Γόνος
πολυμελούς
αγροτικής οικογένειας, ο Ανδρέας Σινάνος είναι από τους πλέον καταξιωμένους διεθνώς διευθυντές φωτογραφίας.
Επί μακρόν συνεργάτης του Θόδωρου Αγγελόπουλου, δουλεύει
τα τελευταία χρόνια και με τον Τούρκο
σκηνοθέτη Tayfun Pirselimoğlu, του οποίου η πιο πρόσφατη ταινία, Kerr, προβάλλεται από τις 28
Απριλίου. Συναντώντας τον Ανδρέα Σινάνο.
Η
συντριπτική πλειονότητα των διεθνών παραγωγών όπου έχεις δουλέψει εκτυλίσσεται
σε χώρες με κυρίαρχο το μουσουλμανικό στοιχείο. Tι σε συνδέει μ’ αυτή την
(ανθρωπο)γεωγραφία;
Με απασχολεί τόσο πολύ το
τεχνικό κομμάτι που συνήθως ξεχνάω και τον χώρο. Τον βλέπω πάντα μέσα από την
κάμερα. Είμαι, δηλαδή, αρκετά συγκεντρωμένος στην ίδια την ταινία.
Επιμένω,
ωστόσο. Πηγάζει από βιώματα, εμπειρίες ή κατοπινά ερεθίσματα η εμπλοκή μ’ αυτό
το πολιτισμικό σύμπαν;
Έχω δουλέψει σε Μαρόκο,
Τυνησία, αρκετά στην Τουρκία. Στα Βαλκάνια, φυσικά, με τον Αγγελόπουλο, εν μέσω
πολέμου και εμπάργκο.
Δε θέλω να μιλήσω άσχημα
για τους Μουσουλμάνους, αλλά η θρησκεία τούς σπρώχνει να γίνονται υποκριτές.
Κάνοντας
τι;
Στο Μαρόκο, αν δεν κάνεις
νηστεία κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού, πας φυλακή. Το γεγονός αυτό από μόνο
του σε εξαναγκάζει να γίνεσαι ψεύτης, γιατί ένα ποσοστό ανθρώπων για
διαφορετικούς λόγους δεν μπορεί να τηρήσει τη νηστεία.
Αυτό,
όμως, δε συμβαίνει και σ’ άλλες θρησκείες;
Όχι τόσο. Στον
χριστιανισμό -πιστεύεις δεν πιστεύεις- αυτό δεν αφορά κανέναν. Είναι τελείως προσωπικό
ζήτημα. Ποιος θα σε κρίνει αν τη Μεγάλη Παρασκευή φας κρέας;
Στο Μαρόκο υπάρχουν
θρησκευόμενοι και μη θρησκευόμενοι, η Τουρκία είναι πιο κοσμοπολίτικη.
Πόσες
φορές έχεις ταξιδέψει ή/και παραμείνει εκεί;
Το πρώτο μου ταξίδι στην
Τουρκία έγινε το 1983 επί καθεστώτος Εβρέν. Ήταν μια άλλη Τουρκία, μέσα στις
λάσπες. Για τη θέρμανση χρησιμοποιούσαν αέριο, κι αυτό αιωρείτο, το μύριζες
στην ατμόσφαιρα.
Την πρώτη φορά που
επισκέφτηκα την Κωνσταντινούπολη ένιωσα πως είχα μνήμες, παρότι δεν καταγόμουν
από εκεί.
Δουλεύοντας, όμως, για τον
Αγγελόπουλο αποκοβόσουν από άλλους σκηνοθέτες. Κάθε ταινία του απορροφούσε
δυο-τρία χρόνια από τη ζωή σου. Ελάχιστοι συνεργάτες του είχαν δουλέψει με
άλλους σκηνοθέτες.
Ο μακαρίτης ο
Παναγιωτόπουλος, για παράδειγμα, με φώναξε όταν είχε φιλιώσει με τον Αγγελόπουλο.
Άλλοτε κρατούσε αποστάσεις. Οπότε «ξανοίχτηκα» μετά τον θάνατο του Θόδωρου.
Ήταν
σχεδόν αποκλειστική σχέση.
Για το τελευταίο του
φιλμ, που δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε, κάναμε προετοιμασία επί δύο χρόνια.
Η
τελευταία που προβλήθηκε ήταν η Σκόνη του
χρόνου.
Είχε φοβερή προετοιμασία,
τον ακολουθούσα σε όλα τα ταξίδια.
Υπήρχαν
εντάσεις ή διαφωνίες μεταξύ σας;
Με τους σκηνοθέτες ή τα
βρίσκεις ή δεν τα βρίσκεις. Αισθάνεσαι κάτι ή σε νιώθουν.
Με τον Θόδωρο μιλούσαμε
για τα οικογενειακά μας, για την πολιτική. Κάνοντας ρεπεράζ και ανταλλάσσοντας
φωτογραφίες προέκυπτε, φυσικά, μια πρώτη μορφή της ταινίας. Η ζωή του ήταν το
σινεμά, το γύρισμα η «ανάσα» του.
Με τον Tayfun, αντίστοιχα: έχουμε πάει μια-δυο
φορές σε Σμύρνη και Σύρο όπου θα γίνουν τα γυρίσματα της επόμενης δουλειάς του
και θα ξαναπάμε, αλλά μιλάμε μόνο για τα απαραίτητα. Τα υπονοείς λίγο τα
πράγματα.
Κάθε διευθυντής
φωτογραφίας έχει, εξάλλου, τον τρόπο του να δουλεύει το φως.
Μπορεί γι’ αυτόν τον χώρο
όπου βρισκόμαστε σε μια δεδομένη ταινία να απαιτείται ο ένας και σε μια άλλη ο
άλλος φωτισμός, όμως ο τρόπος που θα
φωτίσεις είναι ο ίδιος. Οι συνθέσεις αλλάζουν λίγο.
Πώς γίνεσαι φωτογράφος; Σε
ελκύει το φως. Εν αρχή ην το φως, όχι ο λόγος.
Έτσι
εξελίχτηκες κι εσύ;
Κάπως έτσι. Παρότι
καταγόμουν από κωμόπολη, το σινεμά μού άρεσε από δεκατριών χρονών.
Έβλεπα τέσσερις ταινίες
την εβδομάδα. Υπήρχαν δύο κινηματογράφοι, οι οποίοι έπαιρναν τα φιλμ «πακέτο».
Ξαφνικά, όμως, έφτανε κι ένας Μπέργκμαν ή ένας Βισκόντι.
Που
άφησαν τα ίχνη τους.
Σαφώς, τις θυμάμαι αυτές
τις ταινίες. Το πρώτο ξένο φιλμ που είδα ήταν το Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά, του Χίτσκοκ. Ήμουν μικρός και είχα
κατατρομάξει. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Η
σχέση σου με το φως έχει εμπλουτιστεί με τα χρόνια;
Ασφαλώς. Το κυνηγάς. Δεν
έχω μάθει, προσπαθώ να μαθαίνω ακόμα. Με την πάροδο των χρόνων στέκομαι
καλύτερα στα πόδια μου, αλλά πάντα έχω μια αγωνία, μια ανησυχία.
Εξαρτάσαι κι απ’ τον σκηνοθέτη.
Αν δεν έχεις κάποιον να σου στήσει ωραία πλάνα, δε γίνεται τίποτα.
Για σκηνοθέτες που έχουν
κάτι να πουν, ακόμα και με λίγα χρήματα, μια φτηνή κάμερα και μερικούς
εθελοντές μπορούν να κάνουν μια ταινία.
Ο συγχωρεμένος ο
Αγγελόπουλος γύρισε την Αναπαράσταση
με πέντε ανθρώπους και χρήματα που του βρήκε ο Σαμιώτης. Για κάποιους ήταν από
τις καλύτερες δουλειές του.
Νιώθεις
ότι η συμβολή σου ως διευθυντή φωτογραφίας έχει υπάρξει σημαντική, αν όχι
καθοριστική, στις δουλειές όπου έχεις εμπλακεί;
Εκ των πραγμάτων είναι
καθοριστική, όπως άλλωστε το σενάριο, οι ηθοποιοί κι οι χώροι- και το πώς θα
τους αντιμετωπίσεις. Αν δεν έχεις άξιο διευθυντή φωτογραφίας, δε «βγαίνουν» οι
χώροι.
Παρόλα αυτά, εγώ ξεκίνησα
συμβατικά, με σκηνοθέτες όπως τους συγχωρεμένους Ξανθόπουλο και Βακαλόπουλο. Ή
με τον Καρακανεβάτο, με τον οποίο κάναμε το Μεταίχμιο,
μια δουλειά που ακόμα αντέχει.
Με τον Κακογιάννη δεν
ευτύχησα, στην προτελευταία ταινία του. Δεν είχαν υπομονή ο Μιχάλης και κάποιοι
παραγωγοί.
Αξιολογείς
τα σενάρια πριν εμπλακείς;
Παλιά δεν έκρινα τα
σενάρια. Αλλά πρέπει να πιστέψεις ένα σενάριο για να βγάλεις δουλειά. Αν πάψει
το ενδιαφέρον, δεν υπάρχει κι αποτέλεσμα. Τώρα έχω γίνει πιο κριτικός.
Για
τον Tayfun Pirselimoğlu δεν έχεις αμφιβολίες.
Τον εκτιμώ πάρα πολύ και
πιστεύω στις ταινίες του.
Από την άλλη, ο Tayfun είναι
ένας άνθρωπος που επιμένει σε ένα συγκεκριμένο είδος κινηματογράφου, ενώ είναι
ευφάνταστος, γρήγορος, ξέρει τι γίνεται στον κόσμο, έχει την ικανότητα να
εφευρίσκει ιστορίες και να γυρίσει μια πιο εμπορική δουλειά.
Κάνει
το είδος του αλληγορικού, υπαινικτικού σινεμά στο οποίο αναφέρθηκες κι εσύ.
Ζούμε και σε καταστάσεις
όπου δεν μπορείς να τα πεις όλα.
Στο
Kerr, ειδικά, το πιο πρόσφατο φιλμ του, o σουρεαλισμός «συναντά» την παράνοια.
Μόλις διάβασα το σενάριο,
κατάλαβα αμέσως τι ήθελε να πει ο ποιητής! Δεν είχα αμφιβολίες.
Είναι
μια ταινία «γέννημα» και των συνθηκών
της πανδημίας;
Το σενάριο ήταν γραμμένο
πολύ πριν την πανδημία. Τελείωνα το φιλμ όταν υπήρχαν τα πρώτα κρούσματα στην
Κίνα. Βιάστηκα να επιστρέψω στην Ελλάδα, για να μη με προλάβει μια καραντίνα ή
μην αρρωστήσω.
Κι
όμως, είναι σαν το σενάριο να είναι γραμμένο υπό την επήρεια της περιόδου.
Υπάρχει η πολιτική
διάσταση, που για μένα είναι πολύ ξεκάθαρη.
Μου
αρέσει αυτή η γόνιμη απροσδιοριστία στην τέχνη και στο σινεμά.
Δε χρειάζεται πάντα μια
ανάλυση, σαν να πρόκειται για μαθηματική εξίσωση. Ούτε κι ο Ταyfun θα
ήξερε να εξηγήσει ακριβώς.
Πώς
επιτυγχάνεται αυτή η σιωπή στο φιλμ;
Γενικώς δε μιλάω,
δυσκολεύομαι να δίνω συνεντεύξεις.
Ή έχεις επικοινωνία, «συνενοχή»
με κάποια άτομα ή όχι, όπως σου είπα και πιο πριν. Ή σου αρέσει ο τρόπος
κάποιου και συμβάλλεις από την πλευρά σου, ή δεν μπορείς. Θέλει προσπάθεια. Με
τον Tayfun λειτουργεί.
Παρότι
οι ταινίες του είναι υπαινικτικά πολιτικότατες -αν και με υπαρξιακό τρόπο-
χρηματοδοτούνται από κρατικούς φορείς.
Είναι από τους σημαντικούς
Τούρκους σκηνοθέτες, όχι κάποιος τυχαίος.
Από την άλλη, είναι το
υπαρξιακό στοιχείο που «μετράει». Ακόμα κι οι άνθρωποι του καλλιτεχνικού «σιναφιού»,
δε θέλουν να δουν πιο πέρα. Μπορεί να είναι «αντί», αλλά κάποια πράγματα τους
βολεύουν.
Χωρίς ως Έλληνας να μπορώ
να μιλήσω με τους Τούρκους πολιτικά, την τουρκική Αριστερά δεν τη βλέπω πουθενά.
Ο Ερντογάν κάπου βολεύει
τους Τούρκους, αισθάνομαι. Ενώ είναι εναντίον του, τούς κάνει περήφανους για τη
χώρα τους.
Δεν
είναι πολωμένη η τουρκική κοινωνία;
Είναι πολωμένη ανάμεσα σε
φτωχούς και πλούσιους, όπως και οι ευρωπαϊκές χώρες. Από την άλλη, επειδή
υπάρχει πολλή «μαύρη» εργασία, δε νιώθεις ότι υπάρχει κρίση, δε βλέπεις
παρηκμασμένους ανθρώπους.
Κι όχι μόνο στην
Κωνσταντινούπολη, αλλά και στην επαρχία. Η τουρκική οικονομία στηρίζεται στην
οικοδομή. Γκρεμίζει και χτίζει.
Το
θέμα είναι τι χτίζεται στη θέση όσων γκρεμίζονται.
Για μια ταινία του Ντερβίς
Ζαΐμ είχα πάει στο Γκαζιαντέπ, γνωστό ως η πατρίδα του μπακλαβά. Παλαιότερα
είχε εντελώς αραβικό χαρακτήρα, και από αρχιτεκτονικής άποψης και σε επίπεδο
νοοτροπίας.
Τώρα, η μισή πόλη είχε
ξαναχτιστεί και η υπόλοιπη γκρεμιζόταν μοιάζοντας με βομβαρδισμένο τοπίο. Η
ταχύτητα της κατεδάφισης ήταν τέτοια, που δεν προλαβαίναμε με τα γυρίσματα. Την
επομένη μπορεί να είχε πέσει όλο το τετράγωνο.
Είναι
για σένα το σινεμά και η διεύθυνση φωτογραφίας τρόποι διάσωσης της μνήμης
ανθρώπων και τόπων;
Βέβαια. Το να βρεις,
όμως, χώρους δυσκολεύει όλο και περισσότερο, γιατί αλλάζουν τα πάντα, άρα και ο
φωτισμός μιας πόλης.
Στα γυρίσματα του Λιβαδιού που δακρύζει στο ιστορικό
κέντρο της Θεσσαλονίκης έπρεπε να αλλάξω λαμπτήρες, αλλά δεν υπήρχαν πια
λαμπτήρες πυρακτώσεως.
Ο
κινηματογράφος, ωστόσο, δεν τελειώνει -ούτε κι οι άνθρωποι ή οι κοινωνίες.
Δεν ξέρω αν είναι
καλύτερος ή χειρότερος. Εγώ, πάντως, έχω «κολλήσει» στο σινεμά της δεκαετίας
του 1970.
Ίσως γιατί είναι οι
πρώτες μου αναμνήσεις ή γιατί ήμουν στην Ιταλία εκείνη την περίοδο κι έβλεπα «ζεστές»
ταινίες του Βισκόντι, του Φελίνι. Είναι το σινεμά που με καθόρισε. Αυτές τις
δουλειές τις εκτιμώ τώρα περισσότερο. Και δεν ξαναγίνονται.
Πρόσφατες
παραγωγές παρακολουθείς;
Μπορεί να δω φιλμ που να
μ’ αρέσουν. Τα κρίνω, όμως, όταν ξυπνήσω την επομένη. Σήμερα, λοιπόν, δε σου
μένει κάτι όταν ξυπνήσεις. Παλιά, κάτι μου έμενε από κάποιες ταινίες. Εσύ είσαι
νέος, τα βλέπεις αλλιώς!
Ευχαριστώ
θερμά τον Ανδρέα
Σινάνο για την παραχώρηση της φωτογραφίας του που συνοδεύει την ανάρτηση.
Η ταινία του Tayfun Pirselimoğlu
Kerr,
σε διεύθυνση φωτογραφίας Ανδρέα Σινάνου,
προβάλλεται από τις 28 Απριλίου στον κινηματογράφο Μικρόκοσμος.