Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

Λετισιά Κολομπανί: «Δεν πιστεύω στον πόλεμο ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες»

 


Σκηνοθέτρια, συγγραφέας και ηθοποιός, η Γαλλίδα Λετισιά Κολομπανί συνυφαίνει με την συγκινητική ταινία Η πλεξούδα, η οποία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημά της, τρεις ιστορίες γυναικείας χειραφέτησης σε τρεις ηπείρους.

Μια εκτενής συνομιλία με την Λετισιά Κολομπανί με αφορμή την κυκλοφορία του φιλμ στους κινηματογράφους από τις 19 Σεπτεμβρίου.

Η δικηγόρος Σάρα, μια από τις ηρωίδες του βιβλίου και της ταινίας Η πλεξούδα, υποφέρει, ανάμεσα στα άλλα, από ένα «burnout». Όντας πολυάσχολος άνθρωπος κι εσύ, πώς καταφέρνεις να μην πέφτεις στην ίδια παγίδα;

Είμαι συγγραφέας, γυναίκα και μητέρα, αλλά διάγω μια φυσιολογική οικογενειακή ζωή. Η ζωή του σπιτιού είναι η πραγματική.

Η συγγραφή είναι σαν μια νοερή δεύτερη ζωή μου, στο πλαίσιο της οποίας φαντάζομαι τους χαρακτήρες μου. Την προγραμματίζω με πολλή ακρίβεια.

To ζήτημα είναι απλώς να βρίσκω την σωστή ισορροπία.

Μερικές φορές κάτι τέτοιο είναι δύσκολο για εμάς τις γυναίκες, καθώς κουβαλάμε πολλά στους ώμους μας. Μπορώ, επομένως, να καταλάβω την Σάρα που πάντα έχει τόσα στο κεφάλι της και δυσκολεύεται να βρει αυτήν την ισορροπία.

Μια ισορροπία η οποία συχνά καταλύεται.

Είναι σαν να βιώνει διαφορετικές ζωές -την οικογενειακή και την επαγγελματική- μέσα στην ίδια ημέρα. Πρόκειται, για μένα, για την πρόκληση της σύγχρονης γυναίκας.

Σε ποιον βαθμό, όμως, αξίζει να θέτεις την ψυχοσωματική σου υγεία σε κίνδυνο, προκειμένου να πετύχεις στόχους που μπορεί να είναι κοινωνικά επιβεβλημένοι;

Είναι πολύ ανθρώπινο να θέλεις τα πάντα. Όλοι θέλουν να πετύχουν στην επαγγελματική τους ζωή, αλλά και να βρουν την αγάπη. Γιατί όχι;

Eφόσον τα καταφέρνεις χωρίς να θυσιάζεις την υγεία σου, δεν έχω αντίρρηση.

Ας περάσουμε, ωστόσο, στο βιβλίο και την ταινία, που εκτυλίσσονται σε τρία διαφορετικά πολιτισμικά και ταξικά περιβάλλοντα. Επέλεξες τα συγκεκριμένα επειδή σου ήταν περισσότερο οικεία ή επειδή ήθελες να τα εξερευνήσεις;

Ήμουν ήδη εξοικειωμένη με την κουλτούρα της Ινδίας, της Ιταλίας και του Καναδά.

Λατρεύω το ταξίδι κι έχω υπάρξει τυχερή γιατί έχω ταξιδέψει πολύ στην ζωή μου. Έχω, εξάλλου, περάσει πολύ καιρό στην Ινδία, για την κοινωνία της οποίας ήμουν πολύ περίεργη και ήθελα να μάθω περισσότερα, ιδίως για την κάστα των Ανέγγιχτων.

Δεν υπάρχει άλλη κοινωνία σαν την ινδική στον κόσμο: είναι πολύ συγκεκριμένη, πολύ παραδοσιακή και διαχωρισμένη σε κάστες, κάτι που δε συμβαίνει στην Ευρώπη.

Η πρώτη χώρα η οποία ήταν στο μυαλό μου ήταν, επομένως, η Ινδία. Ήξερα πως η ιστορία θα ξεκινούσε από εκεί.

Η ιταλική κουλτούρα, από την άλλη, είναι πολύ κοντά στην γαλλική, και ταυτόχρονα παραμένει παραδοσιακή και πολύ πατριαρχική, ιδίως στο νότιο τμήμα της. Η θρησκεία είναι, επίσης, πολύ σημαντική στην Ιταλία. Όπως και στην Ινδία.




Κι ο Καναδάς;

Η ιστορία που εκτυλίσσεται εκεί θα μπορούσε να εκτυλίσσεται στις Η.Π.Α. ή και στην Γαλλία.

Επέλεξα, όμως, τον Καναδά γιατί, όπως η Σάρα είναι διχασμένη ανάμεσα στην επαγγελματική και την οικογενειακή της ζωή, έτσι κι εκείνος είναι, με την σειρά του, διχασμένος ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και την βορειοαμερικανική κουλτούρα.

Πρόκειται για δύο κόσμους σε έναν. Το βλέπεις αυτό όταν επισκεφτείς τον Καναδά. Έχω περάσει πολλές διακοπές μου στο Μόντρεαλ, ο πατέρας μου ζούσε εκεί κατά το παρελθόν.

Σε ποιο στάδιο της συγγραφικής διαδικασίας και, κατόπιν, της διαδικασίας των γυρισμάτων εμφανίστηκε το αφηγηματικό εύρημα της πλεξούδας; Ή αυτό προηγήθηκε των επιμέρους ιστοριών;

Από την αρχή ήξερα ότι το βιβλίο θα ήταν διαρθρωμένο σε τρία μέρη. Διερωτώμουν απλώς ποια θα ήταν η ακριβής δομή του.

Κατέληξα στο συμπέρασμα πως θα ήταν πιο ενδιαφέρον να συνυφάνω τις επιμέρους ιστορίες, γιατί έτσι θα τις έφερνα πιο κοντά.

Αν τις αφηγούμουν παράλληλα, θα υπονοούσα απλώς ότι συνδέονται, αν και οι τρεις χαρακτήρες δε μοιάζουν να έχουν κάτι κοινό.

Αν, όμως, μπορούσα να συνυφάνω τις ζωές τους αφηγηματικά, θα σήμαινε πως υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ των τριών γυναικών.

Είναι πολύ γενναίες και ανθεκτικές, ποθούν και μπορούν να κάνουν την ζωή τους καλύτερη, νομίζω. Και είναι διατεθειμένες να πολεμήσουν γι’ αυτόν τον σκοπό.

Δε φοβάσαι να αποτυπώσεις και την ευθραυστότητά τους. Είναι φορές που μοιάζουν τσακισμένες, και ως θεατής -ή αναγνώστης- δε γνωρίζεις τι θα επακολουθήσει.

Μπορεί να είσαι τσακισμένη και ταυτόχρονα πολύ δυνατή. Κανένας δεν είναι υπεράνθρωπος. Έτσι είναι η ζωή. Και ό,τι συμβαίνει στους τρεις χαρακτήρες μετασχηματίζει τις ζωές τους.

Ήθελα θεατές και αναγνώστες να μπορούν να ταυτιστούν με αυτές και να τις κατανοήσουν.  Κι εγώ η ίδια υπάρχουν μέρες κατά τις οποίες νιώθω πολύ ευάλωτη κι άλλες που νιώθω πολύ δυνατή.

Στο τέλος, όμως, και οι τρεις τους θα πετύχουν. Αυτήν την ελπίδα ήθελα να αναδείξω, εν μέσω της δύσκολης μάχης τους.

Σε αντίθεση με πολλές σύγχρονες ταινίες σκηνοθετημένες από γυναίκες ή/και φεμινιστικές, η αποτύπωση των αντρών στην Πλεξούδα είναι κάπως ασυνήθιστη.

Αν και ο φιλμικός χρόνος των αντρικών χαρακτήρων είναι μικρότερος σε σχέση με εκείνο των γυναικείων, ως επί το πλείστον μοιάζουν πολύ υποστηρικτικοί στις συζύγους ή τις πρώην συζύγους τους. Γιατί προέβης στην συγκεκριμένη επιλογή;

Δεν πιστεύω στον πόλεμο ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες. Όλες και όλοι πρέπει να παλεύουμε για έναν καλύτερο κόσμο, με περισσότερη δικαιοσύνη και ισότητα.

Ο μεγαλύτερος εχθρός των γυναικών δεν είναι οι άντρες, αλλά η κοινωνία και οι παραδόσεις.

Η Σμίτα, για παράδειγμα, παλεύει ενάντια στις παραδόσεις. Το ίδιο και η Τζούλια. Ακόμα και η Σάρα, με τον τρόπο της.

Παλεύει ενάντια στις εταιρικές «παραδόσεις», την εταιρική «ηθική».

Δεν ήθελα, όμως, να γράψω μια μανιχαϊστική ιστορία.

Ήθελα να δείξω πως υπάρχουν άντρες οι οποίοι αγαπούν τις γυναίκες και θέλουν να παλέψουν μαζί τους. Μ’ ενδιαφέρουν πολύ τέτοιοι αντρικοί χαρακτήρες. Έχω τέτοιους άντρες γύρω μου και τους αγαπώ.

Ασφαλώς, η Πλεξούδα είναι ένα φεμινιστικό φιλμ, επειδή θέλω να μιλήσω για τα δικαιώματα των γυναικών. Κι εγώ γυναίκα είμαι κι έχω ένα κοριτσάκι.




Όπως δε φοβάσαι την ανάδειξη της πολυπλοκότητας των χαρακτήρων, έτσι δε φοβάσαι και το δράμα - ακόμα και το μελόδραμα, σε «σωστές» δόσεις. Δεν «εκβιάζεις», όμως, συναισθήματα.

Ποια είναι, λοιπόν, η σχέση σου με το μελόδραμα ως καλλιτέχνις;

Ενδιαφέρουσα ερώτηση.

Έχει και πάλι να κάνει με την εύρεση της σωστής ισορροπίας, του σωστού τόνου. Δεν είναι εύκολο. Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να εμβαθύνω στο συναισθηματικό μονοπάτι που υπήρχε στο βιβλίο χωρίς να το προδώσω.

Συζητήσαμε σχετικά με τον Ludovico Einaudi, τον συνθέτη της μουσικής, και με τους παραγωγούς, καθώς η μουσική ασφαλώς μεταδίδει συναισθήματα.

Επειδή επιθυμούσα το τελευταίο μέρος της ταινίας να είναι οικουμενικό και με έντονη οπτική διάσταση, χωρίς διαλόγους, η μουσική θα διαδραμάτιζε πολύ σημαντικό ρόλο.

Το συζητήσαμε και με τις ηθοποιούς. Συνολικά, η «αλχημεία» ήταν πολύ λεπτή.

Απέφυγες επιτυχώς και την εξωτικοποίηση ή την στερεοτυπική αποτύπωση κάποιων χαρακτήρων, ιδίως των πολιτισμικά «άλλων». Πώς το κατάφερες;

Έπρεπε να διαλέξω τα «όπλα» μου.

Ως χαρακτήρας του βιβλίου, η Σάρα, για παράδειγμα, είναι πολύ μοναχική. Στην κινηματογραφική απόδοση του χαρακτήρα της έπρεπε να δείξω την συναισθηματική της κατάσταση.

Γι’ αυτό κι επέλεξα να συνθέσω διάφορους χαρακτήρες γύρω της με τους οποίους η ίδια θα αλληλεπιδρούσε. Έτσι, εστίασα την προσοχή μου στα παιδιά της, τα οποία έχουν σημαντικό ρόλο. Όπως και το κοριτσάκι της Σμίτα.

Ο δεσμός μητέρας-παιδιού είναι ουσιώδης - τόσο στο φιλμ όσο και στην προσωπική μου ζωή.

Είσαι η συγγραφέας και η σκηνοθέτρια της Πλεξούδας.

Υπήρξαν στιγμές πριν την έναρξη της διαδικασίας των γυρισμάτων κατά τις οποίες διατηρούσες αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο ήσουν ο κατάλληλος άνθρωπος για να διασκευάσει το βιβλίο για την μεγάλη οθόνη;

Ήμουν σκηνοθέτρια πριν γίνω συγγραφέας.

Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, πολλοί παραγωγοί επικοινώνησαν μαζί μου και μου πρότειναν, με πολλή φυσικότητα, να το σκηνοθετήσω.

Όταν το έγραφα, ωστόσο, ποτέ δεν είχα θεωρήσει πως θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ταινία. Πίστευα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ ακριβό και περίπλοκο.

Οπότε, όταν μου έγινε η πρόταση, δεν ήμουν καθόλου έτοιμη. Δεν αισθανόμουν σιγουριά για τις ίδιες μου τις ικανότητες ως σκηνοθέτριας. Σκέφτηκα, λοιπόν, να αναθέσω την διαδικασία σε κάποιον άλλο.




Ταυτόχρονα, όταν έγραφα το βιβλίο σκεφτόμουν ως σκηνοθέτρια. Μπορούσα να δω τις σκηνές και τους χαρακτήρες, ν’ ακούσω την μουσική. Ως συγγραφέας, είμαι πολύ επηρεασμένη από το κινηματογραφικό μου υπόβαθρο.

«Πώς θα αντιδρούσα ως σκηνοθέτρια παρακολουθώντας την κινηματογραφική διασκευή ενός βιβλίου μου από έναν άλλο σκηνοθέτη;» αναρωτήθηκα, όμως.

Διασκευή σημαίνει επιλογή, και μερικές φορές μπορεί να αισθάνεσαι προδομένη από αυτήν. Θα μπορούσα, άρα, να νιώσω προδομένη. Το ίδιο και οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες μου.

Η μόνη λύση που απέμενε, επομένως, ήταν να γυρίσω εγώ την ταινία. Αλλά ήμουν τρομαγμένη.

«Είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να το κάνει με τον τρόπο του», μου είπε η μητέρα μου. «Αν δεν το κάνεις εσύ, μια μέρα θα το μετανιώσεις», μου είπε ο σύζυγός μου. Κι έτσι το έκανα.

Δεν το μετάνιωσα, γιατί ήταν μαγικό για μένα βρίσκομαι στο πλατώ και σε τρεις χώρες, ενώ η κινηματογραφική διασκευή του βιβλίου ήταν πιστή στην ουσία του -που ήταν και ο στόχος μου- και ταυτόχρονα στο όραμά μου.

Ελπίζω περισσότεροι άνθρωποι να αισθανθούν την ανάγκη να διαβάσουν το βιβλίο σου έχοντας παρακολουθήσει το φιλμ.

Το ελπίζω κι εγώ.

Στην Γαλλία, πάντως, πολλοί άνθρωποι είδαν την ταινία και μετά αγόρασαν το βιβλίο. Καθετί που ωθεί κάποιον ν’ αγοράσει ένα βιβλίο είναι καλό! (Γέλιο).

Ευχαριστώ θερμά τον Martin Sultan (VMA) για την πολύτιμη συμβολή του στην πραγματοποίηση της συνέντευξης και την Λετισιά Κολομπανί για τον χρόνο της και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της που συνοδεύει το κείμενο.

Η ταινία της Λετισιά Κολομπανί, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της ίδιας, Η πλεξούδα, προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 19 Σεπτεμβρίου σε διανομή της Rosebud21.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου