Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 28ο Διεθνές Φεστιβάλ Κιν/φου Αθήνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 28ο Διεθνές Φεστιβάλ Κιν/φου Αθήνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Μαΐου 2023

Ντέιβι Τσου: «Οι αντιφάσεις αποτελούν αντανάκλαση της πολυπλοκότητας της ζωής»

 

Ντέιβι Τσου (Φωτογραφία: Julien Lienard)

Βραβευμένη με τη Χρυσή Αθηνά στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας, η Επιστροφή στη Σεούλ του καμποτζιανής καταγωγής σκηνοθέτη Ντέιβι Τσου είναι μια ενδοσκοπική και παιχνιδιάρικη εξερεύνηση της έννοιας της ταυτότητας.

Πρωταγωνίστρια της ταινίας η Φρέντι, μια 25χρονη σε αναζήτηση των βιολογικών γονιών της στη Νότια Κορέα. Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη με αφορμή την κυκλοφορία του φιλμ στις αίθουσες από τις 11 Μαΐου.

Πρόσφατα έγινες πατέρας. Πώς νιώθεις γι’ αυτό;

Είναι το πρώτο μου παιδί. Μόνο κλισέ μπορείς να αρθρώσεις. Είναι απίστευτη αίσθηση.

Πιστεύεις ότι η πατρότητα θα επηρεάσει τον τρόπο που κάνεις σινεμά- κι όχι μόνο σε σχέση με τον χρόνο που θα χρειάζεται να αφιερώσεις στο αγοράκι σου;

Σίγουρα. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, η ταινία πάνω στην οποία δουλεύω τώρα περιστρέφεται γύρω από την πατρότητα. Βασίζεται σε ιδέα την οποία μου έδωσε ένας φίλος μυθιστοριογράφος και συγγραφέας.

Σε προσωπική σου εμπειρία βασίζεται και η ιδέα του φιλμ σου, Επιστροφή στη Σεούλ.

Η ιδέα στο σύνολό της προέρχεται από την προσωπική μου εμπειρία από το πρώτο ταξίδι μου στη Νότια Κορέα το 2011 και μιας φίλης μου που αναζητούσε τους βιολογικούς της γονείς.

Στην αρχή δεν ήθελε να τους συναντήσει, έπειτα άλλαξε γνώμη. Οι αντιφάσεις στα συναισθήματα της φίλης μου απέναντι στους γονείς της λειτούργησαν ως ο οδηγός για τη συγγραφή του σεναρίου της Επιστροφής στη Σεούλ.

Λίγα χρόνια αργότερα ρώτησα την φίλη αν θα συμφωνούσε να κάνω μια ταινία βασισμένη στην εμπειρία της, συναίνεσε και μου παρείχε λεπτομέρειες και ντοκουμέντα που αποτέλεσαν το βιογραφικό θεμέλιο του φιλμ.

Που βασίζεται βέβαια και στη δικιά σου ιστορία.

Ναι, αλλά μου πήρε χρόνο να το συνειδητοποιήσω.

Όταν στην αρχή της ταινίας ρωτούν την πρωταγωνίστρια, την Φρέντι, αν κάνει ένα ταξίδι σε αναζήτηση των ριζών της, εκείνη τους απαντά πως βρίσκεται σε διακοπές. Βίωνε μια άρνηση, δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έκανε.

Κάτι τέτοιο είχε συμβεί και σε μένα πολλές φορές.




Είσαι καμποτζιανής καταγωγής, Γάλλος πολίτης και -ως επί το πλείστον- κάτοικος Γαλλίας.

Στη Γαλλία γεννήθηκα και ζω όλη μου τη ζωή.

Η ταινία σου, όμως, εκτυλίσσεται στη Νότια Κορέα -με την οποία ωστόσο δεν έχεις σχέση-, οι περισσότεροι συντελεστές είναι Κορεάτες/Κορεάτισσες και «περνάει» για κορεάτικη.

Ποτέ δε θα είχα την επιθυμία να κάνω ένα φιλμ για την προσωπική μου ιστορία.

Η ομοιότητα της ιστορίας της πρωταγωνίστριας με τη δικιά μου είναι ίσως ένας τρόπος να αφηγηθώ την ιστορία μου μέσω μιας παράκαμψης, κρυβόμενος πίσω από το πρόσωπο της ηρωίδας.

Αισθάνεσαι κάποιες φορές σαν την Φρέντι, λοιπόν;

Κάποιες σκηνές αντλούνται απόλυτα από τη ζωή μου. Δε θα αποκαλύψω ποιες!

Όταν έδωσα στην μητέρα μου να διαβάσει ένα πρώτο treatment του σεναρίου, μου είπε: «Παράξενο, αυτός ο χαρακτήρας είναι εσύ, αν ήσουν ελεύθερος να είσαι αυτός που θέλεις απόλυτα να είσαι». «Ω, Θεέ μου, είναι αλήθεια», σκέφτηκα.

Η Φρέντι διαθέτει το κουράγιο να στέκεται αλλά και να πέφτει, να κάνει λάθη. Έβαλα, λοιπόν, πολύ από τον εαυτό μου στον χαρακτήρα της, αλλά έναν άλλο εαυτό, μια προβολή του.

Μια προβολή ενός επιθυμητού εαυτού.

Έτσι νομίζω.

Υπάρχει πολλή ευφορία και μελαγχολία στην ταινία, που διαρκώς εναλλάσσονται και μπλέκονται. Ήταν κι αυτές κομμάτι της αρχικής έμπνευσης και ιστορίας;

Βέβαια.

Ίσως το πρόσωπο που ενέπνευσε το φιλμ δεν είναι μόνο η φίλη μου, αλλά και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έχω συναντήσει στη ζωή μου και τους περιγράφουν ως εγωιστές, μηδενιστές ή πολύ σκοτεινούς.

Ταυτόχρονα, όμως, διαθέτουν πολλή ζωτικότητα και μια «ηλιακή», θα έλεγα, ενέργεια. Είναι τόσο γενναιόδωροι, τρυφεροί και καταστροφικοί την ίδια στιγμή. Τους θεωρώ εκπληκτικούς. Χαρακτηρίζονται από τις αντιφάσεις στις οποίες προαναφέρθηκα.

Αυτές οι αντιφάσεις αποτελούν μια αντανάκλαση της πολυπλοκότητας της ζωής, όχι μόνο της ψυχοσύνθεσης ενός μυθοπλαστικού χαρακτήρα.

Έχουμε μάθει να βάζουμε τα συναισθήματα σε κουτάκια, αλλά η πολυπλοκότητα της ζωής τα αναμειγνύει. Αυτές τις αντιφάσεις πρέπει να διαχειριστούμε.

Είναι πιθανό να μισείς και να αγαπάς κάποιον άνθρωπο, να σου λείπει κάποιος και να τον απορρίπτεις. Αυτό συμβαίνει και στην Φρέντι. Ένα κομμάτι της πεθαίνει να συνδεθεί με τον πατέρα της, κι από την άλλη υπάρχει ένα έντονο ένστικτο απόρριψης.

Το βρίσκω συναρπαστικό.

Η ταινία σου προσεγγίζει με πολύ παιχνιδιάρικο τρόπο πολύ θεμελιώδη ζητήματα, όπως της ένταξης, της προσαρμογής, της ταυτότητας. Το γεγονός αυτό την καθιστά πότε συναρπαστική, και πότε αποπροσανατολιστική για το κοινό.

Λαμβάνεις υπόψη σου τις πιθανές αντιδράσεις ενός κοινού όταν σεναριογραφείς ή σκηνοθετείς ή δε σε νοιάζει;

Καλή ερώτηση.

Πρόκειται για μια σταδιακή διαδικασία. Όταν γράφω το πρώτο προσχέδιο, σκέφτομαι την ιστορία, τι θέλω να αποτυπώσω φιλμικά. Απλά ακολουθώ την επιθυμία μου.

Κατόπιν, όμως, μου αρέσει να μοιράζομαι το σενάριο με τους κοντινούς μου φίλους και τους παραγωγούς και να ακούσω τι έχουν να πουν.

Οι μισοί άνθρωποι που διάβασαν το προσχέδιο του σεναρίου της Επιστροφής..., βρήκαν τον χαρακτήρα της Φρέντι αντιπαθητικό, τη μίσησαν, έχασαν το ενδιαφέρον τους για την ιστορία εξαιτίας της.

Τι κάνεις, λοιπόν; Είτε συμβιβάζεσαι με την αντιπαθητική διάσταση του χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας είτε όχι. Αποφάσισα να μη συμβιβαστώ, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κάνω το κοινό να συνδεθεί κάπως με εύθραυστες στιγμές της.

Είμαι ευτυχής που λειτούργησα έτσι, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν θεατές που δεν μπορούν να συνδεθούν με την ταινία λόγω του χαρακτήρα της Φρέντι. Κι αυτοί οι θεατές είναι λευκοί άντρες.

Πολλοί, ωστόσο, την αγαπούν, κι αυτό για μένα αποτελεί μια νίκη, γιατί σημαίνει πως η διαδικασία συγγραφής του σεναρίου υπήρξε καρποφόρα.

Η Παρκ Τζι-μιν, που υποδύεται την Φρέντι, έβαλε πολλή ανθρωπιά στον χαρακτήρα της και δε συμβιβάστηκε καθόλου.




Δεν είχε προηγούμενη υποκριτική εμπειρία.

Ποτέ δεν ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός και δεν έχει τον εγωισμό της ηθοποιού που θέλει να είναι ορατή, να την αγαπούν. Το γεγονός αυτό δίνει μια ακατέργαστη ποιότητα στην ερμηνεία της.

Βρίσκεται σε κάθε σκηνή του φιλμ, ήταν επομένως πρόκληση για εκείνη να παρέχει κάτι συναισθηματικά αφοσιωμένο.

Η διαδικασία του γυρίσματος ήταν, όμως, πρόκληση και για μένα, καθώς ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε η Παρκ Τζι-μιν να αποχωρήσει μιας και δεν ήθελε να είναι ηθοποιός! Έπρεπε, επομένως, να προσπαθήσω να χτίσω μια σχέση μαζί της.

Βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία αναζήτησης τού ποια πραγματικά είναι ή θα μπορούσε να έχει υπάρξει ή να γίνει. Σε αντίθεση με την Φρέντι, εσύ έχεις βρει τη θέση σου στο σύμπαν- στο σύμπαν του φιλμ, τουλάχιστον;

Δίνω την απάντησή μου μέσω της ταινίας, γιατί αυτή βασικά θέτει τις ερωτήσεις. Το τέλος του φιλμ συμπυκνώνει με τη μεγαλύτερη ειλικρίνεια την απάντηση σχετικά με τη διαδρομή του χαρακτήρα.

Ίσως πρέπει κάποιος να αποδεχτεί το ότι ποτέ δε θα υπάρξει ένας τόπος που θα είναι ζώνη ασφαλείας. Δε θα υπάρξει ένα σπίτι με σταθερότητα. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το γεγονός πως η αστάθεια θα είναι η νόρμα.

Nα αποδεχτούμε, άρα, τη ρευστότητα ως μέρος της ζωής μας.

Κι όμως, ελπίζουμε ότι θα υπάρξει αυτό το σπίτι.




Βιώνουμε έναν πόθο για κάτι τέτοιο.

Ο πόθος παραμένει και είναι εντάξει που αυτό συμβαίνει.

Η Επιστροφή... είναι ένα διεθνές φιλμ, τόσο σε επίπεδο παραγωγής και συντελεστ(ρι)ών όσο και αναφορικά με τα ζητήματα που θέτει. Είναι και η φιλμική εμπειρία κάτι εξίσου οικουμενικό, που επεκτείνει τα όρια κάθε θεατή;

Το πιστεύω αυτό. Κατά τη διάρκεια των λοκντάουν παρακολούθησα για πρώτη φορά την Τριλογία του Άπου, του Σατγιαζίτ Ρέι. Και υπήρξε μια τόσο οικουμενική και δυνατή εμπειρία.

Το σινεμά είναι, επομένως, ένα οικουμενικό μέσο, το οποίο μπορεί να σου δείξει πώς ζουν οι άνθρωποι σε διαφορετικές χώρες. Στην τελική, όμως, η ανθρώπινη εμπειρία είναι πάντα η ίδια.

Η χρήση της μουσικής προωθεί την αφήγηση. Πόσο σημαντική είναι για σένα ως σκηνοθέτη;

Ως νεαρός σινεφίλ απολάμβανα την εμβληματική χρήση της μουσικής σε ταινίες του Σκορσέζε, του Ταραντίνο, του Γουόνγκ Καρ Γουάι.

Στα «καλλιτεχνικά» φιλμ υπάρχει η τάση η μουσική επένδυση να είναι «ευγενική». Δε μου αρέσει αυτό, μου φαίνεται εύκολο και βολικό. Με εμπνέει η τολμηρή χρήση της μουσικής από τους προαναφερθέντες σκηνοθέτες.

Έπειτα, η μουσική λειτουργεί ως ένα είδος μεταφοράς σχετικά με την Φρέντι, ως κάτι που την βοηθάει να συνεχίσει να πιστεύει στην αναζήτησή της. Ίσως υπάρχει μια θρησκευτική πτυχή σ’ αυτή τη μουσική- αν και προσωπικά δεν είμαι θρησκευόμενος.

Η μουσική, εξάλλου, συμβαδίζει με την πολιτισμική προέλευση του κάθε χαρακτήρα- κορεάτικη ή περισσότερο ευρωπαϊκή.

Η ταινία σου κέρδισε τη Χρυσή Αθηνά στο περσινό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας. Σε γεμίζει μια τέτοια επιτυχία με περισσότερη έμπνευση, ενέργεια- ίσως και αίσθηση ευθύνης;

Ευθύνη; Όχι, δε νιώθω κάτι τέτοιο. Μόνο απέναντι στο παιδί μου αισθάνομαι υπεύθυνος αυτή τη στιγμή.

Η οικουμενικότητα της απήχησής της, ωστόσο, στο κοινό -και όχι μόνο στο σινεφίλ κομμάτι του- με εξέπληξε. Το απολαμβάνω αυτό, και μου δίνει αυτοπεποίθηση.

Η ταινία του Ντέιβι Τσου Επιστροφή στη Σεούλ προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 11 Μαΐου σε διανομή του Cinobo.



Κυριακή 9 Απριλίου 2023

Maryam Touzani: «Κάποιες παραδόσεις πρέπει να αμφισβητούνται»

 

Maryam Touzani (Φωτογραφία: Valery Hache/AFP)

Αιχμηρή -και συνάμα διακριτική και τρυφερή- η βραβευμένη ταινία της Maryam Touzani, Το μπλε καφτάνι, «ανατέμνει» το ταμπού της ομοφυλοφιλίας στο σύγχρονο Μαρόκο μέσα από την ιστορία ενός ασυνήθιστου ερωτικού τριγώνου.

Συνομιλώντας με την σκηνοθέτρια με αφορμή την κυκλοφορία του φιλμ στις αίθουσες από τις 30 Μαρτίου.

Θα έλεγες ότι η εξαιρετική καλοφτιαγμένη και συγκινητική ταινία σου, Το μπλε καφτάνι, αφορά στην αγάπη, και στο να μη φοβόμαστε να αγαπάμε, τελικά;

Για μένα το φιλμ αφορά στην αγάπη στις πολλές μορφές της, σε μια αγάπη που δε χρειάζεται να ταξινομήσουμε, που είναι δυνατή γιατί είναι και ελεύθερη.

Πρόκειται για μια αγάπη η οποία υπερβαίνει τον εαυτό της. Το ζευγάρι υπερβαίνει όσα ήξερε για την αγάπη.

Εντέλει, είναι μια ταινία για τη βαθιά αγάπη ανάμεσα σε έναν άντρα, τον Χαλίμ, και μια γυναίκα, την Μίνα, αλλά και με τον νεαρό μαθητευόμενο ράφτη, τον Γιούσεφ, που καταφθάνει στη ζωή τους.

Έχει, επίσης, να κάνει με την αγάπη για μια τέχνη που εξαφανίζεται. Ήθελα να μιλήσω και γι’ αυτό το ζήτημα.

Νιώθεις πως το σινεμά ως τέχνη -ή και ως χειροτεχνία- σταδιακά εξαφανίζεται ή αντικαθίσταται από κάτι προκατασκευασμένο, είτε αυτό προέρχεται από το Χόλιγουντ είτε από τον καλλιτεχνικό ευρωπαϊκό κινηματογράφο;

Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που λες.

Προφανώς το σινεμά είναι μια μορφή τέχνης, και σήμερα πρέπει να πολεμήσουμε κάτι που μερικές φορές μπορεί να είναι συντριπτικό, τον φρενιτιώδη ρυθμό τον οποίο συνηθίζουμε.

Διαρκώς «βομβαρδιζόμαστε» από πληροφορίες. Δεν έχουμε την υπομονή να βλέπουμε τα πράγματα όπως το κάναμε στο παρελθόν. Πάντα βιαζόμαστε, τα πάντα επιταχύνονται.

Αυτό μάς οδηγεί σε μια πολύ τρομακτική κατεύθυνση. Είναι σαν να τρομάζουμε να κάτσουμε και να απολαύσουμε τις καταστάσεις στη διάρκειά τους. Η συγκεκριμένη συνθήκη ίσως επηρεάζει και τον τρόπο που κάνουμε σινεμά.

Όταν, όμως, φτιάχνεις ή φαντάζεσαι μια ταινία ή γράφεις το σενάριό της, εσύ μπορείς να αποφασίσεις τον ρυθμό της.

Είναι σημαντικό να αποσυνδέεσαι μερικές φορές από τον ρυθμό της καθημερινής ζωής σου και να βλέπεις λεπτομέρειες που δε βλέπουμε κατ’ ανάγκη, να δίνεις στον εαυτό σου τη δυνατότητα να βιώνει πράγματα, αντί να προχωρά στα επόμενα.

Πρόκειται για μια πρόκληση. Και ήθελα να κάνω αυτό το φιλμ με τον συγκεκριμένο ρυθμό, ακολουθώντας τις επαναστάσεις που βιώνουν οι χαρακτήρες χωρίς να επιταχύνουμε τις καταστάσεις.

Χρειάζεται, εξάλλου, υπομονή για να φτιάξεις ένα καφτάνι!




Εκτός του φιλμικού πλαισίου, τι σηματοδοτεί για σένα το καφτάνι στο επίπεδο της μαροκινής κοινωνίας και κουλτούρας;

Στο επίπεδο της ταινίας είναι κάτι πολύ συμβολικό. Το στοιχείο του καφτανιού προέρχεται από ένα καφτάνι που φορούσε η μητέρα μου και μου είχε δωρίσει. Όταν έγινα γυναίκα, μου ταίριαζε και μου το έδωσε.

Τότε κατανόησα πόσο όμορφη, δυνατή και χειροπιαστή μπορεί να είναι η μεταβίβαση μέσω του υφάσματος που μου είχε δωρίσει.

Όταν άρχισα να γράφω το σενάριο, ήξερα πως ο Xαλίμ πρέπει να είναι ράφτης καφτανιών. Σε έναν κόσμο όπου όλα γίνονται τόσο γρήγορα είναι δύσκολο γι’ αυτόν να επιβιώσει κρατώντας την τέχνη του ζωντανή.

Το καφτάνι είναι επίσης κάτι που φοράς σε ευτυχισμένες περιστάσεις: σε βαφτίσεις, γάμους κι άλλες γιορτές.

Ο Χαλίμ φτιάχνει τα όμορφα καφτάνια του για να τα φορέσουν οι γυναίκες- αυτό είναι το όμορφο τμήμα της παράδοσης την οποία θέλει να κρατήσει ζωντανή.

Υπάρχει, όμως, και εκείνο το τμήμα της που δεν τον αφήνει να είναι αυτός που είναι, κι έτσι βιώνει μια διαρκή αντίφαση.

Έτσι λειτουργεί κι η ταινία σου: από τη μία είναι βαθιά ριζωμένη στη μαροκινή παράδοση κι από την άλλη την αμφισβητεί, την υπονομεύει ή την ανανοηματοδοτεί με τρόπο διακριτικό και λεπτό.

Σέβεται τους «παλιούς τρόπους», αλλά και επιχειρεί να υιοθετήσει μια πιο συμπεριληπτική προσέγγιση των αναγκών και του προσανατολισμού των χαρακτήρων.

Πραγματικά πιστεύω ότι η παράδοση μπορεί να είναι κάτι πολύ όμορφο. Γι’ αυτό άλλωστε, ήθελα να ρίξω φως σε μια παράδοση που χάνεται.

Πιστεύω, όμως, πως πρέπει και να αμφισβητείται, να ταρακουνιέται μια στις τόσες. Και κάποιες παραδόσεις πρέπει να αμφισβητούνται.

Για μένα, λοιπόν, το φιλμ είναι εορτασμός της παράδοσης αλλά και βαθιά αμφισβήτηση ορισμένων παραδόσεων. Όλες οι παραδόσεις που δε μας επιτρέπουν να είμαστε αυτό που είμαστε πρέπει να αμφισβητούνται.

Πώς λειτουργεί η συνεργασία σου με τον Nabil Ayouch στη συγγραφή του σεναρίου και στην ανάδειξη των πολύπλοκων δυναμικών στις σχέσεις ανάμεσα στους χαρακτήρες;

Η συγγραφή ενός σεναρίου μπορεί να είναι μια πολύ μοναχική διαδικασία. Είναι, επομένως, πολύ όμορφο όταν τη μοιράζεσαι με κάποιον σε καταλαβαίνει και είναι ευθυγραμμισμένος μαζί σου.

Με τον Nabil συζητάμε, υπάρχει ανατροφοδότηση και, λίγο λίγο, κατανοώ προς ποια κατεύθυνση θέλω να κινηθώ. Συνεργαζόμαστε πάντα στα εγχειρήματά μας, χωρίς να συν-σεναριογραφούμε κάθε φορά.

Το γράψιμό μου είναι ενστικτώδες. Κι όταν ξεκινήσω να γράφω, δεν μπορώ να σταματήσω.

Εξ αρχής, φανταζόμουν το Μπλε καφτάνι με χρώματα κι ως κάτι προσωπικό. Μου αρέσει η οικειότητα στις ταινίες. Και είναι σημαντικό να βρισκόμαστε με τους χαρακτήρες καθώς μετακινούνται από τη μια τοποθεσία στην άλλη.

Η Μίνα ζει με τον Χαλίμ 25 χρόνια, γνωρίζει για την ομοφυλοφιλία του, αλλά αυτή η γνώση δεν έχει ποτέ αρθρωθεί με λέξεις. Δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να αισθανθεί ζήλεια όταν ο σύζυγός της αντικρίζει τον Γιούσεφ με άλλο μάτι.

Σιγά σιγά, ωστόσο, θα έρθει αντιμέτωπη με τους φόβους της και θα ακολουθήσει τον δρόμο της.




Και τους τρεις χαρακτήρες υποδύονται εξαιρετικά γοητευτικοί άνθρωποι, εξωτερικά και -φαντάζομαι- εσωτερικά. Είχες σκεφτεί να επιλέξεις λιγότερο γοητευτικούς από άποψη φυσικής εμφάνισης ηθοποιούς;

Η ομορφιά είναι κάτι πολύ υποκειμενικό. Χρειάζεται να συγκινηθώ από κάτι περισσότερο από αυτό που αντικρίζουμε στην επιφάνεια: από τα μάτια των ηθοποιών, την έκφρασή τους. Να κοιτάξω στην ψυχή τους.

Ο χαρακτήρας του Χαλίμ, όπως κι ο Saleh Bakri που τον υποδύεται, είναι χαρισματικός, αποπνέει μια ήρεμη δύναμη, είναι σαν ένα βουνό. Κι όμως ταρακουνιέται εσωτερικά. Διαθέτει ανθρωπιά, ευγένεια, ευθραυστότητα.

Το ίδιο συμβαίνει και με την Lubna Azabal, η οποία υποδύεται την Mίνα. Είναι γοητευτική εξαιτίας και όσων νιώθει και αποτυπώνονται στο πρόσωπό της.

Όταν συνάντησα τον Ayοub Missioui -που ενσαρκώνει τον Γιούσεφ- για πρώτη φορά, σκέφτηκα ότι είναι πολύ εμφανίσιμος. Αναρωτήθηκα, όμως, τι υπήρχε πίσω από την επιφάνεια.

Αφότου άρχισα να «σκάβω», συνειδητοποίησα πως πρόκειται για έναν πολύ παθιασμένο άνθρωπο. Αυτό με συγκίνησε, και «δείχνει» στο πρόσωπό του.

Ως χαρακτήρας είναι καλό άτομο, με αρχές, με πάθος για την τέχνη του και ευαισθησία στο πώς αντιμετωπίζει τη σχέση της Μίνα με το Χαλίμ. Καταλαβαίνει τι περνάει το ζευγάρι χωρίς να το διατυπώνει με λόγια.

Έξοχη είναι και η φωτογραφία της ταινίας, η οποία διαθέτει μια ζωγραφική ποιότητα. Απολαμβάνεις τη ζωγραφική, και πιο συγκεκριμένα τα έργα του Βερμέερ;

Αγαπώ τον Βερμέερ, τον ντε Λα Τουρ, τον Καραβάτζο. Αγαπώ τη ζωγραφική.

Η δημιουργία μιας ταινίας σχετίζεται με μια χρωματική παλέτα, με τα υλικά και την αίσθηση της αφής που έχουν.

Γι’ αυτό και είναι πολύ σημαντική η συνεργασία με τον διευθυντή ή την διευθύντρια φωτογραφίας, και τους σχεδιαστές του σκηνικού και των κουστουμιών..

H Virginie Surdej, εν προκειμένω, είναι απίστευτη, διαθέτει βαθιά κατανόηση τού τι αναζητώ.




Σε ένα πιο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, αισθάνεσαι πως η σύγχρονη μαροκινή κοινωνία γίνεται πιο συμπεριληπτική, ανεκτική ή δίκαιη απέναντι σε ανθρώπους με διαφορετικούς προσανατολισμούς, σεξουαλικούς και άλλους;

Ή υπάρχουν αντιστάσεις, κοινωνικά και θεσμικά;

Η μαροκινή κοινωνία είναι εξαιρετικά περίπλοκη και γεμάτη αντιφάσεις.

Αυτές οι αντιφάσεις είναι πολύ δύσκολο να οριστούν και συνάμα αποτελούν πηγή έμπνευσης. Ζούμε διαρκώς με αυτές.

Υπάρχει, πιστεύω, η επιθυμία για αλλαγή, για ανεκτικότητα, για διάλογο, γι’ αυτό και κάποια ζητήματα πρέπει να τεθούν ανοιχτά.

Ζω σε μια κοινωνία όπου τα ζητήματα τα οποία ενοχλούν, επειδή πηγαίνουν κόντρα σ’ ένα ορισμένο ρεύμα, μπαίνουν κάτω από το χαλί και προτιμάμε να μην τα συζητάμε.

Μπορούμε, όμως, να είμαστε πολύ ανοιχτοί. Θα εκπλαγείς από την ανοιχτότητα που θα συναντήσεις στο Μαρόκο. Και στην παρακάτω γωνία θα συναντήσεις την ακριβώς αντίθετη στάση. Αυτές οι αντιθέσεις συνυπάρχουν.

Είναι, λοιπόν, σημαντικό να φέρνεις στην επιφάνεια ευαίσθητα ζητήματα και να συμμετέχεις στη διαδικασία δημιουργίας ενός διαλόγου.

Οι νόμοι είναι οι νόμοι, βέβαια, και βαθιά επιθυμία μου είναι ν’ αλλάξουν.

Ως θεατής, αντιλαμβάνομαι τη σύνθετη πραγματικότητα που αποτυπώνεται στο Μπλε καφτάνι, κι όμως αυτό γίνεται με τρόπο σεβαστικό προς την παράδοση και τις όποιες ευαισθησίες άλλων κομματιών της κοινωνίας. Δύσκολη ισορροπία!

Σε κάθε περίπτωση, έκανα την ταινία που ήθελα να κάνω και οι σκηνές αντανακλούν τα βιώματα των χαρακτήρων σ’ αυτή και στην εκάστοτε στιγμή της ζωής τους. Υπήρξα όσο το δυνατόν πιο ειλικρινής απέναντί σ’ αυτούς και στα συναισθήματά τους.

Είναι πολύ εύκολο να αυτολογοκριθείς, ξέρεις. Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σ’ έναν καλλιτέχνη.

Το φιλμ πηγαίνει σε μέρη, χωρίς όμως να δείχνει κατ’ ανάγκη κάποια πράγματα ανοιχτά. Αυτό έγινε από προσωπική πεποίθηση, αποφάσισα πως ήθελα να μιλήσω για τους χαρακτήρες μου με αυτόν τον τρόπο.

Δείχνεις αποφασισμένη και άφοβη.

Για να κάνεις μια τέτοια ταινία, πρέπει να έχεις μια πραγματική πεποίθηση. Όσο αυτή υπάρχει, τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία. Κι αν συναντήσεις δυσκολίες, δεν πειράζει. Το αντίθετο!

Η ταινία της Maryam Touzani Το μπλε καφτάνι έκανε την ελληνική πρεμιέρα της στο πλαίσιο του 28ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, όπου κέρδισε τα βραβεία κοινού και της Π.Ε.Κ.Κ.

Προβάλλεται από τις 30 Μαρτίου στους κινηματογράφους σε κοινή διανομή των Danaos Films και Rosebud.21.



Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

Μανουέλα Μαρτέλι: «Είμαι κομμάτι μιας γενιάς που κληρονόμησε φόβο για την πολιτική»

 


Ιδωμένη από τη σκοπιά μιας πολιτικά αφυπνιζόμενης μεσοαστής γυναίκας, το 1976 της Χιλιανής σκηνοθέτριας και ηθοποιού Μανουέλα Μαρτέλι είναι μια έντιμη και «φρέσκια» ματιά στην περίοδο της δικτατορίας του Πινοσέτ.

Η ταινία κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας και προβάλλεται από τις 16 Φεβρουαρίου στα σινεμά. Κουβεντιάζοντας με την Μανουέλα Μαρτέλι.

Ζεις στη Γερμανία, έτσι δεν είναι; Υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος για την επιλογή αυτής της χώρας; Εξαιτίας των εργασιακών προοπτικών που προσφέρει, ίσως;

Ζω στη Γερμανία εδώ και περίπου τρία χρόνια. Ήταν περισσότερο προσωπικός. Απλώς συνέβη. Όσον αφορά στην εργασία μου, νομίζω ότι συνεχίζω να δουλεύω κυρίως πάνω στη Χιλή.

Γιατί αποφάσισες να δώσεις στην ταινία σου 1976 αυτόν τον τίτλο; Σηματοδοτεί κάτι η συγκεκριμένη χρονιά σε προσωπικό, πολιτικό και ευρύτερα κοινωνικό επίπεδο;

Το φιλμ είναι μεν εμπνευσμένο από την ιστορία της γιαγιάς μου, η οποία πέθανε το 1976 σε κατάσταση σοβαρής κατάθλιψης.

Αναρωτιόμουν, λοιπόν, για τους λόγους αυτής της κατάθλιψης: επρόκειτο για μια γυναίκα που είχε μεγαλώσει στη δεκαετία του 1950, παντρευτεί στα δεκαοκτώ της, αποκτήσει παιδιά και γίνει νοικοκυρά.

Με λίγα λόγια, έκανε όλα όσα οι γυναίκες εκείνου του καιρού προβλεπόταν να κάνουν. Ποτέ δεν τη συνάντησα, ξέρεις.

Οπότε έπρεπε να βγάλεις άκρη τι μπορεί να σκεφτόταν ή να είχε αισθανθεί.

Ακριβώς. Ήταν σαν να λύνω ένα μυστήριο, ενώνοντας τα κομμάτια ενός «παζλ».

Κατόπιν, όταν η γιαγιά μου γράφτηκε σε Σχολή Καλών Τεχνών ενώ είχε πια γίνει μητέρα, ήταν κάτι που την ενόχλησε, γιατί ένιωθε πως δεν μπορούσε να γίνει μέρος αυτού του κόσμου.

Η οικογένειά της ερμήνευε την κατάθλιψη της γιαγιάς μου ως ένα προσωπικό, κι όχι κοινωνικό ζήτημα.

Επιπλέον, το 1976 ήταν μια φρικτή χρονιά και για τη Χιλή.

Ήταν χειρότερη σε σύγκριση με άλλες χρονιές;

Ίσως να υπήρξε η χειρότερη: ήταν αιματοβαμμένη, πολλοί άνθρωποι βασανίστηκαν και «εξαφανίστηκαν» από το δικτατορικό καθεστώς του Πινοσέτ.

Το 1976, εξάλλου, βρέθηκε σε μια παραλία το πτώμα της Μάρτα Ουγάρτε. Ήταν το πρώτο σώμα «εξαφανισμένου» που επανεμφανιζόταν.

Το γεγονός αυτό και ο τρόπος της δημοσιογραφικής κάλυψής του αποτέλεσαν επίσης πηγή έμπνευσης για την ταινία μου.

Το 1976, τέλος, συνέβη και το πραξικόπημα στην Αργεντινή.

Ήταν, επομένως, μια αφετηρία.

Ήθελα κατ’ αρχάς να έχω έναν επικό τίτλο, κατόπιν όμως να εισέλθω στην ιστορία μιας «ανώνυμης» γυναίκας εντός του οικιακού χώρου. Μου αρέσει αυτή η αντίφαση.


Αλίν Κούπενχαϊμ (Κάρμεν)


Δεν είναι σπάνιο να παρακολουθείς μια λατινοαμερικάνικη ταινία από τη σκοπιά πολιτικοποιημένων πρωταγωνιστών προερχόμενων από την εργατική τάξη.

Είναι, όμως, σπάνιο να αποτυπώνεται μια πρωταγωνίστρια από την ανώτερη μεσοαστική τάξη που εμπλέκεται στην καθημερινή πολιτική. Προερχόταν κι η γιαγιά σου από ένα τέτοιο περιβάλλον;

Η Χιλή είναι πολύ διχασμένη στο οικονομικό επίπεδο. Απόλαυσα όσα κάθε άνθρωπος χρειάζεται, αυτό όμως δε συμβαίνει με τους περισσότερους Χιλιανούς.

Παρόλο που δεν προέρχομαι από πλούσια οικογένεια, ανήκω σ’ ένα πολύ προνομιούχο τμήμα της χιλιάνικης κοινωνίας: πήγα στο πανεπιστήμιο, έλαβα καλή εκπαίδευση, μπορούσα να ταξιδέψω. Ήταν, επομένως, δίκαιο να μιλήσω από αυτή τη σκοπιά.

Ταυτόχρονα, αναρωτιόμουν τι συνέβαινε σε αυτό το κομμάτι της κοινωνίας που νόμιζε ότι θα μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστο από όσα εκτυλίσσονταν.

Ήταν δυνατό να είναι «τυφλό»; Πόσο «τυφλό» μπορούσε να γίνει; Τι συμβαίνει όταν κάποιος γκρεμίζει λίγο αυτόν τον «τοίχο»; Kάτι «φιλτράρεται» μέσα από τον «τοίχο». Αυτά ήταν σημαντικά ζητήματα.

Και η Κάρμεν, η πρωταγωνίστρια, είναι αρκετά ευαίσθητη ώστε να αντιληφθεί, να «ακούσει» αυτές τις «ρωγμές». Είναι ένας χαρακτήρας που αφυπνίζεται.

Ήταν, ωστόσο, ήδη αφυπνισμένη, αν και με έναν όχι και τόσο πολιτικοποιημένο ή επικίνδυνο τρόπο. Δεν ήταν εντελώς «τυφλή» απέναντι στην κυρίαρχη πραγματικότητα της εποχής.

Πιο πολύ την ενδιέφερε η ιδέα της φιλανθρωπίας, αντίληψη που χαρακτήριζε τη μεσοαστική τάξη, όπως κι εκείνη της ενοχής. Δεν ήταν πολιτικοποιημένο άτομο στην αρχή. Κυρίως, ωστόσο, καθοδηγείται από ανθρωπιστικά συναισθήματα.

Πάντως, οι επιλογές και οι ενέργειές της έχουν πολιτική βαρύτητα και σημασία, καθώς και συνέπειες.

Η πολιτική είναι βαθιά ριζωμένη στον οικιακό χώρο. Τα πάντα είναι πολιτική. (Γέλιο)

Ήταν η πολιτική θέμα συζήτησης και στα δικά σας οικογενειακά τραπέζια, όπως συμβαίνει στην ταινία;

Πρόκειται για άλλη μια «ρωγμή». Υπάρχει εκεί, κάπως «φιλτράρεται», και μετά διαγράφεται. Φέρνει τη συγκεκριμένη τάξη ενώπιον των προνομίων της, τα οποία υπερασπίζεται, ακόμα και θυσιάζοντας τις ζωές άλλων.

Συζητούσατε για πολιτική όταν ήσουν έφηβη ή λίγο μεγαλύτερη;

Είμαι κομμάτι μιας γενιάς που κληρονόμησε τεράστιο φόβο για την πολιτική. Δεν είχαμε επίγνωση του γεγονότος αυτού- και σίγουρα προσωπικά δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι που έγινα πολύ μεγαλύτερη.

Έπρεπε να μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα για να μη φοβούνται οι νέοι άνθρωποι στη Χιλή. Τότε είδα την αντίθεση: μπορούσαν πια να διαδηλώνουν και να έρχονται αντιμέτωποι με την αστυνομία.

Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν το κάναμε ποτέ.

Στο σπίτι μου συζητούσαμε για πολιτική. Γεννήθηκα στη διάρκεια της δικτατορίας, η τηλεόραση ήταν ανοιχτή όταν δειπνούσαμε, ο Πινοσέτ «βρισκόταν» στην κουζίνα μας. Ταυτόχρονα, όμως, δε συμμετείχα στην πολιτική.




Δεδομένου ότι για το 1976 συνεργάστηκες με τον Αντρές Γουντ και την Αλίν Κούπενχαϊμ, δυο ανθρώπους με τους οποίους είχες δουλέψει -ως ηθοποιός- στο Machuca, σε έκανε αυτό να να νιώθει πιο άνετα;

Ο Αντρές υπήρξε πολύ σημαντικός άνθρωπος για μένα, γιατί με βοήθησε πολύ στη διαδικασία της συγγραφής του σεναρίου. Είναι σπουδαίος σύμβουλος, μέντορας, σαν νονός, δεν το βάζει κάτω ποτέ, και σε φέρνει αντιμέτωπη με τα πάντα.

Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη που λάβαινα αυτή την ανατροφοδότηση από την πλευρά του. Εμβαθύνει στους χαρακτήρες και τα πράγματα.

Με την Αλίν πρωτοσυναντηθήκαμε στο Machuca. Έχουμε μια οργανική σχέση, τα πάμε πολύ καλά, προερχόμαστε από το ίδιο σύμπαν, είμαστε χαμηλών τόνων ηθοποιοί και μιλήσαμε πολύ για τον χαρακτήρα της.

Πώς βιώνεις τη μετάβαση από την υποκριτική στη σκηνοθεσία;

Πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι η ηθοποιία είναι στ’ αλήθεια επώδυνη: υποφέρω όταν παίζω. Η υποκριτική διαδικασία με φέρνει αντιμέτωπη με τα φαντάσματα και τους φόβους μου. Αντλώ, όμως, και ευχαρίστηση. Υπάρχει μια μαζοχιστική διάσταση.

Πρέπει να μου αρέσει όντως ένα πρότζεκτ για να «βυθιστώ» σ’ αυτόν τον επώδυνο κόσμο. Η σκηνοθεσία μού προσφέρει βασικά ευχαρίστηση.

Οπότε συνεχίζεις και στα δύο «μέτωπα» ή θα διοχετεύσεις την ενέργειά σου σε ένα από αυτά στο προσεχές μέλλον;

Εξαρτάται από το πρότζεκτ. Δεν ξέρεις αν θα γίνει κάποια ταινία μέχρι την έναρξη των γυρισμάτων. Είναι πολύ όμορφη ταινία αυτή στην οποία συμμετέχω ως ηθοποιός και θέλω να τη δει κόσμος.

Αυτό δε θέλετε όλοι/όλες οι σκηνοθέτες/σκηνοθέτριες/ηθοποιοί, την επικοινωνία με τα κοινά;

Ναι. Για να υλοποιηθούν, όμως, κάποια φιλμ πρέπει να παλέψεις γι’ αυτά. Το 1976 μας πήρε επτά χρόνια, και πολλές φορές αναρωτήθηκα αν θα έπρεπε να γίνει ή να εγκαταλείψω την ιδέα. Κάτι με κρατούσε.

Στο 1976 εστιάζεις πολύ στη λεπτομέρεια. Μια από αυτές είναι τα παπούτσια, που εμφανίζονται σε διάφορες στιγμές της ταινίας. Σε ενδιαφέρει περισσότερο η λεπτομέρεια της καθημερινότητας, παρά η «μεγάλη εικόνα»;

Έχεις απόλυτο δίκιο. Μόλις αποφάσισα να εμβαθύνω σ’ αυτή την περίοδο σαν μέσα από ένα μικροσκόπιο, όντως αναζητούσα λεπτομέρειες. Αναρωτιόμουν αν μπορούμε να αφηγηθούμε την Ιστορία μέσα από λεπτομέρειες.

Λεπτομέρειες, λοιπόν, όπως τα παπούτσια δεν τις βρίσκεις στις εφημερίδες. Τα παπούτσια δεν αποτελούν ηθελημένο σύμβολο, δεν επιχείρησα κάτι τέτοιο. Απλώς στη μακρά διάρκεια της έρευνας και της συγγραφής επανέρχονταν ως θεματικός άξονας.

Η μαμά μου, για παράδειγμα, μου είχε πει ότι, όταν επισκέφτηκαν έναν συγγενή που είχε πεθάνει, τα παπούτσια του βρίσκονταν στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι. Το βρήκα αποκαλυπτικό σε σχέση με το πώς μπορείς να αφηγηθείς την απουσία.

Έβλεπα, επίσης, φωτογραφίες ξυπόλητων παιδιών στις παραγκουπόλεις: εδώ, τα παπούτσια λειτουργούσαν ως σύμβολο κύρους. Αλλά υπήρχαν και όσοι είχαν βγει στην παρανομία, που κοιμόντουσαν με τα παπούτσια τους.

Μακάρι το 1976 να βρει τη θέση του διεθνώς. Σε κάθε περίπτωση, εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας, όπου και κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας.

Ελπίζω πραγματικά να το παρακολουθήσουν στην Ελλάδα και λυπάμαι που δεν ήρθα στην Αθήνα. Θα το ήθελα.

Ευχαριστώ θερμά την Ευάννα Βενάρδου, υπέθυνη Επικοινωνίας της Weird Wave, για τη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης, και την Μανουέλα Μαρτέλι για την παραχώρηση της φωτογραφίας της που συνοδεύει το κείμενο.

Η ταινία της Μανουέλα Μαρτέλι 1976 προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 16 Φεβρουαρίου σε διανομή της Weird Wave.



Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

Σαΐμ Σαντίκ: «Για την πατριαρχία μιλούσα σ’ όλη τη διάρκεια του “Joyland”»

 


Μια αιχμηρή, τρυφερή και συχνά συγκινητική «ανατομία» του πατριαρχικού συστήματος, το Joyland, μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Πακιστανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Σαΐμ Σαντίκ, είναι μια από τις ταινίες της χρονιάς.

Βραβευμένη, μεταξύ άλλων, σε Κάννες και Νύχτες Πρεμιέρας, προβάλλεται από τις 26 Ιανουαρίου στα σινεμά. Μια εγκάρδια συνομιλία με τον σκηνοθέτη.

Το κινηματογραφικό σου ντεμπούτο μεγάλου μήκους, Joyland, αποπνέει έντονα την αίσθηση της βιωμένης εμπειρίας.

Πώς κατόρθωσες να την αποτυπώσεις σε σχέση με τους χαρακτήρες και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση εντός του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτισμικού πλαισίου του σύγχρονου Πακιστάν;

Ανέκαθεν ζούσα στο Πακιστάν, με εξαίρεση την τετραετία κατά την οποία μετακόμισα στη Νέα Υόρκη για τις μεταπτυχιακές σπουδές μου.

Πιο συγκεκριμένα, γεννήθηκα στη Λαχώρη, όπου έζησα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Το φιλμ εκτυλίσσεται στη γενέτειρά μου, και πρόκειται για οικογενειακό δράμα.

Μπορεί να μην προέρχομαι από την ίδια κοινωνική τάξη με τους ήρωες και τις ηρωίδες μου, αλλά κι εγώ σε οικογένεια μεγάλωσα και οι δυναμικές είναι παρόμοιες.

Κατανοώ, λοιπόν, λεπτομερώς το πώς λειτουργούν τα πράγματα και οι ανθρώπινες σχέσεις, και τι ρόλο διαδραματίζουν η αρρενωπότητα, η θηλυκότητα και η πατριαρχία σε επίπεδο αποχρώσεων στο σύγχρονο Πακιστάν.

Όντας 29 όταν γύρισα το Joyland, μπορείς να πεις ότι διέθετα μια σχεδόν τριαντάχρονη εμπειρία όσων γύριζα. Πολλές σκηνές, μάλιστα, είναι αντλημένες από αναμνήσεις που είχα από την παιδική ηλικία μου.

Επί της ουσίας, η ταινία αφηγείται μια (σχεδόν) ερωτική ιστορία ανάμεσα στον Χέντερ και την τρανς Μπίμπα.

Δεν πρόκειται για την πιο πρωτότυπη φιλμική «μήτρα». Το συναρπαστικό, ωστόσο, για μένα ήταν το ότι θα αποκαλυπτόταν πως ήταν η ιστορία μιας οικογένειας.

Δεδομένου, άλλωστε, ότι επρόκειτο για το μεγάλου μήκους ντεμπούτο μου, είχα πάθει εμμονή μ’ αυτό. Επί έξι χρόνια κοιμόμουν και ξυπνούσα σκεπτόμενος κάτι σχετικά με το φιλμ, προσθέτοντας λεπτομέρειες και αμφισβητώντας τον εαυτό μου!




Αισθανόσουν, όμως, πως κάτι ήθελες να εκφράσεις.

Εγώ ένιωθα αυτή ανάγκη, αναρωτιόμουν όμως γιατί κάποιος να θέλει να το παρακολουθήσει.

Αν, επομένως, το έκανα για τον εαυτό μου, ας αποτελούσε την πιο ειλικρινή εκδοχή του εαυτού μου. Ας άρεσε σε μένα, και βλέπαμε για τους υπόλοιπους.

Φαίνεται πως ήθελες να καταπιαστείς με πολλά ζητήματα. Ίσως αυτό είναι χαρακτηριστικό των πρωτοεμφανιζόμενων σκηνοθετών.

Αλήθεια είναι αυτό. Από την άλλη, αισθάνομαι ότι για την πατριαρχία μιλούσα σ’ όλη τη διάρκειά του, μέσα από πολλές πτυχές.

Η πατριαρχία επηρεάζει την τρανς γυναίκα, τον άντρα που δεν είναι σίγουρος για τον ανδρισμό ή τη σεξουαλικότητά του, ακόμα και τον ίδιο τον πατέρα-πατριάρχη που επιβάλλει αυτή την ηθική.

Το ζητούμενο, λοιπόν, ήταν η αποδόμηση του πατριαρχικού συστήματος και η διερώτηση σχετικά με το αν τελικά αυτό ωφελεί κάποιον.

Είναι ένα φιλμ για μια συντηρητική οικογένεια. Ήθελα, όμως, να προσδώσω σ’ αυτή την οικογένεια την αξιοπρέπεια και την ενδοσκοπική διάθεση που δεν επιτρέπουμε σε τέτοιες οικογένειες να έχουν.

Όχι παρουσιάζοντας τα μέλη της σαν καρικατούρες.

Ή σαν θρησκευόμενα και στενόμυαλα, γεγονός το οποίο φυσικά κατά ένα μέρος ισχύει.

Σε ποιο στάδιο της συγγραφής του σεναρίου αναδύθηκε το ζήτημα της εξερεύνησης των σεξουαλικών δυναμικών, της σεξουαλικής ταυτότητας;

Ο πυρήνας της ταινίας από την αρχή αφορούσε στην ιστορία ενός άντρα, μιας γυναίκας και μιας τρανς γυναίκας. Μ’ αυτούς τους τρεις χαρακτήρες ξεκίνησα. Ήξερα ότι εξερευνούσα το φύλο και τη σεξουαλικότητα σ’ ένα πατριαρχικό σύστημα.

Συνέβαλαν οι ηθοποιοί, επαγγελματίες και μη, στη διαμόρφωση των χαρακτήρων τους;

Δε θα το πιστέψεις, αλλά η Alina Khan (Μπίμπα) είναι ο γλυκύτερος, ο πιο πειθήνιος άνθρωπος στον κόσμο. Έχει εισπράξει τη λιγότερη αγάπη απ’ όσα άτομα έχω συναντήσει στη ζωή μου.

Στην καθημερινότητά της είναι ντροπαλή και ήσυχη, κάθεται στη γωνιά της. Στο φιλμ υποκρίνεται. Δεν ξέρω αν ποτέ έχει θυμώσει στη ζωή της όπως της συμβαίνει στην ταινία. Φυσικά έχει εκτεθεί σε καταστάσεις παρόμοιες με εκείνες του φιλμ.

Το τρανς βίωμα προερχόταν από την ίδια, αλλά ο τρανς χαρακτήρας της ήταν σε μεγάλο βαθμό συντεθειμένος στο σενάριο. Οπότε έπρεπε να γίνει ένα τέτοιο κορίτσι.

Ο Ali Junejo, που ενσαρκώνει τον Χέντερ, είναι έμπειρος ηθοποιός;

Είναι θεατρικός ηθοποιός, αυτή ήταν η πρώτη του ταινία. Η δικιά του προσέγγιση ήταν, επομένως, πιο πειθαρχημένη. Δεν άρθρωνε όσα αισθανόταν.

Κι οι δυο τους, ωστόσο, λειτουργούσαν περισσότερο συναισθηματικά παρά διανοητικά, αν και η Alina ήταν πιο αυθόρμητη.

Η Rasti Farooq, που υποδύεται την σύζυγο του Χέντερ, Μουμτάζ, είναι επίσης θεατρική ηθοποιός. Είναι το πρώτο φιλμ και για την ίδια.

Ήταν τόσο αυθόρμητη, που κι εγώ κι ο διευθυντής φωτογραφίας σαγηνευόμασταν να την φιλμάρουμε γιατί ήταν απρόβλεπτη, ενώ μιλούσε και πολύ γρήγορα.




Ο χαρακτήρας του Χέντερ δεν αποτελεί τον τυπικό Πακιστανό άντρα, φαντάζομαι.

Δεν είναι ο πιο τυπικός, αλλά ούτε και ο πιο μη τυπικός. Είναι πιο ευαίσθητος και εύστροφος από τον μέσο όρο.

Η λειτουργική δυναμική ανάμεσα στους χαρακτήρες πρέπει να ήταν συναρπαστική.

Κάναμε εργαστήρια επί μήνες πριν τα γυρίσματα και έβαλα τους/τις ηθοποιούς σε ζευγάρια ώστε οι ερμηνείες τους να γίνουν βιωμένες και πειστικές, οι μεταξύ τους σχέσεις να είναι άνετες και εντέλει να αλληλοσυμπαθιούνται. Περάσαμε καλά!

Πέρασε και το πακιστανικό κοινό καλά με το Joyland;

Δεδομένου του πώς τελειώνει, είναι δύσκολο να πεις αν πέρασε καλά, αλλά έχουμε εισπράξει πολλή τρυφερότητα και αγάπη. Έχει τόση απήχηση στους ανθρώπους λες και τους ανήκει.

Αν και φυσικά η πακιστανική κοινωνία, όπως και οι περισσότερες, διαπνέεται από βαθιά ριζωμένο συντηρητισμό και δυσανεξία προς «αποκλίνουσες» συμπεριφορές. Αλλάζει αυτό, ωστόσο;

Οι εικοσάρηδες στο Πακιστάν είναι πολύ πιο απελευθερωμένοι, αλλά ο κόσμος γενικότερα γίνεται πιο δεξιός- και το Πακιστάν δε διαφέρει.

Όταν η ταινία απαγορεύτηκε στη χώρα, το χειρότερο δεν ήταν αυτό, αλλά τα μηνύματα μίσους που λαβαίναμε.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αποστολείς τους αποτελούν την πλειονότητα στη χώρα. Οι ακροδεξιοί δε θα παρακολουθήσουν μια τέτοια ταινία. Κι αυτό είναι λυπηρό.

Αφελώς και παιδιάστικά θεωρούσα, ωστόσο, ότι είναι ένα φιλμ για μια συντηρητική δεξιά οικογένεια, ώστε αυτή η οικογένεια να πάει να το δει. Μακάρι να το παρακολουθούσε και μετά να το «έθαβε». Δε θα με πείραζε.




Μπορεί το Joyland να «φρεσκάρει» τη σύγχρονη πακιστανική κινηματογραφική παραγωγή ενθαρρύνοντας κι άλλους δημιουργούς ν’ ακολουθήσουν αυτή την κατεύθυνση με τον τρόπο τους;

Είμαι αρκετά βέβαιος γι’ αυτό. Αν πάνε σ’ εναν Αμερικανό ή Ευρωπαίο παραγωγό μ’ ένα σενάριο, μπορούν να δώσουν ένα παράδειγμα. Η ταινία μου θέτει ένα προηγούμενο από άποψη παραγωγής και υποδομής.

Η αξιοσημείωτη επιτυχία που έχει συναντήσει διεθνώς σε αγχώνει όσον αφορά στα επόμενα βήματά σου;

Θέλω να βγω από τη «λούπα» του Joyland. Δε θέλω η εμπειρία αυτού του φιλμ να με διαμορφώσει πέρα από κάποιον βαθμό. Όταν απελευθερωθώ από αυτό, θ’ αρχίσω να γράφω ξανά.

Έχεις, πάντως, την «πολυτέλεια» να κινείσαι ανάμεσα σε κόσμους, ανάμεσα σ’ εκείνον του Πακιστάν κι εκείνον των Η.Π.Α.

Καμία πολυτέλεια δεν έχω. Είμαι πολύ φτωχός. Χρειάζομαι να βρω μια δουλειά και να βγάλω λεφτά! Αυτό είναι το μόνο πρόβλημα σε σχέση με ό,τι μόλις προανέφερα.

Αυτή η επιτυχία δεν είναι η ζωή μου. Θέλω και η επόμενη ταινία μου να πηγάζει από τη ζωή μου, αλλιώς θα βαρεθώ.

Ευχαριστώ θερμά τον Jackson Leipzig (Modern Literary Arts) για την καθοριστική συμβολή του στον προγραμματισμό της συνέντευξης.

Μετά την πανελλήνια πρώτη της στο πλαίσιο των 28ων Νυχτών Πρεμιέρας όπου απέσπασε το βραβείο σεναρίου, η ταινία του Σαΐμ Σαντίκ Joyland προβάλλεται στα σινεμά από τις 26 Ιανουαρίου σε διανομή του Cinobo.