Από τις πιο συνεπείς
εκπροσώπους του εγχώριου θεάτρου ντοκιμαντέρ, η Μάρθα Μπουζιούρη
θίγει στην Pietà το ζήτημα των γυναικοκτονιών,
βασιζόμενη σε αφηγήσεις πέντε μητέρων δολοφονημένων γυναικών
και βιώματα των ηθοποιών.
Μια διεξοδική συνομιλία
μαζί της με αφορμή την σημαντική παράσταση, ο δεύτερος
κύκλος της οποίας ολοκληρώνεται την Κυριακή 28 Απριλίου.
Να ξεκινήσουμε από την
διαδρομή που οδήγησε στην επιλογή του τίτλου της παράστασής σας,
Pietà;
Η διαδρομή ξεκίνησε δύο
περίπου χρόνια πριν, όταν πήρα την απόφαση να κάνω μια παράσταση που άγγιζε το
ζήτημα της έμφυλης βίας.
Πολλά απ’ όσα με
απασχολούν και στην προσωπική και στην δημιουργική ζωή μου περιστρέφονται γύρω
από την έμφυλη ταυτότητα -και κατ’ επέκταση την έμφυλη βία- ήδη από την Αμάρυνθο
το 2018 στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Προσπάθησα, λοιπόν, να δω
πώς θα μπορούσε η γλώσσα του θεάτρου να συνεισφέρει στο ήδη υπαρκτό πεδίο
ορατότητας γύρω από ένα τόσο επείγον ζήτημα, και ξεκίνησα να επικοινωνώ με
γυναίκες-επιζώσες έμφυλης βίας.
Δυσκολεύτηκα, ωστόσο,
πάρα πολύ.
Γιατί;
Επειδή δεν ήμουν σίγουρη
πως είμαι σε θέση να διαχειριστώ το τραύμα τους. Και τελικά έκανα πίσω.
Δουλεύω σε ένα είδος
θεάτρου που πραγματεύεται ζητήματα φορτισμένα
-κοινωνικοπολιτικά και ψυχοσυναισθηματικά- εμπλέκοντας βιωματικά άλλους
ανθρώπους, έξω από τον καλλιτεχνικό χώρο, κι αυτό ενέχει πολύ μεγάλη ευθύνη.
Πώς προέκυψε η ενασχόλησή
σου με το συγκεκριμένο είδος θεάτρου;
Το θέατρο που αγαπώ να
κάνω συνταιριάζει το σινεμά τεκμηρίωσης με την κοινωνική ανθρωπολογία.
Μου αρέσει να καλλιεργώ
σχέσεις εγγύτητας και εμπιστοσύνης, διαμορφώνοντας εντός κι εκτός σκηνής ένα
πεδίο που τελικά μοιράζεται πολλά και με την μεθοδολογία αλλά και με την
δεοντολογία της εθνογραφίας.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση
επενδύει στον κοινό χρόνο με τον άλλο και στην δημιουργία ενός πλαισίου
αμοιβαίας ασφάλειας, εμπιστοσύνης και -
θα τολμούσα να πω- ευαλωτότητας.
Επομένως, το ντοκιμαντέρ
ως πεδίο ενεργοποιήθηκε πολύ οργανικά με την πάροδο των χρόνων, όπως αντίστοιχα
και η κοινωνική ανθρωπολογία, με την οποία δεν είχα προηγούμενη σχέση πριν
ξεκινήσω το διδακτορικό μου στο Πάντειο.
Προτιμάς τον όρο «θέατρο
ντοκιμαντέρ». Γιατί;
Αφενός γιατί παραπέμπει
στο κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, που παραμένει σημείο αναφοράς και στην δουλειά
μου στο θέατρο.
Αφετέρου γιατί ο όρος
«ντοκουμέντο» κουβαλάει στο συλλογικό ασυνείδητο μια προσδοκία αλήθειας, ένα «hard evidence» όπως λέμε στην
δημοσιογραφία, την πρώτη μου επιστήμη, από την οποία απομακρύνθηκα πολύ νωρίς.
Δεν ποντάρω σχεδόν ποτέ
σε «one
off»
συνεντεύξεις στη βάση ενός ερωτηματολογίου αυστηρής δομής, αλλά περισσότερο στη
δημιουργία σχέσεων σε βάθος χρόνου.
Σ’ αυτές τις ωραίες
«προσωρινές οικογένειες» που δημιουργούμε, αφήνουμε πίσω μας, αλλά κουβαλάμε
πάντα.
Το κείμενο μιας τέτοιας
παράστασης υπόκειται σε διαρκείς αλλαγές. Γι’ αυτό, άλλωστε, και εντάξατε σ’
αυτό μια αναφορά στην δολοφονία της Κυριακής Γρίβα από τον πρώην σύντροφό της
έξω από το Α.Τ. Αγίων Αναργύρων την 1η Απριλίου.
Το θέατρο είναι ένας
ζωντανός οργανισμός, πόσο μάλλον αυτό το θέατρο, που «πατάει» πάνω στην
πραγματική ζωή ενόσω αυτή συμβαίνει, ενόσω η Ιστορία γράφεται.
Η πραγματικότητα πολλές
φορές σε προσπερνάει ή σε ξεπερνάει, κι αφού δουλεύεις εντός της δεν μπορείς να
μην την αφουγκράζεσαι κάθε λεπτό.
Το γεγονός αυτό προσθέτει
στη γοητεία του απρόβλεπτου που κουβαλάει το θέατρο ντοκιμαντέρ, αλλά
ταυτόχρονα σε κάνει να συνειδητοποιείς πόσο αδύναμη είναι η τέχνη μπροστά στη
ζωή.
Δεδομένου, πάντως, του
πρόσφατου χαρακτήρα του τραύματος, η συγκρότηση σχέσης με τις μητέρες των
θυμάτων γυναικοκτονίας θα ήταν ακόμα πιο απαιτητική και επίπονη διαδικασία.
Μου πήρε καιρό να βρω τον
τρόπο να μιλήσω γι’ αυτό το τραύμα, που πονάει όπου κι αν το αγγίξεις. Γιατί
είναι ένα τραύμα βαθιά προσωπικό και συλλογικό μαζί.
Ενστικτωδώς, ένιωσα πως
μέσα από τις μητέρες θα καταφέρναμε να πλησιάσουμε τα κορίτσια που χάθηκαν, να
αφουγκραστούμε τις ζωές τους, να δούμε την Γυναίκα πίσω από υποθέσεις και
αριθμούς σε μαύρες λίστες.
Σιγά σιγά, η πρώτη με
γνώρισε στην επόμενη, κι έπειτα στην επόμενη, δίνοντάς μου την ευκαιρία να
γνωρίσω όχι μόνο πέντε μητέρες, αλλά πέντε σπουδαίες γυναίκες:
Την Κούλα Αρμουτίδου,
μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη, την Ελένη Κρεμαστιώτη, μητέρα της Ερατούς
Μανωλακέλλη, την Κατερίνα Κώτη, μητέρα της Ντόρας Ζαχαριά, την Αλεξάνδρα Μάκου,
μητέρα της Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου και την Ρόζα Φωτιάδου, μητέρα της Σοφίας
Σαββίδου.
Οι συγκεκριμένες μαμάδες
είχαν αναζητήσει η μία την άλλη προκειμένου να διαχειριστούν την απώλειά τους,
συγκροτώντας την δική τους οικογένεια, στην οποία με επέτρεψαν -όχι αυτονόητα-
να μπω.
Οι γυναίκες αυτές είναι
ταυτόχρονα και δημόσια πρόσωπα: ο λόγος τους, η δράση τους έχουν αφήσει το
στίγμα τους στο συλλογικό μας σώμα.
Όπως κι η Μάγδα Φύσσα, σ’
ένα αντίστοιχο επίπεδο.
Πολύ καλό παράδειγμα.
Στην ουσία μιλάμε για την
μητέρα ως ένα πολιτικό σύμβολο, γεγονός με μεγάλη σημασία για μένα.
Σύμβολο διεκδίκησης, κι
όχι μόνο εγκαρτέρησης ή υπομονής.
Ακριβώς. Μετατοπίζεται ο
χαρακτήρας του συμβόλου, γι’ αυτό και προέκυψε συνειρμικά ως τίτλος η Pietà,
εκκινώντας από το αρχέτυπο της μητέρας που θρηνεί την απώλεια του παιδιού της.
Αν την παρατηρήσεις λίγο καλύτερα, όμως, η Παναγία της Pietà βρίσκεται πέρα από το πένθος. Ο καλλιτέχνης έχει -για κάποιον λόγο- επιλέξει να την τοποθετήσει σε μια κατάσταση μετά το τραύμα.
Το πρόσωπό της δε μαρτυρά
οδύνη, δεν είναι «αυλακωμένο» από τον πόνο και το πένθος. Είναι ήρεμο, όμορφο
και νεανικό.
Αυτή ήταν η πρόθεση της
παράστασης: να περάσει μέσα απ’ το μητρικό πένθος, για να επικοινωνήσει τον
τρόπο με τον οποίο αυτό «μεταβολίζεται» σε συλλογικό αγώνα.
Υπήρξαν πισωγυρίσματα ή
δεύτερες σκέψεις κατά την διαδικασία συγκρότησης σχέσης με τις πέντε μαμάδες;
Είχα πολλές δεύτερες
σκέψεις ξεκινώντας, τεράστιες επιφυλάξεις.
Θυμάμαι πως μέσα στο
αυτοκίνητο, στον δρόμο προς την Κόρινθο για να συναντήσω για πρώτη φορά την
Αλεξάνδρα Μάκου, την μαμά της Γαρυφαλλιάς, περνούσαν από το μυαλό μου χίλια
σενάρια:
«Τι πάω να προτείνω
εγώ τώρα σε αυτή τη μητέρα; Σε ποια κατάσταση θα τη βρω;»
Κι όμως, από τις πρώτες
κιόλας συναντήσεις μας, όλες οι μητέρες υπήρξαν φοβερά υποστηρικτικές και
καθησυχαστικές.
Όταν τους μίλησα για την
βιωματική προσέγγιση της δουλειάς και τους φόβους μου να μην τις
επανατραυματίσω άθελά μου, η απάντησή τους με αφόπλισε:
«Για να τραυματίσεις
κάποιον πρέπει το τραύμα να έχει ξεπεραστεί. Το δικό μας τραύμα είναι, για
πάντα, ανοιχτό. Μας κάνει καλό να μιλάμε για τα παιδιά μας, να συνεχίζουμε τον
αγώνα εξ ονόματός τους».
Τον Ιούλιο του 2023
καταφέραμε να βρεθούμε με όλες τις μαμάδες, τις ηθοποιούς και τις υπόλοιπες
δημιουργικές συντελέστριες για ένα διήμερο στην Αθήνα.
Τότε τους διάβασα το
κείμενο της παράστασης προκειμένου να τις προσγειώσω κάπως σ’ αυτό το σύμπαν,
του οποίου η σκηνική αναπαράσταση με φόβιζε, χωρίς ωστόσο να «λειάνω» το
περιεχόμενο που ήθελα να παραμείνει αιχμηρό.
Το κείμενο προέκυψε από
όσα μοιράστηκαν μαζί μας, και το έκαναν με έναν τρόπο σπαρακτικό, θεραπευτικό
και μεταφυσικό μαζί. Η δύναμη και η τρυφερότητά τους είναι αξιοθαύμαστη. Είναι
μάθημα ζωής.
Μαζί διανύσαμε ένα
δύσκολο ταξίδι στα «μονοπάτια» της απώλειας, του πένθους και της αναγέννησης,
ανοίγοντας έναν χώρο αμοιβαίας εμπιστοσύνης κι ευαλωτότητας.
Έπειτα, υπάρχουν και τα
κοινά.
Κι επειδή μόνο για τον
εαυτό μου μπορώ να μιλήσω, πιστεύω πως ούτε οι «αιχμές» λείπουν απ’ την
παράσταση, αλλά ούτε και μια «ατόφια» -αλλά καθόλου εκβιαστική- συγκίνηση.
Σε δυσκόλεψε ως θεατή;
Αυτή την αίσθηση αποκόμισα από την θέση του σώματός σου. Σαν να άκουγες, αλλά
να μην έβλεπες. Οριακά σαν ν’ απέφευγες να κοιτάξεις.
Δεν αρνούμαι ότι με
ζόρισε ως παράσταση.
Προς το τέλος της ένιωσα
να «βαραίνω» σιγά σιγά βιωματικά. Όχι αφόρητα, όμως. Ίσως οφείλεται και στις
ερμηνείες των ηθοποιών.
Είμαι ευγνώμων στην ομάδα
που συγκροτεί την Pietà.
Είναι μια βαθιά βιωματική δουλειά. Οι ηθοποιοί δόθηκαν ψυχή τε και σώματι στην
παράσταση. Μπήκαν σ’ αυτήν με φροντίδα, με εμπιστοσύνη και γενναιότητα.
Θέλησαν να γνωρίσουν τις
μαμάδες, τις πλησίασαν με σεβασμό και τρυφερότητα, και συνδέθηκαν, ίσως με δικά
τους -δικά μας- βιώματα. Γιατί, ως γυναίκες, βρισκόμαστε εν δυνάμει, στα
«παπούτσια» των δολοφονημένων κοριτσιών.
Εκεί, άλλωστε, συνίσταται
η «τομή» την οποία επιχειρεί η παράσταση: στο κατά πόσο το ιδιωτικό τραύμα
μπορεί να εκφράσει μια συλλογική εμπειρία.
Στάθηκα πολύ, ιδίως
απομακρυνόμενος από τον χώρο της παράστασης, στα προσωπικά αντικείμενα των
δολοφονημένων κοριτσιών.
Ναι. Είναι τα ίχνη τους.
Συγκροτούν τον κόσμο τους, κομμάτια της ζωής τους.
Την ίδια στιγμή τα
αντικείμενα αυτά μας συνδέουν με τους ανθρώπους που τα κατείχαν χωρίς να έχουμε
γνωριστεί, γιατί είναι και δικά μας αντικείμενα, καθημερινά, αγαπημένα,
μικρά ή μεγάλα κομμάτια ζωής.
Βιώνεται, πάντως, μια
αίσθηση ενδυνάμωσης, τελικά, μετά την ολοκλήρωση της θεατρικής εμπειρίας.
Θα ήταν αφόρητο αν δε
συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Πρόθεσή μας, όπως
προανέφερα, ήταν ν’ αξιοποιήσουμε το βαθιά βιωματικό ανάγοντάς το στην πολιτική
του διάσταση.
Αυτό έχει καταφέρει να
κάνει το σύμβολο της κάθε μητέρας, είτε πρόκειται για τις μητέρες του Παύλου ή
της Μάρθης, είτε πρόκειται για τις πέντε μαμάδες της Pietà.
Αυτό που καταφέρνουν
είναι αξιοθαύμαστο και ουσιαστικά πολιτικό: την αναγωγή του ιδιωτικού πένθους
σε συλλογικό τραύμα, δημιουργώντας έναν χώρο όπου το βίωμα της βίας μάς ακουμπά
όλες και όλους.
Είτε πρόκειται για την
τελευταία γυναικοκτονία της Κυριακής Γρίβα, είτε για τον θανατηφόρο ξυλοδαρμό
του Ζακ Κωστόπουλου, είτε για την μαζική δολοφονία των Τεμπών.
Δεν είναι τυχαίο ότι
αυτές που βγήκαν μπροστά κάθε φορά, αυτές που πολιτικοποίησαν το πένθος και την
ευαλωτότητα δίνοντας μια άλλη διάσταση στον αγώνα κατά της βίας, είναι
γυναίκες. Μητέρες.
Εκτός από σκηνοθέτρια,
έχεις ενδυναμωθεί και ως γυναίκα μέσα απ’ την παράσταση;
Σε τεράστιο βαθμό.
Είμαι ευγνώμων σ’ αυτές
τις μητέρες - και σ’ όλες τις άλλες - οι οποίες, προτάσσοντας την εγγενή
γυναικεία τρυφερότητα ως απάντηση στη βία, προσπαθούν να την εξουδετερώσουν, να
την απαλείψουν.
«Πόσο σπουδαίο θα ήταν
να καταφέρω να βοηθήσω ένα κορίτσι να σωθεί. Να πω σε ένα αγόρι, αν δεν σου
αρέσει μια κοπέλα πια, πήγαινέ την σπίτι της, και άσ’ την εκεί, στην πόρτα της»,
μου είπε η Αλεξάνδρα Μάκου.
Οι πέντε μαμάδες της Pietà
μιλούν δημόσια, σε νέες και νέους, συμμετέχοντας σε δράσεις ορατότητας,
υποστηρίζοντας η μία την άλλη στην διαδικασία των δικών, πάντα πιασμένες
χέρι-χέρι.
Σπουδαία κοινωνική
απεικόνιση η τελευταία. Και προσπαθήσαμε να την αποτυπώσουμε στην Pietà.
Οι φωτογραφίες που
συνοδεύουν το κείμενο είναι του Πάτροκλου Σκαφίδα.
Ο δεύτερος κύκλος
παραστάσεων της Pietà,
σε έρευνα-δραματουργία-σκηνοθεσία Μάρθας Μπουζιούρη, συνεχίζεται την Παρασκευή
26, (21:00), το Σάββατο 27 και την Κυριακή 28 Απριλίου
(18:30), στο Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 45, Γκάζι).
Παίζουν: Νικολίτσα
Αγγελακοπούλου, Μαρία Μοσχούρη, Μάρθα Μπουζιούρη, Μαριάνθη
Παντελοπούλου και Δώρα Παρδάλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου