Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νότια Κορέα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νότια Κορέα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

Γουόν-Πιενγκ Σον: «Ένα μυθιστόρημα είναι μια μικρογραφία της πραγματικότητας»

 


Μια «σπουδή» στην αγάπη, τη φιλία και τη μεταμορφωτική τους δύναμη, το βραβευμένο μυθιστόρημα Το αγόρι που δεν ήξερε τι θα πει φόβος μάς γνωρίζει την Γουόν-Πιενγκ Σον, μια αξιοπρόσεκτη φωνή από τη Νότια Κορέα.

Κουβεντιάζοντας με την συγγραφέα με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά.

«Δεν είμαι το είδος του ανθρώπου που συμμετέχει ενεργά στα κοινωνικά ζητήματα. Προσπαθώ απλώς να ξεθάβω ιστορίες μέσα από την καρδιά μου μέσω της συγγραφής», εξομολογείστε στη συγγραφική σημείωση του Αγοριού που δεν ήξερε τι θα πει φόβος.

Είναι, άρα, η στοργική/παθιασμένη ενασχόλησή σας με την τέχνη -ως μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος και σκηνοθέτρια- κυρίως θέμα καρδιάς, ένας τρόπος να μετασχηματίσετε τα συναισθήματά σας σε γλώσσα, κείμενο, εικόνα;

Αυτό που εννοούσα στο σημείωμα της συγγραφέως είναι ότι συνήθως δεν είμαι στην πρώτη γραμμή των πιο μαχητικών κοινωνικών κινημάτων. Αλλά φυσικά όλα τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα γίνονται μεγάλη έμπνευση για τη δική μου συγγραφή.

Εξάλλου, το να είσαι συγγραφέας έχει να κάνει με το να παρατηρείς τον κόσμο και να «υφαίνεις» μια ιστορία από τις λεπτομέρειες που παρατηρείς και μελετάς.

Αν και, λοιπόν, δεν είμαι συνήθως στην πρώτη γραμμή αυτών των κοινωνικών αλλαγών, εργάζομαι πάντα στη γραφή μου έχοντας αυτά τα ζητήματα στο μυαλό, ελπίζοντας πως το βιβλίο μου θα αλλάξει τη ζωή/προοπτική κάποιου προς το καλύτερο.

Σε αυτό το βιβλίο, ο πρωταγωνιστής Γιάντζε είναι ένας έφηβος που πάσχει από αλεξιθυμία, μια εγκεφαλική διαταραχή η οποία τον εμποδίζει να αναγνωρίσει και να βιώσει ορισμένα συναισθήματα.

Η αφήγησή του εκτυλίσσεται σε πρώτο πρόσωπο. Γιατί επιλέξατε να τη δομήσετε με αυτόν τον τρόπο;

Ειλικρινά, συνήθως προτιμώ την τριτοπρόσωπη οπτική γωνία.

Αλλά αυτή ήταν μια μοναδική περίπτωση, αφού ένας αναίσθητος, αποστασιοποιημένος χαρακτήρας εγκυμονεί τον κίνδυνο να απομακρυνθεί περαιτέρω από τον αναγνώστη αν γράψω την ιστορία του σε τρίτο πρόσωπο.

Έτσι, επέλεξα να γράψω την ιστορία του πρωτοπρόσωπα.

Νομίζω ότι ήθελα να δώσω στον αναγνώστη την ευκαιρία να συνδεθεί με τον πρωταγωνιστή και περισσότερο χώρο για κατανόηση και ενσυναίσθηση.

Ενώ ο Γιάντζε ουσιαστικά δεν αισθάνεται τίποτα, ο αντίπαλός του -τουλάχιστον αρχικά-, ο Γκον, εκφράζεται θορυβωδώς και συχνά συμπεριφέρεται με βίαιο τρόπο. Γιατί θελήσατε να αντιπαραβάλετε αυτούς τους δύο χαρακτήρες;

Προσπαθώ πάντα να εστιάζω στην ποικιλομορφία των χαρακτήρων όσον αφορά στην οπτική τους και τις συναισθηματικές τους συνθήκες.

Πρόκειται για την αντιπαράθεση δύο δραματικά διαφορετικών χαρακτήρων: ενός αγοριού χωρίς συναισθηματισμό και ενός οξύθυμου αγοριού. Eξερεύνησα, λοιπόν, τα ακραία όρια ενός φάσματος προσωπικότητας για αγόρια της ηλικίας τους.

Και ήθελα να αφηγηθώ μια ιστορία ενηλικίωσης για δύο πολύ διαφορετικά αγόρια που, κατά ειρωνικό τρόπο, έχουν κάτι κοινό: ότι κανείς δεν τα καταλαβαίνει.

«Τα βιβλία όμως είναι ήσυχα. Παραμένουν νεκρικά σιωπηλά, μέχρι κάποιος να ξεφυλίσσει μια σελίδα. Μόνο τότε ελευθερώνουν τις ιστορίες τους, ήρεμα και διεξοδικά, ακριβώς τόσο κάθε φορά ώστε να μπορώ να το χειριστώ», αφηγείται ο Γιάντζε.

Από πού πηγάζει αυτή η «ζεστή» σχέση σας με τα βιβλία;

Πάντα ήμουν αδηφάγα αναγνώστρια και μου άρεσε η μυρωδιά των βιβλίων σε ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία ή βιβλιοθήκες. Δημιουργούσαν μια μυστηριώδη, φιλόξενη ατμόσφαιρα.

Τα βιβλία είναι σιωπηλά, αλλά το καθένα περιέχει απίστευτες ιστορίες, και μόνο όταν τα ανοίξεις και τα διαβάσεις, μπορείς να μάθεις ποιες είναι αυτές οι ιστορίες. Όταν σταματήσεις να τα διαβάζεις, σωπαίνουν ξανά.

Αυτή η γραμμή υποτίθεται ότι αποτυπώνει τη βαθιά του αγάπη για τα βιβλία.

«Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να αισθανθούν, αλλά δεν αναλαμβάνουν δράση. Λένε ότι συμπάσχουν, όμως ξεχνούν εύκολα […] Αυτή δεν είναι πραγματική συμπόνια. Δεν ήθελα να ζω έτσι».

Αυτό «διακηρύσσει» ο Γιάντζε προς το τέλος του μυθιστορήματος. Γιατί η συμπόνια συνδέεται αναπόφευκτα με τη δράση, κατ’ εσάς;

Λοιπόν, επειδή κάποιος πόνος -όταν είναι πολύ άσχετος με τη δική σου ζωή- είναι δύσκολο να ταυτιστείς μαζί του, και από κάποιον πόνο -όταν συνδέεται πολύ- νιώθεις μια παρόρμηση να απομακρυνθείς εξαιτίας του φόβου.

Αυτό είναι λίγο πολύ κοινή λογική, κάτι καθολικό, αλλά οδηγεί επίσης σε μεγάλη τραγωδία ή πολλή βία ή ανευθυνότητα. Η αμφιβολία του θέτει υπό αμφισβήτηση όλες αυτές τις ανθρώπινες συμπεριφορές που θεωρούμε δεδομένες.

Ήθελα να διερευνήσω αν η εξωτερίκευση των συναισθημάτων μας είναι πραγματικά δικαιολογημένη ή φυσική.

«Η αγάπη είναι αυτό που κάνει ένα άτομο άνθρωπο, καθώς και αυτό που φτιάχνει ένα τέρας», υπογραμμίζετε επίσης στο σημείωμά σας.

Πώς θα αξιολογούσατε, λοιπόν, την ευθύνη μιας κοινωνίας κι ενός κράτους -στην περίπτωσή μας του νοτιοκορεατικού- στη δημιουργία «ανθρώπων» και «τεράτων»;

Η κοινωνία είναι μια συγκυρία. Μπορεί να είναι μια μικρή κοινότητα όπως η οικογένειά σας, ή σε μεγαλύτερη κλίμακα, μια χώρα, ένας πολιτισμός ή ακόμα και ολόκληρη η υφήλιος.

Λειτουργεί ως φύλακας για τους απογόνους της, τα ανθρώπινα όντα, επομένως, φυσικά, επηρεάζει πολύ τη ζωή μας.

Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αισθάνομαι ότι ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι καθοριστικός.

Η υπεύθυνη έκφραση των συναισθημάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς ασκούμε τη δύναμη της θέλησής μας και ακούμε τη φωνή της λογικής μας, η οποία μπορεί να καλλιεργηθεί με τη βοήθεια μιας συνεπούς, στοργικής και καλοπροαίρετης εκπαίδευσης.

Αισθάνομαι πραγματικά ότι ισχύει το ίδιο στην κορεατική και την ελληνική κουλτούρα.

Εκτιμάτε πως η σύγχρονη κοινωνία της Νότιας Κορέας καθοδηγείται κυρίως από τον ατομικισμό και χαρακτηρίζεται από βία ή εντοπίζετε επίσης ίχνη και εκδηλώσεις συλλογικού πνεύματος, αλληλεγγύης και συμπερίληψης;

Είναι δύσκολο να περιγράψεις την ουσία μιας κοινωνίας με συνοπτικό τρόπο.

Ναι, η Νότια Κορέα σήμερα είναι πιο ατομικιστική από πριν. Αλλά εξακολουθεί να διατηρεί την κουλτούρα του Jeong, μιας πίστης σε και βαθιάς συναισθηματικής σύνδεσης με ανθρώπους και τόπους.

Όταν αντιμετωπίζουμε μια συλλογική κρίση, οι Κορεάτες τείνουμε να ερχόμαστε κοντά πιο γρήγορα από τους κατοίκους οποιασδήποτε άλλης χώρας, γεγονός που την κάνει πραγματικά δυναμική.

Νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα γοητευτικά στοιχεία της Νότιας Κορέας.

Πού θα τοποθετούσατε τον εαυτό σας εντός της ποικιλόμορφης σύγχρονης νοτιοκορεατικής λογοτεχνικής παραγωγής, η οποία σταδιακά γίνεται πιο διαθέσιμη στην Ελλάδα;

Για να είμαι ειλικρινής, δε σκέφτομαι πραγματικά τι είδους συγγραφέας είμαι ή πώς είναι η γραφή μου από άποψη επάρκειας.

Είμαι απλώς μία από τις πολλές συγγραφείς σε αυτόν τον κόσμο. Το γράψιμο είναι το επάγγελμά μου, και έτσι απλά συνεχίζω να γράφω - μερικές φορές με χαρά, τις περισσότερες φορές λίγο παραπονεμένα.

Είμαι ευγνώμων και με ενθαρρύνει που έχω πολλούς αναγνώστες οι οποίοι αγαπούν τη δουλειά μου, αλλά αυτό δεν αλλάζει και τη σχέση μου με τη δουλειά μου.

Χαίρομαι, όμως, που ακούω ότι οι Έλληνες αναγνώστες νιώθουν πιο «ζεστά» απέναντι στην κορεατική λογοτεχνία γενικότερα.

Όσο καταπραϋντικό κι αν είναι, το αίσιο τέλος του μυθιστορήματός σας φαίνεται, ωστόσο, κάπως βεβιασμένο και όχι απόλυτα εναρμονισμένο με το υπόλοιπο βιβλίο σε δραματουργικό επίπεδο.

Πιστεύετε πως το ευτυχές τέλος, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη, είναι το ίδιο «ρεαλιστικό» με το δυστυχισμένο;

Αισθάνομαι ότι η διαφορά μεταξύ της φαντασίας και της πραγματικότητας έγκειται στο πόσο πιο δραματική από τη φαντασία είναι η ζωή στην πραγματικότητα, και πώς η ζωή σπάνια σε ανταμείβει με ένα ικανοποιητικό κλείσιμο.

Ένα μυθιστόρημα είναι μια μικρογραφία της πραγματικότητας κατά κάποιον τρόπο - μια γρήγορη ματιά σε μία ή μερικές πτυχές της πολύπλευρης, πολύπλοκης πραγματικότητας.

Έτσι, μπορεί να υπάρχει ένα μίνι λυπηρό ή χαρούμενο τέλος στο συγκεκριμένο απόσπασμα, αλλά πέρα ​​από αυτό κανείς δεν μπορεί να πει αν η ιστορία των εν λόγω φανταστικών χαρακτήρων θα ήταν ευτυχισμένη ή λυπημένη στο τέλος.

Όλα εξαρτώνται από τον αναγνώστη σε εκείνο το σημείο.

Η ζωή συνεχίζεται -το ίδιο και η μυθοπλαστική ζωή- και ως εκ τούτου δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις ένα γεγονός ως καθαρά χαρούμενο ή λυπηρό. Αλλά αυτό είναι το αστείο  με τη ζωή.

Ευχαριστώ θερμά την Βίκυ Κάουλα (Εκδόσεις Ιβίσκος) για την καθοριστική συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Γουόν-Πιενγκ Σον Το αγόρι που δεν ήξερε τι θα πει φόβος κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ιβίσκος σε μετάφραση της Χριστίνας Ζαχαρίου.



Κυριακή 14 Μαΐου 2023

Ντέιβι Τσου: «Οι αντιφάσεις αποτελούν αντανάκλαση της πολυπλοκότητας της ζωής»

 

Ντέιβι Τσου (Φωτογραφία: Julien Lienard)

Βραβευμένη με τη Χρυσή Αθηνά στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας, η Επιστροφή στη Σεούλ του καμποτζιανής καταγωγής σκηνοθέτη Ντέιβι Τσου είναι μια ενδοσκοπική και παιχνιδιάρικη εξερεύνηση της έννοιας της ταυτότητας.

Πρωταγωνίστρια της ταινίας η Φρέντι, μια 25χρονη σε αναζήτηση των βιολογικών γονιών της στη Νότια Κορέα. Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη με αφορμή την κυκλοφορία του φιλμ στις αίθουσες από τις 11 Μαΐου.

Πρόσφατα έγινες πατέρας. Πώς νιώθεις γι’ αυτό;

Είναι το πρώτο μου παιδί. Μόνο κλισέ μπορείς να αρθρώσεις. Είναι απίστευτη αίσθηση.

Πιστεύεις ότι η πατρότητα θα επηρεάσει τον τρόπο που κάνεις σινεμά- κι όχι μόνο σε σχέση με τον χρόνο που θα χρειάζεται να αφιερώσεις στο αγοράκι σου;

Σίγουρα. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, η ταινία πάνω στην οποία δουλεύω τώρα περιστρέφεται γύρω από την πατρότητα. Βασίζεται σε ιδέα την οποία μου έδωσε ένας φίλος μυθιστοριογράφος και συγγραφέας.

Σε προσωπική σου εμπειρία βασίζεται και η ιδέα του φιλμ σου, Επιστροφή στη Σεούλ.

Η ιδέα στο σύνολό της προέρχεται από την προσωπική μου εμπειρία από το πρώτο ταξίδι μου στη Νότια Κορέα το 2011 και μιας φίλης μου που αναζητούσε τους βιολογικούς της γονείς.

Στην αρχή δεν ήθελε να τους συναντήσει, έπειτα άλλαξε γνώμη. Οι αντιφάσεις στα συναισθήματα της φίλης μου απέναντι στους γονείς της λειτούργησαν ως ο οδηγός για τη συγγραφή του σεναρίου της Επιστροφής στη Σεούλ.

Λίγα χρόνια αργότερα ρώτησα την φίλη αν θα συμφωνούσε να κάνω μια ταινία βασισμένη στην εμπειρία της, συναίνεσε και μου παρείχε λεπτομέρειες και ντοκουμέντα που αποτέλεσαν το βιογραφικό θεμέλιο του φιλμ.

Που βασίζεται βέβαια και στη δικιά σου ιστορία.

Ναι, αλλά μου πήρε χρόνο να το συνειδητοποιήσω.

Όταν στην αρχή της ταινίας ρωτούν την πρωταγωνίστρια, την Φρέντι, αν κάνει ένα ταξίδι σε αναζήτηση των ριζών της, εκείνη τους απαντά πως βρίσκεται σε διακοπές. Βίωνε μια άρνηση, δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έκανε.

Κάτι τέτοιο είχε συμβεί και σε μένα πολλές φορές.




Είσαι καμποτζιανής καταγωγής, Γάλλος πολίτης και -ως επί το πλείστον- κάτοικος Γαλλίας.

Στη Γαλλία γεννήθηκα και ζω όλη μου τη ζωή.

Η ταινία σου, όμως, εκτυλίσσεται στη Νότια Κορέα -με την οποία ωστόσο δεν έχεις σχέση-, οι περισσότεροι συντελεστές είναι Κορεάτες/Κορεάτισσες και «περνάει» για κορεάτικη.

Ποτέ δε θα είχα την επιθυμία να κάνω ένα φιλμ για την προσωπική μου ιστορία.

Η ομοιότητα της ιστορίας της πρωταγωνίστριας με τη δικιά μου είναι ίσως ένας τρόπος να αφηγηθώ την ιστορία μου μέσω μιας παράκαμψης, κρυβόμενος πίσω από το πρόσωπο της ηρωίδας.

Αισθάνεσαι κάποιες φορές σαν την Φρέντι, λοιπόν;

Κάποιες σκηνές αντλούνται απόλυτα από τη ζωή μου. Δε θα αποκαλύψω ποιες!

Όταν έδωσα στην μητέρα μου να διαβάσει ένα πρώτο treatment του σεναρίου, μου είπε: «Παράξενο, αυτός ο χαρακτήρας είναι εσύ, αν ήσουν ελεύθερος να είσαι αυτός που θέλεις απόλυτα να είσαι». «Ω, Θεέ μου, είναι αλήθεια», σκέφτηκα.

Η Φρέντι διαθέτει το κουράγιο να στέκεται αλλά και να πέφτει, να κάνει λάθη. Έβαλα, λοιπόν, πολύ από τον εαυτό μου στον χαρακτήρα της, αλλά έναν άλλο εαυτό, μια προβολή του.

Μια προβολή ενός επιθυμητού εαυτού.

Έτσι νομίζω.

Υπάρχει πολλή ευφορία και μελαγχολία στην ταινία, που διαρκώς εναλλάσσονται και μπλέκονται. Ήταν κι αυτές κομμάτι της αρχικής έμπνευσης και ιστορίας;

Βέβαια.

Ίσως το πρόσωπο που ενέπνευσε το φιλμ δεν είναι μόνο η φίλη μου, αλλά και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έχω συναντήσει στη ζωή μου και τους περιγράφουν ως εγωιστές, μηδενιστές ή πολύ σκοτεινούς.

Ταυτόχρονα, όμως, διαθέτουν πολλή ζωτικότητα και μια «ηλιακή», θα έλεγα, ενέργεια. Είναι τόσο γενναιόδωροι, τρυφεροί και καταστροφικοί την ίδια στιγμή. Τους θεωρώ εκπληκτικούς. Χαρακτηρίζονται από τις αντιφάσεις στις οποίες προαναφέρθηκα.

Αυτές οι αντιφάσεις αποτελούν μια αντανάκλαση της πολυπλοκότητας της ζωής, όχι μόνο της ψυχοσύνθεσης ενός μυθοπλαστικού χαρακτήρα.

Έχουμε μάθει να βάζουμε τα συναισθήματα σε κουτάκια, αλλά η πολυπλοκότητα της ζωής τα αναμειγνύει. Αυτές τις αντιφάσεις πρέπει να διαχειριστούμε.

Είναι πιθανό να μισείς και να αγαπάς κάποιον άνθρωπο, να σου λείπει κάποιος και να τον απορρίπτεις. Αυτό συμβαίνει και στην Φρέντι. Ένα κομμάτι της πεθαίνει να συνδεθεί με τον πατέρα της, κι από την άλλη υπάρχει ένα έντονο ένστικτο απόρριψης.

Το βρίσκω συναρπαστικό.

Η ταινία σου προσεγγίζει με πολύ παιχνιδιάρικο τρόπο πολύ θεμελιώδη ζητήματα, όπως της ένταξης, της προσαρμογής, της ταυτότητας. Το γεγονός αυτό την καθιστά πότε συναρπαστική, και πότε αποπροσανατολιστική για το κοινό.

Λαμβάνεις υπόψη σου τις πιθανές αντιδράσεις ενός κοινού όταν σεναριογραφείς ή σκηνοθετείς ή δε σε νοιάζει;

Καλή ερώτηση.

Πρόκειται για μια σταδιακή διαδικασία. Όταν γράφω το πρώτο προσχέδιο, σκέφτομαι την ιστορία, τι θέλω να αποτυπώσω φιλμικά. Απλά ακολουθώ την επιθυμία μου.

Κατόπιν, όμως, μου αρέσει να μοιράζομαι το σενάριο με τους κοντινούς μου φίλους και τους παραγωγούς και να ακούσω τι έχουν να πουν.

Οι μισοί άνθρωποι που διάβασαν το προσχέδιο του σεναρίου της Επιστροφής..., βρήκαν τον χαρακτήρα της Φρέντι αντιπαθητικό, τη μίσησαν, έχασαν το ενδιαφέρον τους για την ιστορία εξαιτίας της.

Τι κάνεις, λοιπόν; Είτε συμβιβάζεσαι με την αντιπαθητική διάσταση του χαρακτήρα της πρωταγωνίστριας είτε όχι. Αποφάσισα να μη συμβιβαστώ, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κάνω το κοινό να συνδεθεί κάπως με εύθραυστες στιγμές της.

Είμαι ευτυχής που λειτούργησα έτσι, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν θεατές που δεν μπορούν να συνδεθούν με την ταινία λόγω του χαρακτήρα της Φρέντι. Κι αυτοί οι θεατές είναι λευκοί άντρες.

Πολλοί, ωστόσο, την αγαπούν, κι αυτό για μένα αποτελεί μια νίκη, γιατί σημαίνει πως η διαδικασία συγγραφής του σεναρίου υπήρξε καρποφόρα.

Η Παρκ Τζι-μιν, που υποδύεται την Φρέντι, έβαλε πολλή ανθρωπιά στον χαρακτήρα της και δε συμβιβάστηκε καθόλου.




Δεν είχε προηγούμενη υποκριτική εμπειρία.

Ποτέ δεν ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός και δεν έχει τον εγωισμό της ηθοποιού που θέλει να είναι ορατή, να την αγαπούν. Το γεγονός αυτό δίνει μια ακατέργαστη ποιότητα στην ερμηνεία της.

Βρίσκεται σε κάθε σκηνή του φιλμ, ήταν επομένως πρόκληση για εκείνη να παρέχει κάτι συναισθηματικά αφοσιωμένο.

Η διαδικασία του γυρίσματος ήταν, όμως, πρόκληση και για μένα, καθώς ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε η Παρκ Τζι-μιν να αποχωρήσει μιας και δεν ήθελε να είναι ηθοποιός! Έπρεπε, επομένως, να προσπαθήσω να χτίσω μια σχέση μαζί της.

Βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία αναζήτησης τού ποια πραγματικά είναι ή θα μπορούσε να έχει υπάρξει ή να γίνει. Σε αντίθεση με την Φρέντι, εσύ έχεις βρει τη θέση σου στο σύμπαν- στο σύμπαν του φιλμ, τουλάχιστον;

Δίνω την απάντησή μου μέσω της ταινίας, γιατί αυτή βασικά θέτει τις ερωτήσεις. Το τέλος του φιλμ συμπυκνώνει με τη μεγαλύτερη ειλικρίνεια την απάντηση σχετικά με τη διαδρομή του χαρακτήρα.

Ίσως πρέπει κάποιος να αποδεχτεί το ότι ποτέ δε θα υπάρξει ένας τόπος που θα είναι ζώνη ασφαλείας. Δε θα υπάρξει ένα σπίτι με σταθερότητα. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το γεγονός πως η αστάθεια θα είναι η νόρμα.

Nα αποδεχτούμε, άρα, τη ρευστότητα ως μέρος της ζωής μας.

Κι όμως, ελπίζουμε ότι θα υπάρξει αυτό το σπίτι.




Βιώνουμε έναν πόθο για κάτι τέτοιο.

Ο πόθος παραμένει και είναι εντάξει που αυτό συμβαίνει.

Η Επιστροφή... είναι ένα διεθνές φιλμ, τόσο σε επίπεδο παραγωγής και συντελεστ(ρι)ών όσο και αναφορικά με τα ζητήματα που θέτει. Είναι και η φιλμική εμπειρία κάτι εξίσου οικουμενικό, που επεκτείνει τα όρια κάθε θεατή;

Το πιστεύω αυτό. Κατά τη διάρκεια των λοκντάουν παρακολούθησα για πρώτη φορά την Τριλογία του Άπου, του Σατγιαζίτ Ρέι. Και υπήρξε μια τόσο οικουμενική και δυνατή εμπειρία.

Το σινεμά είναι, επομένως, ένα οικουμενικό μέσο, το οποίο μπορεί να σου δείξει πώς ζουν οι άνθρωποι σε διαφορετικές χώρες. Στην τελική, όμως, η ανθρώπινη εμπειρία είναι πάντα η ίδια.

Η χρήση της μουσικής προωθεί την αφήγηση. Πόσο σημαντική είναι για σένα ως σκηνοθέτη;

Ως νεαρός σινεφίλ απολάμβανα την εμβληματική χρήση της μουσικής σε ταινίες του Σκορσέζε, του Ταραντίνο, του Γουόνγκ Καρ Γουάι.

Στα «καλλιτεχνικά» φιλμ υπάρχει η τάση η μουσική επένδυση να είναι «ευγενική». Δε μου αρέσει αυτό, μου φαίνεται εύκολο και βολικό. Με εμπνέει η τολμηρή χρήση της μουσικής από τους προαναφερθέντες σκηνοθέτες.

Έπειτα, η μουσική λειτουργεί ως ένα είδος μεταφοράς σχετικά με την Φρέντι, ως κάτι που την βοηθάει να συνεχίσει να πιστεύει στην αναζήτησή της. Ίσως υπάρχει μια θρησκευτική πτυχή σ’ αυτή τη μουσική- αν και προσωπικά δεν είμαι θρησκευόμενος.

Η μουσική, εξάλλου, συμβαδίζει με την πολιτισμική προέλευση του κάθε χαρακτήρα- κορεάτικη ή περισσότερο ευρωπαϊκή.

Η ταινία σου κέρδισε τη Χρυσή Αθηνά στο περσινό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας. Σε γεμίζει μια τέτοια επιτυχία με περισσότερη έμπνευση, ενέργεια- ίσως και αίσθηση ευθύνης;

Ευθύνη; Όχι, δε νιώθω κάτι τέτοιο. Μόνο απέναντι στο παιδί μου αισθάνομαι υπεύθυνος αυτή τη στιγμή.

Η οικουμενικότητα της απήχησής της, ωστόσο, στο κοινό -και όχι μόνο στο σινεφίλ κομμάτι του- με εξέπληξε. Το απολαμβάνω αυτό, και μου δίνει αυτοπεποίθηση.

Η ταινία του Ντέιβι Τσου Επιστροφή στη Σεούλ προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 11 Μαΐου σε διανομή του Cinobo.