Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Αντόνιο Μορέσκο: «Για να δούμε, χρειάζεται το κενό, το σκοτάδι, η σιωπή»

 


Συγγραφικό «παιδί» του πανδημικού εγκλωβισμού, το Τραγούδι των δέντρων, το φετινό υπαρξιακό και πολιτικό αφήγημα του αγαπημένου Αντόνιο Μορέσκο, συνιστά μια επείγουσα έκκληση επανασύνδεσης με τον γήινο εαυτό μας.

Η κυκλοφορία του βιβλίου στα ελληνικά υπήρξε η αφορμή για άλλη μια μεστή επικοινωνία με τον συγγραφέα.

Συγγραφικό «παιδί» του πανδημικού εγκλωβισμού, το Τραγούδι των δέντρων, το πρόσφατο υπαρξιακό σας αφήγημα, συνιστά μια επείγουσα έκκληση επανασύνδεσης με τον γήινο εαυτό μας.

Γιατί, ως είδος, παραμένουμε τόσο (αυτο)καταστροφικοί;

Η αυτοκαταστροφική μας τάση δε συγκρίνεται με τίποτα στον πλανήτη, έχει ανεξήγητη, μυστηριώδη όψη. Γιατί στο είδος μας μια τέτοια παρουσία πόνου και κακού;

Άλλα είδη αναπτύσσουν επίσης μια πολύ ισχυρή καταστροφική τάση, όχι όμως απέναντι στον εαυτό τους, όπως συμβαίνει στον άνθρωπο.

Είμαστε γήινοι, μα ενεργούμε σαν να μην ήμασταν, σαν να ήμασταν αποκομμένοι και ανώτεροι σε σχέση με το σύνολο της φύσης και με τα υπόλοιπα όντα που κατοικούν τη Γη.

Επινοήσαμε αυτή την ανωτερότητα και τον διαχωρισμό με χιλιάδες τρόπους, λόγω του ότι εμείς έχουμε ψυχή και οι υπόλοιποι όχι, ότι εμείς επιδιώκουμε την αλήθεια και όλοι οι άλλοι όχι, κ.λπ.

Θρησκείες, φιλοσοφία, επιστήμες και πολλές άλλες ανθρώπινες επινοήσεις επιδόθηκαν στη διαιώνιση αυτής της αυτοκτονικής αυτο-εκλογής.

Δε γνωρίζω από τι μπορεί να γεννήθηκε ανάλογη συμπεριφορά.

Ίσως από φόβο, από έναν αρχέγονο φόβο που συσσωρεύθηκε μέσα μας, και πολύ πριν από μας, από τότε που ήμασταν γυμνά και ανυπεράσπιστα πλασματάκια, κρυμμένα κάτω από τη γη, ενώ πελώρια ζώα, καλυμμένα με φολίδες, περπατούσαν από πάνω μας, κάνοντας το έδαφος να βροντάει, ή πετούσαν βγάζοντας κραυγές.

Ένας φόβος που έμεινε μέσα μας και μεταμορφώθηκε σε επιθετικότητα.

Ήρθε η στιγμή να απελευθερωθούμε από αυτόν τον τρομερό φόβο και να επινοήσουμε εκ νέου, σε καινούργιες βάσεις, την προσωπική μας ζωή και εκείνη του είδους μας, διαφορετικά δε θα επιβιώσουμε για πολύ.

Οι διάλογοί σας με τα δέντρα είναι συνάμα συγκινητικοί και σουρεαλιστικοί. Γεννήθηκαν στη σιγαλιά της πανδημικής νύχτας στη Μάντοβα;

Προέκυψαν κατά την πανδημία στην έρημη γενέθλια πόλη μου, όπου δεν πήγαινα για μεγάλο διάστημα. Η συγκυρία και κάποιες προσωπικές περιπέτειες με οδήγησαν εκεί, έπειτα εγκλωβίστηκα εξαιτίας του lockdown.

Έτσι, συλλογική τραγωδία και προσωπικές περιπέτειες διασταυρώθηκαν δίνοντας ζωή σε αυτό το επινόημα˙

Μες στο σκοτάδι εμφανίστηκαν αυτοί οι φυτικοί συνομιλητές, άρχισαν να βγαίνουν από τη σιωπή τους και να μιλούν, των οποίων τις ασύλληπτες φωνές έμαθα και εγώ σιγά σιγά να διακρίνω.   

Γιατί πρέπει να σταματήσουμε να κοιτάμε προκειμένου να βλέπουμε, όπως σας προέτρεψε το κίτρινο δέντρο;

Mερικές φορές νομίζουμε πως βλέπουμε τα πράγματα αλλά δεν τα βλέπουμε, τα κοιτάμε χωρίς να τα βλέπουμε.

Όλη η εποχή μας θεμελιώνεται στην τυραννία του οπτικού στοιχείου, αυτόν τον ασταμάτητο βομβαρδισμό εικόνων, γεγονός που στην πραγματικότητα δε μας επιτρέπει πια να δούμε τίποτα - όσο περισσότερο κοιτάμε, τόσο λιγότερο βλέπουμε.

Ενώ για να δούμε, ώστε τα πράγματα να επανεμφανιστούν με τη δύναμη οραμάτων, χρειάζεται το κενό, το σκοτάδι, η σιωπή.

«Συνομιλείτε» εξίσου και με συγγραφείς όπως ο Γκόγκολ και ο Ντίκενς, που περπάτησαν, όπως κι εσείς, τα σοκάκια της Μάντοβα. Τους αισθάνεστε οικείους;

Ναι, κάπως έτσι νιώθω, όπως για άλλους συγγραφείς και ποιητές που ήταν για μένα σαν αδέλφια στη δύσκολη και αφανή ζωή μου ως συγγραφέα.

Ο Γκόγκολ και ο Ντίκενς, για την ικανότητα να σπάνε τον καθρέφτη του ρεαλισμού και να περνούν στην άλλη πλευρά, αλλά και ο Άντερσεν, που έμενε σε ένα σπίτι λίγα βήματα μακριά απ’ όπου έτυχε να μείνω εγώ.

Εκείνος με το ασχημόπαπο, το μολυβένιο στρατιωτάκι και τη χάρτινη μπαλαρίνα, και κυρίως με το κοριτσάκι με τα σπίρτα, το οποίο θεωρώ το πιο σπαρακτικό και όμορφο παραμύθι.

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα είναι η μικρή αγία που με προστατεύει, το έμβλημα του συγγραφέα που συνεχίζει να ανάβει τα σπίρτα του το ένα μετά το άλλο, μες στο κρύο και στο σκοτάδι, και στη φλόγα τους επανεκκινεί τον νεκρό κόσμο μέσω των οραμάτων του.

Αυτό πρέπει να κάνουμε σήμερα, αν θέλουμε να επανεκκινήσουμε τον κόσμο και τις δυνατότητες της ζωής.

Δεν τρέφετε -και με το δίκιο σας- καμία εμπιστοσύνη στους ανά τον κόσμο εξουσιαστές, αν κρίνω από την ανάγνωση του βιβλίου σας - και όχι μόνο σε σχέση με τη διαχείριση της πανδημίας. Τι είδους πολιτική και πολιτικούς οραματίζεστε;

Σήμερα όλη η οικονομία και η πολιτική θεμελιώνονται σε κάτι που από καιρό είναι δυσανάλογο με όσα συμβαίνουν σε εμάς ως γήινο είδος.

Αντιστέκονται σε κάθε αλλαγή, παρουσιάζονται ως το μοναδικό δυνατό όργανο ρύθμισης του κόσμου, διότι η εξουσία είναι κοντόφθαλμη, βλέπει μόνο μια σπιθαμή πέρα από τη μύτη της.

Βλέπει ό,τι τη βολεύει σήμερα, χωρίς να την ενδιαφέρει το αύριο, πόσο μάλλον οι υπόλοιποι, αφού μάχεται μόνο για τη δική της επιβίωση και διαιώνιση.

Δεν μπορούμε άλλο να επιτρέψουμε στον εαυτό μας αυτό το έρμα, που καθιστά ανέφικτη μια εκ νέου επινόηση της ζωής και του κόσμου.

Ωστόσο, αυτές οι κυρίαρχες δομές -οικονομικές, πολιτικές, αλλά και πολιτισμικές και νοητικές- δεν εξαλείφονται από μόνες τους, γιατί δεν κόβουν το κλαδί όπου κάθονται ή νομίζουν πως κάθονται.

Χρειάζονται μεγάλα κινήματα από χαμηλά, για να μετατοπίσουν τις προτεραιότητες, να φέρουν τη μεταμόρφωση.

Ποια θα είναι η μορφή που θα προσλάβει όλο αυτό δεν ξέρω να πω, αδύνατον να το πω εκ των προτέρων, αφού θα προσλάβει κάθετες μορφές, πιθανόν αδιανόητες σήμερα, γιατί το είδος μας -σε αντίθεση με πολλά άλλα- δεν έχει ποτέ βιώσει μια μεταμόρφωση.

Ξέρουμε πώς λειτουργεί μια επανάσταση, μα δεν ξέρουμε πώς λειτουργεί μια μεταμόρφωση.          

«Πίστευα, ονειρευόμουν ότι υπήρχε ένα μέρος στο οποίο μπορούσα να εξαφανιστώ, στο σημείο τομής των ευθειών, στο μεδούλι του κόσμου», γράφετε. Το ονειρεύεστε ακόμα;

Ναι, το ονειρεύομαι. Εκεί είναι η θέση μου, όπου κατά βάθος πάντα βρισκόμουν, όπου ακόμα βρίσκομαι, όπου θα βρίσκομαι ως την τελευταία μέρα της ζωής μου, ίσως και μετά.

Έχοντας ολοκληρώσει τη συγγραφή του Τραγουδιού των δέντρων, νιώθετε πλέον λιγότερο εγκλωβισμένος, λιγότερο μοναχικός, ίσως επινοημένος εκ νέου; Ή μήπως τώρα πια ολόκληρος ο κόσμος έχει εγκλωβιστεί σε μια ανέλπιδη μοναξιά;

Μέσα μου παλεύουν δύο δυνάμεις:

H διαύγεια που με κάνει να βλέπω χωρίς παραμυθία πώς πραγματικά είναι τα πράγματα, και η εξέγερσή μου απέναντι σε αυτή τη συνθήκη, καθώς επίσης και σε μια λογική έτσι όπως έχει δομηθεί στο πέρασμα του χρόνου, η οποία ξέρει μόνο να μας λέει ότι είμαστε ξεγραμμένοι.

Διότι υπάρχει κάτι, υπάρχουν πολλά που πάνε στραβά στη λογική μας, αν αυτή ξέρει να μας λέει μόνο τούτο, αν μας οδήγησε στο σημείο όπου βρισκόμαστε.

Πρέπει λοιπόν κι αυτή να επινοηθεί εκ νέου, πρέπει να αντλήσουμε άλλες δυνάμεις που εδώ και καιρό είναι σε λήθαργο μέσα μας, ήρθε η στιγμή να τις επαναφέρουμε.   

Τα ανάλαφρα χέρια τα οποία έπαιζαν στο πιάνο εκείνη τη μουσική που τόσο σας σαγήνευσε υπήρχαν τελικά; Ή είναι η μουσική που «αναβλύζει» από μέσα μας και πρέπει απλώς να την αφουγκραστούμε;

Όντως υπήρχαν, υπήρχαν δύο αόρατα χέρια που έπαιζαν πιάνο σε κάποιο κοντινό διαμέρισμα. Αυτή η μουσική -μες στη σιωπή όπου είχε βυθιστεί η πόλη- έφτανε με μεγαλύτερη ένταση μες στην ψυχή μου.

Αυτή η αναπάντεχη και αδιανόητη μουσική παρουσία έφτασε από κάπου σαν δώρο, μου άνοιξε μια μουσική δίοδο σε όλη εκείνη την ερήμωση. Έτσι το βιβλίο βρήκε ένα σημείο μουσικής φυγής, τελειώνοντας με τον χορό των μουσικών δέντρων.

Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την Ισμήνη Κουρούπη, υπεύθυνη Τύπου & Επικοινωνίας των Εκδόσεων Καστανιώτη, για τη συνδρομή της στη διοργάνωση της συνέντευξης.

Ευχαριστώ θερμά την Μαρία Φραγκούλη για τη φροντισμένη μετάφραση των ερωτήσεών μου στα ιταλικά και των απαντήσεων στα ελληνικά.

Ευχαριστώ, τέλος, τον Αντόνιο Μορέσκο, που παραμένει άγρυπνος πολιτικά, συγγραφικά και υπαρξιακά.

Το μυθιστόρημα του Αντόνιο Μορέσκο Το τραγούδι των δέντρων κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Μαρίας Φραγκούλη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου