Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Δάφνη Χαιρετάκη: «Το σινεμά είναι ένας χώρος διαλόγου και εμπειρίας»

 


«Διασταύρωση» ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, η μικρού μήκους ταινία της Δάφνης Χαιρετάκη, Αυτό που ζητάμε από ένα άγαλμα είναι να μην κινείται, στοχάζεται παιχνιδιάρικα πάνω στο παρελθόν και το παρόν, την κοινωνία και την πολιτική.

Μετά την παγκόσμια πρεμιέρα του στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών, το φιλμ προβάλλεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 47ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Συναντώντας την σκηνοθέτρια.

Αν αφετηρία της περίεργα ποικιλόμορφης μικρομεσαίου μήκους ταινίας σου, Αυτό που ζητάμε από ένα άγαλμα είναι να μην κινείται, είναι ένα όνειρο ή ένας εφιάλτης, ξεκινούν, κατά περίπτωση, τα φιλμ σου από ένα όνειρο - ή έναν εφιάλτη;

Δεν ξεκινούν από όνειρα ή εφιάλτες, αλλά μάλλον από εμπειρίες, σημειώσεις και σκέψεις οι οποίες με απασχολούν μέχρι που κάτι τις κάνει να ζωντανεύουν. Αυτή, συνειδητοποιώ ότι είναι η έναρξη της διαδικασίας δημιουργίας μιας ταινίας.

Στην περίπτωση του Αγάλματος, η αναφορά στο όνειρο ή τον εφιάλτη πρόκειται περισσότερο για ένα αφηγηματικό τρικ, το οποίο κατόπιν αποκτά πολλές μορφές.

Τι ρόλο έπαιξε σ’ αυτήν την διαδικασία η παιδική ηλικία και γιατί αναφέρεσαι σε μια επιστροφή στο «σπίτι της παιδικής ηλικίας»; Μου έκανε εντύπωση ως όρος.

Επειδή έχω ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό, συχνά -όταν επέστρεφα στην Ελλάδα- διέμενα στο πατρικό μου.

Για την ακρίβεια, επρόκειτο για το σπίτι της μητέρας μου, που άλλοτε ανήκε στην προγιαγιά μου και το οποίο, λόγω του ότι δυσκολευόμασταν να το συντηρήσουμε, είχε μετατραπεί σε ερείπιο.

Πολύ κοντά βρίσκεται το Λύκειο του Αριστοτέλη. Η σχέση με τα αρχαία ποτέ δε μ’ ενδιέφερε ιδιαίτερα, ακόμα κι όταν ήμουν στην Ελλάδα. Ήθελα ν’ αποκοπώ απ’ αυτά.

Με τα χρόνια, όμως, και μέσα από την διαμονή μου στο συγκεκριμένο σπίτι, φανταζόμουν διάφορα να ζωντανεύουν. Γι’ αυτό και το περιγράφω έτσι.

Ποια είναι, λοιπόν, η σχέση σου με το παρελθόν, ιστορικό και πολιτισμικό, εγχώριο και παγκόσμιο;

Έχω πολύ κακή μνήμη, γενικά! Όσο και να μελετώ, ξεχνώ. Επειδή, εξάλλου, φοίτησα σε γαλλικό σχολείο, δε γνωρίζω την ελληνική Ιστορία τόσο καλά.

Τελειώνοντας, λοιπόν, το σχολείο, συνειδητοποίησα πως είχα τεράστια κενά, οπότε, όλο και περισσότερο, άρχισα να ενδιαφέρομαι γι’ αυτήν την Ιστορία και να προσπαθώ να καταλάβω πώς συνομιλεί με το παρόν.

Μιας κι η έννοια του «αγάλματος» επανέρχεται με διάφορους τρόπους στο διάβα του φιλμ, τι συμπυκνώνει για σένα;

Μια περίοδο που ήταν δύσκολη για μένα, την περίοδο της επιστροφής μου στην Ελλάδα και στην Αθήνα, η οποία ανακάλεσε μνήμες του 2008 και του 2015.

Γυρίζοντας στην Ελλάδα, ένιωσα πολύ «ορφανή» σε σχέση με φιλίες, παρέες και δράσεις, κι ας μη συμμετείχα ποτέ σε πολλά.

Η εξερεύνηση της έννοιας του «αγάλματος», το οποίο δε μ’ ενδιέφερε ως τέτοιο, ξεκίνησε, επομένως, από μια αίσθηση ακινησίας και από μια απορία σε σχέση με το τι κάνω και τι κάνουμε.

Οι συναντήσεις με τους ανθρώπους στον δρόμο ή στην λαϊκή της Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια, όπως αποτυπώνονται στην ταινία, υπήρξαν τυχαίες;

Εντελώς τυχαίες. Δε γνωρίζω τους ανθρώπους. Τους σταματώ, οπλίζομαι με θάρρος και προσπαθώ να τους εξηγήσω τι κάνω, ώστε να τους εισαγάγω σ’ ένα πλαίσιο και να μου απαντήσουν.

Τα γυρίσματα στην Καλλιδρομίου ήταν τα τελευταία του φιλμ, σε ένα μέρος που μου είναι οικείο και σε μια περίοδο κατά την οποία ήμουν πια πιο σίγουρη για την ταινία. Εκείνη η μέρα ήταν σαν δώρο.

Δε σε φοβίζει το τυχαίο;

Με φοβίζει πάρα πολύ. Πριν προχωρήσω σε τέτοια γυρίσματα, είμαι ικανή να μην κοιμηθώ το βράδυ, διερωτώμενη γιατί το κάνω στον εαυτό μου αφού κανένας δε με υποχρεώνει.

Το έχω ανάγκη, όμως. Όταν συμβαίνει, κάτι μου δίνει. Μπορεί ένα «κλειδί» γι’ αυτό που ετοιμάζω. Καμιά φορά απογοητεύομαι από τις απαντήσεις, αλλά όταν τις ξανακούσω, μπορεί ν’ ανακαλύψω ένα στοιχείο που αρχικά μου είχε διαφύγει.




Η δομή του φιλμ επηρεάζεται, επομένως, από αυτές τις συναντήσεις ή -έτσι κι αλλιώς- προϋπάρχει ένα «σκελετός»;

Υπάρχει σενάριο, αλλιώς δεν μπορείς να αιτηθείς χρηματοδότηση. Στην προκειμένη περίπτωση, ήταν ένα από τα πιο «κλασικά» σενάρια που έχω γράψει.

Αφού ξεκινήσει η ταινία, η δομή διαλύεται εντελώς, και ξαναχτίζεται μέσα και από τις συναντήσεις. (Γέλιο).

Αν, για παράδειγμα, έλειπαν οι συναντήσεις στην Καλλιδρομίου, οι οποίες εισάγουν μια πολιτική διάσταση, θα είχα πρόβλημα.

Παρότι το Άγαλμα δε φαίνεται να έχει έναν θεματικό άξονα, εξερευνά πολλά ζητήματα χωρίς να γίνεται βαρύγδουπο, ούτε όμως και ανάλαφρο.

Χαίρομαι που το επισημαίνεις.

Για μένα ήταν σημαντικό, για μια ταινία που ξεκινά από την ακινησία και την στασιμότητα, να μην είναι η ίδια ακίνητη.

Αρχίζοντας γυρίσματα αφότου έλαβα την χρηματοδότηση, βρέθηκα, λοιπόν, σε μια παράξενη κατάσταση: κίνησης. Έπρεπε να κινηθώ προς κάτι ζωντανό. Το ήθελα πολύ και για τον εαυτό μου και για το φιλμ.

Δεν ήθελα μια μελαγχολική ταινία, αλλά με ενέργεια, όπως είναι οι δουλειές των Καταστασιακών ή των Σουρεαλιστών, όπου μέσα από την απόγνωση αναδύεται κάτι φωτεινό.

Είναι και «γκονταρική».

Έχω δει πολύ Γκοντάρ, οπότε μ’ έχει σημαδέψει. Αλλά και δοκιμιακό σινεμά.

«Διασταύρωση» δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας μου θυμίζει πιο πολύ. Σε απελευθερώνει δημιουργικά αυτή η αφηγηματική προσέγγιση;

Όχι μόνο με απελευθερώνει, αλλά, όσες φορές έχω επιχειρήσει να γράψω «κλασική μυθοπλασία», κατόπιν δε μ’ ενδιαφέρει να την τραβήξω. Κάτι θέλω να συμβεί και με τον άλλο. Είναι μια περιπέτεια του μυαλού και της ζωής.

Μια «κλασική μυθοπλασία» δε θα μου το επέτρεπε ούτε σε επίπεδο φόρμας ούτε σε επίπεδο ντεκουπάζ.

Η ενέργεια που αποπνέει η ταινία οφείλεται και στην αλληλεπίδραση με ανθρώπους ζωντανούς εντός συλλογικών διαδικασιών;

Αναφέρομαι, εν προκειμένω, στην Δανάη ως φοιτήτρια, πολιτικό υποκείμενο, μυθοπλαστικό χαρακτήρα και μέλος της Κατάληψης της Πρυτανείας του Ε.Κ.Π.Α. ενάντια στο Π.Δ. 85.

Βλέπω πως γνωρίζεις την Δανάη, εγώ δεν την γνώριζα. Όταν, όμως, παρατήρησα εκείνη την παρέα, κάτι μου έκανε. Κινήθηκα προς το μέρος τους και σκέφτηκα να ρωτήσω την Δανάη σχετικά με το άγαλμα.

Η τόσο όμορφη επαναστατική διάσταση την οποία εισήγαγε μέσα από την απάντησή της υπήρξε κομβική στιγμή στην διαδικασία δημιουργίας του φιλμ.

Με συγκίνησε απίστευτα, μου φάνηκε πολύ γενναιόδωρη αυτή η παρέα!




Ήταν και ο αντικομφορμιστής υπαρξιστής ποιητής Γιώργος Μακρής και τα γραπτά του άλλη μια τέτοια κομβική στιγμή;

Ήταν πολύ.

Η Εύα Στεφανή μού είχε μιλήσει για τον Μακρή έχοντας παρακολουθήσει μια παλαιότερη δουλειά μου, τα Αρχιπέλαγα, και θεωρώντας ότι έχω αντλήσει έμπνευση από εκείνον λόγω της αναφοράς στην καταστροφή του Παρθενώνα.

Τον ανακάλυψα εκ των υστέρων, ωστόσο, κι έκτοτε με συνοδεύει.

To σπίτι, μάλιστα, της παιδικής μου ηλικίας γίνεται το σκηνικό όπου συναντιούνται τα μέλη της, εμπνευσμένης από την δουλειά του Μακρή, φανταστικής ομάδας Σ.Α.Σ.Α. (Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων).

Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας και ανεξαρτήτως των όποιων απόψεών σου σχετικά με την πολιτική και κοινωνική ακινησία, αισθάνθηκες πως υπάρχουν κάποιες «ρωγμές», τελικά - πολιτικά ή υπαρξιακά;

Υπάρχουν-δεν υπάρχουν, σημασία έχει να μη νιώθουμε εμείς εγκλωβισμένοι. Εμείς, εξάλλου, είμαστε και οι άλλοι.

Το φιλμ άνοιγε, λοιπόν, μια «ρωγμή», τουλάχιστον σε μένα, αλλά και μέσα από την δυναμική που αναπτυσσόταν ανάμεσα στους ανθρώπους που συμμετείχαν σ’ αυτό κουβαλώντας ο καθένας τους μια μικρή «ψηφίδα».

Γι’ αυτό, για μένα, το σινεμά είναι ένας χώρος ζωντανού διαλόγου και ζωντανής εμπειρίας.

Αν δεν έκανα σινεμά, δεν ξέρω τι θα έκανα για να αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε επαφή με τα πράγματα.

Σε παλαιότερη συνέντευξη, μου είχες περιγράψει την Ελλάδα ως «πλανεύτρα». Θα την περιέγραφες έτσι και σήμερα; Και, μιας κι έχεις επί μακρόν ζήσει στην Γαλλία, θα την αποκαλούσες επίσης «πλανεύτρα» - ή αλλιώς;

Επειδή πλέον ζω στην Ελλάδα, δεν την νιώθω τόσο πλανεύτρα! (Γέλιο).

Η Γαλλία είναι πλανεύτρα με άλλον τρόπο, νομίζω.

Οι τουρίστες προσδοκούν επισκεπτόμενοι το Παρίσι, για παράδειγμα, να βιώσουν κάτι ρομαντικό, αλλά -αντίθετα- συναντούν κάτι βάρβαρο.

Μια στρατιωτικοποιημένη πραγματικότητα.

Η Γαλλία, ήδη σκληρή όταν πήγα στα δεκαεφτά μου, έχει πια σκληρύνει τόσο πολύ που δεν ξέρω αν θ’ άντεχα να βρίσκομαι εκεί.

Εξακολουθεί, ωστόσο, να υπάρχει κάτι ζωντανό.

Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύεται και από τις συχνές και -ενίοτε- τόσο συγκρουσιακές κινητοποιήσεις όλων των ειδών και αφετηριών. Κάτι τέτοιο δε συμβαίνει σε καμία, ίσως, άλλη δυτικοευρωπαϊκή χώρα.

Σχηματικά μιλώντας, η Γαλλία είναι η μόνη χώρα από την οποία θα μπορούσε κάποιος να φαντασιωθεί ότι θα μπορούσε να προέλθει μια σοβαρή επανάσταση -ή έστω εξέγερση- στο κοντινό μέλλον.

Συμφωνώ, κι ας ανεβαίνει η Ακροδεξιά, κι ας συνασπίστηκαν πρόσφατα οι αριστεροί από ανάγκη. Δεν τους το ’χα.

Όπως είχε συμβεί με τις κινητοποιήσεις των Κίτρινων Γιλέκων, ενός συνονθυλεύματος ακροαριστερών και ακροδεξιών, τα οποία υπέστησαν σκληρή καταστολή. Κι όμως, συνέχισαν να βγαίνουν στον δρόμο.

Η ταινία διαγωνίζεται 30ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο (σημ.: η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε πριν το φετινό Φεστιβάλ, όπου απέσπασε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στην ενότητα Ντοκιμαντέρ).

Τι συναισθήματα σου προξενεί αυτή η προοπτική;

Δεν έχω ξαναπάει στο Σαράγεβο. Τώρα ανακαλύπτω πως πρόκειται για ένα βαλκανικό υπερ-γεγονός!

Δεν προσδοκώ πολλά, ωστόσο, ούτε κάποιο βραβείο. Ήδη το ότι ταξιδεύω με κάνει εξαιρετικά χαρούμενη. Χαίρομαι, επίσης, που θα δω μια πόλη με τέτοια Ιστορία.

Καλή επιτυχία και στο 47ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας (2-8 Σεπτεμβρίου), όπου το φιλμ σου προβάλλεται, σε ελληνική πρεμιέρα, στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού.

Χαίρομαι γα την επικείμενη προβολή στην Δράμα, γιατί πρόκειται για μια ταινία που αφορά στην Ελλάδα.

Η μικρού μήκους ταινία της Δάφνης Χαιρετάκη Αυτό που ζητάμε από ένα άγαλμα είναι να μην κινείται προβάλλεται, σε ελληνική πρεμιέρα, στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 47ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας.

Η προβολή πραγματοποιείται την Πέμπτη 5 ΣεπτεμβρίουΚινηματογράφος Ολύμπια, 20:00.

Η ταινία είναι διαθέσιμη και στην διαδικτυακή πλατφόρμα του Φεστιβάλ (2-9 Σεπτεμβρίου).

Η ταινία της Δάφνης Χαιρετάκη συμμετέχει, επίσης, στο Διαγωνιστικό ταινιών μικρού μήκους των 30ών Νυχτών Πρεμιέρας (2-14 Οκτωβρίου).

Η συνέντευξη είναι αφιερωμένη στην αγαπημένη μου μαμά, η οποία «έφυγε» στις 18 Αυγούστου 2024. Το φιλμ της Δάφνης Χαιρετάκη ήταν το τελευταίο που είδε ποτέ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου