Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

Bob Mould: «Ελπίζω όλοι οι άνθρωποι να βρουν την αγάπη πριν πεθάνουν»

 

Bob Mould (Φωτογραφία: Bob Ryan)

Συνιδρυτής του εμβληματικού πανκ ροκ συγκροτήματος Hüsker Dü και με πλούσια όσο και πολυδιάστατη κατοπινή μουσική προσφορά, ο Bob Mould εμφανίζεται λάιβ σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στις 14 και 15 Νοεμβρίου, αντίστοιχα.

Μια κουβέντα μαζί του.

Συνιδρύσατε το πανκ ροκ/χάρντκορ πανκ/εναλλακτικό ροκ συγκρότημα Hüsker Dü στα μεθυστικά τέλη της δεκαετίας του 1970.

Γιατί στραφήκατε στο πανκ, κατ’ αρχήν; Ήταν θέμα ηλικίας, εποχής, ανάγκης να εκτονωθείτε, επιθυμίας να εκφραστείτε πολιτικά;

Ακούγοντας τους Ramones, τους Sex Pistols και τους New York Dolls συνειδητοποίησα ότι οι Hüsker Dü μπορούσαν να φτιάξουν τέτοια μουσική.

Το Zen Arcade (1984), το δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος, αποτελεί ορόσημο στην πανκ ροκ/χάρντκορ πανκ σκηνή.

Γιατί ήταν κόνσεπτ; Ταυτιζόσασταν με τον πρωταγωνιστή του, τον νεαρό ο οποίος εγκαταλείπει το σπίτι του και ρίχνεται σε έναν αφιλόξενο κόσμο;

Ήταν ένα κόνσεπτ άλμπουμ με την έννοια πως αφηγείτο μια χαλαρή ιστορία για ένα παιδί που έφυγε από το σπίτι για να αναπτύξει βιντεοπαιχνίδια στην Καλιφόρνια.

Ο «κεντρικός χαρακτήρας» έχει κομμάτια από την προσωπική ιστορία και των τριών μελών του συγκροτήματος.

Ήμουν ακόμα έφηβος όταν πρωτογνώρισα το προσωπικό σας μουσικό σύμπαν μέσω του Workbook (1989), ενός άλμπουμ ελαφρύτερου από τη δισκογραφία του Hüsker Dü - αν και σε καμία περίπτωση λιγότερο δυναμικού.

Γιατί αποφασίσατε να επιβραδύνετε;

Δεν αποφάσισα τίποτα. Ακολούθησα τη δημιουργική μου μούσα, η οποία με απομάκρυνε από τον ήχο του Hüsker Dü.

Και από πού αντλήσατε έμπνευση για το Sunspots, αυτήν την υπέροχα χαλαρή σύνθεση, που θυμίζει τόσο πολύ ένα outtake ενός χαμένου άλμπουμ των Grateful Dead;

Μάθαινα μόνος μου κιθάρα με τα δάχτυλα. Δεν ξέρω πολλά για τους Grateful Dead.

Περιλαμβάνοντας το If I cant change your mind, από τα πιο αιχμηρά, κολλητικά ποπ ερωτικά τραγούδια που ηχογραφήθηκαν ποτέ, το Copper Blue (1992) είναι το μεθυστικό ντεμπούτο των Sugar, τους οποίους σχηματίσατε εκείνη τη χρονιά.

Πόσες φορές έχετε αλλάξει γνώμη στη ζωή σας και πόσο χρήσιμη σας έχει φανεί - ή όχι- αυτή η επιλογή;

Χμμ.

Κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αποφασίσατε να κάνετε coming out. Πόσο δύσκολη ήταν αυτή η απόφαση τότε και σε ποιον βαθμό σας έχει επιτρέψει να εξελιχθείτε ως άνθρωπος και καλλιτέχνης από τότε;

Δεν πίστευα ότι η σεξουαλικότητά μου καθόριζε το έργο μου, επομένως δεν αυτοπροσδιοριζόμουν ως κουίρ καλλιτέχνης. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, συνειδητοποίησα πως η σεξουαλικότητά μου επηρέαζε το έργο μου.

Το Blue Hearts (2020) είναι ένα θυμωμένο, παθιασμένο, ωμό και ασυμβίβαστο μουσικό ξέσπασμα που δε χαρίζεται κανέναν και θυμίζει την ενέργεια και τη ζωντάνια των πρώιμων Hüsker Dü, αν και με αυξημένη πολιτική συνείδηση.

Το American Crisis, ειδικότερα, είναι ακόμη πιο επιτακτικό στις μέρες μας, ιδίως μετά την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία για δεύτερη φορά. Ποιοι είναι οι κύριοι εχθροί σας, στις Η.Π.Α. και στον κόσμο, γιατί και πώς τους καταπολεμάτε;

Εκ μέρους όλων των λογικών Αμερικανών, αισθάνομαι θλίψη και ταπείνωση εξαιτίας της κατάσταση της σημερινής κυβέρνησης των Η.Π.Α.

Φτιάχνω μουσική, λέω τις προσωπικές μου ιστορίες και ελπίζω ότι, με αυτόν τον τρόπο, όσοι αντιτίθενται στις απόψεις μου θα επανεξετάσουν τις συνέπειες της υποστήριξης του τρέχοντος καθεστώτος.

Το Here we go crazy (2025), το 15ο σόλο άλμπουμ σας, συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το Blue Hearts, αν και -ίσως απροσδόκητα- αφήνει κάποιο περιθώριο για ελπίδα.

Την αναζητάτε -και την βρίσκετε- στις στενές ανθρώπινες σχέσεις, όπως προτείνεται στο ανακουφιστικό Your Side;

Φυσικά. Ελπίζω όλοι οι άνθρωποι να βρουν την αγάπη πριν πεθάνουν.

Ακούγοντας τη δουλειά συγκροτημάτων όπως -ενδεικτικά- οι Pixies, οι Nirvana, οι Green Day ή οι Foo Fighters επιβεβαιώνεται το εύρος και το βάθος της επιρροής σας και των Hüsker Dü στη βορειοαμερικανική σκηνή της εναλλακτικής ροκ.

Αν και είναι λίγο αμήχανο να αξιολογήσετε αυτήν την επιρροή ενώ είστε ακόμα δημιουργικά ενεργός, πώς βιώνετε τον εαυτό σας στη γενεαλογία της σύγχρονης ροκ;

Κάνω τη δουλειά μου, και αρέσει στον κόσμο.

Μερικές φορές, άνθρωποι στους οποίους τους αρέσει η δουλειά μου γράφουν τα δικά τους τραγούδια και ιστορίες και μετά βρίσκουν άλλους ανθρώπους για να σχηματίσουν συγκροτήματα προκειμένου να πουν αυτές τις ιστορίες.

Όλοι μαθαίνουμε ιστορίες από τους μεγαλύτερους μας, πλαισιώνουμε τους εαυτούς μας στις δικές μας ιστορίες. Καθώς οι νέες ιστορίες επηρεάζουν μια νέα γενιά, εκείνη θα πει τις δικές της.

Και πόσο κοντά νιώθετε στους συγχρόνους σας, καθώς και στους μουσικούς των νεότερων γενεών;

Παρακολουθώ τη δουλειά των συναδέλφων και των συνομηλίκων μου. Ακούω πολλή νέα μουσική όταν μπορώ. Είμαι πολύ απασχολημένος με τη δουλειά μου.

Στις 14 και 15 Νοεμβρίου παίζετε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αντίστοιχα. Είναι αυτή η προοπτική συναρπαστική - και γιατί;

Πάνε πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που εμφανίστηκα στην Ελλάδα. Ανυπομονώ να σας δω όλους στις συναυλίες. Θα περάσουμε υπέροχα.

Ευχαριστώ θερμά τον David Gottlieb από το μάνατζμεντ του καλλιτέχνη για την καθοριστική συμβολή του στην υλοποίηση της συνέντευξης.

Ο Bob Mould εμφανίζεται λάιβ στην Αθήνα την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου στο Gazarte - Ground Stage (Βουτάδων 32-34, Γκάζι) και στη Θεσσαλονίκη το Σάββατο 15 Νοεμβρίου στο Eightball Club (Πίνδου 1, Λαδάδικα).

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

Η Molly Nilsson στην Αθήνα για δυο βραδιές (23-25/10) πολιτικοποιημένης synth-pop

 


Σουηδικής καταγωγής και μεγαλωμένη σε κομμουνιστική οικογένεια, η Molly Nilsson είναι μια από τις πιο ξεχωριστές εκπροσώπους της (σκοτεινής) synth-pop, αν και η μουσική της συνήθως υπερβαίνει τις κατηγοριοποιήσεις.

Παράγει και εκτελεί τις συνθέσεις της μόνη της, καθώς θεωρεί τη μοναξιά απαραίτητη προϋπόθεση της δημιουργικής διαδικασίας.

Το 2008 κυκλοφορεί σε CD-R σε 500 αντίτυπα το ντεμπούτο άλμπουμ της, These Things Take Time.

Το 2009 ιδρύει την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία Dark Skies Association.

«Κάθε τραγούδι αφηγείται μια ιστορία και μαζί σχηματίζουν μια αφήγηση. Κανενός η ζωή δε ζυγίζει περισσότερο από τη ζωή κάποιου άλλου, κι όμως δεν καταλήγουν όλοι στα βιβλία της Ιστορίας. Άδραξα την ευκαιρία να νιώσω πώς είναι να κρατάς την πένα που γράφει Ιστορία», υπογραμμίζει σχετικά με το History (2011), το 4ο άλμπουμ της.

Η έντονη πολιτικοποίηση της Molly Nilsson είναι εμφανής σε μια σειρά από συνθέσεις της. Η Tραμπική Αμερική και ο νεοφιλελευθερισμός είναι στο στόχαστρό της, ενώ δεν παραλείπει να εκφράζει την αλληλεγγύη της στην Παλαιστίνη.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι μια από τις ηρωίδες της. Η σύνθεσή της Obnoxiously Talented είναι, μάλιστα, αφιερωμένη σε εκείνη.

«Πέρα από το έργο και την κληρονομιά της, έχω αναπτύξει πραγματικά μια σχέση με την Ρόζα Λούξεμπουργκ σε ανθρώπινο επίπεδο. Είναι υπέροχο να βρίσκεις ανθρώπους στην Ιστορία που μπορούν να σου δώσουν ένα παράδειγμα για το τι είναι δυνατό ή πώς μπορείς να ζήσεις τη ζωή σου ή για τι πρέπει να αγωνίζεσαι», σημειώνει η Molly Nilsson σχετικά.

Την 1η Οκτωβρίου κυκλοφορεί το 12ο -και ίσως το πιο προσωπικό μέχρι σήμερα- άλμπουμ της, Amateur,  το οποίο «ηχογραφήθηκε ενστικτωδώς».

«Βλέπω τον ‘ερασιτεχνισμό’ ως μια ευχάριστη, ακόμη και ανόητη, διαμαρτυρία. Διαμαρτυρία ενάντια σε όλα. Σε ό,τι αναμένεται από κάποιον ή από κάποιον να επιθυμεί ή να επιδιώκει. Να είναι ελίτ, να είναι ειδικός, να είναι επαγγελματίας, να είναι αυθεντία, να διαπρέπει και να πετυχαίνει», δηλώνει η ίδια.

«Πού είναι η χαρά σε αυτό; Θέλω απλώς να διασκεδάσω. Θέλω να θέλω. Θέλω να αγαπήσω. Και να συνεχίσω να το κάνω, για πάντα», συμπληρώνει.

Με αυτήν τη σχεδόν αναρχίζουσα αναζήτηση της χαράς της ζωής η Molly Nilsson καταφθάνει στην Αθήνα για δύο συναυλίες την Πέμπτη 23 και το Σάββατο 25 Οκτωβρίου στο Death Disco (Ωγύγου 16 & Λεπενιώτου 24, Ψυρρή).



Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025

Σάιμον Ο Φαολάιν: «Δε διάλεξα την ποίηση, η ποίηση με διάλεξε»

 

Σάιμον Ο Φαολάιν (Φωτογραφία: Αγγελική Δημοπούλου)

Επηρεασμένος από την αρχαιοελληνική δραματουργία και την οικολογία, ο ποιητής, μεταφραστής και εκδότης Σάιμον Ο Φαολάιν είναι μια από τις πιο ιδιαίτερες φυσιογνωμίες της σύγχρονης ιρλανδόφωνης ποίησης.

Συναντηθήκαμε μαζί του στην Αθήνα, όπου πρόσφατα βρέθηκε για μια ακόμα φορά, προκειμένου να παρουσιάσει την ποιητική συλλογή του Γιορτάζω την Πτώση.

Γεννήθηκες στο Δουβλίνο, αλλά μεγάλωσες στα δυτικά, στην κομητεία του Κέρι.

Πράγματι, γεννήθηκα στο Δουβλίνο την περίοδο των «Ταραχών». Ήταν ζόρικη εποχή.

Έχουν επουλωθεί τα τραύματα του παρελθόντος ή το χνάρι τους παραμένει;

Παραμένει. Δε νομίζω ότι η ιρλανδική κοινωνία θα γίνει ποτέ πλήρως λειτουργική.

Ας συνεχίσουμε με την τρυφερότητα την οποία νιώθεις για την Ελλάδα και την αρχαιοελληνική δραματουργία.

Μεγάλη ιστορία!

Από παιδί μου άρεσε ο Όμηρος. Πολλοί ξεκινούν έτσι - ή από παιδικές εκδοχές των ομηρικών επών. Έτσι μάλιστα ξεκίνησε κι ο δικός μου γιος. Η Οδύσσεια, για παράδειγμα, είναι σπουδαία ιστορία και για παιδιά.

Το προσωπικό ενδιαφέρον μου εντάθηκε όταν διάβασα την Οδύσσεια μεταφρασμένη στα ιρλανδικά.

Τα ιρλανδικά, όπως ίσως γνωρίζεις, είναι μια μειονοτική γλώσσα στην Ιρλανδία. Μόνο ένα 5% του πληθυσμού είναι άριστοι ομιλητές της.

Ένας από αυτούς με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, ο ευρυμαθής διανοούμενος μαθηματικός, και γλωσσολόγος Pádraig De Brún.

Συνήθιζε να έρχεται στο χωριό καταγωγής μου, τον πιο δυτικό τόπο στην Ευρώπη -με εξαίρεση, ίσως, την Ισλανδία-, ευρισκόμενο σε μια από τις πιο ισχυρές ιρλανδόφωνες περιοχές της χώρας.

Μίλησέ μου γι’ αυτόν.

Μετέφραζε από αρχαία ελληνικά, λατινικά και γαλλικά - αρχαιοελληνικές τραγωδίες, τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, Μολιέρο, Ρακίνα.

Με την ολοκλήρωση της βρετανικής κατάκτησης τον 17ο αιώνα, όμως, η γαελική αριστοκρατική τάξη, διανόηση και ποίηση είχαν καταστραφεί.

Καθώς, επομένως, η επιβίωση της γαελικής κουλτούρας εξαρτιόταν από τους αγρότες και τους ψαράδες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν αναλφάβητοι, μετατράπηκε σε προφορική, εκφραζόμενη κυρίως μέσα από τη μουσική και την ποίηση.

Σύμφωνα με τουυς Νατιβιστές, όλα έπρεπε να βασίζονται στην ιρλανδόφωνη, τη γαελική κουλτούρα.

Σύμφωνα με τον De Brún, αντιθέτως, βιώναμε ένα πολιτιστικό έλλειμμα, έχοντας αποκοπεί από τον Διαφωτισμό και την Αναγέννηση εξαιτίας της βρετανικής κατάκτησης.

Κατ’ αυτόν, λοιπόν, έπρεπε να ενσωματωθούν οι ευρωπαϊκές επιδράσεις στη γαελική κουλτούρα.

Αρχικά σπούδασες αρχαιολογία, έτσι δεν είναι;

Σπούδασα αρχαιολογία και εργάστηκα στον τομέα των ανασκαφών.

Όταν συνέβη η οικονομική κρίση, επρόκειτο να παντρευτώ και περιμέναμε παιδί. Δεν ήθελα να είμαι αρχαιολόγος ανασκαφών πια, γιατί δεν ήμουν ποτέ σπίτι.

Ίσως ήθελες περισσότερο να «ανασκάπτεις» την ανθρώπινη κατάσταση.

Ανέκαθεν δεν αισθανόμουν ότι αποκόμιζα αρκετά από τις αρχαιολογικές ανασκαφές, γεγονός πολύ απογοητευτικό καθώς υποτίθεται πως ήμουν επιστήμονας. Δεν μπορούσα να προχωρήσω πολύ μακριά ή να ερμηνεύω υπερβολικά.

Ίσως γι’ αυτό στράφηκα κατόπιν στην ποίηση.

Τέλος πάντων, μόλις ενέσκηψε η κρίση η κατάσταση ήταν πολύ απλή. Δεν υπήρχε δουλειά -καμία δουλειά-, οπότε έπρεπε να μείνω στο σπίτι εισπράττοντας το επίδομα της κοινωνικής πρόνοιας.

Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να κάνω κάτι, διαφορετικά θα αυτοκτονούσα. Εφόσον, λοιπόν, ανέκαθεν με ενδιέφεραν τα αρχαία ελληνικά, αποφάσισα να τα σπουδάσω.

Είχα κάποιες οικονομίες στην άκρη και γράφτηκα στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, όπου επί ένα χρόνο μελετούσα αρχαία ελληνικά επί πέντε ώρες καθημερινά.

Ασυνήθιστη επιλογή.

Όχι η πιο πρακτική, αν και είμαι πρακτικός άνθρωπος. Δεν ήθελα, εξάλλου, να μάθω λατινικά, επειδή συνδέονται με την Καθολική Εκκλησία.

Πάντα προτιμούσα τους Έλληνες από τους Ρωμαίους, άλλωστε. Έμοιαζαν λιγάκι με τους Ιρλανδούς. Οι Ρωμαίοι, από την άλλη, ήταν σαν τους Βρετανούς, έχτιζαν αυτοκρατορίες.

Κατά έναν παράξενο και ρηχό τρόπο λάτρευα, επίσης, την ελληνική γραφή. Το πιο όμορφο αλφάβητο είναι το ελληνικό. Τα ελληνικά μού ήταν πολύ οικεία.

Είχα τη δυνατότητα να διαλέξω ανάμεσα σε δύο κατευθύνσεις: γλώσσα και λογοτεχνία. Στράφηκα στη γλώσσα, αλλά μελέτησα και τη λογοτεχνία.

Η αμφισημία των έργων του Ευριπίδη, οι πολλαπλές αναγνώσεις τους, δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα, με καθήλωσαν.

Η φοίτησή μου ολοκληρώθηκε με την πραγματοποίηση της μετάφρασης της Μήδειας.

Ο εκδότης μου, Pádraig Ó Snodaigh, μια σημαντική φυσιογνωμία στον χώρο των γραμμάτων που πέθανε τον Ιανουάριο σε ηλικία 89 ετών, είχε μια αρχή:

Έδινε στους ανθρώπους μια ευκαιρία. Αν, λοιπόν, είχες κάτι αξιόλογο να παρουσιάσεις, θα το εξέδιδε.

Έτσι ανακάλυψε μερικούς από τους πιο σημαντικούς ποιητές του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.

Του πήγα τη μετάφραση της Μήδειας λέγοντάς του πως νόμιζα ότι ήταν πολύ καλή. Εξάλλου, δεν είχαν υπάρξει μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων στα ιρλανδικά μετά τον θάνατο του Pádraig De Brún.

Υπήρχε, άρα, χώρος για σένα.

Ακριβώς, κι έτσι συμφώνησε να την εκδώσει. Ξεπούλησε, ξέρεις, αν και μιλάμε για μερικές εκατοντάδες αντίτυπα. Κι έτσι ακόμα, δεν ήταν, πάντως, κακό.

Τι σε κράτησε στον χώρο της γραφής, ιδίως της ποίησης, μιας και και δεν είναι πρoσοδοφόρος;

Δε βγάζεις λεφτά από την ποίηση. Ακόμα κι ο Σέιμους Χίνι εργαζόταν στο πανεπιστήμιο για βιοποριστικούς λόγους μέχρι που κέρδισε το βραβείο Νόμπελ.

Πάντα με ενδιέφερε η ποίηση, διάβαζα πολλή ποίηση και συνήθιζα να την απομνημονεύω, αλλά δεν είχα γράψει ποτέ.

Έπαιζα μουσική και ασχολούμουν με τα εικαστικά, κι αυτό ήταν σπουδαίο. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε το Netflix ή το PlayStation, οπότε έπρεπε εσύ να σκαρώσεις πράγματα.

Όταν ο καλύτερος φίλους μου πέθανε στην Αφρική από πνιγμό, η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη για μένα, αλλά τα κρατούσα όλα μέσα μου. Ένιωθα πως θα τρελαθώ, ότι θα εκραγώ.

Τότε, ποιητικοί στίχοι άρχισαν να ξεπηδούν από το κεφάλι μου. Δεν τους αποκαλούσα «ποιητικούς» μέχρι που άρχισα να τους γράφω ακανόνιστα. Με τον καιρό, τους συνταίριαξα. Έτσι συνέβη.

Πολύ οργανικά.

Το ποίημα το οποίο περισσότερο αρέσει στον Έλληνα μεταφραστή μου, Δημήτρη Τσεκούρα, είναι το πρώτο που εξέδωσα ποτέ.

Οπότε, στην πραγματικότητα δε διάλεξα την ποίηση, η ποίηση με διάλεξε. Ή κάτι άλλο επέλεξε την ποίηση για μένα. Δεν ξέρω.

Σου άλλαξε ή/και σου έσωσε τη ζωή, άρα;

Ω, ναι. Εκείνη την πρώτη περίοδο σίγουρα μου έσωσε τη ζωή. Αφότου η προσωπική μου κρίση έγινε διαχειρίσιμη, ήταν σαν να είχε ανοίξει μια πόρτα στο κεφάλι μου.

Μέσα από αυτήν έχω μάθει περισσότερα για τον εαυτό μου παρά μέσα από οτιδήποτε άλλο. Μπορείς να κάνεις τα πάντα με την ποίηση, σού το επιτρέπει.

Η μετάφραση της ποιητικής σου συλλογής Γιορτάζω τη Πτώση στα ελληνικά έγινε από τα αγγλικά. Πώς βιώνεις αυτήν τη συνθήκη; Σε απογοητεύει, σε συναρπάζει;

Τα κομμάτια-«γέφυρες» στα αγγλικά είναι ένα αναγκαίο κακό.

Θα το λάτρευα αν ο Δημήτρης μπορούσε να μιλήσει ιρλανδικά ή αν εγώ ήμουν ικανός να μιλήσω ελληνικά. Πιθανόν θα μπορούσα να μεταφράσω την ποίησή μου μόνος μου.

Δυστυχώς, στο διεθνές πλαίσιο τα αγγλικά τείνουν να είναι γλώσσα-«γέφυρα». Για άλλους ανθρώπους ίσως αυτό δεν είναι πρόβλημα.

Για έναν ιρλανδόφωνο, όμως, υπάρχει μια διαφορετική δυναμική, επειδή στην Ιρλανδία τα αγγλικά είναι η γλώσσα-δολοφόνος, ενώ τα ιρλανδικά μια μικρή, απειλούμενη γλώσσα.

Επομένως, το ζήτημα είναι υπαρξιακό.

Πριν τον Μεγάλο Λιμό, στην Ιρλανδία το 80% του πληθυσμού ήταν ιρλανδόφωνοι. 100 χρόνια αργότερα αργότερα, το ποσοστό αυτό έπεσε στο 10%.

Αποτελεί, επομένως, ειρωνεία το ότι, μόλις επιτεύχθηκε η ανεξαρτησία, η γαελική γλώσσα είχε ως επί το πλείστον περιθωριοποιηθεί.

Δεν υπάρχουν Ιρλανδοί μονόγλωσσοι. Όταν ήμουν παιδί, οι περισσότεροι δε μιλούσαν αγγλικά. Τώρα, τα μιλούν όλοι.

Κι όταν βέβαια πρωτοήρθα στην Ελλάδα γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1990 δε μιλούσαν και πολλοί άνθρωποι αγγλικά. Στις μέρες μας, μόνο οι ηλικιωμένοι δε μιλούν αγγλικά.

Δεν μπορώ να μη θίξω και το μείζον -ίσως- ηθικό ζήτημα της εποχής μας, τη γενοκτονία των Παλαιστίνιων.

Η ιρλανδική κοινωνία είναι συντριπτικά φιλοπαλαιστινιακή. Αυτό μου δημιουργεί, ωστόσο, πρόβλημα ως εκδότη.

Από ποια άποψη;

Από την άποψη ότι πολλά από τα ποιήματα που μου στέλνονται είναι κατάλληλα για συνθήματα ή για να φωνάζονται στους δρόμους.

Κατά τη γνώμη μου, ένας ποιητής πρέπει να έχει ηθική συνείδηση. Για να δημοσιευτεί, όμως, η ποίηση πρέπει να έχει μια επιπρόσθετη καλλιτεχνική αξία.

Οπότε θα πρότεινα στους ενδιαφερόμενους να ασχοληθούν με τη μετάφραση σύγχρονης παλαιστινιακής ποίησης στα ιρλανδικά.

Ευχαριστώ θερμά την Αγγελική Δημοπούλου (Εκδόσεις Βακχικόν) για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης με τον Σάιμον Ο Φαολάιν στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως.

Την ευχαριστώ, επίσης, για την παραχώρηση της φωτογραφίας του ποιητή.

Η ποιητική συλλογή του Σάιμον Ο Φαολάιν Γιορτάζω την Πτώση κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Bακχικόν σε απόδοση του Δημήτρη Τσεκούρα.



Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

Μέργεμ Ελ Μεγντάτι: «Είμαι εύπεπτη επειδή δε “φαίνομαι” Μουσουλμάνα»

 


Διαποτισμένο από οργή, χιούμορ και μελαγχολία, ο Σουπερόσαυρος, το πρώτο μυθιστόρημα της Μέργεμ Ελ Μεγντάτι από τις Κανάριες Νήσους, καταπιάνεται με την εργασιακή επισφάλεια, την τουριστικοποίηση και τη μοναξιά.

Μια μακρά συζήτηση με την συγγραφέα, με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora.

Γιατί αποφάσισες να ονομάσεις το πρώτο σου μυθιστόρημα Σουπερόσαυρος και γιατί εκτυλίσσεται κυρίως στο πλαίσιο ενός γιγάντιου σούπερ μάρκετ στην Γκραν Κανάρια, το μέρος όπου μεγάλωσες και συνεχίζεις να κατοικείς;

Νομίζω ότι είσαι ο πρώτος άνθρωπος που μου κάνει αυτή την ερώτηση, τι υπέροχο!

Για μένα, η κοινωνία -και η ζωή γενικότερα- λειτουργεί σαν ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ. Οι περισσότεροι από εμάς εργαζόμαστε στον ορατό όροφο του σούπερ μάρκετ: είμαστε ταμίες, αποθήκες, υπάλληλοι σε ντελικατέσεν, προσωπικό καθαριότητας...

Περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας εκεί και η δύναμη λήψης αποφάσεων περιορίζεται στις καθημερινές εργασίες που εκτελούμε στο πλαίσιο του σούπερ μάρκετ.

Δεν αλληλεπιδρούμε ούτε έχουμε καμία σχέση με τους υπαλλήλους οι οποίοι εργάζονται στους επάνω ορόφους και, με την πάροδο του χρόνου, όλοι χάνουμε την επίγνωση της ύπαρξης αυτών των άλλων.

Καθώς ανεβαίνεις στην ιεραρχία αυτού του μεταφορικού σούπερ μάρκετ, η αορατότητα και η δύναμη αυξάνονται.

Εσύ, ως πολίτης (και ως υπάλληλος στο σούπερ μάρκετ), δεν αποφασίζεις, για παράδειγμα, ποιες μάρκες γάλακτος θα πωλούνται στο κατάστημα.

Η δύναμη λήψης αποφάσεων περιορίζεται σε αυτά που έχουν αποφασίσει οι αόρατοι υπάλληλοι στον επάνω όροφο ότι θα πωληθούν στο σούπερ μάρκετ όπου εργάζεσαι. Ωστόσο, πιστεύεις ότι είσαι ελεύθερος να επιλέγεις.

Όσο πιο κραυγαλέο είναι αυτό το γεγονός, τόσο λιγότερο φαίνεται να το προσέχουν οι άνθρωποι.

Και επειδή το σύστημα είναι ένας γιγάντιος, πολύ φιλικός δεινόσαυρος, οι άνθρωποι δεν το φοβούνται.

Επίσης, υπάρχει αυτή η τεράστια αλυσίδα σούπερ μάρκετ που λειτουργεί μόνο στις Κανάριες Νήσους, πιστεύω, και η μασκότ τους είναι, επίσης, ένας γιγάντιος, πολύ φιλικός δεινόσαυρος.

Ήθελα αυτό το όχι και τόσο διακριτικό αστείο να τυπωθεί σε όλο το μυθιστόρημά μου, για να το δουν όλοι οι συμπατριώτες μου. Είναι ο λαός μου και μιλάω σ΄αυτόν.

Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν πίστευα ότι ο Σουπερόσαυρος θα τα πήγαινε καλά εκτός των Νήσων. Έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε που εκδόθηκε για πρώτη φορά και ακόμα δυσκολεύομαι να καταλάβω τι έχει συμβεί...

Υποθέτω ότι όλοι είναι κουρασμένοι και εξαντλημένοι;

Η αφηγήτρια του μυθιστορήματος, φαινομενικά ένα alter ego σου από ορισμένες απόψεις, χλευάζει συνεχώς και την ενοχλεί η απροθυμία/αδυναμία πολλών «ντόπιων» να προφέρουν σωστά το όνομά της.

Έχεις βιώσει ρατσισμό μεγαλώνοντας;

Έδωσα στην πρωταγωνίστρια του Σουπερόσαυρου μερικές από τις δικές μου εμπειρίες, επειδή πιστεύω ότι ο μόνος τρόπος για να χτίσεις ένα καλό ψέμα είναι να ενσωματώσεις μικρά κομμάτια αλήθειας.

Μου πήρε πολύ χρόνο και πολλές συζητήσεις με τον σπουδαίο μου εκδότη, τον Χόρχε δε Κασκάντε, για να αποφασίσω αν θα της έδινα το όνομά μου.

Αλλά συνειδητοποίησα ότι ακόμα κι αν δεν το έκανα, ακόμα κι αν της έδινα οποιοδήποτε άλλο όνομα, οι περισσότεροι άνθρωποι θα εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι η πρωταγωνιστρια είμαι εγώ.

Επιστρέφοντας στην ερώτησή σου, νομίζω πως γενικά ήμουν αρκετά τυχερή από αυτή την άποψη, ειδικά επειδή, σωματικά, δεν ταιριάζω με την τυπική δυτική εικόνα μιας μουσουλμάνας γυναίκας.

Ως παιδί, κανείς δε μου επεσήμανε ποτέ πόσο «διαφορετική» ήμουν, επειδή το μέρος όπου μεγάλωσα ήταν ένα είδος μεταναστευτικής όασης: οι περισσότεροι συμμαθητές μου ήταν Μαγκρεμπίνοι, Ασιάτες, Λατινοαμερικανοί...

Ήμασταν όλοι λίγο διαφορετικοί, οπότε το να είμαστε διαφορετικοί ήταν ο κανόνας.

Ωστόσο, καθώς προόδευα στην ακαδημαϊκή μου καριέρα, ο αριθμός των «διαφορετικών» ανθρώπων σταδιακά μειώθηκε μέχρι που έμεινα μόνο εγώ.

Για παράδειγμα, δε γνώρισα ποτέ άλλη Μουσουλμάνα κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών μου σπουδών.

Κάτι πολύ περίεργο μου συνέβη μετά την έκδοση του Σουπερόσαυρου:

Μέχρι τότε, κανείς δεν είχε αρνηθεί την καναριανή μου ταυτότητα. Μιλάω με καναριανή προφορά, η προσωπικότητά μου είναι έντονα «καναριανή» και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτισμικού μου υπόβαθρου είναι καναριανό.

Κι όμως, το όνομα και το επώνυμό μου δε συνδέονται με την καναριανή ταυτότητατην ισπανική, άλλωστε, Θεός φυλάξοι), οπότε όταν ανακοινώθηκε η κυκλοφορία του βιβλίου, έλαβα πολλά σχόλια όπως:

«Αν δεν της αρέσουν οι Κανάριες Νήσοι, ας γυρίσει πίσω στη χώρα της».

Μου φαίνεται πολύ αστείο (με έναν κάπως λυπηρό τρόπο) που όλοι οι φανατικοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο μιλούν με τον ίδιο τρόπο. Είναι σαν να έχουν ένα μικρό εγχειρίδιο για το πώς να είσαι μαλάκας ή κάτι τέτοιο και το εφαρμόζουν μέχρι κεραίας.

Τέλος πάντων, σχεδόν γεννήθηκα εδώ, μεγάλωσα εδώ και έζησα εδώ όλη μου τη ζωή, οπότε πού ακριβώς υποτίθεται ότι πρέπει να «γυρίσω»;

Κάτι άλλο που συνέβη ως αποτέλεσμα του Σουπερόσαυρου ήταν να με χαρακτηρίζουν ως ξένη συγγραφέα, αντί για Ισπανίδα. Υποθέτω πως το όνομα και το επώνυμό μου δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να μου προκαλούν προβλήματα...

Παρά τη σχετική έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας στη συγγραφή μυθιστορημάτων, είσαι εξαιρετική στο να φιλοτεχνείς πολυδιάστατους χαρακτήρες με σάρκα και οστά. Πού μπορεί να αποδοθεί αυτή η αυτοπεποίθηση;

Δεν είμαι σίγουρη αν θα τη χαρακτήριζα «αυτοπεποίθηση», απλώς μου αρέσει να πειραματίζομαι και να δοκιμάζω νέα πράγματα.

Ο λογοτεχνικός κόσμος έχει αυτή την τάση να παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά, αλλά δε σώζουμε ζωές. Γράφουμε.

Και νομίζω ότι λίγα πράγματα είναι τόσο επιβλαβή για έναν συγγραφέα όσο η επιβολή αυστηρών ορίων και στενών πλαισίων στον εαυτό του.

Ενώ είναι αλήθεια πως η εμπειρία μου στη συγγραφή μυθιστορημάτων δεν είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη, άρχισα να γράφω fanfiction από πολύ μικρή ηλικία.

Σε αυτό το είδος, ο συγγραφέας δανείζεται έναν κόσμο και χαρακτήρες που έχουν ήδη αναπτυχθεί από κάποιον άλλο.

Πρέπει, όμως, να γνωρίζει αυτόν τον κόσμο και αυτούς τους χαρακτήρες εξαιρετικά καλά, επειδή το κοινό είναι συνήθως πολύ καλά καταρτισμένο σχετικά με το συγκεκριμένο υλικό.

Η γοητεία την οποία μου ασκούν οι άνθρωποι ξεκίνησε εκεί, παρόλο που, γενικά, δε μου αρέσουν και τόσο οι άνθρωποι.

Οι άνθρωποι είναι τόσο παράξενα πλάσματα. Πού και πού ακούω συζητήσεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στη δουλειά, στο γυμναστήριο ή σε καφετέριες οι οποίες μου γυρίζουν το κεφάλι ανάποδα και πραγματικά με εμπνέουν.

Ο τρόπος που αλληλεπιδρούμε μεταξύ μας, ο τρόπος που μιλάμε, ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε όταν νομίζουμε ότι κανείς δε μας παρακολουθεί... Είμαστε συναρπαστικοί.

Οπότε ναι, γι αυτό προσπάθησα όσο καλύτερα μπορούσα να απεικονίσω τους χαρακτήρες μου ως πραγματικούς ανθρώπους με τις πραγματικές τους αντιφάσεις, τις καλύτερες προθέσεις που στραβώνουν, τις παρεξηγήσεις, τον ναρκισσισμό...

Κατάγομαι από την Αθήνα, μια υπερ-τουριστικοποιημένη σε σημείο κορεσμού πόλη, η οποία ταχύτατα γίνεται θύμα της ισραηλινού, ρωσικού και κινέζικου κεφαλαίου - όχι αμαχητί, όμως.

Συμπάσχω, επομένως, με την αφηγήτρια του Σουπερόσαυρου όταν περιγράφει την Γκραν Κανάρια ως «νεκροταφείο μεθυσμένων ελεφάντων βρετανικής, γερμανικής, σουηδικής ή νορβηγικής καταγωγής».

Πώς παραμένεις ζωντανός/ζωντανή σε ένα τέτοιο «νεκροταφείο»;

Είναι μια ερώτηση που κάνω στον εαυτό μου πολύ συχνά, επειδή το νότιο τμήμα της Γκραν Κανάρια σύντομα δε θα ανήκει πλέον στον λαό των Καναρίων Νήσων.

Θα ήθελα να επισημάνω ότι το πλαίσιο των Καναρίων Νήσων είναι πολύ ιδιαίτερο, καθώς εδώ διαδραματίζονται πολλά αλληλεπικαλυπτόμενα φαινόμενα, καθένα από τα οποία απαιτεί πολύ χώρο για να εξηγηθεί πλήρως.

Καταρχάς, οι Νήσοι υπέστησαν μια μακρά και εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία κατάκτησης - ή αποικισμού.

Κύριοι στόχοι της διαδικασίας, εκτός από την κατάληψη της περιοχής για τους φυσικούς της πόρους, τον έλεγχο των οδών δουλεμπορίου ή την ικανοποίηση της δίψας του Ισπανικού Στέμματος για επέκταση, ήταν ο εκχριστιανισμός της και η συστηματική εξάλειψη της ιθαγενούς ταυτότητας.

Αν και όλα αυτά συνέβησαν στα 1400, ορισμένες από τις συνέπειες είναι ακόμη εμφανείς σήμερα.

Οι Κανάριες Νήσοι παραμένουν ιδιαίτερα περιζήτητες λόγω της γεωγραφικής τους εγγύτητας με την Αφρική, των πόρων τους και των φορολογικών πλεονεκτημάτων που προσφέρονται σε ορισμένους φορείς για να εγκατασταθούν στην επικράτειά μας.

Αυτά τα φορολογικά κίνητρα υποτίθεται ότι αποσκοπούν στην «αντιστάθμισμα» της απόστασης των νησιών από την ηπειρωτική Ισπανία.

Στην πράξη, όμως, δεν είναι τίποτα περισσότερο από εκπτώσεις για την αστική τάξη, η οποία συχνά δεν έχει καμία πραγματική σχέση με τις Κανάριες Νήσους.

Στο μεταξύ, ο μέσος κάτοικος των Καναρίων δε βλέπει κανένα από αυτά τα οφέλη.

Ζούμε σε μια αυτόνομη κοινότητα με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας στην Ισπανία, ένα από τα πιο ακριβά καλάθια αγορών για βασικά αγαθά και ένα υψηλό ποσοστό του πληθυσμού το οποίο ζει σε συνθήκες σοβαρής στέρησης

Παρόλα αυτά, η πολιτική τάξη είναι κολλημένη σε μια παράλληλη πραγματικότητα, επιμένοντας να αναφέρει στοιχεία για την τουριστική πληρότητα και επαναλαμβάνοντας ασταμάτητα πως ο όγκος του τουρισμού που δέχονται οι Νήσοι (το 2024, πάνω από 17 εκατομμύρια επισκέπτες) παράγει πλούτο για τον λαό.

Υποθέτω ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην Ελλάδα: ο λεγόμενος «πλούτος» είναι αόρατος σε εμάς τους υπόλοιπους. Οι δημόσιες υπηρεσίες υποβαθμίζονται ολοένα και περισσότερο και με κάθε χρόνο που περνάει γινόμαστε όλο και φτωχότεροι.

Πώς παραμένουμε ζωντανοί/ζωντανές σε αυτό το νεκροταφείο; Πολεμώντας, φυσικά.

Όποιος αγαπά τη γη του και τον λαό του έχει το ηθικό καθήκον να την υπερασπιστεί και να αγωνιστεί γι αυτήν και γι’ αυτόν, είτε μέσω ειρηνικής δράσης είτε μέσω άλλων, λιγότερο ειρηνικών μορφών αντίστασης.

Όπως λέει η πρωταγωνίστρια του Σουπερόσαυρου: ένα μυρμήγκι από μόνο του μπορεί να μην αξίζει και πολλά, αλλά μια ομάδα μυρμηγκιών...

Ανήκεις σε μια νεότερη γενιά ισπανόφωνων συγγραφέων οι οποίοι/οποίες προέρχονται από την «περιφέρεια» του ισπανικού κράτους.

Ποια είναι τα καθοριστικά χαρακτηριστικά αυτής της γενιάς, κατά τη γνώμη σου; Υπάρχει καν, κατ’ αρχήν;

Αντιστέκομαι κάπως σε αυτή την έννοια των «συγγραφέων από την περιφέρεια», επειδή υπονοεί ότι υπάρχει μια ομάδα συγγραφέων που ανήκουν στον «κεντρικό» ή «κανονικό» λογοτεχνικό κόσμο και πως εμείς είμαστε κάποιο είδος ανωμαλίας.

Αυτό το οποίο στην πραγματικότητα έχει συμβεί, νομίζω, είναι ότι για πολλές δεκαετίες, τα ίδια είδη ιστοριών έχουν προσφερθεί και τους έχει δοθεί χώρος.

Ιστορίες γραμμένες από τους ίδιους ανθρώπους, που ζουν στα ίδια μέρη. Το βλέπω συνέχεια στους λεγόμενους λογοτεχνικούς κύκλους, είναι πάντα οι ίδιοι άνθρωποι με τα ίδια ονόματα και τους ίδιους εκδοτικούς οίκους. Τόσο βαρετό.

Αν εμείς οι «περιφερειακοί συγγραφείς» έχουμε κάτι κοινό, αυτό είναι ένας κοινός τρόπος κατανόησης της θέσης που καταλαμβάνει το άτομο στον κόσμο.

Οι άνθρωποι δε ζουν σε απρόσιτες φούσκες, είμαστε όλοι βαθιά ευάλωτοι στο περιβάλλον μας, στις συνθήκες μας και στους τόπους όπου μεγαλώνουμε. Είναι φυσικό αυτές οι πραγματικότητες να διαμορφώνουν τις αφηγήσεις και τα ενδιαφέροντά μας.

Και τι σημαίνει να είσαι μια κριτικά και εμπορικά αναγνωρισμένη φεμινίστρια συγγραφέας μουσουλμανικού υπόβαθρου σε μια ολοένα και πιο ισλαμοφοβική Ευρώπη;

Αλλά η Ευρώπη ήταν πάντα ισλαμοφοβική. Η Δύση γενικότερα. Δε θυμάμαι να έχω ζήσει ποτέ σε μια εποχή που να μην ήταν έτσι.

Η μόνη διαφορά στην περίπτωσή μου είναι ότι, προς το παρόν, δεν φοράω χιτζάμπ, οπότε κανείς δε με ρωτάει απλουστευτικές ανοησίες όπως «Μπορείς να είσαι φεμινίστρια και να φοράς χιτζάμπ;»

Είμαι εύπεπτη επειδή δε «φαίνομαι» Μουσουλμάνα. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;

Ωστόσο, κατά καιρούς έχω διαπιστώσει ξαφνικά πως ένας δημοσιογράφος, άνδρας ή γυναίκα, ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για το ποια είμαι ως άτομο ή για την πίστη μου, παρά για αυτά που γράφω.

Αλλά η γραφή μου μου δεν επικεντρώνεται καθόλου στη θρησκεία. Μάλιστα, νομίζω πως είναι ξεκάθαρο στον Σουπερόσαυρο: ναι, η πρωταγωνίστρια είναι Μουσουλμάνα, αλλά αυτή είναι μόνο μία λεπτομέρεια ανάμεσα σε πολλές.

Ο πυρήνας του μυθιστορήματος βασίζεται στο ότι είναι γυναίκα της εργατικής τάξης.

Μεγάλωσα βλέποντας πώς παρουσιάζονται οι Μουσουλμάνοι και οι Μουσουλμάνες στη μυθοπλασία:

Οι μεν, ως σκληροί, βίαιοι άνδρες που σκέφτονται μόνο με καταπιεστικούς, εξτρεμιστικούς όρους.

Οι δε, ως υποτακτικές γυναίκες των οποίων το μόνο αφηγηματικό ενδιαφέρον έγκειται στις (πάντα απαγορευμένες) ρομαντικές τους σχέσεις.

Αυτές οι γυναίκες καταλήγουν πάντα να εγκαταλείπουν και να προδίδουν τον εαυτό τους για έναν λευκό άνδρα που τις «απελευθερώνει» ζητώντας τους να αφαιρέσουν το πέπλο τους.

Κάτι τέτοιο μου προκαλεί θανάσιμη πλήξη, το βρίσκω αξιολύπητο. Αν η μυθοπλασία είναι όμορφη, είναι ακριβώς επειδή προσφέρει ένα παράθυρο στο να φανταζόμαστε όλους τους πιθανούς κόσμους.

«Tο να είσαι ζωντανός σημαίνει να είσαι εκτεθειμένος σε μια σειρά από πόνους και αυταπάτες, όχι επειδή είσαι μαζοχιστής και θέλεις να υποφέρεις, αλλά επειδή το αντίθετο σημαίνει θάνατος», αναλογίζεται η αφηγήτρια.

Είναι, για σένα, η λογοτεχνία ένας τρόπος επεξεργασίας, μετασχηματισμού και υπέρβασης πόνων και αυταπατών, και μετατροπής τους σε εμπειρίες που μπορούν να μοιραστούν με και να γίνουν αντικείμενα απόλαυσης από ένα ευρύτερο κοινό;

Ναι, σίγουρα.

Αλλά είναι επίσης μια γέφυρα προς άλλες πραγματικότητες και άλλους τρόπους ζωής που δε θα βιώσω ποτέ. Δε θέλω να κατανοήσω τους άλλους με τους δικούς μου όρους, αλλά με τους δικούς τους.

Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει έναν άλλον άνθρωπο καλύτερα από ό,τι μπορεί να εξηγήσει ο ίδιος τον εαυτό του.

Δεν ξέρω πότε αρχίσαμε να φοβόμαστε αυτό το οποίο είναι διαφορετικό, την ετερότητα που κάνει τόσο σαφές πως δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος ζωής, καμία μοναδική πραγματικότητα.

Γιατί μας γοητεύουν τόσο πολύ οι ιστορίες των ρωσικών αστικών οικογενειών, για παράδειγμα, αλλά όχι αυτές ενός εργάτη ενδυμάτων σε ένα παράνομο εργοστάσιο της Inditex στην Μπανγκαλόρ;

Σύμφωνα με το βιογραφικό σου, ο κύριος στόχος σου στη ζωή είναι η ηρεμία.

Σε μια εποχή όπου σχεδόν όλα καταρρέουν -εκτός κι αν ζεις σε έναν προνομιούχο, απομονωμένο μικρόκοσμο-, όταν μαίνονται πόλεμοι και γενοκτονίες, πώς είναι δυνατόν -έστω και επιθυμητό- να παραμένεις ήρεμος;

Υπάρχουν, όμως, πολλά είδη ειρήνης.

Όπως σωστά επισημαίνεις, πρέπει κάποιος να είναι πολύ προνομιούχος για να ζει μια ειρηνική ζωή όπου οι μικρές ανησυχίες και οι δυστυχίες της καθημερινής ύπαρξης δε γίνονται το κυρίαρχο νήμα της ρουτίνας του.

Ωστόσο, το είδος της ειρήνης στο οποίο αναφερόμουν είναι αυτή που έχεις με τον εαυτό σου. Ξέρω ποια είμαι, ξέρω σε τι πιστεύω και είμαι ειρηνεμένη με τις αποφάσεις μου και το μέρος όπου με έχουν οδηγήσει.

Για πάνω από δύο χρόνια τώρα, παρακολουθούμε, μέρα με τη μέρα, φρικιαστικές εικόνες ανθρώπων οι οποίοι έχουν μετατραπεί σε σκελετούς από ένα παράνομο, γενοκτονικό κράτος, ένα κράτος που καμία δυτική χώρα δεν τολμά να αντιμετωπίσει.

Πάνε οι διεθνείς νόμοι...

Πώς μπορεί κάποιος με έστω και μια ελάχιστη αίσθηση αξιοπρέπειας να παραμείνει ψύχραιμος μπροστά σε κάτι τέτοιο;

Όταν βλέπω βίντεο με αστυνομικούς σε διάφορες χώρες να σέρνουν μακριά ειρηνικούς διαδηλωτές, ανθρώπους που απαιτούν την απελευθέρωση του παλαιστινιακού λαού και τον τερματισμό της γενοκτονίας, πάντα με συγκινούν οι εκφράσεις στα πρόσωπά τους.

Παραμένουν ήρεμοι, ακόμα και όταν η αστυνομία τούς σέρνει στο έδαφος και τους βάζει σε βαν, επειδή διέπραξαν το τρομερό «έγκλημα» της πεποίθησης ότι όλες οι ανθρώπινες ζωές είναι πολύτιμες.

Πιστεύω ακράδαντα, με όλη μου την καρδιά, πως τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από αυτό. Αν μπορούν να παραμένουν ήρεμοι ενώ θυσιάζουν το σώμα τους για τον σκοπό, τότε και οι υπόλοιποι από εμάς έχουμε ηθικό καθήκον να κάνουμε το ίδιο.

Τουλάχιστον, δε βομβαρδιζόμαστε και δεν εξαλειφόμαστε μόνο και μόνο επειδή υπάρχουμε - όχι τώρα. Οπότε, ναι. Τους το οφείλουμε.

Ευχαριστώ θερμά το τιμ των Εκδόσεων Carnívora για την πολύτιμη συμβολή του στην υλοποίηση της συνέντευξης.

Το μυθιστόρημα της Μέργεμ Ελ Μεγντάτι Σουπερόσαυρος κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Carnívora σε μετάφραση της Ιφιγένειας Ντούμη.