Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

Κυριάκος Δαρίβας: «Το καλύτερο σχολείο είναι η μπάντα»

 

Κυριάκος Δαρίβας (αριστερά), Παύλος Σιδηρόπουλος (δεξιά)

Μια συνάντηση με τον Κυριάκο Δαρίβα, τον εξαιρετικό ντράμερ των Απροσάρμοστων του Παύλου Σιδηρόπουλου και εμπνευστή της μουσικής συντροφιάς-παράστασης «Η Γιορτή για τον Παύλο Σιδηρόπουλο».

Μιλώντας για την ελληνική πραγματικότητα, είναι ο κόσμος των ντραμς και των κρουστών γενικότερα υποτιμημένος -ή λιγότερο προβεβλημένος- σε σχέση με εκείνο άλλων οργάνων, βάσει της πολυετούς εμπειρίας σου;

Κατά το παρελθόν, τα τύμπανα ήταν πολύ «πίσω». Στις μέρες μας, αντιθέτως, παραείναι προβεβλημένα.

Αν ξεκινήσαμε με την λογική ότι τα τύμπανα κρατάνε τον ρυθμό και αποτελούν την βάση του γκρουπ, αυτήν την στιγμή είναι -κυρίως στο εξωτερικό- τόσο φλύαρα που ακόμα κι εγώ, αν και ντράμερ, τα βρίσκω ώρες ώρες ενοχλητικά φλύαρα.

Πού αποδίδεις αυτήν την ενοχλητική φλυαρία τους;

Όλα σχετίζονται με την εξέλιξη των πραγμάτων, Γιάννη μου. Άλλοτε θα πάει πάνω, άλλοτε κάτω.

Παρότι είναι απίστευτα και πολύ δύσκολα από τεχνικής άποψης τα όσα παίζονται στο πεδίο των ντραμς, είναι έξω από την δική μου μουσική λογική. Γυρνάς στο σπίτι κι από τα 300 ακούσματα δε θυμάσαι τίποτα!

Κι όμως, κάποιος παίζει πέντε νοτούλες στην κιθάρα, στο μπάσο ή στα ντραμς, και τις θυμάσαι για πάντα στην ζωή σου.

Ακόμα θυμάμαι τα σόλα των Led Zeppelin από το 1975, ακριβώς γιατί ήταν πέντε νοτούλες γλυκιές.

Ήταν, όμως, και ιδιαίτερες «πέντε νοτούλες».

Σίγουρα.

Σήμερα, από την άλλη, ζούμε στην εποχή της ταχύτητας κι όλα βασίζονται εκεί. Αν, λοιπόν, ως μουσικός δεν παίξεις «παπάδες», δε σε παίρνουν σε δουλειές.

Όταν ξεκίνησες εσύ, πώς ήταν τα πράγματα;

O Τρανταλίδης ήταν ο πρώτος διδάξας Έλληνας ντράμερ στο ροκ πεδίο. Δεν ήταν ένας Charlie Watts που απλά έπαιζε το τέμπο με μηδενικές αλλαγές. Ήταν ξεχωριστό το παίξιμό του, και σίγουρα ήταν καλύτερος από έναν Δαρίβα ο οποίος έπαιζε ένα τέμπο.

Πολυλογία, ωστόσο, δεν υπήρχε τότε. Θα έκανες τις αλλαγές σου, αλλά θα ήταν αυτές που έπρεπε, που ταίριαζαν στην μουσική.

Για σένα, ήταν τα ντραμς κεραυνοβόλος έρωτας ή είχες δοκιμάσει κι άλλα όργανα;

Γιάννη μου, είχαμε πάει με τους γονείς σε ηλικίας οκτώ-εννιά χρονών μου σ’ ένα κέντρο διασκέδασης όπου υπήρχε μια ορχήστρα. Με το που την βλέπω, θαμπώνουν όλα και εστιάζω μόνο στα τύμπανα.

Οπότε ναι, ήταν εξ αρχής μόνο αυτά.

Ήταν μια δύσκολη εποχή για να καλλιεργήσεις μια τέτοια ενασχόληση και βιοποριστικά, αλλά και ως ενδιαφέρον. Πώς, λοιπόν, το κατάφερες, παράλληλα με τυχόν άλλες ασχολίες;

Δεν τα ξέχασα ποτέ.

Όταν ήμουν στην πρώτη γυμνασίου, ένας φίλος με ρώτησε, «Τι μουσική ακούς;» «Ροκ», απάντησα, αλλά ντρεπόμουν, καθώς δεν είχα ούτε έναν δίσκο. Κι έτσι πήγαμε να αγοράσουμε δισκάκια.

Πήρα το In rock των Deep Purple, το Tarkus ων Emerson, Lake & Palmer, κι έπειτα πήγαινα και μόνος μου.

Έβαζα τους δίσκους στο πικαπάκι της Philips, έβγαζα τα σιδεράκια από το ξύλινες κρεμάστρες και χάλασα πολλές καρέκλες, μαξιλάρια και στρώματα παίζοντας πάνω τους τύμπανα.

Ο πατέρας κατάλαβε πολύ νωρίς -θαρρώ πως ήταν ανοιχτό μυαλό για να το κάνει- ότι δε θα γινόμουν ούτε γιατρός ούτε δικηγόρος, οπότε μου πήρε τα πρώτα μου τύμπανα σε ηλικία δεκαέξι χρονών. Από τον Αρμάο, επί της Χαριλάου Τρικούπη στα Εξάρχεια.

Κόστισαν 7.900 δραχμές. Παρότι κατέληξα πλέον να έχω αγοράσει και τύμπανα 3.500 Ευρώ, αυτά τα τύμπανα μου έμειναν για πάντα χαραγμένα στην μνήμη, γιατί ήταν τα πρώτα που ακούμπησα, κούρδισα, μύρισα, που κοιμόμουν και ξύπναγα δίπλα τους.

Μια σχέση ζωής, επομένως.

Σχέση ζωής, ακριβώς. Ήταν η ζωή μου όλη.

Και είναι, κατά μία έννοια.

Και είναι. Σαφώς! Θα έδινα τα πάντα για να τα ξαναέχω μπροστά μου.

Το 1980 μου πήρε το δεύτερο σετ ντραμς, από την Πατούσα 4. Πολύ καλά τύμπανα. Μάρκας Gretsch. Τα κράτησα αρκετά. Μέχρι που πέθανε ο Παύλος, αυτά έπαιζα.

Δε στεναχωριέσαι που δεν υπάρχουν πια αυτά τα πρώτα τύμπανα;

Πάρα πολύ, για συναισθηματικούς λόγους. Με τις αναμνήσεις τις παλιές έχω μια αγάπη.

Και με τους ανθρώπους.

Και με τους ανθρώπους, σαφώς. Με τα πάντα.

Μικρός, ζούσα στο Κουκάκι και πήγαινα σχολείο στην Πλάκα, στο 1ο Αρρένων. Όταν περνάω από την περιοχή σήμερα, το κάνω για να νιώσω λίγο κάπως, αλλά όλα έχουν τουριστικοποιηθεί, έχουν αλλάξει δραματικά. Την προσπάθειά μου την κάνω, ωστόσο.

Κάπως έτσι ξεκίνησε ως ανάγκη και ως ιδέα η Γιορτή για τον Παύλο Σιδηρόπουλο, στο πλαίσιο της διατήρησης μιας μνήμης;

Με αυτήν την έννοια, ναι, αλλά δεν πρόλαβε να παλιώσει.

Όταν διαλύθηκαν οι Απροσάρμοστοι το 2021, ο Βασίλης Στάης από το Κύτταρο με ρώτησε: «Τι κάνουμε τώρα, Κυριάκο;» «Το έχω έτοιμο», του απάντησα. Έτσι ξεκίνησε η «Γιορτή».

Ήταν από τα πιο δύσκολα πράγματα που έχω κάνει στην ζωή μου, γιατί μ’ ενδιέφερε να βρω ανθρώπους οι οποίοι είχαν μια σχέση με τον Παύλο κι ας μην είχαν ζήσει μαζί του.

Αυτοί ήταν ο Βασίλης Σπυρόπουλος και ο Τολάκος Μαστρόκαλος -αγαπημένος- από τους Σπυριδούλα και ο Νίκος Γιαννάτος, φίλος και μπασίστας που έπαιζε με τον Παύλο. Οι υπόλοιποι ήταν άνθρωποι οι οποίοι «ανδρώθηκαν» μουσικά με τον Παύλο.

Δεν τους ήξερα όλους προσωπικά.

Tον Frank από τους PANX ROMANA, για παράδειγμα, με τον οποίο παίζαμε στις ίδιες συναυλίες, δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ. Τον συνάντησα μετά από τόσα χρόνια, κι είναι «λίρα εκατό»!

Το δύσκολο και το ψυχοφθόρο, λοιπόν, ήταν να «περάσω» το κλίμα, να «υποδείξω» το «μονοπάτι» μέσω του οποίου θα πορευόμασταν.

Όλη αυτή η διαδικασία απαίτησε -και απαιτεί- καιρό και φαιά ουσία, αλλά θέλω να είμαι πιστός. Θέλω να είμαι όσο το δυνατόν πιο κοντά σ’ αυτό που έπαιζαν οι Απροσάρμοστοι, οι τρεις τελευταίοι που είχαν μείνει. Δε μ’ ενδιαφέρει η διασκευή.

Βρισκόμαστε στον τρίτο χρόνο της «Γιορτής» και όλοι έχουν καταλάβει το πνεύμα.

Mιλάμε για ανθρώπους όπως ο Σαλβαδόρ, ο Σπυρόπουλος, ο Frank που από μόνοι τους γεμίζουν χώρους όπως το Θέατρο Βράχων, το Κύτταρο, την Τεχνόπολη. Δεν έχουν «ανάγκη» την «Γιορτή» κι ήρθαν μονάχα με γνώμονα την αγάπη τους για τον Παύλο.

Σαν να μου χρώσταγε πολλά αυτή η ζωή, και μου έδωσε την συγκεκριμένη παρέα!

Γιατί κρατάς κατά πρώτον το χαμόγελο του Παύλου Σιδηρόπουλου;

Γιατί από το «καλημέρα» ένα τεράστιο χαμόγελο ήταν το κυρίαρχο όταν ήταν καλά και δεν τον είχε πάρει από κάτω το θέμα του.

Κατόπιν, χαρακτηριζόταν από μια φοβερή καταδεκτικότητα απέναντι στον οποιονδήποτε. Ευγενικός άνθρωπος. Δεν προσποιείτο. Το είχε στο DNA του.

Στις μέρες μας, αντιθέτως, η υποκρισία και η προσποίηση κυριαρχούν.

Μιλώντας για την υποκρισία στο μουσικό πεδίο, πολύς κόσμος διερωτάται γιατί στο αφιέρωμα που έκανε ο Πορτοκάλογλου για τον Παύλο δε μας κάλεσε. Σε ό,τι με αφορά -πιστεύω και τα παιδιά-, με κάλεσε.

Αλλά με το «θάψιμο» που είχε «φάει» ο Παύλος από τον Πορτοκάλογλου, θα έπρεπε να πάω να γλείψω εκεί που έφτυνα. Δε θέλω να μπω σε λεπτομέρειες.

Δε χρειάζεται.

Με εντυπωσιάζει το πόσος κόσμος αντλεί έμπνευση, συναίσθημα ή νοσταλγία από αυτές τις μουσικές συναντήσεις μνήμης, όπως προτιμώ να τις αποκαλώ.

Οι τρεις-τέσσερις πρώτες σειρές του συναυλιακού χώρου καταλαμβάνονται από άτομα 14 έως 25 χρονών. (Γέλιο).

Αυτά τα παιδιά τα θαυμάζω ειλικρινά, γιατί έχουν κάνει κάτι εκπληκτικό: έψαξαν, έμαθαν και αγάπησαν τον Παύλο μέσα από τις πιο αντίξοες συνθήκες και σε μια κοινωνία η οποία τον αποκλείει.

Πουθενά δεν υπάρχει ο Παυλάκης. Είναι παράδειγμα προς αποφυγή για το σύστημα.

Όταν, όμως, ανακαλύψουν τους στίχους της Αποκάλυψης, οι οποίοι αποτυπώνουν με ακρίβεια αυτό που συμβαίνει σήμερα, τα υπόλοιπα γίνονται εύκολα.

Ίσως έπαιξε κάποιον ρόλο και ο μύθος ο οποίος, χωρίς να ευθύνεται ο ίδιος, πλέχτηκε μετά θάνατον γύρω από αυτόν.

Δεν έφταιγε αυτός, όπως σωστά επεσήμανες.

Δεν πέρναγε ούτε έξω από το Ρόδον, μεταφορικά μιλώντας, το μεγαλύτερο κλαμπ στην Ελλάδα παλαιότερα. Δεν τον ήθελαν. Όταν τα μισά ονόματα που αυτό φιλοξενούσε είχαν το θέμα του Παύλου με τα ναρκωτικά.

Το αποκορύφωμα της υποκρισίας; Μετά τον θάνατό του παίζουμε στο Ρόδον τέσσερις-πέντε φορές!

Υπήρχε ο θρύλος πια, και φράγκα μπροστά. Μεγάλη υποκρισία!

Πολλοί ροκ μουσικοί της γενιάς σου διατηρείτε μια αίσθηση όχι μόνο ενότητας, αλλά και κοινότητας. Δεν κυριαρχεί το αλληλοφάγωμα και ο ανταγωνισμός.

Δεκάξι χρονών ήμασταν σ’ ένα λαϊβάκι στο Άλσος της Νέας Σμύρνης. Είχα πάρει τα τύμπανά του. Ήταν να παίξει ένα γκρουπάκι του οποίου ο ντράμερ τουλάχιστον ήταν πολύ καλύτερος από μένα. Δεν άφησα να παίξει με τα τύμπανά μου, ρε συ!

Συν τω χρόνω έφυγε αυτό, αλλά πάντα «έπαιζε» το «Είμαστε καλύτεροι από αυτούς».

Στην ηλικία που βρίσκομαι δεν έχω να αποδείξω τίποτα σε κανέναν. Με άριστα το δέκα, είμαι στο εφτά; Είμαι, το απολαμβάνω και με τα τύμπανά μου παίζει όλος ο κόσμος.

Διαδραματίζει, επομένως, ρόλο η ηλικία και το ότι δεν έχεις ν’ αποδείξεις τίποτα και σε κανέναν.

Έχοντας προ πολλού απαλλαγεί από το όποιο ανταγωνιστικό πνεύμα, συνομιλείς με τους νεότερους, τους βοηθάς, τους ακούς και σε ακούνε;

Έχω πολλούς φίλους ντράμερ, αλλά δεν έχω κάνει μάθημα ποτέ σε άλλους, ούτε πρόκειται. Κι εγώ αυτοδίδακτος υπήρξα, όπως οι περισσότεροι τότε. Αν ξεκινούσα σήμερα, θα πήγαινα στο Ωδείο, γιατί χρησιμεύει.

Σε συναυλίες ποτέ δεν πολυπήγαινα. Είναι ζήτημα να έχω πάει σε δέκα λάιβ μεγάλων ονομάτων. Φρικτά λίγα! Δε μ’ ενδιέφερε, δεν ξέρω γιατί. Μουσική, ωστόσο, ακούω.

Το καλύτερο σχολείο, όμως, είναι η μπάντα. Εκατοντάδες μουσικοί παίζουν φοβερά πράγματα μόνοι τους. Γιατί; Κάνε την μπάντα σου, και θα δεις πως μέσα από την μουσική συντροφικότητα θα βγουν κι άλλα πράγματα πολύ πιο ωραία.

Επί έξι εβδομάδες προβάραμε με τον Παύλο το Welcome to the show, τρεις-τέσσερις μέρες την εβδομάδα. Και βγήκε αυτό που βγήκε. Ήμασταν, βέβαια, πιτσιρικάδες τότε.

Τα γκρουπ υπομονή και επιμονή χρειάζονται για να πετύχουν. Αυτό έχω καταλάβει.

Η Εύα Κολόμβου υπήρξε πολύτιμη αρωγός στην υλοποίηση και αυτής της συνέντευξης. Την ευχαριστώ.

Ευχαριστώ, επίσης, τον Κυριάκο Δαρίβα για την κουβέντα και την παραχώρηση της φωτογραφίας που συνοδεύει το κείμενο.

Η «Γιορτή για τον Παύλο Σιδηρόπουλο» με την συμμετοχή του πολυμελούς ομώνυμου σχήματος και του Στέλιου Σαλβαδόρ με τα Μωρά στη Φωτιά συμβαίνει το Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Βράχων.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου