Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Tigran Hamasyan: «Μου αρέσει να ορίζω τα πράγματα, αλλά μόνο για να ξεφύγω από τα όρια»

Tigran Hamasyan (Φωτογραφία: Vahan Stepanyan)

Ξεχωριστός πιανίστας και συνθέτης, ο αρμενικής καταγωγής Tigran Hamasyan συγκεράζει στη δουλειά του την τζαζ, το progressive rock και την αρμενική λαϊκή παράδοση με τρόπο εξαιρετικά προσωπικό.

Ενόψει της συναυλιών του σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα στις 7 και 9 Ιουλίου, αντίστοιχα, συνομιλούμε μαζί του.

Όταν ήσουν παιδί, ονειρευόσουν να γίνεις κιθαρίστας της thrash metal. Τι σε έστρεψε στην τζαζ, και ιδιαίτερα στο πιάνο; Πιστεύεις ότι μπορεί να έχεις διοχετεύσει μέρος του πάθους σου για τη metal μουσική στις τζαζ συνθέσεις σου;

Μεγάλωσα με ροκ και τζαζ ταυτόχρονα.

Όταν ήμουν τεσσάρων-πέντε χρονών, ο πατέρας μου έπαιζε όλες τις κλασικές ροκ ηχογραφήσεις όπως τους Black Sabbath, Led Zeppelin κ.λπ. στο σπίτι, ενώ ο θείος μου με έβαζε να ακούω Herbie Hancock και Miles Davis.

Υποθέτω πως αυτές οι εμπειρίες της παιδικής μου ηλικίας επηρέασαν τις μουσικές μου επιλογές.

Θα πρέπει να αναφέρω ότι μου άρεσε πολύ να αυτοσχεδιάζω. Ακόμα και με riff που ακούγονταν περισσότερο ροκ/μπλουζ, μου άρεσε να αυτοσχεδιάζω ελεύθερα.

Σε κάθε περίπτωση, ξεκίνησες να σπουδάζεις τζαζ στα εννέα σου χρόνια. Ήταν δύσκολο για εσένα ή βίωνες και στιγμές ανάτασης;

Είχα έναν εξαιρετικό δάσκαλο, το όνομα του οποίου είναι Vahagn Hayrapetyan, που είχε μόλις επιστρέψει στην Αρμενία μετά από σπουδή με τον Barry Harris και δίδασκε σε εκείνο το σχολείο στην Αρμενία.

Ο θείος μου μίλησε σε εμένα και στον Vahagn και αυτό ήταν το καλύτερο πράγμα το οποίο θα μπορούσε να μου συμβεί.

Μαθαίναμε πολύ από το ρεπερτόριο της bebop μόνο με το αυτί και να αυτοσχεδιάζουμε μέσα σε ένα σύνολο αρμονικών κανόνων και μελωδικών δομών.

Πέρασα πολύ χρόνο μεταγράφοντας έργα των Thelonious Monk, Bud Powell, Barry Harris, Elmo Hope... κ.λπ.

Μπήκα αρκετά βαθιά μέσα σε αυτό και κατέληξα να γράψω πολλές περίπλοκες συνθέσεις εμπνευσμένες από τους Elmo Hope/Theloniοus Monk/Benny Golson όταν ήμουν μεταξύ έντεκα και δεκατριών χρονών.

Ο θείος μου με πήγαινε στις συναυλίες του Vahagn σε κλαμπ και εκείνος με καλούσε στη σκηνή για να καθίσω με το συγκρότημα.

Πού και πού τον αναπλήρωνα σε κάποιες συναυλίες, και αυτό ήταν σαν ένα όνειρο το οποίο γινόταν πραγματικότητα για μένα.

Παράλληλα με τη σκληρή δουλειά/εξάσκηση, το ταλέντο σου άκμασε γρήγορα και κυκλοφόρησες το πρώτο σου άλμπουμ, World Passion, πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια. Γιατί του έδωσες αυτόν τον τίτλο;

Δεν είμαι σίγουρος. Τότε ήμουν δεκαεπτά ετών, μόλις είχα μετακομίσει στο Λος Άντζελες, ένιωθα ότι όλος ο κόσμος ήταν εκεί και είχα πάθος για πολλές διαφορετικές κουλτούρες.

Από την αρχή του ταξιδιού σου ενσωμάτωσες στοιχεία της αρμένικης λαϊκής μουσικής στις συνθέσεις σου. Σταδιακά, πρόσθεσες και prog rock «πινελιές».

Ο μουσικός εκλεκτικισμός είναι μια αυθόρμητη ή μια συνειδητή επιλογή εκ μέρους σου;

Έχω συνηθίσει να ακούω πολλά διαφορετικά είδη μουσικής, αλλά μόνο πολύ συγκεκριμένα συγκροτήματα/καλλιτέχνες. Μου αρέσει πολύ το 0,2% πολλών από τα διαφορετικά είδη που ακούω, όπως ηλεκτρονική μουσική, ποπ, μέταλ, ροκ.

Υποθέτω ότι με ελκύουν οι πιο περίπλοκες πτυχές όλων αυτών των ειδών.

Για παράδειγμα, αν ακούσω ένα ροκ συγκρότημα ή έναν ποπ καλλιτέχνη ο οποίος έχει κάποιο περίπλοκο αρμονικό/ρυθμικό/μελωδικό περιεχόμενο, μπορεί να με προσελκύσει.

Είναι συνειδητές και αυθόρμητες αυτές οι επιρροές. Πραγματικά, όλα έχουν να κάνουν με τη σύνθεση και το φορμά για το οποίο γράφω τη μουσική. Μου αρέσει να ορίζω τα πράγματα, αλλά μόνο για να ξεφύγω από τα όρια που έχω ορίσει.

Το Fable είναι το αγαπημένο μου άλμπουμ σου: σίγουρα βασισμένο στη φολκ, αλλά χωρίς να εισέρχεται σε prog rock περιοχές, συγκινητικό, εστιασμένο και σφιχτό. Υπάρχουν μερικές πραγματικά ξεχωριστές συνθέσεις, το Longing και το Illusion.

Τι λαχταράς κυρίως, ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος; Έχεις -ή είχες- κάποια ψευδαίσθηση/κάποιες ψευδαισθήσεις; Και αν ναι, τι τους συμβαίνει/συνέβη;

Έγραψα το Longing όταν ζούσα στο Παρίσι, μακριά από το πραγματικό μου σπίτι. Η νοσταλγία ήταν για την Αρμενία, αλλά ταυτόχρονα είναι αυτή η ανάμνηση του σπιτιού και της Αρμενίας που έχω στο μυαλό μου.

To Illusion έχει να κάνει τουλάχιστον με το να θυμάσαι ότι τελικά αυτή η υλική ζωή θα εξασθενίσει και ότι δε θέλεις να απελευθερωθείς από τις ψευδαισθήσεις οι οποίες σε υποδουλώνουν σε αυτόν τον κόσμο.

Το τελευταίο σου, και ίσως το πιο φιλόδοξο/επικό κόνσεπτ άλμπουμ/διαμεσικό πρότζεκτ, με τίτλο The Bird of a Thousand Voices, είναι εμπνευσμένο από το ομώνυμο αρμενικό λαϊκό παραμύθι.

Ποια είναι η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή αυτής της ιστορίας για εσένα;

Αυτή η ιστορία είναι ένας πνευματικός οδηγός. Μας υπενθυμίζει να μη φοβόμαστε να ακολουθήσουμε ένα δύσκολο μονοπάτι και να βρούμε τις δυνατότητές μας και το νόημά μας σε αυτήν τη ζωή.

Είναι ένα ταξίδι προς τον εσωτερικό κόσμο, όπου ξεπερνάμε ένα τραύμα και ένα μεγάλο εμπόδιο.

Το πιο όμορφο μέρος είναι αφού ο ήρωας βρίσκει και φέρνει αυτό το πουλί από τον παράδεισο πίσω στο βασίλειο του πατέρα του, ο κήπος ανθίζει ξανά και οι καρδιές των ανθρώπων αλλάζουν με το τραγούδι αυτού του μαγικού πουλιού.

Ωστόσο, μόνο όποιος κάνει το ταξίδι και φέρνει το πουλί μπορεί να το κάνει να τραγουδήσει. Για μένα αυτό είναι πολύ βαθυστόχαστο και επίσης ποιητικό.

«Το μυστικιστικό πουλί με τις χίλιες φωνές είναι μια όμορφη μεταφορά για την εποχή μας: ένας κόσμος ο οποίος αναζητά σύνδεση και αρμονία, αντιμέτωπος με οικολογικές, ψυχολογικές και πνευματικές κρίσεις», γράφεις.

Μήπως αυτό το «πουλί» αποτελεί και μια μεταφορά για τη φθίνουσα δύναμη του ανθρωπισμού;

Η ανθρώπινη φύση σήμερα είναι ίδια με την ανθρώπινη φύση πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια.

Αυτή η ιστορία και όλες οι αρχαίες ιστορίες έφτασαν στην εποχή μας μέσα από χιλιετίες προφορικής παράδοσης

Ήταν εκεί για να μας καθοδηγήσουν και να μας υπενθυμίσουν να αγαπάμε, να είμαστε ταπεινοί, να σκεπτόμαστε και να βοηθάμε τους άλλους, να θυσιάζουμε τον εαυτό μας και τις ανάγκες μας για τους άλλους, να μην προσκολλώμαστε ποτέ σε γήινα αγαθά...

Αλλά, για να φτάσουμε σε αυτή την κατάσταση ύπαρξης, πρέπει να περάσουμε από ένα ταξίδι και το ταξίδι δεν είναι εύκολο, καθώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους δαίμονές μας... και το ταξίδι συνεχίζεται διαρκώς!

Αν καθένας από εμάς είναι αρκετά γενναίος για να κάνει αυτό το ταξίδι, τότε ο κόσμος μπορεί να γίνει ένα καλύτερο μέρος. Το The Bird of a Thousand Voices είναι η ενσάρκωση της θεϊκής ουσίας.

Πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση ώστε να μη χάσουμε το κάλεσμά του.

Έχεις ζήσει τόσο στην Αρμενία, όπου διαμένεις τώρα, όσο και στις Η.Π.Α.

Με βάση την εμπειρία σου ως καλλιτέχνης -και όχι, ας πούμε, ως οικονομικός μετανάστης ή πολιτικός πρόσφυγας-, ποια είναι τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της πολιτιστικής και πολιτικής πραγματικότητας στην Αρμενία και τις Η.Π.Α;

Συγγνώμη, αλλά θα παραλείψω αυτήν την ερώτηση.

Λίγο πριν τα 38α γενέθλιά σου, την Τετάρτη 9 Ιουλίου «προσγειώνεσαι» στο Θέατρο Δόρα Στράτου στην Αθήνα για μια πολύ ξεχωριστή συναυλία. Πώς σε κάνει να νιώθεις αυτή η προοπτική;

Ανυπομονώ να παίξω στην Αθήνα σε αυτό το απίστευτο θέατρο.

Ευχαριστώ θερμά τον Tom Korkidis, μάνατζερ του Tigran Hamasyan, για την πολύτιμη συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης με τον καλλιτέχνη.

O Tigran Hamasyan εμφανίζεται ζωντανά την Τετάρτη 9 Ιουλίου (21:30) στο Θέατρο Δόρας Στράτου στο πλαίσιο των εκλεκτών -και εκλεκτικών- Φ hill Sessions.

Δύο μέρες νωρίτερα, τη Δευτέρα 7 Ιουλίου, εμφανίζεται και στη Μονή Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Μονής Λαζαριστών.



Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο: «Η λογοτεχνία μπορεί απολύτως να είναι μια πράξη αγάπης»

 


Η απώλεια του πατέρα του και η διαχείρισή της βρίσκονται στον πυρήνα του πυκνού, στοχαστικού και μελαγχολικού αφηγήματος του Πορτογάλου μυθιστοριογράφου και ποιητή Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο, Μου πέθανες.

Μια συζήτηση με τον Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ ΛΕΑ.

Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά το φαινομενικά μακρινό 2017, στο πλαίσιο μιας ακόμη διοργάνωσης του Φεστιβάλ ΛΕΑ. Φορούσες τότε ένα μπλουζάκι με το όνομα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν με «heavy metal» γραμματοσειρά.

Νιώθεις ακόμα «κομμάτι της διασταύρωσης διαφορετικών μορφών πολιτισμού», όπως μου είχες αναφέρει, ειδικά στην ασφυκτικά μονοπολιτισμική εποχή μας;

Εξακολουθώ να αισθάνομαι -και πολύ μάλιστα- κομμάτι της διασταύρωσης διαφορετικών μορφών πολιτισμού.

Σε ετούτους τους ολοένα και πιο ομοιόμορφους και πολιτισμικά στενούς καιρούς, αυτή η αίσθηση της τομής φαίνεται πιο απαραίτητη από ποτέ.

Είναι μέσα από την ανάμιξη διαφορετικών προοπτικών, γλωσσών και παραδόσεων που συνεχίζω να βρίσκω νόημα, ανοιχτότητα και έναν τρόπο να αντιστέκομαι στην απλοποίηση.

Επιστρέφοντας στο παρόν, είναι ένα από αυτά τα παράδοξα της λογοτεχνίας -στη δημοσιευμένη της εκδοχή, όταν πρόκειται για εσένα- που το πρώτο σου βιβλίο, Μου πέθανες, τυχαίνει να μεταφράζεται τελευταίο, τουλάχιστον στην Ελλάδα.

Πώς βιώνεις αυτό το παράδοξο και τα παράδοξα γενικότερα, και κυρίως αυτά τα οποία εμπεριέχουν συναντήσεις μυθοπλασίας και πραγματικότητας;

Είναι ένα παράδοξο που καλωσορίζω με μια κάποια τρυφερότητα.

Η ιδέα ότι το Μου πέθανες, το πρώτο μου βιβλίο, φτάνει στην Ελλάδα μόλις τώρα, μετά από τόσα άλλα, μοιάζει με μια ήσυχη κυκλική επιστροφή στον χρόνο, σχεδόν σαν μυθοπλασία η οποία επιστρέφει στην πραγματικότητα.

Τείνω να σκέφτομαι τα παράδοξα όχι ως γρίφους προς επίλυση, αλλά ως προσκλήσεις, σαν ανοίγματα όπου το νόημα διευρύνεται αντί να στενεύει.

Ειδικά όταν η μυθοπλασία και η πραγματικότητα έρχονται σε σύγκρουση, η ένταση μεταξύ τους μπορεί να φέρει στο φως αλήθειες οι οποίες διαφορετικά είναι δύσκολο να διατυπωθούν.

Επομένως, αυτή η καθυστερημένη άφιξη δε μοιάζει καθόλου λανθασμένη. Μοιάζει με μια ουσιαστική ηχώ, μια υπενθύμιση πως οι ιστορίες βρίσκουν τον δικό τους χρόνο, μερικές φορές πιο σοφό από τον δικό μας.

Το Μου πέθανες αψηφά την κατηγοριοποίηση, αν και μοιάζει με ερωτική επιστολή στον αποθανόντα πατέρα σου, με τον ίδιο τρόπο που το Γκαλβέιας δίνει την εντύπωση ερωτικής επιστολής στον γενέθλιο τόπο σου.

Μπορεί η λογοτεχνία να είναι (και) μια ερωτική επιστολή σε κάποιον/κάτι ή ένας τρόπος για να εξερευνήσουμε/αντιμετωπίσουμε τη θλίψη, την απώλεια και το πένθος;

Νομίζω πως η λογοτεχνία μπορεί να είναι -και συχνά είναι- μια ερωτική επιστολή, μερικές φορές ρητά, τις περισσότερες φορές εν αγνοία μας.

Μας επιτρέπει να εκφράσουμε με λόγια ό,τι αντιστέκεται στο να ειπωθεί στην καθημερινή ζωή.

Το Μου Πέθανες μπορεί να ξεκίνησε ως μια χειρονομία έναντι της θλίψης, αλλά στην ουσία του έγινε ένα είδος συζήτησης με τον πατέρα μου, με την πάροδο του χρόνου.

Υπό αυτή την έννοια, η γραφή γίνεται ένας τρόπος να κρατιόμαστε από κάτι/κάποιον, αλλά και να αφήνουμε πίσω μας τα πράγματα. Το πένθος δεν απαιτεί πάντα λύση. Μερικές φορές απλώς ζητά ένα ασφαλές καταφύγιο.

Και ναι, και το Γκαλβέιας είναι γραμμένο με την ίδια παρόρμηση: να αποτυπώσει έναν τόπο, συναισθήματα, ανθρώπους με λέξεις, και με αυτόν τον τρόπο, να ανταποδώσει κάτι.

Οπότε ναι, η λογοτεχνία μπορεί απολύτως να είναι μια πράξη αγάπης: ήσυχη, επίμονη και βαθιά ανθρώπινη.

Δεδομένου του ότι αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο σου που κυκλοφόρησε ποτέ, πιστεύεις πως «οφείλεις» κατά κάποιο τρόπο στον πατέρα σου την ενασχόλησή σου με τη λογοτεχνία γενικότερα, ανεξαρτήτως μορφής;

Ναι, νομίζω ότι του οφείλω πολλά. Ο πατέρας μου δεν ήταν συγγραφέας, αλλά μου χάρισε τη σιωπή μέσα από την οποία μπορεί να αναπτυχθεί η γραφή. Ακόμα και σε αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί απουσία, μου έδωσε παρουσία.

Μερικές φορές, αυτό το οποίο κληρονομούμε δεν είναι μια σαφής πορεία, αλλά μια συγκεκριμένη ένταση, ένας συγκεκριμένος τρόπος θεώρησης του κόσμου.

Νομίζω πως η ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνία προήλθε, εν μέρει, από την προσπάθεια να κατανοήσω αυτήν την ένταση, από την προσπάθεια να μετατρέψω κάτι βαθιά προσωπικό σε κάτι το οποίο θα μπορούσε να μοιραστεί.

Κουβαλάω τον πατέρα μου σε κάθε στίχο, ακόμα και όταν οι λέξεις δεν τον αναφέρουν.

Πώς αξιολογείς, λοιπόν, τη δική σου «εξέλιξη» ως συγγραφέα με την πάροδο του χρόνου; Έχεις βρει τον δρόμο σου ή υπάρχουν στιγμές που ακόμα τον αναζητάς;

Η συγγραφή, για μένα, ήταν πάντα μια μορφή αναζήτησης. Δε νομίζω ότι έχω φτάσει ποτέ σε κάποιο οριστικό σημείο, και δεν είμαι σίγουρος πως θα το ήθελα.

Κάθε βιβλίο μοιάζει με μια νέα αρχή, ένα νέο ερώτημα, μια νέα αβεβαιότητα στην οποία πρέπει να μπω.

Φυσικά, με την πάροδο του χρόνου αποκτάς εργαλεία, μια βαθύτερη εμπιστοσύνη στη δική σου διαδικασία, ίσως ακόμη και μια πιο καθαρή φωνή.

Αλλά η ουσία παραμένει η ίδια: μια ανάγκη να εξερευνήσεις, να καταλάβεις, να προσεγγίσεις κάτι που είναι απλώς απρόσιτο.

Αν ποτέ ένιωθα ότι είχα πραγματικά «βρει τον δρόμο μου», νομίζω πως θα σταματούσα να γράφω. Είναι η άγνοια που με κρατάει σε εγρήγορση.

Το Μου πέθανες κυριαρχείται από έναν ελεγειακό, στοχαστικό, απαλά ποιητικό τόνο. Εφόσον είσαι και ποιητής, σε ποιο βαθμό η ποίηση εμποτίζει το μυθιστορηματικό σου έργο - και αντίστροφα;

Για μένα, τα όρια ανάμεσα στην ποίηση και τη μυθοπλασία ήταν πάντα πορώδη. Δεν αλλάζω ταχύτητα μεταξύ τους, αλλά περισσότερο μεταφέρω τη μία μέσα στην άλλη.

Η ποίηση με διδάσκει να ακούω το βάρος κάθε λέξης. Αυτή η προσοχή διεισδύει φυσικά στην πρόζα μου, διαμορφώνοντας την υφή της φωνής, τον ρυθμό, τις συναισθηματικές υποδηλώσεις.

Ταυτόχρονα, η μυθοπλασία δίνει στην ποίηση έναν ευρύτερο καμβά, με χαρακτήρες, αφήγηση, χρόνο να ξεδιπλώνονται.

Έτσι, όταν γράφω ένα μυθιστόρημα, συχνά υπάρχει ένα ποιητικό νήμα το οποίο κυλάει ήσυχα από κάτω. Και όταν γράφω ποιήματα, συχνά υπάρχει μια κρυμμένη ιστορία που προβάλλει.

Υποθέτω πως πάντα αναζητώ εκείνον τον χώρο όπου οι δύο μορφές αγγίζονται: όπου το συναίσθημα γίνεται γλώσσα και η γλώσσα γίνεται κάτι σχεδόν φυσικό.

Έχοντας χάσει και τους δύο γονείς μου από καρκίνο πέρυσι, το βιβλίο σου με συγκίνησε αφάνταστα. 25 μετά την απώλεια του πατέρα σου, έχεις καταφέρει να συμφιλιωθείς τις επιπτώσεις της ή έστω να τη μεταμορφώσεις δημιουργικά;

Λυπάμαι πραγματικά για την απώλειά σου. Αυτού του είδους η θλίψη αναδιαμορφώνει τα πάντα, βαδίζουμε στον κόσμο διαφορετικά μετά.

Όσο για μένα, 25 χρόνια αργότερα, δε θα έλεγα ότι την έχω ξεπεράσει οριστικά. Η θλίψη δεν ακολουθεί μια ευθεία γραμμή. Εξελίσσεται, αλλάζει μορφή, μερικές φορές ξεθωριάζει, μερικές φορές επιστρέφει με εκπληκτική ένταση.

Αλλά έχω μάθει να ζω με αυτήν.

Και, ναι, προσπάθησα να τη μετατρέψω σε κάτι που μπορεί να μοιραστεί. Η συγγραφή μου έχει δώσει έναν χώρο όπου η απουσία γίνεται παρουσία, όπου η μνήμη μπορεί να αναπνεύσει.

Με αυτόν τον τρόπο, νομίζω πως έχω βρει μια μορφή διαλόγου ο οποίος συνεχίζεται, ακόμη και τώρα. Δε σβήνει την απώλεια, αλλά της δίνει νόημα.

Τέλος, είναι δυνατόν να συνεχίζουμε να γράφουμε σε περιόδους πολέμου και γενοκτονίας -η γενοκτονία των Παλαιστινίων είναι στο μυαλό μου- ή νιώθεις την ανάγκη να το κάνεις ακριβώς λόγω της τρέχουσας κατάστασης των πραγμάτων;

Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ερώτημα, το οποίο κουβαλάω συνεχώς μέσα μου. Υπάρχουν στιγμές που η συγγραφή μοιάζει αδύνατη, σχεδόν αυτάρεσκη, μπροστά σε τόσα βάσανα. Αλλά μετά θυμάμαι ότι και η σιωπή έχει συνέπειες.

Για μένα, η γραφή δεν είναι μια απόδραση από τον κόσμο, είναι ένας τρόπος να βρίσκομαι μέσα σε αυτόν. Ένας τρόπος να είμαι μάρτυρας, να αντιστέκομαι, να θυμάμαι.

Σε περιόδους βίας και αδικίας, η λογοτεχνία μπορεί να συγκρατήσει την ανθρώπινη πολυπλοκότητα όταν όλα τα άλλα ισοπεδώνονται. Μπορεί να διαφυλάξει φωνές οι οποίες διαφορετικά θα μπορούσαν να σβηστούν.

Αισθάνομαι την ανάγκη να γράφω λόγω της τρέχουσας κατάστασης των πραγμάτων, όχι παρά αυτήν. Ακόμα κι αν οι λέξεις φαίνονται μικρές, μπορούν να μεταφέρουν αλήθεια, τρυφερότητα και αντίσταση. Και μερικές φορές, αυτό είναι που μένει.

Η συνέντευξη με τον Ζοζέ Λούς Πεϊσότο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 17ου Φεστιβάλ ΛΕΑ.

Ευχαριστώ θερμά την Αγγελική Δημοπούλου (Εκδόσεις Βακχικόν) για την πολύτιμη συμβολή της στην υλοποίησή της, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του συγγραφέα.

Το βιβλίο του Ζοζέ Λούς Πεϊσότο Μου πέθανες κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Βακχικόν σε μετάφραση της Ζωής Καραμπέκιου.



Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Evgeny Grinko: «Πιο πολύ σκέφτομαι τις συνθέσεις ως ιστορίες»

 


Εσωστρεφής, ήσυχος, μοναχικός, κι όμως εξαιρετικά δημοφιλής, ο Ρώσος πιανίστας Evgeny Grinko είναι από τις πιο αναζωογονητικές παρουσίες στο πεδίο της σύγχρονης κλασικής μουσικής.

Κουβεντιάζοντας μαζί του ενόψει της πολυαναμενόμενης συναυλίας του στην Αθήνα το Σάββατο 5 Ιουλίου.

Μόλις επέστρεψα από μια μαζική πορεία αλληλεγγύης στον λαό της Παλαιστίνης.

Δεδομένου ότι έχεις δημόσια αντιτεθεί στην εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία -και έχεις υποστεί τις συνέπειες της στάσης σου-, θα συμμετείχες σε μια πορεία αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη;

Υπάρχουν άνθρωποι που πάντα επιλέγουν να ασκούν βία. Δεν υποστηρίζω αυτήν τη βία.

Είσαι σαφής. Πώς σου φαίνεται η Ιστανμπούλ, όπου ζεις αφότου αναγκάστηκες να φύγεις από τη Ρωσία;

Μου αρέσει που ο καιρός είναι κυρίως ηλιόλουστος.

Νιώθεις σαν στο σπίτι σου εκεί, ωστόσο;

Όχι, η προσαρμογή είναι δύσκολη, επειδή πρόκειται για μια πόλη μεγάλη και χαοτική. Είναι δύσκολο να συνηθίσω σ’ αυτό το περιβάλλον. Τα τρία χρόνια που ζω εδώ, δεν το έχω καταφέρει.

Ως καλλιτέχνης και άνθρωπος, έχεις κάπως ενσωματωθεί σε πολιτισμικό και κοινωνικό επίπεδο ή αισθάνεσαι περισσότερο σαν παρατηρητής;

Πιο πολύ νιώθω παρατηρητής. Δεν είμαι πολίτης αυτής της χώρας, άλλωστε.

Απολαμβάνεις ή επιδιώκεις συνεργασίες με καλλιτέχνες οι οποίοι βρίσκονται στην Τουρκία ή κινείσαι κυρίως ατομικά και με τους σταθερούς ανά τα χρόνια συνεργάτες σου;

Το στιλ ζωής μου είναι μοναχικό, δε συναντώ ντόπιους μουσικούς για να συνεργαστώ μαζί τους. Δεν ξέρω αν το πρόβλημα είναι εκείνοι.

Δε νομίζω πως πρόκειται για πρόβλημα, πιο πολύ έχει να κάνει με τον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση του κάθε ανθρώπου.

Υπό φυσιολογικές συνθήκες είμαι ανοιχτός στις συνεργασίες, αλλά δεν έχει υπάρξει καν ένα τέτοιο αίτημα!

Το να βυθίζομαι στη μουσική σου είναι μια πολύ αναζωογονητική εμπειρία σε άσχημους καιρούς, με κάνει να ανοίγομαι στην εσώτερη ευαισθησία μου - κι αυτό είναι εξαιρετικά πολύτιμο για μένα.

Τι άλλο εκτός από θαύμα, όπως αναφέρεται στο προσωπικό σου σάιτ, είναι για σένα η δημιουργία μουσικής και το μοίρασμά της με το κοινό;

(Παύση). Δύσκολο να το πω. Αισθάνομαι την ανάγκη να εκφραστώ μέσα από τα τραγούδια.

Ξεκίνησες από ένα εντελώς διαφορετικό μουσικό είδος. Ήταν το Valse, η διάσημη πλέον σύνθεσή σου, η αφετηρία της κατοπινής ενασχόλησής σου με το πιάνο;

Ναι. Κάποιες φορές νιώθω πως κόλλησα με το πιάνο εξαιτίας αυτού του τραγουδιού, ότι δε με άφησε να κινηθώ προς καμία άλλη κατεύθυνση, να ασχοληθώ με το post rock ή την ηλεκτρονική μουσική.

Η προσοχή την οποία προσέλκυσε το Valse με κάνει να συνεχίζω να συνθέτω πιανιστικά σόλο κομμάτια.

Άκουγες μουσική για πιάνο όταν ήσουν μικρός ή σε εφηβική ηλικία;

Όχι, την ανακάλυψα όταν αναζητούσα ενδιαφέρουσα ορχηστρική μουσική.

Υπήρξε ενστικτώδης επιλογή η ενασχόλησή σου με την πιανιστική μουσική;

Ήταν αυτό που πάντα ήθελα να κάνω.

Το πρώτο σου άλμπουμ είναι, κατά κάποιον τρόπο, εμπνευσμένο από μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Ice for Aureliano Buendia. Σε έλκυε και η λογοτεχνία ως παιδί ή έφηβο;

Απολάμβανα την κλασική, αλλά και τη σύγχρονη λογοτεχνία.

Ωστόσο, επέλεξα τον τίτλο του βιβλίου του Μάρκες στο οποίο παραπέμπει το άλμπουμ μετά την ολοκλήρωσή του.

Επομένως, η κεντρική ιδέα των άλμπουμ σου προκύπτει αναδρομικά, μετά την ηχογράφησή τους. Ενδιαφέρουσα προσέγγιση.

Το EP Lullabies μου αρέσει πολύ, ιδίως η σύνθεση Lullaby for Erik. Υπήρξε ο Σατί καθοριστική αναφορά σου;

Αποφάσισα να παραπέμψω σε εκείνον, νομίζω πως κάτι τέτοιο θα συνέθετε.

Λειτουργείς πότε πότε και σαν ζωγράφος; Οι συνθέσεις σου αποπνέουν συχνά μια ιμπρεσιονιστική αίσθηση.

Δε θα έλεγα ότι είμαι επηρεασμένος από τη ζωγραφική. Πιο πολύ σκέφτομαι τις συνθέσεις ως ιστορίες, όχι ως πίνακες.

Ως άνθρωπος, είσαι τόσο ήσυχος και ισορροπημένος όσο η μουσική σου υπονοεί;

Συνήθως, είμαι απολύτως εσωστρεφής. Δεν επικοινωνώ πολύ, το μεγαλύτερο μέρος της επικοινωνίας μου αφορά στη δουλειά μου.

Πώς, λοιπόν, διαχειρίζεσαι το γεγονός ότι έγινες τόσο γρήγορα τόσο δημοφιλής; Σε τρομάζει, το εκλαμβάνεις κυρίως ως ανταμοιβή, ή δε σε νοιάζει;

Δε με ενοχλεί, αλλά αποτελεί και ανταμοιβή.

Το να χρειάζεται να ανταποκρίνεσαι σε προσδοκίες δε σε αγχώνει κιόλας;

Πολύ!

Πώς ξεπερνάς αυτό το άγχος, λοιπόν;

Το άγχος μου αφορά πιο πολύ στις ζωντανές εμφανίσεις λόγω των προσδοκιών του κοινού.

Νιώθεις και μια ενέργεια να εκλύεται από την πλευρά του κοινού στις συναυλίες σου; Ή τι είναι, τέλος πάντων, αυτό που πιο πολύ απολαμβάνεις στα λάιβ;

Το να παίζω με άλλους μουσικούς, την επικοινωνία μαζί τους, την αλληλοϋποστήριξη μεταξύ μας έτσι ώστε η συμβολή του καθενός να ακουστεί καλύτερα.

Όταν τελειώνουν οι συναυλίες, σε πλησιάζουν ακροατές για να μοιραστούν μαζί τους το θετικό βίωμά τους ή ένα σχόλιο;

Μετά τις συναυλίες συναντιόμαστε με τους πιο πιστούς οπαδούς. Βέβαια, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το κοινό αποτελείται από μερικές εκατοντάδες άτομα, μπορεί να χρειαστούν μερικές ώρες για να συναντηθώ με όλα.

Η κλασική μουσική συχνά θεωρείται ακαδημαϊκή και ελιτίστικη ενασχόληση. Εσύ, ωστόσο, αποδεικνύεις πως, ως είδος, μπορεί να είναι και δημοφιλής/ελκυστική, χωρίς να χάνει κάτι από την αυθεντικότητά της.

Εκτιμάς ότι έχεις συμβάλει στο να γίνει αγαπητή σε νεότερες γενιές;

Επειδή δεν έχω ακαδημαϊκό υπόβαθρο, ούτε κλασική μουσική παιδεία, δε σκέφτομαι τη μουσική κατ’ αυτόν τον τρόπο. Για μένα, είναι απλώς ορχηστρική ή κινηματογραφική μουσική.

Διαδραματίζουν κάποιον ρόλο στον τρόπο με τον οποίο βιώνεις τη μουσική οι χώροι όπου κάθε φορά δίνεις μια συναυλία;

Προτιμώ να παίζω σε εκκλησίες ή συμβατικούς συναυλιακούς χώρους, όχι κατ’ ανάγκη σε ωδεία - είτε γιατί δε διαθέτουν τον κατάλληλο εξοπλισμό, είτε γιατί οι ακροατές δεν αισθάνονται κομμάτι αυτού του περιβάλλοντος.

Πάντως, η μουσική σου μοιάζει να συνδέεται με μια φυσική τάξη πραγμάτων, ρέει.

Δυστυχώς, οι υπαίθριοι χώροι δεν είναι κατάλληλοι για ακουστικά όργανα. (Γέλιο).

Όταν συνθέτεις, μεταφέρεσαι σε μια ανοιχτωσιά, μακριά από το αστικό περιβάλλον;

Αν η μουσική με κάνει να ταξιδέψω στον χρόνο και τον χώρο, αυτό είναι ένα κριτήριο για να την κυκλοφορήσω.

Η αθηναϊκή σου συναυλία το Σάββατο 5 Ιουλίου θα είναι η πρώτη σου στην Ελλάδα;

Η πρώτη, και η πρώτη μου επίσκεψη στην Ελλάδα.

Είσαι ευπρόσδεκτος. Νομίζω ότι η συναυλία σου θα συζητηθεί. Θα παίξεις με άλλους μουσικούς;

Θα παίξω με τρεις μουσικούς.

Με τους σταθερούς σου συνεργάτες.

Ακριβώς.

Ανυπομονώ, λοιπόν. Σου εύχομαι δημιουργικές στιγμές μέχρι τότε - καλλιτεχνικά και στην υπόλοιπη καθημερινότητά σου.

Ευχαριστώ θερμά τον David Miller, μάνατζερ του Evgeny Grinko, για την πολύτιμη συμβολή του στην υλοποίηση της συνέντευξης, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας του καλλιτέχνη.

Ο Evgeny Grinko, παρέα με εκλεκτούς συνεργάτες του, θα μας προσφέρει μια ανατατική συναυλιακή εμπειρία το Σάββατο 5 Ιουλίου στο Αμφιθέατρο «Ιωάννης Δεσποτόπουλος» του Ωδείου Αθηνών (21:00).



Μισέλ Πεντινιελί: «Γράφω επειδή είμαι θυμωμένη»

 

Μισέλ Πεντινιελί (Φωτογραφία: Mouloud Zoughebi)

Πενηντάρα, χωρίς παιδιά, αστεία και θαρραλέα συνάμα, η Ντιου Μποκανέρα είναι μια ιδιωτική ντετέκτιβ που θα κάνει άνω-κάτω τη Νίκαια, μια πόλη μαστιζόμενη από οξείες ταξικές αντιθέσεις, για να βρει τον δράστη αποτρόπαιων φόνων.

Συνομιλώντας με την θυμωμένη -και εξαιρετικά πολιτικοποιημένη- δημιουργό της, την Γαλλίδα, κορσικανικής καταγωγής συγγραφέα, Μισέλ Πεντινιελί, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της Μποκανέρα στα ελληνικά.

Παλαιότερα -και πιθανώς ακόμα- δημοσιογράφος και διαδικτυακή συντάκτρια, στράφηκες στη μυθοπλασία -και συγκεκριμένα στο νουάρ- μόλις πριν από επτά χρόνια. Τι υπαγόρευσε αυτήν τη μετατόπιση και γιατί σε ελκύει το νουάρ;

Το 2015, συμμετείχα σε έναν διαγωνισμό διηγήματος τον οποίο διοργάνωσε το φεστιβάλ Toulouse Polars du Sud και το κείμενό μου Celle que lon ne vois pas κατατάχθηκε ανάμεσα στα τρία κορυφαία.

Στη συνέχεια, δέχτηκα πιέσεις από φίλους και συγγενείς να προσπαθήσω να γράψω «περισσότερα». Ξεκίνησα να γράφω το Μποκανέρα τους μήνες που ακολούθησαν.

Το νουάρ ήταν μια προφανής επιλογή για μένα, γιατί αυτό διαβάζω από τότε που έμαθα να διαβάζω (ή σχεδόν)! Αυτά είναι κοινωνικά μυθιστορήματα τα οποία αφορούν περισσότερο από μια έρευνα, στη βία και τη δυσλειτουργία. Γι’ αυτά θέλω να μιλήσω.

Η ιδιωτική ντετέκτιβ Τζιούλια «Ντιου» Μποκανέρα είναι η πρωταγωνίστρια του Μποκανέρα, του πρώτου από τα μυθιστορήματά σου που κυκλοφορούν στα ελληνικά και μιας σειράς μυθιστορημάτων με την ίδια ως κεντρικό χαρακτήρα.

Γιατί υπάρχει σχετική έλλειψη γυναικών συγγραφέων νουάρ μυθοπλασίας και κυρίαρχων γυναικείων χαρακτήρων ιστορικά - αν και αυτή η τάση φαίνεται να αντιστρέφεται επί του παρόντος;

Ελπίζω ν’ αντιστρέφεται!

Ιστορικά, οι εκδότες δεν έπαιρναν στα σοβαρά τις γυναίκες συγγραφείς για να γράψουν νουάρ ή αστυνομικά μυθιστορήματα. Στις Η.Π.Α., στις δεκαετίες του 1940 και του ’50, ορισμένες πρωτοπόροι -για παράδειγμα η Κρεγκ Ράις- έγραφαν με ανδρικό όνομα.

Στη Γαλλία, την ίδια εποχή, ονομάζονταν Μάικ Κούπερ ή Μάριο Ρόουπ. Αργότερα, στη δεκαετία του ’90, πολλές γυναίκες χρησιμοποίησαν ονόματα ουδέτερου φύλου, όπως Ντομινίκ Μανοτί ή Φρεντ Βάργκας, για να διατηρήσουν μια ορισμένη ασάφεια.

Αλλά υπάρχουν όλο και περισσότερες γυναίκες συγγραφείς αστυνομικών στη Γαλλία, και, το πιο σημαντικό, υπάρχουν όλο και περισσότερες γυναίκες εκδότριες γι’ αυτό το είδος.

Αντιθέτως, η αποτύπωση των γυναικείων χαρακτήρων έχει παραμείνει στερεοτυπική για πολύ καιρό: το θύμα, η πόρνη, η μαύρη χήρα, η αυταρχική κυρία που περιμένει απεγνωσμένα έναν άντρα να την εξημερώσει...

Για να κατανοήσουμε τον ρόλο των γυναικείων χαρακτήρων στη μυθοπλασία (βιβλίο ή ταινία), η Άλισον Μπέχντελ (Αμερικανίδα σκιτσογράφος) επινόησε ένα τεστ με τρεις απλές ερωτήσεις όσον αφορά στη μυθοπλασία:

  1. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο αναγνωρισμένες γυναίκες;
  2. Μιλάνε μεταξύ τους τουλάχιστον μία φορά;
  3. Μιλάνε για κάτι άλλο εκτός από έναν άντρα;

Αυτό το ερωτηματολόγιο μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε μυθοπλασία, αλλά είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην αστυνομική λογοτεχνία.

Απλώς δοκίμασέ το και θα συνειδητοποιήσεις ότι προερχόμαστε από πολύ μακριά. Έτσι, ήθελα να δημιουργήσω γυναικείους χαρακτήρες οι οποίοι σκέφτονται και ενεργούν όπως οποιεσδήποτε γυναίκες που εσύ και εγώ μπορεί να γνωρίζουμε.

Εξέτασες τον εαυτό σου σε βάθος ώστε να «πλάσεις» τον χαρακτήρα της με πειστικό τρόπο;

Έχουμε πράγματι μερικά κοινά σημεία: φοράμε τζιν και Doc Martens ή βρίζουμε πολύ (δηλαδή, πολύ!)

Αλλά πάνω απ’ όλα είναι το μεγάφωνό μου: έχουμε τις ίδιες απόψεις για τη ζωή, έχουμε τον ίδιο θυμό, την ίδια οργή ενάντια σε όλα όσα πάνε στραβά σε αυτόν τον κόσμο και υπάρχουν πολλά να πούμε.

Γράφω επειδή είμαι θυμωμένη. Και η Μποκανέρα είναι η φωνή μου.

Η γενέτειρά σου, η πόλη της Νίκαιας, και ιδιαίτερα οι παλιές, εργατικές και σχετικά ανεπηρέαστες από την αστικοποίηση και την εισροή μαζικού τουρισμού γειτονιές της, αποτελεί έναν από τους κύριους χαρακτήρες του Μποκανέρα.

Πώς θα περιέγραφες τη σχέση σου με τη Νίκαια, στην οποία επέστρεψες μετά από μια μακρά διαμονή στο Παρίσι, είτε μυθοπλαστικά είτε σε επίπεδο βιώματος; Σε ποιον βαθμό παραμένει οικεία σε σένα;

Είναι μια σχέση αγάπης/μίσους. Αυτή η πόλη είναι όμορφη και μοναδική. Για όλους όσους βρίσκονται έξω από αυτήν, είναι ένας τόπος πολυτέλειας. Και αυτό είναι που έχουν την τάση να δημιουργούν οι διάφοροι δήμαρχοι.

Η τωρινή δημοτική αρχή προχωρά παραπέρα: καταστρέφει πολιτιστικούς χώρους για να τους αντικαταστήσει με κήπους (τόσο περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένοι!), και αρνείται να χτίσει κοινωνικές κατοικίες, προτιμώντας ξενοδοχεία 5 αστέρων.

Αυτή η πολιτική στρέφεται μόνο προς τους τουρίστες.

Εν τω μεταξύ, το 21% των κατοίκων ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, που είναι πολύ υψηλό. Και δε γίνεται τίποτα γι’ αυτούς. Εξού και ο θυμός μου.

Αλλά αυτή είναι η πόλη ΜΟΥ, και ζουν εκεί πολλοί υπέροχοι άνθρωποι. Πολλοί υπέροχοι άνθρωποι ζούσαν εκεί κάποτε, παλεύοντας για έναν καλύτερο κόσμο. Δε θέλω να ξεχαστούν. Οπότε γράφω γι’ αυτούς.

Είναι η νοσταλγία για τα συγκείμενα του παρελθόντος -συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων και των τόπων- που διαπερνά την αφήγησή σου μια δυνητικά πολιτική πράξη από μόνη της;

Και αν ναι, είναι το μυθιστόρημά σου ένας τρόπος «διάσωσης» αυτών των συγκειμένων;

Πρέπει να είναι σαφές: μια πόλη πρέπει να εξελίσσεται. Δεν μπορεί να μένει κολλημένη στο παρελθόν. Είμαι κάθετα αντίθετη με όσους λένε «ήταν καλύτερα πριν».

Αλλά πρέπει να κινηθεί προς την κοινωνική και περιβαλλοντική πρόοδο, για τη βελτίωση του κοινού καλού. Κάτι το οποίο δεν ισχύει στη Νίκαια.

Επομένως ναι, θέλω να υπενθυμίσω πως η Νίκαια ήταν κάποτε ένα πραγματικό λιμάνι, με λιμενεργάτες που εργάζονταν σε αυτήν, και εξακολουθεί να είναι μια πόλη κοντά στα σύνορα.

Τα συγκεκριμένα γεγονότα επέτρεψαν τη μετανάστευση από όλα τα μέρη της Μεσογείου - και της Ιταλίας, της Σερβίας και των χωρών της Βαλτικής.

Η Νίκαια χτίστηκε έτσι, με αυτό το μίγμα πληθυσμών. Παρά τον ακροδεξιό λόγο -και έχουμε πολύ τέτοιο λόγο εδώ- γεννηθήκαμε έτσι.

Η ομοφοβία στο πλαίσιο της ανόδου των πολιτικών ταυτότητας στην ακροδεξιά εκδοχή τους είναι ένας άλλος αφηγηματικός άξονας του Μποκανέρα.

Είναι το διάσημο σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης, «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη», νεκρό - ή απλώς αδρανές; Και γιατί;

Όπως παντού στην Ευρώπη, επηρεαζόμαστε από την αρνητική αντίδραση.

Για να μας εμποδίσουν να αμφισβητήσουμε τα πραγματικά οικονομικά και οικολογικά προβλήματα, ανεμίζουν «κόκκινες σημαίες» μπροστά στα μάτια μας: μετανάστευση και woke κουλτούρα.

Είναι πάντα πιο εύκολο να λες ψέματα και να βρίσκεις αποδιοπομπαίους τράγους.

Μεταξύ των ηγετών μας, η αδελφοσύνη και η ισότητα έχουν από καιρό παραμεριστεί και κάθε σπιθαμή της ελευθερίας μας δέχεται επίθεση. Αλλά εξακολουθώ να εμπιστεύομαι την ικανότητα του λαού να αντισταθεί. Κόντρα σε όλα.

Είναι η Ευρώπη επίσης πολιτισμικά, ηθικά και πολιτικά νεκρή, υπό το πρίσμα της συνενοχής της συντριπτικής πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στη ζωντανά μεταδιδόμενη γενοκτονία που διαπράττεται εναντίον των Παλαιστινίων;

Αυτό σηματοδοτεί το τέλος της ανθρωπιάς μας σε τόσα πολλά διαφορετικά επίπεδα. Συλλογικά και ατομικά.

Για άλλη μια φορά, προσκολλώμαι σε όλες τις ενέργειες που αναλαμβάνονται από άτομα, όπως ο Στόλος της Ελευθερίας. Προσκολλώμαι στις ομιλίες της Φραντσέσκα Αλμπανέζε. Προσκολλώμαι σε όλα τα μάτια τα οποία μοιάζουν με τα δικά μου.

Ποια είναι η άποψή σας για την Ευρώπη σε πολιτιστικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο σήμερα;

Και ποιος είναι ο ρόλος -και ίσως η ευθύνη- της τέχνης, ιδιαίτερα της λογοτεχνίας και των συγγραφέων, στην αμφισβήτηση, ακόμη και στην ανατροπή των κυρίαρχων αφηγήσεων;

Η ιδέα μιας Ευρώπης των λαών είναι κάτι που πάντα με γοήτευε, αλλά φυσικά δεν είναι αυτή που έχει τεθεί σε εφαρμογή.

Σήμερα, εκτός από όλες τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές μάχες οι οποίες πρέπει να δοθούν, πρέπει να αγωνιστούμε για τον πολιτισμό. Γιατί πιστεύω ΑΛΗΘΙΝΑ ότι είναι το μόνο πράγμα που θα μας σώσει από τη βαρβαρότητα.

Και η βαρβαρότητα δεν είναι αποκύημα της φαντασίας, αλλά μια πολιτική που εφαρμόζεται σχεδόν παντού.

«Για να επιβιώσεις, είναι συχνά απαραίτητο να δώσεις μια μάχη και για να δώσεις μια μάχη πρέπει να λερωθείς», έγραφε κάποτε ο Τζορτζ Όργουελ στο 1984.

Ποιες -άλλες- μάχες, είτε κυριολεκτικές είτε μεταφορικές, αξίζει να δώσουμε αυτήν τη στιγμή, κατά τη γνώμη σου;

Θα έλεγα για τις δημόσιες υπηρεσίες επειδή -τουλάχιστον στη Γαλλία- είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ μας, η προστασία μας και η κληρονομιά για όσους δεν έχουν κληρονομιά. Και ο πολιτισμός θα πρέπει να αποτελεί μέρος αυτής της κληρονομιάς.

Ευχαριστώ θερμά την Άλκηστη Τριμπέρη (Εκδόσεις Πόλις) για την πολύτιμη συνδρομή της στην υλοποίηση της συνέντευξης.

Ευχαριστώ επίσης την συγγραφέα για τον ενθουσιασμό με τον οποίο ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της.

Το μυθιστόρημα της Μισέλ Πεντινιελί Μποκανέρα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Γιάννη Καυκιά.