Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Sebastian Barry: «Είναι η πεποίθηση ότι κανένας δεν είναι πέραν της λύτρωσης που με ωθεί»

 

(Photo credit: Alan Betson/The Irish Times)

Εκτυλισσόμενο στις ταραγμένες μετεμφυλιακές Η.Π.Α. του 1870, τα Χίλια φεγγάρια, το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του σπουδαίου Ιρλανδού συγγραφέα Sebastian Barry, είναι ένα βιβλίο για τη μνήμη, τη (σεξουαλική) ταυτότητα και τον ρατσισμό.

Βαθιά ευγενικός, ο συγγραφέας μάς ξεναγεί στο σύμπαν του πυκνού μυθιστορήματος που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο, και της χαρισματικής έφηβης πρωταγωνίστριάς του, της Ινδιάνας Γουινόνα.

Το Χίλια φεγγάρια, ένα είδος συνέχειας του Μέρες δίχως τέλος, είναι μια οικογενειακή σάγκα τοποθετημένη και πάλι στο πλαίσιο των ταραχωδών μετεμφυλιακών Η.Π.Α. του 19ου αιώνα.

Τι σας συνεπαίρνει στις οικογενειακές σάγκες, στις οικογενειακές ιστορίες;

Κάπου σαράντα χρόνια πριν, συνειδητοποίησα ότι δε διέθετα αρκετά από τα συνήθη επίθετα που καθόριζαν την «ιρλανδικότητα», ούτε και πολλοί από τους προγόνους μου, μερικοί εκ των οποίων φαίνεται πως είχαν τη συνήθεια να βρίσκονται στη λάθος πλευρά της ιρλανδικής Ιστορίας- ή της ιρλανδικής ηθικής, όχι το ίδιο με την ηθική.

Αισθάνθηκα, λοιπόν, την παράξενη ανάγκη, μιας κι έμενα στο νησί, να προσπαθήσω να δω τι καταδικαστέο είδος Ιρλανδού ήμουν.

Άρχισα, έτσι, να γράφω θεατρικά και μυθιστορήματα, χωρίς ποτέ να σκέφτομαι πως θα το έκανα ακόμα σαράντα χρόνια αργότερα. Υποθέτω ότι κάποια ταξίδια ποτέ δε φτάνουν στην Ιθάκη.

Και σε σχέση με τη συγκεκριμένη περίοδο της βορειοαμερικανικής Ιστορίας;

Παρέμεινα εκεί στ’ αλήθεια εξαιτίας μιας τυχαίας παρατήρησης ενός εκ των παππούδων μου, με τον οποίο ως παιδί μοιράστηκα ένα δωμάτιο, πως ο προ-θείος του «είχε υπάρξει στους Ινδιάνικους Πολέμους».

Νομίζω ότι μόνο αυτό μου είπε, όταν ήμουν περίπου εννιά. Νόμισα πως ήξερα τι εννοούσε, μιας κι είχα δει όλα τα καουμπόικα φιλμ στο τοπικό σινεμά.

Πολλά χρόνια αργότερα έγραψα ένα μικρό ποίημα γι’ αυτόν, με τίτλο Trooper OHara at the Indian Wars, έπειτα ένα μυθιστόρημα που παράτησα, μετά ένα θεατρικό που όντως βρήκε τον δρόμο του στο θέατρο Bush στο Λονδίνο.

Δεν ένιωθα, όμως, απολύτως καλά, κι έτσι είκοσι χρόνια αργότερα κατάφερα να γράψω το Μέρες δίχως τέλος, οπότε πια είχα διαβάσει διακόσια βιβλία για την περίοδο.

Και με τα Χίλια φεγγάρια, που εκτυλίσσονται στα 1870, αντί για τις δεκαετίες του ’50 ή του ’60. Όταν γράφεις για εκείνη την περίοδο, υπάρχει μια περίεργη άγρια αίσθηση περιπέτειας, λες και, μόνο γράφοντας, μπορείς ακόμα να ξεκινήσεις για τη Δύση.

Όπως τόσοι Ιρλανδοί έκαναν.

Ζητήματα σεξουαλικής ταυτότητας, ιδίως στην ομοφυλοφιλική της διάσταση, εξερευνώνται με τόλμη στο μυθιστόρημά σας.

Αντανακλά η επιλογή αυτή τα δικά σας σχετικά ενδιαφέροντα ή υπάρχουν στοιχεία ότι συζητούνταν στις αντίστοιχες κοινωνίες τότε;

Το τελευταίο πράγμα που μου επέτρεψε να γράψω δύο βιβλία ήταν, κατά παράξενο τρόπο, η αποκάλυψη του αγαπημένου μου γιου πως είναι γκέι όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, μετά από έναν χρόνο πολύ επώδυνης σιωπής και δυστυχίας για τον ίδιο.

Ήξερα ότι ήταν ένας από τους πιο αξιοθαύμαστους και υπέροχους ανθρώπους που έχω συναντήσει στη ζωή μου, και ήθελα να μεταφέρω αυτή την αίσθηση δέους πίσω στον πρόγονό του, τον μυστηριώδη προ-θείο του παππού μου.

Αυτό μού έδωσε το σωστό εισιτήριο να επιστρέψω στον Τζον και στον Τόμας, και ακολούθως στην Γουινόνα και στην Πεγκ. Η Πεγκ είχε απλά εμφανιστεί εκεί, στο ποτάμι, καθώς έγραφα το βιβλίο. Ήμουν έκπληκτος κι ευχαριστημένος.

Υπήρχε μια ενδιαφέρουσα «μεσοβασιλεία» πιθανότητας στην Αμερική στο να είσαι ειρηνικά γκέι, όπως πρέπει να είναι κάποιος.

Αλλά ήδη το 1870 εκδίδονταν διατάγματα εναντίον αντρών στο Σαν Φρανσίσκο που «εμφανίζονταν στον δρόμο ντυμένοι γυναικεία».

Είναι πράγματι η σιωπή στην Ιστορία σχετικά μ’ αυτό που μου έκανε εντύπωση. Σήμαινε ότι ως μυθιστοριογράφος μπορούσες να οδηγηθείς διαισθητικά πίσω.

Με ενδιέφεραν επίσης οι απαρχές του drag, για παράδειγμα, και η υπέροχη αποτελεσματικότητα του cross-dressing ως δείκτης της αληθινής ελευθερίας σε μια κοινωνία.

Είσαστε πολύ γνωστός -και πολυαγαπημένος- για τη συμπονετική αποτύπωση των χαρακτήρων σας, και το Χίλια φεγγάρια δεν αποτελεί εξαίρεση. Κατά τη γνώμη σας, είναι αυτό μια προϋπόθεση της σπουδαίας, διαχρονικής λογοτεχνίας;

Πιστεύω ότι είμαστε ένα αρκετά ωμό πλάσμα γενικά. Ο Homo Sapiens βρίσκεται μόνο 200.000 χρόνια στον πλανήτη και ήδη τα έχει κάνει μαντάρα.

Κι όμως, στα περισσότερα άτομα σίγουρα βρίσκεται μια βαθιά καρδιά ενός πράγματος που πρόχειρα αποκαλούμε καλοσύνη. Ίσως βιώσιμη και ουσιώδης ψυχή- τουλάχιστον άξια να διασωθεί, τουλάχιστον αυτό.

Πρόσφατα διοργάνωσα τη λέσχη βιβλίου μου ως βραβευμένος συγγραφέας σε δέκα ιρλανδικές φυλακές, και θα μπορούσες να συγχωρεθείς σκεπτόμενος πως κάποιοι από τους καλύτερους Ιρλανδούς πολίτες έχουν φυλακιστεί.

Είναι αυτή η πεποίθηση, ότι κανένας δεν είναι πέραν της λύτρωσης, ότι αξίζει τον κόπο να θυσιαστείς για σχεδόν όλους, που με ωθεί, σε κάθε περίπτωση.

Η Γουινόνα, ιδιαιτέρως, με όλο το σθένος και την ευαλωτότητά της, είναι ένας εξαιρετικά ολοκληρωμένος χαρακτήρας, που συνοδεύει τον αναγνώστη για πολύ αφότου τελειώσει το βιβλίο σας. Υπήρξε η κατασκευή της επίπονη διαδικασία;

Έπρεπε πράγματι να περιμένω την Γουινόνα για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Την θεωρώ ένα είδος χαμένης κόρης στην Ιστορία, και το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην κόρη μου.

Έχω παρατηρήσει με κάποια ανησυχία τα εμπόδια και τους κινδύνους που παραμένουν στο να είσαι απλώς γυναίκα στον κόσμο μας. Ανησύχησα ο ίδιος μέσα από την παιδική ηλικία και την εφηβεία της, την άκουσα προσεκτικά.

Η αίσθησή μου της σπουδαίας γενναιότητάς της, του αδάμαστου χαρακτήρα της, αλλά και του πόνου που κουβαλά μερικές φορές, πραγματικά επηρέασαν την κατανόησή μου της Γουινόνα.

Νοιάστηκα για εκείνη στο γραπτό, όπως θα είχα νοιαστεί για την κόρη μου. Ήθελα απελπισμένα να αντέξει.

Ταυτόχρονα, ένας χαρακτήρας είναι, σε κάποιον παράξενο βαθμό, ο συγγραφέας του εαυτού του, κι είχα πλήρη επίγνωση πως ήταν μια νεαρή Λακότα στο δωμάτιο εργασίας μου. Kόπιασα πολύ να το σεβαστώ αυτό, και να την ακούσω κατάλληλα.

Ήταν τόσο πιο ήσυχη από τον Τόμας, με τόσο περισσότερες αμφιβολίες, και διστακτική.

Πολλές φυλές ιθαγενών των Η.Π.Α. έχουν μια ολότελα διαφορετική αντίληψη του χρόνου, σε σύγκριση με τη γραμμική που επικρατεί στη «Δύση». Τη βρίσκετε υπαρξιακά, μυθοπλαστικά και αφηγηματικά προκλητική;

Τη βρίσκω απελευθερωτική.

Ο Αϊνστάιν στη θεωρία του για τον χρόνο ήρθε πολύ κοντά στην εκδοχή των ιθαγενών γι’ αυτόν. Είπε τουλάχιστον ότι όλα συμβαίνουν παντού πάντα, απλώς δεν έχουμε την αναγκαία αίσθηση να αντιληφθούμε τον χρόνο κατάλληλα. Δεν είναι γραμμικός.

Μπορείς, επομένως, να πεις πως η μυθοπλασία είναι ένα είδος απόδειξης του χρόνου του Αϊνστάιν και των ιθαγενών: αν κάνεις αρκετούς κύκλους, μπορείς να επιστρέψεις στους ανθρώπους που ίσως αγάπησες και έχασες.

Ήταν απλώς ένας μεγαλύτερος κύκλος για μένα να γυρίσω στην Γουινόνα, όχι όμως τόσο μεγάλος για εκείνη ώστε να προσεγγίσει την μητέρα της ξανά, όπως το κάνει στο τέλος του βιβλίου.

Είναι για μένα μια συναρπαστική ιδέα το ότι κάθε στιγμή η δεκαετία του 1870 στην ουσία της συμβαίνει ακόμα, και πάντα θα συμβαίνει.

Από τη γενοκτονία των ιθαγενών, στη σκλαβιά των μαύρων και, πιο πρόσφατα, στην Ισλαμοφοβία και τη βάναυση δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, οι Η.Π.Α.  είναι μια χώρα όπου ο ρατσισμός φαίνεται να παραμένει ζωντανός.

Μάχεστε τον ρατσισμό με την «πένα» σας;

Λοιπόν, τουλάχιστον τον παρατηρώ μέσα από την πένα μου. Και μέσα από τα μάτια μου, με το να διαβάζω όλα τα βιβλία.

Μόνο τους τελευταίους μήνες, διαβάζω όσα βιβλία μπορώ σχετικά με τη σκλαβιά στην Αμερική, αλλά και στον αρχαίο κόσμο- στην Ελλάδα, στη Ρώμη, κ.λπ.

Νιώθω ένα είδος φιλίας με τον Τένισον Μπουγκρό, αν και αναγνωρίζω ότι θα ήταν πρόκληση να γράψω την ιστορία του ξεχωριστά, κάτι που θα ήθελα να προσπαθήσω να κάνω, ίσως στο μεθεπόμενο βιβλίο.

Τελικά δεν «κατανοώ» τον ρατσισμό, όταν αποδέχεσαι πως όλοι προερχόμαστε από τις ίδιες δύο με πέντε γυναίκες στην Αφρική, κι ο τελευταίος σύγχρονος άνθρωπος. Είτε κατάγεσαι από την Αθήνα είτε από το Athlone, είσαι μέλος της οικογένειας.

Αυτή είναι μια ιδέα που θα ήθελα να διαδώσω, και σωστά. Οι Ιρλανδοί βέβαια έχουν υπάρξει τόσο θύματα του ρατσισμού όσο και φορείς του, δυστυχώς.

Όταν διαβάζεις σχετικά με τον 19ο αιώνα στην Αμερική, είναι αρκετά σαφές ότι η Αμερική ανέκαθεν ήταν διαιρεμένη, ακριβώς στη μέση. Και η Iστορία της είναι η καταστολή της μιας, κι έπειτα της άλλης, πλευράς.

Πόσο περίεργο που οι Ρεπουμπλικανοί και οι Δημοκρατικοί πέρασαν σε διαμετρικά αντίθετες πλευρές. Οι Δημοκρατικοί ήταν οι δαίμονες στα 1870.

Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, φαίνεται ότι υπάρχει αφθονία σύγχρονων Ιρλανδών συγγραφέων που κάνουν βαθιά δουλειά, καθένας/καθεμιά με τον τρόπο του/της.

Ταυτίζεστε με κάποια εγχώρια λογοτεχνική τάση ή στοχεύετε σε πιο οικουμενικά κοινά;

Ως βραβευμένος, γνωρίζω πολύ καλά πως βρισκόμαστε εν μέσω ενός είδους απρόσμενης αναγέννησης της γραφής, με πολλούς νέους συγγραφείς, πολλοί εκ των οποίων είναι -για κάποιον λόγο- γυναίκες.

Και το ότι τόσο πολλοί γράφουν τώρα όχι σε ένα «υποσχόμενο» επίπεδο, αλλά «παίζουν μπάλα» διεθνώς. Αυτό είναι πολύ μυστηριώδες και πολύ υπέροχο.

Με εγκαρδιώνει, ωστόσο, το να μεταφράζεται η δική μου δουλειά, ιδίως σε γλώσσες και χώρες όπου κάποτε έζησα, όπως η Ελλάδα.

Ναι, ήμουν ένας 25χρονος Ιρλανδός που ζούσα στην Πάρο το 1980, για αρκετό καιρό ώστε τα κύτταρα του νησιού να μπουν μέσα μου αμετάκλητα. Διεκδικώ ένα είδος μικρο-υπηκοότητας...

Σύμφωνα με το διάσημο παράθεμα του Σενέκα που «εισάγει» τον αναγνώστη στο βιβλίο σας, «Μερικές φορές ακόμα κι η ζωή ακόμα είναι πράξη γενναιότητας».

Τι σημαίνει να ζεις και να γράφεις σε καιρούς πανδημίας, όταν ο φόβος, η μοναξιά και η καταστολή αυξάνονται;

Υπήρξε ένα είδος μαζικού εγκλεισμού, με το να υποχρεώνονται όλοι/όλες να δουν τι έχουν και τι θεωρούν αγαπημένο, να υπομείνουν ένα είδος μαζικής νοσταλγίας για την καθημερινή ζωή που τόσο συχνά θεωρούσαμε δεδομένη και που όντως τόσο συχνά ήταν από μόνη της μια πρόκληση.

Έχουμε ερωτηθεί να ξαναστοχαστούμε τους εαυτούς μας, να τους παρατηρήσουμε, να θρηνήσουμε το 1.5 εκατομμύριο «αγνώστους» που πέθαναν.

Στην τελική δεν είναι καθόλου άγνωστοι, αλλά οικογένεια, κι όλες οι ιστορίες τους, τα τραγούδια, τα όνειρα, οι ελπίδες, βάναυσα ανακλημένα.

Ερωτώμαστε να είμαστε καλύτεροι απ’ όσο είμαστε, και προσπαθούμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, έτσι δεν είναι;

Κλείνοντας, θέλω απλά να σε ευχαριστήσω γι’ αυτές τις τόσο όμορφες ερωτήσεις.

Ευχαριστώ θερμά τον Stephen Edwards, ατζέντη του Sebastian Barry, για την καθοριστική συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Και φυσικά τον ίδιο τον συγγραφέα, που με ιδιαίτερη ευγένεια και φροντίδα καταπιάστηκε με τις ερωτήσεις μου.

Το μυθιστόρημα του Sebastian Barry Χίλια φεγγάρια κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου