανασφαλής κι έβλεπα σκληρότατα πράγματα να συμβαίνουν τριγύρω μου. Και, μολονότι δεν ήμουν μέρος αυτών των σκληρών παιχνιδιών, δεν έκανα τίποτα για να τα σταματήσω.



Η μικρή μόνο σε ό,τι αφορά την ηλικία της Macarena Arias κάνει ερμηνευτικά θαύματα. Πρόκειται για φυσικό ταλέντο, την σκηνοθέτησες, συνεργαστήκατε για τη δόμηση του χαρακτήρα της και της σχέσης του με εκείνον του πατέρα στο φιλμ;

Δεν είχε ξαναπαίξει στο παρελθόν, νομίζω πως είναι γεννημένη ηθοποιός. Έχει κάτι πολύ ξεχωριστό. Αναζητούσα ένα κορίτσι με πολύ δυνατό και βαθύ εσωτερικό κόσμο, ικανό να μεταφέρει με λίγες λέξεις και μικρές χειρονομίες το χαρακτήρα της Άλμπα. Η Macarena ήταν ταυτόχρονα πολύ παιδί απέναντι στην κάμερα ζώντας και νιώθοντας πράγματα, αλλά και πολύ ώριμη στο παίξιμό της, έχοντας βιώσει πολλές δυσκολίες στη ζωή της.

Σε αντίθεση με την Άλμπα, είναι πολύ φιλική, ήταν σχεδόν η «βασίλισσα» του πλατό. Μπορούσε να μπαινοβγαίνει στο χαρακτήρα της, αλλά, όταν ήταν «μέσα», ήταν πολύ αληθινή. Ως ευφυές κορίτσι, μερικές φορές χρησιμοποιούσε πιο πολύ το μυαλό, παρά τα συναισθήματά της. Αυτό, λοιπόν, πάνω στο οποίο δουλέψαμε για ένα δίμηνο ήταν η σύνδεση με τα συναισθήματά της.



Ο άλλος συναρπαστικός χαρακτήρας είναι εκείνος του πατέρα: «σπασμένος», κάπως ντροπαλός, αποτραβηγμένος, καθόλου “macho”. Πώς τον συνέλαβες; Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης;

Η συγγραφή του σεναρίου αποτελούσε πρόκληση, γιατί έπρεπε να κάνω πολλά για να κατανοήσω στ’ αλήθεια τον πατέρα μου. Ενόσω έκανα την ταινία, δεν ήμασταν κοντά. Όταν ολοκληρώθηκε, ξανάρθαμε. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, άρχισα να καταλαβαίνω πολλά για την τρυφερότητα και για έναν αντρικό χαρακτήρα.

Ήταν, επομένως, πολύ καλή σύμπτωση που ανακάλυψα τον Pablo Aguirre και συνειδητοποίησα ότι ήταν συμμαθητής της μητέρας μου. Κι αυτός, με τη σειρά του, έχει αντιμετωπίσει πολλά στη ζωή του και μου είπε πως αισθανόταν πολύ κοντά στο χαρακτήρα του από διάφορες απόψεις. Η συνεργασία μου μαζί του ήταν σαν ένα μεγάλο δώρο. Ο ίδιος προέρχεται από το θέατρο κι αυτή ήταν η πρώτη του ταινία μυθοπλασίας. Στόχος μας ήταν να παίζει με φυσικότητα και να δείχνει πολύ λίγα. Νομίζω ότι έκανε πολύ καλή δουλειά. Είμαι πολύ περήφανη και για τους δύο. Όλοι μας βάλαμε κάτι από τους εαυτούς μας στην ταινία.



Προέρχεσαι από μια χώρα, για την κινηματογραφική ιστορία της οποίας δε γνωρίζω σχεδόν τίποτα. Θα ήθελες να μου πεις περισσότερα γι’ αυτή;

Στο Εκουαδόρ δεν έχουμε πολύ δυνατή κινηματογραφική ιστορία. Από τη μία, η κατάσταση είναι δύσκολη και αισθάνεσαι παγιδευμένος ή την ανάγκη να πας αλλού για να μάθεις. Εδώ δεν υπάρχουν αρκετές αίθουσες όπου μπορείς να παρακολουθήσεις ταινίες, ούτε καλές κινηματογραφικές σχολές ή αναφορές. Από την άλλη, όμως, υπάρχει και κάτι καλό: σε συνθήκες τέτοιας σιωπής μαθαίνεις να σκέφτεσαι και να μάχεσαι περισσότερο, αλλά και να ακούς τον εαυτό σου λιγάκι παραπάνω.

Αν, για παράδειγμα, είχα σπουδάσει στο Παρίσι ή την Αργεντινή, θα είχα αποκτήσει τόσες αναφορές, που θα με είχαν κάνει να ωριμάσω πολύ. Ζώντας στο Εκουαδόρ, σ’ αυτή τη σιωπή, μπορείς ν’ ακούσεις τη δική σου φωνή. Νιώθω ελεύθερη χωρίς αυτές τις αναφορές. Κι αυτό είναι θετικό.

Στο βιογραφικό σου σημείωμα στο festivalscope διάβασα ότι προτιμάς ταινίες που αφήνουν ένα «άρωμα» πίσω τους. Ποιο είναι, λοιπόν, το «άρωμα», η γεύση που σου αφήνει η Άλμπα ως φιλμ;

Μου αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση. Όταν ξαναείδα τμήματα της ταινίας τις προάλλες, ένιωσα πολύ έντονη ευχαρίστηση και ευτυχία που είχα αυτούς τους 2 χαρακτήρες σε μια ιστορία- τα σώματά τους, τις ψυχές τους, τα πρόσωπά τους.

Ευχαριστώ θερμά τον Στέφανο Κόλλια από το τιμ της διοργάνωσης του Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου Αθήνας για τη συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Η ταινία της Άνα Κριστίνα Μπαραγκάν Άλμπα προβάλλεται την Τετάρτη 14 Ιουνίου στις 21:00 στο θερινό κινηματογράφο Λαΐς στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου Αθήνας.

Περισσότερες πληροφορίες για το Φεστιβάλ μπορείτε να αναζητήσετε στο επίσημο site του http://fecha.gr/

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Αθώος ο Πέτρος Καπετανόπουλος και για τις 3 κατηγορίες που τον βάρυναν


Με την αθώωση του Πέτρου Καπετανόπουλου από μονομελές εφετείο και για τις 3 πλημμεληματικές κατηγορίες που τον βάρυναν (αντίσταση κατά της αρχής, απόπειρα απελευθέρωσης κρατουμένου και ψευδής ανωμοτί κατάθεση) έληξε σήμερα η πολύχρονη δικαστική περιπέτεια ενός ακέραιου, δίκαιου και κοινωνικο-πολιτικά ευαίσθητου ανθρώπου. Απαλλακτική ως προς τις 2 πρώτες κατηγορίες υπήρξε και η εισαγγελική πρόταση.

Να θυμίσουμε ότι ο Πέτρος Καπετανόπουλος είχε συλληφθεί το καλοκαίρι του 2012 επειδή είχε διαμαρτυρηθεί για το βασανισμό και την κακοποίηση από αστυνομικούς της ομάδας ΔΙΑΣ ήδη ακινητοποιημένου στο έδαφος και συλληφθέντα μετανάστη σε δρόμο έξω από το σπίτι του.

Στη σημερινή συνεδρίαση προσήλθε, τελικά, ως μάρτυρας κατηγορίας ο αστυνόμος Μακρής, ο οποίος είχε διενεργήσει τη σύλληψη του Καπετανόπουλου.

«Θυμάμαι το πρόσωπό του. Δημιουργεί μια λεκτική αντιπαράθεση που μας αποσπά την προσοχή από τον κατηγορούμενο. Εγώ έχω τον κ. Καπετανόπουλο υπό την επίβλεψή μου και κάπως με αποτραβάει. Πετάχτηκε από το πουθενά», δήλωσε ο μάρτυρας.

(Εισαγγελέας) Είχε άγριες διαθέσεις ο κατηγορούμενος;

(Μάρτυρας) Σίγουρα όχι. Η πρώτη του ερώτηση ήταν γιατί τον πατάμε (σημ.: τον συλληφθέντα μετανάστη).

(Πρόεδρος) Είχε πρόθεση να ελευθερώσει τον κρατούμενο;

(Μάρτυρας) Πρόθεσή του ήταν σώνει και καλά να μάθει τι γίνεται.

(Κώστας Παπαδάκης- συνήγορος υπεράσπισης) Τον πατούσε κάποιος;

(Μάρτυρας) Ίσως θεώρησε ότι τον πατούσα.

Στο σημείο αυτό παρενέβη με οργίλο ύφος και σε υψηλούς τόνους η εισαγγελέας, προκαλώντας, όπως και σε ανάλογες αποστροφές της στη συνέχεια, τις λεκτικές αντιδράσεις των αλληλέγγυων που είχαν δημιουργήσει το αδιαχώρητο στην αίθουσα του Εφετείου Αθηνών.

(Εισαγγελέας) Δεν προβλέπεται από πουθενά να ελέγχεται η αστυνομία από πολίτη.

«Να είστε ευπρεπέστερη», την έψεξε ο Κώστας Παπαδάκης, επισημαίνοντάς της το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα κάθε πολίτη να ελέγχει την αστυνομία για τυχόν διάπραξη αυθαιρεσιών.

Ακολούθησε η κατάθεση της παθουσας, την τσάντα της οποίας φέρεται να είχε αποσπάσει διά της βίας ο συλληφθείς μετανάστης. Ο ίδιος, κατά τη δήλωσή της, την είχε, επίσης, χτυπήσει στην ωμοπλάτη με σπασμένο μπουκάλι. Η τσάντα της επιστράφηκε από άτομο που είχε σπεύσει, ανάμεσα σε άλλα, να κυνηγήσει τον μετανάστη.

Η παθούσα δεν αναγνώρισε τον Πέτρο Καπετανόπουλο, μιας και στο μεταξύ είχε απομακρυνθεί από το επίμαχο σημείο.

«Είναι τόσο ευαίσθητος όσο οφείλει να είναι ο καθένας μας», κατέθεσε, στη συνέχεια, η σύζυγος του Πέτρου Καπετανόπουλου, η οποία βρισκόταν μαζί του, καθώς με τον 18μηνο γιο τους, εκείνο το βράδυ στο διαμέρισμά τους.

(Εισαγγελέας) Σας είπε κάτι για το συμβάν;

(Μάρτυρας) Κατεβαίνοντας είδε κάποιον ακινητοποιημένο συλληφθέντα και έναν αστυνομικό να τον πατάει.

Αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας της κακοποίησης του συλληφθέντα μετανάστη, αλλά και της σύλληψης του Καπετανόπουλου, υπήρξε ο επόμενος μάρτυρας, κάτοικος της περιοχής.

«Πάτημα το θεωρείς αυτό; Αυτό είναι πάτημα», κατέθεσε πως άκουσε έναν εκ των νταήδων αστυνομικών να λέει. «Και ακούω ένα βόγγηγμα», πρόσθεσε.

Όσο για τη σύλληψη Καπετανόπουλου:

«Του βάζουν χειροπέδες, τον βάζουν στο ρείθρο του πεζοδρομίου. Δεν είδα κανένα σπρώξιμο».

(Εισαγγελέας) Τον είδατε να κινείται ενάντια στους αστυνομικούς;

(Μάρτυρας) Είχα λειψή οπτική επαφή, αλλά δεν τον είδα να κινείται ενάντια στους αστυνομικούς.

(Πρόεδρος) Μόνο αυτός διαμαρτυρήθηκε;

(Μάρτυρας) Μόνο αυτός.

(Παπαδάκης) Από τι απόσταση είχατε τη λειψή οπτική επαφή;

(Μάρτυρας) Περίπου στα 8-10 μέτρα. Ήταν κόσμος λίγο πιο μπροστά και αστυνομικοί.

(Παπαδάκης) Έφερε αντίσταση;

(Μάρτυρας) Καμία.

«Για τον εαυτό μου μπορεί να μην είμαι σίγουρος, για τον Πέτρο είμαι», κατέθεσε με θέρμη ο τελευταίος μάρτυρας υπεράσπισης, συνάδελφός του στον ΟΑΕΔ, και φίλος από το 2003. «Από την πρώτη στιγμή είμαστε κοντά του όλοι οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι», πρόσθεσε. «Οι μειοψηφίες είναι πάντα που κάνουν τη διαφορά», σχολίασε, αναφερόμενος στο γεγονός ότι μόνο ο Πέτρος Καπετανόπουλος αντέδρασε στην αστυνομική αυθαιρεσία.

(Παπαδάκης) Δεν έχει οργιστεί ποτέ;

(Μάρτυρας) Είναι ένας άνθρωπος που εκφέρει την άποψή του με ψυχραιμία και σταθερότητα, είναι ενάντια στη βία και προασπίζεται το δίκαιο.

«Η παθούσα έχει όλη μου τη συμπάθεια. Τις μεγάλες ληστείες τις κάνουν αυτοί που σπέρνουν τη φτώχεια σε όλο τον πλανήτη», κατέθεσε εισαγωγικά στην απολογία του ο Πέτρος Καπετανόπουλος.

Για να συνεχίσει με την εξιστόρηση όσων είχε δει, αφότου κατέβηκε από το διαμέρισμα:

«Στο κέντρο της συνάθροισης ήταν 3-4 αστυνομικοί της ομάδας “ΔΙΑΣ”, κάποιος ξαπλωμένος ανάσκελα, και ένας αστυνομικός που τον πατάει στο στήθος. Το βλέπω αχρείαστο και εξευτελιστικό και πλησιάζω τον αστυνομικό και του λέω: “Μα γιατί τον πατάς;” Το θεωρώ λήξαν και έρχεται ένας άλλος, μάλλον ο νταής, και του δίνει μια κλωτσιά στο στήθος κι ο άνθρωπος κάτω βογγάει από τον πόνο. Η φωνή μου είναι πιο έντονη προς τον δεύτερο αστυνομικό. Λέω το ονοματεπώνυμό μου. Δε δηλώνω τη διεύθυνσή μου και κάποιος μου περνάει χειροπέδες».

Δίπλα του βρίσκεται, καθιστός πλέον, ο συλληφθείς μετανάστης.

«Τον ρωτάω “τι έχεις κάνει;” και μου απαντάει “πεινάω, πεινάω, πεινάω”».

Στη συνέχεια οδηγείται στο τοπικό τμήμα.

«Είμαι τόσο ήσυχος, που με παίρνει ο ύπνος στο κρατητήριο. Το ξημέρωμα με καλούν και μου διαβάζουν τις ψευδέστατες μαρτυρίες των αστυνομικών. Κι αυτός ο “γλυκός άνθρωπος” (σημ.: ο αστυνόμος Μακρής) λέει πάλι ψευτιές». 

Γιατί, όμως, συνέβησαν όλα αυτά;

«Η πλειοψηφία των αστυνομικών θεωρεί τους μετανάστες ανθρώπους β’ κατηγορίας. Είναι, επίσης, το καλοκαίρι του ’12 που έχει κάνει το εκλογικό “ντου” η Χρυσή Αυγή».

«Δεν μπορούμε να δικάζουμε υπό το φόβο του κόσμου», σχολίασε η πρόεδρος, με αφορμή τα συνεχιζόμενες αντιδράσεις στα σχόλια της εισαγγελέως («Δε δικάζονται φρονήματα, αλλά πράξεις», «Δε γνωρίζετε την κοσμοθεωρία μου» κ.λπ.), η οποία, στη συνέχεια, απείλησε, εμμέσως πλην σαφώς, τον Πέτρο Καπετανόπουλο για τις συνέπειες που θα έχει ως δημόσιος υπάλληλος σε περίπτωση ψευδορκίας.

«Έχω καθήκον αλήθειας προς το δικαστήριο και την κοινωνία», της αντέτεινε με σταθερότητα εκείνος, για να του απαντήσει: «Αφήστε την κοινωνία».

Στην κατ’ αντιπαράσταση εξέτασή του με τον Πέτρο Καπετανόπουλο, ο αστυνομικός Μακρής επέμεινε πως εκείνος τον είχε τραβήξει, αλλά και απωθήσει. Κανείς, ωστόσο, δεν τον «απείλησε» για τις συνέπειες τυχόν ψευδορκίας από την πλευρά του.

Αναμφίβολα επηρεασμένη από την αποφασιστική παρουσία των αλληλέγγυων, αλλά και την ισχνότητα του κατηγορητηρίου, η εισαγγελέας πρότεινε την αθώωση του Καπετανόπουλου για τα αδικήματα της αντίστασης κατά της αρχής και της απόπειρας απελευθέρωσης κρατουμένου, λόγω μη στοιχειοθέτησής τους και λόγω των «ανθρωπιστικών» κινήτρων του κατηγορούμενου.

Πρότεινε, ωστόσο, την ενοχή του για το αδίκημα της ψευδής ανωμοτί κατάθεσης.

Ο Κώστας Παπαδάκης συντάχτηκε με την απαλλακτική πρόταση της εισαγγελέως ως προς τις 2 κατηγορίες, ζητώντας, όμως, την αθώωσή του και για την τρίτη, μιας και ο κατηγορούμενος έχει την υποχρέωση να δηλώνει τη διεύθυνσή του στην αστυνομία, κάτι που ο Καπετανόπουλος έκανε το ίδιο βράδυ στο οικείο τμήμα, κι όχι εν μέσω «θερμόαιμων συμπολιτών» του δημοσίως.

Η έδρα τον έκρινε αθώο και για τα 3 αδικήματα.

Η δικαστική περιπέτεια του Πέτρου Καπετανόπουλου μπορεί να είχε αίσιο τέλος, αλλά η αστυνομική καταστολή και αυθαιρεσία παραμένουν στο απυρόβλητο.