Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Ηλίας Ζάικος: «Δεν έπαψα ποτέ να νιώθω μαθητής»

 

Ηλίας Ζάικος (Φωτογραφία: Ηλίας Μωραΐτης)

40 χρόνια πριν, οι Blues Wire (τότε Blues Gang) ηχογράφησαν τον πρώτο μπλουζ δίσκο από Έλληνες μουσικούς. Στις μέρες μας, συνεχίζουν αδιάλειπτα να δίνουν συναυλίες σε Ελλάδα και εξωτερικό, κερδίζοντας αναγνώριση κι αποδοχή.

Ενόψει του λάιβ τους στο Κύτταρο στις 4 Οκτωβρίου, συνομιλούμε με τον κορυφαίο Έλληνα μπλουζίστα Ηλία Ζάικο - ιδρυτικό μέλος, κιθαρίστα και τραγουδιστή του συγκροτήματος.

«The music you listen to becomes the soundtrack of your life», ακούγεται πριν από το Keep blues alive. Στην περίπτωσή σου, τα μπλουζ είναι πολύ παραπάνω από το «σάουντρακ της ζωής σου», είναι -νιώθω- μια σχέση και στάση ζωής.

Είναι φράση που είπε ο Mike Bloomfield και ακούγεται με τη δική του φωνή. Με είχε εντυπωσιάσει από την πρώτη στιγμή.

Τη θεώρησα και ιδιαίτερα ουσιαστική αλλά και απόλυτα εναρμονισμένη με το πνεύμα του μπλουζ, όπου συχνά ο λόγος εκφέρεται με απλότητα, ευθύτητα και μέσω παρομοιώσεων και παραβολών.

Σμίλεψαν οι συναυλίες αυτή τη σχέση/στάση ζωής; Χωρίς τα μπλουζ, θα ήσουν ένας άλλος Ηλίας Ζάικος;

Χωρίς τα μπλουζ δεν μπορώ να πιθανολογήσω ποιος ή τι θα ήμουν. Εκείνο που σίγουρα γνωρίζω είναι ότι η μουσική και οι συναυλίες μου χάρισαν τη ζωή όπως την ξέρω - τουλάχιστον ένα μεγάλο και σημαντικό κομμάτι αυτής.

Λέγεται πως η προτίμηση στα μπλουζ και την τζαζ αποκαλύπτει ένα αμερικανόφιλο πολιτισμικό υπόβαθρο. Συμμερίζεσαι -ή έστω κατανοείς- αυτή την εκτίμηση; Και αν ναι, σε αφορά σε κάποιον βαθμό;

Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση, ευχαριστώ.

Από μόνη της μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διατριβής βέβαια. Συνοπτικά, να σημειώσω ότι οι αρετές του αμερικάνικου πολιτισμού έχουν μια γοητεία παρόμοια με κείνη που αποδίδεται στα νιάτα.

Μέχρι και στις μέρες μας που απέκτησε ένα κάποιο βάθος προϊδεάζει για περιπέτειες και εξερευνήσεις, απέραντες εκτάσεις, «the land of the brave and free», ένας πληθωρικός κόσμος που περιμένει να τον γευτείς.

Νομίζω πως φυσιολογικά οι νέοι άνθρωποι/καλλιτέχνες μαγεύονται από αυτόν ακόμη και με τα στάνταρ του σήμερα και τη θηριώδη ανθρωποφαγία και σκληρότητα της show business. Τα όνειρα πάντα νικάν ανεξάρτητα από το ύψος του αντιτίμου.

Οπότε ναι, το κατανοώ, δεν το συμμερίζομαι όμως, παραμένω φίλος της τέχνης και των λαών από όπου κι αν προέρχονται.

Σέβομαι κι εκτιμώ την ανάγκη της έκφρασης ανεξάρτητα από χρώματα και κουλτούρες. Έχω τις προτιμήσεις μου ασφαλώς, όπως ο καθένας, αλλά μέχρι εκεί. Ίσως γιατί πάντα είχα αγάπες, θαυμασμό και αναφορές, ποτέ όμως είδωλα.

Υπήρξες αυτοδίδακτος στην κιθάρα, γεγονός αρκετά συνηθισμένο σε μουσικούς παλαιότερων γενεών στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως είδους και οργάνου. Από επιλογή ή ανάγκη; Τι κέρδισες και τι έχασες με το να μη λάβεις «ακαδημαϊκή» εκπαίδευση;

Πρωτόπιασα κιθάρα στα 20 μου παρασυρμένος από ένα ιδίωμα με κατακλυσμιαία δυναμική και εν πολλοίς άναρχο και ασυμβίβαστο χαρακτήρα.

Οι συνθήκες νομίζω έκαναν μονόδρομο το να γίνω αυτοδίδακτος. Ποιος να διδάξει κάτι τέτοιο, ειδικά εκείνα τα χρόνια; Τίποτε δεν τα έχει όλα. Σε κάθε περίπτωση, κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις.

Ο «ακαδημαϊσμός» στην τέχνη μπορεί να είναι πολύτιμος, αλλά και καταστροφικός. Χρειάζονται βάθος γνώσεων, ευθυκρισία, ευρύτητα πνεύματος και όλα αυτά να συνδυάζονται με δυνατούς χαρακτήρες και γερά στομάχια.

Κοντολογίς, πράγματα που δε συναντάς συχνά σε νέα παιδιά. Μάλλον καλώς, θα προσθέσω.

Συνεχίζοντας με ένα «τεχνικό» ιντερλούδιο, θα ήθελες να αναφερθείς λίγο περισσότερο στην τεχνική την οποία ανέπτυξες στην κιθάρα και τις επιρροές σου;

Πάντα έπαιζα όπως με βόλευε, είμαι λίγο τεμπέλης σε αυτόν τον τομέα. Ποτέ δε μελέτησα με την τυπική έννοια του όρου, εκείνο που με ενδιέφερε ήταν όσα παίζω να μην ακούγονται παράταιρα με όσα μου μετέφεραν τα αυτιά μου και το μυαλό μου.

Ένα καθοριστικό σημείο ήταν όταν για πρώτη φορά είδα σε ένα βίντεο τον Muddy Waters και τον Johnny Winter να παίζουν.

Φορούσαν ένα περίεργο πράγμα στον αντίχειρα του δεξιού τους χεριού με το οποίο συνδύαζαν τις τεχνικές πένας και δακτύλων. Αργότερα ανακάλυψα πως λέγεται «thumbpick» και έκτοτε συνέχισα έτσι.

Οι επιρροές μου, εκτός από τα γνωστά μεγάλα ονόματα),είναι κάθε τι που έχει το χρώμα του μπλουζ στον ήχο του, αλλά και όλα όσα υποπίπτουν στην αντίληψή μου και διακρίνω σε αυτά αυθεντικότητα και ειλικρίνεια.

«This is the very first blues album in Greek discography. We didn’t know that at the time but then again we didn’t know much about anything. Sounds simple but real authentic».

Αυτά διαβάζω στις σημειώσεις του ντεμπούτου των Blues Wire (τότε Blues Gang), Digit. Αν και δεν είσαι μουσικολόγος ή κοινωνιολόγος, δεν έχουν τα μπλουζ σχέση με το ρεμπέτικο;

Αυτή είναι μια συζήτηση που ανατροφοδοτείται κατά διαστήματα. Η άποψή μου είναι απλή, όπως και η μουσική που ηχογραφήσαμε:

Η σχέση υπάρχει και το μπλουζ μοιράζεται κοινά στοιχεία με κάθε δημοτική ή λαϊκή μουσική ανά την υφήλιο. Eκεί βρίσκoυν καταφύγιο η θυμοσοφία και οι κατά τόπους παραδόσεις και συνήθειες.

Όσον αφορά την αυθεντικότητα, εντοπίζεται στην απλότητα;

Θαρρώ ότι το ζήτημα της αυθεντικότητας δεν εντοπίζεται αποκλειστικά στην απλότητα.

Ωστόσο κάτι σύνηθες, αν δούμε για παράδειγμα στυλ και ιδιώματα από την Κούβα, την Ασία και την Λατινική Αμερική, είναι ότι κάθε άλλο παρά απλά μοιάζουν, τουλάχιστον για τους Δυτικούς.




«Είμαι “δέσμιος” της φόρμας και της σταθερής επανάληψης που αποτελούν αρχέγονες αξίες των blues», γράφεις στις σημειώσεις του Blue Black Blues. Μιλώντας πάντα για μπλουζ, είναι ο φορμαλισμός ως αξία απελευθερωτικός;

Θα έλεγα πως είναι υποβοηθητικός, παρέχει μιαν ασφάλεια που όλοι έχουμε ανάγκη κάποιες φορές, είναι η εστία, η θαλπωρή και σιγουριά της κοιτίδας,

Ένας μουσικός που σέβεται τον εαυτό του δεν μπορεί να παραβλέπει κάτι τέτοιο, όπως και δεν μπορεί να γαντζώνεται σε νόρμες και τυπικότητες. Οφείλει να εξερευνήσει το άγνωστο, να ρισκάρει, να αναμετρηθεί με τον ίδιο και τα όρια της τέχνης του.

Έχετε, ανά τα χρόνια, συνεργαστεί με την «αφρόκρεμα» της παγκόσμιας μπλουζ σκηνής. Με ποιους από αυτούς τους μουσικούς/τραγουδιστές αισθάνθηκες πιο οικεία και σε ανθρώπινο επίπεδο και γιατί;

Δε θέλω να υπεκφύγω, αλλά αυτό συνέβη με τους περισσότερους, όχι για τους ίδιους λόγους αλλά η οικειότητα ήταν εκεί.

Άλλοι μας αγκάλιασαν πιο πολύ σε μουσικό επίπεδο, κάποιοι στην παρέα, μερικοί σε ξενύχτια, ταξίδια και συζητήσεις.

Θέλω να τονίσω, πάντως, το μοναδικό συναίσθημα που σου μεταδίδεται από τέτοιους ανθρώπους.

Σκεφτείτε ότι κάποιοι εξ αυτών είναι μεγαθήρια, πως εσύ, ο «τελευταίος κρίκος», ανήκεις στον ίδιο κόσμο με αυτούς, μέλος του οργανισμού που γέννησε εκείνους, δώρο μοναδικό και πολύτιμο.

Θεωρείσαι ο σημαντικότερος Έλληνας μπλουζίστας, έχοντας κατακτήσει την αναγνώριση και την εκτίμηση κοινού και κριτικών σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Εκτός από το να παρέχει ηθική και ψυχική ικανοποίηση, αποτελεί η αναγνώριση και ευθύνη έναντι του εαυτού σου, της μουσικής σου και των ποικίλων κοινών; Μετουσιώνεται η αίσθηση ευθύνης σε περαιτέρω εμβάθυνση στη δημιουργία;

Ευχαριστώ για τα τιμητικά σχόλια, όμως δεν έπαψα ποτέ να νιώθω μαθητής - κι αυτό είναι για πάντα. Μόνο αν έχεις καβαλήσει το καλάμι μπορείς να δεις τον εαυτό σου ως κάποιον σπουδαίο. Αυτά είναι αυταπάτες και βαυκαλισμοί.

Η ευθύνη ξεκινάει πρώτα και κύρια από το πώς αντιμετωπίζεις την τέχνη σου.

Το κοινό ποτέ δεν το απαξιώσαμε ή το παραγνωρίσαμε. Αρχίζεις μια πορεία για προσωπική σου ανάγκη, στον δρόμο όμως φλέγεσαι να μοιραστείς τον έρωτά σου. Αυτό χρειάζεται δύο.

Υποχρεούσαι να τιμάς εκείνους που βρίσκονται κοντά σου κάποιο δημιουργικό βράδυ, κι αν είναι και οργασμικό ακόμη καλύτερα.

Πάντα είχα την αίσθηση πως πάνω και, πέρα απ’ όλα, συμβάλλω με κάποιον τρόπο στη διάδοση αυτής της μουσικής, αλήθεια ή όχι. Είναι βάλσαμο για μένα τούτη η σκέψη.

Όταν ξεκινούσατε τη σταδιοδρομία σας πριν από 40 (και κάτι) χρόνια, υπήρξατε πρωτοπόροι στο πεδίο των μπλουζ εγχωρίως.

Πώς θα περιέγραφες τη σύγχρονη μπλουζ σκηνή στην Ελλάδα σε επίπεδο μουσικής πρωτοτυπίας και τεχνικής αρτιότητας; Έχει ωριμάσει το κοινό στις μέρες μας;

Στη χώρα σήμερα έχουμε πληθώρα μουσικών που ασχολούνται με το μπλουζ. Αρκετοί είναι καταπληκτικοί παίκτες, σε επίπεδο πρωτοτυπίας όμως δεν ξέρω και πολλά σχήματα να διακρίνονται.

Από την άλλη, είναι οξύμωρο ίσως να αναζητάς πρωτοτυπία σε κάτι τόσο κλασικό και με στενά όρια - τουλάχιστον στις αρχικές του φόρμες.

Φαντάζομαι ότι όλα εξηγούνται λίγο ή πολύ με την επέλαση της τεχνολογίας.

Τα πάντα πλέον είναι άμεσα προσβάσιμα, η νοοτροπία του «γρήγορα και εύκολα» συναντάται και στις τέχνες, συμπιέζει τις προσωπικότητες, αυξάνει τα αδιέξοδα, ψαλιδίζει την ελπίδα.

Το κοινό σαφώς έχει διαφορετικό επίπεδο, όχι κατ’ ανάγκη πιο ώριμο, όμως.

Γνωρίζει πλέον πολύ περισσότερα σε σχέση με το παρελθόν και μια αρχική αξιολόγηση την κάνει ευκολότερα και ακριβέστερα.

Αν, ωστόσο, εξαιρέσεις έναν συμπαγή κορμό αληθινών μουσικόφιλων -που μας στήριξαν για δεκαετίες και είμαστε ευγνώμονες- η αλήθεια παραμένει πως η Ελλάδα στη βάση της είναι ένα απέραντο σκυλάδικο σε αισθητική και νοοτροπία.

Αυτό αντικατοπτρίζεται σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας.

Αν η σεμνότητά σου το επιτρέπει, πώς αξιολογείς τη συμβολή των Blues Wire;

Οι Blues Wire για αρκετά χρόνια βοήθησαν στο να γίνει το μπλουζ πιο γνωστό στη χώρα. Ναι, το πιστεύω αυτό και είμαστε περήφανοι.

Νίκη Γκουρζ, Σωτήρης Ζήσης, Ηλίας Ζάικος: Για «επιδόρπιο», θα ήθελα να μου μιλήσεις για τα υπόλοιπα μέλη της «οικογένειας» των Blues Wire.

Για τον Σωτήρη ό,τι και να πω δεν είναι αρκετό. Φίλος, αδελφός, συνοδοιπόρος από την πρώτη μέρα. Θα μεταφέρω μόνο κάτι που είχα πει παλιότερα και το πιστεύω σε απόλυτο βαθμό: αν δεν υπήρχε ο Σωτήρης, δε θα υπήρχε το γκρουπ.

Η Νίκη είναι διαφορετική περίπτωση.

Μεγάλωσε ακούγοντάς μας και είναι αληθινά συγκινητικό να την έχουμε δίπλα μας ως ισότιμο μέλος, κάτι που το κέρδισε με το σπαθί της, που λένε. Είναι πλέον η μακροβιότερη ντράμερ στην ιστορία μας, κι αυτό από μόνο του φανερώνει πολλά.

Eυχαριστώ θερμά τον Ηλία Ζάικο για την ευγενική παραχώρηση των φωτογραφιών του ίδιου και του συγκροτήματος που συνοδεύουν το κείμενο.

Oι Blues Wire, με special guest τον Νίκο Ντουνούση, εμφανίζονται λάιβ στο Κύτταρο την Παρασκευή 4 Οκτωβρίου.



Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024

Γιώργος Κατσής: «Μ’ ενδιαφέρει το σινεμά όπου όλοι ριψoκινδυνεύουμε κάτι»

 


Το τόσο οικείο πορτρέτο ενός κωμικοτραγικού σύγχρονου ήρωα, του τράπερ MJ, σκιαγραφεί η ομώνυμη -και πολυβραβευμένη φέτος στην Δράμα- μικρού μήκους ταινία του Γιώργου Φουρτούνη.

Μια συνάντηση με τον πρωταγωνιστή του MJ, Γιώργο Κατσή, ο οποίος κέρδισε το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας, ενόψει των 30ών Νυχτών Πρεμιέρας (2-14 Οκτωβρίου).

Είσαι πολυσχιδής προσωπικότητα: γράφεις, παίζεις, σκηνοθετείς. Σε ποιον βαθμό αλληλοτροφοδοτούνται αυτές οι ιδιότητές σου κάνοντάς σε να προχωράς παραπέρα - ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης;

Όταν δεν μπαίνεις σε μια καλλιτεχνική διαδικασία υιοθετώντας αυστηρά έναν ρόλο, είναι πιθανόν να μην έχεις παλιακές και κουραστικές ερωτήσεις σχετικά μ’ αυτήν.

Ως ηθοποιός, για παράδειγμα, μπορείς να κατανοείς και άλλα πράγματα πέρα από το πώς πρέπει να παιχτεί μια σκηνή, όπως την διαδικασία του φωτισμού ή τις απαιτήσεις του κάδρου.

Το να έχεις, λοιπόν, αντίληψη αυτών των πραγμάτων σε τεχνικό επίπεδο, αλλά και από άποψη ευρύτερης καλλιέργειας, σε βοηθάει να συνεννοείσαι καλύτερα με τους υπόλοιπους συντελεστές.

Το σινεμά είναι κάτι τόσο βασισμένο στον σκηνοθέτη που, μόλις ως ηθοποιός το αποδεχτείς, σου δίνει μεγαλύτερη ελευθερία να υπάρχεις σε μια ταινία.

Ομολογώ ότι δεν είχα ποτέ σκεφτεί τον κινηματογράφο ως μια τόσο «σκηνοθετο-κεντρική» διαδικασία.

Μου φαίνεται, μάλιστα, περιοριστικό να αφήνεσαι στην ματιά του σκηνοθέτη. Εσύ, ωστόσο, αντιλαμβάνεσαι αυτό το «άφημα» ως κάτι απελευθερωτικό.

Το να παραδοθείς στην ματιά του σκηνοθέτη, επειδή αντιλαμβάνεσαι ένα συνολικότερο όραμα το οποίο απαιτεί περισσότερους ανθρώπους για να υλοποιηθεί, καθιστά και σένα συνδημιουργό.

Σε περίπτωση, αντιθέτως, κατά την οποία ο εκάστοτε σκηνοθέτης δεν καταλαβαίνει για ποιο πράγμα μιλάει, η συγκεκριμένη στάση με βοηθάει να μην εμπλέκομαι τόσο πολύ προσωπικά.

Όταν, επομένως, παραδίδεσαι σε κάτι που είναι κατώτερο των όποιων προσδοκιών σου, αρκεί η κατακτημένη στο μεταξύ εμπειρία ώστε να εξισορροπήσεις την απογοήτευση με την ανάγκη εμπλοκής με τον τρόπο που έχεις μάθει να το κάνεις;

Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, καθώς τόσο το σινεμά όσο και η μουσική είναι ομαδικά «σπορ».

Στο θέατρο, για παράδειγμα, έχω δει πολλές παραστάσεις στις οποίες σώζουν των κώλο του σκηνοθέτη οι ηθοποιοί, οδηγώντας το κοινό να πιστέψει πως ο σκηνοθέτης έχει πετύχει κάποιο επίτευγμα.

Στο σινεμά, μια ταινία σώζεται και με άλλους τρόπους. Από έναν κακό σκηνοθέτη, ωστόσο, δυστυχώς δε σώζεσαι με τίποτα.

Ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση, είναι το να είναι ένα δημιούργημα όμορφο. Ένα δημιούργημα αρχίζει να μ’ ενδιαφέρει όταν μπορώ ν’ αντιλαμβάνομαι την ομαδική δουλειά γύρω από αυτό.

Περνώντας στο MJ του Γιώργου Φουρτούνη, για το οποίο κέρδισες το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στο φετινό Φεστιβάλ Δράμας, και η δικιά σου συμβολή στην δόμηση του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα υπήρξε πολύτιμη.

Θα ήθελα να μου την αναλύσεις λίγο περισσότερο.

Ίσως πρόκειται για την πρώτη ταινία του Γιώργου που είναι τόσο βασισμένη πάνω σ’ έναν χαρακτήρα.

Θέλει να μελετήσουμε το κοινωνικό φαινόμενο το οποίο οδηγεί τον χαρακτήρα να υιοθετήσει την συγκεκριμένη περσόνα.

Οπότε, η ευθύνη που δίνεται στον ηθοποιό ο οποίος ενσαρκώνει έναν τέτοιο χαρακτήρα δεν μπορεί να είναι μονόδρομη. Λόγω, λοιπόν, του μεγέθους της ευθύνης, πρέπει η συνεννόηση σκηνοθέτη-ηθοποιού να γίνει από κοινού.

Είναι πολύ σημαντικό το ότι με τον Γιώργο είμαστε επί πολλά χρόνια φίλοι, χωρίς αυτό να σημαίνει πως, επειδή είμαστε φίλοι, με εμπιστεύτηκε και με πήρε στην ταινία.

Ο Γιώργος είναι πολύ εξονυχιστικός σκηνοθέτης και θέλει να είναι οι συνθήκες κατάλληλες ώστε το κάθε φιλμ του να υλοποιηθεί όπως ακριβώς το θέλει. Γι’ αυτό ο Φουρτούνης είναι ο Φουρτούνης κι οι υπόλοιποι, οι υπόλοιποι!

Αν, επομένως, δε θεωρούσε ότι μπορώ να φέρω εις πέρας τον ρόλο μου, δε θα με διάλεγε. Η φιλική μας σχέση συνιστούσε απλώς μια ευχάριστη συγκυρία.

Όντας εκεί από την στιγμή που έγραφε το σενάριο, ήταν σαν να είχα ξεκινήσει πρόβες πριν καν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα, χρόνια πριν!

Ο τρόπος δουλειάς συνίστατο στην διατύπωση ερωτήσεων σχετικά με την κάθε πτυχή του χαρακτήρα του MJ: από το τι χρώμα μαλλί έχει, το τι τατουάζ χτυπάει και το τι κομμάτια γράφει μέχρι το τι ειπώνεται ή δεν ειπώνεται σε κάθε σκηνή.




Ο ΜJ είναι, χωρίς αμφιβολία, ένας περίπλοκος ήρωας. Είναι ταυτόχρονα κωμικός και τραγικός, ή είναι περισσότερο τραγικός;

Όλοι οι άνθρωποι που έχουν μια δυνατή αίσθηση του χιούμορ το χρησιμοποιούν ως έναν αμυντικό μηχανισμό για την επούλωση τραυμάτων. Η κωμωδία, συνεπώς, δεν είναι καθόλου μακριά από την τραγωδία.

Σε κάθε άνθρωπο που προσπαθεί να σε κάνει να γελάσεις κρύβεται κάτι πολύ τραυματικό.

Χρειάζεται μια δόση χιούμορ για να αποσπάσεις την προσοχή του κοινού από την τραγωδία η οποία έρχεται στο φιλμ.

Ήταν, λοιπόν, πολύ σημαντικό μέλημα του Γιώργου ν’ αποτυπωθεί το πραγματικό τραύμα, η πραγματική φωνή του χαρακτήρα του MJ όταν πια έχει απαλλαγεί από κάθε μάσκα. Προσωπικά, με φόβιζε αν τελικά θα συνέβαινε αυτό.

Υπήρξε, για σένα, ο συγκεκριμένος ρόλος εξίσου δύσκολος ή «εύκολος» με οποιονδήποτε άλλο ή είχε κάποιες ιδιαίτερες απαιτήσεις;

Η δυσκολία στο σινεμά είναι ότι μια ιστορία δε γυρίζεται με την σειρά με την οποία διαδραματίζεται και πολλές συνθήκες σε «αποσυγκεντρώνουν» συνέχεια.

Ιδιοσυγκρασιακά, έχω πολύ μεγάλο πρόβλημα με την επανάληψη των λήψεων. Φθείρομαι πολύ γρήγορα. Γι’ αυτό και επενδύω στην πρώτη λήψη.

Και δεν μπορώ να ακούω μαλακίες από παλαιότερες «καραβάνες» του τύπου: «Οι δυο-τρεις πρώτες λήψεις θα πάνε άπατες».

Πέραν όσων προανέφερα, η μεγαλύτερη -εν προκειμένω- απαίτηση ήταν πως δεν ήθελα ν’ απογοητεύσω τον φίλο μου. Ο μεταξύ μας δεσμός ήταν ξεκάθαρα το αντικείμενο με το οποίο ασχολούμασταν. Η φιλία μου με τον Γιώργο διατρέχει την ταινία.

Εντέλει, απέδωσε καρπούς η συνύπαρξή σας - αρχικά σε φιλικό, κατόπιν σε καλλιτεχνικό επίπεδο.

Αν το διακύβευμα δεν αφορά στους ανθρώπους που φτιάχνουν κάτι, η διαδικασία της δημιουργίας αποτυγχάνει. Το σινεμά δε λειτουργεί σε αυστηρά επαγγελματικό επίπεδο.

Εμένα, μ’ ενδιαφέρει το σινεμά όπου όλοι ριψoκινδυνεύουμε κάτι και όπου, σε όσο χρόνο διαθέτουμε, προσπαθούμε να συνδεθούμε όσο πιο βαθιά γίνεται.

Ως χαρακτήρας, πόσα περισσότερα συμπυκνώνει ο MJ σε σχέση με την κοινωνία στην οποία ζούμε;

Μ’ αρέσει πολύ αυτό που ρωτάς.

Τις μέρες του Φεστιβάλ γινόταν, σε επίπεδο δημοσιογραφικής κριτικής, μια συζήτηση για τα δομικά στοιχεία αυτού του χαρακτήρα σαν να επρόκειτο για κάτι περίεργο που αδυνατούμε να εξηγήσουμε και το οποίο επ’ ουδενί δεν είμαστε εμείς.

Εμείς, αντιθέτως, είμαστε, απέναντι σ’ έναν τέτοιο τράπερ, καλλιεργημένοι και πολυδιάστατοι.

Αν, όμως, αναλογιστείς τις επιλογές που κάνουν οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους, δεν είναι καθόλου μακριά από εκείνες ενός MJ.

Υπάρχει, για παράδειγμα, φοβερή και βαθιά εμμονή -και κακώς- στον Έλληνα με το τι εντύπωση θα προξενήσει, κι όχι μόνο σε επίπεδο εμφάνισης.

Αν, μάλιστα, κάποιος κρίνει έναν άλλο βάσει της εμφάνισής του, είναι εκατό φορές πιο ρηχός.

Η εμμονή με το χρήμα την οποία έχει ένας τράπερ είναι βαθιά εμμονή του Έλληνα. Ο Έλληνας σκέφτεται μόνο τα χρήματα.

Σκέψου με τι ευκολία οι κληρονόμοι ανακαινίζουν διαμερίσματα που με αίμα έχτισαν οι πρόγονοί τους για να τα μετατρέψουν σε Airbnb. Δε γίνεται να υπάρχει ο MJ αν η κοινωνία δεν είναι ο MJ.

Αν θες να προκύψει μια πολιτική θέση από μια ταινία την οποία έχεις φτιάξει, πρέπει να «σκύψεις» κυρίως σε τέτοιες προσωπικότητες.




«Σκύβουν» σε τέτοιες προσωπικότητες σκηνοθέτες και σκηνοθέτριες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου;

Παρακολουθώντας, με πολλή αγάπη, σύγχρονες ελληνικές ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, διαπιστώνω πως ο κεντρικός χαρακτήρας τους είναι ένας κατά κανόνα αθώος άνθρωπος που προσπαθεί να υπερνικήσει ένα βαθιά κακό σύνολο.

Πρόκειται για μια λανθασμένη φαντασίωση του δημιουργού σε σχέση με το σινεμά και την κοινωνία. Πολλοί σκηνοθέτες νομίζουν ότι είναι πρωταγωνιστές έργων και «γράφουν» τον εαυτό τους ως καλό, περιθωριοποιημένο και πονεμένο.

Σε περίπτωση, ας πούμε, που θες να κάνεις μια τρανς ταινία, θα είναι πολύ βαθύτερη αν αυτός ο οποίος μαχαιρώνει τον/την τρανς είναι ο πρωταγωνιστής.

Συμπεριφερόμαστε σαν αυτοί οι μαχαιροβγάλτες να φύτρωσαν από την γη. Πρέπει περπατήσεις με τα παπούτσια τους, αν θέλεις ν’ αλλάξει κάτι. Είναι επώδυνα παπούτσια, αλλά πρέπει να τα φορέσεις.

Ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα πρέπει να γίνει πιο αμφιλεγόμενο ηθικά, αναδεικνύοντας χαρακτήρες που δεν έχουν έναν «καθαρό» ηθικό άξονα, προκειμένου να ξεκινήσουν οι συζητήσεις.

Ο ΜJ, ως χαρακτήρας, απογυμνώνει τον θεατή. Όποιος εκ των θεατών συγκινείται μ’ έναν τέτοιο χαρακτήρα, αφήνει χώρο στον εαυτό του να σκεφτεί κάποια πράγματα.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να βγαίνεις από «καλούπια» - σκηνοθετικά, σεναριακά, υποκριτικά;

Για έναν άνθρωπο ο οποίος θα ασχοληθεί με την τέχνη είναι ό,τι πιο δύσκολο να αποδεχτεί πως δεν είναι ο Μότσαρτ, δεν είναι ο Κασσαβέτης, ούτε θα γίνει ο Ταρκόφσκι.

Το ζήτημα είναι ν’ αντιληφθείς ότι δεν έχεις τον έλεγχο της ζωής σου. Δεν είναι το σινεμά ένα μέσο διά του οποίου θα φτιάξεις μια ιστορία η οποία θα σου δώσει την εντύπωση πως έχεις τον έλεγχο της ζωής σου.

Πρέπει να μιλήσεις για την απουσία του ελέγχου. Το καθεστώς εντός του οποίου ζούμε -που δημοκρατικό σίγουρα δεν είναι- σου υπαγορεύει ότι δεν ελέγχεις τα πράγματα.

Δυστυχώς, στο σινεμά έχει χαθεί πλέον το νήμα της συνέχειας από τον έναν άνθρωπο στον άλλο.

Κάποτε, για παράδειγμα, μαθαίναμε από κάποιον περί αναρχίας, δίσκων, ταινιών. Μαθαίναμε και μέσα από έναν μεγάλο έρωτα. Σήμερα όχι.

Κι αυτό αντανακλάται στον τρόπο με τον οποίο δε σκεφτόμαστε πολιτικά στην εποχή μας και στο πόσο διαβάζουμε ή εντρυφούμε και αγαπάμε τον κινηματογράφο και τις ταινίες ως σκηνοθέτες.

Εσύ, γιατί αγαπάς την τέχνη;

Προσωπικά, αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με τα καλλιτεχνικά γιατί με μεγαλώνουν ως άνθρωπο.

Έπρεπε πρώτα να μεγαλώσω για να με χωρέσει το θέατρο και να κάνω σινεμά. Για ν’ ασχοληθείς με την τέχνη, πρέπει ν’ ανταποκρίνεσαι στις απαιτήσεις της.

Ως καλλιτέχνης δεν είναι κάποιος ανώτερος από έναν άλλο άνθρωπο. Απλώς εργάζονται σε διαφορετικά πεδία. Δεν κοιτάζω κάποιον αφ’ υψηλού επειδή κάνω τέχνη.

Αυτό το σύμπλεγμα, όμως, το βιώνουν σκηνοθέτες που θεωρούν πως δεν αρκεί να βλέπουν φιλμ ως καλοί θεατές. Μια τέτοια ψευδαίσθηση δεν απέχει πολύ από την ψευδαίσθηση του MJ.

Όλοι οι καλοί θεατές θέλουν να γίνουν σκηνοθέτες -ή, κατά περίπτωση, συγγραφείς- και δε μας έμειναν καλοί θεατές, τελικά. Γι’ αυτό και βλέπουμε οι σκηνοθέτες τις ταινίες μεταξύ μας. Κάπως έτσι την γαμήσαμε!

Η ταινία του Γιώργου Φουρτούνη MJ με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Κατσή έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Εθνικό Διαγωνιστικό του 47ου Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, όπου κέρδισε πέντε βραβεία.

Ο Γιώργος Κατσής απέσπασε το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας.

Το MJ συνεχίζει το εγχώριο ταξίδι του στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας (2-14 Οκτωβρίου) και στο 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (31 Οκτωβρίου-10 Νοεμβρίου).



Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

Isabel Herguera: «Ονειροπόληση σημαίνει να φαντάζεσαι άλλους κόσμους»

 


Βασισμένο στο βιβλίο της Μουσουλμάνας φεμινίστριας Rokeya Hussain, Sultanas Dream, το ομώνυμο μεγάλο μήκους ντεμπούτο animation της Ισπανίδας σκηνοθέτριας Isabel Herguera προβάλλεται στο φετινό Animasyros (23-29/9).

Συζητώντας με την σκηνοθέτρια ενόψει του Φεστιβάλ.

Το Sultanas Dream, το εντυπωσιακό μεγάλου μήκους animation ντεμπούτο σας, είναι μια τολμηρή διασκευή του ουτοπικού βιβλίου της Μουσουλμάνας φεμινίστριας Rokeya Hussain, Sultanas Dream, που εκδόθηκε στην Ινδία το 1905.

Η αποδόμηση των ευρωκεντρικών (φεμινιστικών) στερεοτύπων ήταν ένας από τους λόγους που θέλατε να γυρίσετε αυτή την ταινία, δεδομένης της κυρίαρχης αντίληψης ότι η φεμινιστική σκέψη καλλιεργήθηκε -αν όχι γεννήθηκε- στην Δύση;

Αυτό το φιλμ πηγάζει από ένα αίσθημα αγάπης για την Ινδία που υπάρχει στη ζωή και τη δουλειά μου εδώ και πολλά χρόνια.

Ανακάλυψα το βιβλίο τυχαία και όταν το διάβασα, σκέφτηκα την γιαγιά μου, που γεννήθηκε στην Ισπανία την ίδια ημερομηνία κατά την οποία έγραψε η Rokeya την ιστορία.

Σκέφτηκα τα όνειρά της να γίνει χημικός σε μια κοινωνία όπου οι γυναίκες αποθαρρύνονταν να σπουδάσουν. Αυτή ήταν η πρώτη ώθηση για να δουλέψουμε γύρω από την ιστορία.

Λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη ισλαμοφοβία, θα μπορούσε η ταινία σας να προσεγγιστεί και ως μια αναγνώριση -είτε συνειδητή είτε όχι- της μουσουλμανικής φεμινιστικής σκέψης;

Κατά την διάρκεια των ετών που δούλεψα με γυναίκες διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων και κοινωνικών/πολιτιστικών υποβάθρων, τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση, συνειδητοποίησα ότι μοιραζόμασταν κάτι κοινό:

Μια συνενοχή που ξεπερνά κάθε σύνορα και πεποιθήσεις.

Με ποια έννοια οι δικές σας φεμινιστικές ανησυχίες έχουν καθορίσει το συνολικό περιεχόμενο, το ύφος και τον τόνο της διασκευής του προαναφερθέντος βιβλίου;

Αυτό το φιλμ με βοήθησε να συνειδητοποιήσω την κατάστασή μου ως γυναίκα. Το ύφος και ο τόνος που ήθελα να του δώσω, τόσο εννοιολογικά όσο και καλλιτεχνικά, μεγάλωσαν με τον ίδιο τρόπο όπως και η επίγνωσή μου, πολύ οργανικά.

Αλλά στον ορίζοντα, πάντα ήμουν πιο εστιασμένη στην ποίηση και την αισθητική παρά στον φιλοσοφικό ή πολιτικό προβληματισμό ή ακτιβισμό.




Η περιπετειώδης καλλιτέχνις/ανιματέρ Inés, η πρωταγωνίστρια της ταινίας, ξεκινά ένα επικίνδυνο ταξίδι σε όλη την Ινδία για να ανακαλύψει περισσότερα για τη Rokeya Hussain, τη ζωή της, τα όνειρά της και την κληρονομιά της.

Η Inés αποτελεί ένα είδος alter ego σας;

Οι φίλοι λένε ότι η Inés έχει πολλά να κάνει μαζί μου. Αν ήταν έτσι, θα ήταν κάτι εν μέρει ακούσιο και απροσδιόριστο στο οποίο δεν με ενδιαφέρει να εμβαθύνω. Οι σκηνές είναι όλες εμπνευσμένες από πραγματικές εμπειρίες, όπως και οι χαρακτήρες.

Επομένως, αν όλα όσα αφορούν στην ταινία σχετίζονται με τις εμπειρίες και τις συναντήσεις μου, υποθέτω ότι δεν μπορώ να θεωρήσω την Inés έναν χαρακτήρα ξεχωριστό από τον εαυτό μου.

Και πώς γενικά συμβάλλει το να ονειρεύεστε στην κινηματογραφική διαδικασία, στην περίπτωσή σας;

Το να ονειρεύεσαι είναι θεμελιώδες. Μερικές φορές μας στέλνει μυστηριώδη και ακαταμάχητα μηνύματα.

Ονειροπόληση σημαίνει να φαντάζεσαι άλλους κόσμους, να ξυπνάς από το όνειρο που ονομάζουμε πραγματικότητα. Αυτό ισχύει και στην πολιτική και στην τέχνη.

«Δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο όπου οι γυναίκες είναι ασφαλείς. Ούτε για σένα, ούτε για μένα, ούτε για καμία άλλη γυναίκα», λέει η Inés στη Sudhanya.

Είναι αυτός ο πικρός αφορισμός ένας που συμμερίζεστε -έστω και εν μέρει- ή πιστεύετε ότι έχει υπάρξει μια αλλαγή τα τελευταία χρόνια;

Είναι γεγονός. Κάθε γυναίκα σε κάθε μέρος του κόσμου, αν φύγει από το σπίτι της, πρέπει να παραμείνει σε εγρήγορση για τον κίνδυνο που ενέχει το να είσαι γυναίκα σε αυτόν τον πλανήτη.

Ανάλογα με την ώρα ή το πλήθος σε ένα πάρτι, οι αισθήσεις κάποιας πρέπει να είναι οξυμένες.

Νέα Υόρκη, Παρίσι, Τόνγκα, Κινσάσα, Μπουένος Άιρες, είναι το ίδιο. Απλώς κοίταξε οποιοδήποτε στατιστικό στοιχείο από οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο για να καταλάβεις το νόημα αυτής της φράσης.

To #MeToo ήταν σημαντικό, αλλά τα δεδομένα για την βία με βάση το φύλο μεταξύ των εφήβων δεν προβλέπουν έναν κόσμο χωρίς έμφυλη βία.

Στην ταινία σας χρησιμοποιείτε τρεις διαφορετικές τεχνικές: ακουαρέλες, τατουάζ χέννας και cut-outs. Θα θέλατε να αναλύσετε την αφηγηματική και οπτική λειτουργία καθεμιάς από αυτές τις τεχνικές;

Κάθε τεχνική σχετίζεται εννοιολογικά ή συμβολικά με το περιεχόμενο κάθε μέρους.

Η τεχνική της δισδιάστατης ακουαρέλας απεικονίζει το ταξίδι της πρωταγωνίστριας, Inés, και είναι εμπνευσμένη από τα δικά μου ταξιδιωτικά ημερολόγια.

Η τεχνική cut-out απεικονίζει τη ζωή του Begum Rokeya Hossain και αναδημιουργεί ένα θέατρο σκιών, μια δημοφιλή μορφή ψυχαγωγίας στην Ινδία στα τέλη του 19ου αιώνα.

Το προσωρινό τατουάζ χέννας -Μehndi- διαμορφώνει την Χώρα των γυναικών και προκύπτει από διαφορετικά εργαστήρια που πραγματοποιήσαμε σε διάφορες πόλεις της Ινδίας γύρω από την αρχική ιστορία.

Το Mehndi είναι μια παράδοση η οποία εκτείνεται από το Μαρόκο μέχρι την Νοτιοανατολική Ασία, όπου οι γυναίκες την παραμονή του γάμου διακοσμούν το σώμα τους με περίτεχνα σχέδια προσωρινών τατουάζ.

Θεωρήσαμε ότι αυτή ήταν η ιδανική τεχνική για να απεικονίσουμε έναν γυναικείο κόσμο στον οποίο οι γυναίκες δε φοβούνται τους άντρες.




Το Sultanas Dream κάνει την ελληνική πρεμιέρα του στο πλαίσιο του φετινού Animasyros Διεθνούς Φεστιβάλ Κινουμένων Σχεδίων.

Πόσα γνωρίζετε για το συγκεκριμένο Φεστιβάλ; Και κατά πόσο είστε εξοικειωμένη με την σύγχρονη ελληνική σκηνή του animation;

Έχω ακούσει πολύ καλά λόγια για το Animasyros από φίλους και συναδέλφους του animation. Πάντα επαινούσαν τον εξαιρετικό προγραμματισμό και τις δραστηριότητές του.

Γνωρίζω την δουλειά του Γιώργου Σηφιανού, κλασικού στον κόσμο των κινουμένων σχεδίων, και πρόσφατα είδα το All You Can Eat του Δημήτρη Αρμενάκη, το οποίο λάτρεψα για την τόλμη και την φρεσκάδα του.

Μου αρέσει και η δουλειά του Φαίδωνα Γιαλή. Υπάρχει άφθονο animation στην Ελλάδα και σιγά σιγά το γνωρίζουμε.

Τελικά, ποιες, κατά την γνώμη σας, είναι οι προοπτικές αυτής της καλλιτεχνικής/αφηγηματικής φόρμας για το μέλλον;

Δεν έχω ιδέα ποια κατεύθυνση θα πάρει το animation. Αυτή τη στιγμή επεκτείνεται σε τόσα πολλά διαφορετικά πεδία και τεχνολογικά αυξάνεται και εξελίσσεται κάθε λεπτό, καθιστώντας δύσκολη την πρόβλεψη.

Όπως τραγουδούν στο Sultanas Dream, «Ιl futuro fa ginnastica», «το μέλλον κάνει γυμναστική». Είναι προ των πυλών και θα είναι πολύ πιο προηγμένο από εμάς.

Η ταινία της Isabel Herguera Sultanas Dream προβάλλεται σε πανελλαδική πρεμιέρα στο πλαίσιο του Animasyros Διεθνούς Φεστιβάλ Κινουμένων Σχεδίων την Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Απόλλων (22:00) παρουσία της σκηνοθέτριας.