Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Οντζάκι: «Η κοινωνική ανισότητα είναι μια μεγάλη πανδημία»

 


Ο μαγικός ρεαλισμός «συναντά» την πολιτική σάτιρα στο ευρηματικό μυθιστόρημα-«ανατομία» της αστικής Αφρικής Οι διάφανοι, με την «πένα» του Οντζάκι, του τρομερού παιδιού της αγκολέζικης λογοτεχνίας.

Η επικοινωνία μαζί του, πάντα απρόβλεπτη και συνάμα συγκινητική. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αιώρα.

Οι διάφανοι ξεκινούν και τελειώνουν στις φλόγες. Πώς αντιλαμβάνεσαι τη φωτιά; Είναι μια δημιουργική, εξαγνιστική, καταστροφική δύναμη; Ή σύνθεση αντιθέτων, ίσως;

Δεν είμαι σίγουρος... Νομίζω ότι υπήρχαν πράγματα που όντως έλεγχα κι άλλα όχι, όταν έγραφα το βιβλίο. Ήξερα πού πήγαινε, αλλά όχι πώς θα τελείωνε.

Αλλά η φωτιά είναι φωτιά. Έχει δυνάμεις, υποθέτω. Επίσης, υπήρχε πολλή βροχή σε ένα άλλο βιβλίο, το Quantas madrugadas tem a noite. Τώρα υπάρχει η φωτιά, κι υπάρχει μια τρίτη έκπληξη που έχω αφήσει για τη Λουάντα... Άλλο ένα βιβλίο.

Mε μουσικούς όρους, το μυθιστόρημά σου θυμίζει μια σχολαστικά αλλά παθιασμένα ενορχηστρωμένη ομαδική δουλειά- σε κάποιους, φέρνει στο μυαλό την τζαζ.

Ποιος είναι ο ρόλος σου σ’ αυτή την «ορχήστρα»; Εκείνος του μαέστρου, του βιρτουόζου ή του ακροατή;

Θα ήθελα να είμαι ακροατής, ναι. Αλλά συμφωνώ πως θυμίζει συναυλία τζαζ. Μου αρέσει αυτό. Αγαπάω την τζαζ, αγαπάω την αργή τζαζ. Τον Τσετ, τον Μάιλς, όταν είναι αργός. Ακόμα κι ο Κορτάσαρ είναι τζάζι όταν γράφει.

Μου πήρε πολλά χρόνια ν’ αρχίσω, να φανταστώ, να ονειρευτώ κι έπειτα να γράψω το βιβλίο, και μετά άλλα τρία χρόνια για να το αναθεωρήσω. Οπότε ναι, είναι τζαζ.

Η ετοιμόρροπη πολυκατοικία, σπίτι της πλειονότητας των εργατικών καταβολών συμπρωταγωνιστών του βιβλίου σου, συνιστά έναν χαρακτήρα από μόνη της.

Κατά κάποιον τρόπο μού θυμίζει το Μέγαρο Γιακουμπιάν του Αλάα Αλ-Ασουάνι. Σου χρησίμευσε ως σημείο αναφοράς;

Δεν το έχω διαβάσει και δεν το ξέρω, αλλά νομίζω ότι πρέπει να το διαβάσω. Αυτό που πραγματικά μου χρησίμευσε ως σημείο αναφοράς είναι μια ιστορία που προ πολλού κάποιος μου είπε για έναν άντρα όπως ο Οντονάτο.

Έπειτα, η ίδια η πόλη. Και μετά, κάποια πράγματα που χρειαζόταν να πω γι’ αυτή. Κάποια από αυτά ήθελα να τα πω και στον εαυτό μου, κι αυτό μου πήρε λίγο χρόνο.

Και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες, ξεκινώντας από τον Οντονάτο; Είναι απλώς αποκυήματα της φαντασίας σου ή αντλούν στοιχεία από πραγματικά άτομα που ζουν ή έχουν ζήσει στην Αγκόλα;

Θυμάμαι πως κάποιοι από αυτούς είναι αληθινοί, ή όσο αληθινοί μπορούν να είναι στην αρχή ενός βιβλίου.

Ο Οντονάτο ξέρω από πού έρχεται. Αλλά υπήρχαν και ευχάριστες εκπλήξεις: ο ΠωλητήςΚοχυλιών και ο Τυφλός εμφανίστηκαν από το πουθενά.

Ή από κάπου που δεν μπορώ ν’ αναγνωρίσω. Δε χρειάζεται να τους αναγνωρίσω, χρειάζεται να τους αποδεχτώ. Τα υπόλοιπα έρχονται, όπως μια από τις 17 γιαγιάδες μου θα έλεγε.

Και βεβαίως, έχεις τον ΣτρατηγόΧόφμαν, τον ΑρτούροΑρισκάδο, τον οποίο προσπάθησα να παρουσιάσω στο βιβλίο όσο πιο κοντά γινόταν στον πραγματικό του χαρακτήρα. Σπουδαίος φίλος, νεκρός πια, εκπληκτικός άνθρωπος και χορευτής.

Ο ΝταβίντεΑϊρόζα, νομίζω, επισημαίνει πως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ανθρωπότητας είναι το ότι δε δίνει στη φαντασία τον χώρο που της αξίζει. Συμμερίζεσαι την άποψή του;

Σε κάθε περίπτωση, το μυθιστόρημά σου «ξεχειλίζει» από φαντασία, οπότε υποθέτω πως αυτή είναι ένα από τα «όπλα» σου.

Συμφωνώ. Δε δίνουμε πολύ χώρο στη φαντασία, στη δημιουργικότητα, στην ελευθερία της φαντασίας. Θέλουμε να πούμε στους ανθρώπους «ένα όριο» για να προχωρήσει η φαντασία τους.

Aκόμα και με τα παιδιά, πρέπει να αποδεχτούμε και να τα αφήσουμε να μας δώσουν τον τρόπο «τους» να φανταζόμαστε την πραγματικότητα, όχι τον δικό μας.

Λέγοντας «φαντασία» εννοώ την ποίηση, την οικολογία και το δικαίωμα κάποιου να είναι πολλαπλοί άνθρωποι ταυτόχρονα. Όχι ως σχιζοφρενής, αλλά αποδεχόμενος την ποικιλομορφία στις πεποιθήσεις και στη συμπεριφορά μας.

Ανεξάντλητη, παιχνιδιάρικη και εξαιρετικά αναζωογονητική είναι επίσης η αίσθηση του χιούμορ σου, που αποτελεσματικά εξισορροπεί τα δραματικά, αν όχι τραγικά, στοιχεία του μυθιστορήματός σου. Άλλο ένα από τα «όπλα» σου;

Είναι και μια φυσική στρατηγική -σ’ αυτό το βιβλίο-, και ένα αγκολέζικο στοιχείο όλων μας.

Είναι, νομίζω, σημαντικό να επιτρέπεις στη χαρά να εμφανίζεται εκεί που εμφανίζεται η ντροπή. Να επιτρέπεις στον καθένα να βρει το γέλιο εκεί που υπήρχε μόνο το κλάμα.

Αλλά δε θα την αποκαλούσα «δική μου αίσθηση του χιούμορ». Θα την αποκαλούσα «αγκολέζικη».

Υπάρχει μια βαθιά αίσθηση saudade (νοσταλγίας), επίσης, ιδίως στον χαρακτήρα του Οντονάτο. Στην προηγούμενη κουβέντα μας είχες αναφέρει ότι νιώθεις αποκομμένος από το παρόν. Ισχύει αυτό ακόμα;

Έχω προβλήματα, ναι, σύνδεσης με την άμεση πραγματικότητα. Εννοώ την καθημερινή μου ζωή, τον καθημερινό μας χρόνο.

Τείνω να προτιμώ το διάβασμα ή τις ταινίες, ή να μένω κάπου μέσα στη φαντασία μου. Eίναι ένα καλό μέρος για να βρίσκεσαι. Ίσως γερνάω, ίσως ήμουν πάντα έτσι.

Υπάρχουν πράγματα, καινούρια πράγματα, που θέλω να κάνω: να κάνω πιο πολύ Τάι Τσι ξανά, ίσως κάποια μέρα να διδάξω Τάι Τσι Τσουάν, να γράψω πιο πολύ για τα παιδιά, το αγαπάω αυτό. Και να δουλέψω με παιδιά, και ηλικιωμένους.

Κι όλα αυτά, κατά κάποιον τρόπο, σημαίνουν το να βρίσκομαι μακριά από την πραγματικότητά μας.

«Η ανθρωπότητα είναι άσχημη- αλλά παραμένει, γιατί ο πυρήνας της είναι καλός», γράφεις κάπου. Πιστεύεις στο εγγενές καλό των ανθρώπων, στην «καλοσύνη των ξένων»;

Πιστεύω στη Φύση ως όλο. Είμαστε μέρος της. Αυτός είναι «ο πυρήνας» που θα μπορούσε να μας σώσει. ΑΝ επανασυνδεθούμε. Δεν έχει να κάνει μόνο με το να επανασυνδεθούμε με τη φύση.

Το να κάνουμε αυτό είναι το ίδιο με το να «συνδεθούμε με τους εαυτούς μας». Είμαστε η Φύση. Αργά ή γρήγορα, νομίζω ότι θα γυρίσουμε σ’ αυτή.

Ηλικιακά, είσαι -σχεδόν- «παιδί» της ανεξαρτησίας της Αγκόλα, που τον Νοέμβριο έγινε 45 χρονών. Αν η «κυρία Ιδεολογία» μάς έχει όντως αφήσει, τι απέμεινε εκεί για να γιορτάσει κάποιος;

Η «κυρία Ιδεολογία» πεθαίνει στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου εδώ, στην Αγκόλα.

Αλλά η ήπειρος, η Αφρική ως ήπειρος, όχι ως χώρα, «ανατέλλει» πάλι. Πολιτισμικά, πνευματικά. Νέοι καλλιτέχνες, νέοι συγγραφείς, κι ας ελπίσουμε ένα νέο είδος πολιτικών.

Κάθε χρόνο, οι αφρικανικές χώρες γιορτάζουν την ανεξαρτησία τους. Και πρέπει να το χρησιμοποιήσουν αυτό για να σκεφτούν τι σημαίνει «ανεξαρτησία» στο οικουμενικό και πραγματικό μας πλαίσιο.

Αλλά ναι, πρέπει πάντα να γιορτάζεις την ανεξαρτησία και την ελευθερία, και ν’ αναρωτιέσαι αν εσύ, όλοι μας, τιμούμε εκείνους που πέθαναν για την ανεξαρτησία μας.

Η οριζόντια αλληλεγγύη, όχι η κρατικά επιχορηγούμενη/τύπου ΜΚΟ, συνδέει βαθιά τους προερχόμενους από την εργατική τάξη χαρακτήρες.

Σε καιρούς οικουμενικής πολιτικής, κοινωνικής, ψυχικής και υπαρξιακής δυστοπίας, εν μέρει λόγω της πανδημίας, νομίζεις πως αυτή χρειαζόμαστε και μας λείπει;

Δεν είμαι κάποιος ξεχωριστός για ν’ απαντήσω σε αυτή την ερώτηση.

Η πολύ μικρή συνεισφορά μου θα ήταν ότι χρειάζεται να προσέχουμε την πλειονότητα των ανθρώπων σε κάθε πλαίσιο, κάθε χώρα, κάθε τάξη ή ομάδα.

Η κοινωνική ανισότητα είναι μια μεγάλη πανδημία. Οι διακρίσεις, στη ρίζα της συμπεριφοράς μας, είναι μια μεγάλη πανδημία. Το να προστατεύονται μερικές χώρες και μέρη, ενώ ξεχνιούνται άλλες, είναι μια μεγάλη πανδημία.

Ο τρόπος που η πλειονότητα του κόσμου ασχολείται με τα χρήματα και τους αριθμούς, αντί για το ένστικτο και τις κοινωνικές πραγματικότητες, είναι κι αυτό μια μεγάλη πανδημία.

Από πού να ξεκινήσουμε; Κοιτάζοντας τον καθρέφτη. Αλλά χωρίς να ξεχνάμε τα λουλούδια, την ποίηση, την παράδοση. Ίσως.

Τελικά, χρειάζεται να γίνουμε διάφανοι για να είμαστε καλύτερα ορατοί;

Τελικά, όπως θα το έθετε ο Τζιμ Μόρισον: «Έζησες μια καλή ζωή;» Περιλάμβανε αυτή η ζωή άλλους; Τελικά, μπορείς να έχεις μικρές σπίθες παρηγοριάς και ηρεμίας στα μάτια σου, όπως, πιθανόν, ο πρόεδρος Μουχίκα έχει τώρα;

Τελικά, δεν πρέπει να είσαι καλύτερα ορατός, απλώς να ξέρεις αν έκανες κάτι για να βοηθήσεις κάποιον που μπορούσες να βοηθήσεις, ή αν έκανες κάτι για να ακολουθήσεις αυτόν που πρέπει να ακολουθήσεις.

Και πες μια καλή ιστορία. Μεταβίβασε μια καλή ιστορία. Ο χρόνος θα κρίνει τα υπόλοιπα.

Το μυθιστόρημα του Οντζάκι Οι διάφανοι κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αιώρα σε μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου