Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

Λία Τσάλτα: «Βρίσκω τη μαγεία και σε πράγματα που κάτι τους λείπει»

 



Μια ανθρωποκεντρική σπουδή για τον θάνατο και το πένθος, το Τίποτα και τα Πάντα, η καινούρια δουλειά της Λίας Τσάλτα, προβάλλεται, σε παγκόσμια πρεμιέρα, στο πλαίσιο του 48ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας.

Συναντώντας την κινηματογραφίστρια ενόψει του Φεστιβάλ.

Υπάρχει «γυναικείο βλέμμα» στο σινεμά;

Δεν ξέρω αν το «βλέμμα» πρέπει να διαχωρίζεται σε αντρικό ή γυναικείο και να προσδοκούμε κάτι βάσει αυτού του διαχωρισμού: μια «γυναικεία ευαισθησία» ή ενασχόληση με συγκεκριμένη θεματολογία, για παράδειγμα.

Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να σκεφτόμαστε αν κάποιος άνθρωπος έχει κάνει μια καλή ταινία.

Αν η ταινία είναι καλή, δεν έχει καμία σημασία ποιος, ποια ή ποιο τη σκηνοθέτησε και ελπίζω η ταινία αυτή να μην αναπαράγει το «αντρικό βλέμμα» που έχει διαποτίσει (και) τον κινηματογράφο. Αλλά αυτοί οι διαχωρισμοί μας εγκλωβίζουν. νομίζω.

Πότε πρωτοέπιασες κάμερα στα χέρια σου;

Σε ηλικία δεκαεπτά χρονών, όταν μπήκα στη Σχολή, στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ. Νομίζω ότι κακοπέρασαν μαζί μου, γιατί ήμουν πολύ αφοριστική, επαναστάτρια και οργισμένο νιάτο.

Όταν τελείωνα τη Σχολή, και έχοντας μεγαλώσει λίγο, ακολούθησαν τα σεμινάρια κινηματογράφου στο NewSchool.Athens υπό την εποπτεία των Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη και Χρήστου Β. Κωνσταντακόπουλου.

Εκεί πραγματικά κατάλαβα τι σημαίνει να κάνει κάποιος σινεμά.

Ίσως σου ταίριαζε περισσότερο το συγκεκριμένο περιβάλλον, και σε σχέση με το στάδιο ζωής στο οποίο τότε βρισκόσουν.

Σ’ αυτό το περιβάλλον, μάλλον, άνθισα καλύτερα. Αυτολογοκρινόμουν, όμως. Πολύ.

Πώς έμαθες να ξεπερνάς ή να συμβιώνεις με αυτήν την αυτολογοκριτική τάση;

Μόνο με πολλή ψυχοθεραπεία ξεπερνιέται αυτό, μάλλον! (Γέλιο). Φτάνεις απλώς σ’ ένα σημείο όπου συνειδητοποιείς ότι είσαι άνθρωπος.

Το θέμα είναι να είμαστε ευχαριστημένοι μ’ αυτό το οποίο θέλουμε να πούμε και κάνουμε - και με την προσπάθεια να το πετύχουμε.

Δε νομίζω πως υπάρχει κάποιος που, έχοντας παρακολουθήσει το έργο του, τελικά θα ισχυριστεί: «Τι αριστούργημα έφτιαξα!» Πάντα βλέπεις τα λάθη σου, αλλά το θέμα είναι να προχωράς. Το σινεμά πρέπει να μας απελευθερώνει.

Αυτό το οποίο εξαρχής μου είχε κάνει εντύπωση και στα τρία φιλμ σου, πέρα από την εικαστική τους αρτιότητα, είναι η αίσθηση του ανοίκειου που αποπνέουν. Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο κατάλληλο όρο στην περίπτωσή σου.

Αρκετοί τον χρησιμοποιούν για να εκφράσουν τις ταινίες μου. Χαίρομαι που προκύπτει μία τέτοια διαπίστωση, αν και αυτά τα στοιχεία του «ανοίκειου» που λες βγαίνουν κάπως υποσυνείδητα και αβίαστα ήδη από τη γραφή του σεναρίου.

Ως κινηματογραφίστρια, νιώθεις την ανάγκη να αναδεικνύεις μέσα από τη δουλειά σου ανοίκειες πτυχές της πραγματικότητας - ή μιας πιθανής πραγματικότητας;

Θα αρκεστώ να πω ότι μάλλον τα τελευταία χρόνια όλοι έχουμε αρχίσει να ενδιαφερόμαστε για πιο «περίεργα» και «αλλόκοτα» πράγματα γιατί είναι μέσα μας.

Πολιτισμικά και φιλοσοφικά, η στροφή προς το ανοίκειο προκύπτει μάλλον από την ανάγκη να εξερευνήσουμε τα ενδότερα. Αυτά που, ενώ μας ενοχλούν, μας γοητεύουν - ευτυχώς χωρίς τον Φρόιντ, κι ας μας έδειξε τον δρόμο.

Πριν ξεκινήσεις την ενασχόλησή σου με το σινεμά ήθελες να αφηγείσαι ιστορίες κι έγινε το σινεμά το μέσο ή κατέληξες εκεί μέσα από το σινεμά;

Δεν ξέρω γιατί αποφάσισα να θέλω να κάνω σινεμά, αλλά είναι σαν ναρκωτικό.

Πήγα στη Σχολή πολύ μικρή κι αυτό γιατί κάθε μέρα όταν πήγαινα σχολείο αντί να διαβάζω έβλεπα τρεις ταινίες από το ντιβιντάδικο.

Οπότε μέσα από το σινεμά, αφού είναι ο πιο ολοκληρωμένος τρόπος να λες ιστορίες, αλλά νομίζω πως ο κινηματογράφος δεν είναι μόνο αφήγηση ιστοριών. Είναι και μια αίσθηση, και μια φιλοσοφία.

Παλαιότερα, ήμουν εμμονική με το στιλιζάρισμα και τη φόρμα. Λάτρευα τον Ρόι Άντερσον και τον Ούλριχ Ζάιντλ. Πλέον, έχω αποφασίσει ότι μπορείς να κάνεις φιλοσοφημένο σινεμά ακόμη και χωρίς την αποστασιοποίηση.

Προφανώς αλλάζεις, κι αυτό αντανακλάται και στον τρόπο με τον οποίο καταπιάνεσαι με τον κινηματογράφο ή βιώνεις τις ανθρώπινες σχέσεις.

Οι άνθρωποι αλλάζουμε, (ελπίζω). Εγώ, τουλάχιστον, νιώθω πως έχω μαλακώσει πάρα πολύ. Πλέον, βρίσκω τη μαγεία και σε πράγματα που κάτι τους λείπει. Και είναι πολύ ωραίο να αναζητούμε και να ασχολούμαστε και με τα πιο απλά πράγματα.

Χρειαζόμαστε συναίσθημα στον κινηματογράφο. Αν το συναίσθημα συμπίπτει με τη φιλοσοφία και το αίσθημα ανοίκειου που λες, ακόμη καλύτερα.

Οι άνθρωποι ως συνεργάτες, πόσο σε επηρεάζουν; Ας ξεκινήσουμε από το Δάσος και την Έλενα Τοπαλίδου.

Πολύ. Η Έλενα Τοπαλίδου πήρε όλη την ταινία πάνω της και υπήρξε φοβερή συνεργάτρια.

Τρέφω μεγάλη αγάπη για όλους τους συνεργάτες και όλες τις συνεργάτιδες μου, πέραν του Γιάννη Κανάκη, διευθυντή φωτογραφίας σε όλες τις δουλειές μου.

Εξαιρετική υπήρξε και η συνεργασία με τις Ελένη Βεργέτη και Μελίνα Κοτσέλου, πρωταγωνίστριες στο Μάγμα.

Θα μιλήσω, όμως, περισσότερο για την τελευταία μου δουλειά, Το Τίποτα και τα Πάντα.




Πάμε, λοιπόν.

Συνδιαμορφώσαμε το Τίποτα... πολύ με την Effi Rabsilber, την μία από τις πρωταγωνίστριες, που υποδύεται τη μεγαλύτερη γυναίκα.

Τόσο εκείνη όσο και η συμπρωταγωνίστρια, Ελπινίκη Σαριπανίδου, που δεν είχε ξανακάνει ταινία, έφεραν πολύ δικό τους «υλικό» στις πρόβες και στο γύρισμα.

Μεγάλη ήταν η συμβολή και της Ιωάννας Πετειναράκη, της παραγωγού, η οποία πάντα καταφέρνει τα ακατόρθωτα.

Ευχαριστώ, επίσης, τον Στέλιο Κουπετώρη, υπεύθυνο για τον σχεδιασμό του ήχου στο Μάγμα και στο Τίποτα...

Το Τίποτα και τα Πάντα είναι, νομίζω, η πιο ολοκληρωμένη, ανθρωποκεντρική και «ζεστή» ταινία σου.

Ελπίζω να είναι!

Δεν είναι ευχάριστη στην παρακολούθηση, δεδομένου ότι αφορά στην απώλεια, τον θάνατο, το πένθος. Είναι ένας «αποχαιρετισμός», όπως την έχεις χαρακτηρίσει κι εσύ. Γιατί θέλησες να καταπιαστείς τώρα μ’ αυτούς τους άξονες;

Μου αρέσει μάλλον να καταπιάνομαι με μεγάλα θέματα με απλό τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση, διάβασα τον Εκκλησιαστή σε μετάφραση του Θάνου Σαμαρτζή. Πρόκειται για φοβερό κείμενο, το οποίο το έχω δωρίσει σε όλους μου τους φίλους.

Μερικοί στίχοι του πέρασαν και στην ταινία. «Αποχαιρετώ» με αυτόν τον τρόπο και τον παλιό μου εαυτό που προτιμούσε πιο πολύ αποστασιοποιημένα πράγματα.

Αφελώς, υπέθετα πως η αφετηρία ήταν ένα προσωπικό βίωμα απώλειας.

Νομίζω ότι βρίσκομαι σε μόνιμο πένθος και αίσθημα απώλειας, ειδικά αφού ζω και μεγάλωσα εδώ στην Ελλάδα.

Είναι μια ταινία «διαποτισμένη» από μια αίσθηση απώλειας - και ταυτόχρονα συμφιλίωσης μ’ αυτήν.

Να λες «ευτυχώς» που έχω αρχίσει να δείχνω τα συναισθήματά μου στον κινηματογράφο! Είναι απαραίτητο να συμφιλιωθούμε με την απώλεια και τον θάνατο.

Είναι μια ταινία σαν διαβατήρια τελετή. Και ο Ντάρκο, το υπέροχο σκυλάκι, μοιάζει με άλλον Κέρβερο, ο οποίος συνοδεύει και προστατεύει.

Χαίρομαι που το βλέπεις έτσι! Δυσκολευτήκαμε λίγο να τον βρούμε. Ο μαύρος σκύλος συμβολίζει και την κατάθλιψη της απώλειας.

Επιβλητικός, αλλά και γλυκός.

Έτσι δεν είναι κι ο θάνατος; Υπάρχει η μιζέρια της ζωής, ο «πόνος του ζην», και κάποια στιγμή όλα τελειώνουν. Δε θα ήταν τεράστιο βασανιστήριο το να ζούμε για πάντα; Το Τίποτα... έγινε ως μια συγκατάβαση στον θάνατο.

Γυρίστηκε σε σπίτι ή σε στούντιο;

Βασανιζόμασταν πολύ καιρό να βρούμε σπίτι, γιατί αναζητούσαμε παλιά αρχοντικά, αλλά οι τιμές τους ήταν απλησίαστες.

Τελικά, «παντρέψαμε» δύο σπίτια: το ένα στο Μεταξουργείο, την οικία Δουρούτη που ανήκει στον Δήμο Αθηναίων, και το άλλο, τον Πύργο της Δουκίσσης Πλακεντίας. Θέλαμε να είναι ορατή η πατίνα του χρόνου, αλλά και η περίτεχνη κατασκευή τους.

Τα εξωτερικά γυρίσματα έγιναν στην περιοχή της Μάνδρας, που είχε καεί πρόσφατα δυστυχώς. Υπήρχε εκεί ένα μοναδικό ζωντανό δέντρο το οποίο έπαιξε στην ταινία, και γύρω-γύρω όλα ήταν καμένα.

Πρόκειται για μια ταινία πολύ μικρού μήκους, η οποία όμως ασχολείται με μεγάλα θέματα με απλότητα, αφαιρετικότητα, γλυκύτητα και χωρίς επιτήδευση.

Είναι η μικρότερου μήκους δουλειά μου μέχρι τώρα. Αποτέλεσμα άλλης μιας ωραίας συνεργασίας, αυτήν τη φορά με τον μοντέρ, τον Θοδωρή Αρμάο.

Η επιτήδευση είναι κατάρα για τις ταινίες. Όσο για τη γλυκύτητα, ναι, προσπαθήσαμε να την κάνουμε πιο ανθρώπινη και τρυφερή αυτήν την ταινία από τις προηγούμενες.




Το Τίποτα... θα προβληθεί στο φετινό Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας.

Τα όσα τραυματικά προηγήθηκαν με την αλλαγή καλλιτεχνικής διεύθυνσης και την αποπομπή Σακαρίδη έχουν αφήσει ένα στίγμα στο Φεστιβάλ και στην εγχώρια κινηματογραφική σκηνή ή τα τραύματα έχουν κάπως επουλωθεί στο μεταξύ;

Ο Γιώργος Αγγελόπουλος, ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής, έχει βοηθήσει με τον τρόπο του να λειτουργήσει καλύτερα το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου παλαιότερα. Νομίζω ότι χάρηκε όλη η κινηματογραφική κοινότητα με την επιλογή του.

Επειδή τον γνωρίζω προσωπικά τον θεωρώ πολύ άξιο γιατί ξέρει τι θέλει, έχει θέληση και υπομονή, είναι πολύ εργατικός και πιστεύω πως μπορεί να κάνει το Φεστιβάλ και καλύτερο απ’ ό,τι κατάφερε ο Γιάννης Σακαρίδης.

Τον σέβομαι πολύ γιατί πιστεύω στο όραμά του. Σημασία έχει το Φεστιβάλ να «μεγαλώσει» κι άλλο και να υπάρχει ένα περιβάλλον ανθρώπων που πραγματικά να ενδιαφέρεται γι’ αυτό.

Πώς βλέπεις την κατάσταση στο ευρύτερο εγχώριο κινηματογραφικό τοπίο, δεδομένου ότι δεν έχεις μεταναστεύσει στο εξωτερικό; «Ορατότης μηδέν»;

Η κατάσταση είναι πιο ερεβώδης, θλιβερή και θολή κι από τον θάνατο του Τίποτα και τα Πάντα. Κίνητρα ναι για ξένες παραγωγές, αλλά για την εγχώρια κινηματογραφία;

Τι αντίκτυπο έχει σε σένα αυτή η κατάσταση; Σε ατσαλώνει, σε αποκαρδιώνει;

Είναι πολύ αποθαρρυντικά όλα όσα συμβαίνουν και σίγουρα τρομακτικά για κάποιον, όπως εγώ, που θέλει να ξεκινήσει να κάνει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. 

Είναι φοβερό το ότι έχει υπάρξει όλη αυτή η κινητοποίηση με τόσο πολύ κόσμο, οπότε πρέπει να ατσαλωθούμε όλοι με υπομονή και θέληση, αρκεί να μας ακούσουν.

Το εξωτερικό το έχεις αποκλείσει;

Μου φαίνεται αδιανόητο, αυτήν τη στιγμή, να γυρίσω φιλμ στα αγγλικά. Οι πρώτες ταινίες πρέπει να είναι στην μητρική σου, πιστεύω πλέον.

Πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα έχουμε αποφασίσει να αυτομαστιγωνόμαστε με χαρά ζώντας και κάνοντας σινεμά σ’ αυτήν τη χώρα.

Είσαι «παιδί» (και) τoυ Φεστιβάλ του Σαράγεβο. Τι σου έμαθε;

Ήταν ένα εξαιρετικό φεστιβάλ σε επίπεδο networking και το πρώτο μεγάλο φεστιβάλ που παρακολούθησα από κοντά. Σίγουρα μου έδωσε τεράστια ώθηση και χαρά η γνωριμία με ανθρώπους οι οποίοι έχουν την ίδια «πετριά» με μένα.

Έμαθα πολλά πράγματα εκεί, όπως ότι το σινεμά χρειάζεται πολλή πειθαρχία.

Όταν πρόκειται να πρωτοπροβληθεί μια δουλειά σου, έχεις ακόμη αρκετό άγχος ή το διαχειρίζεσαι πια;

Στην αρχή είχα πολύ άγχος. Στην τελευταία, όχι τόσο. Ίσως γιατί -πάρα πολύ σιγά- ωριμάζω.

Περιμένω με χαρά να δω πώς θα την εκλάβει ο κόσμος που θα τη δει.

Ευχαριστώ την κινηματογραφίστρια για την ουσιαστική κουβέντα, καθώς και για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού.

Η ταινία της Λίας Τσάλτα Το Τίποτα και τα Πάντα προβάλλεται, σε παγκόσμια πρεμιέρα, στο πλαίσιο του Εθνικού Διαγωνιστικού του 48oυ Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας (8-14 Σεπτεμβρίου) την Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου.

Η πρώτη προβολή θα πραγματοποιηθεί στις 22:00 στον Κινηματογράφο Ολύμπια και η επαναληπτική στις 22:30 στον Θερινό Κινηματογράφο Αλέξανδρος.

Θα είναι επίσης διαθέσιμη στη διαδικτυακή πλατφόρμα του Φεστιβάλ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου