Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καταλονία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καταλονία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Ζωή Ξανθοπούλου: «Το θέατρο είναι ίσως η μόνη σχέση που απαιτεί βιωμένο χρόνο»

 


Ένας έφηβος, το πιο όμορφο αγόρι κάπου στην Καταλονία, βρίσκεται νεκρό. Η οικεία παθογένεια μιας κλειστής ομοφοβικής κοινωνίας ξεδιπλώνεται μέσα από ένα «γαϊτανάκι» χαρακτήρων.

Αυτός είναι ο «πυρήνας» του θεατρικού μονολόγου Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος, με πρωταγωνιστή τον Αργύρη Ξάφη. Μια συνομιλία με την σκηνοθέτρια της παράστασης, Ζωή Ξανθοπούλου.

Τι σε ενέπνευσε στο «πυκνό» θεατρικό κείμενο του Ζουζέπ Μαρία Μιρό Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος με το οποίο αναμετρήθηκες τόσο καρποφόρα;

Το απόλαυσα γιατί ήταν ελλειπτικό, «στρωτό» κι όχι βαρύγδουπο. Το διάβασα σαν να διαβάζω ένα σενάριο.

Θα συνάντησες και δυσκολίες στην σκηνική διασκευή του, ωστόσο. Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες;

Η σκηνική απόδοση της ελλειπτικότητάς του και παράλληλα το να γίνουν κατανοητά τα «κρυφά» σημεία του: τόσο σκηνοθετικά όσο και ερμηνευτικά, από τον Αργύρη Ξάφη, τον πρωταγωνιστή. Απαιτούνταν διαδοχικές, «απανωτές» αναγνώσεις του.

Με τον τρόπο, εξάλλου, που είναι γραμμένο καταλαβαίνεις στοιχεία για τον κεντρικό χαρακτήρα μέσω των άλλων.

Οπότε, έπρεπε να αποκρυπτογραφήσω πολύ προσεκτικά τι ακριβώς έλεγε κάθε χαρακτήρας για την ζωή του και τι για τους άλλους, ώστε ν’ αποκτήσει κατόπιν ανθρώπινη υπόσταση επί σκηνής.

Πολύ δύσκολη διαδικασία, όταν καταπιάνεσαι μ’ ένα κείμενο το οποίο τα λέει όλα χωρίς να λέει τίποτα.

Ήταν προϋπάρχουσα οδηγία του συγγραφέα η ενσάρκωση όλων των χαρακτήρων από έναν ηθοποιό;

Πράγματι, πρόκειται για οδηγία του συγγραφέα.

Πέρασε απ’ το μυαλό σου να μη «συμμορφωθείς» μ’ αυτήν την οδηγία;

Η αλήθεια είναι ότι, όταν μου δίνονται οδηγίες, η πρώτη μου τάση είναι να μην τις ακολουθώ. (Γέλιο).

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, δε θα ήταν και σωστό, καθώς είμαστε σύγχρονοι και με τον συγγραφέα και με το κείμενο.

Από την άλλη, ακόμα κι αν δε δινόταν μια τέτοια οδηγία, θα πρότεινα το συγκεκριμένο έργο ν’ ανέβει ως μονόλογος.

Επειδή το «σύμπαν» του έργου συμπυκνώνεται καλύτερα μέσω ενός ερμηνευτή;

Έτσι νομίζω, αλλά και για να μη «στιγματιστούν» οι χαρακτήρες και να μην αναπτυχθεί μια στερεοτυπική σχέση ανάμεσα στον θεατή και σ’ αυτούς.

Μ’ αυτήν την έννοια, μπορεί κάθε χαρακτήρας να έχει υπάρξει νέος, γέρος, μάνα, θύμα, θύτης κ.λπ.

Ως θεατής, αισθανόμουν ότι τα όρια ανάμεσα στους πολλαπλούς χαρακτήρες «θόλωναν» απολύτως, από ένα σημείο και μετά.

Σχεδόν δεν ήμουν σίγουρος πότε μιλούσε ο ένας χαρακτήρας και πότε τον διέκοπτε ένας άλλος: είχε κατασκευαστεί ένα ερμηνευτικό «συνεχές», ένα «μωσαϊκό», που αν στεκόσουν από απόσταση, θα το αντίκριζες στην ολότητά του.

Όλοι οι χαρακτήρες μαζί συνιστούν ένα σώμα, το «σώμα» της κοινωνίας τους, του χωριού τους.

Ένα τέτοιο χωριό μπορεί να είναι πολλά πράγματα: όχι κατ’ ανάγκη ευφρόσυνα, ούτε όμως και μόνο ζοφερά.

Μερικές φορές έχουμε την τάση να εξιδανικεύουμε μέρη όπου έχουμε περάσει δύσκολα ή σχέσεις με ανθρώπους οι οποίες μπορεί να υπήρξαν δύσκολες.

Προκύπτει αυτή η εξιδανίκευση από την ανάγκη να εξιστορήσουμε κάτι καλό για την ζωή μας; Δεν ξέρω.




Η κοινωνία όπου εκτυλίσσεται το έργο είναι μεν μια κοινωνία όπου λίγο-πολύ ζούμε, αλλά όπου δε θα πολυθέλαμε να ζούμε.

Σίγουρα. Δε νομίζω πως θα ήταν επιλογή μας να ζούμε σε μια τέτοια κοινωνία.

Από την άλλη, έχουμε την επιλογή να δημιουργήσουμε τις συνθήκες της ζωής και της κοινωνίας που θέλουμε, από την θέση στην οποία ο καθένας κι η καθεμιά μας βρισκόμαστε.

Σε κάθε συνθήκη που σου επιτρέπει ν’ αναπνεύσεις, ή αν έχεις την τύχη να βιώνεις μια σχετική ελευθερία στην ζωή σου, μπορείς να κάνεις μικρές διαφορές στην καθημερινότητά σου, έτσι ώστε να μην είσαι δέσμιος των κοινωνικών συμβάσεων.

Σιχαίνομαι να μου υποβάλλει το κοινωνικό οικοδόμημα τον τρόπο ζωής ή θανάτου μου, το πώς θα ξυπνήσω και θα κοιμηθώ, θα χαρώ ή θα στενοχωρηθώ.

Δεν καταλαβαίνω γιατί κάποιος να μη ζει όπως θα ήθελε να ζει.

Η προκλητικότητα κι η επαναστατική φύση της έννοιας της ομορφιάς είναι «πυρηνικό» στοιχείο του έργου. Πώς αντιλαμβάνεσαι την ομορφιά, σε κοινωνικό κυρίως επίπεδο;

Για μένα ομορφιά είναι η καλοσύνη, η γενναιοδωρία κι η ευγένεια. Όμορφος και γοητευτικός είναι ο ευγενικός και πολιτισμένος άνθρωπος.

Τέτοιες ποιότητες δεν μπορεί να μην είναι και αισθητικά όμορφες. Όμορφο είναι αυτό που σε γοητεύει, και είναι άφυλο και χωρίς ηλικία.

Σπανίζουν τέτοιοι άνθρωποι στους καιρούς που ζούμε, νομίζω. Ή και σε κάθε εποχή.

Γι’ αυτό ένας όμορφος άνθρωπος λάμπει, τελικά.

Με γοητεύουν οι άνθρωποι οι οποίοι προσπαθούν να είναι δίκαιοι και δοτικοί, ακόμα κι αν -θεωρητικά- αυτό είναι ενάντια στο συμφέρον τους, οι άνθρωποι που δηλώνουν ότι φοβούνται και αναγνωρίζουν την ήττα τους.

Ο έφηβος, ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του έργου, θεωρείς ότι είναι θύμα;

Στο έργο, όλοι οι χαρακτήρες, πλην του νεαρού, είναι και θύτες και θύματα.

Εκείνος, όμως, ίσως να μην είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι κάτι πάνω από αυτά. Απλώς υπάρχει. Είναι η ομορφιά: κι η πραγματική ομορφιά δε δημιουργεί ούτε θύτες ούτε θύματα.

Ως χαρακτήρας έχει μια θεϊκή διάσταση -όχι με την χριστιανική έννοια-, αλλά με την συμπαντική, την υπερβατική.

Γνωρίζω πως οι θεατρικές πρόβες είναι εν γένει πολύ απαιτητικές. Ισχύει αυτό και για την συγκεκριμένη παράσταση;

Οι θεατρικές πρόβες είναι -και οφείλουν να είναι- απαιτητικές, γιατί η ουσία του θεάτρου συνίσταται ακριβώς στο ότι «σκάβεις» στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, αν και ήμασταν απαιτητικές/απαιτητικοί, ήμασταν ταυτόχρονα και τόσο εστιασμένοι/εστιασμένες στον τρόπο με τον οποίο, μέσω του κειμένου, θα επικοινωνείτο η παράσταση, που όλα κύλησαν ομαλά.

Το «πέρασμα» από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο χωρίς απώλεια ενέργειας μέσα σ’ ένα ελλειπτικό σκηνικό είναι από τα δυσκολότερα πράγματα και σκηνοθετικά και ερμηνευτικά.




Την ημέρα που παρακολούθησα την παράσταση συνέβη να την παρακολουθεί κι ο συγγραφέας του έργου.

Αν και δε γνωρίζει ελληνικά, σίγουρα έχει εμπειρία παρουσίασης της δουλειάς του σε διαφορετικά γλωσσικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα. Τι εντυπώσεις αποκόμισε από το ανέβασμά σου;

Mας είπε πως ενθουσιάστηκε. Την αγάπησε πάρα πολύ αυτήν την παράσταση.

Πού οφείλεται αυτό, κατά την γνώμη σου; Στην ενέργεια την οποία εκλύει η (εκάστοτε) παράσταση, στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί, στην σωματικότητα της ερμηνείας του Αργύρη Ξάφη, εν προκειμένω;

Ίσως στο ότι μπορεί κάποιος συγγραφέας να είδε ν’ αναδύεται ένας κόσμος τον οποίο δεν είχε φανταστεί ποτέ. Σ’ εμένα θα λειτουργούσε έτσι. Δεν μπορώ να γενικεύσω, ωστόσο.

Το θέατρο, εξάλλου, είναι ταυτόχρονα αισθητική εμπειρία πέρα από την κατανόηση. Η παράσταση είναι ένα «σώμα».

Έχοντας περάσει -και περνώντας- και από το σινεμά και την φωτογραφία μέσα από διάφορα πόστα, πώς τα συνταιριάζεις με την θεατρική εμπειρία και πρακτική;

Έχω σπουδάσει φωτογραφία, αλλά δε μ’ ενδιέφερε επαγγελματικά. Το σινεμά μ’ ενδιαφέρει πολύ περισσότερο.

Με ό,τι έχω καταπιαστεί στην ζωή μου -από το σχέδιο και την μουσική, μέχρι την φωτογραφία και το θέατρο- μου έχει προσφέρει νέα ερεθίσματα.

Σίγουρα, ό,τι σχετίζεται με την εικόνα ανοίγει άλλους δρόμους, και χρησιμοποιείται στην κατοπινή δουλειά μου στο θέατρο.

Το θέατρο, επειδή συνίσταται σε μια «μετωπική» σχέση με τον άλλο, δεν μπορεί να εκφυλιστεί. Είναι ίσως η μόνη σχέση στην ζωή μας που απαιτεί βιωμένο χρόνο. Είναι μια συμπύκνωση αυτού που είσαι.

Γι’ αυτό κι ένας ηθοποιός γίνεται καλύτερος μεγαλώνοντας.

Ωριμάζοντας ως άνθρωπος ωριμάζει και ερμηνευτικά.

Στην σκηνή διαγράφεται όλη η πορεία του.

Βλέπεις να υπάρχει μια ελπιδοφόρα «μαγιά» νέων ηθοποιών ή/και σκηνοθετ(ρι)ών στο εγχώριο θεατρικό πεδίο, ή κυρίως ανακυκλώνονται «έτοιμα» μοτίβα;

Ότι ανακυκλώνονται, ανακυκλώνονται. Μπορεί βέβαια, ως δημιουργός, να χρειάζεται ν’ ανακυκλώσεις κάτι, ώστε να προχωρήσεις.

Από την άλλη, ζούμε σε μια συγκυρία κατά την οποία μπορούμε ν’ αναθεωρήσουμε τον τρόπο που γίνεται το θέατρο.

Ελπίζω, λοιπόν, πως θα προκύψουν νέοι διάλογοι, καινούρια εκφραστικά μέσα, νέες δραματουργίες. Αυτές, βασικά, που χρειαζόμαστε. Πιο προσωπικές, δηλαδή.

Δεν μπορούμε, επομένως, ν’ αποκλείσουμε την ελπίδα από την ανθρώπινη ύπαρξη!

Ευχαριστώ θερμά την σκηνοθέτρια για την παραχώρηση της φωτογραφίας της που συνοδεύει το κείμενο.

Η παράσταση Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος, σε σκηνοθεσία Ζωής Ξανθόπουλου και ερμηνεία Αργύρη Ξάφη, ολοκληρώνει τον πρώτο κύκλο της την Τρίτη 4 Ιουνίου.

Η παράσταση φιλοξενείται στο θησείον, Ένα θέατρο για τις τέχνες (Τoυρναβίτου 7, Θησείο, 21:00).

Ο δεύτερος κύκλος παραστάσεων ξεκινά την Τρίτη 1 Οκτωβρίου.



Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

Εύα Μπαλταζάρ: «Το να γράφω σημαίνει να ξεπερνάω τον εαυτό μου»

 

Εύα Μπαλταζάρ (Φωτογραφία: David Ruano)

H σωματικότητα, η επιθυμία, η σεξουαλικότητα, η μοναξιά και ο θάνατος υπό ένα λεσβιακό/κουίρ πρίσμα εξερευνώνται στο μυθιστόρημα Πέρμαφροστ της πολλά υποσχόμενης Καταλανής συγγραφέως και ποιήτριας, Εύα Μπαλταζάρ.

Μια συνομιλία με την συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά τον χειμώνα του 2023 από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Αφιερώνεις το Πέρμαφροστ, το μυθιστορηματικό σου ντεμπούτο μετά από δέκα ποιητικές συλλογές, στην «ποίηση, που το επέτρεψε».

Τι ακριβώς επέτρεψε, και με ποιους τρόπους η ποιητική σύνθεση διαφέρει από -ή συγκλίνει με- την μυθιστοριογραφία;

Θα έλεγα ότι εκπαιδεύτηκα ως συγγραφέας γράφοντας ποίηση. Αυτό σημαίνει ότι διατηρώ μια σχέση αγάπης με την γλώσσα.

Την αγαπώ, την δουλεύω, έχω διαρκώς επίγνωση της αναζήτησης του ρυθμού στο κείμενο, της μουσικότητας. Γράφω δημιουργώντας εικόνες συνεχώς.

Αυτός ο ποιητικός τρόπος προσέγγισης της γλώσσας είναι μέρος του τρόπου γραφής μου, τόσο της ποίησης όσο και της αφήγησης. Είναι μέρος της αφηγηματικής μου φωνής, που την οφείλω στην ποίηση.

«Eίναι μια δυστυχία να γεννιέσαι, έλεγε, κι ενόσω ζούμε δίνουμε συνέχεια σ’ αυτήν τη δυστυχία», γράφει ο Τόμας Μπερνχαρντ στον Αποτυχημένο- και τον παραθέτεις στην αρχή του βιβλίου. Γιατί;

Επειδή αυτή η φράση, όπως όλες οι φράσεις, συνιστά σκέψη. Και είναι μια από τις υποκείμενες σκέψεις που ρυθμίζουν τον ψυχισμό της πρωταγωνίστριας του Πέρμαφροστ.

Αυτό το συναίσθημα τού να υπάρχεις στην δυστυχία, να είσαι καταδικασμένος σε αυτήν, να διαιωνίζεσαι μέσα από αυτήν.

Το Πέρμαφροστ είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που συμπεριλαμβάνει τα Boulder και Mammoth.

Στην τριλογία αυτή εξερευνώνται τα ζητήματα της σωματικότητας, της επιθυμίας, της σεξουαλικότητας, της μοναξιάς και του θανάτου υπό ένα λεσβιακό/κουίρ πρίσμα. Την συνέλαβες εξ αρχής ως τριλογία;

Οχι. Το Πέρμαφροστ προέκυψε τυχαία, δεν ξεκίνησα να γράψω μυθιστόρημα.

Κατάλαβα πως ήταν μυθιστόρημα όταν το τελείωσα. Και εκείνη τη στιγμή γνώριζα επίσης ότι, κατά τη διάρκεια της συγγραφής, είχα γνωρίσει μια γυναίκα, την πρωταγωνίστρια, που μου είχε κάνει πολύ καλή παρέα.

Τότε, αποφάσισα να γράψω ένα τρίπτυχο, για να γνωρίσω άλλες δύο γυναίκες μέσα από την λογοτεχνία και να εξερευνήσω τον εαυτό μου μέσα από αυτές.

«Βρέθηκα σε ένα όριο, ζω σ’ αυτό το όριο και περιμένω τη στιγμή που θα εγκαταλείψω το όριο, το προσωρινό μου σπίτι. Προσωρινό, όπως τελικά όλα τα σπίτια, ή όπως ένα σώμα», εξομολογείται η αφηγήτρια του μυθιστορήματος.

Είναι η εμπειρία της συγγραφής παρόμοια με την προσέγγιση ενός ορίου/κατωφλιού- ή ακόμα και με μια κίνηση πέρα από αυτά;

Για μένα, η συγγραφή είναι πολλά πράγματα.

Ένα από αυτά έχει να κάνει με το όριο, με την έννοια ότι είναι ένας τρόπος να αποκτήσω πρόσβαση στις δικές μου σκοτεινές περιοχές, να ξεπεράσω τους περιορισμούς του συνειδητού και να τολμήσω να εξερευνήσω το ασυνείδητό μου.

Το να γράφω σημαίνει να μιλάω για ό,τι βρίσκω σε εκείνο το μέρος, είναι να με κάνει να νιώθω άβολα, να αμφισβητώ τον εαυτό μου, να ξεπερνάω τον εαυτό μου.

«Η δύναμη του φόβου βρίσκεται στο άθροισμα κάθε μικρού ονείρου που γίνεται σκόνη», συνειδητοποιεί.

Μόλις αναγνωρίσουμε τη συχνά συντριπτική «δύναμη του φόβου», πώς αποφεύγουμε την παραίτηση - από το να ζούμε, να ονειρευόμαστε, να δρούμε;

Μόλις συνειδητοποιήσουμε την δύναμη του φόβου, υπάρχει μόνο ένα πράγμα που μπορούμε να κάνουμε για να επιτύχουμε την ειρήνη: να την υπερβούμε. Για να ξεπεράσουμε τον φόβο, πρέπει να ζήσουμε.

Αν παραμείνουμε ακίνητοι ή αν εναντιωθούμε στην ισχύ του φόβου μέσω της δικιάς μας ισχύος, δε θα ζήσουμε ούτε θα έχουμε ειρήνη.

«Η αμφιβολία είναι η πρώτη ρωγμή στο πέρμαφροστ», υπογραμμίζει. Γιατί;

Το πέρμαφροστ είναι ακόμα μια πανοπλία που μας κρατά σε ένα φαινομενικά ασφαλές μέρος. Το δικό μας εγώ παραμένει προσκολλημένο σε εμάς, σε αυτό το μέρος.

Η αμφιβολία είναι αυτή που σου επιτρέπει να αμφισβητείς όχι μόνο το έξω, αλλά -ακόμα πιο σημαντικό- το μέσα σου, τις δικές σου αντιλήψεις.

Αυτό είναι το πέρμαφροστ που είναι δύσκολο να σπάσει και που μπορεί καλύτερα να μας κάνει να αμφισβητήσουμε.

«Μερικοί άνθρωποι μεγαλώνουν μόνο ως ακρωτηριασμοί», υποστηρίζει περαιτέρω. Με ποια έννοια;

Μερικοί άνθρωποι μπορούν να γίνουν άτομα μόνο εφόσον είναι ακρωτηριασμοί ενός συστήματος. Με την κατανόηση ότι διατηρούν σε συμβολικό επίπεδο και όλα τα χαρακτηριστικά του συστήματος από το οποίο έχουν ακρωτηριαστεί.

«Ο ρόλος της λεσβίας ανταγωνίζεται μια ολόκληρη σειρά από ταυτόχρονους ρόλους, σαν σ’ ένα παιχνίδι εντάσεων. Το εγώ μου κατοικείται μονίμως διαφορετικούς ενοίκους. […] Όλες αυτές οι αποσπασματικές γυναίκες συμβιώνουν και ανταγωνίζονται τη λεσβία», παραδέχεται.

Συνυπάρχουν οι διαφορετικές «στρώσεις» της δικιάς σου ταυτότητας, συμπεριλαμβανομένης εκείνης της -Καταλανής- συγγραφέως, ή βρίσκονται σε σύγκρουση;

Ζουν σε ένα είδος καρναβαλιού όπου προσπαθώ να γνωρίζω πολύ καλά πως η καθεμία είναι μια μάσκα, αλλά ότι αυτή που την φοράει είμαι εγώ, ο διαισθητικός εαυτός μου, αυτός που μοιάζει με οποιονδήποτε άλλον, το πνεύμα.

Όταν την ρωτάει προβοκατόρικα η αδερφή της, «Πώς είναι να ’σαι με μια γυναίκα; Στο κρεβάτι εννοώ», η αφηγήτρια προβαίνει σε έναν εξαιρετικά ασυνήθιστο παραλληλισμό με την «τέχνη μέσα στον χρόνο, τέχνη σε πραγματικό χρόνο, σε κίνηση» - και κυρίως με την δουλειά του Πόλλοκ.

Πώς σου προέκυψε αυτός ο παραλληλισμός;

Έφτασα εκεί λόγω αμεσότητας.

Έθεσα στον εαυτό μου την ερώτηση και η αναλογία ήρθε από μόνη της. Υπάρχει μια πολύ λεπτή «μεμβράνη» που χωρίζει το συνειδητό από το ασυνείδητο, όταν γράφω. Πολλές από τις εικόνες προέρχονται από το ασυνείδητο, το οποίο γράφει για μένα.

«Το σεξ με απομακρύνει από τον θάνατο, αλλά χωρίς να με φέρνει πιο κοντά στη ζωή. […] Έφτασα στο συμπέρασμα ότι το σεξ με κρατά παρούσα και σώα σε έναν χώρο αβέβαιο αλλά και ανακουφιστικό», αναλογίζεται η αφηγήτρια.

Είναι το σεξ το απόλυτο εργαλείο επιβίωσης;

Δε νομιζω.

Το σεξ εξυπηρετεί την πρωταγωνίστρια του Πέρμαφροστ να έχει τις ρίζες της στην παρούσα στιγμή και να μην υποφέρει από τα φαντάσματα του παρελθόντος ή τα τέρατα του μέλλοντος.

Ο στοχασμός, προσεκτικά μελετημένος, ή οποιαδήποτε πραγματικά συνειδητή πράξη, λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο.

«Μια δυνατή και πολύ πρωτότυπη συγγραφέας. Θα ήθελα να πολύ να διασκευάσω το ‘Boulder», έχει σχολιάσει ο Πέδρο Αλμοδόβαρ για σένα και το μυθιστόρημά σου Boulder, δεύτερο μέρος της προαναφερθείσας τριλογίας.

Θα ήθελες να δεις την δουλειά σου διασκευασμένη για την μεγάλη οθόνη;

Θα μου προξενούσε περιέργεια.

Τώρα, αυτό που μου αρέσει πολύ στην δουλειά μου είναι να την συγγράφω. Μόλις την ολοκληρώνω, την παραδίδω στην ζωή για να κάνει ό,τι θέλει με αυτήν. Το να μην έχω προσδοκίες για τις υποθέσεις της ζωής μου επιτρέπει να ζω με ειρήνη.

Σύμφωνα με το βιογραφικό σου, ζεις μια απλή ζωή με την σύζυγό σου και τις δύο κόρες σας σε ένα χωριό κοντά στο βουνό. Πώς ορίζεις την «απλότητα», γιατί την χρειάζεσαι, και τι σε ελκύει στο ορεινό/μη αστικό πλαίσιο;

Είμαι χωρισμένη για περισσότερα από τρία χρόνια και μένω με τις κόρες μου και έναν σκύλο πολύ κοντά σε ένα φυσικό πάρκο. Πηγαίνω βόλτα στο δάσος σχεδόν κάθε μέρα. Χρειάζομαι την σιωπή και τα δέντρα και να είναι τα πλάσματα καλά.

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.

Ευχαριστώ κι εγώ με την σειρά μου -ιδιαιτέρως- τον Bernat Fiol (SalmaiaLit Literary Agency) για την πολύτιμη συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Εύα Μπαλταζάρ Πέρμαφροστ κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση του Ευρυβιάδη Σοφού.